×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Κ’. ΣΥΝΕΤΟΣ Β

Κ’. ΣΥΝΕΤΟΣ Β

Με το ασημένιο κουτί στο χέρι πήδηξε το Βασιλόπουλο

στην άσπρη φοράδα, δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, και

μαζί με τον Πολύκαρπο ανέβηκε στο παλάτι.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Μόνο εκείνους πια περίμεναν για να καθίσουν.

Το Βασιλόπουλο έτρεξε στον πατέρα του, γονάτισε μπροστά του και του έδωσε το ασημένιο κουτί.

— Πατέρα μου και Βασιλιά μου, είπε με συγκίνηση, σου πήρα το στέμμα σου μια μέρα που το έθνος ζητούσε απ' όλους μας θυσίες. Σήμερα το έθνος σηκώνει κεφάλι, έγινε δυνατό, και με τη δύναμη του επιβάλλει σεβασμό στους εχθρούς. Πάρε πίσω το στέμμα σου, Βασιλιά μου και πατέρα μου, το έθνος σου το χαρίζει.

Ο Βασιλιάς σήκωσε το σκέπασμα, και, βλέποντας τη θαυμάσια κορώνα με τα πολύτιμα της πετράδια, έμεινε ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό.

— Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; ρώτησε στο τέλος.

— Είναι το δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, που ζητά τη φιλία μας και θέλει τη συμμαχία μας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Ο Βασιλιάς τότε σηκώθηκε, πήρε την κορώνα μέσα από το κουτί και την έβαλε στο κεφάλι του γιου του.

— Φόρεσε την εσύ, γιε μου, είπε βαθιά συγκινημένος. Σου αξίζει μια τέτοια κορώνα, γιατί με τον κόπο σου και τη δύναμη σου κατόρθωσες να την κερδίσεις. Σ' έκανα από καιρό Βασιλιά ίσο με μένα. Τώρα γέρασα, βαρέθηκα ν' ακούω για δουλειές, και θέλω να ζήσω ήσυχα τα τελευταία μου χρόνια. Πάρε συ το στέμμα μαζί με τα βάρη του, και κυβέρνα μόνος σου το βασίλειο που ανέστησες μονάχα με τη θέληση σου.

Την άλλη μέρα ο Βασιλιάς συγκάλεσε όλο το λαό στο στρατόπεδο πλάγι στον ποταμό, κι εκεί ανήγγειλε σε όλους πως παραιτούνταν από τη διοίκηση του Κράτους, και πως παρέδινε το στέμμα και την κυβέρνηση στο γιο του, το Βασιλόπουλο.

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έβαλε στο κεφάλι του γιου του την πολύτιμη κορώνα, και τον έστεψε Βασιλιά των Μοιρολάτρων.

Απ' όλα τα στήθη βγήκε μια μεγάλη φωνή:

— Ζήτω ο Συνετός Β'! Ζήτω!

Η χαρά του κόσμου δε βαστιούνταν. Όλοι ήθελαν να φιλήσουν τα χέρια του γερο-Βασιλιά, που αναγνώριζε την αξία του γιου του, και του νέου Βασιλιά, του σωτήρα του έθνους.

Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος.

Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία.

Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.

— Τώρα, είπε, που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι, μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα πράματα.

Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε:

— Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις;

— Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. Εγώ; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;

— Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσά μου, είπε ο Συνετός. Μου έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! Πες, Γνώση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο;

Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του.

— Με την ευλογία μου, είπε, ναι! Μαζί να κυβερνήσετε το Κράτος.

— Και σα μάθει τους αρραβώνες σας ο θείος Βασιλιάς, τι θα πει; ρώτησε γελώντας η Ειρηνούλα.

— Θα ζητήσει εσένα για το γιο του, είπε η κυρα-Φρόνηση.

Και με το μάτι έκανε νόημα του Βασιλιά να κοιτάξει τον Πολύκαρπο.

Ο δυστυχισμένος αρχικαγκελάριος είχε χλομιάσει έξαφνα, καθώς άκουσε τα λόγια της κυρα-Φρόνησης, και τρέμοντας κοίταζε την Ειρηνούλα, σα να περίμενε από τα χείλια της ν' ακούσει την καταδίκη του.

