×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими cookie policy.


image

Conan Doyle, A. - Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ, 6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (2)

6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (2)

Καθόσον ο Σέρλοκ Χολμς περιέγραφε τη μοναδική αυτή αλληλουχία γεγονότων, είχαμε περάσει γοργά μέσα από τα προάστια της μεγάλης πόλης ώσπου και το τελευταίο από τα σκόρπια σπίτια είχε αφεθεί πίσω, και κινούμασταν μέσα σε κροταλίσματα ανάμεσα από βατουλιές σε κάθε πλευρά μας. Μόλις τελείωσε, ωστόσο, περάσαμε μέσα από δυο αραιά χωριά, όπου λίγα φώτα αχνόφεγγαν ακόμη στα παράθυρα.

«Βρισκόμαστε στα προάστια του Λη,» είπε ο σύντροφος μου. «Αγγίξαμε τρεις Αγγλικές επαρχίες στη σύντομη διαδρομή μας, ξεκινώντας από Μίντλεσεξ, περνώντας πάνω από μια άκρη του Σάρρεϋ, και τελειώνοντας στο Κέντ. Βλέπεις αυτό το φως ανάμεσα στα δέντρα. Αυτό είναι Οι Κέδροι, και πλάι στην λάμπα στέκεται μια γυναίκα της οποίας τα ανήσυχα αυτιά έχουν ήδη, ελάχιστα αμφιβάλω, πιάσει το κροτάλισμα από τα πόδια των αλόγων.»

«Μα γιατί δεν χειρίζεσαι την υπόθεση από την οδό Μπέϊκερ;» ρώτησα.

«Επειδή υπάρχουν αρκετές έρευνες οι οποίες οφείλουν να πραγματοποιηθούν εδώ. Η κυρία Σ. Κλερ είχε την καλοσύνη να θέσει δυο δωμάτια στη διάθεση μου, και να είσαι βέβαιος πως δε θα έχει τίποτα άλλο παρά ένα καλωσόρισμα για το φίλο και συνάδελφο μου. Μισώ το να την συναντήσω, Γουώτσον, όταν δεν έχω διόλου νέα για τον σύζυγο της. Ορίστε εδώ είμαστε! Όπα, ήρεμα, όπα!»

Είχαμε σταματήσει μπροστά από μια μεγάλη βίλα η οποία υψωνόταν σε ιδιόκτητη έκταση. Ένας σταβλίτης είχε τρέξει στο κεφάλι του αλόγου, και σαλτάροντας κάτω, ακολούθησα τον Σέρλοκ Χολμς στο μικρό, φιδοφυριστό χαλικόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Καθώς πλησιάσαμε, η πόρτα άνοιξε με δύναμη, και μια μικροκαμωμένη ξανθιά γυναίκα στάθηκε στο άνοιγμα, ντυμένη με κάποιου είδους (mousseline de soie), με ένα τελείωμα από χνουδωτό ροζ σιφόν στο λαιμό και τους καρπούς. Στεκόταν με την μορφή της να διαγράφεται ενάντια στο άπλετο φως, με το ένα χέρι στην πόρτα, και το άλλο μισοσηκωμένο στον ενθουσιασμό της, με το σώμα της ελαφρώς γυρτό, το κεφάλι και το πρόσωπο προτεταμένα, με ανυπόμονα μάτια και χωρισμένα χείλη, μια ιστάμενη ερώτηση.

«Λοιπόν;» φώναξε, «λοιπόν;» Και τότε, βλέποντας πως ήμασταν δυο, έβγαλε μια κραυγή ελπίδας η οποία βούλιαξε σε ένα βογκητό όταν είδε πως ο σύντροφος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν υπάρχουν καλά μαντάτα;»

«Τίποτα.»

«Ούτε άσχημα;»

«Όχι.»

«Δόξα σοι ο Θεός για αυτό. Μα ελάτε μέσα. Θα πρέπει να είστε κατάκοπος, γιατί είχατε μια πολύ φορτωμένη μέρα.»

«Αυτός είναι ο φίλος μου, ο Δρ. Γουώτσον. Υπήρξε πολύτιμος για μένα σε αρκετές από τις υποθέσεις μου, και μια ευτυχής συγκυρία κατέστησε δυνατό να τον φέρω εδώ και να τον συσχετίσω με την έρευνα.»

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω,» είπε εκείνη, σφίγγοντας μου θερμά το χέρι. «Θα, είμαι βέβαιη, συγχωρήσετε οτιδήποτε ενδεχομένως να λείπει από τις (arrangements) , όμως αντιλαμβάνεστε το πλήγμα το οποίο τόσο αιφνίδια μας βρήκε.»

«Αγαπητή μου κυρία,» είπα εγώ, «είμαι παλιός στρατιώτης, και ακόμη κι αν δεν ήμουν κατανοώ απόλυτα πως δεν χρειάζεται καμία συγνώμη. Αν μπορώ να φανώ χρήσιμος, είτε σε εσάς είτε στον φίλο μου εδώ, θα είμαι ειλικρινά ευτυχής.»

«Λοιπόν, κύριε Σέρλοκ Χολμς,» είπε η κυρία καθώς μπήκαμε σε μια καλοφωτισμένη τραπεζαρία, επί του τραπεζιού της οποίας ένα κρύο δείπνο είχε ετοιμαστεί, «θα ήθελα πάρα πολύ να σας κάνω μια δυο απλές ερωτήσεις, στις οποίες σας ικετεύω να μου δώσετε μια απλή απάντηση.»

«Φυσικά, κυρία μου.»

«Μη σας προβληματίζουν τα συναισθήματα μου. Δεν είμαι υστερική, ούτε και λιπόψυχη. Απλώς επιθυμώ να μάθω την αληθινά, πραγματική σας γνώμη.»

«Επί ποιου ζητήματος;»

«Στο βάθος της καρδιάς σας, πιστεύετε πως ο Νέβιλ είναι ζωντανός;»

Ο Σέρλοκ Χολμς φάνηκε να έρχεται σε αμηχανία από την ερώτηση. «Ειλικρινά, λοιπόν!» επανέλαβε, στεκάμενη πάνω στο χαλί και κοιτώντας τον έντονα καθώς εκείνος έγερνε στην ψάθινη πολυθρόνα.

«Ειλικρινά, τότε, κυρία μου, δεν το πιστεύω.»

«Σκέφτεστε πως είναι νεκρός;»

«Μάλιστα.»

«Δολοφονημένος;»

«Δεν λέω κάτι τέτοιο. Ίσως.»

«Και ποια μέρα βρήκε το θάνατο του;»

«Τη Δευτέρα.»

«Τότε, ίσως, κύριε Χολμς, θα είχατε την καλοσύνη να μου εξηγήσετε πως και έλαβα γράμμα του σήμερα.»

Ο Σέρλοκ Χολμς τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν να τον είχε διαπεράσει ηλεκτροσόκ.

«Πως!» Φώναξε δυνατά.

«Μάλιστα, σήμερα.» Στάθηκε χαμογελώντας, κρατώντας ένα μικρό κομμάτι χαρτιού στον αέρα.

«Επιτρέπεται να το δω;»

«Φυσικά.»

Της το άρπαξε στην ανυπομονησία του και ισιώνοντας τα επί του τραπεζιού έσυρε κοντά τη λάμπα και το εξέτασε διεξοδικώς. Είχα αφήσει την καρέκλα μου και κοίταζα πάνω από τον ώμο του. Ο φάκελος ήταν ιδιαίτερα τραχύς και έφερε την ταχυδρομική σφραγίδα του Γκρέιβσεντ και την ημερομηνία της ίδιας μέρας, ή μάλλον της προηγουμένης, γιατί ήμασταν για τα καλά μετά τα μεσάνυχτα.

«Πρόχειρη γραφή,» μουρμούρισε ο Χολμς. «Σίγουρα δεν πρόκειται για τη γραφή του συζύγου σας, κυρία μου.»

«Όχι, όμως το περιεχόμενο είναι.»

«Αντιλαμβάνομαι επίσης πως όποιος ταχυδρόμησε το φάκελο χρειάστηκε να πάει να ρωτήσει τη διεύθυνση.»

«Πως το καταλαβαίνετε;»

«Το όνομα, βλέπετε, είναι σε τέλεια μαύρο μελάνι, το οποίο έχει στεγνώσει μόνο του. Το υπόλοιπο έχει ένα γκριζωπό χρώμα, το οποίο δείχνει πως χρησιμοποιήθηκε στυπόχαρτο. Αν είχε γραφθεί απευθείας, και κατόπιν στυπωθεί, τότε δεν θα είχε αυτή την βαθιά μαύρη απόχρωση. Αυτός ο άνθρωπος έγραψε το όνομα, και υπήρξε ένα κενό πριν γράψει τη διεύθυνση, το οποίο μπορεί μόνο να σημαίνει πως δεν είχε γνώση της. Πρόκειται, φυσικά, περί λεπτομέρειας, εντούτοις δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τις λεπτομέρειες. Ας δούμε τώρα το γράμμα! Αχά! Υπήρχε κάποιο αντικείμενο εντός!»

«Μάλιστα, ένα δακτυλίδι. Ο σφραγιδόλιθος του.»

«Και είστε βέβαιη πως αυτή είναι η γραφή του συζύγου σας;»

«Μια από τις γραφές του.»

«Μια;»

«Η γραφή του όταν γράφει σε βιασύνη. Διαφέρει αφάνταστα από τη συνήθη γραφή του, κι όμως την γνωρίζω καλά.»

