×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΣΤ’. Η ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

ΙΣΤ’. Η ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

Πολύ λίγη ώρα αναπαύτηκαν οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα.

Οι εχθροί είχαν φύγει, μα έμενε δουλειά πολλή να γίνει. Ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του ξανάδεσαν το γεφύρι, οι στρατιώτες έθαψαν τους σκοτωμένους εχθρούς και φίλους, και ο Κακομοιρίδης εγύρισε στο μεταλλείο και το σιδηρουργείο με τον αδελφό του, για να φτιάσουν όπλα καινούρια και αρκετά, ώστε να ξα- ναρχίσει ο πόλεμος και να διώξουν τους εχθρούς πέρα από τα σύνορα.

Το Βασιλόπουλο, αφού έστησε το στρατόπεδο του, κι έβαλε φρουρούς στο γύρο, έστειλε προσκόπους να δουν πού βρίσκουνταν οι εχθροί και πόσοι ήταν. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι.

Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, και παραξενεύθηκε που δεν άκουσε τις συνηθισμένες φωνές της Ζήλιως και της Πικρόχολης.

Πήγε ίσια στο μαγειριό, με την ελπίδα να δει την Ειρηνούλα πρώτη.

Το μαγειριό ήταν σε τάξη. Μερικά αγριόχορτα έβραζαν σ' ένα τέντζερε απάνω στη φωτιά, αλλά η αδελφή του έλειπε και το Βασιλόπουλο πήγε στην τραπεζαρία να τη ζητήσει.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Ο Βασιλιάς με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν συλλογισμένος και νευρικός.

Η Βασίλισσα κάθουνταν κοντά στο τραπέζι, και με ακούραστη υπομονή καταγίνουνταν να φτιάσει μια κορώνα με μολυβόχαρτο και τενεκεδάκια. Μα όλο ξανασπούσε η κορώνα και όλο ξανάρχιζε η Βασίλισσα.

Στο παράθυρο καθισμένη, η Ειρηνούλα κοίταζε κατά το ποτάμι, και κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της, κατακόκκινα και πρησμένα από τα κλάματα.

Σηκώθηκε στενάζοντας να βγει έξω και μπροστά της είδε το Βασιλόπουλο με το κεφάλι δεμένο και με το χέρι κρεμασμένο.

Έβγαλε μια φωνή και ρίχθηκε στο λαιμό του.

— Πού ήσουν; Τι έπαθες; φώναξε.

Ο Βασιλιάς γύρισε με ορμή.

— Τι; Εσύ είσαι επιτέλους; είπε μισοθυμωμένος, μισοχαρούμενος. Καιρός ήταν να θυμηθείς να γυρίσεις στο πατρικό σου! Δε συλλογιέσαι και μας εδώ τι τραβούμε, μόνο στη χώρα μου γυρίζεις; Να, ωραία πράματα γίνηκαν όσο έλειπες! Οι αδελφές σου ξεπόρτισαν μαζί με τις παρακόρες.

— Ναι, πρόσθεσε η Βασίλισσα χωρίς να σηκωθεί, παραδομένη στην κορώνα της, και φύγανε, οι άκαρδες, χωρίς να με πάρουν και μένα μαζί.

Το Βασιλόπουλο έστεκε σα ζαλισμένο.

— Και πού πήγαν; ρώτησε.

— Όσα ξέρεις τόσα ξέρω! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς με μεγάλες χειρονομίες. Φύγανε χωρίς να μας πουν τίποτα, και πήραν μαζί τους όσο φαγί περίσσεψε από χθες, και σήμερα δεν έχομε τίποτα να φάμε!

— Έχομε, πατέρα, είπε η Ειρηνούλα σκουπίζοντας τα μάτια της που ολοένα ξαναγέμιζαν δάκρυα. Μάζεψα αυγά στο δάσος κι έβρασα ξυνήθρα. Να δεις. Θα σου κάνω ωραία σούπα…

— Βέβαια! Με χόρτα τώρα θα ζούμε! είπε ο Βασιλιάς. Και με τι χόρτα! Αγριόχορτα!

Και γυρνώντας στο γιο του ρώτησε απότομα:

— Εσύ τουλάχιστον συλλογίστηκες να σκοτώσεις κανένα αγριόπουλο;

— Όχι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δεν πρόφθασα.

