6.2 Τα πανιά του Θησέα...
Αν το παραμύθι του Πινόκκιο ήτανε αληθινό, η μύτη της Άρτεμης θα 'πρεπε να 'χει γίνει τρία μέτρα μακριά. Τόσα πολλά ψέματα είπε. Μα, φαίνεται, πρέπει να υπάρχουνε ψέματα καλά και κακά - κι από τα καλά, η μύτη δεν πρέπει να μακραίνει. Είχανε περάσει τρεις μέρες, που ο Νίκος κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό. Εμάς είχε αρχίσει η απελπισία μας και τι απελπισία. Εκτός που δεν μπορούσαμε να πάμε στο Νίκο είχε και κάτι νεύρα ο μπαμπάς!...
Αυτή, λέει η Ιστορία, με το καπλάνι, που πάει κι έρχεται στην Ισπανία, μπορεί να 'χει επακόλουθα. Έτσι του είπε ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. Παρήγγειλε μάλιστα με τον μπαμπά στη θεία Δέσποινα, πως δε θα 'τανε άσχημο ν 'ανοίγανε την κοιλιά του καπλανιού, μήπως κρυβότανε τίποτα μέσα στ' άχυρα, που το είχαν παραγεμισμένο.
Ακούς ν' ανοίξουν την κοιλιά του καπλανιού!
– Φοβάμαι, λέει ο μπαμπάς, πως θα στείλουν μήνυμα στην Αθήνα κι ο Νίκος θα 'χει κακά ξεμπερδέματα.
Και που να 'ξερε!...
Ύστερα, ήρθαν επίσκεψη η Πιπίτσα με τη μαμά της και τον μπαμπά της. Εμάς μας είναι πολύ δύσκολο να μιλούμε με το μεγάλο μπελά, από τότε που πρόδωσε, κι ας λέει ο Νίκος πως δε φταίει αυτή.
Μια στιγμή, εκεί που βαριόμασταν να την ακούμε να λέει για τον μπαμπά της, για το προξενείο και για κάποιον Χίτλερ, πήρε το μάτι μας την Άρτεμη, που πέρασε τρεχάτη κάτω από τη βεράντα. Η Μυρτώ κρεμάστηκε ολόκληρη στο πεζούλι, για να τη φωνάξει, μα κείνη είχε πάει κιόλας μακριά. Σε λίγο, να την πάλι, ξαναγύρισε. Και πάλι ξανάφυγε. Κι έτσι κάμποσες φορές.
– Τι έπαθε; μου ψιθυρίζει η Μυρτώ.
– Να δεις, που κάτι θέλει να μας πει, λέω εγώ.
Πεθαίναμε από περιέργεια. Πως, όμως, να ξεφορτωθούμε το μεγάλο μπελά, που μας είχε κολλήσει σαν στρείδι, όπως έλεγε και η Μυρτώ. Όταν έφυγε η Πιπίτσα με τη μαμά και τον μπαμπά της, ήτανε πιά πολύ αργά και η Άρτεμη είχε, από πολλή ώρα, χαθεί. Πήγαμε να πλύνουμε τα πόδια μας, στην αυλή, στην τρόμπα και, τότε, να 'σου ξεπρόβαλε η Άρτεμη.
– Ξεροστάλιασα πιά να σας περιμένω, λέει. Κι άμα δε σας τα πω, θα σκάσω!
Πριν προλάβουμε να τη ρωτήσουμε, άρχισε κείνη να μας διηγιέται: Πήγε με τον κυρ Αντώνη στη χώρα. Τον καλέσανε στη χωροφυλακή, να τους πει, αν πραγματικά συνόδεψε το Νίκο στο βαπόρι.
– «Ναι, τον πήγα», είπε ο πατέρας, συνεχίζει η Άρτεμη. Μα το είπε έτσι κρύα, που φοβήθηκα μη και δεν τον πιστέψουνε. Πως μου 'ρθε κι άρχισα να λέω, χωρίς να με ρωτήσει κανένας, πως ήμουνα κι εγώ στη βάρκα κι άμα ξεκίναγε το βαπόρι, ο Νίκος είχε βγει στο κατάστρωμα και μας κουνούσε το χέρι.
«Έεεεεε, κυρ Νίκο! Ξέχασες τα γυαλιά σου», φώναξα εγώ. Κι εκείνος είπε: «Δεν πειράζει, σου τα χαρίζω».
– Τι γυαλιά ξέχασε; απορήσαμε εμείς.
– Μέσα στη βάρκα, ντε. Τον πήγε ο πατέρας μια βόλτα, για να νομίζει κανείς, που θα τους έβλεπε, πως τραβούνε κατά το βαπόρι. Ξέχασε τα μαύρα του γυαλιά. Τα φόρεσα σήμερα και πήγα στην πόλη. Όχου, τι αλλιώτικος που φαίνεται ο κόσμος! Μπορείς να κοιτάζεις όποιον θέλεις, χωρίς να σε προσέχει. Λέτε να μου τα χαρίσει ο Νίκος;
– Τι άλλο σε ρώτησαν; ανυπομονούσαμε εμείς.