«'Αγαπούλα να μην φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Υπάρχει ένα τεράστιο λάθος το οποίος ίσως να χρειαστεί κάποιος χρόνος για να διορθωθεί. Κάνε υπομονή.— ΝΕΒΙΛ.' Γραμμένο με μολύβι πάνω στο αντεξώφυλλο ενός βιβλίου, μέγεθος ογδόου (octavo size), δίχως υδατογράφημα. Χμ! Ταχυδρομημένο σήμερα στο Γκρέιβσεντ από κάποιο με βρώμικο αντίχειρα. Αχά! Και το κάλυμμα έχει κολληθεί, αν δεν σφάλλω αφάνταστα, από άτομο το οποίο μασούσε καπνό. Και δεν έχετε την παραμικρή αμφιβολία πως πρόκειται για τη γραφή του συζύγου σας, κυρία μου;»

«Καμία. Ο Νέβιλ έγραψε αυτά τα λόγια.»

«Και αποστάληκαν σήμερα στο Γκρέιβσεντ. Λοιπόν, κυρία Σ. Κλέρ, τα σύννεφα ελαφραίνουν, αν και δεν επιχειρούσα να πω ότι ο κίνδυνος πέρασε.»

«Μα θα πρέπει να είναι ζωντανός, κύριε Χολμς.»

«Εκτός κι αν πρόκειται περί μιας έξυπνης πλαστογραφίας για να μας στρέψει σε λάθος μεριά. Το δαχτυλίδι, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν αποδεικνύει τίποτα. Πιθανόν να του το πήραν.»

«Όχι, όχι· πρόκειται για την ίδια του την γραφή!»

«Πολύ καλά. Θα μπορούσε, ωστόσο, να έχει γραφτεί τη Δευτέρα και μόνο να ταχυδρομήθηκε σήμερα.»

«Είναι πιθανό.»

«Αν έχει έτσι, πολλά ενδεχομένως να συνέβησαν στο ενδιάμεσο.»

«Ω, μη με αποθαρρύνετε, κύριε Χολμς. Γνωρίζω πως όλα είναι καλά για εκείνον. Υπάρχει ένας τόσο στενός δεσμός μεταξύ μας ώστε θα ήξερα αν κάτι κακό του είχε συμβεί. Την ίδια εκείνη μέρα που τον είδα τελευταία φορά κόπηκε στην κρεβατοκάμαρα, και ενώ βρισκόμουν στην τραπεζαρία έτρεξα αμέσως επάνω με την απόλυτη σιγουριά πως κάτι είχε συμβεί. Πιστεύετε πως θα αντιδρούσα σε μια τέτοια λεπτομέρεια κι ωστόσο θα αγνοούσα το θάνατο του;»

«Έχω δει πολλά για να γνωρίζω πως η εντύπωση μιας γυναίκας μπορεί να είναι περισσότερο πολύτιμη από την απόφαση ενός αναλυτικού μυαλού. Και με αυτό το γράμμα είναι βέβαιο πως έχετε μια ισχυρή ένδειξη να επιβεβαιώνει την άποψη σας. Όμως αν ο σύζυγος σας είναι ζωντανός και ικανός να γράφει γράμματα, γιατί θα παρέμενε μακριά σας;»

«Αδυνατώ να φανταστώ. Είναι αδιανόητο.»

«Και τη Δευτέρα προέβη σε κάποια σχόλια πριν σας αφήσει;»

«Όχι.»

«Και εκπλαγήκατε βλέποντας τον στην οδό Σουάνταμ;»

«Πάρα πολύ.»

«Ήταν το παράθυρο ανοικτό;»

«Μάλιστα.»

«Τότε ίσως να σας είχε φωνάξει;»

«Ίσως.»

«Έβγαλε μόνο, όπως αντιλαμβάνομαι, μια άναρθρη κραυγή;»

«Μάλιστα.»

«Ένα κάλεσμα για βοήθεια, είχατε την εντύπωση;»

«Μάλιστα. Κούνησε τα χέρια του.»

«Μα ίσως να επρόκειτο για κραυγή έκπληξης. Κατάπληξης στην απρόσμενη θέα σας ίσως να τον έκανε να τινάξει τα χέρια του;»

«Είναι πιθανό.»

«Και σκεφθήκατε πως τραβήχτηκε πίσω;»

«Εξαφανίστηκα τόσο αιφνίδια.»

«Πιθανόν να πήδηξε πίσω. Δεν είδατε κάποιον άλλο στο δωμάτιο;»

«Όχι, όμως εκείνος ο φρικτός άντρας ομολόγησε πως βρισκόταν εκεί, και ο Λασκάρ ήταν κάτω στις σκάλες.»

«Ακριβώς. Ο σύζυγος σας, από όσο μπορούσατε να δείτε, φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα;»

«Μα δίχως το κολάρο ή γραβάτα. Είδα ξεκάθαρα το γυμνό λαιμό του.»

«Μίλησε ποτέ για την οδό Σουάνταμ;»

«Ποτέ.»

«Έδειξε ποτέ κάποια σημάδια πως είχε πάρει όπιο;»

«Ποτέ.»

«Σας ευχαριστώ, κυρία Σ. Κλερ. Αυτά ήταν τα κύρια σημεία περί των οποίων επιθυμούσα να είμαι απολύτως σαφής. Θα πάρουμε τώρα το δείπνο μας και κατόπιν θα αποσυρθούμε, γιατί ενδέχεται να έχουμε μια ιδιαίτερα πολυάσχολη ημέρα αύριο.»

Ένα μεγάλο κι άνετο δωμάτιο δυο κρεβατιών είχε τεθεί στη διάθεση μας, και χώθηκα αμέσως στα σεντόνια, γιατί ήμουν κατάκοπος κατόπιν της περιπετειώδους μου νύχτας. Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν άνθρωπος, ωστόσο, ο οποίος, όποτε είχε κάποιο άλυτο πρόβλημα στο μυαλό του, θα περνούσε μέρες, και ακόμη για μια βδομάδα, δίχως ανάπαυση, στριφογυρίζοντας το, αναδιευθετώντας τα γεγονότα, εξετάζοντας τα από κάθε πιθανή οπτική γωνία μέχρι που είτε τα είχε βυθομετρήσει είτε ήταν πεπεισμένος πως τα στοιχεία του ήταν ανεπαρκή. Σύντομα μου ήταν προφανές πως στην προκειμένη περίπτωση ετοιμαζόταν για μια ολονύκτια συνεδρία. Έβγαλε το παλτό του και το γιλέκο του, έβαλε μια μεγάλη γαλάζια ρόμπα, και κατόπιν γύρισε γύρω από το δωμάτιο μαζεύοντας μαξιλάρια από το κρεβάτι του και μαξιλαράκια από τον καναπέ και τις πολυθρόνες. Με αυτά κατασκεύασε ένα Ανατολίτικο ντιβάνι, επί του οποίου κούρνιασε σταυροπόδι, με μια ουγκιά ψιλοκομμένου καπνού και ένα κουτί σπίρτων ακουμπισμένα εμπρός του. Στο αχνό φως της λάμπας τον έβλεπα να κάθεται εκεί, μια παλιά πίπα από ρείκι ανάμεσα στα χείλη του, τα μάτια καρφωμένα κενά στην γωνιά του ταβανιού, τον καπνό να ξετυλίγεται προς τα πάνω από μέσα του, σιωπηλό, ακίνητο, με το φως να λάμπει πάνω στα γερακίσια χαρακτηριστικά του. Έτσι καθόταν καθώς αποκοιμήθηκα, και έτσι καθόταν όταν ένα ξαφνικό ξέσπασμα με έκανε να ξυπνήσω, και να ανακαλύψω τον καλοκαιρινό ήλιο να λάμπει στο διαμέρισμα. Η πίπα βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στα χείλη του, ο καπνός ακόμη ξετυλιγόταν ανοδικά, και το δωμάτιο ήταν γεμάτο από μια πυκνή καταχνιά καπνού, μα καθόλου δεν απέμενε από το σωρό του καπνού που είχα δει την προηγούμενη νύχτα.

«Ξύπνιος, Γουώτσον;» ρώτησε.

«Ναι.»

«Είσαι μέσα για μια πρωινή βόλτα;»

«Βεβαίως.»

«Τότε ντύσου. Κανείς δεν κούνησε ακόμη, όμως ξέρω που κοιμάται ο σταβλίτης, και σύντομα θα έχουμε το κάρο έτοιμο.» Χασκογέλασε μόνος του καθώς μίλησε, τα μάτια του έλαμψαν, και φάνηκε νέος άνθρωπος από τον σοβαρό στοχαστή της περασμένης νύχτας.

Καθώς ντύθηκα έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Δεν ήταν να απορείς που κανείς δεν είχε ξυπνήσει. Ήταν είκοσι λεπτά μετά τις τέσσερις. Μόλις που είχα τελειώσει όταν ο Χολμς επέστρεψε με τα νέα πως το αγόρι έζευε το άλογο.

«Θέλω να δοκιμάσω μια θεωριούλα μου,» είπε εκείνος, βάζοντας τις μπότες του. «Θεωρώ, Γουώτσον, πως στέκεσαι υπό την παρουσία ενός από τους εντελώς ανόητους στην Ευρώπη. Μου αξίζουν κλωτσιές από εδώ μέχρι το Τσάρινγκ Κρος. Όμως νομίζω πως κρατώ το κλειδί της ιστορίας πλέον.»

«Και που βρίσκεται;» Ρώτησα, χαμογελώντας.

«Στο μπάνιο,» απάντησε. «Ω, ναι, δεν αστειεύομαι,» συνέχισε, βλέποντας το βλέμμα της δυσπιστίας μου. «Μόλις ήμουν εκεί, και το πήρα, και το έχω σε ετούτο το σακβουαγιάζ. Έλα, αγόρι μου, και θα ανακαλύψουμε αν θα ταιριάξει στην κλειδαριά.»