Η Βασιλοπούλα κοκκίνισε, γύρισε και τον είδε και κατέβασε τα μάτια της, ντροπαλή και μουδιασμένη.

— Και… και θα δεχθείς, Βασιλοπούλα μου; ρώτησε ο αρχικαγκελάριος με φωνή πνιγμένη.

— Όχι, Πολύκαρπε… μουρμούρισε η Ειρηνούλα χωρίς να τον κοιτάξει.

— Ελπίζω να μη μας κάνει τέτοια πρόταση ο θείος Βασιλιάς, είπε γελώντας ο Συνετός, ειδεμή θα ξανανάψει ο θυμός του. Γιατί την Ειρηνούλα μας τη θέλομε ‘δώ.

Και παίρνοντας το χέρι της αδελφής του, το έβαλε στου Πολύκαρπου που κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά του.

— Απεναντίας! Πρέπει να μας κάνει την πρόταση, για ν' αρπάξει και δεύτερη προσβολή! είπε ο γερο-Βασιλιάς που δεν είχε χωνέψει ακόμα το γαϊδουρίσιο κεφάλι.

Και χαρούμενος, αγκαλιάζοντας τα παιδιά του πρόσθεσε:

— Και σα δεν του αρέσει, ας έλθει πάλι με το στρατό του να ξανανιώσει πώς τρυπούν τα βέλη του Κακομοιρίδη…

Μα δεν πρόφθασε ο καημένος ο θείος Βασιλιάς ν' αρπάξει τη δεύτερη προσβολή, ούτε να ξανανιώσει αν τρυπούσαν τα βέλη του Κακομοιρίδη.

Σαν άνοιξε το πανέρι και αναγνώρισε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και άκουσε τα λόγια του Βασιλόπουλου, που του τα επανέλαβε ο αρχικαγκελάριός του, τόσος θυμός τον έπιασε, που έπεσε ξερός στο πάτωμα.

Και σαν τον σήκωσαν να τον βάλουν στο κρεβάτι, είδαν πως ήταν πεθαμένος.

Την ημέρα της στέψεώς του, ο Συνετός Β' κατέβηκε στο ποτάμι να κάνει μνημόσυνο για όσους είχαν πέσει στην περίφημη εκείνη νυχτερινή μάχη.

Στον ίσκιο των πλατάνων, δυο άσπροι πέτρινοι σταυροί έστεκαν πλάγι-πλάγι: ο τάφος του Πολύδωρου και ο τάφος του νέου της ταβέρνας.

Κρέμασε ο Συνετός και στους δυο από ένα στεφάνι δάφνης.

— Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης, δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου.

— Άλλο ένα; Γιατί;

— Για τον Αφανέρωτο Ήρωα, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.

Ο Συνετός τον κοίταξε.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε.

— Δε γύρισε ποτέ ο κουλός από το τελευταίο του ταξίδι, Αφέντη.

— Τι έγινε, ξέρεις; Έμαθες καμιάν είδηση; ρώτησε ο Συνετός.

Ο πρωτομάστορης αργοκούνησε το κεφάλι.

— Τρία χρόνια τον περίμενα, είπε, και κάθε βράδυ, σα βασίλευε ο ήλιος, έρχουμουν στο ίδιο μέρος, όπου για τελευταία φορά τον είδα, με την ελπίδα πως ίσως θα ξαναγύριζε. Μα τώρα δεν τον περιμένω πια…

— Μπορεί να πήγε στα ξένα σαν τόσους άλλους, είπε ο Συνετός.

Ο πρωτομάστορης έμεινε συλλογισμένος.

— Εγώ ξέρω πως δεν πήγε, είπε στο τέλος. Έτσι που τον ήξερα, ήταν άνθρωπος να δώσει τη ζωή του χωρίς λόγια, σιωπηλά και αφανέρωτα για τον τόπο του. Ν' αφήσει όμως την Πατρίδα, την ώρα του κινδύνου, ποτέ!

Κάμποση ώρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε.

Ύστερα ο νέος Βασιλιάς έκοψε ένα κλαδί δάφνης από το δέντρο και το ακούμπησε στον τάφο του Πολύδωρου.

— Για τον Αφανέρωτο Ήρωα… είπε.