— Αμέ βέβαια! Με τους ξένους γυρνάς, και τι ξένους! Ένα σωρό προστυχιάρηδες, και τους δικούς σου ούτε τους συλλογίζεσαι! είπε ο Βασιλιάς.

Μα έξαφνα αλλάζοντας τόνο ρώτησε:

— Αλήθεια, πες μου, τι έκανες χθες με όλους αυτούς τους λυσσασμένους; Και τι έπαθε το κεφάλι σου; Σε χτύπησαν αυτοί; Πώς τους ξεφορτώθηκες;

— Δεν τους ξεφορτώθηκα, είπε με συγκίνηση το Βασιλόπουλο, τους οδήγησα στη μάχη και πολέμησαν σα λεοντάρια, και νίκησαν, κι έσωσαν το βασίλειο σου, και πέθαναν, πατέρα, για να γλιτώσει ο γιος σου…

Ο Βασιλιάς σταμάτησε, κάπως ντροπιασμένος για τα ασυλλόγιστα λόγια που είχε πει.

— Πώς; Έγινε μάχη; ρώτησε μαγκωμένος. Μα γιατί δεν το 'λεγες πρωτύτερα;

— Και συ πληγώθηκες! αναφώνησε η Ειρηνούλα, γυρεύοντας να συγκρατήσει τ' αναφιλητά της.

Το Βασιλόπουλο διηγήθηκε τότε πώς έφτιασε ο πρωτομάστορης το γεφύρι, πώς τη νύχτα πέρασαν οι στρατιώτες του κι έπεσαν στο κοιμισμένο στρατόπεδο, κι έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, μαζί με το Βασιλιά τους. Είπε με τι ανδρεία πολέμησαν ως το πρωί, με αγροτικά εργαλεία αντίς όπλα χωρίς φαγί, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, και όμως ως το θάνατο αφοσιωμένοι στο Βασιλόπουλο που τους οδηγούσε.

Ο Βασιλιάς τον άκουε, πρώτα μ' έκπληξη και ύστερα με συγκίνηση, και στο τέλος με τέτοιον ενθουσιασμό, που δε βαστάχτηκε πια και άρπαξε το γιο του στην αγκαλιά του.

— Εσύ τους έκανες τέτοιους! φώναξε. Εσύ τους ξύπνησες, εσύ είσαι άξιος να τους κυβερνήσεις! Θα σε κάνω εσένα Βασιλιά!

Εκείνη την ώρα έφθανε και ο Πολύκαρπος.

— Αφέντη, είπε, οι στρατιώτες πεινούν! Πήγαμε στο μπακάλη της πλατείας να πάρομε ελιές και κουκιά, μα δε θέλει, λέει να δώσει τίποτα χωρίς πληρωμή. Και κανένας δεν έχει λεφτά, γιατί κανένας δε δούλεψε χθες. Τι να κάνομε;

Το Βασιλόπουλο έλυσε από τη μέση του μια φαρδιά πέτσινη ζώνη κι έβγαλε ένα-δυο φλουριά.

— Να πληρώσετε τα κουκιά και τις ελιές, είπε, και να φάνε οι στρατιώτες όσο θέλουν. Για σήμερα αυτά φθάνουν. Αύριο βλέπομε τι θα γίνει.

Ο Βασιλιάς, καθώς είδε τα φλουριά, ενθουσιάστηκε.

— Πού τα βρήκες; ρώτησε χαρούμενος. Στείλε γρήγορα τον Πολύκαρπο να μας αγοράσει κανένα παχύ-παχύ γαλόπουλο…

Κι έκανε ν' αρπάξει τη ζώνη.

Μα το Βασιλόπουλο έπιασε το απλωμένο χέρι του.

— Τα φλουριά αυτά είναι ιερά, πατέρα, είναι βαμμένα μ' αίμα, είπε.

Και τού έδειξε έναν πλατύ κόκκινο λεκέ, που απλώνουνταν στη ζώνη.

— Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος. Θα ξοδευτούν ως το τελευταίο για την Πατρίδα.

— Πώς θα τα ξοδιάσεις; ρώτησε ο Βασιλιάς δυσαρεστημένος. Τι άλλο έχεις πια να κάνεις; Ο εχθρός έφυγε και πάει!

