12. Η Παράξενη Ιστορία του Τζόναθαν Σμολ (3)
«Μια βραδιά έχασε ακόμη πιο άσχημα από όσο συνήθως. Καθόμουν στην καλύβα μου όταν εκείνος και ο Λοχαγός Μόρσταν ήρθαν παραπατώντας καθοδόν για τα δωμάτια τους. Ήταν φίλοι καρδιακοί, εκείνοι οι δυο, και ποτέ δεν ξεμάκραιναν. Ο ταγματάρχης ήταν έξω φρενών με τις απώλειες του.
«'Όλα τελείωσαν, Μόρσταν,' έλεγα καθώς πέρασαν την καλύβα μου. ‘Θα πρέπει να στείλω τα χαρτιά μου. Καταστράφηκα.'
«'Κουταμάρες, παλιόφιλε!' είπε ο άλλος, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. ‘Είχα φάει κι εγώ ένα άσχημο χαστούκι. Αλλά—‘ Αυτό ήταν το μόνο που μπόρεσα να ακούσω, αλλά ήταν αρκετό για να με βάλει σε σκέψεις.
«Κάνα δυο μέρες αργότερα ο Ταγματάρχης Σόλτο βολτάριζε στην ακτή: έτσι άρπαξα την ευκαιρία να του μιλήσω.
«'Θα ήθελα την συμβουλή σου, Ταγματάρχη,' είπα.
«'Καλώς, Σμολ, περί τίνος πρόκειται;' ρώτησε, βγάζοντας το σερούτ από τα χείλη του.
«'Ήθελα να σας ρωτήσω, κύριε' είπα, ‘ποιο είναι το κατάλληλο πρόσωπο στο οποίο θα έπρεπε να παραδοθεί ένας κρυμμένος θησαυρός. Γνωρίζω που βρίσκεται μισό εκατομμύριο περίπου, και, καθώς, δε μπορώ να τον χρησιμοποιήσω ο ίδιος, σκέφτηκα πως ίσως το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να το παραδώσω στις κατάλληλες αρχές, και τότε ίσως θα μου μείωναν την ποινή μου.'
«'Μισό εκατομμύριο, Σμολ;' είπε πνιχτά, κοιτώντας με προσεκτικά για να δει αν μιλούσα ειλικρινά.
«'Ακριβώς τόσα, κύριε —σε πετράδια και πέρλες. Περιμένει εκεί για τον καθένα. Και το αλλόκοτο πράγμα είναι πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης είναι παράνομος και δεν μπορεί να έχει περιουσία, έτσι ώστε ανήκει στον πρώτο που θα τα βρει.
«'Στην κυβέρνηση, Σμολ,' τραύλισε, ‘στην κυβέρνηση.' Όμως το είπε με ένα κομπιαστό τρόπο, και γνώριζα στην καρδιά μου πως τον είχα τσεπώσει.
«'Πιστεύετε, τότε, κύριε, πως θα έπρεπε να αναφέρω την πληροφορία στον γενικό διοικητή;» είπα ήρεμα.
«'Λοιπόν, βασικά δεν πρέπει να κάνεις τίποτα βιαστικό ή κάτι που ίσως μετανιώσεις. Πες μου τα όλα, Σμολ. Δώσε μου τα στοιχεία.'
«Του είπα όλη την ιστορία, με μικρές αλλαγές, έτσι ώστε να μη μπορεί να αναγνωρίσει τις τοποθεσίες. Όταν είχα τελειώσει στάθηκε παγωμένος και βυθισμένος στις σκέψεις. Διέκρινα από το σφίξιμο των χειλιών του πως μια πάλη λάβαινε χώρα μέσα του.
«'Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, Σμολ,» είπε εντέλει. ‘Δεν πρέπει να αναφέρεις ούτε λέξη σε κανέναν σχετικά, και θα τα πούμε και πάλι σύντομα.'
«Δυο νύχτες αργότερα εκείνος κι ο φίλος του, ο Λοχαγός Μόρσταν, ήρθαν στην καλύβα τα μεσάνυχτα με μια λάμπα.
