×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1)

ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1)

Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι

εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο.

Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βόδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους.

Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε:

— Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.

Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα.

Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν.

— Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! Άφησε μας να κάνομε μείς αυτή τη δουλειά. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε.

Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι.

Βρήκε πάλι δυοτρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση».

— Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρδάσκαλε.

Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε:

— Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο;

— Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο.

— Και σαν τι να κάμω εγώ;

— Να εργαστείς αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια!

Ο δάσκαλος σηκώθηκε ντροπιασμένος.

— Έχεις δουλειά να μου δώσεις; ρώτησε.

— Δουλειά όση θέλεις, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Πρώταπρώτα να πάρεις αμέσως τα παιδιά αυτά που δουλεύουν στο περιβόλι σου και να έλθεις μαζί μου.

Πήρε ο δάσκαλος τα παιδιά και ακολούθησε το Βασιλόπουλο στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη, όπου πλήθος αγόρια και κορίτσια πήγαιναν κι έρχουνταν, κουβαλώντας σίδερο από το μεταλλείο στο σιδηρουργείο.

— Γεια σου, Αφέντη, είπε χαρούμενος ο Κακομοιρίδης. Για δες τι καλό που έκανε το παράδειγμα του πρώτου ζητιάνου που ήλθε να δουλέψει! Όλη η χώρα τώρα θέλει να μου στείλει τα παιδιά της, για να κερδίζουν, λέει, τουλάχιστον το ψωμί τους. Και δεν ξέρω πώς να θρέψω τόσον κόσμον! Παν να τελειώσουν οι σοδειές μου!

Και με το σφυρί του, ακούραστα χτυπούσε το σίδερο απάνω στο αμόνι.

— Δεν πειράζει, Κακομοιρίδη, είπε το Βασιλόπουλο. Το δάσος είναι απ' έξω από το σπίτι σου κι έχει πλήθος ελάφια, λαγούς, κουνέλια και αγριόπουλα, και ο κάμπος είναι γεμάτος αγριοράδικα.

Και γυρνώντας στα παιδιά, που με απορία κοίταζαν το μαντιλοδεμένο του κεφάλι και το κρεμασμένο του χέρι:

— Ποιος από σας ξέρει να τραβήξει σφενδόνα; ρώτησε.

Όλα ήξεραν. Η σφενδόνα ήταν το μόνο τους παιχνίδι.

Το Βασιλόπουλο γύρισε στο δάσκαλο.

— Γράφε λοιπόν, κυρλογιότατε, είπε.

Και υπαγόρευσε το πρόγραμμα, κι έγραψε ο δάσκαλος:

Δυο ώρες το πρωί και άλλες δυο το απόγεμα δουλειά στο μεταλλείο· κάθε παιδί θα κουβαλά σίδερο στο σπίτι του Κακομοιρίδη. Άλλη μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα, μάθημα· θα παραδίνει ο δάσκαλος μέσα στο δάσος, όταν δε βρέχει, και στο «Σχολείο του Κράτους», όταν είναι κακός καιρός. Και όλες οι άλλες ώρες θα μείνουν για το κυνήγι.

— Κάθε πρωί όλα τ' αγόρια θα μαθαίνουν να σαϊτεύουν, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Στην αρχή θα σκοτώνουν λαγούς κι ελάφια, και σα μεγαλώσουν, θα σκοτώνουν τους εχθρούς της Πατρίδας.

— Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! φώναξαν μ' ενθουσιασμό τα παιδιά.

Και όλα μαζί έτρεξαν να φιλήσουν τα χέρια του, τα ρούχα του, ό,τι πρόφθαινε το καθένα.

— Και ποιος θα σκάβει το μεταλλείο; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Οι έτοιμες πέτρες τελείωσαν και τα παιδιά δεν μπορούν και να σκάβουν και να κουβαλούν.

— Στο μεταλλείο θα κατεβαίνουν οι φυλακισμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Αντί να σαπίζουν στη φυλακή, ας δουλεύουν για την ωφέλεια του κράτους. Μόνο με τη δουλειά μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι.

Ο γερο-Κακομοιρίδης, μ' ένα-δυο μαραγκούς, είχε τελειώσει την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και τα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ελεύθερα στα πηγάδια.

— Και συ, είπε χαμογελώντας το Βασιλόπουλο στην κόρη του Κακομοιρίδη, που του έφερνε πάλι τον καφέ στο σιδερένιο κουπάκι, εσύ με τα κορίτσια θα βράζεις τη σούπα για όλον αυτόν τον κόσμο, την ώρα που η Βασιλοπούλα θα τη βράζει στο στρατόπεδο για όλο το στρατό.

Κι έτσι άρχισε από τα μικρότερα πράματα ως τα μεγαλύτερα η αναδιοργάνωση και η αναγέννηση στο βασίλειο των Μοιρολάτρων.