Κατεβήκαμε τις σκάλες όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, και βρεθήκαμε έξω στη λαμπρή πρωινή λιακάδα. Στο δρόμο στεκόταν το άλογο και το κάρο μας, με το μισοντυμμένο σταβλίτη να περιμένει στο πλάι. Πηδήξαμε και οι δυο πάνω, και εφορμήσαμε κατηφορίζοντας στο δρόμο για το Λονδίνο. Μερικά επαρχιακά κάρα αργοσάλευαν, κουβαλώντας τα λαχανικά στην μητρόπολη, όμως οι αράδες των εξοχικών προς κάθε πλευρά ήταν τόσο σιωπηλές και σε πλήρη ακινησία σαν κάποια πόλη σε ένα όνειρο.

«Σε ορισμένα σημεία υπήρξε μια εξαιρετική υπόθεση,» είπε ο Χολμς, χτυπώντας ελαφρά το άλογο σε έναν καλπασμό. «Ομολογώ πως ήμουν πιο τυφλός από τυφλοπόντικα, μα είναι καλύτερα να γίνεσαι σοφότερος έστω κι αργά από το να μην μάθεις ποτέ σου.»

Στην πόλη οι πρωινοί άρχιζαν μόλις να κοιτάν νυσταγμένα από τα παράθυρα τους καθώς περνούσαμε μέσα από τους δρόμους της μεριάς του Σάρρεϋ. Κατηφορίζοντας το δρόμο της γέφυρας του Γουώτερλου περάσαμε πάνω από το ποτάμι και ξεχυθήκαμε στην οδό Γουέλιγκτον κόβοντας απότομα στα αριστερά για να βρεθούμε στην οδό Μπόου. Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν αρκετά γνωστός στο σώμα, και οι δυο αστυφύλακες στην πόρτα τον χαιρέτησαν. Ο ένας τους κράτησε το άλογο ενώ ο άλλος μας οδήγησε εντός.

«Ποιος έχει βάρδια;» ρώτησε ο Χολμς.

«Ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, κύριε.»

«Α, Μπράντστρητ, πως είσαι;» Ένας ψηλός, γεροδεμένος αξιωματικός κατηφόρισε τον πλακόστρωτο διάδρομο με ένα κασκέτο και ένα σακάκι με σιρίτια. «Θα ήθελα να έχω μια κουβεντούλα μαζί σου, Μπράντστρητ.»

«Βεβαίως, Κύριε Χολμς. Ελάτε εδώ στο γραφείο μου.»

Επρόκειτο περί ενός μικρού δωματίου σα γραφείο, με ένα πελώριο βιβλίο πάνω στο τραπέζι, κι ένα τηλέφωνο να ξεπροβάλει από τον τοίχο. Ο επιθεωρητής κάθισε στο γραφείο του.

«Τι μπορώ να κάνω για σας, Κύριε Χολμς;»

«Πέρασα για εκείνον τον διακονιάρη, τον Μπούν — που κατηγορήθηκε ως εμπλεκόμενος στην εξαφάνιση του Κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ, εκ του Λη.»

«Μάλιστα. Προσήχθη εδώ και προφυλακίστηκε για περαιτέρω ανάκριση.»

«Έτσι έμαθα. Τον έχεις εδώ;»

«Στα κελιά.»

«Είναι ήρεμος;»

«Ω, δεν προκαλεί φασαρίες. Μα είναι βρωμερό κάθαρμα.»

«Βρωμερό;»

«Μάλιστα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον βάλουμε να πλένει τα χέρια του, και το πρόσωπο του είναι τόσο μαύρο σαν καρβουνιάρη. Βασικά όταν θα έχει ρυθμιστεί η υπόθεση του, θα κάνει ένα κανονικό μπάνιο στη φυλακή· και πιστεύω, αν τον είδατε πως θα συμφωνήσετε ότι το ‘χει ανάγκη.'

«Θα ήθελα πάρα πολύ να τον δω.»

«Θα θέλατε; Εύκολα γίνεται. Ελάτε. Μπορείτε να αφήσετε το σάκο σας.»

«Όχι, νομίζω πως θα τον κουβαλήσω.»

«Πολύ καλά. Ελάτε από εδώ, αν έχετε την καλοσύνη.» Μας οδήγησε μέσα από κάποιο διάδρομο, άνοιξε μια αμπαρωμένη πόρτα. Κατεβήκαμε μια στρογγυλή σκάλα, και μας έφερε σε έναν ασπρισμένο διάδρομο με μια σειρά από πόρτες σε κάθε πλευρά.

«Το τρίτο στα δεξιά είναι το δικό του,» είπε ο επιθεωρητής. «Ορίστε!» Γρήγορα τράβηξε ένα χώρισμα στο άνω μέρος της πόρτας και έριξε μια ματιά μέσα.»

«Κοιμάται,» είπε. «Τον βλέπετε αρκετά καλά.»

Πλησιάσαμε και οι δυο τα μάτια μας στη θυρίδα. Ο κρατούμενος κειτόταν με το πρόσωπο προς το μέρος μας, σε ένα πολύ βαθύ ύπνο, αναπνέοντας αργά και βαριά. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, ντυμένος χοντρά (as became his calling), με ένα χρωματιστό πουκάμισο που προεξείχε μέσα από το κουρελιασμένο του πανωφόρι. Ήταν, όπως ο επιθεωρητής είχε αναφέρει, εξαιρετικά βρώμικος, όμως η μούργα που κάλυπτε το πρόσωπο του δεν έκρυβε την απωθητική ασχήμια του. Ένα φαρδύ εκβλάστημα από μια παλιά ουλή το διέτρεχε από το μάτι ως το σαγόνι, και από την σύσπαση της είχε ανασηκώσει την μια πλευρά του άνω χείλους, έτσι που τρία δόντια εκτίθονταν σε μια μόνιμη αγριωπή έκφραση. Μια τούφα από υπερβολικά ανοιχτόχρωμα κόκκινα μαλλιά έπεφταν καλύπτοντας τα μάτια του και το μέτωπο του.

«Κούκλος, έτσι;» είπε ο επιθεωρητής.

«Το βέβαιο είναι πως του χρειάζεται πλύσιμο,» σχολίασε ο Χολμς. «Είχα την ιδέα πως θα το χρειαζόταν, έτσι πήρα την πρωτοβουλία να φέρω τα σύνεργα μαζί μου.» Άνοιξε τον ταξιδιωτικό σάκο, και έβγαλε έξω, προς έκπληξη μου, ένα πολύ μεγάλο σφουγγάρι μπάνιου.

«Χε! Χε! Πλάκα έχεις,» είπε γελώντας ο επιθεωρητής.

«Τώρα, αν έχεις την αξεπέραστη καλοσύνη να ανοίξεις την πόρτα πολύ αθόρυβα, σύντομα θα τον έχουμε κομμένο και ραμμένο σε μια περισσότερο αξιοπρεπή φόρμα.»

«Λοιπόν, δεν βλέπω γιατί όχι,» είπε ο επιθεωρητής. «Δεν δείχνει να αποτελεί και κόσμημα για τα κρατητήρια της οδού Μπόουυ, έτσι;» Γλίστρησε το κλειδί στην κλειδαριά, και όλοι μας υπερβολικά αθόρυβα εισήλθαμε στο κελί. Ο κοιμισμένος μισογύρισε, και έπειτα ηρέμησε και πάλι σε έναν βαθύ ύπνο. Ο Χολμς έσκυψε πάνω από την καράφα του νερού, ύγρανε το σφουγγάρι, και κατόπιν το έτριξε με περισσή ζωντάνια στο πρόσωπο του κρατουμένου.

«Να σας συστήσω,» φώναξε, «στον Κύριο Νέβιλ Σ. Κλερ, εκ του Λη, της κομητείας του Κεντ.»

Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα. Το πρόσωπο του άντρα ξεφλούδισε κάτω από το σφουγγάρι όπως η φλούδα από ένα δέντρο. Χάθηκε η λιγδιασμένη καφετιά απόχρωση! Χάθηκε, επίσης, εκείνη η φρικτή ουλή που το διέσχισε, και το ανεστραμμένο χείλος το οποίο έδινε αυτή την απεχθή γκριμάτσα στο πρόσωπο! Ένα απότομο τράβηγμα έβγαλε τα ανακατεμένα κόκκινα μαλλιά, και εκεί, καθισμένος στο κρεβάτι του, βρισκόταν ένας χλωμός, θλιμμένος, με καλλιεργημένη εμφάνιση άνθρωπος, με μαύρα μαλλιά και απαλό δέρμα, τρίβοντας τα μάτια του και κοιτώντας γύρω του με ένα αγουροξυπνημένο ξάφνιασμα. Τότε άξαφνα συνειδητοποιώντας το ξεσκέπασμα, ξέσπασε σε μια κραυγή και ρίχθηκε κάτω με το πρόσωπο του στο μαξιλάρι.

«Μα τους ουρανούς!» αναφώνησε ο επιθεωρητής, «πρόκειται, όντως, για τον αγνοούμενο. Τον αναγνωρίζω από τη φωτογραφία.»

Ο κρατούμενος στράφηκε με τον αψήφιστο αέρα ανθρώπου που εγκαταλείπεται στη μοίρα του. «Ας είναι,» είπε. «Και παρακαλώ γιατί κατηγορούμαι;»

«Για το ξεπάστρεμα του Κυρίου Νέβιλ Σ. –Ω, όπως έχει, δεν μπορείς να κατηγορηθείς για αυτό εκτός κι αν το μετατρέψουν σε μια υπόθεσης απόπειρας αυτοκτονίας,» είπε ο επιθεωρητής με ένα χαμόγελο. «Λοιπόν, έχω είκοσι-επτά χρόνια στο σώμα, αλλά αυτό ξεπερνά κάθε προηγούμενο.»