— Ο εχθρός δεν έφυγε, κι ας μη φαίνεται, είπε το Βασιλόπουλο. Μα και αν είχε φύγει πέρα από τα σύνορα, ούτε αυτό δε θ' αρκούσε, γιατί δεν έχομε κάστρα, ούτε στρατό να τον εμποδίσουμε να ξανάρθει.

— Και με αυτά τα φλουριά ελπίζεις να χτίσεις κάστρα και να οπλίσεις στρατό; ρώτησε ο Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στα γέλια. Μα, παιδί μου, για να κάνεις αυτά που λες, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, και πάλι δε φθάνουν.

— Θ' αρχίσω με αυτά, είπε το Βασιλόπουλο, και ώσπου να τελειώσουν, ίσως βρω και άλλα.

— Πού; Μα πού; ρώτησε ο Βασιλιάς και άρχισε πάλι να θυμώνει.

— Πού; είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Ίσως δουλεύοντας τη γη που θα μας θρέψει.

— Σε μερικά χρόνια δηλαδή; Και ωστόσο θα τρώμε σούπες από ξυνήθρα, που θα μας τις βράζει η Ειρηνούλα;

Το Βασιλόπουλο σήκωσε το κεφάλι.

— Ναι, πατέρα! είπε με δύναμη. Για μερικά χρόνια ο τόπος όλος θα τρώγει σούπες από ξυνήθρα, και θα του δώσομε ‘μείς το παράδειγμα, ώσπου να ξαναμάθει πάλι η γη να μας δίνει τα πλούτη της.

Και συλλογισμένος κατέβηκε το βουνό και τράβηξε κατά το στρατόπεδο.

Πως του χρειάζουνταν φλουριά, το ήξερε. Μα πού να τα βρει;

Κοίταξε γύρω του, και μαύρη λύπη του γέμιζε την καρδιά βλέποντας τους ακαλλιέργητους κάμπους, τους δρόμους όλο αγκάθια και λάκκους, και τα ερειπωμένα χωριά, που μια φορά ήταν κατοικημένα και πλούσια.

Περνούσε από το δάσος.

Μπήκε μέσα και κάθισε στα χόρτα να ξεκουραστεί. Παρακάτω, ένα ρυάκι μουρμούριζε γλυκά, κυλώντας τα κρυσταλλένια νερά του ανάμεσα στα πυκνά χαμόδεντρα.

Το Βασιλόπουλο με το νου του λογάριαζε πόσες μέρες μπορούσε να θρέψει τους στρατιώτες του με τα φλουριά του Πολύδωρου. Και όταν θα τα είχαν φάγει όλα, πώς θα ζούσαν, εργάτες και στρατιώτες;

— Αχ! Να είχα πλούτη! Να είχα πλούτη! στέναξε με καημό.

— Κάνε τα, είπε μια γυναικεία φωνή κοντά του.

— Γνώση! φώναξε το Βασιλόπουλο.

Έτρεξε στα χαμόδεντρα, παραμέρισε τα κλαδιά και είδε τη Γνώση, που γονατισμένη στο ρυάκι έπλενε ρούχα.

— Δεν περίμενες να με δεις εδώ; ρώτησε κείνη γελαστή.

— Όχι, το σπίτι σου είναι τόσο μακριά! Γιατί έρχεσαι δω να πλύνεις;

— Δεν είμαστε πια στο σπίτι μας, που ήταν πολύ κοντά στο ποτάμι, αποκρίθηκε η Γνώση. Φύγαμε σαν πέρασαν οι εχθροί τα σύνορα, ήλθαμε δω και κρυφθήκαμε στο δάσος με την αγελάδα μας, τις κότες μας, και ό,τι άλλο μπορέσαμε να σηκώσομε. Μα πες μου εσύ, τι έχεις που σε στενοχωρεί;

— Μου χρειάζονται φλουριά, τόσα, που να γεμίσουν μια στέρνα, και δεν έχω παρά αυτά, είπε το Βασιλόπουλο δείχνοντας τη ζώνη του. Τι να πρωτοκάνω με τόσο λίγα;