Από το στρατόπεδο των νικημένων εχθρών, το Βασιλόπουλο μάζεψε τις σκηνές και τα υλικά του πολέμου και τα μοίρασε στους δικούς του στρατιώτες. Από τους σκοτωμένους εχθρούς πήρε τα ρούχα και τα φύλαξε στο υπόγειο του παλατιού, για να τα μοιράσει πάλι το χειμώνα, όταν θα έρχουνταν το κρύο.

Ύστερα χώρισε τους στρατιώτες του σε τέσσερα τμήματα, κατά τη δουλειά που ήξερε ο καθένας πριν γίνει στρατιώτης. Οι γεωργοί όργωναν κι έσπερναν τα χωράφια, οι χτίστες έχτιζαν αποθήκες και μύλους και έστρωναν δρόμους, οι ξυλοκόποι και οι μαραγκοί έκοβαν δέντρα και δούλευαν στα καράβια του πρωτομάστορη, και οι σιδεράδες και κλειδαράδες δούλευαν στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη που τους διεύθυνε όλους.

Και κάθε πρωί, πριν αρχίσουν άλλη δουλειά, όλοι έβγαιναν στο κυνήγι, και με τα βέλη τους σκότωναν ελάφια, λαγούς, κουνέλια ή αγριοκάτσικα, και με τη σφενδόνα σκότωναν αγριόπουλα, ενώ οι γέροι, που δεν μπορούσαν να τρέχουν στα δάση και στα βουνά, έριχναν τα δίχτυα τους ή τις βόλτες στο ποτάμι και μάζευαν ψάρια.

Η Ειρηνούλα είχε κατέβει από το παλάτι με την πρώτη λέξη που της είχε πει ο αδελφός της. Όταν όμως είδε τόσο κυνήγι μαζεμένο και κοίταξε τις κατσαρόλες της που δε χωρούσαν παρά λίγα μικρόπουλα, κάθισε στο χόρτο και άρχισε τα κλάματα.

Έξαφνα ένα χέρι έπιασε το δικό της και μια λυπημένη φωνή μουρμούρισε:

— Μην κλαις, Βασιλοπούλα μου, πες μου τι μπορώ να σου κάνω!

— Αχ, Πολύκαρπε! αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Πού θα βράσω τόσα ελάφια και τόσα αγριοκάτσικα; Ούτε το κεφάλι τους δε χωρεί στον τέντζερέ μου!

Ο Πολύκαρπος σηκώθηκε ευθύς, έτοιμος να τρέξει στην άκρη του βασιλείου, για να βρει το καζάνι που χρειάζουνταν για τη σούπα του στρατού, κι έτσι να στεγνώσει τα δάκρυα της Βασιλοπούλας του.

Αλλά δροσερό γέλιο ακούστηκε που τους σταμάτησε.

Μαζί γύρισαν και είδαν ένα κοριτσίστικο κεφάλι που τους γελούσε από μέσα από τα κλαδιά.

— Το καζάνι είναι δω, Ειρηνούλα, φέρε το κυνήγι σου. Και συ, Πολύκαρπε, έλα να μας ανάψεις φωτιά! είπε η Γνώση.

Έτρεξαν κοντά της και είδαν δυο μεγάλα καζάνια, που τα έσερναν μερικοί στρατιώτες. Η κυρα-Φρόνηση τους οδηγούσε, ενώ παρακάτω, η Ζήλιω και η Πικρόχολη, γελαστές κι ευχαριστημένες, όπως ποτέ ακόμα δεν τις είχε δει η Ειρηνούλα, κουβαλούσαν ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο χόρτα και οπωρικά.

Σαστισμένη κοίταξε η Ειρηνούλα και ούτε να ρωτήσει δε σκέφτηκε, πώς βρέθηκαν εκεί οι αδελφές της.

Η Γνώση την είδε και άρχισε πάλι τα γέλια.

— Δεν περίμενες να δεις τις αδελφές σου μαζί μας, είπε, ε, Ειρηνούλα; Χάθηκαν μέσα στα δάση και πείνασαν και κρύωσαν, και τότε θυμήθηκαν το παλάτι και θέλησαν να γυρίσουν πίσω. Μα δεν ήξεραν το δρόμο. Τη νύχτα ακούσαμε τα κλάματα τους και βγήκαμε από τη δεντροκουφάλα μας, η μάνα μου κι εγώ. Τους δώσαμε να φάγουν, τους στρώσαμε να κοιμηθούν, και πρωί-πρωί αρχίσαμε μαζί τη δουλειά. Γιατί σε μας, ξέρεις, όλοι πρέπει να δουλεύουν.

— Μα πού βρήκες τα καζάνια; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Η μάνα μου πήγε και τα ξετρύπωσε από μέσα από τα ερείπια που ήταν, στα παλιά χρόνια, τα δημόσια λουτρά, αποκρίθηκε η Γνώση. Σκέφτηκε η μάνα μου πως εκείνα τα καζάνια, που ήταν αρκετά μεγάλα για να ζεσταίνουν τόσο νερό, θα ήταν καλά για να ψήσουν πολύ φαγί. Ο καιρός και η σκουριά τα είχαν τρυπήσει κάμποσο, μα ο Κακομοιρίδης είναι επιτήδειος τεχνίτης κι εύκολα τα μπάλωσε.