– «Τι σας έλεγε για το καπλάνι ο κύριος Νίκος;» μου πέταξε άξαφνα ένας χωροφύλακας μ' ένα γαλόνι.
– «Τι θα πει καπλάνι;», κάνω γω την ανήξερη.
– «Ένα ζώο, σαν τίγρη, που έχει η κυρία Δέσποινα στη βιτρίνα».
– «Πρώτη φορά μου ακούω, να βάζουνε τα ζώα στη βιτρίνα», του κάνω εγώ. Ο γαλονάς έσκασε στα γέλια, κι ύστερα σοβάρεψε πολύ πολύ και ρωτάει:
– «Για την Ισπανία δε σας είπε;».
– «Ποια είναι αυτή η κυρία;», απαντάω εγώ. Πάλι έσκασε στα γέλια ο γαλονάς, πάλι ξανασοβάρεψε και πάλι ξαναρωτάει:
– «Εσύ τον βασιλιά μας και τον καινούριο μας κυβερνήτη τους αγαπάς;».
– «Αχ, να 'μουνα βασίλισσα!» κάνω εγώ. Και τότες ένας άλλος χωροφύλακας λέει:
– «Βλαμμένο είναι». Το 'πε σιγά, μα εμένα τ' αυτί μου στητό ήταν. «Λες αλήθεια;» ρωτάει τέλος ο γαλονάς.
«Μάλιστα, συνταγματάρχα μου» του κάνω.
– Μυρτώωωωωωω! Μέλιααααα! Ακόμα αυτά τα πόδια πλένετε;
Μας φώναξε ο μπαμπάς.
– Ερχόμαστε, τσιρίζουμε να μας ακούσει και φεύγουμε μ' άπλυτα τα πόδια.
Δεν είναι, βέβαια, και πολύ βρώμικα τα πόδια μας γιατί όλο το απόγευμα καθόμασταν στη βεράντα.
Μόλις πέσαμε στα κρεβάτια μας, ανέβηκε η μαμά στην κάμαρά μας να μας καληνυχτίσει.
– Μαμά, άρχισα εγώ, μα σταμάτησα.
Αχ, να ήτανε μια μαμά παχουλή παχουλή κι όχι τόσο μικρούλα, με πόδι σχεδόν σαν της Μυρτώς... Πόσα πράγματα, κι εγώ κι η Μυρτώ, θα 'χαμε να τη ρωτήσουμε! Θα μας έλεγε, ίσως τι είναι αυτό το κάτι άλλο, που είπε η Σταματίνα, πως είναι ο Νίκος. Αν έκανε καλά η Άρτεμη, που είπε τόσα ψέματα κι αν δεν πειράζει, να λες ψέματα στους χωροφύλακες· η δε λογαριάζεται ψέμα, σα μας ρωτάνε για το Νίκο και μείς λέμε άλλα αντ' άλλων).
– Τι θέλεις να μου πεις; ρώτησε η μαμά κι έσκυψε να μ' αγκαλιάσει.
– Τι είναι πιο καλά: να 'ναι κανείς παιδί η μεγάλος;
– Δεν ξέρω. Εμένα μ' άρεσε, σαν ήμουνα παιδί.
– Είχες μυστικά από τους μεγάλους;
– Βέβαια και είχα.
Αχ , να μην είναι τώρα παιδί η μαμά. Θα μπορούσε να παίζει μαζί μας και θα 'ξερε για το Μύλο με το Μισό Φτερό!
Κι οι τέσσερις μαζί ήτανε δύσκολο να πηγαίνουμε στο Νίκο. Έπρεπε να μη μας πάρει είδηση η Πιπίτσα και τα δυό μικρά: ο Οδυσσέας και η Αυγή. Έτσι, αποφασίσαμε να πηγαίνουμε δυό δυό. Μια φορά η Άρτεμη με τη Μυρτώ και μια εγώ με το Νώλη. Ήτανε η δική μας σειρά να πάμε. Χαιρόμασταν, γιατί κρατούσαμε ένα γράμμα, που το 'φερε ο κυρ Αντώνης από τη χώρα κι ο Νίκος κάθε φορά που πηγαίναμε, ρωτούσε:
– Μήπως φέρατε κανένα γράμμα;
Είχαμε ανέβει πιά το μικρό βουναλάκι, ήμασταν στην κορυφή κι ετοιμαζόμασταν να πάρουμε την κατηφοριά για να βγούμε στη μικρή λαγκαδιά, όταν ακούσαμε φωνές κι είδαμε, λίγο πιο κάτω δυό χωροφύλακες, που σπρώχνανε μπροστά μας έναν άνθρωπο και τον χτυπούσανε, μια στο κεφάλι και μια στις πλάτες. Εμείς ξαπλώσαμε τρομαγμένοι μέσα στα θάμνα και κοιτάζαμε. Μας φάνηκε πως πηγαίνανε προς το Μύλο με το Μισό Φτερό. Ο άνθρωπος ξεφώνιζε κι οι χωροφύλακες δώστου τον χτυπούσανε πιο πολύ. Μια στιγμή το πρόσωπό του γέμισε αίματα κι εγώ έκλεισα τα μάτια να μη βλέπω. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει να τρέχει τόσο αίμα.