«Αφού είμαι ο Κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ, τότε είναι προφανές πως κανένα έγκλημα δεν διεπράχθη, και πως, συνεπώς, κρατούμαι παρανόμως.»

«Κανένα έγκλημα, ωστόσο ένα εξαιρετικά μεγάλο σφάλμα διεπράχθη,» είπε ο Χολμς. «Θα είχες κάνει καλύτερα αν είχες εμπιστευθεί τη σύζυγο σου.»

«Δεν ήταν η σύζυγος μου· ήταν τα παιδιά μου,» μούγκρισε ο κρατούμενος. «Ο θεός να με βοηθήσει, δεν θα ‘θελα να ντροπιαστούν για τον πατέρα τους. Θεέ μου! Τι διαπόμπευση! Τι να κάνω;»

Ο Σέρλοκ Χολμς κάθισε κάτω στο κρεβάτι και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Αν επιτρέψεις στο δικαστήριο να ξεκαθαρίσει το ζήτημα,» είπε, «φυσικά ελάχιστα θα διαφύγεις την δημοσιότητα. Από την άλλη, αν πείσεις τις αστυνομικές αρχές πως δεν υπάρχει κάποια υπόθεση ενάντια σου, δεν βλέπω πως θα υπάρξει λόγος όλες αυτές οι λεπτομέρειες να καταλήξουν στις εφημερίδες. Ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, είμαι βέβαιος, πως θα κατέγραφε οτιδήποτε ενδεχομένως να μας λέγατε και να το κατέθετε στις κατάλληλες αρχές. Η υπόθεση συνεπώς δεν θα κατέληγε καν στο δικαστήριο.»

«Ο Θεός να σας ευλογεί!» αναφώνησε ο κρατούμενος συγκινημένα. «Θα υπέμενα την φυλάκιση, ναι, ακόμη και την εκτέλεση, από το να επιτρέψω το άθλιο μυστικό μου να κηλιδώσει τα παιδιά μου.

«Είστε ο πρώτος που άκουσε ποτέ την ιστορία μου. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής σε σχολείο του Τσέστερφιλντ, όπου έλαβα μια εξαίρετη μόρφωση. Ταξίδεψα στα νιάτα μου, ανέβηκα στο σανίδι, και τελικά έγινα δημοσιογράφος σε μια απογευματινή εφημερίδα του Λονδίνου. Μια μέρα ο εκδότης μου θέλησε μια σειρά άρθρων επί της επαιτείας στη μητρόπολη, και προσφέρθηκα εθελοντικά να τα παράσχω. Αυτό αποτέλεσε το σημείο από το οποίο όλες οι περιπέτειες μου άρχισαν. Μονάχα δοκιμάζοντας την επαιτεία σαν αρχάριος θα μπορούσα να βρω τα στοιχεία στα οποία να βασίσω τα άρθρα μου. Όταν ήμουν ηθοποιός είχα, φυσικά, μάθει όλα τα μυστικά του μακιγιάζ, και ήμουν ξακουστός στην κουΐντα του θεάτρου για τις ικανότητες μου. Αξιοποίησα έτσι τα επιτεύγματα μου, έβαψα το πρόσωπο μου, και για να κάνω τον εαυτό μου όσο πιο αξιοθρήνητο γινόταν έφτιαξα μια καλή ουλή και σταθεροποίησα την μια μεριά του χείλους μου σε μια παραμόρφωση με την βοήθεια ενός μικρού επιθέματος γύψου στο χρώμα της σάρκας. Κατόπιν με μια κόκκινη περούκα, και την κατάλληλη ένδυση, πήρα θέση στο εμπορικό κομμάτι της πόλης, φαινομενικά ως πωλητής σπίρτων αλλά στην πραγματικότητα ως επαίτης. Για εφτά ώρες άσκησα την ασχολία μου, και όταν επέστρεψα σπίτι το βράδυ ανακάλυψα προς έκπληξη μου πως είχα λάβει λίγο πολύ 26 σελίνια και 4 κέρματα.

«Έγραψα τα άρθρα μου και ελάχιστα συλλογίστηκα το ζήτημα έως ότου, κάποια στιγμή αργότερα, κάλυψα ένα γραμμάτιο για ένα φίλο κι δέχθηκα ένα ένταλμα 25 λιρών. Ήμουν σε αδιέξοδο σχετικά με το που να βρω τα χρήματα, όμως μια άξαφνη ιδέα μου ήρθε. Αιτήθηκα για δεκαπενθήμερη χάρη από τον πιστωτή, ζήτησα άδεια από τους εργοδότες μου, και πέρασα το χρόνο επαιτώντας στην πόλη υπό την μεταμφίεση μου. Σε δέκα ημέρες είχαν τα χρήματα και είχα πληρώσει το χρέος.

«Λοιπόν, φαντάζεστε πόσο δύσκολο ήταν προσαρμοστώ στην κοπιώδη εργασία για 2 λίρες την εβδομάδα όταν γνώριζα πως μπορούσα να κερδίσω τόσα σε μια ημέρα πασαλείφοντας το πρόσωπο μου με λίγη μπογιά, ακουμπώντας το κασκέτο μου στο έδαφος, και παραμένοντας ακίνητος. Υπήρξε μια μεγάλη μάχη μεταξύ της περηφάνιας μου και των χρημάτων, μα τα δολάρια κέρδισαν τελικά, και παράτησα τη δημοσιογραφία και καθόμουν μέρα τη μέρα στην γωνιά που είχα αρχικά επιλέξει, εκπνέοντας οίκτο με το αξιολύπητο πρόσωπο μου και γεμίζοντας την τσέπες μου με κέρματα. Μόνο ένας άνθρωπος γνώριζε το μυστικό μου. Ήταν ο κάτοχος ενός ταπεινού καταγωγίου στο οποίο ενοικίαζα στην οδό Σουάνταμ, όταν κάθε πρωινό θα ξεπρόβαλα σαν ελεεινός ζητιάνος και τα βράδια θα μεταμορφωνόμουν σε ένα καλοντυμένο άντρα που είχε βγει στην πόλη. Εκείνος ο τύπος, ο Λασκαρ, πληρωνόταν καλά από εμένα για το διαμέρισμα του, έτσι ώστε γνώριζα πως το μυστικό μου ήταν ασφαλές στην κατοχή του.

«Λοιπόν, πολύ σύντομα ανακάλυψα πως είχα αποταμιεύσει εξαιρετικά χρηματικά ποσά. Δεν εννοώ πως κάθε επαίτης των δρόμων του Λονδίνου θα μπορούσε να κερδίσει 700 λίρες το χρόνο—τα οποία είναι λιγότερα από τις μέσες απολαβές μου—όμως είχα εξαιρετικά πλεονεκτήματα από την ικανότητα μου στο μακιγιάζ, και επίσης μια ευχέρεια σε αποστομωτικές απαντήσεις, η οποία βελτίωσε την πρακτική μου και με κατέστησε ως μια αναγνωρίσιμη μορφή στην Πόλη. Όλη μέρα μια ροή από πέννες, με αλλαγές από ασήμι, κυλούσαν πάνω μου, και ήταν κακή η μέρα που απέτυχα να βγάλω 2 λίρες.

«Καθώς πλούτισα έγινα περισσότερο φιλόδοξος, πήρα ένα σπίτι στην εξοχή, και τελικά παντρεύτηκα, δίχως κανείς να έχει την παραμικρή υποψία ως προς την πραγματική μου απασχόληση. Η αγαπημένη μου γυναίκα ήξερε πως είχα δουλειές στην Πόλη. Ελάχιστα γνώριζε τι δουλειά.

«Την περασμένη Δευτέρα, είχα τελειώσει για την μέρα και ντυνόμουν στο δωμάτιο μου πάνω από τον τεκέ όταν κοίταξα έξω από το παράθυρο μου και είδα, προς μεγάλο μου τρόμο και έκπληξη, πως η σύζυγος μου στεκόταν στο δρόμο, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Άφησα μια κραυγή έκπληξης, τίναξα πάνω τα χέρια μου για να κρύψω το πρόσωπο μου, και, τρέχοντας στον έμπιστο μου, τον Λασκάρ, τον θερμοπαρακάλεσα να αποτρέψει τον οποιονδήποτε ήθελε να ανέβει πάνω σε μένα. Άκουσα τις φωνές από κάτω, όμως ήξερα πως δεν μπορούσε να ανέβει. Βιαστικά πέταξα τα ρούχα μου, έβαλα εκείνα του επαίτη, και έβαλα τις μπογιές και την περούκα μου. Ακόμη και τα μάτια της συζύγου μου δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν μια τόσο τέλεια μεταμφίεση. Όμως τότε μου ήρθε στο μυαλό πως ίσως να γινόταν έρευνα στο δωμάτιο και πως τα ρούχα πιθανόν να με πρόδιδαν. Άνοιξα το παράθυρο, ξανανοίγοντας στην βιάση μου ένα μικρό κόψιμο που είχα επιφέρει πάνω μου στο μπάνιο το ίδιο πρωί. Κατόπιν άρπαξα το παλτό μου, το οποίο βάραινε από τα χάλκινα τα οποία είχα μεταφέρει από το δερμάτινο σάκο στον οποίο κουβαλούσα τις απολαβές μου. Το εκσφενδόνισα έξω από το παράθυρο, και εκείνο χάθηκε μέσα στον Τάμεση. Τα υπόλοιπα ρούχα θα είχαν ακολουθήσει, όμως τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μια φασαρία από τους αστυνόμους στη σκάλα, και μερικά λεπτά αργότερα ανακάλυψα, μάλλον, το ομολογώ, προς ανακούφιση μου, πως αντί να αναγνωρισθώ ως Κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ, συνελήφθην ως ο δολοφόνος του.