— Ν' αγοράσεις σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, ρύζι και ό,τι άλλο μπορείς να σπείρεις, αποκρίθηκε η Γνώση. Να βάλεις τους στρατιώτες σου να δουλεύουν τα χωράφια την ώρα που δεν πολεμούν. Να πάρεις εργάτες να σου στρώσουν καινούριους δρόμους και να χτίσουν αποθήκες, όπου θα φυλάξεις τα γεννήματα, για να τα ξαναμοιράσεις το χειμώνα, όταν το δάσος θα είναι χιονοσκέπαστο και αγριόχορτα δε θα φυτρώνουν. Και ωστόσο…

— Και ωστόσο, το δάσος με το κυνήγι του, ο κάμπος με τα χόρτα του και το ποτάμι με τα ψάρια του θα μας τρέφουν, διέκοψε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Αχ, Γνώση! Ποτέ δε θα σου ξεπληρώσω όλο το καλό που μου έκανες με τις συμβουλές που μου έδωσες, κάθε φορά που σε αντάμωσα.

Και τρεχάτος έφυγε και πήγε στο στρατόπεδο.


ΙΣΤ’. Η ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ XVI. THE ZONE OF THE CHANDELIER XVI. STREFA ŻYRANDOLA

Πολύ λίγη ώρα αναπαύτηκαν οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα. Very little rest for the soldiers that day.

Οι εχθροί είχαν φύγει, μα έμενε δουλειά πολλή να γίνει. The enemies were gone, but there was still much work to be done. Ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του ξανάδεσαν το γεφύρι, οι στρατιώτες έθαψαν τους σκοτωμένους εχθρούς και φίλους, και ο Κακομοιρίδης εγύρισε στο μεταλλείο και το σιδηρουργείο με τον αδελφό του, για να φτιάσουν όπλα καινούρια και αρκετά, ώστε να ξα- ναρχίσει ο πόλεμος και να διώξουν τους εχθρούς πέρα από τα σύνορα. The foremaster and his parishioners reattached the bridge, the soldiers buried their slain enemies and friends, and Kakomiridis went to the mine and the forge with his brother to make new weapons, enough to restart the war and drive the enemies across the border.

Το Βασιλόπουλο, αφού έστησε το στρατόπεδο του, κι έβαλε φρουρούς στο γύρο, έστειλε προσκόπους να δουν πού βρίσκουνταν οι εχθροί και πόσοι ήταν. Vassilopoulos, having set up his camp and placed guards around, sent scouts to see where the enemies were and how many they were. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι. Then he went up to the palace.

Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, και παραξενεύθηκε που δεν άκουσε τις συνηθισμένες φωνές της Ζήλιως και της Πικρόχολης. The windows were wide open, and he was surprised not to hear the usual voices of Zelios and Piccrocholi.

Πήγε ίσια στο μαγειριό, με την ελπίδα να δει την Ειρηνούλα πρώτη. He went straight to the kitchen, hoping to see Irene first.

Το μαγειριό ήταν σε τάξη. The kitchen was in order. Μερικά αγριόχορτα έβραζαν σ' ένα τέντζερε απάνω στη φωτιά, αλλά η αδελφή του έλειπε και το Βασιλόπουλο πήγε στην τραπεζαρία να τη ζητήσει. A few weeds were boiling in a tin jar over the fire, but his sister was away, and Vasilopoulos went to the dining-room to ask for her.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Ο Βασιλιάς με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν συλλογισμένος και νευρικός. The King, with his hands in his pockets, went and came, pensive and nervous.

Η Βασίλισσα κάθουνταν κοντά στο τραπέζι, και με ακούραστη υπομονή καταγίνουνταν να φτιάσει μια κορώνα με μολυβόχαρτο και τενεκεδάκια. The Queen was sitting near the table, and with untiring patience was busy making a crown with pencil paper and tins. Μα όλο ξανασπούσε η κορώνα και όλο ξανάρχιζε η Βασίλισσα. But the crown was always breaking again and the Queen was always starting again.

Στο παράθυρο καθισμένη, η Ειρηνούλα κοίταζε κατά το ποτάμι, και κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της, κατακόκκινα και πρησμένα από τα κλάματα. Sitting at the window, Irene looked out towards the river, and every now and then she wiped her eyes, red and swollen from crying.