Περιμέναμε αρκετή ώρα, ώσπου σιγουρευτήκαμε πως δεν πάνε προς το Μύλο, κι όταν πιά ακούγονταν πολύ ξέμακρα οι κραυγές, βγήκαμε από την κρυψώνα μας. Καθώς κατηφορίζαμε βιαστικά το βουναλάκι, έσκισα το πόδι μου σ' ένα μυτερό βράχο. Ήθελα να κλάψω, μα ντρεπόμουνα το Νώλη, που θα 'λεγε, πως τα κορίτσια όλο κλάψες είναι. Ο Νίκος, όμως, τρόμαξε άμα με είδε, γιατί εγώ δεν είχα πάρει είδηση πως είχα γεμίσει αίματα και το πόδι μου έτρεχε ασταμάτητα. Θυμήθηκα τον άνθρωπο, που είχαμε δει, που τον χτυπούσαν οι χωροφύλακες, κι άρχισα, χωρίς να το θέλω να τρέμω ολόκληρη. Ο Νίκος καθάρισε την πληγή με οινόπνευμα, που είχε σ' ένα μπουκαλάκι, μου έδεσε με το καθαρό μαντίλι μου το πόδι και με πήρε, σαν μωρό, στην αγκαλιά του. Ο Νώλης του διηγιότανε για τους χωροφύλακες και τον άνθρωπο που δέρνανε. Ο Νίκος είχε ακούσει τις φωνές και τρόμαξε μήπως πάθαμε μείς τίποτε, την ώρα που πηγαίναμε.
– Είστε πολύ μικρά παιδιά· μια σταλιά, μας λέει, κι εγώ το ξέχασα.
– Δεν είμαστε καθόλου μικροί, κάνει ο Νώλης. Κι αν φοβούνται τα κορίτσια, θα 'ρχομαι μόνος μου.
– Όχι, Νώλη, συνεχίζει ο Νίκος. Είστε παιδιά και θα 'πρεπε να παίζετε ξένοιαστα παιχνίδια. Μα να, ήρθαν έτσι τα πράγματα, που εμείς οι μεγάλοι έχουμε την ανάγκη σας.
Εγώ δε μιλούσα, γιατί είδα το μαντίλι, που μού 'δεσε ο Νίκος το πόδι, να 'χει γίνει κόκκινο κόκκινο και «φοβόμουνα πολύ το αίμα!
– Να πας με τη Σταματίνα αμέσως στη χώρα, γύρισε ο Νίκος σε μένα. Πρέπει να σου κάνουνε αντιτετανικό όρο. Εδώ γύρω είναι όλο βρωμιές.
Αλήθεια, παντού μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ξαφνικά, όλα μου φάνηκαν τόσο άσχημα. Το μικρό καμαράκι, με το στρώμα κατάχαμα, που έμενε ο Νίκος, το μισό φτερό που σκέπαζε σχεδόν όλο το μικρό παραθυράκι του μύλου, τα κουνούπια, που μπαινόβγαιναν και τσιμπούσανε. Έβαλα τα κλάματα.
– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο! παρακάλεσα. Δεν μπορώ να γυρίσω μόνο με το Νώλη!
– Πονάς πολύ; ανησύχησε κείνος.
– Ναι. λέω εγώ, μα δεν· ήξερα αν πονούσα η αν φοβόμουνα τον αντιτετανικό όρο η, πιότερο, τον άνθρωπο με το σπασμένο κεφάλι, τα αίματα, που τρέχανε και τους χωροφύλακες που τον δέρνανε.
– Πήγαινέ με σπίτι, Νίκο, σε παρακαλώ!... έκλαιγα με λυγμούς.
– Πάμε, λέει τότε ο Νίκος και σηκώνεται.
Σταμάτησα αμέσως τα κλάματα. Εκείνος έπιασε να με βοηθήσει να κατεβούμε τη σκαλίτσα.
– Αν σε δει κανείς;... έκανε να πει ο Νώλης. Οι χωροφύλακες μπορεί να είναι κάπου Εδώ κοντά.
– Είπατε πως πήγανε κατά την άλλη μεριά της λαγκαδιάς. Εμείς θα περάσουμε μέσα από το δασάκι κι ας κάνουμε τόση μεγάλη βόλτα για να φτάσουμε. Άρχισε να σκοτεινιάζει και δε θα μας δει κανείς.
Θα 'θελα να μπορούσα να πω στο Νίκο να μείνει, μα φοβόμουνα. Ξεκινήσαμε.
Ο Νίκος με πήρε στα χεριά γιατί δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου.
- Να τρως πιο πολύ, αστειεύτηκε. Θαρρώ, πως δε σηκώνω τίποτα. Καλά που δεν είναι η Μυρτώ στη θέση σου, γιατί θα μου κοβότανε η μέση.
