×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ

Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ

Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ

Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ' άλλα δωμάτια, οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.

Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του.

Καθώς πλησίαζε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο άκουσε φωνές θυμωμένες, γυναικείες και αντρίκειες.

Σταμάτησε μια στιγμή. Ύστερα, με βαρύ αναστεναγμό έκανε να γυρίσει πίσω. Μα την ίδια ώρα ένα κορίτσι δεκαπέντε χρόνων πετάχθηκε από μέσα από τις πέτρες και ρίχθηκε στο λαιμό του.

- Αχ, αδελφέ μου, εγύρισες επιτέλους! του είπε με δάκρυα στα μάτια. Να 'ξερες πώς σε περίμενα τόσην ώρα! Το Βασιλόπουλο τη φίλησε και ρώτησε λυπημένα:

- Τι είναι πάλι οι φωνές;

- Τι θέλεις να είναι; Τα ίδια και τα ίδια! Η Πικρόχολη μαλώνει με τη Ζήλιω, κι ο πατέρας, γυρεύοντας να τις χωρίσει, τις αγριεύει όλο και περισσότερο.

- Και η μητέρα τι κάνει;

- Τι θες να κάνει; Στολίζεται σαν πάντα!

- Και συ, Ειρηνούλα;

- Εγώ… εγώ… - έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξέσπασε στα κλάματα: Εγώ βγήκα να σε βρω, γιατί μόνο εσύ ξέρεις να παρηγορήσεις.

Κάθησε στην πέτρα κοντά της και ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του συλλογισμένος, ακούοντας τις φωνές που εξακολουθούσαν στο παλάτι.

Η Ειρηνούλα έριξε το μπράτσο της γύρω το λαιμό του.

- Πες μου τίποτα, παρακάλεσε χαδιάρικα.

- Τι να σου πω; μουρμούρισε ο αδελφός της. Θα φύγω, Ειρηνούλα.

- Θα φύγεις; Πού θα πας;

- Εκεί που πάνε όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και αφήνουν το βασίλειο μας κι εκπατρίζονται.

- Και θα μ' αφήσεις; Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.

- Όχι, Ειρηνούλα. Θα σε πάρω μαζί μου.

- Ειρηνούλα! Ειρηνούλα! φώναξε μια αντρίκεια φωνή από μέσα από τον πύργο. Ειρηνούλα! Πού είσαι; Έλα λοιπόν να μας φέρεις το χαμόγελο! Βαρέθηκα τις μεγάλες σου αδελφές και τις φωνές τους!

Και ο Βασιλιάς, με την κορώνα γερμένη στη φαλάκρα του και με σχισμένο μανδύα, παρουσιάστηκε στην πόρτα.

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον πατέρα τους στο δωμάτιο, όπου ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια.

Εμπρός σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη κάθουνταν η Βασίλισσα Παλάβω. Δυο παρακόρες έπλεκαν λουλούδια και ξεθωριασμένες κορδέλες ανάμεσα στα ψαρά της μαλλιά, ενώ γυρνώντας τη ράχη η μια στην άλλη, στις δυο άκρες της κάμαρας, κάθουνταν οι Βασιλοπούλες με κρεμασμένα πρόσωπα και χείλια πεταμένα, θυμωμένες και κατσουφιασμένες.

- Να ομορφιά και φαμελική χαρά, είπε ο Βασιλιάς σταυρώνοντας τα χέρια του, και κοιτάζοντας μια τη Ζήλιω, μια την Πικρόχολη. Όλη μέρα έτσι τα πάμε, η μια να ξεφωνίζει άσπρο και η άλλη να στριγλίζει μαύρο!

- Τι είναι αυτά μπροστά σε κείνα που τραβώ εγώ, η δύστυχη! κλαύθηκε και είπε η Βασίλισσα Παλάβω. Εσύ δεν έχεις παρά τις κόρες σου. Τι να πω εγώ που έχω και σένα που με ξεκουφαίνεις, και το γιόκα σου που ξεπορτίζει ίσα-ίσα την ώρα που τον θέλω να πάγει να μαζέψει λουλουδάκια…

Μα έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε.

Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό:

- Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! Θα σας κόψω ολωνών το κεφάλι!

Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος.

Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα.

- Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε.

- Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω;

Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

- Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε.

Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε.

- Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. Την πούλησες; Και γιατί;

- Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω.

- Α!… Χμ!… καλά, είπε ο Βασιλιάς. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.

Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε:

- Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπάζι νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειος μου! Ύστερα πρόσταξε τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε.

Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος.

- Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. Τι περιμένεις;

- Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό.

- Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς.

- Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη.

Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν. Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε.

Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί.

Κάπως μουδιασμένος ρώτησε:

- Φαγί έχει;

Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια. Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του.

Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθησε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση:

- Πανουργάκο, έλα δω!

Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά.

- Αφέντη!… είπε με καινούρια υπόκλιση.

- Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς.

Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια.

Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του.

- Αχ, όχι! Αυτό όχι! φώναξε νευρικά. Πρότεινε κάτι άλλο.

- Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου…

- Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ' έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του. - Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό.

- Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω.

Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί.

- Πανουργάκο! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι!

Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει.

- Λοιπόν, μια λύση! φώναξε ο Βασιλιάς.

Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.

- Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή.

- Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι!

Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά.

Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε.

- Πού θα πάγω, μουρμούρισε. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε…

Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. Ύστερα πήρε την απόφαση του.

- Τι σήμερα, τι αύριο! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγόκαρδο…

Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές.

Τον έπιασε τρομάρα.

- Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.

- Κανένας, Εξοχώτατε, εγώ είμαι! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του.

Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος.

- Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.

- Εγώ… εγώ… ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή.

- Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος.

Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του.

Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα.

- Μπρε κλέφτη! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια.

- Εξοχώτατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα… - Ψέματα λες! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού!

- Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. Ρώτησε τον, Εξοχώτατε, αν δεν τα πλήρωσα! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο…

Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει.

Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω.

Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ Β'. PALACE AND PALATINE

Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ PALACE AND PALATIANS PALACIO Y PALACIOS

Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. From the great and brilliant palace of Prudent I, the tall tower itself was habitable. Desde el gran y glorioso palacio de Synetos I, solo la torre alta permaneció habitable. Όλα τ' άλλα δωμάτια, οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Todas las demás habitaciones, los grandes vestíbulos, los pasillos, los cuarteles habían sido demolidos. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Auch der hohe Turm war in schlechtem Zustand. The tall tower was also in bad luck. La torre alta también estaba en mal estado. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. No one ever took care to repair the fallen plaster. Nadie se ocupó nunca de reparar el yeso caído. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά. And the wind roamed and whistled freely in the empty arches, where most of the windows lacked glasses. Y el viento vagaba y silbaba libremente en los arcos vacíos, donde la mayoría de las ventanas carecían de vidrios.

Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. The thick walls, however, were still doing. Pero los gruesos muros seguían en pie. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του. Und dort, in bemessenen Räumen, wurden der König und seine Familie eingesperrt. And there, in measured rooms, the King and his family were confined. Y allí, en habitaciones mesuradas, estaban confinados el Rey y su familia.

Καθώς πλησίαζε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο άκουσε φωνές θυμωμένες, γυναικείες και αντρίκειες. As he approached the palace, Vasilopoulos heard angry voices, feminine and masculine. Mientras se acercaba al palacio, Vasilopoulos escuchó voces enojadas, femeninas y masculinas.

Σταμάτησε μια στιγμή. He paused for a moment. Él se detuvo por un momento. Ύστερα, με βαρύ αναστεναγμό έκανε να γυρίσει πίσω. Dann drehte er sich mit einem schweren Seufzer um. Then, with a heavy sigh, he turned back. Luego, con un profundo suspiro, se volvió. Μα την ίδια ώρα ένα κορίτσι δεκαπέντε χρόνων πετάχθηκε από μέσα από τις πέτρες και ρίχθηκε στο λαιμό του. Aber gleichzeitig wurde ein fünfzehnjähriges Mädchen von den Steinen geworfen und in seine Kehle geworfen. But at the same time a fifteen-year-old girl flew through the stones and dropped into his throat. Pero al mismo tiempo, una niña de quince años fue arrojada de las piedras y arrojada por su garganta.