Σηκώθηκε στενάζοντας να βγει έξω και μπροστά της είδε το Βασιλόπουλο με το κεφάλι δεμένο και με το χέρι κρεμασμένο. She got up and groaned to go out and in front of her she saw Vassilopoulos with his head tied and his arm hanging.

Έβγαλε μια φωνή και ρίχθηκε στο λαιμό του. He let out a voice and threw himself down his throat.

— Πού ήσουν; Τι έπαθες; φώναξε. - Where have you been? What happened to you? he cried.

Ο Βασιλιάς γύρισε με ορμή. The King turned with a rush.

— Τι; Εσύ είσαι επιτέλους; είπε μισοθυμωμένος, μισοχαρούμενος. - What? Is that you at last?" he said, half-angry, half-joyed. Καιρός ήταν να θυμηθείς να γυρίσεις στο πατρικό σου! It's about time you remembered to go home! Δε συλλογιέσαι και μας εδώ τι τραβούμε, μόνο στη χώρα μου γυρίζεις; Να, ωραία πράματα γίνηκαν όσο έλειπες! Don't you think about what we're doing here, just going back to my country? Well, good things happened while you were away. Οι αδελφές σου ξεπόρτισαν μαζί με τις παρακόρες. Your sisters have been weaned along with the paracorteuses.

— Ναι, πρόσθεσε η Βασίλισσα χωρίς να σηκωθεί, παραδομένη στην κορώνα της, και φύγανε, οι άκαρδες, χωρίς να με πάρουν και μένα μαζί. - "Yes," added the Queen, without rising, surrendering to her crown, "and away they went, the heartless ones, without taking me with them.

Το Βασιλόπουλο έστεκε σα ζαλισμένο. Vassilopoulos stood there in a daze.

— Και πού πήγαν; ρώτησε. - And where did they go? he asked.

— Όσα ξέρεις τόσα ξέρω! - What you know is what I know! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς με μεγάλες χειρονομίες. replied the King with grand gestures. Φύγανε χωρίς να μας πουν τίποτα, και πήραν μαζί τους όσο φαγί περίσσεψε από χθες, και σήμερα δεν έχομε τίποτα να φάμε! They left without telling us anything, and took with them all the food left over from yesterday, and today we have nothing to eat!

— Έχομε, πατέρα, είπε η Ειρηνούλα σκουπίζοντας τα μάτια της που ολοένα ξαναγέμιζαν δάκρυα. - "We have, father," said Irene, wiping her eyes, which were filling with tears again and again. Μάζεψα αυγά στο δάσος κι έβρασα ξυνήθρα. I gathered eggs in the woods and boiled wood chips. Να δεις. Θα σου κάνω ωραία σούπα…

— Βέβαια! Με χόρτα τώρα θα ζούμε! είπε ο Βασιλιάς. Και με τι χόρτα! Αγριόχορτα!

Και γυρνώντας στο γιο του ρώτησε απότομα: And turning to his son he asked sharply:

— Εσύ τουλάχιστον συλλογίστηκες να σκοτώσεις κανένα αγριόπουλο; - Did you at least contemplate killing a wild bird?

— Όχι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δεν πρόφθασα. - No, replied Vassilopoulos, I didn't have time.

— Αμέ βέβαια! - Of course! Με τους ξένους γυρνάς, και τι ξένους! You're hanging out with strangers, and what strangers! Ένα σωρό προστυχιάρηδες, και τους δικούς σου ούτε τους συλλογίζεσαι! A bunch of miserable bastards, and you don't even think about your own! είπε ο Βασιλιάς.

Μα έξαφνα αλλάζοντας τόνο ρώτησε: But suddenly changing his tone he asked:

— Αλήθεια, πες μου, τι έκανες χθες με όλους αυτούς τους λυσσασμένους; Και τι έπαθε το κεφάλι σου; Σε χτύπησαν αυτοί; Πώς τους ξεφορτώθηκες; - By the way, tell me, what were you doing with all those rabid people yesterday? And what happened to your head? Did they hit you? How did you get rid of them?

— Δεν τους ξεφορτώθηκα, είπε με συγκίνηση το Βασιλόπουλο, τους οδήγησα στη μάχη και πολέμησαν σα λεοντάρια, και νίκησαν, κι έσωσαν το βασίλειο σου, και πέθαναν, πατέρα, για να γλιτώσει ο γιος σου… - I did not get rid of them, said the King's son with emotion, I led them into battle, and they fought like lions, and they won, and saved your kingdom, and they died, father, so that your son might be spared...