Ο Νώλης προχωρούσε βουβός δίπλα μας. Είχε σκοτεινιάσει για καλά, μέσα στο δασάκι. Αν δεν ήτανε ο Νίκος, εγώ θα 'χα πεθάνει από το φόβο μου. Μόνο ν' ακούς τα ξεραμένα πευκοτσίγκανα να τρίζουνε χρίτς χράτς κάτω από τα πόδια, να βλέπεις τα κλαριά, που αργοκουνιούνται σαν χέρια γίγαντα έτοιμα να σ' αρπάξουν! Πως αλλάζουν όλα τη νύχτα! Τότες φορές έχουμε παίξει στο δασάκι και ξέρουμε κάθε του δέντρο και θάμνο, τώρα, μοιάζει σαν ξένο κι άγριο μέρος.
Κοντά, όμως, στο Νίκο ο φόβος μικραίνει και γίνεται τόσος δα, σαν μικρό καρυδάκι, που κάθεται κάπου στην καρδιά και τη σφίγγει.
Ο Νίκος κάνει αστεία, μιλάει για το καπλάνι, μας λέει τρέλες που έκανε, σαν ήτανε μικρός. Για μια στιγμή, νόμισα πως όλα ήτανε σαν πριν. Πως να, τώρα θα γυρίσουμε στο σπίτι μαζί του να φάμε για βραδινό ντοματόσουπα και φουσκωτές φουσκωτές τηγανίτες με τυρί κι εκείνος με τον παππού θα πειράζουν τη θεία Δέσποινα για τον κομήτη και τους βασιλιάδες της.
Σα φτάσαμε στην άκρη του δάσους και φάνηκε από πέρα ο πύργος μας, ο Νίκος μ' άφησε κάτω και είπε του Νώλη να με βοηθήσει. Τότε θυμήθηκα πάλι, πως όλα είχαν αλλάξει. Θα 'πρεπε τώρα να πω χίλια ψέματα στη θεία Δέσποινα, κι ύστερα, άλλα τόσα στη μαμά και τον μπαμπά, για το που ήμασταν, πως χτύπησα...
– Να πεις στη Σταματίνα να σε πάει, απόψε κιόλας, στη χώρα, λέει ο Νίκος πριν φύγει. Είναι επικίνδυνο.
Έκανε δυο βήματα κι υστέρα ξαναγύρισε και με φίλησε:
– Μη φοβάσαι, Μέλισσα, κι όλα θα περάσουνε!
«Άμα μεγαλώσεις, μου έλεγε ο Νίκος, να σε φωνάζουν Μέλισσα. Μέλια δε θα πει τίποτα». Μήπως μεγάλωσα λοιπόν;
Ο Νώλης με βοήθησε να περπατήσω, μα δεν έβγαζε μιλιά.
– Τι θα πούμε, που αργήσαμε; τον ρωτώ. Που θα πούμε πως χτύπησα;
Εκείνος μήτε λέξη.
– Γιατί δε μιλάς, Νώλη;
– Γιατί είσαι φοβητσιάρα. Γιατί μπορεί, στο γυρισμό, να πέσει πάνω στους χωροφύλακες ο Νίκος και να τον χτυπήσουν, όπως εκείνον τον άνθρωπο. Μπορεί και να τον σκοτώσουν.
– Μέλιαααα! Μέλιαααα!
Οι φωνές της Σταματίνας, του παππού, της θείας Δέσποινας.
– Εδώ είμαστε! φωνάζει ο Νώλης.
Πρώτοι τρέξανε η Άρτεμη και η Μυρτώ. Προλάβανε να μας πούνε, πως ανησύχησαν όλοι και κείνες είπανε, πως δε μας είδανε, γιατί η Άρτεμη ήθελε να της διαβάσει η Μυρτώ ένα βιβλίο, που εγώ με το Νώλη το ξέραμε και βαρεθήκαμε να το ξανακούσουμε και φύγαμε. Εγώ έκλαιγα συνέχεια και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ο Νώλης όμως τα είπε όλα: Πως είμαι φοβητσιάρα και πως ο Νίκος κινδυνεύει, για το χατίρι μου. Περισσότερα δεν πρόλαβε να πει, γιατί έφτασαν ο παππούς, η θεία Δέσποινα κι η Σταματίνα.
Ο Νώλης δεν μπορεί να πει ψέματα, ούτε σαν είναι για το Νίκο. Εγώ έκλαιγα. Έτσι τις ψευτιές πάλι τις είπε η Άρτεμη. Τάχα, πως πήγαμε στο πέρα λιμανάκι, για πεταλίδες κι εγώ γλίστρησα σ' ένα βράχο και χτύπησα το πόδι μου, μα αργήσαμε, γιατί είναι μακριά και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. Οι μεγάλοι αρχίσανε να μιλάνε όλοι μαζί. Η θεία Δέσποινα έλεγε: «Τις παραφήσαμε να τριγυρνάνε! Μόνο να το μάθει ο πατέρας τους!» Ο παππούς: «Παιδιά είναι και θα πέσουν και θα χτυπήσουν». Η Σταματίνα: «Ώσπου να παντρευτείς, θα σου περάσει».