«'Θέλω μόνο να ακούσει ο Λοχαγός Μόρσταν την ιστορία από τα ίδια σου τα χείλη, Σμολ,' είπε.
«Την επανέλαβα όπως την είχα πει την περασμένη φορά.
«'Ακούγεται αληθινή, ε;' είπε εκείνος. ‘Είναι αρκετά καλή για να δράσουμε;'
«Ο Λοχαγός Μόρσταν ένευσε.
«'Κοίτα δω, Σμολ,' είπε ο ταγματάρχης. ‘Το συζητήσαμε, ο φίλος μου εδώ κι εγώ, και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως το μυστικό σου είναι ελάχιστα κυβερνητικό ζήτημα, τελικά, αλλά προσωπικό σου θέμα, το οποίο φυσικά έχεις την εξουσία να αποφασίσεις μόνος σου όπως νομίζεις καλύτερα. Τώρα το ερώτημα είναι, Τι τίμημα θα ζητήσεις για αυτό; Ίσως να έχουμε την διάθεση να το αναλάβουμε, και τουλάχιστον να το εξετάσουμε, αν συμφωνήσουμε στους όρους.' Προσπάθησε να μιλήσει με ψύχραιμο, αδιάφορο τρόπο, αλλά τα μάτια του έλαμπαν από έξαψη και απληστία.
«'Μα, όσο για αυτό, κύριοι,' απάντησα, προσπαθώντας επίσης να είμαι ψύχραιμος όσο εξημμένος κι αν ένοιωθα, ‘υπάρχει μόνο μια συμφωνία που κάποιος στη θέση μου θα έκανε. Θα ήθελα να με βοηθήσετε να ελευθερωθώ, και να βοηθήσετε και τους τρεις συντρόφους μου. Κατόπιν θα σας καταστήσουμε συνεργάτες μας και θα σας δώσουμε ένα πέμπτο μερίδιο για να μοιρασθείτε οι δυο σας.'
«'Χμ!' είπε εκείνος. ‘Ένα πέμπτο μερίδιο! Δεν είναι ιδιαίτερα δελεαστικό.'
«'Θα ανέρθει σε πενήντα περίπου χιλιάδες ανά άτομο,' είπα.
«'Όμως πως είναι δυνατόν να επιτύχουμε την απελευθέρωση σου. Γνωρίζεις πολύ καλά πως αυτό που ζητάς είναι αδύνατο.'
«'Καθόλου,' απάντησα. ‘Τα σκέφτηκα όλα ως και την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο εμπόδιο στην διαφυγή μας είναι πως δεν μπορούμε να βρούμε ένα σκάφος κατάλληλο για ταξίδι και προμήθειες που να μας φτάσουν για τόσο μεγάλο διάστημα. Υπάρχουν άφθονα μικρά γιωτ και ψαροκάικα στην Καλκούτα ή το Μαντράς τα οποία θα εξυπηρετούσαν καλά το σκοπό μας. Φέρτε εσείς ένα εδώ. Θα υποχρεωθούμε να επιβιβαστούμε την νύχτα, κι αν μας αφήσετε σε κάποιο μέρος της Ινδικής ακτής θα έχετε φέρει εις πέρας το κομμάτι της συμφωνίας σας.'
«'Αν ήταν μόνο ένας,' είπε.
«'Ή όλοι ή κανένας,' απάντησα. ‘Το ορκιστήκαμε. Οι τέσσερις μας οφείλουμε πάντοτε να δρούμε μαζί.'
«'Βλέπεις, Μόρσταν,' είπε εκείνος. ‘Ο Σμολ είναι άνθρωπος με λόγο. Δεν κάνει πίσω από τους φίλους του. Πιστεύω πως μπορούμε κάλλιστα να τον εμπιστευθούμε.'