Η κυρα-Φρόνηση είχε στήσει τα καζάνια της, ο Πολύκαρπος άναψε φωτιά, και όλα μαζί τα κορίτσια ετοίμασαν τη σούπα του στρατού.

Τόση πολλή δουλειά είχε η καθεμιά, που η Ζήλιω και η Πικρόχολη ξέχασαν να μαλώσουν.

— Τι γίνηκαν οι παρακόρες; ρώτησε η Ειρηνούλα, μια στιγμή που βρέθηκε με τη Ζήλιω κοντά στο ίδιο καζάνι.

— Αχ! Μη μου τις θυμίζεις πια! αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας η Ζήλιω. Αυτές μας άναψαν τα μυαλά να φύγομε. Και σαν είδαν πως το μετανοιώσαμε, πήραν ό,τι είχαμε και χάθηκαν και μας άφησαν στη μοίρα μας.

— Και σεις, τι κάνατε; ρώτησε η Ειρηνούλα με συμπάθεια.

— Στην αρχή πιαστήκαμε αναμεταξύ μας. Η μια έλεγε πως η άλλη έφταιγε. Μ' αφού δαρθήκαμε καλά-καλά και μαλλιοκουβαριαστήκαμε, και χύσαμε όσα δάκρυα είχαν τα μάτια μας, είπαμε πως καλύτερα ήταν να παύσομε τους καβγάδες και να γυρέψομε το δρόμο μας. Και μαζί φθάσαμε κοντά στη Γνώση, που άκουσε τα κλάματα μας και βγήκε και μας παρηγόρησε και μας φιλοξένησε.

— Αχ, Ζήλιω! είπε η Ειρηνούλα. Δεν μπορείτε να ξεμάθετε τα μαλώματα;

— Μόνες μας αδύνατο! είπε η Ζήλιω. Αλλά η Γνώση λέγει πως έχει ένα γιατρικό και θα μας το δώσει.

— Τι γιατρικό;

— Δεν ξέρω. Κάθε φορά που πήγα να τη ρωτήσω μου έδωσε αμέσως μια βιαστική δουλειά. Και σαν την τελείωνα και ξαναπήγαινα να τη ρωτήσω, μου έδινε ευθύς μιαν άλλη βιαστική δουλειά. Κι έτσι ακόμα δεν πρόφθασε να μου το πει. Το ίδιο και με την Πικρόχολη.

Και το βράδυ, όταν τελείωσε η δουλειά και όλοι πήγαν να κοιμηθούν, η κούραση τους ήταν τέτοια, που πάλι ξέχασαν να μαλώσουν οι δυο αδελφές.

Κι έτσι πέρασαν μερικές μέρες.

Το Βασιλόπουλο έστελνε τακτικά προσκόπους, να μαθαίνουν τι έκαναν οι εχθροί. Αλλά ο θείος Βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να γιάνει. Και οι λίγοι στρατιώτες του, που γλίτωσαν από τη μάχη, αντί να συμμαζευθούν γύρω του, όλο κι έφευγαν μακρύτερα, ξαναπερνώντας τα σύνορα κι επιστρέφοντας στα σπίτια τους.

Κάθε μέρα λοιπόν το Βασιλόπουλο μοίραζε στους στρατιώτες του τα όπλα που ολοένα του έφτιανε ο Κακομοιρίδης, και τους γύμναζε στο τόξο και στη λόγχη. Και κάθε μέρα προχωρούσε η δουλειά του πρωτομάστορη, και τα καράβια, από τρία που ήταν στην αρχή, γίνηκαν πέντε, έτοιμα να ριχθούν στον ποταμό.

Και πέρασαν μερικές εβδομάδες.

Τα σπαρτά είχαν φυτρώσει και οι στρατιώτες χωρικοί θέλησαν να φυτέψουν ελιές, αχλαδιές, μηλιές, και ύστερα θέλησαν να βάλουν μερικά λαχανικά. Μα δεν έφθαναν τα χέρια για να καλλιεργήσουν τόσα χωράφια, και όσοι είχαν αγόρια ή αδέλφια στα ξένα άρχισαν να λυπούνται πως άδειασε ο τόπος από χέρια γερά.

— Και δεν τους γράφετε να ξαναγυρίσουν; τους είπε το Βασιλόπουλο, που δεν έφευγε πια από ανάμεσα τους.

Και όσοι ήξεραν γράμματα κάθισαν κι έγραψαν. Και όσοι δεν ήξεραν είπαν του δασκάλου και τους έκανε γράμμα στο παιδί τους ή στον αδελφό ή στον πατέρα τους, και λίγο-λίγο έφθαναν μερικοί ξενιτεμένοι και χρειάστηκαν και άλλα όπλα και άλλα ρούχα και περισσότερο φαγί.