Ο Βασιλιάς σταμάτησε, κάπως ντροπιασμένος για τα ασυλλόγιστα λόγια που είχε πει. The King stopped, somewhat ashamed of the unconscionable words he had spoken.

— Πώς; Έγινε μάχη; ρώτησε μαγκωμένος. - How? Was there a fight?" he asked, glumly. Μα γιατί δεν το 'λεγες πρωτύτερα; But why didn't you say so before?

— Και συ πληγώθηκες! - And you're hurt! αναφώνησε η Ειρηνούλα, γυρεύοντας να συγκρατήσει τ' αναφιλητά της. Irene exclaimed, trying to hold back her sobs.

Το Βασιλόπουλο διηγήθηκε τότε πώς έφτιασε ο πρωτομάστορης το γεφύρι, πώς τη νύχτα πέρασαν οι στρατιώτες του κι έπεσαν στο κοιμισμένο στρατόπεδο, κι έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, μαζί με το Βασιλιά τους. Vassilopoulos then told how the master builder built the bridge, how his soldiers passed the night and fell into the sleeping camp, and drove the enemies to flight with their King. Είπε με τι ανδρεία πολέμησαν ως το πρωί, με αγροτικά εργαλεία αντίς όπλα χωρίς φαγί, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, και όμως ως το θάνατο αφοσιωμένοι στο Βασιλόπουλο που τους οδηγούσε. He said with what bravery they fought until the morning, with farm tools instead of weapons, without food, tired, exhausted, exhausted, and yet devoted to death to the Vasilopoulos who led them.

Ο Βασιλιάς τον άκουε, πρώτα μ' έκπληξη και ύστερα με συγκίνηση, και στο τέλος με τέτοιον ενθουσιασμό, που δε βαστάχτηκε πια και άρπαξε το γιο του στην αγκαλιά του. The King listened to him, first with surprise, then with emotion, and at last with such enthusiasm that he could no longer bear it and took his son in his arms.

— Εσύ τους έκανες τέτοιους! - You made them like that! φώναξε. he shouted. Εσύ τους ξύπνησες, εσύ είσαι άξιος να τους κυβερνήσεις! You woke them up, you are worthy to rule them! Θα σε κάνω εσένα Βασιλιά! I'll make you king!

Εκείνη την ώρα έφθανε και ο Πολύκαρπος. At that time Polycarp was also arriving.

— Αφέντη, είπε, οι στρατιώτες πεινούν! - Master, he said, the soldiers are hungry! Πήγαμε στο μπακάλη της πλατείας να πάρομε ελιές και κουκιά, μα δε θέλει, λέει να δώσει τίποτα χωρίς πληρωμή. We went to the grocer in the square to buy olives and beans, but he doesn't want to give us anything without payment, he says. Και κανένας δεν έχει λεφτά, γιατί κανένας δε δούλεψε χθες. And nobody has any money, because nobody worked yesterday. Τι να κάνομε;

Το Βασιλόπουλο έλυσε από τη μέση του μια φαρδιά πέτσινη ζώνη κι έβγαλε ένα-δυο φλουριά. Vassilopoulos untied a wide leather belt from his waist and took out a couple of coins.

— Να πληρώσετε τα κουκιά και τις ελιές, είπε, και να φάνε οι στρατιώτες όσο θέλουν. - Pay for the beans and olives, he said, and let the soldiers eat as much as they want. Για σήμερα αυτά φθάνουν. That's enough for today. Αύριο βλέπομε τι θα γίνει. Tomorrow we'll see what happens.

Ο Βασιλιάς, καθώς είδε τα φλουριά, ενθουσιάστηκε. The King, when he saw the coins, was delighted.

— Πού τα βρήκες; ρώτησε χαρούμενος. - Where did you get them?" he asked happily. Στείλε γρήγορα τον Πολύκαρπο να μας αγοράσει κανένα παχύ-παχύ γαλόπουλο… Quickly send Polycarp to buy us a big fat turkey...

Κι έκανε ν' αρπάξει τη ζώνη. And he made to grab the belt.