«Δεν νομίζω να υπάρχει κάτι άλλο το οποίο να σας εξηγήσω. Ήμουν αποφασισμένος να διατηρήσω τη μεταμφίεση μου για όσο το δυνατόν περισσότερο, και εξού η επιλογή μου για ένα ρυπαρό πρόσωπο. Γνωρίζοντας πως η σύζυγος μου θα ήταν τρομερά αναστατωμένη, έβγαλα το δαχτυλίδι μου και το εμπιστεύθηκα στον Λασκάρ σε μια στιγμή που κανένας αστυνόμος δεν με παρακολουθούσε, μαζί με ένα βιαστικό σημείωμα, λέγοντας της πως δεν είχε λόγο να φοβάται.»

«Το σημείωμα έφτασε μόλις χθες στα χέρια της,» είπε ο Χολμς.

«Θεούλη μου! Τι βδομάδα θα πρέπει να πέρασε!»

«Η αστυνομία παρακολουθούσε αυτόν τον Λασκάρ,» είπε ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, «και κατανοώ απολύτως πως ενδεχομένως να συνάντησε δυσκολία στο να ταχυδρομήσει το γράμμα απαρατήρητος. Πιθανόν να το παρέδωσε σε κάποιο πελάτη του ναυτικό, ο οποίος να το ξέχασε για μερικές ημέρες.»

«Αυτό ήταν,» είπε ο Χολμς, νεύοντας επιδοκιμαστικά· «Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία επ' αυτού. Ωστόσο ποτέ δεν εκδιώχθηκες για επαιτεία;»

«Αρκετές φορές· όμως τι να μου έκανε το πρόστιμο;»

«Θα πρέπει να σταματήσει εδώ, ωστόσο,» είπε ο Μπράντστρητ. «Αν η αστυνομία αποσιωπήσει το ζήτημα, δεν θα πρέπει να υπάρξει και πάλι ο Χιου Μπούν.»

«Ορκίστηκα με τους ιερότερους όρκους που ένας άνθρωπος μπορεί να πάρει.»

«Στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω πως είναι πρέπων να μη ληφθούν περαιτέρω βήματα. Όμως αν βρεθείς και πάλι, τότε όλα θα φανερωθούν. Είμαι βέβαιος, Κύριε Χολμς, πως σας είμαστε βαθιά υποχρεωμένοι που ξεκαθαρίσατε το ζήτημα. Μακάρι να ήξερα πως φτάσαμε στα συμπεράσματα σας.

«Κατέληξα στο συγκεκριμένο, είπε ο φίλος μου, ‘καθισμένος πάνω σε πέντε μαξιλάρια και καταναλώνοντας μια ουγκιά καπνού. Πιστεύω, Γουώτσον, πως αν ξεκινήσουμε για την οδό Μπέικερ θα φτάσουμε εγκαίρως για πρωινό.»


6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (2) 6. The Man with the Crooked Lip (2)

Καθόσον ο Σέρλοκ Χολμς περιέγραφε τη μοναδική αυτή αλληλουχία γεγονότων, είχαμε περάσει γοργά μέσα από τα προάστια της μεγάλης πόλης ώσπου και το τελευταίο από τα σκόρπια σπίτια είχε αφεθεί πίσω, και κινούμασταν μέσα σε κροταλίσματα ανάμεσα από βατουλιές σε κάθε πλευρά μας. Μόλις τελείωσε, ωστόσο, περάσαμε μέσα από δυο αραιά χωριά, όπου λίγα φώτα αχνόφεγγαν ακόμη στα παράθυρα.

«Βρισκόμαστε στα προάστια του Λη,» είπε ο σύντροφος μου. «Αγγίξαμε τρεις Αγγλικές επαρχίες στη σύντομη διαδρομή μας, ξεκινώντας από Μίντλεσεξ, περνώντας πάνω από μια άκρη του Σάρρεϋ, και τελειώνοντας στο Κέντ. Βλέπεις αυτό το φως ανάμεσα στα δέντρα. Αυτό είναι Οι Κέδροι, και πλάι στην λάμπα στέκεται μια γυναίκα της οποίας τα ανήσυχα αυτιά έχουν ήδη, ελάχιστα αμφιβάλω, πιάσει το κροτάλισμα από τα πόδια των αλόγων.»

«Μα γιατί δεν χειρίζεσαι την υπόθεση από την οδό Μπέϊκερ;» ρώτησα.

«Επειδή υπάρχουν αρκετές έρευνες οι οποίες οφείλουν να πραγματοποιηθούν εδώ. Η κυρία Σ. Κλερ είχε την καλοσύνη να θέσει δυο δωμάτια στη διάθεση μου, και να είσαι βέβαιος πως δε θα έχει τίποτα άλλο παρά ένα καλωσόρισμα για το φίλο και συνάδελφο μου. Μισώ το να την συναντήσω, Γουώτσον, όταν δεν έχω διόλου νέα για τον σύζυγο της. Ορίστε εδώ είμαστε! Όπα, ήρεμα, όπα!»

Είχαμε σταματήσει μπροστά από μια μεγάλη βίλα η οποία υψωνόταν σε ιδιόκτητη έκταση. Ένας σταβλίτης είχε τρέξει στο κεφάλι του αλόγου, και σαλτάροντας κάτω, ακολούθησα τον Σέρλοκ Χολμς στο μικρό, φιδοφυριστό χαλικόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Καθώς πλησιάσαμε, η πόρτα άνοιξε με δύναμη, και μια μικροκαμωμένη ξανθιά γυναίκα στάθηκε στο άνοιγμα, ντυμένη με κάποιου είδους (mousseline de soie), με ένα τελείωμα από χνουδωτό ροζ σιφόν στο λαιμό και τους καρπούς. Στεκόταν με την μορφή της να διαγράφεται ενάντια στο άπλετο φως, με το ένα χέρι στην πόρτα, και το άλλο μισοσηκωμένο στον ενθουσιασμό της, με το σώμα της ελαφρώς γυρτό, το κεφάλι και το πρόσωπο προτεταμένα, με ανυπόμονα μάτια και χωρισμένα χείλη, μια ιστάμενη ερώτηση.

«Λοιπόν;» φώναξε, «λοιπόν;» Και τότε, βλέποντας πως ήμασταν δυο, έβγαλε μια κραυγή ελπίδας η οποία βούλιαξε σε ένα βογκητό όταν είδε πως ο σύντροφος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν υπάρχουν καλά μαντάτα;»

«Τίποτα.»

«Ούτε άσχημα;»

«Όχι.»

«Δόξα σοι ο Θεός για αυτό. Μα ελάτε μέσα. Θα πρέπει να είστε κατάκοπος, γιατί είχατε μια πολύ φορτωμένη μέρα.»

«Αυτός είναι ο φίλος μου, ο Δρ. Γουώτσον. Υπήρξε πολύτιμος για μένα σε αρκετές από τις υποθέσεις μου, και μια ευτυχής συγκυρία κατέστησε δυνατό να τον φέρω εδώ και να τον συσχετίσω με την έρευνα.»

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω,» είπε εκείνη, σφίγγοντας μου θερμά το χέρι. «Θα, είμαι βέβαιη, συγχωρήσετε οτιδήποτε ενδεχομένως να λείπει από τις (arrangements) , όμως αντιλαμβάνεστε το πλήγμα το οποίο τόσο αιφνίδια μας βρήκε.»

«Αγαπητή μου κυρία,» είπα εγώ, «είμαι παλιός στρατιώτης, και ακόμη κι αν δεν ήμουν κατανοώ απόλυτα πως δεν χρειάζεται καμία συγνώμη. Αν μπορώ να φανώ χρήσιμος, είτε σε εσάς είτε στον φίλο μου εδώ, θα είμαι ειλικρινά ευτυχής.»

«Λοιπόν, κύριε Σέρλοκ Χολμς,» είπε η κυρία καθώς μπήκαμε σε μια καλοφωτισμένη τραπεζαρία, επί του τραπεζιού της οποίας ένα κρύο δείπνο είχε ετοιμαστεί, «θα ήθελα πάρα πολύ να σας κάνω μια δυο απλές ερωτήσεις, στις οποίες σας ικετεύω να μου δώσετε μια απλή απάντηση.»

«Φυσικά, κυρία μου.»

«Μη σας προβληματίζουν τα συναισθήματα μου. Δεν είμαι υστερική, ούτε και λιπόψυχη. Απλώς επιθυμώ να μάθω την αληθινά, πραγματική σας γνώμη.»

«Επί ποιου ζητήματος;»

«Στο βάθος της καρδιάς σας, πιστεύετε πως ο Νέβιλ είναι ζωντανός;»

Ο Σέρλοκ Χολμς φάνηκε να έρχεται σε αμηχανία από την ερώτηση. «Ειλικρινά, λοιπόν!» επανέλαβε, στεκάμενη πάνω στο χαλί και κοιτώντας τον έντονα καθώς εκείνος έγερνε στην ψάθινη πολυθρόνα.

«Ειλικρινά, τότε, κυρία μου, δεν το πιστεύω.»

«Σκέφτεστε πως είναι νεκρός;»

«Μάλιστα.»

«Δολοφονημένος;»

«Δεν λέω κάτι τέτοιο. Ίσως.»

«Και ποια μέρα βρήκε το θάνατο του;»

«Τη Δευτέρα.»