Τότε πήγε το Βασιλόπουλο στη χώρα και στα χωριά και μίλησε με τις γυναίκες και τους είπε:

— Τι κάθεστε άεργες και μένετε στα σπίτια σας; Οι άντρες σας βρίσκονται στο στρατόπεδο, και δουλεύουν στα χωράφια, και στρώνουν δρόμους, και φτιάνουν καράβια, και χτίζουν μύλους και αποθήκες. Γιατί δεν έρχεστε και σεις να βοηθήσετε στο μαγείρεμα της σούπας, και να ράψετε ρούχα, για να έχουνε οι άντρες σας να ντυθούν το χειμώνα;


ΙΖ’. ΔΟΥΛΕΙΑ (1) J'. WORK (1) J'. TRABAJO (1) J'. PRACA (1)

Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι The scouts were returning at that hour and bringing the news that the enemies were scattered some here and some there.

εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. there, that the plain was all strewn with the chariots they had fired in flight, and that the uncle King, from his evil and his anger, had fallen ill and had called from his homeland the greatest sage to heal him. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο. He was planning, he said, once he was well, to raise a new army and start the war again.

Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Vasilopoulos then had people pick up the scattered weapons of the enemy. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Then he sent Polycarp into the country to buy wheat, barley, and whatever else he could sow. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βόδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους. He sent others throughout the kingdom to buy from the peasants their oxen and ploughmen, who for years had been rusting in the ruined stables.

Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε: And when he saw the soldiers who were sitting with their hands tied and chatting, or lying in the sun, lost or lounging in the sunshine, he called them all and said to them:

— Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. - Come on, patriots, let's go dig the fields. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε. When they bring us the wheat, we will be ready to sow it.

Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. And taking a hoe, he wanted to dig the earth, setting the example first.

Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν. But the soldiers wouldn't let him.

— Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! - Not today, Master, they said to him, not with your wounded hand and your bound head! Άφησε μας να κάνομε μείς αυτή τη δουλειά. Let us do this job ourselves. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε. Thou hast but commanded us where to begin.

Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι.

Βρήκε πάλι δυοτρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση». He found again two or three hungry children, watering and digging the orchard of the "School of the State", while inside the house the teacher, lying on two chairs, with his hand resting on a third, was reading the "Cyrus Ascension".

— Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! - Oh, no, that won't do anymore! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said sternly. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρδάσκαλε. The time has come when we will all work, and you with the others, Master Master.

Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε: The teacher dropped his book and with some irony asked:

— Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο; - What kind of work can I do? Am I the one who's going to fix the place?

— Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! - Yes, you and I and all of us will fix the place, but by fixing ourselves first! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said angrily.

— Και σαν τι να κάμω εγώ; - And what am I supposed to do?

— Να εργαστείς αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια! - Work instead of sitting on your hands!

Ο δάσκαλος σηκώθηκε ντροπιασμένος. The teacher stood up in shame.

— Έχεις δουλειά να μου δώσεις; ρώτησε. - Do you have a job for me? he asked.

— Δουλειά όση θέλεις, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Work as much as you want, replied Vassilopoulos. Πρώταπρώτα να πάρεις αμέσως τα παιδιά αυτά που δουλεύουν στο περιβόλι σου και να έλθεις μαζί μου. First of all, take the children who are working in your orchard at once and come with me.

Πήρε ο δάσκαλος τα παιδιά και ακολούθησε το Βασιλόπουλο στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη, όπου πλήθος αγόρια και κορίτσια πήγαιναν κι έρχουνταν, κουβαλώντας σίδερο από το μεταλλείο στο σιδηρουργείο.

— Γεια σου, Αφέντη, είπε χαρούμενος ο Κακομοιρίδης. - Hello, Master, said Kakomiridis happily. Για δες τι καλό που έκανε το παράδειγμα του πρώτου ζητιάνου που ήλθε να δουλέψει! See what good the example of the first beggar who came to work did! Όλη η χώρα τώρα θέλει να μου στείλει τα παιδιά της, για να κερδίζουν, λέει, τουλάχιστον το ψωμί τους. The whole country now wants to send me their children, so that they can at least earn their bread, he says. Και δεν ξέρω πώς να θρέψω τόσον κόσμον! And I don't know how to feed so many people! Παν να τελειώσουν οι σοδειές μου! Pan to finish my crops!

Και με το σφυρί του, ακούραστα χτυπούσε το σίδερο απάνω στο αμόνι. And with his hammer, he tirelessly struck the iron on the anvil.

— Δεν πειράζει, Κακομοιρίδη, είπε το Βασιλόπουλο. - Never mind, Kakomiridis, said Vassilopoulos. Το δάσος είναι απ' έξω από το σπίτι σου κι έχει πλήθος ελάφια, λαγούς, κουνέλια και αγριόπουλα, και ο κάμπος είναι γεμάτος αγριοράδικα. The woods are outside your house and are full of deer, rabbits, hares, rabbits and wild birds, and the plain is full of wildflowers.