«'Είναι βρώμικη υπόθεση,' απάντησε ο άλλος. ‘Κι όμως, όπως λες, τα χρήματα θα σώσουν τα γαλόνια μας θεσπέσια.'
«'Λοιπόν, Σμολ,' είπε ο ταγματάρχης, ‘πρέπει, υποθέτω, να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε. Πρέπει πρώτα, φυσικά, να ελέγξουμε την αξιοπιστία της ιστορίας σου. Πες που είναι κρυμμένο το κουτί, και θα πάρω άδεια για να επιστρέψω στην Ινδία με το μηνιαίο πλοίο των προμηθειών για να ερευνήσω την υπόθεση.'
«'Όχι τόσο γρήγορα,» είπα, γινόμενος πιο ψυχρός καθώς εκείνος ζεσταινόταν. ‘Πρέπει να έχω την συγκατάθεση των τριών συντρόφων μου. Σας είπα πως μαζί μας είναι ή κι οι τέσσερις ή κανένας.'
«'Ανοησίες!' ξέσπασε. ‘Τι έχουν τρεις μαύροι να κάνουν με την συμφωνία μας;'
«'Μαύροι ή μπλε,' είπα, ‘είναι μέσα μαζί μου, κι όλοι πάμε παρέα.'
«Λοιπόν, το ζήτημα έληξε με μια δεύτερη συνάντηση, στην οποία ο Μαχμέτ Σίνγκ, ο Αμπντουλάχ Κχάν, και ο Ντόστ Ακμπάρ ήταν όλοι τους παρόντες. Συζητήσαμε το θέμα ξανά, και εντέλει καταλήξαμε σε ένα διακανονισμό. Θα παρείχαμε και στους δυο αξιωματικούς χάρτες της τοποθεσία του οχυρού Άνγκρα, και θα σημειώναμε το σημείο του τοίχου που ο θησαυρός ήταν κρυμμένος. Ο Ταγματάρχης Σόλτο θα πήγαινε στην Ινδία για να ελέγξει την ιστορία μας. Αν έβρισκε το κουτί θα έπρεπε να το αφήσει εκεί, να στείλει ένα μικρό γιωτ με προμήθειες για ταξίδι, το οποίο θα άραξε έξω από το νησί Ράτλαντ, και στο οποίο θα έπρεπε να φτάσουμε, και τελικά θα επέστρεφε στα καθήκοντα του. Ο λοχαγός Μόρσταν τότε θα έκανε αίτηση για άδεια, για να μας συναντήσει στο Άνγκρα, κι εκεί θα κάναμε το τελικό μοίρασμα του θησαυρού, με εκείνον να παίρνει το μερίδιο του ταγματάρχη όπως και το δικό του. Όλα αυτά επισφραγίσθηκαν με τους πλέον επίσημους όρκους που το μυαλό θα μπορούσε να σκεφθεί και τα χείλη να προφέρουν. Κάθισα όλη νύχτα με χαρτί και μελάνι, και το πρωί είχα δυο χάρτες έτοιμους, υπογεγραμμένους με το σημάδι των τεσσάρων —αυτοί είναι οι Αμπντουλάχ, Ακμπάρ, Μαχμέτ, κι εγώ.