Μα το Βασιλόπουλο έπιασε το απλωμένο χέρι του. But Vassilopoulos caught his outstretched hand.

— Τα φλουριά αυτά είναι ιερά, πατέρα, είναι βαμμένα μ' αίμα, είπε. - These coins are sacred, father, they are painted with blood, he said.

Και τού έδειξε έναν πλατύ κόκκινο λεκέ, που απλώνουνταν στη ζώνη. And she showed him a broad red stain, which was spreading on the belt.

— Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος. - Polydoros paid for it with his life, he added with emotion. Θα ξοδευτούν ως το τελευταίο για την Πατρίδα. They will be spent to the last for the Fatherland.

— Πώς θα τα ξοδιάσεις; ρώτησε ο Βασιλιάς δυσαρεστημένος. - How will you spend it?" asked the King, dissatisfied. Τι άλλο έχεις πια να κάνεις; Ο εχθρός έφυγε και πάει! What else do you have to do? The enemy is gone and gone!

— Ο εχθρός δεν έφυγε, κι ας μη φαίνεται, είπε το Βασιλόπουλο. - The enemy is not gone, though it may not be seen, said Vassilopoulos. Μα και αν είχε φύγει πέρα από τα σύνορα, ούτε αυτό δε θ' αρκούσε, γιατί δεν έχομε κάστρα, ούτε στρατό να τον εμποδίσουμε να ξανάρθει. But even if he had fled across the border, even that would not be enough, for we have no castles or army to prevent him from coming back.

— Και με αυτά τα φλουριά ελπίζεις να χτίσεις κάστρα και να οπλίσεις στρατό; ρώτησε ο Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στα γέλια. - And with these coins you hope to build castles and arm an army?The King asked, laughing out loud. Μα, παιδί μου, για να κάνεις αυτά που λες, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, και πάλι δε φθάνουν. But, my child, to do what you say, you need cisterns full of coin, and still they don't arrive.

— Θ' αρχίσω με αυτά, είπε το Βασιλόπουλο, και ώσπου να τελειώσουν, ίσως βρω και άλλα. - I'll start with these, said Vassilopoulos, and by the time they're done, maybe I'll find more.

— Πού; Μα πού; ρώτησε ο Βασιλιάς και άρχισε πάλι να θυμώνει. - Where? But where? asked the King, and he began to get angry again.

— Πού; είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. - Where? said Vassilopoulos thoughtfully. Ίσως δουλεύοντας τη γη που θα μας θρέψει. Perhaps by working the land that will feed us.

— Σε μερικά χρόνια δηλαδή; Και ωστόσο θα τρώμε σούπες από ξυνήθρα, που θα μας τις βράζει η Ειρηνούλα; - In a few years? And yet we'll still be eating soups made from wood chips, boiled by Irene?

Το Βασιλόπουλο σήκωσε το κεφάλι. Vassilopoulos raised his head.

— Ναι, πατέρα! είπε με δύναμη. Για μερικά χρόνια ο τόπος όλος θα τρώγει σούπες από ξυνήθρα, και θα του δώσομε ‘μείς το παράδειγμα, ώσπου να ξαναμάθει πάλι η γη να μας δίνει τα πλούτη της. For a few years the whole land will eat soup from wood chaff, and we will set an example, until the land learns again to give us its riches.

Και συλλογισμένος κατέβηκε το βουνό και τράβηξε κατά το στρατόπεδο. And he went down the mountain and drew toward the camp.

Πως του χρειάζουνταν φλουριά, το ήξερε. He knew he needed the coins. Μα πού να τα βρει;

Κοίταξε γύρω του, και μαύρη λύπη του γέμιζε την καρδιά βλέποντας τους ακαλλιέργητους κάμπους, τους δρόμους όλο αγκάθια και λάκκους, και τα ερειπωμένα χωριά, που μια φορά ήταν κατοικημένα και πλούσια. He looked around him, and a black sadness filled his heart at the sight of the uncultivated plains, the roads full of thorns and pits, and the ruined villages, once inhabited and rich.

Περνούσε από το δάσος.

Μπήκε μέσα και κάθισε στα χόρτα να ξεκουραστεί. He went inside and sat down on the grass to rest. Παρακάτω, ένα ρυάκι μουρμούριζε γλυκά, κυλώντας τα κρυσταλλένια νερά του ανάμεσα στα πυκνά χαμόδεντρα. Below, a brook murmured sweetly, rolling its crystal waters between the dense chamomile trees.