- Αχ, αδελφέ μου, εγύρισες επιτέλους! - ¡Ah, hermano mío, por fin has vuelto! του είπε με δάκρυα στα μάτια. she told him with tears in her eyes. le dijo con lágrimas en los ojos. Να 'ξερες πώς σε περίμενα τόσην ώρα! You know how I've been waiting for you for so long! ¡Sepa cómo le he estado esperando durante tanto tiempo! Το Βασιλόπουλο τη φίλησε και ρώτησε λυπημένα: Vasilopoulos kissed her and asked sadly: Vasilopoulos la besó y le preguntó con tristeza:

- Τι είναι πάλι οι φωνές; - What are the voices again? - ¿Qué son las voces de nuevo?

- Τι θέλεις να είναι; Τα ίδια και τα ίδια! - What do you want it to be? Same old same old! - ¿Qué quieres que sea? ¡El mismo de siempre! Η Πικρόχολη μαλώνει με τη Ζήλιω, κι ο πατέρας, γυρεύοντας να τις χωρίσει, τις αγριεύει όλο και περισσότερο. Pichrocholi fights with Zilio, and the father, trying to divorce them, is becoming more and more ferocious. Pikrocholi se pelea con Zilio, y el padre, tratando de separarlos, los enfurece aún más.

- Και η μητέρα τι κάνει; - And what does the mother do? - ¿Y qué hace la madre?

- Τι θες να κάνει; Στολίζεται σαν πάντα! - Was soll er tun? Es ist wie immer geschmückt! - What do you want him to do? It is decorated as always! - ¿Que quieres que el haga? ¡Está decorado como siempre!

- Και συ, Ειρηνούλα; - ¿Y oh, Irene?

- Εγώ… εγώ… - έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξέσπασε στα κλάματα: Εγώ βγήκα να σε βρω, γιατί μόνο εσύ ξέρεις να παρηγορήσεις. - I… I… - she hid her face in her hands and burst into tears: I went out to find you, because only you know how to comfort. - Yo ... yo ... - se escondió el rostro entre las manos y rompió a llorar: salí a buscarte, porque solo tú sabes consolar.

Κάθησε στην πέτρα κοντά της και ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του συλλογισμένος, ακούοντας τις φωνές που εξακολουθούσαν στο παλάτι. He sat on the stone next to her and rested his chin on his hand pensively, listening to the voices still in the palace. Se sentó en la piedra junto a ella y apoyó la mandíbula en su mano, pensativo, escuchando las voces aún en el palacio.

Η Ειρηνούλα έριξε το μπράτσο της γύρω το λαιμό του. Irinoula threw her arm around his neck. Irinoula le rodeó el cuello con el brazo.

- Πες μου τίποτα, παρακάλεσε χαδιάρικα. - Sag mir nichts, bitte streicheln. "Tell me nothing," she pleaded cheerfully. - No me digas nada, por favor acarícialo. "Ne me dis rien," plaida-t-elle gaiement.

- Τι να σου πω; μουρμούρισε ο αδελφός της. - What can I tell you? her brother muttered. - Que te puedo decir; murmuró su hermano. Θα φύγω, Ειρηνούλα. I'll go, Irene. Me iré, Irinoula.

- Θα φύγεις; Πού θα πας; - You're leaving? Where are you going? - Te irás; Dónde vas a ir;

- Εκεί που πάνε όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και αφήνουν το βασίλειο μας κι εκπατρίζονται. - Wo diejenigen hingehen, die in Würde leben wollen, unser Königreich verlassen und ausgebürgert werden. - Where those who want to live with dignity go, and leave our kingdom and are expatriated. - Adonde van los que quieren vivir dignamente, y abandonan nuestro reino y son expatriados.

- Και θα μ' αφήσεις; - Und wirst du mich verlassen? - And will you leave me? - ¿Y me dejarás? Το Βασιλόπουλο τη φίλησε. Wassilopoulos küsste sie. Vasilopoulos kissed her. Vasilopoulos la besó.

- Όχι, Ειρηνούλα. - No, Irene. Θα σε πάρω μαζί μου. I'll take you with me. Te llevaré conmigo.