— …Και για όσους δίνουν τη ζωή τους σιωπηλά και ταπεινά στην Πατρίδα, χωρίς η Πατρίδα να τους ξέρει ποτέ… πρόσθεσε ο πρωτομάστορης.

Και γονατίζοντας προσκύνησαν τον τάφο.


Κ’. ΣΥΝΕΤΟΣ Β Κ'. SYNTHETUS B Κ'. SYNTHETUS B Κ'. SYNTHETUS B Κ'. SINTÉTICO B

Με το ασημένιο κουτί στο χέρι πήδηξε το Βασιλόπουλο With the silver box in his hand the Vassilopoulos jumped

στην άσπρη φοράδα, δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, και on the white mare, a gift from the cousin King, and

μαζί με τον Πολύκαρπο ανέβηκε στο παλάτι. with Polycarp went up to the palace.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο. The table was set. Μόνο εκείνους πια περίμεναν για να καθίσουν. They were the only ones waiting to sit down.

Το Βασιλόπουλο έτρεξε στον πατέρα του, γονάτισε μπροστά του και του έδωσε το ασημένιο κουτί. Vassilopoulos ran to his father, knelt before him and gave him the silver box.

— Πατέρα μου και Βασιλιά μου, είπε με συγκίνηση, σου πήρα το στέμμα σου μια μέρα που το έθνος ζητούσε απ' όλους μας θυσίες. — Mein Vater und mein König, sagte er bewegt, ich nahm dir deine Krone an einem Tag ab, da die Nation von uns allen Opfer forderte. - "My father and my King," he said with emotion, "I took your crown from you on a day when the nation was asking for sacrifices from all of us. Σήμερα το έθνος σηκώνει κεφάλι, έγινε δυνατό, και με τη δύναμη του επιβάλλει σεβασμό στους εχθρούς. Heute erhebt sich die Nation, sie ist stark geworden und fordert mit ihrer Stärke Respekt von den Feinden. Today the nation is standing up, it has become strong, and by its strength it is imposing respect on its enemies. Πάρε πίσω το στέμμα σου, Βασιλιά μου και πατέρα μου, το έθνος σου το χαρίζει. Nimm deine Krone zurück, mein König und mein Vater, die Nation gibt sie dir. Take back your crown, my King and my father, the nation gives it to you.

Ο Βασιλιάς σήκωσε το σκέπασμα, και, βλέποντας τη θαυμάσια κορώνα με τα πολύτιμα της πετράδια, έμεινε ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό. The King lifted the coverlet, and, seeing the magnificent crown with its precious jewels, stood still, with his mouth open.

— Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; ρώτησε στο τέλος. - What is this? Where did you get it? he asked at the end.

— Είναι το δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, που ζητά τη φιλία μας και θέλει τη συμμαχία μας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - "It is the gift of the cousin King, who seeks our friendship and wants our alliance," replied Vassilopoulos.

Ο Βασιλιάς τότε σηκώθηκε, πήρε την κορώνα μέσα από το κουτί και την έβαλε στο κεφάλι του γιου του. The King then got up, took the crown from the box and put it on his son's head.

— Φόρεσε την εσύ, γιε μου, είπε βαθιά συγκινημένος. – Du ziehst es an, mein Sohn, sagte er tief bewegt. - You put it on, son," he said, deeply moved. Σου αξίζει μια τέτοια κορώνα, γιατί με τον κόπο σου και τη δύναμη σου κατόρθωσες να την κερδίσεις. You deserve such a crown, because by your effort and strength you have managed to earn it. Σ' έκανα από καιρό Βασιλιά ίσο με μένα. I have long made thee king equal to myself. Τώρα γέρασα, βαρέθηκα ν' ακούω για δουλειές, και θέλω να ζήσω ήσυχα τα τελευταία μου χρόνια. Now I'm old, tired of hearing about jobs, and I want to live my last years in peace. Πάρε συ το στέμμα μαζί με τα βάρη του, και κυβέρνα μόνος σου το βασίλειο που ανέστησες μονάχα με τη θέληση σου. Take thou the crown with its burdens, and rule alone the kingdom which thou hast raised up by thy will alone.