Με πήρε ο παππούς αγκαλιά να με πάει στο σπίτι.
– Να πεις να σε πάνε στη χώρα, μου ψιθύρισε ο Νώλης.
Εγώ όμως το πήρα απόφαση: Δε θα πω τίποτα. Κι ας είναι να πεθάνω. Για να μη λέει ο Νώλης, πως είμαι φοβητσιάρα.
Μου πλύνανε το πόδι, βάλανε ιώδιο κι έσφιγγα τα δόντια, να μην ξεφωνίσω.
– Καλά, λέει ο παππούς, που χτύπησε η Μέλια στα βράχια, αλλιώς, θα 'πρεπε να της κάνουμε αντιτετανικό όρο.
– Γιατί κάνουν αντιτετανικό όρο; ρώτησα.
– Γιατί, άμα χτυπήσει κανείς σε μέρος βρώμικο, είναι επικίνδυνο.
– Μπορεί και να πεθάνει άμα δεν του κάνουν;
– Μη φοβάσαι, Μέλια, γέλασε ο παππούς. Εσύ χτύπησες στη θάλασσα κι η θάλασσα έχει ιώδιο και το ιώδιο είναι το καλύτερο απολυμαντικό.
Θα πέθαινα λοιπόν! Τώρα πιά ήμουνα σίγουρη. Αφού χτύπησα σε τόσες βρωμιές! Κι ίσως, άμα το μάθει, ο Νίκος να πει: «Ήτανε γενναίο κοριτσάκι η Μέλια, που δε φοβήθηκε να πεθάνει». Για να μάθει ο Νώλης... Μα αν έπαθε ο Νίκος τίποτα στο γυρισμό; Αν τον είδε κανείς από τους χωροφύλακες; Τότε τι ωφελεί που θα πεθάνω; Κι όλα αυτά, γιατί είμαι φοβητσιάρα. Τα παιδιά δε θα μ' αγαπούνε πιά και θα μ' έχουνε σαν την Πιπίτσα. Όχι, καλύτερα να πεθάνω!
Με βάλανε στο κρεβάτι κι όταν είπα στη Μυρτώ: «ΛΥ-ΠΟ», συλλογίστηκα πως δεν θα 'χει πιά κανένα να της λέει ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ και τη λυπήθηκα.
Όλη τη νύχτα είχα πυρετό... Μέσα σε μια χαράδρα περπατούσε ένας άνθρωπος... τον έδερναν οι χωροφύλακες... έτρεχαν αίματα. Ήτανε ο Νίκος! «Η Μέλισσα, η Μέλισσα φταίει» φώναζε... Ύστερα πρόβαλε το καπλάνι μ' ανοιχτό το μαύρο του μάτι κι ερχότανε καταπάνω μου... Ξεφώνισα!
– Μέλια, Μέλια, τι έχεις;
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Μυρτώ δίπλα μου. Καιγόμουνα στον πυρετό.
– Μη, της λέω, μη φωνάξεις κανένα! Θα κοιμηθώ. Κοιμήθηκα και ως το πρωί δεν είχα πεθάνει! Έπεσε μάλιστα κι ο πυρετός. Το πόδι μου δεν πονούσε σχεδόν καθόλου, μόνο που δεν μπορούσα να το πατήσω. Ο παππούς στερέωσε την αμάκα κάτω από τα πεύκα.
Η Μυρτώ κουβάλησε τρεις τόμους βιβλία.
– Ούτε εγώ θα πάω για μπάνιο, λέει. Θα σου κάνω συντροφιά.
Δεν προλάβαμε να καλοανοίξουμε τα βιβλία κι είδαμε το Νώλη να πηγαίνει τρεχάτος κατά τον πύργο μας. Τι πάει να κάνει; αναρωτήθηκα. Σε λίγο ξαναβγήκε μαζί με τη Σταματίνα κι ήρθαν κοντά μας. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου και με ρώτησε ανήσυχα:
– Πως είσαι, πουλάκι μου; Ύστερα αγρίεψε:
– Γιατί δεν είπες να σε πάμε στη χώρα; Ξέρεις πως μπορούσες να πεθάνεις; Αχ , αυτή η βρωμοδικτατορία, που έκανε να μπλέξετε σε τέτοιες ιστορίες, μικρά παιδιά!
– Θα πέθαινε η Μέλια; τρόμαξε η Μυρτώ.
Ο Νώλης τότε είπε πως έφταιγε εκείνος, που με είχε πει φοβητσιάρα. Άνοιξε τη χούφτα του και μας έδειξε μια πολύχρωμη αχιβάδα. Ήτανε ροζωπή, με χρυσές και πράσινες ραβδωτές γραμμές. Τόσο όμορφη αχιβάδα δεν ξανάδα ποτέ!
– Σου τη χαρίζω, λέει ο Νώλης και μου τη δίνει.