- Ειρηνούλα! - ¡La paz sea con vosotros! Ειρηνούλα! ¡La paz sea con vosotros! φώναξε μια αντρίκεια φωνή από μέσα από τον πύργο. cried a manly voice from within the tower. gritó una voz varonil desde el interior de la torre. Ειρηνούλα! ¡La paz sea con vosotros! Πού είσαι; Έλα λοιπόν να μας φέρεις το χαμόγελο! Where are you; So come and bring us a smile! Dónde estás; ¡Ven y tráenos una sonrisa! Βαρέθηκα τις μεγάλες σου αδελφές και τις φωνές τους! Ich habe deine großen Schwestern und ihre Stimmen satt! I hung up your big sisters and their voices! ¡Estoy cansado de tus hermanas mayores y sus voces!

Και ο Βασιλιάς, με την κορώνα γερμένη στη φαλάκρα του και με σχισμένο μανδύα, παρουσιάστηκε στην πόρτα. And the King, with the crown tilted in his baldness and with a torn mantle, appeared at the door. Y el Rey, con la corona inclinada en su calvicie y con un manto rasgado, apareció en la puerta.

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον πατέρα τους στο δωμάτιο, όπου ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια. The two brothers got up and followed their father to the room, where the whole family was gathered. Los dos hermanos se levantaron y siguieron a su padre hasta la habitación, donde estaba reunida toda la familia.

Εμπρός σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη κάθουνταν η Βασίλισσα Παλάβω. In front of a cracked mirror sat Queen Palavo. Frente a un espejo roto estaba sentada la reina Palavo. Δυο παρακόρες έπλεκαν λουλούδια και ξεθωριασμένες κορδέλες ανάμεσα στα ψαρά της μαλλιά, ενώ γυρνώντας τη ράχη η μια στην άλλη, στις δυο άκρες της κάμαρας, κάθουνταν οι Βασιλοπούλες με κρεμασμένα πρόσωπα και χείλια πεταμένα, θυμωμένες και κατσουφιασμένες. Two flowerbeds wove flowers and faded ribbons between her fisherman's hair, while turning their backs to each other, at both ends of the arch, sat the Vasilopoules with drooping faces and lips thrown, angry and frowning. Dos paracaídas tejían flores y cintas descoloridas entre su cabello de pescador, mientras se daban la espalda, en ambos extremos del arco, sentados los Papá Noel con la cara colgando y los labios caídos, enojados y frunciendo el ceño.

- Να ομορφιά και φαμελική χαρά, είπε ο Βασιλιάς σταυρώνοντας τα χέρια του, και κοιτάζοντας μια τη Ζήλιω, μια την Πικρόχολη. "To be beautiful and festive joy," the King said, crucifying his hands, staring at one of Zelio, one of Pichrocholi. "Por la belleza y la alegría familiar", dijo el Rey, cruzando los brazos y mirando uno a Celos y otro a Amargo. Όλη μέρα έτσι τα πάμε, η μια να ξεφωνίζει άσπρο και η άλλη να στριγλίζει μαύρο! All day, so we go, the one shouting white and the other twisting black! ¡Hacemos esto todo el día, uno gritando blanco y el otro retorciéndose negro!

- Τι είναι αυτά μπροστά σε κείνα που τραβώ εγώ, η δύστυχη! - What are these in front of the ones that I do, the unfortunate! - ¡Qué son estos frente a los que tiro, el infortunado! κλαύθηκε και είπε η Βασίλισσα Παλάβω. cried and said the Queen Palavo. gritó y dijo la Reina Palavo. Εσύ δεν έχεις παρά τις κόρες σου. You have none but your daughters. Solo tienes a tus hijas. Τι να πω εγώ που έχω και σένα που με ξεκουφαίνεις, και το γιόκα σου που ξεπορτίζει ίσα-ίσα την ώρα που τον θέλω να πάγει να μαζέψει λουλουδάκια… What can I say that I have you and you to relax me, and your yoga girl who runs as long as I want him to go and gather flowers? ¿Qué puedo decir que te tengo a ti y a ti que se burlan de mí, y a tu yogui que sale justo cuando quiero que vaya a recoger flores ...

Μα έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο. But suddenly, seeing the weeping of her nose, she stopped, smiled at her mirror, and was seriously forced to fasten a big tin in her belt. Pero de repente, al ver que los gritos enrojecían su nariz, se detuvo, sonrió en su espejo y se puso seriamente a sujetar una gran estrella de hojalata a su cinturón.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. The King stood up and rang the bell. El Rey se levantó y tocó el timbre. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. No one was presented. Pero nadie apareció. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε. He struck again, and again no one came. Llamó de nuevo y de nuevo nadie vino.

Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό: Then he got angry and went out into the doorway and began to thump his feet on the floor and shout in anger: Luego se enfadó y salió a la puerta y empezó a patear el suelo y a gritar con rabia:

- Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! - To the devil, such servants as mine! - ¡Al diablo con sirvientes como el mío! Θα σας κόψω ολωνών το κεφάλι! I will cut off everyone's head! ¡Cortaré la cabeza a todos!

Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος. Aterrado y corriendo, llegó el canciller.

Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα. A tin chain rang around his neck. Una cadena de estaño sonó alrededor de su cuello.

- Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε. - Master, forgive your slave… began. - Amo, perdona a tu esclavo… comenzó.

- Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. - Where are all the masquerades and servants? interrupted the King angrily. - ¿Dónde están todas las mascaradas y sirvientes? interrumpió el Rey enojado. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω; Why doesn't anyone respond like I'm ringing? ¿Por qué nadie responde como si estuviera llamando?

Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Suddenly, seeing the chain, he laughed. De repente, al ver la cadena, se rió.

- Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε. - What did you sit on your neck, in the place of your golden chain? asked. - ¿Qué te hizo sentarte en tu cuello, en lugar de tu cadena de oro? preguntó.

Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε. The chancellor blushed, whispered, confused, lost and stole. El Canciller se sonrojó, lloró, se confundió, los perdió y guardó silencio.

- Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. - Qué opinas; exclamó el Rey. Την πούλησες; Και γιατί; Did you sell it? And why; Lo vendiste? Y por qué;

- Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω. - For Your Afternoon to dine yesterday, the Chief Executive responded with a low voice, saluting down. - Para que su Maestro cenara ayer, el Canciller en Jefe respondió en voz baja, saludando hacia abajo.

- Α!… Χμ!… καλά, είπε ο Βασιλιάς. "¡Ah! ... ¡Hm! ... Bueno", dijo el Rey. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά. I forgive you this time. Te perdono esta vez.

Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε: He wracked with glory in his torn mantle and continued: Se envolvió majestuosamente en su capa rasgada y continuó:

- Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. - Get an order to call the initials. - Dar una orden de gritar al jefe de personal. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπάζι νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειος μου! My throat is a swallow, and I want to sweeten it with the top island wine that was still being lost by my King and my uncle! ¡Tengo la garganta seca y quiero endulzarla con el vino de la isla topacio que bebió incluso mi tío King! Ύστερα πρόσταξε τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. He then ordered the chief banker to set the table straight. Luego ordenó al banquero jefe que pusiera la mesa recta. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε. What does he have and wait for us? The time has passed. ¿Qué tenemos y a qué estamos esperando? Ha pasado el tiempo.

Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος. Cracked as the bottom stood the chief chancellor still. El canciller en jefe permaneció inmóvil, inclinado.

- Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. - Are you listening to me? the King said, lifting his royal head even higher. - ¿Entonces me escuchas? —dijo el Rey, levantando aún más su cabeza real. Τι περιμένεις; What are you waiting for; Que estas esperando;

- Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό. - Master ... your chief mate left and the cellar is empty. - Maestro σου su entrante se ha ido y el sótano está vacío.

- Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς. - Qué opinas; gritó el Rey.

- Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη. - Qué opinas; repitió Pikrocholi.

Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν. And forgetting mischief and stubbornness in the face of the fear of fasting, she jumped out of her chair, while the nuns let go of the Queen's hair and they, too, anxiously listened. Y olvidando la malicia y la terquedad ante el miedo al ayuno, saltó de su silla, mientras los mechones de cabello dejaban el cabello de la Reina y ella también suspiraba ansiosa por escuchar. Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε. The chancellor bowed a little deeper, but he did not respond. El canciller se inclinó un poco más, pero no respondió.

Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί. The King nervously scratched his bald head and the crown leaned melancholy on his left ear. El Rey se rascó nerviosamente la calva y la corona se inclinó melancólicamente en su oreja izquierda.