«Λοιπόν κύριοι, σας κουράζω με την μεγάλη ιστορία μου, και γνωρίζω πως ο φίλος μου ο κ. Τζόουνς ανυπομονεί να με χώσει στην στενή. Θα συντομεύσω όσο μπορώ. Ο αχρείος ο Σόλτο έφυγε για την Ινδία, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε πίσω. Ο λοχαγός Μόρσταν μου έδειξε το όνομα του στη λίστα ενός από τα ταχυδρομικά πλοία ελάχιστα αργότερα. Ο θείος του είχε πεθάνει, αφήνοντας του μια περιουσία, κι είχε παραιτηθεί από το στρατό, ωστόσο είχε ξεπέσει στο να συμπεριφερθεί σε πέντε άντρες όπως είχε συμπεριφερθεί σε μας. Ο Μόρσταν πήγε σύντομα μέχρι το Άνγκρα και βρήκε, όπως αναμέναμε, πως ο θησαυρός είχε όντως χαθεί. Το παλιοτόμαρο τον είχε κλέψει, δίχως να φέρει εις πέρας ούτε έναν από τους όρους υπό τους οποίους του είχαμε πουλήσει το μυστικό. Από τότε ζούσα μονάχα για την εκδίκηση. Το σκεφτόμουν την μέρα και το καλλιεργούσα τη νύχτα. Μου έγινε ένα ακατανίκητο πάθος, ένα πάθος που με είχε καταλάβει ολοκληρωτικά. Δεν νοιαζόμουν καν για το νόμο —ούτε για τις κρεμάλες. Να αποδράσω, να εντοπίσω το Σόλτο, να βάλω το χέρι γύρω από το λαιμό του —αυτή αποτελούσε την μοναδική μου σκέψη. Ακόμη κι ο θησαυρός του Άνγκρα αποτελούσε ένα μικρότερο ζήτημα στο μυαλό μου από όσο η σφαγή του Σόλτο.
«Λοιπόν, αποφάσισα πολλά πράγματα στη ζωή μου, κι ούτε ένα δεν υπήρξε που να μην έφερα εις πέρας. Όμως πολλά κουραστικά χρόνια πέρασαν πριν φτάσει η ώρα μου. Μια μέρα όταν ο Δρ. Σόμερτον είχε πέσει κάτω από πυρετό ένα μικρός νησιώτης των Andaman εντοπίστηκε από μια παρέα καταδίκων στο δάσος. Ήταν ετοιμοθάνατος κι είχε πάει σε ένα μοναχικό μέρος να πεθάνει. Τον ανέλαβα, παρότι ήταν τόσο φαρμακερός όσο ένα νεαρό φίδι, και μετά από κάνα δυο μήνες τον είχα κάνει καλά και ικανό να περπατά. Εντυπωσιάστηκε μαζί μου τότε, κι ελάχιστα πήγαινε στο δάσος, μα πάντοτε τριγύριζε έξω από την καλύβα μου. Έμαθα λιγάκι την γλώσσα του από εκείνον, κι αυτό τον έκανε να μου τρέφει ακόμη μεγαλύτερη αδυναμία.
«Ο Τόνγκα —αυτό ήταν το όνομα του— ήταν ένας φίνος βαρκάρης και είχε ένα μεγάλο, ευρύχωρο κανό δικό του. Όταν ανακάλυψα πως μου είχε αφοσιωθεί και πως θα έκανε τα πάντα για να με υπηρετήσει, είδα την ευκαιρία να αποδράσω. Το συζήτησα μαζί του. Θα έφερνε τη βάρκα του κάποια συγκεκριμένη βραδιά σε μια παλιά προβλήτα η οποία δεν φυλασσόταν ποτέ, και από εκεί θα με έπαιρνε. Του έδωσε οδηγίες να έχει αρκετά φλασκιά νερό, πολλά γιαμ, καρύδες, και γλυκοπατάτες.
«Ήταν αφοσιωμένος και ντόμπρος, ο μικρός Τόνγκα. Κανείς δεν είχε ποτέ έναν περισσότερο πιστό σύντροφο. Την κατονομασμένη νύχτα είχε τη βάρκα του στην προβλήτα. Έτυχε, ωστόσο, κι υπήρχε ένας κατάδικος-φρουρός εκεί κάτω — ένας ποταπός Pathan ο οποίος ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να με προσβάλει και να με χτυπά. Είχα πάντοτε ορκιστεί εκδίκηση, και τώρα μου δινόταν η ευκαιρία. Ήταν λες κι η μοίρα τον είχε φέρει στο δρόμο μου ώστε να πληρώσω το χρέος μου πριν αφήσω το νησί. Στεκόταν στην ακτή με την πλάτη του σε εμένα, και την αραβίδα του στον ώμο. Κοίταξα τριγύρω για μια πέτρα με την οποία να του έσπαζα το κεφάλι, όμως καμία δεν βρήκα.