«Τότε, ίσως, κύριε Χολμς, θα είχατε την καλοσύνη να μου εξηγήσετε πως και έλαβα γράμμα του σήμερα.»

Ο Σέρλοκ Χολμς τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν να τον είχε διαπεράσει ηλεκτροσόκ.

«Πως!» Φώναξε δυνατά.

«Μάλιστα, σήμερα.» Στάθηκε χαμογελώντας, κρατώντας ένα μικρό κομμάτι χαρτιού στον αέρα.

«Επιτρέπεται να το δω;»

«Φυσικά.»

Της το άρπαξε στην ανυπομονησία του και ισιώνοντας τα επί του τραπεζιού έσυρε κοντά τη λάμπα και το εξέτασε διεξοδικώς. Είχα αφήσει την καρέκλα μου και κοίταζα πάνω από τον ώμο του. Ο φάκελος ήταν ιδιαίτερα τραχύς και έφερε την ταχυδρομική σφραγίδα του Γκρέιβσεντ και την ημερομηνία της ίδιας μέρας, ή μάλλον της προηγουμένης, γιατί ήμασταν για τα καλά μετά τα μεσάνυχτα.

«Πρόχειρη γραφή,» μουρμούρισε ο Χολμς. «Σίγουρα δεν πρόκειται για τη γραφή του συζύγου σας, κυρία μου.»

«Όχι, όμως το περιεχόμενο είναι.»

«Αντιλαμβάνομαι επίσης πως όποιος ταχυδρόμησε το φάκελο χρειάστηκε να πάει να ρωτήσει τη διεύθυνση.»

«Πως το καταλαβαίνετε;»

«Το όνομα, βλέπετε, είναι σε τέλεια μαύρο μελάνι, το οποίο έχει στεγνώσει μόνο του. Το υπόλοιπο έχει ένα γκριζωπό χρώμα, το οποίο δείχνει πως χρησιμοποιήθηκε στυπόχαρτο. Αν είχε γραφθεί απευθείας, και κατόπιν στυπωθεί, τότε δεν θα είχε αυτή την βαθιά μαύρη απόχρωση. Αυτός ο άνθρωπος έγραψε το όνομα, και υπήρξε ένα κενό πριν γράψει τη διεύθυνση, το οποίο μπορεί μόνο να σημαίνει πως δεν είχε γνώση της. Πρόκειται, φυσικά, περί λεπτομέρειας, εντούτοις δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τις λεπτομέρειες. Ας δούμε τώρα το γράμμα! Αχά! Υπήρχε κάποιο αντικείμενο εντός!»

«Μάλιστα, ένα δακτυλίδι. Ο σφραγιδόλιθος του.»

«Και είστε βέβαιη πως αυτή είναι η γραφή του συζύγου σας;»

«Μια από τις γραφές του.»

«Μια;»

«Η γραφή του όταν γράφει σε βιασύνη. Διαφέρει αφάνταστα από τη συνήθη γραφή του, κι όμως την γνωρίζω καλά.»

«'Αγαπούλα να μην φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Υπάρχει ένα τεράστιο λάθος το οποίος ίσως να χρειαστεί κάποιος χρόνος για να διορθωθεί. Κάνε υπομονή.— ΝΕΒΙΛ.' Γραμμένο με μολύβι πάνω στο αντεξώφυλλο ενός βιβλίου, μέγεθος ογδόου (octavo size), δίχως υδατογράφημα. Χμ! Ταχυδρομημένο σήμερα στο Γκρέιβσεντ από κάποιο με βρώμικο αντίχειρα. Αχά! Και το κάλυμμα έχει κολληθεί, αν δεν σφάλλω αφάνταστα, από άτομο το οποίο μασούσε καπνό. Και δεν έχετε την παραμικρή αμφιβολία πως πρόκειται για τη γραφή του συζύγου σας, κυρία μου;»

«Καμία. Ο Νέβιλ έγραψε αυτά τα λόγια.»

«Και αποστάληκαν σήμερα στο Γκρέιβσεντ. Λοιπόν, κυρία Σ. Κλέρ, τα σύννεφα ελαφραίνουν, αν και δεν επιχειρούσα να πω ότι ο κίνδυνος πέρασε.»

«Μα θα πρέπει να είναι ζωντανός, κύριε Χολμς.»

«Εκτός κι αν πρόκειται περί μιας έξυπνης πλαστογραφίας για να μας στρέψει σε λάθος μεριά. Το δαχτυλίδι, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν αποδεικνύει τίποτα. Πιθανόν να του το πήραν.»

«Όχι, όχι· πρόκειται για την ίδια του την γραφή!»

«Πολύ καλά. Θα μπορούσε, ωστόσο, να έχει γραφτεί τη Δευτέρα και μόνο να ταχυδρομήθηκε σήμερα.»

«Είναι πιθανό.»

«Αν έχει έτσι, πολλά ενδεχομένως να συνέβησαν στο ενδιάμεσο.»

«Ω, μη με αποθαρρύνετε, κύριε Χολμς. Γνωρίζω πως όλα είναι καλά για εκείνον. Υπάρχει ένας τόσο στενός δεσμός μεταξύ μας ώστε θα ήξερα αν κάτι κακό του είχε συμβεί. Την ίδια εκείνη μέρα που τον είδα τελευταία φορά κόπηκε στην κρεβατοκάμαρα, και ενώ βρισκόμουν στην τραπεζαρία έτρεξα αμέσως επάνω με την απόλυτη σιγουριά πως κάτι είχε συμβεί. Πιστεύετε πως θα αντιδρούσα σε μια τέτοια λεπτομέρεια κι ωστόσο θα αγνοούσα το θάνατο του;»

«Έχω δει πολλά για να γνωρίζω πως η εντύπωση μιας γυναίκας μπορεί να είναι περισσότερο πολύτιμη από την απόφαση ενός αναλυτικού μυαλού. Και με αυτό το γράμμα είναι βέβαιο πως έχετε μια ισχυρή ένδειξη να επιβεβαιώνει την άποψη σας. Όμως αν ο σύζυγος σας είναι ζωντανός και ικανός να γράφει γράμματα, γιατί θα παρέμενε μακριά σας;»

«Αδυνατώ να φανταστώ. Είναι αδιανόητο.»

«Και τη Δευτέρα προέβη σε κάποια σχόλια πριν σας αφήσει;»

«Όχι.»

«Και εκπλαγήκατε βλέποντας τον στην οδό Σουάνταμ;»

«Πάρα πολύ.»

«Ήταν το παράθυρο ανοικτό;»

«Μάλιστα.»

«Τότε ίσως να σας είχε φωνάξει;»

«Ίσως.»

«Έβγαλε μόνο, όπως αντιλαμβάνομαι, μια άναρθρη κραυγή;»

«Μάλιστα.»

«Ένα κάλεσμα για βοήθεια, είχατε την εντύπωση;»

«Μάλιστα. Κούνησε τα χέρια του.»

«Μα ίσως να επρόκειτο για κραυγή έκπληξης. Κατάπληξης στην απρόσμενη θέα σας ίσως να τον έκανε να τινάξει τα χέρια του;»

«Είναι πιθανό.»

«Και σκεφθήκατε πως τραβήχτηκε πίσω;»

«Εξαφανίστηκα τόσο αιφνίδια.»

«Πιθανόν να πήδηξε πίσω. Δεν είδατε κάποιον άλλο στο δωμάτιο;»

«Όχι, όμως εκείνος ο φρικτός άντρας ομολόγησε πως βρισκόταν εκεί, και ο Λασκάρ ήταν κάτω στις σκάλες.»

«Ακριβώς. Ο σύζυγος σας, από όσο μπορούσατε να δείτε, φορούσε τα συνηθισμένα του ρούχα;»

«Μα δίχως το κολάρο ή γραβάτα. Είδα ξεκάθαρα το γυμνό λαιμό του.»

«Μίλησε ποτέ για την οδό Σουάνταμ;»

«Ποτέ.»

«Έδειξε ποτέ κάποια σημάδια πως είχε πάρει όπιο;»

«Ποτέ.»

«Σας ευχαριστώ, κυρία Σ. Κλερ. Αυτά ήταν τα κύρια σημεία περί των οποίων επιθυμούσα να είμαι απολύτως σαφής. Θα πάρουμε τώρα το δείπνο μας και κατόπιν θα αποσυρθούμε, γιατί ενδέχεται να έχουμε μια ιδιαίτερα πολυάσχολη ημέρα αύριο.»