Και γυρνώντας στα παιδιά, που με απορία κοίταζαν το μαντιλοδεμένο του κεφάλι και το κρεμασμένο του χέρι: And turning to the children, who were staring in wonder at his manacled head and hanging hand:

— Ποιος από σας ξέρει να τραβήξει σφενδόνα; ρώτησε. - Which one of you knows how to pull a sling? he asked.

Όλα ήξεραν. They knew everything. Η σφενδόνα ήταν το μόνο τους παιχνίδι. The maple tree was their only game.

Το Βασιλόπουλο γύρισε στο δάσκαλο. Vassilopoulos turned to the teacher.

— Γράφε λοιπόν, κυρλογιότατε, είπε. - Write then, your lordship, he said.

Και υπαγόρευσε το πρόγραμμα, κι έγραψε ο δάσκαλος: And he dictated the program, and the teacher wrote it:

Δυο ώρες το πρωί και άλλες δυο το απόγεμα δουλειά στο μεταλλείο· κάθε παιδί θα κουβαλά σίδερο στο σπίτι του Κακομοιρίδη. Two hours in the morning and two hours in the afternoon working in the mine; each child would carry an iron to the house of Kakomiridis. Άλλη μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα, μάθημα· θα παραδίνει ο δάσκαλος μέσα στο δάσος, όταν δε βρέχει, και στο «Σχολείο του Κράτους», όταν είναι κακός καιρός. Another hour in the morning and another in the afternoon, a lesson; the teacher will deliver it in the forest when it is not raining, and in the "School of the State" when the weather is bad. Και όλες οι άλλες ώρες θα μείνουν για το κυνήγι. And all the other hours will be left for hunting.

— Κάθε πρωί όλα τ' αγόρια θα μαθαίνουν να σαϊτεύουν, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. - "Every morning all the boys will learn to stroke," commanded Vassilopoulos. Στην αρχή θα σκοτώνουν λαγούς κι ελάφια, και σα μεγαλώσουν, θα σκοτώνουν τους εχθρούς της Πατρίδας. At first they will kill rabbits and deer, and when they grow up, they will kill the enemies of the Fatherland.

— Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! - Long live our Vassilopoulos! φώναξαν μ' ενθουσιασμό τα παιδιά.

Και όλα μαζί έτρεξαν να φιλήσουν τα χέρια του, τα ρούχα του, ό,τι πρόφθαινε το καθένα. And they all ran together to kiss his hands, his clothes, whatever they could reach.

— Και ποιος θα σκάβει το μεταλλείο; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. - And who will dig the mine? asked Kakomiridis. Οι έτοιμες πέτρες τελείωσαν και τα παιδιά δεν μπορούν και να σκάβουν και να κουβαλούν. The ready-made stones have run out and the children can't both dig and carry.

— Στο μεταλλείο θα κατεβαίνουν οι φυλακισμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - The prisoners will go down to the mine, replied Vassilopoulos. Αντί να σαπίζουν στη φυλακή, ας δουλεύουν για την ωφέλεια του κράτους. Instead of rotting in prison, let them work for the benefit of the state. Μόνο με τη δουλειά μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι. Only through work can they become human again.

Ο γερο-Κακομοιρίδης, μ' ένα-δυο μαραγκούς, είχε τελειώσει την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και τα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ελεύθερα στα πηγάδια. Old Kakomiridis, with a couple of carpenters, had finished the wooden hanging ladder and the children were climbing freely up and down the wells.

— Και συ, είπε χαμογελώντας το Βασιλόπουλο στην κόρη του Κακομοιρίδη, που του έφερνε πάλι τον καφέ στο σιδερένιο κουπάκι, εσύ με τα κορίτσια θα βράζεις τη σούπα για όλον αυτόν τον κόσμο, την ώρα που η Βασιλοπούλα θα τη βράζει στο στρατόπεδο για όλο το στρατό. - And you," said Vassilopoulos smilingly to Kakomiridis' daughter, who was bringing him coffee again in the iron cup, "you and the girls will boil the soup for the whole world, while Vassilopoula will boil it in the camp for the whole army.

Κι έτσι άρχισε από τα μικρότερα πράματα ως τα μεγαλύτερα η αναδιοργάνωση και η αναγέννηση στο βασίλειο των Μοιρολάτρων. And so began from the smallest things to the greatest the reorganization and rebirth in the realm of the Moriolatrous.

Από το στρατόπεδο των νικημένων εχθρών, το Βασιλόπουλο μάζεψε τις σκηνές και τα υλικά του πολέμου και τα μοίρασε στους δικούς του στρατιώτες. From the camp of the defeated enemies, Vasilopoulos collected the tents and materials of war and distributed them to his own soldiers. Από τους σκοτωμένους εχθρούς πήρε τα ρούχα και τα φύλαξε στο υπόγειο του παλατιού, για να τα μοιράσει πάλι το χειμώνα, όταν θα έρχουνταν το κρύο. From the slain enemies he took the clothes and stored them in the basement of the palace, to distribute them again in the winter, when the cold would come.