«Τότε μια αλλοπρόσαλλη σκέψη μου ήρθε στο μυαλό και μου έδειξε που μπορούσα να βρω ένα όπλο. Κάθισα κάτω μέσα στο σκοτάδι και ξέδεσα το ξύλινο πόδι μου. Με τρία μεγάλα πηδήματα βρέθηκα πάνω του. Έβαλε την αραβίδα του στον ώμο, όμως τον χτύπησα γερά, και του ́χωσα μέσα το μπροστινό μέρος του κρανίου του. Μπορείτε να δείτε το σχίσιμο στο ξύλο εκεί που τον χτύπησα. Πέσαμε κι οι δυο κάτω μαζί γιατί δεν μπορούσα να κρατήσω την ισορροπία μου, μα όμως όταν σηκώθηκα πάνω τον βρήκα να κείτεται αρκετά σιωπηλός. Έφυγα για το πλοίο και σε μια ώρα είχαμε ανοιχτεί για τα καλά στη θάλασσα. Ο Τόνγκα είχε φέρει όλα του τα υπάρχοντα μαζί του, τα όπλα του και τους θεούς του. Μεταξύ άλλων, είχε ένα μακρύ ακόντιο από μπαμπού, και κάποιο είδος ψάθας κοκκοφοίνικα των Andamans, με το οποίο έφτιαξα ενός είδους πανί. Για δέκα μέρες θαλασσοδέρναμε, εμπιστευόμενοι την τύχη, και την ενδέκατη περισυλλεγήκαμε από έναν έμπορο ο οποίος πήγαινε από την Σιγκαπούρη στο Τζιντάχ με ένα φορτίο Μαλαισιανών προσκυνητών. Επρόκειτο για ένα αλλόκοτο πλήθος, και ο Τόνγκα κι εγώ σύντομα καταφέραμε να βολευτούμε ανάμεσα τους. Είχαν μια εξαιρετική αρετή: σε άφηναν στην ησυχία σου και δεν έκαναν ερωτήσεις.
«Λοιπόν, αν ήταν να σας πως όλες τις περιπέτειες που ο φιλαράκος μου κι εγώ περάσαμε δεν θα με ευχαριστούσατε, γιατί θα ήμασταν εδώ μέχρι που ο ήλιος θα έλαμπε. Εδώ κι εκεί παρασυρθήκαμε στον κόσμο, με κάτι πάντοτε να εμφανίζεται για να μας κρατήσει μακριά από το Λονδίνο. Όλο αυτό τον καιρό, ωστόσο, δεν ξέχασα στιγμή τον σκοπό μου. Ονειρευόμουν τον Σόλτο κάθε νύχτα. Εκατό φορές τον σκότωσα στον ύπνο μου. Επιτέλους, όμως, κάπου πριν τρία με τέσσερα χρόνια, βρεθήκαμε στην Αγγλία. Δεν είχα μεγάλη δυσκολία να εντοπίσω που ζούσε ο Σόλτο, και στρώθηκα στην δουλειά για να ανακαλύψω αν είχε εκποιήσει τον θησαυρό ή αν τον είχε ακόμη. Έγινα φίλος με κάποιον που μπορούσε να με βοηθήσει —δεν κατονομάζω ονόματα, γιατί δεν θέλω να χώσω άλλο σε μια τρύπα— και σύντομα ανακάλυψα πως είχε ακόμη τα πετράδια. Κατόπιν προσπάθησα να τον πλησιάσω κατά πολλούς τρόπους, αλλά ήταν αρκετά πονηρός και είχε πάντοτε δυο πρωταθλητές παλαιστές, εκτός από τους γιους του και τον khitmutgar του, να τον φρουρούν.