Ένα μεγάλο κι άνετο δωμάτιο δυο κρεβατιών είχε τεθεί στη διάθεση μας, και χώθηκα αμέσως στα σεντόνια, γιατί ήμουν κατάκοπος κατόπιν της περιπετειώδους μου νύχτας. Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν άνθρωπος, ωστόσο, ο οποίος, όποτε είχε κάποιο άλυτο πρόβλημα στο μυαλό του, θα περνούσε μέρες, και ακόμη για μια βδομάδα, δίχως ανάπαυση, στριφογυρίζοντας το, αναδιευθετώντας τα γεγονότα, εξετάζοντας τα από κάθε πιθανή οπτική γωνία μέχρι που είτε τα είχε βυθομετρήσει είτε ήταν πεπεισμένος πως τα στοιχεία του ήταν ανεπαρκή. Σύντομα μου ήταν προφανές πως στην προκειμένη περίπτωση ετοιμαζόταν για μια ολονύκτια συνεδρία. Έβγαλε το παλτό του και το γιλέκο του, έβαλε μια μεγάλη γαλάζια ρόμπα, και κατόπιν γύρισε γύρω από το δωμάτιο μαζεύοντας μαξιλάρια από το κρεβάτι του και μαξιλαράκια από τον καναπέ και τις πολυθρόνες. Με αυτά κατασκεύασε ένα Ανατολίτικο ντιβάνι, επί του οποίου κούρνιασε σταυροπόδι, με μια ουγκιά ψιλοκομμένου καπνού και ένα κουτί σπίρτων ακουμπισμένα εμπρός του. Στο αχνό φως της λάμπας τον έβλεπα να κάθεται εκεί, μια παλιά πίπα από ρείκι ανάμεσα στα χείλη του, τα μάτια καρφωμένα κενά στην γωνιά του ταβανιού, τον καπνό να ξετυλίγεται προς τα πάνω από μέσα του, σιωπηλό, ακίνητο, με το φως να λάμπει πάνω στα γερακίσια χαρακτηριστικά του. Έτσι καθόταν καθώς αποκοιμήθηκα, και έτσι καθόταν όταν ένα ξαφνικό ξέσπασμα με έκανε να ξυπνήσω, και να ανακαλύψω τον καλοκαιρινό ήλιο να λάμπει στο διαμέρισμα. Η πίπα βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στα χείλη του, ο καπνός ακόμη ξετυλιγόταν ανοδικά, και το δωμάτιο ήταν γεμάτο από μια πυκνή καταχνιά καπνού, μα καθόλου δεν απέμενε από το σωρό του καπνού που είχα δει την προηγούμενη νύχτα.

«Ξύπνιος, Γουώτσον;» ρώτησε.

«Ναι.»

«Είσαι μέσα για μια πρωινή βόλτα;»

«Βεβαίως.»

«Τότε ντύσου. Κανείς δεν κούνησε ακόμη, όμως ξέρω που κοιμάται ο σταβλίτης, και σύντομα θα έχουμε το κάρο έτοιμο.» Χασκογέλασε μόνος του καθώς μίλησε, τα μάτια του έλαμψαν, και φάνηκε νέος άνθρωπος από τον σοβαρό στοχαστή της περασμένης νύχτας.

Καθώς ντύθηκα έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Δεν ήταν να απορείς που κανείς δεν είχε ξυπνήσει. Ήταν είκοσι λεπτά μετά τις τέσσερις. Μόλις που είχα τελειώσει όταν ο Χολμς επέστρεψε με τα νέα πως το αγόρι έζευε το άλογο.

«Θέλω να δοκιμάσω μια θεωριούλα μου,» είπε εκείνος, βάζοντας τις μπότες του. «Θεωρώ, Γουώτσον, πως στέκεσαι υπό την παρουσία ενός από τους εντελώς ανόητους στην Ευρώπη. Μου αξίζουν κλωτσιές από εδώ μέχρι το Τσάρινγκ Κρος. Όμως νομίζω πως κρατώ το κλειδί της ιστορίας πλέον.»

«Και που βρίσκεται;» Ρώτησα, χαμογελώντας.

«Στο μπάνιο,» απάντησε. «Ω, ναι, δεν αστειεύομαι,» συνέχισε, βλέποντας το βλέμμα της δυσπιστίας μου. «Μόλις ήμουν εκεί, και το πήρα, και το έχω σε ετούτο το σακβουαγιάζ. Έλα, αγόρι μου, και θα ανακαλύψουμε αν θα ταιριάξει στην κλειδαριά.»

Κατεβήκαμε τις σκάλες όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, και βρεθήκαμε έξω στη λαμπρή πρωινή λιακάδα. Στο δρόμο στεκόταν το άλογο και το κάρο μας, με το μισοντυμμένο σταβλίτη να περιμένει στο πλάι. Πηδήξαμε και οι δυο πάνω, και εφορμήσαμε κατηφορίζοντας στο δρόμο για το Λονδίνο. Μερικά επαρχιακά κάρα αργοσάλευαν, κουβαλώντας τα λαχανικά στην μητρόπολη, όμως οι αράδες των εξοχικών προς κάθε πλευρά ήταν τόσο σιωπηλές και σε πλήρη ακινησία σαν κάποια πόλη σε ένα όνειρο.

«Σε ορισμένα σημεία υπήρξε μια εξαιρετική υπόθεση,» είπε ο Χολμς, χτυπώντας ελαφρά το άλογο σε έναν καλπασμό. «Ομολογώ πως ήμουν πιο τυφλός από τυφλοπόντικα, μα είναι καλύτερα να γίνεσαι σοφότερος έστω κι αργά από το να μην μάθεις ποτέ σου.»

Στην πόλη οι πρωινοί άρχιζαν μόλις να κοιτάν νυσταγμένα από τα παράθυρα τους καθώς περνούσαμε μέσα από τους δρόμους της μεριάς του Σάρρεϋ. Κατηφορίζοντας το δρόμο της γέφυρας του Γουώτερλου περάσαμε πάνω από το ποτάμι και ξεχυθήκαμε στην οδό Γουέλιγκτον κόβοντας απότομα στα αριστερά για να βρεθούμε στην οδό Μπόου. Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν αρκετά γνωστός στο σώμα, και οι δυο αστυφύλακες στην πόρτα τον χαιρέτησαν. Ο ένας τους κράτησε το άλογο ενώ ο άλλος μας οδήγησε εντός.

«Ποιος έχει βάρδια;» ρώτησε ο Χολμς.

«Ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, κύριε.»

«Α, Μπράντστρητ, πως είσαι;» Ένας ψηλός, γεροδεμένος αξιωματικός κατηφόρισε τον πλακόστρωτο διάδρομο με ένα κασκέτο και ένα σακάκι με σιρίτια. «Θα ήθελα να έχω μια κουβεντούλα μαζί σου, Μπράντστρητ.»

«Βεβαίως, Κύριε Χολμς. Ελάτε εδώ στο γραφείο μου.»

Επρόκειτο περί ενός μικρού δωματίου σα γραφείο, με ένα πελώριο βιβλίο πάνω στο τραπέζι, κι ένα τηλέφωνο να ξεπροβάλει από τον τοίχο. Ο επιθεωρητής κάθισε στο γραφείο του.

«Τι μπορώ να κάνω για σας, Κύριε Χολμς;»

«Πέρασα για εκείνον τον διακονιάρη, τον Μπούν — που κατηγορήθηκε ως εμπλεκόμενος στην εξαφάνιση του Κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ, εκ του Λη.»

«Μάλιστα. Προσήχθη εδώ και προφυλακίστηκε για περαιτέρω ανάκριση.»

«Έτσι έμαθα. Τον έχεις εδώ;»

«Στα κελιά.»

«Είναι ήρεμος;»

«Ω, δεν προκαλεί φασαρίες. Μα είναι βρωμερό κάθαρμα.»

«Βρωμερό;»

«Μάλιστα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον βάλουμε να πλένει τα χέρια του, και το πρόσωπο του είναι τόσο μαύρο σαν καρβουνιάρη. Βασικά όταν θα έχει ρυθμιστεί η υπόθεση του, θα κάνει ένα κανονικό μπάνιο στη φυλακή· και πιστεύω, αν τον είδατε πως θα συμφωνήσετε ότι το ‘χει ανάγκη.'

«Θα ήθελα πάρα πολύ να τον δω.»

«Θα θέλατε; Εύκολα γίνεται. Ελάτε. Μπορείτε να αφήσετε το σάκο σας.»

«Όχι, νομίζω πως θα τον κουβαλήσω.»

«Πολύ καλά. Ελάτε από εδώ, αν έχετε την καλοσύνη.» Μας οδήγησε μέσα από κάποιο διάδρομο, άνοιξε μια αμπαρωμένη πόρτα. Κατεβήκαμε μια στρογγυλή σκάλα, και μας έφερε σε έναν ασπρισμένο διάδρομο με μια σειρά από πόρτες σε κάθε πλευρά.

«Το τρίτο στα δεξιά είναι το δικό του,» είπε ο επιθεωρητής. «Ορίστε!» Γρήγορα τράβηξε ένα χώρισμα στο άνω μέρος της πόρτας και έριξε μια ματιά μέσα.»

«Κοιμάται,» είπε. «Τον βλέπετε αρκετά καλά.»

Πλησιάσαμε και οι δυο τα μάτια μας στη θυρίδα. Ο κρατούμενος κειτόταν με το πρόσωπο προς το μέρος μας, σε ένα πολύ βαθύ ύπνο, αναπνέοντας αργά και βαριά. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, ντυμένος χοντρά (as became his calling), με ένα χρωματιστό πουκάμισο που προεξείχε μέσα από το κουρελιασμένο του πανωφόρι. Ήταν, όπως ο επιθεωρητής είχε αναφέρει, εξαιρετικά βρώμικος, όμως η μούργα που κάλυπτε το πρόσωπο του δεν έκρυβε την απωθητική ασχήμια του. Ένα φαρδύ εκβλάστημα από μια παλιά ουλή το διέτρεχε από το μάτι ως το σαγόνι, και από την σύσπαση της είχε ανασηκώσει την μια πλευρά του άνω χείλους, έτσι που τρία δόντια εκτίθονταν σε μια μόνιμη αγριωπή έκφραση. Μια τούφα από υπερβολικά ανοιχτόχρωμα κόκκινα μαλλιά έπεφταν καλύπτοντας τα μάτια του και το μέτωπο του.

«Κούκλος, έτσι;» είπε ο επιθεωρητής.

«Το βέβαιο είναι πως του χρειάζεται πλύσιμο,» σχολίασε ο Χολμς. «Είχα την ιδέα πως θα το χρειαζόταν, έτσι πήρα την πρωτοβουλία να φέρω τα σύνεργα μαζί μου.» Άνοιξε τον ταξιδιωτικό σάκο, και έβγαλε έξω, προς έκπληξη μου, ένα πολύ μεγάλο σφουγγάρι μπάνιου.