Ύστερα χώρισε τους στρατιώτες του σε τέσσερα τμήματα, κατά τη δουλειά που ήξερε ο καθένας πριν γίνει στρατιώτης. Then he divided his soldiers into four sections, according to the job each one knew before he became a soldier. Οι γεωργοί όργωναν κι έσπερναν τα χωράφια, οι χτίστες έχτιζαν αποθήκες και μύλους και έστρωναν δρόμους, οι ξυλοκόποι και οι μαραγκοί έκοβαν δέντρα και δούλευαν στα καράβια του πρωτομάστορη, και οι σιδεράδες και κλειδαράδες δούλευαν στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη που τους διεύθυνε όλους. The farmers ploughed and sowed the fields, the masons built warehouses and mills and paved roads, the lumberjacks and carpenters cut down trees and worked on the ships of the master builder, and the blacksmiths and locksmiths worked in the smithy of Kakomiridis who ran them all.

Και κάθε πρωί, πριν αρχίσουν άλλη δουλειά, όλοι έβγαιναν στο κυνήγι, και με τα βέλη τους σκότωναν ελάφια, λαγούς, κουνέλια ή αγριοκάτσικα, και με τη σφενδόνα σκότωναν αγριόπουλα, ενώ οι γέροι, που δεν μπορούσαν να τρέχουν στα δάση και στα βουνά, έριχναν τα δίχτυα τους ή τις βόλτες στο ποτάμι και μάζευαν ψάρια. And every morning, before they started any other work, everyone went out hunting, and with their arrows they killed deer, rabbits, hares, rabbits or wild goats, and with their slingshot they killed wild chicks, while the old men, who could not run in the forests and mountains, cast their nets or went to the river and gathered fish.

Η Ειρηνούλα είχε κατέβει από το παλάτι με την πρώτη λέξη που της είχε πει ο αδελφός της. Irene had come down from the palace at the first word her brother had spoken to her. Όταν όμως είδε τόσο κυνήγι μαζεμένο και κοίταξε τις κατσαρόλες της που δε χωρούσαν παρά λίγα μικρόπουλα, κάθισε στο χόρτο και άρχισε τα κλάματα. But when she saw so much game gathered and looked at her pots that could only hold a few small birds, she sat down on the grass and began to cry.

Έξαφνα ένα χέρι έπιασε το δικό της και μια λυπημένη φωνή μουρμούρισε: Suddenly a hand grasped hers and a sad voice murmured:

— Μην κλαις, Βασιλοπούλα μου, πες μου τι μπορώ να σου κάνω! - Don't cry, my little Queenie, tell me what I can do for you!

— Αχ, Πολύκαρπε! αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Irene replied. Πού θα βράσω τόσα ελάφια και τόσα αγριοκάτσικα; Ούτε το κεφάλι τους δε χωρεί στον τέντζερέ μου! Where am I going to boil all those deer and wild goats? I can't even fit their heads in my tin can!

Ο Πολύκαρπος σηκώθηκε ευθύς, έτοιμος να τρέξει στην άκρη του βασιλείου, για να βρει το καζάνι που χρειάζουνταν για τη σούπα του στρατού, κι έτσι να στεγνώσει τα δάκρυα της Βασιλοπούλας του. Polycarp rose straight up, ready to run to the edge of the kingdom to find the cauldron needed for the army's soup, and so dry his Queen's tears.

Αλλά δροσερό γέλιο ακούστηκε που τους σταμάτησε. But cool laughter was heard that stopped them.

Μαζί γύρισαν και είδαν ένα κοριτσίστικο κεφάλι που τους γελούσε από μέσα από τα κλαδιά. Together they turned around and saw a girl's head laughing at them from inside the branches.

— Το καζάνι είναι δω, Ειρηνούλα, φέρε το κυνήγι σου. - The kettle's here, Irene, bring your hunt. Και συ, Πολύκαρπε, έλα να μας ανάψεις φωτιά! And you, Polycarp, come and light us a fire! είπε η Γνώση.

Έτρεξαν κοντά της και είδαν δυο μεγάλα καζάνια, που τα έσερναν μερικοί στρατιώτες. They ran to her and saw two large cauldrons, which were being dragged by some soldiers. Η κυρα-Φρόνηση τους οδηγούσε, ενώ παρακάτω, η Ζήλιω και η Πικρόχολη, γελαστές κι ευχαριστημένες, όπως ποτέ ακόμα δεν τις είχε δει η Ειρηνούλα, κουβαλούσαν ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο χόρτα και οπωρικά. Mrs.-Fronina was leading them, while below, Zelio and Picroholi, laughing and happy as Irene had never seen them before, were carrying a large basket full of greens and fruit.

Σαστισμένη κοίταξε η Ειρηνούλα και ούτε να ρωτήσει δε σκέφτηκε, πώς βρέθηκαν εκεί οι αδελφές της. Irene looked on in bewilderment and did not even think to ask how her sisters had got there.

Η Γνώση την είδε και άρχισε πάλι τα γέλια. Knowledge saw her and started laughing again.