«Μια μέρα, εντούτοις, άκουσα πως πέθαινε. Έτρεξα αμέσως στον κήπο του, λυσσασμένος πως θα ξέφευγε μέσα από τα χέρια έτσι απλά, και, κοιτώντας μέσα από το παράθυρο, τον είδα να κείτεται στο κρεβάτι του, με τους γιους του ένθεν και ένθεν. Θα είχα φανερωθεί και θα είχα δοκιμάσει την τύχη μου με τους τρεις τους, όταν ακόμη και καθώς τον κοίταξα το σαγόνι του κρέμασε, κι ήξερα πως είχε φύγει. Μπήκα στο δωμάτιο του την ίδια νύχτα, ωστόσο, και εξέτασα τα χαρτιά του για να δω αν υπήρχε κάποια αναφορά σχετικά με το που ήταν κρυμμένα τα πετράδια. Ούτε μια γραμμή, όμως, έτσι έφυγα, χολωμένος και αγριεμένος όσο κάποιος θα μπορούσε να είναι. Πριν φύγω συλλογίστηκα πως αν ποτέ συναντούσα τους φίλους μου τους Σιχ και πάλι θα αποτελούσε μια ικανοποίηση να γνωρίζουν πως είχα αφήσει κάποιο σημάδι του μίσους μας, έτσι έγραψα βιαστικά το σημάδι των τεσσάρων, όπως ήταν στο χάρτη μας, και το καρφίτσωσα στο στήθος του. Ήταν πάρα πολύ το να πήγαινε στον τάφο δίχως κάποιο ενθύμιο από τους ανθρώπους τους οποίους είχε ληστέψει και κοροϊδέψει.
«Βγάζαμε τα προς το ζην εκείνη την περίοδο εκθέτοντας τον κακόμοιρο τον Τόνγκα στα πανηγύρια και σε άλλα παρόμοια μέρη σαν τον μαύρο κανίβαλο. Θα έτρωγε ωμό κρέας και θα χόρευε τον χορό του πολέμου: έτσι είχαμε πάντοτε ένα καπέλο γεμάτο πέννες στο τέλος της μέρας. Μάθαινα ακόμη νέα από την οικία Ποντιτσέρι, και για μερικά χρόνια δεν υπήρξαν καθόλου νέα, εκτός του ότι αναζητούσαν τον θησαυρό. Επιτέλους, όμως, έφτασε αυτό που περιμέναμε τόσο πολύ. Ο θησαυρός είχε βρεθεί. Ήταν πάνω στην κορυφή του σπιτιού στο χημικό εργαστήριο του κ. Μπαρθόλομιου Σόλτο. Ήρθα αμέσως κι έριξα μια ματιά στο μέρος, όμως δεν μπορούσα να βρω πως, με το ξύλινο πόδι μου, θα μπορούσα να ανέβω πάνω. Έμαθα, εντούτοις, σχετικά με μια καταπακτή στην στέγη, και επίσης την ώρα που γευμάτιζε ο κ. Σόλτο. Μου φαινόταν πως θα κατάφερνα το θέμα εύκολα μέσω του Τόνγκα. Τον έφερα μαζί μου με ένα κομμάτι μακρύ σκοινί τυλιγμένο γύρω από τη μέση του. Σκαρφάλωνε σαν γάτα, και σύντομα ανέβηκε μέσα από την στέγη, μα, όπως η κακοτυχία τα ‘φερε, ο Μπαρθόλομιου Σόλτο ήταν ακόμη στο δωμάτιο, προς κακή του τύχη. Ο Τόνγκα σκέφτηκε πως είχε κάνει κάτι πολύ έξυπνο σκοτώνοντας τον, γιατί όταν ανέβηκα πάνω με το σκοινί τον βρήκα να σουλατσάρει τριγύρω σαν παγόνι. Αφάνταστα ξαφνιασμένος ήταν όταν έκανα κατά το μέρος του με την άκρη του σκοινιού και τον καταράστηκα σα μικρό αιμοσταγή δαίμονα. Πήρα το κουτί του θησαυρού και το κατέβασα, και κατόπιν γλίστρησα κι ο ίδιος κάτω, έχοντας πρώτα αφήσει το σημάδι των τεσσάρων πάνω στο γραφείο για να δείξω πως τα πετράδια είχαν επιστρέψει σε εκείνους που είχαν το μεγαλύτερο δικαίωμα πάνω τους. Ο Τόνγκα κατόπιν τράβηξε το σκοινί πάνω, έκλεισε το παράθυρο, και κατέβηκε όπως είχε ανέβει.