Το Βασιλόπουλο με το νου του λογάριαζε πόσες μέρες μπορούσε να θρέψει τους στρατιώτες του με τα φλουριά του Πολύδωρου. Vassilopoulos was calculating in his mind how many days he could feed his soldiers with the coinage of Polydoros. Και όταν θα τα είχαν φάγει όλα, πώς θα ζούσαν, εργάτες και στρατιώτες; And when they had eaten it all, how would they live, workers and soldiers?

— Αχ! Να είχα πλούτη! Να είχα πλούτη! στέναξε με καημό. he groaned in distress.

— Κάνε τα, είπε μια γυναικεία φωνή κοντά του. - Do them, said a female voice close to him.

— Γνώση! φώναξε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos shouted.

Έτρεξε στα χαμόδεντρα, παραμέρισε τα κλαδιά και είδε τη Γνώση, που γονατισμένη στο ρυάκι έπλενε ρούχα. He ran to the chamomile trees, pushed aside the branches and saw Knowledge, kneeling by the stream, washing clothes.

— Δεν περίμενες να με δεις εδώ; ρώτησε κείνη γελαστή. - Didn't you expect to see me here?" she asked, laughing.

— Όχι, το σπίτι σου είναι τόσο μακριά! - No, your house is so far away! Γιατί έρχεσαι δω να πλύνεις; Why do you come here to wash?

— Δεν είμαστε πια στο σπίτι μας, που ήταν πολύ κοντά στο ποτάμι, αποκρίθηκε η Γνώση. - We are no longer in our house, which was very close to the river, replied Knowledge. Φύγαμε σαν πέρασαν οι εχθροί τα σύνορα, ήλθαμε δω και κρυφθήκαμε στο δάσος με την αγελάδα μας, τις κότες μας, και ό,τι άλλο μπορέσαμε να σηκώσομε. We left as soon as the enemies crossed the border, came here and hid in the woods with our cow, our chickens, and whatever else we could lift. Μα πες μου εσύ, τι έχεις που σε στενοχωρεί; But tell me, what have you got that's bothering you?

— Μου χρειάζονται φλουριά, τόσα, που να γεμίσουν μια στέρνα, και δεν έχω παρά αυτά, είπε το Βασιλόπουλο δείχνοντας τη ζώνη του. - I need coins, enough to fill a cistern, and that's all I have, said Vassilopoulos, pointing to his belt. Τι να πρωτοκάνω με τόσο λίγα; What can I do with so little?

— Ν' αγοράσεις σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, ρύζι και ό,τι άλλο μπορείς να σπείρεις, αποκρίθηκε η Γνώση. - Buy wheat, barley, beans, rice and whatever else you can sow, replied Knowledge. Να βάλεις τους στρατιώτες σου να δουλεύουν τα χωράφια την ώρα που δεν πολεμούν. Have your soldiers work the fields when they are not fighting. Να πάρεις εργάτες να σου στρώσουν καινούριους δρόμους και να χτίσουν αποθήκες, όπου θα φυλάξεις τα γεννήματα, για να τα ξαναμοιράσεις το χειμώνα, όταν το δάσος θα είναι χιονοσκέπαστο και αγριόχορτα δε θα φυτρώνουν. Get workers to pave new roads for you and build warehouses where you can store your crops, so that you can redistribute them in the winter, when the forest will be covered with snow and weeds won't grow. Και ωστόσο…

— Και ωστόσο, το δάσος με το κυνήγι του, ο κάμπος με τα χόρτα του και το ποτάμι με τα ψάρια του θα μας τρέφουν, διέκοψε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. - And yet, the forest with its hunting, the plain with its grasses and the river with its fish will feed us," interrupted Vassilopoulos enthusiastically. Αχ, Γνώση! Ποτέ δε θα σου ξεπληρώσω όλο το καλό που μου έκανες με τις συμβουλές που μου έδωσες, κάθε φορά που σε αντάμωσα. I'll never repay you for all the good you've done me with the advice you've given me every time I've met you.

Και τρεχάτος έφυγε και πήγε στο στρατόπεδο. And he ran away and went to the camp.