— Δεν περίμενες να δεις τις αδελφές σου μαζί μας, είπε, ε, Ειρηνούλα; Χάθηκαν μέσα στα δάση και πείνασαν και κρύωσαν, και τότε θυμήθηκαν το παλάτι και θέλησαν να γυρίσουν πίσω. - You didn't expect to see your sisters with us, he said, did you, Irene? They were lost in the woods and hungry and cold, and then they remembered the palace and wanted to go back. Μα δεν ήξεραν το δρόμο. But they didn't know the way. Τη νύχτα ακούσαμε τα κλάματα τους και βγήκαμε από τη δεντροκουφάλα μας, η μάνα μου κι εγώ. At night we heard their cries and came out of our tree house, my mother and I. Τους δώσαμε να φάγουν, τους στρώσαμε να κοιμηθούν, και πρωί-πρωί αρχίσαμε μαζί τη δουλειά. We gave them to eat, put them to sleep, and we started working together first thing in the morning. Γιατί σε μας, ξέρεις, όλοι πρέπει να δουλεύουν. Because with us, you know, everybody has to work.

— Μα πού βρήκες τα καζάνια; ρώτησε η Ειρηνούλα. - "But where did you get the kettles?" asked Irene.

— Η μάνα μου πήγε και τα ξετρύπωσε από μέσα από τα ερείπια που ήταν, στα παλιά χρόνια, τα δημόσια λουτρά, αποκρίθηκε η Γνώση. - My mother went and dug them out of the ruins that were, in the old days, the public baths, replied Gnosis. Σκέφτηκε η μάνα μου πως εκείνα τα καζάνια, που ήταν αρκετά μεγάλα για να ζεσταίνουν τόσο νερό, θα ήταν καλά για να ψήσουν πολύ φαγί. My mother thought that those kettles, which were big enough to heat that much water, would be good for cooking a lot of food. Ο καιρός και η σκουριά τα είχαν τρυπήσει κάμποσο, μα ο Κακομοιρίδης είναι επιτήδειος τεχνίτης κι εύκολα τα μπάλωσε. The weather and rust had pierced them a bit, but Kakomiridis is a clever craftsman and easily patched them up.

Η κυρα-Φρόνηση είχε στήσει τα καζάνια της, ο Πολύκαρπος άναψε φωτιά, και όλα μαζί τα κορίτσια ετοίμασαν τη σούπα του στρατού. Miss Pranice had set up her cauldrons, Polycarp lit a fire, and all the girls together prepared the army's soup.

Τόση πολλή δουλειά είχε η καθεμιά, που η Ζήλιω και η Πικρόχολη ξέχασαν να μαλώσουν. So busy were each of them that Zelio and Piccrocholi forgot to quarrel.

— Τι γίνηκαν οι παρακόρες; ρώτησε η Ειρηνούλα, μια στιγμή που βρέθηκε με τη Ζήλιω κοντά στο ίδιο καζάνι. - "What happened to the paracores?" asked Irene, a moment later, when she and Zelio were near the same cauldron.

— Αχ! Μη μου τις θυμίζεις πια! Don't remind me of them anymore! αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας η Ζήλιω. answered Zelio, shuddering. Αυτές μας άναψαν τα μυαλά να φύγομε. They were the ones who got us to leave. Και σαν είδαν πως το μετανοιώσαμε, πήραν ό,τι είχαμε και χάθηκαν και μας άφησαν στη μοίρα μας. And when they saw that we regretted it, they took everything we had and disappeared and left us to our fate.

— Και σεις, τι κάνατε; ρώτησε η Ειρηνούλα με συμπάθεια. - And what did you do?" asked Irene sympathetically.

— Στην αρχή πιαστήκαμε αναμεταξύ μας. - At first we were caught between us. Η μια έλεγε πως η άλλη έφταιγε. One said it was the other's fault. Μ' αφού δαρθήκαμε καλά-καλά και μαλλιοκουβαριαστήκαμε, και χύσαμε όσα δάκρυα είχαν τα μάτια μας, είπαμε πως καλύτερα ήταν να παύσομε τους καβγάδες και να γυρέψομε το δρόμο μας. After we had been well and truly humiliated, and shed as many tears as our eyes could hold, we thought it best to stop fighting and go our separate ways. Και μαζί φθάσαμε κοντά στη Γνώση, που άκουσε τα κλάματα μας και βγήκε και μας παρηγόρησε και μας φιλοξένησε. And together we came close to Knowledge, which heard our cries and came out and comforted us and took us in.

— Αχ, Ζήλιω! - Oh, Zelio! είπε η Ειρηνούλα. Δεν μπορείτε να ξεμάθετε τα μαλώματα; Can't you forget the scolding?

— Μόνες μας αδύνατο! - On our own impossible! είπε η Ζήλιω. Αλλά η Γνώση λέγει πως έχει ένα γιατρικό και θα μας το δώσει. But Knowledge says it has a cure and it will give it to us.

— Τι γιατρικό; - What medicine?