«Δεν ξέρω αν έχω κάτι άλλο να σας πω. Άκουσα έναν βαρκάρη να μιλά για την ταχύτητα της λάντσας του Σμιθ, της Χαραυγής, έτσι σκέφτηκα πως θα αποτελούσε ένα βολικό σκάφος για την απόδραση μας με το γέρο Σμιθ, και επρόκειτο να του δώσω ένα μεγάλο ποσό αν μας πήγαινε σώους στο πλοίο μας. Ήξερε, αναμφίβολα, πως υπήρχε κάποια περίεργη κατάσταση, όμως δεν γνώριζε τα μυστικά μας. Όλα αυτά είναι η αλήθεια, και το αν σας την λέω κύριοι, δεν είναι για να σας διασκεδάσω —γιατί δεν μου κάνατε και κάποιο μεγάλο καλό — αλλά επειδή πιστεύω πως η καλύτερη υπεράσπιση που μπορώ να έχω είναι απλά να μην αποκρύψω τίποτα, αλλά να μάθει ο κόσμος όλος πόσο άσχημα ο ίδιος χρησιμοποιήθηκα από τον Ταγματάρχη Σόλτο, και πόσο αθώος υπήρξα για τον θάνατο του γιου του.»
«Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη κατάθεση,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς. «Ταιριαστή κατάληξη σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση. Δεν υπάρχει τίποτα νέο για μένα στο τελευταίο μέρος της αφήγησης σου εκτός του ότι έφερες το δικό σου σκοινί. Αυτό δεν το γνώριζα. Επί τη ευκαιρία, έλπιζα πως ο Τόνγκα είχε χάσει όλα του τα βέλη, κι όμως κατάφερε να μας ρίξει ένα στο σκάφος.»
«Τα είχε χάσει όλα, κύριε, εκτός από το ένα που βρισκόταν μέσα στο φυσοκάλαμο του την στιγμή εκείνη.»
«Αχά, φυσικά,» είπε ο Χολμς. «Δεν το είχα σκεφθεί.»
«Υπάρχει κάποιο άλλο σημείο για το οποίο θα θέλατε να ρωτήσετε σχετικά;» ρώτησε ο κατάδικος ευγενικά.
«Πιστεύω πως όχι, σε ευχαριστώ,» απάντησε ο σύντροφος μου.
«Λοιπόν, Χολμς,» είπε ο Άθελνυ Τζόουνς, «είσαι άνθρωπος που πρέπει να του γίνονται τα χατίρια, κι όλοι μας γνωρίζουμε πως είσαι ειδήμων του εγκλήματος, όμως το καθήκον είναι καθήκον, και το παρατράβηξα κάνοντας ότι εσύ κι ο φίλος σου ζητήσατε. Θα νοιώσω περισσότερο άνετα όταν θα έχουμε τον αφηγητή μας ασφαλή και κλειδωμένο. Η άμαξα ακόμη περιμένει, και υπάρχουν δυο επιθεωρητές κάτω. Είμαι υπόχρεος και στους δυο σας για την βοήθεια σας. Φυσικά θα απαιτηθεί η παρουσία σας στη δίκη. Καλή σας νύχτα.»
«Καληνύχτα, κύριοι,» είπε ο Τζόναθαν Σμολ.