Την άλλη μέρα ο Βασιλιάς συγκάλεσε όλο το λαό στο στρατόπεδο πλάγι στον ποταμό, κι εκεί ανήγγειλε σε όλους πως παραιτούνταν από τη διοίκηση του Κράτους, και πως παρέδινε το στέμμα και την κυβέρνηση στο γιο του, το Βασιλόπουλο. The next day the King summoned all the people to the camp by the river, and there he announced to all that he was resigning from the administration of the State, and that he was handing over the crown and the government to his son, Vassilopoulos.

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έβαλε στο κεφάλι του γιου του την πολύτιμη κορώνα, και τον έστεψε Βασιλιά των Μοιρολάτρων. Mit diesen Worten setzte er seinem Sohn die kostbare Krone auf und krönte ihn zum König der Todesanbeter. Saying these words, he put the precious crown on his son's head, and crowned him King of the Moorish Kings.

Απ' όλα τα στήθη βγήκε μια μεγάλη φωνή: From all the chests came a great voice:

— Ζήτω ο Συνετός Β'! — Lang lebe Prudent II! - Long live Prudent II! Ζήτω!

Η χαρά του κόσμου δε βαστιούνταν. The joy of the world was not based. Όλοι ήθελαν να φιλήσουν τα χέρια του γερο-Βασιλιά, που αναγνώριζε την αξία του γιου του, και του νέου Βασιλιά, του σωτήρα του έθνους. Alle wollten dem alten König, der den Wert seines Sohnes erkannte, und dem neuen König, dem Retter der Nation, die Hände küssen. Everyone wanted to kiss the hands of the old King, who recognized the worth of his son, and the new King, the savior of the nation.

Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος. That day was a holiday throughout the state.

Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία. When the new King Cynes II came to the palace with his new archchancellor, Polycarp, he found the whole family gathered in the dining room again.

Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Er blickte auf den leeren Kleiderbügel über der goldenen Konsole und stieß einen tiefen Seufzer aus. He looked at the empty pendant above the gold console, and let out a deep sigh.

— Τώρα, είπε, που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι, μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα πράματα. – Nun, sagte er, da der scheußliche Eselskopf weg ist, darf ich sagen, dass ich mich frei fühle, nach großen Dingen zu greifen. - Now, he said, with the horrible donkey head gone, I can say that I feel free to take up big things.

Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε: And turning to Knowledge, who was smiling at him, happy and rosy-red, he added:

— Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις; - Do you, Gnosis, want to help me?

— Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. - Mir? rief die Tochter und errötete noch mehr. - Me?" exclaimed the daughter, turning even redder. Εγώ; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω; Me? How can I help you?

— Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσά μου, είπε ο Συνετός. - "Be my wife and my Queen," said Prudence. Μου έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! You have always done me so much good with your valuable advice! Πες, Γνώση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο; Say, Knowledge, won't you join me in running the country?

Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του. Aber bevor die Tochter antworten konnte, hatte der alte König sie beide in seine Arme genommen. But before the daughter could answer, the old King had grabbed them both in his arms.

— Με την ευλογία μου, είπε, ναι! - With my blessing, he said, yes! Μαζί να κυβερνήσετε το Κράτος. Together to rule the State.

— Και σα μάθει τους αρραβώνες σας ο θείος Βασιλιάς, τι θα πει; ρώτησε γελώντας η Ειρηνούλα. — Und wenn Onkel der König von Ihren Verlobungen erfährt, was wird er sagen? fragte Ireneula lachend. - "And when your uncle King finds out about your engagement, what will he say?" asked Irene laughing.

— Θα ζητήσει εσένα για το γιο του, είπε η κυρα-Φρόνηση. — Er wird dich nach seinem Sohn fragen, sagte Frau Phronisi. - "He will ask you for his son," said Mrs. Pronouncement.

Και με το μάτι έκανε νόημα του Βασιλιά να κοιτάξει τον Πολύκαρπο. And with an eye he beckoned to the king to look at Polycarp.

Ο δυστυχισμένος αρχικαγκελάριος είχε χλομιάσει έξαφνα, καθώς άκουσε τα λόγια της κυρα-Φρόνησης, και τρέμοντας κοίταζε την Ειρηνούλα, σα να περίμενε από τα χείλια της ν' ακούσει την καταδίκη του. The unhappy arch-chancellor had turned suddenly pale as he heard the words of Lady Spring, and he looked tremulously at Irene, as if he expected to hear his condemnation from her lips.