— Δεν ξέρω. - I don't know. Κάθε φορά που πήγα να τη ρωτήσω μου έδωσε αμέσως μια βιαστική δουλειά. Every time I went to ask her she immediately gave me a rush job. Και σαν την τελείωνα και ξαναπήγαινα να τη ρωτήσω, μου έδινε ευθύς μιαν άλλη βιαστική δουλειά. And as soon as I finished and went back to ask her, she gave me another rush job. Κι έτσι ακόμα δεν πρόφθασε να μου το πει. And so he still hasn't had time to tell me. Το ίδιο και με την Πικρόχολη. The same with Piccrocholi.

Και το βράδυ, όταν τελείωσε η δουλειά και όλοι πήγαν να κοιμηθούν, η κούραση τους ήταν τέτοια, που πάλι ξέχασαν να μαλώσουν οι δυο αδελφές. And in the evening, when the work was over and everyone went to bed, they were so tired that the two sisters forgot to fight again.

Κι έτσι πέρασαν μερικές μέρες. And so a few days passed.

Το Βασιλόπουλο έστελνε τακτικά προσκόπους, να μαθαίνουν τι έκαναν οι εχθροί. Vassilopoulos regularly sent scouts to find out what the enemies were doing. Αλλά ο θείος Βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να γιάνει. But Uncle King was still so angry, he couldn't help it. Και οι λίγοι στρατιώτες του, που γλίτωσαν από τη μάχη, αντί να συμμαζευθούν γύρω του, όλο κι έφευγαν μακρύτερα, ξαναπερνώντας τα σύνορα κι επιστρέφοντας στα σπίτια τους. And his few soldiers who had escaped the battle, instead of gathering around him, kept going further and further away, crossing the border again and returning to their homes.

Κάθε μέρα λοιπόν το Βασιλόπουλο μοίραζε στους στρατιώτες του τα όπλα που ολοένα του έφτιανε ο Κακομοιρίδης, και τους γύμναζε στο τόξο και στη λόγχη. So every day Vasilopoulos distributed to his soldiers the weapons that Kakomiridis was always making for him, and he trained them in the bow and spear. Και κάθε μέρα προχωρούσε η δουλειά του πρωτομάστορη, και τα καράβια, από τρία που ήταν στην αρχή, γίνηκαν πέντε, έτοιμα να ριχθούν στον ποταμό. And every day the work of the master builder went on, and the ships, from three at the beginning, became five, ready to be thrown into the river.

Και πέρασαν μερικές εβδομάδες.

Τα σπαρτά είχαν φυτρώσει και οι στρατιώτες χωρικοί θέλησαν να φυτέψουν ελιές, αχλαδιές, μηλιές, και ύστερα θέλησαν να βάλουν μερικά λαχανικά. The crops had been planted and the soldier villagers wanted to plant olives, pears, apple trees, and then they wanted to plant some vegetables. Μα δεν έφθαναν τα χέρια για να καλλιεργήσουν τόσα χωράφια, και όσοι είχαν αγόρια ή αδέλφια στα ξένα άρχισαν να λυπούνται πως άδειασε ο τόπος από χέρια γερά. But there were not enough hands to cultivate so many fields, and those who had boys or brothers in foreign lands began to regret that the land was empty of strong hands.

— Και δεν τους γράφετε να ξαναγυρίσουν; τους είπε το Βασιλόπουλο, που δεν έφευγε πια από ανάμεσα τους. - And do you not write to them to come back again?Vassilopoulos said to them, no longer leaving their midst.

Και όσοι ήξεραν γράμματα κάθισαν κι έγραψαν. And those who knew letters sat down and wrote. Και όσοι δεν ήξεραν είπαν του δασκάλου και τους έκανε γράμμα στο παιδί τους ή στον αδελφό ή στον πατέρα τους, και λίγο-λίγο έφθαναν μερικοί ξενιτεμένοι και χρειάστηκαν και άλλα όπλα και άλλα ρούχα και περισσότερο φαγί. And those who didn't know told the teacher and he wrote to their child or their brother or their father, and little by little some of the strangers arrived and needed more weapons and more clothes and more food.

Τότε πήγε το Βασιλόπουλο στη χώρα και στα χωριά και μίλησε με τις γυναίκες και τους είπε: Then Vassilopoulos went into the country and into the villages and spoke to the women and said to them:

— Τι κάθεστε άεργες και μένετε στα σπίτια σας; Οι άντρες σας βρίσκονται στο στρατόπεδο, και δουλεύουν στα χωράφια, και στρώνουν δρόμους, και φτιάνουν καράβια, και χτίζουν μύλους και αποθήκες. - Why are you sitting idle and staying in your homes? Your men are in the camp, working in the fields, and paving roads, and building ships, and building mills and warehouses. Γιατί δεν έρχεστε και σεις να βοηθήσετε στο μαγείρεμα της σούπας, και να ράψετε ρούχα, για να έχουνε οι άντρες σας να ντυθούν το χειμώνα; Why don't you come and help cook the soup, and sew clothes, that your men may have clothes to wear in the winter?