«Εσύ πρώτος, Σμολ,» σχολίασε ο κουρασμένος Τζόουνς καθώς άφηναν το δωμάτιο. «Θα φροντίσω ειδικά να μην με κοπανήσεις με το ξύλινο πόδι σου, ασχέτως του τι έκανες στον κύριο εκείνο στα νησιά Andaman. » «Ωραία, κι ορίστε το τέλος του μικρού μας δράματος,» σχολίασα όταν είχαμε κάτσει κάτω καπνίζοντας σιωπηλοί για λίγη ώρα. «Φοβάμαι πως ίσως να είναι η τελευταία έρευνα κατά την οποία είχα την ευκαιρία να μελετήσω τις μεθόδους σου. Η διδα Μόρσταν μου έκανε την τιμή να με δεχθεί ως μελλοντικό της σύζυγο.»
Άφησε ένα θλιβερό αναστεναγμό.
«Το φοβόμουν,» είπε. «Ειλικρινά δεν μπορώ να σε συγχαρώ.»
Ήμουν κάπως πληγωμένος.
«Έχεις κάποιο λόγο να είσαι δυσαρεστημένος με την επιλογή μου;» ρώτησα.
«Κανένα. Πιστεύω πως είναι μια από τις πλέον χαριτωμένες νεαρές κυρίες που συνάντησα ποτέ μου και ίσως να ήταν εξαιρετικά χρήσιμη σε μια τέτοια δουλεία όπως αυτή που κάνουμε. Έχει μια ολοφάνερη ικανότητα που εμφαίνεται από τον τρόπο κατά τον οποίο διατήρησε το χάρτη του Άνγκρα από όλα τα άλλα χαρτιά του πατέρα της. Όμως η αγάπη είναι κάτι συναισθηματικό, κι οτιδήποτε είναι συναισθηματικό αντιτίθεται στην αληθινή ψυχρή λογική την οποία θέτω υπεράνω όλων. Ποτέ δε θα παντρευτώ, εκτός κι αν επηρεαστεί η κρίση μου.»
«Πιστεύω,» είπα, γελώντας, «πως η κρίση μου ίσως να επιβιώσει την δοκιμασία. Όμως εσύ φαίνεσαι κουρασμένος.»
«Ναι, η αντίδραση έχει πέσει ήδη πάνω μου. Θα είμαι τόσο υποτονικός όσο ένα χαλί για μια βδομάδα.»
«Παράξενο,» είπα, «πως ότι για κάποιον άλλο θα αποκαλούσα τεμπελιά εναλλάσσεται με τις κρίσεις εξαίρετης δραστηριότητας και ζωντάνιας.»
«Ναι,» απάντησε, «έχω τα προσόντα ενός τέλειου χασομέρη, και επίσης ενός αρκετά δραστήριου τύπου. Συχνά σκέφτομαι αυτές τις γραμμές από το γερό Γκαίτε:
Schade dass die Natur nur einen Mensch aus dir schuf,
Denn zum wurdigen Mann war und zum Schelmen der Stoff.
((Σ.τ.Μ.) Nature, alas, made only one being out of you, although there was material for a good man and a rogue. – Η φύση, αλίμονο, δημιούργησε μια μόνο ύπαρξη από σένα, παρότι υπήρχε υλικό για έναν άνθρωπο καλό κι έναν κατεργάρη)
Επί τη ευκαιρία, επίκαιρες σχετικά με τούτη την ιστορία του Νόργουντ, βλέπεις είχαν, όπως υπέθεσα, κάποιο συνεργό στο σπίτι, ο οποίος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Λαλ Ράο, τον μπάτλερ: έτσι ο Τζόουνς στην πραγματικότητα έχει την αμέριστη τιμή να έχει πιάσει ένα ψάρι στη σπουδαία του ψαριά.»
«Η μοιρασιά δείχνει μάλλον άδικη,» σχολίασα. «Έκανες όλη τη δουλειά της υπόθεσης. Εγώ κέρδισα μια σύζυγο, ο Τζόουνς παίρνει τα εύσημα, πες μου σε παρακαλώ τι απομένει για σένα;»
«Για μένα,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς, «παραμένει ακόμη το μπουκάλι της κοκαΐνης.» Κι άπλωσε το μακρύ λευκό του χέρι για να το πάρει.