Η Βασιλοπούλα κοκκίνισε, γύρισε και τον είδε και κατέβασε τα μάτια της, ντροπαλή και μουδιασμένη. Vassilopoula errötete, drehte sich um und sah ihn und senkte schüchtern und taub die Augen. Vassiliana blushed, turned and saw him and lowered her eyes, shy and numb.

— Και… και θα δεχθείς, Βασιλοπούλα μου; ρώτησε ο αρχικαγκελάριος με φωνή πνιγμένη. - And... and will you accept, my little Queen?" asked the Chief Chancellor in a choked voice.

— Όχι, Πολύκαρπε… μουρμούρισε η Ειρηνούλα χωρίς να τον κοιτάξει. - No, Polycarp..." murmured Irene without looking at him.

— Ελπίζω να μη μας κάνει τέτοια πρόταση ο θείος Βασιλιάς, είπε γελώντας ο Συνετός, ειδεμή θα ξανανάψει ο θυμός του. – Ich hoffe, Onkel der König macht uns keinen solchen Vorschlag, sagte der Kluge lachend, damit sein Zorn nicht wieder aufflammt. - "I hope the uncle King won't make us such a proposal," said Prudent laughing, or else his anger will rise again. Γιατί την Ειρηνούλα μας τη θέλομε ‘δώ. Weil wir unsere Irineula hier haben wollen. Because we want our Irene here.

Και παίρνοντας το χέρι της αδελφής του, το έβαλε στου Πολύκαρπου που κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά του. Und er nahm die Hand seiner Schwester und gab sie Polykarp, der vor Freude fast ohnmächtig wurde. And taking his sister's hand, he laid it on Polycarp's, who was almost out of his mind with joy.

— Απεναντίας! - On the contrary! Πρέπει να μας κάνει την πρόταση, για ν' αρπάξει και δεύτερη προσβολή! Er muss uns vorschlagen, um sich eine zweite Beleidigung zu schnappen! He has to make us the proposal, so he can grab a second insult! είπε ο γερο-Βασιλιάς που δεν είχε χωνέψει ακόμα το γαϊδουρίσιο κεφάλι. said the old King, who had not yet digested the donkey's head.

Και χαρούμενος, αγκαλιάζοντας τα παιδιά του πρόσθεσε: And happily, embracing his children, he added:

— Και σα δεν του αρέσει, ας έλθει πάλι με το στρατό του να ξανανιώσει πώς τρυπούν τα βέλη του Κακομοιρίδη… — Und wenn es ihm nicht gefällt, lass ihn mit seiner Armee noch einmal kommen, um noch einmal zu fühlen, wie die Pfeile von Kakomoridis durchbohren ... - And if he doesn't like it, let him come again with his army to feel again how the arrows of Kakomiridis pierce...

Μα δεν πρόφθασε ο καημένος ο θείος Βασιλιάς ν' αρπάξει τη δεύτερη προσβολή, ούτε να ξανανιώσει αν τρυπούσαν τα βέλη του Κακομοιρίδη. But the poor uncle King did not have time to catch the second insult, nor to feel again if the arrows of the Kakomiridis pierced.

Σαν άνοιξε το πανέρι και αναγνώρισε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και άκουσε τα λόγια του Βασιλόπουλου, που του τα επανέλαβε ο αρχικαγκελάριός του, τόσος θυμός τον έπιασε, που έπεσε ξερός στο πάτωμα. As soon as he opened the cloth and recognized the donkey's head and heard the words of Vassilopoulos, repeated to him by his chancellor, he was so angry that he fell on the floor.

Και σαν τον σήκωσαν να τον βάλουν στο κρεβάτι, είδαν πως ήταν πεθαμένος. And when they picked him up to put him to bed, they saw that he was dead.

Την ημέρα της στέψεώς του, ο Συνετός Β' κατέβηκε στο ποτάμι να κάνει μνημόσυνο για όσους είχαν πέσει στην περίφημη εκείνη νυχτερινή μάχη. Am Tag seiner Krönung ging Synetos II zum Fluss hinab, um einen Gedenkgottesdienst für die Gefallenen dieser berühmten Nachtschlacht abzuhalten. On the day of his coronation, Synetes II went down to the river to commemorate those who had fallen in that famous night battle.