Τι καλά που δεν πέθανα! Όλοι με χαϊδεύουνε, μου χαρίζουνε πράματα! Καλό είναι, καμιά φορά, να κοντεύεις να πεθάνεις, μόνο να μην πεθαίνεις στ' αλήθεια... Ξαφνικά πετάχτηκα.
– Ο Νίκος; ρώτησα το Νώλη.
– Είναι καλά, χαμογελάει εκείνος. Και σου εύχεται περαστικά.
Θα πει, πως ο Νώλης γύρισε χτες το βράδυ στο Μύλο με το Μισό Φτερό, να δει μην είχε συμβεί τίποτα στο Νίκο. Και δε φοβήθηκε! Ολομόναχος, μέσα στη νύχτα!
Στο Νίκο δεν ξαναπήγα. Στην αρχή, γιατί πονούσε το πόδι μου κι ύστερα, γιατί σε λίγο εκείνος έφυγε από το Λαμαγάρι. Πήγε «κάπου» στη χώρα, όπως έλεγε η Σταματίνα.
Κάθε μέρα τριγύριζαν στο Λαμαγάρι χωροφύλακες, μια μέρα μάλιστα ήρθαν και στον Πύργο μας κι έψαχναν, ως και στο κουτί που βάζουμε το αλάτι ακόμα. Τον έναν απ' αυτούς τον ήξερε η Σταματίνα. Ήτανε χοντρός χοντρός και τον λέγανε κυρ Παντελή! Σαν βγήκαν οι άλλοι δυο, που ήτανε μαζί του, ο κυρ Παντελής έμεινε λιγάκι στην κουζίνα, να τον κεράσει καφέ η Σταματίνα.
– Δε ντρέπεσαι, μωρέ, του λέει εκείνη, να ψάχνεις τα ξένα σπίτια;
– Σάμπως το θέλω κι εγώ, της απάντησε. Μας υποχρεώνουνε. Αύριο, είπανε να πάρουμε και τα παιδιά από πίσω, να δούμε τι παίζουνε και που πηγαίνουνε.
Ο Νίκος ήτανε να φύγει για τη χώρα σε λίγες μέρες. Εμείς θα φυλάγαμε τσίλιες, ώσπου να τον παραλάβει ο κυρ Αντώνης με τη βάρκα από ένα απόμερο λιμανάκι. Έπρεπε να τον φευγατίσει μέρα, γιατί τη νύχτα, μπορούσε να τους κάνει έλεγχο η μπενζίνα του λιμεναρχείου, μήπως ψαρεύουνε με δυναμίτη.
Σαν έμαθε όμως τα νέα ο κυρ Αντώνης είπε, πως δε σηκώνει αναβολή κι ο Νίκος πρέπει να φύγει αύριο κιόλας για τη Χώρα. Κι η Άρτεμη σκέφτηκε πως να ξεγελάσουμε τους χωροφύλακες: να κάνουμε, τάχατες, πως προσέχουμε μη μας δούνε και να πάμε προς το γκρεμισμένο κάστρο, που ήτανε στην αντίθετη μεριά από κει που θα περνούσε το Νίκο με τη βάρκα ο κυρ Αντώνης.
Στο γκρεμισμένο κάστρο δεν παίζαμε και πολύ συχνά, γιατί είναι μακριά από τη θάλασσα κι ύστερα φοβόμασταν και λιγάκι, γιατί όλοι λέγανε πως έβγαιναν φαντάσματα. Ξεκινήσαμε καταμεσήμερο, ντάλα ο ήλιος, και σαν βεβαιωθήκαμε πως ο κυρ Παντελής κι ένας άλλος χωροφύλακας έρχονταν από πίσω μας, βαδίσαμε κατά το κάστρο. Εξήντα οχτώ πέτρινα σκαλιά πρέπει ν' ανεβεί κανείς, για να φτάσει στο κάστρο.
– Έεεεεε, παιδιά! Για που το βάλατε; φώναξε ο κυρ Παντελής, από τα μισά της σκάλας. Κάθισε ξεφυσώντας σ' ένα σκαλί.
– Και που πάτε την καλαθούναααααα; ξαναφώναξε ο κυρ Παντελής.
Είχαμε πάρει μαζί το καλάθι, που βάζαμε τα τρόφιμα του Νίκου και το σέρναμε έτσι, πάνω στις σκάλες, που να μπορεί όλο το Λαμαγάρι να το βλέπει.
– Πάμε δώρα στο φάντασμα του κάααααστρου! απάντησε ο Νώλης.
Ο κυρ Παντελής κι ο άλλος χωροφύλακας κοιτάχτηκαν κι άρχισαν ξανά ν' ανεβαίνουν ξεφυσώντας. Από το κάστρο είχανε μείνει ψηλοί πέτρινοι τοίχοι και μια σκάλα που έβγαζε σε μια ταράτσα με πυργάκια και πολεμίστρες. Στη μέση της σκάλας ήταν ένα πλατύσκαλο, κι από τη μεριά του τοίχου ένα άνοιγμα, με σκουριασμένο σιδερένιο κιγκλίδωμα. Που έβγαζε, κανείς δεν ήξερε. Δυο βήματα πιο μέσα από το άνοιγμα, ερχότανε ένας κρύος αέρας και ήτανε τόσο σκοτάδι που δεν μπορούσες να δεις τη μύτη σου.
