×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1)

ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1)

Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα.

— Έλα μαζί μου, της είπε. Πάγω να φέρω το φαγί

της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι.

— Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του.

— Στο δάσος. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν.

— Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω.

— Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών.

— Ένας πεθαμένος! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα.

— Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει…

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια.

— Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. Τι του έκανε του Πανουργάκου;

— Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα! φώναξε η Ειρηνούλα. Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα.

— Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο.

— Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα.

— Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως…

— Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. Καλό ήταν να κάναμε και ‘μεις το ίδιο. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν!

— Άλλα πράματα έχομε ‘μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί…

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες. Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους.

— Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους.

— Κρίμα να μην έχεις τόξο! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια.

— Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια.

Το κυνήγι τον ενθουσίασε. Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα.

— Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. Θα φάμε βασιλικά σήμερα.

— Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι.

Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο. Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα.

— Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση.

Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε.

— Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου.

— Ποιο σκοπό;

— Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες. Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει.

— Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! είπε με κομμένη φωνή.

Η Ειρηνούλα γέλασε.

— Γιατί; ρώτησε.

— Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα.

— Και πού είναι ο παραμάγειρας;

— Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε.

— Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί. Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος.

— Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε.

— Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή:

— Έλα δω να μάθεις το θαύμα.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε:

— Βλέπεις τίποτα καινούριο;

— Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο.

— Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως.

Το Βασιλόπουλο γέλασε.

— Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νερδούλα.

— Νεραϊδούλα! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θείας μου;

— Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και καθησε κι έραψε ολονών τα φορέματα.

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών.

— Η κόρη μου ράφτρα! ξεφώνισε. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο.

— Την πρόστυχη! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά.

— Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια.

— Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι.

— Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές.

— Τα ίδια της συχωρεμένης1! μουρμούρισε η Ειρηνούλα.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη.

— Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Μη φωνάζετε έτσι! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! 1

Τα ίδια της συχωρεμένης: έκφραση που λέγεται για πράγματα που επαναλαμβάνονται μονότονα. Δηλαδή και η νέα σύζυγος άρχισε να συμπεριφέρεται όπως η θανούσα πρώτη.

Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς.

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν.

— Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:

«Εξοχώτατε!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Άρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε

μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως.

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος»

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του.

— Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνωκάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά.


ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1) F'. ARMY AND PAROS (1)

Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα. Early in the morning Vassilopoulos woke up Irene.

— Έλα μαζί μου, της είπε. — Come with me, he told her. Πάγω να φέρω το φαγί I'm going to get the food

της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι. of the day, before the others get up.

— Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του. - Where are we going? his sister asked.

— Στο δάσος. - In the woods. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε. Take a basket with you, we'll collect whatever we find.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. And with light steps they were descending the mountain, when suddenly a strange sound attracted their attention. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν. The brothers stopped listening.

— Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα. - What is this?" asked Irene.

— Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. — It seemed to me like the sound of a Cypriot, replied Vasilopoulos.

— Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο! Where to find Cyprus here? There are no goats around!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα. They walked a little further and again the same ringing sounded.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. Ireneula looked around, saw nothing and approached the edge of the cliff. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω. But as he stooped, he uttered a voice and drew back.

— Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της. - What is it?" asked Vassilopoulos and leaned over to her.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα. Below, at the foot of the mountain, lay the fallen corpse of the chancellor, and around him leapt like a monkey a little man half-black and half-yellow, who sometimes rose and again gathered crouching beside the body.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών. His every move was accompanied by clinking cymbals.

— Ένας πεθαμένος! - A dead man! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα. whispered Irene, frightened.

— Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. - It is Panourgakos, replied Vasilopoulos, and Tzotzesh. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει… But what is he doing around there? It's as if he's turning around to pick him up...

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια. Suddenly the dwarf bent over the dead man, tore his garment, tore it open, thrust his hand inside, and with a shrill laugh got up and ran across the plain and thence across the country, as fast as his crooked little legs could carry him.

— Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. - What did he do?" asked Irene, trembling all over. Τι του έκανε του Πανουργάκου; What did he do to Panourgakos?

— Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. - I could not see, replied Vassilopoulos, but Dzhodges was always a little crazy. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι! Come on, Irene, don't be so scared!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος. And they went their way again over the plain, where they went down and drew into the forest.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. It was God's joy at that time. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. The little birds were singing their morning song, which rose like a prayer in the soft sky. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα. The flowers were spreading their sweet smell all around, and thousands of transparent drops were carved on every leaf, on every blade of grass, like priceless diamonds.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Nature was waking up everywhere with the first rays of the sun. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. A finch swooped down to find some straw or down to build its nest. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια. The bees fluttered and hummed lovingly around the cool wild flowers, and the reed stretched out its branches, heavily laden with fruits, as if silently offering them to its hungry siblings.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα! - Oh, what nice raspberries! φώναξε η Ειρηνούλα. Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. But lost, Vasilopoulos watched the comings and goings of the ants, which all followed the same path, whether they were going or coming, stopping here and there, as if they were conversing, leaving again in a hurry, without ever leaving their line. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα. Some were laden with no seed or insect, and Vassilopoulos noticed that they always went to the same spot, while those that turned weighed nothing.

— Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια! - "Come here, Irene," he cried, "let's find out where the ants are taking their load!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο. And crouching on the ground, the brothers followed the live line, which stopped at a small hole, where all the loaded ants were put, and then came out again without a load, going to find nothing else.

— Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα. - "See how strange," said Irene, "they don't eat their food, they only hide it in the hole.

— Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. — This hole is their nest, answered Vasilopoulos, and he continued thoughtfully: Do you remember the words of Knowledge that living in nature we will learn many things? Here is the first lesson that the mermigi gives us. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως… It is not enough for him to gather the food of the day, he only makes a deposit in his nest for the bad times maybe...

— Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. - Really, Irene marveled. Καλό ήταν να κάναμε και ‘μεις το ίδιο. It would have been nice if we had done the same. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν! But what should we collect? Raspberries rot, they don't ripen!

— Άλλα πράματα έχομε ‘μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί… — We have other things to do, answered Vasilopoulos, if we want to be ready to face the storms, if the bad times come...

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα. The two brothers went about chatting, and gathering whatever fruit they could find in the trees and chamomile trees.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες. Soon they reached a lake half-hidden under the trees and reeds. Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους. A flock of frightened mallards flew away, flapping their wings.

— Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. cried Vassilopoulos with joy. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά. If they nest here, we'll find plenty of eggs.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους. It didn't take them long to find the nests, and they collected so many eggs that, after filling the paneri, they also tied them to their handkerchiefs.

— Κρίμα να μην έχεις τόξο! - Too bad you don't have a bow! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. You could kill a mallard duck. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια. Look, not all of them are gone, some remain among the reeds.

— Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο. - I have no bow, but I have a sling, replied Vassilopoulos cheerfully.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια. And with a stone he killed a duck, which was anxiously putting its head out of the grass to see its brothers.

Το κυνήγι τον ενθουσίασε. The hunt excited him. Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. He took off his sandals and jumped into the water to catch the dead bird. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα. Then he marked and killed more wild birds.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι. And having gathered several, he tied them all together by passing a long thread through their noses, loaded them on his shoulder, and happily set off with his sister for the palace.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα. In the plain they picked a bunch of weeds.

— Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. - "Now I have everything I need for my crib," said Irene. Θα φάμε βασιλικά σήμερα. We're having royalty today.

— Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της. - At least our food will be honestly earned, her brother replied.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα. When they arrived at the palace, everyone was still asleep.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι. They went to the galley to leave their cargo, and there they found Polycarp, the assistant, who was sleeping lying in front of the fireplace.

Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο. The kitchen was dirty and messy. Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια. The pots were left unwashed, a few broken plates lay scattered here and there, along with used glasses.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα. Irene rolled up her sleeves and began to tidy things up.

— Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What are you going to do? asked Vassilopoulos.

— Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. — What Knowledge would do in my place, answered Irinoula. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση. I'll clean all this here first, and then I'll roast the birds, as I saw Mrs. Pronunciation roast the meat.

Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε. Vassilopoulos hugged her.

— Γεια σου, αδελφούλα, είπε. - Hello, little sister, he said. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου. With you by my side, I feel that I will fulfill my purpose.

— Ποιο σκοπό;

— Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του. — To send the donkey's head back to its donor.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες. Polycarp woke up with the speeches. Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. He saw the brothers and got up hastily, greeted deeply and was getting ready to go out. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει. But seeing Irineula collecting the glasses, he stopped, and his wonder turned to bewilderment when he saw her washing and wiping them.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει. She blushed and ran to get them from her.

— Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! - It's no good, Mrs. Bigmouth! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! This is not a job for your little hands! είπε με κομμένη φωνή. he said in a clipped voice.

Η Ειρηνούλα γέλασε. Irene laughed.

— Γιατί; ρώτησε. - Why? he asked.

— Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα. - Because that's the job of a steward.

— Και πού είναι ο παραμάγειρας; - And where's the cook?

— Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε. - Sleeping or going back to some fun, he replied.

— Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. - So you see? I have to do it, since no one else will do it. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί. The cooking must be stewed and the food must be cooked. Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ. Since the cook and the par-cook are away, I'll fill in for them.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος. The adjutant was red-faced.

— Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε. - Well... well... well... it started, and it stopped.

— Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα. - Well, what?" asked Irene.

— Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. - So let me help you too, Mrs. Basil. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ. If you can handle that kind of work, I can handle it.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά. He grabbed a bucket and a broom, and eagerly began to scrub the kitchen floor while Irene plucked the birds.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου. However, Vassilopoulos, hearing speeches in the royal chambers, went to deliver to his father the letter he had found on Mr.Lagokard's table.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή: The family was gathered in the dining room, and when Vassilopoulos came in, everyone welcomed him with one voice:

— Έλα δω να μάθεις το θαύμα. - Come here and learn the miracle.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε: The King passed and re-passed before him, and, proudly spreading his cloak, asked:

— Βλέπεις τίποτα καινούριο; - See anything new?

— Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο. - No, replied Vassilopoulos.

— Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. Zelio exclaimed. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου. Can't you see that some great king has sent us new clothes? He has sent Piccrocholi a skirt, the King a new dress and cloak, and me a fine neck, such as my hag sister tore yesterday.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως. Fortunately, Picroholi was so busy admiring her skirt that she did not hear Zelio's words.

Το Βασιλόπουλο γέλασε. Vassilopoulos laughed.

— Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. - Truly, he said, there was a miracle, but not from outside, but from within the palace. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νερδούλα. Your clothes are the same, only a little nerd sewed them up.

— Νεραϊδούλα! - Fairy! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. said the Queen ecstatically, clasping her pretty hands. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θείας μου; Oh, did you see her? Didn't she bring me an emerald bracelet like my queen aunt's?

— Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Difficult thing, replied Vassilopoulos. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά! Irineoula has fingers, but no scales!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Explanations were needed. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και καθησε κι έραψε ολονών τα φορέματα. And Vasilopoulos recounted how, at night, while everyone was sleeping, Irinoula was waiting for him and sat down and sewed everyone's dresses.

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών. The Queen freaked out.

— Η κόρη μου ράφτρα! - My daughter is a tailor! ξεφώνισε. he exclaimed. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! But where did you hear such things! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο. Did my daughter Vassilopoula fall that far? Her nerves got the better of her and she left the room.

— Την πρόστυχη! - The slut! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. said the blonde scout in disgust. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της! I can't relate to her anymore, after her antics!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά. And with majesty he lay down on the wise.

— Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. — Why are you lame? whispered the other. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. On the contrary, caress her so she'll sew you new dresses. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες. I will tell her all the good things I know, lest she sew me a dress as beautiful as Zelios', before it is covered with stains.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Zelio, seeing her neck anew, didn't know if she should despise her sister. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια. But Pikrocholi felt the need to blurt out some of her usual words.

— Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. — It's not the poor girl's fault, he said with envy. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι. There are some people who are born humble and vulgar.

— Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω. — Yes, for example like you, Zelio said spitefully.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της. Piccolo rushed in and grabbed her braid.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα. Zelio turned and gave her a pat that was heard in the kitchen, where Ireneula was roasting the birds, and Polykarpos was washing the greens.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές. Immediately the voices broke out.

— Τα ίδια της συχωρεμένης1! - The same of the deceased1! μουρμούρισε η Ειρηνούλα. Irene muttered.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη. And, leaving her bed in the care of Polycarp, she ran into the dining-room, while Vassilopoulos had squeezed Zelios into a corner, while the King, lost in wisdom, was straddling the inflamed Pikrocholi by the skirt.

— Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! - Shame, my sisters, shame! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Irene said sadly. Μη φωνάζετε έτσι! Don't shout like that! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! 1

Τα ίδια της συχωρεμένης: έκφραση που λέγεται για πράγματα που επαναλαμβάνονται μονότονα. The same thing: an expression said of things that are repeated monotonously. Δηλαδή και η νέα σύζυγος άρχισε να συμπεριφέρεται όπως η θανούσα πρώτη. That is, the new wife also started to behave like the deceased first.

Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς. When her sisters saw her, they suddenly gave up the fight to ask if she had really sewn their torn clothes, and how.

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν. So Ireneula took out her needles and thread, and sat on the windowsill to show them how they handled them.

— Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα. - "Father," said Vassilopoulos, "last night I found a letter in the house of Lagokardos, but I don't know how to read it and I brought it to you.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε: The King took it, put on his glasses and read:

«Εξοχώτατε! "Your Excellency!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. I do not expect anyone else from you to come to my house today, and since I am not in time to come to yours, I leave you this letter here, so that you may find it immediately and learn that I am running and you are running the greatest danger. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Vasilopoulos, who looks like a lion cub and an eagle, knows that you didn't sell the chain. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. He knows a few other things that can hurt you if you stay here. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Άρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. I immediately twist it with the chain and go to the Lord Uncle, where I hope, after some information that I will give him about the decline of our State, to succeed in helping me with his army, to conquer the fine estate that he did not want may the King grant me, and which is beyond the river. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. As you wish, come find me. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Bring the King's diamond glasses and the last of the Queen's diamonds that are in your cellar and are worth several florins. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε Don't be afraid of nothing, fight no more

μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. can be done without soldiers, victory is ours. Μόνο φύγε αμέσως. Just leave now.

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος» Your faithful buckwheat"

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του. The King looked up and looked at his son over his glasses.

— Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος. - What does this mean; he asked in a daze.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνωκάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά. Vasilopoulos took a few steps up and down and turned back to Vasilias.