Στον ίσκιο των πλατάνων, δυο άσπροι πέτρινοι σταυροί έστεκαν πλάγι-πλάγι: ο τάφος του Πολύδωρου και ο τάφος του νέου της ταβέρνας. Im Schatten der Platanen standen nebeneinander zwei weiße Steinkreuze: das Grab des Polydoros und das Grab des neuen Besitzers der Taverne. In the shade of the plane trees, two white stone crosses stood side by side: the grave of Polydoros and the grave of the young man of the tavern.

Κρέμασε ο Συνετός και στους δυο από ένα στεφάνι δάφνης. Beiden hängte Synetos einen Lorbeerkranz auf. Prudent hanged a laurel wreath on both of them.

— Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης, δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου. – Setz hier noch einen Kranz, Meister, sagte der Handwerksmeister und deutete auf das Grab des Polydoros. - "Put another wreath here, Master," said the master builder, pointing to the tomb of Polydoros.

— Άλλο ένα; Γιατί;

— Για τον Αφανέρωτο Ήρωα, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. — Für den unsichtbaren Helden, antwortete der Handwerksmeister. - "For the Unsung Hero," replied the first mason.

Ο Συνετός τον κοίταξε. Prudent looked at him.

— Δεν καταλαβαίνω, είπε. - I don't understand, he said.

— Δε γύρισε ποτέ ο κουλός από το τελευταίο του ταξίδι, Αφέντη. — Die Coulos sind nie von seiner letzten Reise zurückgekommen, Meister. - The cook never returned from his last journey, Master.

— Τι έγινε, ξέρεις; Έμαθες καμιάν είδηση; ρώτησε ο Συνετός. – Was ist passiert, weißt du? Hast du Neuigkeiten gehört? fragte der Weise Mann. - What happened, you know? Have you heard any news?" asked Prudent.

Ο πρωτομάστορης αργοκούνησε το κεφάλι. Der Vorarbeiter schüttelte den Kopf. The first mason slowly shook his head.

— Τρία χρόνια τον περίμενα, είπε, και κάθε βράδυ, σα βασίλευε ο ήλιος, έρχουμουν στο ίδιο μέρος, όπου για τελευταία φορά τον είδα, με την ελπίδα πως ίσως θα ξαναγύριζε. - I waited for him for three years, he said, and every night, as if the sun was shining, I would come to the same place where I last saw him, in the hope that perhaps he would come back. Μα τώρα δεν τον περιμένω πια… But now I'm not waiting for him anymore...

— Μπορεί να πήγε στα ξένα σαν τόσους άλλους, είπε ο Συνετός. — Er mag ins Ausland gegangen sein wie so viele andere, sagte der Weise. - He may have gone to the foreign countries like so many others, said Prudent.

Ο πρωτομάστορης έμεινε συλλογισμένος. The master builder remained pensive.

— Εγώ ξέρω πως δεν πήγε, είπε στο τέλος. - I know he didn't go, he said at the end. Έτσι που τον ήξερα, ήταν άνθρωπος να δώσει τη ζωή του χωρίς λόγια, σιωπηλά και αφανέρωτα για τον τόπο του. Knowing him as I did, he was a man to give his life without words, silently and unspokenly for his country. Ν' αφήσει όμως την Πατρίδα, την ώρα του κινδύνου, ποτέ! Aber das Heimatland in der Zeit der Gefahr niemals zu verlassen! But never leave the Fatherland in the hour of danger!

Κάμποση ώρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε. Eine Zeitlang sprach weder der eine noch der andere. For some time neither one nor the other spoke.

Ύστερα ο νέος Βασιλιάς έκοψε ένα κλαδί δάφνης από το δέντρο και το ακούμπησε στον τάφο του Πολύδωρου. Then the new King cut a laurel branch from the tree and laid it on the grave of Polydoros.

— Για τον Αφανέρωτο Ήρωα… είπε. - For the Unsung Hero... he said.

— …Και για όσους δίνουν τη ζωή τους σιωπηλά και ταπεινά στην Πατρίδα, χωρίς η Πατρίδα να τους ξέρει ποτέ… πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. - ...And for those who give their lives silently and humbly to the Homeland, without the Homeland ever knowing them... added the master builder.

Και γονατίζοντας προσκύνησαν τον τάφο. And they knelt down and worshipped the tomb.