– Εδώ μέσα είναι το φάντασμά μας, λέμε στον Παντελή και του δείχνομε την ολοσκότεινη τρύπα που έχασκε.
Πρώτη έχωσε η Μυρτώ το κεφάλι της στην τρύπα.
– Πες τα ξόρκια! της λέει η Άρτεμη.
Κι η Μυρτώ άρχισε ν' απαγγέλνει:
«ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...»
– Τι λέει, μωρέ, αυτή! φωνάζει του κυρ Παντελή ο άλλος χωροφύλακας. Σταμάτα τη! Δίνει σύνθημα αυτουνού που είναι μέσα να φύγει.
– Αστειεύεσαι, κυρ χωροφύλακα; κάνει η Άρτεμη. Αυτά είναι ξόρκια για καλόπιασμα. Το φάντασμα δε φεύγει ποτέ από τον Πύργο!
– Πάμε να ψάξουμε, λέει πάλι εκείνος στον κυρ Παντελή.
Ο κυρ Παντελής δε φαινότανε να 'χει και μεγάλη όρεξη να χωθεί στην τρύπα. Ο άλλος όμως είχε κιόλας χαθεί μέσα. Ο κυρ Παντελής έκανε ν' ανάψει ένα σπίρτο.
– Άδικα τ' ανάβεις, του λέει ο Νώλης, θα το σβήσει ο αέρας από την τρύπα. Το φάντασμα δεν αγαπάει το φως!
– Παντελήηηηη. Έρχεσαι; ακούστηκε από τα βάθη η φωνή του χωροφύλακα.
– Ακολουθώ, φωνάζει ο κυρ Παντελής.
Έκανε το σταυρό του και χώθηκε κι αυτός μέσα.
Εμείς ανεβήκαμε γρήγορα γρήγορα τη σκάλα και βγήκαμε στην ταράτσα.
Κάτω, πέρα μακριά, απλωνόταν η θάλασσα. Μια βαρκούλα με κάτασπρο πανί αρμένιζε κιόλας. Είχε κι ένα κόκκινο πανί για την «Κρυσταλλία» ο κυρ Αντώνης, μα μείς τα 'χαμε συμφωνήσει, αν όλα πάνε καλά, να σηκώσει το άσπρο. Κι ο κυρ Αντώνης δε λάθεψε σαν το Θησέα. Σε λίγο από κάτω ακούσαμε δυνατά φτερνίσματα.
Ήτανε ο κυρ Παντελής κι ο χωροφύλακας που είχανε βγει από την τρύπα. Ακούσαμε τις αρβύλες τους στο πλακόστρωτο της αυλής να βροντάνε γκράπ γκράπ. Σκύψαμε από μια πολεμίστρα και κρυφοκοιτάζαμε. Ο κυρ Παντελής είχε βγάλει ένα τεράστιο καρό κόκκινο μαντίλι και φύσαγε τη μύτη του.
– Φάντασμα δε βρήκαμε, μα ο Παντελής την άρπαξε την πούντα! τον ακούμε που λέει.
Ωραιότερο παιχνίδι δεν είχαμε παίξει κανένα καλοκαίρι! Αυτό ήτανε και το τελευταίο παιχνίδι μας στο Λαμαγάρι. Ώσπου να φύγουμε για τη χώρα, για να πάμε σχολείο, περάσαμε πολύ βαρετά. Χωρίς το Νίκο, χωρίς το καπλάνι, χωρίς ούτε ένα μυστικό! Κι ως την ώρα που μπήκαμε στην «Κρυσταλλία», για να γυρίσουμε στη χώρα, δεν έγινε τίποτε το σπουδαίο, έκτος που πήρε η θάλασσα το καπέλο με τα κερασάκια της Άρτεμης και τα κύματα το πήγανε τόσο βαθιά, που δεν μπορέσαμε να το πιάσουμε. Το κοιτάζαμε μονάχα από μακριά, που έπλεε σαν μια μεγάλη τσούχτρα.
Το Νώλη και την Άρτεμη θα τους βλέπαμε όλο το χειμώνα, γιατί ο παππούς θα έκανε μέρα παραμέρα μάθημα στο Νώλη, που έτσι θα μπορούσε να δίνει κάθε χρόνο εξετάσεις ως «διδαχθείς κατ' οίκον». Θα 'τανε, βέβαια, δύσκολο να πηγαινοέρχεται με τις βροχές και τα κρύα, μα ο Νώλης δε φοβάται τίποτα κι άμα μεγαλώσει, θα γίνει σαν το Νίκο. Αυτό το ξέρουμε μόνο εγώ κι ο Νώλης. Από τότε που χτύπησα το πόδι μου γίναμε πολύ φίλοι με το Νώλη. Μου λέει όλα του τα μυστικά. Τον κάλεσαν κι αυτόν στη χωροφυλακή μια μέρα και τον ρωτούσανε για το Νίκο. Εκεί του είπαν τι είναι αυτό το «κάτι άλλο», που έλεγε η Σταματίνα πως είναι ο Νίκος.