Κάπως μουδιασμένος ρώτησε: Somewhat numb he asked: Algo entumecido preguntó:

- Φαγί έχει; - Is he there? - ¿Tiene comida?

Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια. The chancellor, without getting up, opened both his hands and showed the King that it was empty. El canciller, sin levantarse, abrió las dos manos y le mostró al rey que estaba vacío. Ο Άρχοντας κατάλαβε. The Lord understood. El Señor entendió. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του. He left his imperative style, along with his gold-embroidered molten mantle hanging back, deplorable in its ragging. Dejó su estilo imperativo, junto con su manto fundido bordado en oro colgando hacia atrás, deplorable en su andrajoso.

Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθησε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση: He made a few rounds in the room, then sat on a lame and perforated golden armchair, and with a push, sending the crown from his left ear to his right, said firmly: Hizo algunas rondas en la habitación, luego se sentó en un sillón dorado cojo y perforado, y con un empujón, enviando la corona de su oreja izquierda a su derecha, dijo con determinación:

- Πανουργάκο, έλα δω! - Cunning, come and see! - ¡Astucia, ven a ver!

Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά. The chancellor straightened his back and walked towards the King. El canciller enderezó la espalda y caminó hacia el rey.

- Αφέντη!… είπε με καινούρια υπόκλιση. "Master!" He said with a new bow. "¡Maestro!", Dijo con una nueva reverencia.

- Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς. - What do you suggest; the King asked shortly. - Que sugieres; preguntó brevemente el Rey.

Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια. El primer canciller miró en silencio la corona del Señor, donde unas grandes piedras preciosas brillaban entre los malama.

Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του. El rey entendió el significado de la mirada y, aterrorizado, agarró su corona con ambas manos y la apoyó en su cabeza.

- Αχ, όχι! - ¡Ah, no! Αυτό όχι! That's not it! ¡Esto no es! φώναξε νευρικά. gritó nerviosamente. Πρότεινε κάτι άλλο. Suggest something else. Sugiera algo más.

- Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου… - Then, and since the adjutants who sent to the neighboring kingdoms for ten and ten days do not come back, let the Blessing of Vassilopoulos come to you, turn your cousin once again to the King ... - Entonces, y dado que los partidarios que envié a los reinos vecinos desde hace diez días no regresan, que su Maestro Vassilopoulos haga el esfuerzo de llevar a su primo al Rey una vez más ...

- Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. - No, said Vassilopoulos decisively, coming out of the corner where he had withdrawn with Irinoula. - No, dijo Vassilopoulos con decisión, saliendo de la esquina donde se había retirado con Irinoula. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ. I swore never to beg again. Juré no volver a suplicar nunca más.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ' έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του. The King jumped up and stood in front of his son, bullying him with his fist. El Rey se levantó de un salto y se paró frente a su hijo, intimidándolo con el puño. - Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό. - Who are you, old-school boy, you make oaths and you have an opinion? he said with anger. - ¿Y tú quién eres, muchacho, que jura y tiene opinión? dijo enojado.

- Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω. - I am the King of tomorrow, his son answered quietly, and I want my dignity. "Soy el Rey del mañana", respondió su hijo en voz baja, "y quiero mi dignidad".

Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. Astochastos rubbed his forehead with rage. Astochastos se frotó la frente con rabia. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί. No pudo encontrar una respuesta para darle a su hijo, pero el problema quedó sin resolver, dónde encontrar comida.

- Πανουργάκο! - Cunning! - ¡Astuto! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι! gritó al final desesperadamente, o encontrarás una solución o te cortaré la cabeza!

Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. El infeliz Panourgakos estaba muy molesto. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει. He began to tremble and look at the door, counting with his eyes how many steps he had to take to reach it. Empezó a temblar y a mirar la puerta, contando con los ojos cuántos pasos tenía que dar para llegar a ella.

- Λοιπόν, μια λύση! - ¡Bueno, una solución! φώναξε ο Βασιλιάς. gritó el Rey.

Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος. Todo el canciller estaba temblando.

- Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή. "Let me freeze," he suggested in a low voice. "Déjame congelar", sugirió en voz baja.

- Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! - Go on, but run! - ¡Así que vete, pero corre! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. respondió el Rey. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. I want straight food and wine. Quiero comida pura y vino. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι! If you do not go and come like lightning, I will cut off your head! Si no vas y vienes como un rayo, ¡te cortaré la cabeza!

Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά. Antes de que pudiera terminar su discurso, el Canciller ya estaba lejos.

Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Panourgakos had run out recently. Panourgakos se había agotado recientemente. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε. But as if he was outside, in the dark and in the cold, he stopped. Pero como si estuviera afuera, en la oscuridad y en el frío, se detuvo.

- Πού θα πάγω, μουρμούρισε. "¿Dónde me congelaré?", Murmuró. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε… And how; I want two days to reach the cousin King, and until then ... Y cómo; Quiero dos días para llegar a mi primo King, y hasta entonces ...

Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. He stayed for two minutes thinking. Permaneció pensativo durante dos minutos. Ύστερα πήρε την απόφαση του. Then he took his decision. Luego tomó su decisión.

- Τι σήμερα, τι αύριο! - What today, what tomorrow! - ¡Qué hoy, qué mañana! μουρμούρισε. murmuró. Θα φύγω που θα φύγω! I will go where I will go! ¡Iré a donde iré! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγόκαρδο… Just finish my job first with my boyfriend Lagogardo ... Solo para terminar mi trabajo primero con mi amigo Lagokardos ...

Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό. Y la montaña comenzó a descender.

Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές. Where he was hurrying, he heard walks. Donde iba a toda prisa, escuchó caminatas.

Τον έπιασε τρομάρα. It caught him scared. Estaba aterrorizado.

- Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα. - Quien es; preguntó asustado.

- Κανένας, Εξοχώτατε, εγώ είμαι! - No, you are so excited, I am! - ¡Nadie, excelencia, soy yo! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του. a more frightened voice responded by his own. respondió una voz aún más asustada que la suya.

Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος. El canciller se animó de inmediato.

- Και ποιος είσαι συ; ρώτησε. - And who are you? asked. - ¿Y quien eres tu? preguntó.

- Εγώ… εγώ… ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή. - Yo… yo Κα Kakomiridis, el herrero, respondió la voz temblorosa.

- Έλα μπροστά μου, αμέσως! - ¡Ven delante de mí, ahora mismo! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος. ordenó el canciller.

Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του. And a human shadow, with a big hump on his shoulder, was presented in front of him. Y una sombra humana, con una gran joroba en su hombro, apareció ante él.

Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα. The Chancellor caught the hunch. El canciller atrapó la joroba.

- Μπρε κλέφτη! - Bloody thief! - ¡Bre ladrón! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια. ¿Qué tienes en tu bolsa? preguntó salvajemente.

- Εξοχώτατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα… - Excelencia είμαι No soy un ladrón ... Son mis pollos y mi vino, que compré y pagué ... - Ψέματα λες! - ¡Usted está mintiendo! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. gritó el canciller salvajemente. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! ¡Trapos como tú no comen gallinas ni beben vino! Τα έκλεψες αυτά. You stole these. Los robaste. Πες μου από πού! ¡Dime de dónde!

- Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! - I didn't steal them, to make you happy, my Master, I paid for them! - ¡No los robé, para hacerte feliz, Maestro mío, les pagué! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Kakomiridis respondió con lágrimas en la voz. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. I paid them, my Master, with the money I raised by selling the embroidery my daughter made for the King's uncle, the Lord of the neighboring kingdom. Les pagué, mi Maestro, con el dinero que reuní vendiendo el bordado que mi hija hizo para el tío del Rey, el Señor del reino vecino. Ρώτησε τον, Εξοχώτατε, αν δεν τα πλήρωσα! Ask him, Your Excellency, if I did not pay them! ¡Pregúntele, excelencia, si no les pagué! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο… I even made a pastissa gift ... Incluso me regaló un pasticcio ...

Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. But he did not get it done. Pero no tuvo tiempo de terminar. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει. Such good luck did not allow Panourgakos to leave. Panourgakos no dejó que tanta suerte la abandonara.

Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω. He snatched the bag of the terrified Kakomiridis, and with a kick sent him to try how long it takes to get down, perched, over a high mountain, without stepping on his foot. Agarró la bolsa del aterrorizado Kakomiridis, y de una patada lo envió a probar cuánto tarda en descender, lúgubremente, desde la cima de una alta montaña, sin pisar su pie.