– Ε, αφού είναι ο Νίκος επαναστάτης, έτσι του είπαν οι χωροφύλακες, θα γίνω κι εγώ το ίδιο, άμα μεγαλώσω, μου είπε ο Νώλης και μ' έβαλε να ορκιστώ, πως δε θα το πω σε κανέναν, ούτε στη Μυρτώ.
Η αλήθεια είναι πως πολύ στεναχωρέθηκα, που δεν μπορούσα να το πω στη Μυρτώ. Ήτανε η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα μυστικά από κείνη.
Είναι πολύ ωραίο να 'χεις μυστικά από τους μεγάλους που να τα ξέρουν μονάχα τα παιδιά. Αλλά να ξέρεις κάτι Εσύ μόνο και να 'χεις δώσει το λόγο σου, πώς δε θα πεις ούτε στην αδελφή σου, δε μ' αρέσει καθόλου αυτό! Όταν πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει o ύπνος και πριν πούμε ΛΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, φοβόμουνα, πάντα μήπως, χωρίς να το θέλω, μού ξεφύγει και φα νερώσω το μυστικό στη Μυρτώ. Γι' αυτό, για να ξαλαφρώσω λίγο, έκανα σαν τον κουρέα του Μίδα, Έσκαψα ένα λακκουβάκι στην άμμο και φώναξα εκεί μέσα τρεις φορές. «O Νώλης θα γίνει επαναστάτης». Ύστερα, σκέπασα καλά καλά το λακκουβάκι με βρεγμένη άμμο και το πατίκωσα με τα πόδια μου.
Εκείνη τη νύχτα, όμως, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το φόβο μου. Έλεγα, μη φυτρώσει καμιά καλαμιά και μουρμουρίζουν το μυστικό μου τα καλάμια. Το άλλο πρωί πετάχτηκα άπλυτη ακόμα στην αμμουδιά κι ησύχασα, σαν είδα την άμμο γυμνή, όπως πάντα. Η θεία Δέσποινα με είδε που γύριζα και με κατσάδιασε.
– Δεν ντρέπεσαι να παίρνεις, άνιφτη ακόμα, τα σοκάκια!
– Αλήθεια, που ήσουνα; ρώτησε ύστερα η Μυρτώ.
– Είπα ένα μυστικό, σ' ένα λακκουβάκι στην άμμο κι ήθελα να δω, αν φύτρωσε καλάμια.
– Θα κλείσεις τα οχτώ λέει εκείνη, κι όλο μωρουδίστικα πράγματα κάνεις.
– Γιατί μωρουδίστικα; θύμωσα εγώ. Ο κουρέας του Μίδα έτσι δεν έκανε;
– Αυτά είναι παραμύθια.
– Όχι, δεν είναι!
Ύστερα από μερικές μέρες, με ρώτησε ένα βράδυ η Μυρτώ:
– Τί μυστικό είπες στο λακκουβάκι; Εγώ έκανα την κοιμισμένη, μα ήμουνα ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, που είχα μυστικά από κείνη.
Έκτος από το Νώλη, θα 'ρχότανε κι η Άρτεμη πότε πότε το χειμώνα στη χώρα, να της μαθαίνει ράψιμο η θεία Δέσποινα. Έτσι έλεγε. Δεν ξέρω αν της άρεσε να ράβει. Θαρρώ, πως ζήλεψε, σαν άκουσε πως θα 'ρχεται ο Νώλης. Έτσι, ο χειμώνας που θα 'ρχότανε δε θα 'τανε καθόλου βαρετός. Θα πηγαίναμε σχολείο, θα 'χαμε καινούριες φιλενάδες, θα βλέπαμε το Νώλη και την Άρτεμη κι ίσως άρχιζε καμιά παράξενη ιστορία με το Νίκο και το καπλάνι.
Παρ' όλα αυτά, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται, καθώς ξεμακραίναμε με την «Κρυσταλλία» και το Λαμαγάρι άρχισε να χάνεται από τα μάτια μας. Στάθηκα όρθια κοντά στο κατάρτι και το αποχαιρετούσα, λέγοντας από μέσα μου:
– Γειά σου, γειά σου, καλό μου Λαμαγάρι. Ομορφότερο μέρος του κόσμου! Καλύτερο σ' όλη τη γη!
Σηκώθηκε κι η Μυρτώ και ήρθε δίπλα μου. Πριν χαθεί και η τελευταία μύτη του Λαμαγαριού, κάναμε χωνί τα χέρια και φωνάξαμε μ' όλη μας τη δύναμη:
– Καλή αντάμωση, Λαμαγάρι!
– Λαμαγάριιιιι! απάντησε η ηχώ.