«Χε! Χε! Πλάκα έχεις,» είπε γελώντας ο επιθεωρητής.

«Τώρα, αν έχεις την αξεπέραστη καλοσύνη να ανοίξεις την πόρτα πολύ αθόρυβα, σύντομα θα τον έχουμε κομμένο και ραμμένο σε μια περισσότερο αξιοπρεπή φόρμα.»

«Λοιπόν, δεν βλέπω γιατί όχι,» είπε ο επιθεωρητής. «Δεν δείχνει να αποτελεί και κόσμημα για τα κρατητήρια της οδού Μπόουυ, έτσι;» Γλίστρησε το κλειδί στην κλειδαριά, και όλοι μας υπερβολικά αθόρυβα εισήλθαμε στο κελί. Ο κοιμισμένος μισογύρισε, και έπειτα ηρέμησε και πάλι σε έναν βαθύ ύπνο. Ο Χολμς έσκυψε πάνω από την καράφα του νερού, ύγρανε το σφουγγάρι, και κατόπιν το έτριξε με περισσή ζωντάνια στο πρόσωπο του κρατουμένου.

«Να σας συστήσω,» φώναξε, «στον Κύριο Νέβιλ Σ. Κλερ, εκ του Λη, της κομητείας του Κεντ.»

Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα. Το πρόσωπο του άντρα ξεφλούδισε κάτω από το σφουγγάρι όπως η φλούδα από ένα δέντρο. Χάθηκε η λιγδιασμένη καφετιά απόχρωση! Χάθηκε, επίσης, εκείνη η φρικτή ουλή που το διέσχισε, και το ανεστραμμένο χείλος το οποίο έδινε αυτή την απεχθή γκριμάτσα στο πρόσωπο! Ένα απότομο τράβηγμα έβγαλε τα ανακατεμένα κόκκινα μαλλιά, και εκεί, καθισμένος στο κρεβάτι του, βρισκόταν ένας χλωμός, θλιμμένος, με καλλιεργημένη εμφάνιση άνθρωπος, με μαύρα μαλλιά και απαλό δέρμα, τρίβοντας τα μάτια του και κοιτώντας γύρω του με ένα αγουροξυπνημένο ξάφνιασμα. Τότε άξαφνα συνειδητοποιώντας το ξεσκέπασμα, ξέσπασε σε μια κραυγή και ρίχθηκε κάτω με το πρόσωπο του στο μαξιλάρι.

«Μα τους ουρανούς!» αναφώνησε ο επιθεωρητής, «πρόκειται, όντως, για τον αγνοούμενο. Τον αναγνωρίζω από τη φωτογραφία.»

Ο κρατούμενος στράφηκε με τον αψήφιστο αέρα ανθρώπου που εγκαταλείπεται στη μοίρα του. «Ας είναι,» είπε. «Και παρακαλώ γιατί κατηγορούμαι;»

«Για το ξεπάστρεμα του Κυρίου Νέβιλ Σ. –Ω, όπως έχει, δεν μπορείς να κατηγορηθείς για αυτό εκτός κι αν το μετατρέψουν σε μια υπόθεσης απόπειρας αυτοκτονίας,» είπε ο επιθεωρητής με ένα χαμόγελο. «Λοιπόν, έχω είκοσι-επτά χρόνια στο σώμα, αλλά αυτό ξεπερνά κάθε προηγούμενο.»

«Αφού είμαι ο Κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ, τότε είναι προφανές πως κανένα έγκλημα δεν διεπράχθη, και πως, συνεπώς, κρατούμαι παρανόμως.»

«Κανένα έγκλημα, ωστόσο ένα εξαιρετικά μεγάλο σφάλμα διεπράχθη,» είπε ο Χολμς. «Θα είχες κάνει καλύτερα αν είχες εμπιστευθεί τη σύζυγο σου.»

«Δεν ήταν η σύζυγος μου· ήταν τα παιδιά μου,» μούγκρισε ο κρατούμενος. «Ο θεός να με βοηθήσει, δεν θα ‘θελα να ντροπιαστούν για τον πατέρα τους. Θεέ μου! Τι διαπόμπευση! Τι να κάνω;»

Ο Σέρλοκ Χολμς κάθισε κάτω στο κρεβάτι και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Αν επιτρέψεις στο δικαστήριο να ξεκαθαρίσει το ζήτημα,» είπε, «φυσικά ελάχιστα θα διαφύγεις την δημοσιότητα. Από την άλλη, αν πείσεις τις αστυνομικές αρχές πως δεν υπάρχει κάποια υπόθεση ενάντια σου, δεν βλέπω πως θα υπάρξει λόγος όλες αυτές οι λεπτομέρειες να καταλήξουν στις εφημερίδες. Ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, είμαι βέβαιος, πως θα κατέγραφε οτιδήποτε ενδεχομένως να μας λέγατε και να το κατέθετε στις κατάλληλες αρχές. Η υπόθεση συνεπώς δεν θα κατέληγε καν στο δικαστήριο.»

«Ο Θεός να σας ευλογεί!» αναφώνησε ο κρατούμενος συγκινημένα. «Θα υπέμενα την φυλάκιση, ναι, ακόμη και την εκτέλεση, από το να επιτρέψω το άθλιο μυστικό μου να κηλιδώσει τα παιδιά μου.

«Είστε ο πρώτος που άκουσε ποτέ την ιστορία μου. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής σε σχολείο του Τσέστερφιλντ, όπου έλαβα μια εξαίρετη μόρφωση. Ταξίδεψα στα νιάτα μου, ανέβηκα στο σανίδι, και τελικά έγινα δημοσιογράφος σε μια απογευματινή εφημερίδα του Λονδίνου. Μια μέρα ο εκδότης μου θέλησε μια σειρά άρθρων επί της επαιτείας στη μητρόπολη, και προσφέρθηκα εθελοντικά να τα παράσχω. Αυτό αποτέλεσε το σημείο από το οποίο όλες οι περιπέτειες μου άρχισαν. Μονάχα δοκιμάζοντας την επαιτεία σαν αρχάριος θα μπορούσα να βρω τα στοιχεία στα οποία να βασίσω τα άρθρα μου. Όταν ήμουν ηθοποιός είχα, φυσικά, μάθει όλα τα μυστικά του μακιγιάζ, και ήμουν ξακουστός στην κουΐντα του θεάτρου για τις ικανότητες μου. Αξιοποίησα έτσι τα επιτεύγματα μου, έβαψα το πρόσωπο μου, και για να κάνω τον εαυτό μου όσο πιο αξιοθρήνητο γινόταν έφτιαξα μια καλή ουλή και σταθεροποίησα την μια μεριά του χείλους μου σε μια παραμόρφωση με την βοήθεια ενός μικρού επιθέματος γύψου στο χρώμα της σάρκας. Κατόπιν με μια κόκκινη περούκα, και την κατάλληλη ένδυση, πήρα θέση στο εμπορικό κομμάτι της πόλης, φαινομενικά ως πωλητής σπίρτων αλλά στην πραγματικότητα ως επαίτης. Για εφτά ώρες άσκησα την ασχολία μου, και όταν επέστρεψα σπίτι το βράδυ ανακάλυψα προς έκπληξη μου πως είχα λάβει λίγο πολύ 26 σελίνια και 4 κέρματα.

«Έγραψα τα άρθρα μου και ελάχιστα συλλογίστηκα το ζήτημα έως ότου, κάποια στιγμή αργότερα, κάλυψα ένα γραμμάτιο για ένα φίλο κι δέχθηκα ένα ένταλμα 25 λιρών. Ήμουν σε αδιέξοδο σχετικά με το που να βρω τα χρήματα, όμως μια άξαφνη ιδέα μου ήρθε. Αιτήθηκα για δεκαπενθήμερη χάρη από τον πιστωτή, ζήτησα άδεια από τους εργοδότες μου, και πέρασα το χρόνο επαιτώντας στην πόλη υπό την μεταμφίεση μου. Σε δέκα ημέρες είχαν τα χρήματα και είχα πληρώσει το χρέος.

«Λοιπόν, φαντάζεστε πόσο δύσκολο ήταν προσαρμοστώ στην κοπιώδη εργασία για 2 λίρες την εβδομάδα όταν γνώριζα πως μπορούσα να κερδίσω τόσα σε μια ημέρα πασαλείφοντας το πρόσωπο μου με λίγη μπογιά, ακουμπώντας το κασκέτο μου στο έδαφος, και παραμένοντας ακίνητος. Υπήρξε μια μεγάλη μάχη μεταξύ της περηφάνιας μου και των χρημάτων, μα τα δολάρια κέρδισαν τελικά, και παράτησα τη δημοσιογραφία και καθόμουν μέρα τη μέρα στην γωνιά που είχα αρχικά επιλέξει, εκπνέοντας οίκτο με το αξιολύπητο πρόσωπο μου και γεμίζοντας την τσέπες μου με κέρματα. Μόνο ένας άνθρωπος γνώριζε το μυστικό μου. Ήταν ο κάτοχος ενός ταπεινού καταγωγίου στο οποίο ενοικίαζα στην οδό Σουάνταμ, όταν κάθε πρωινό θα ξεπρόβαλα σαν ελεεινός ζητιάνος και τα βράδια θα μεταμορφωνόμουν σε ένα καλοντυμένο άντρα που είχε βγει στην πόλη. Εκείνος ο τύπος, ο Λασκαρ, πληρωνόταν καλά από εμένα για το διαμέρισμα του, έτσι ώστε γνώριζα πως το μυστικό μου ήταν ασφαλές στην κατοχή του.

«Λοιπόν, πολύ σύντομα ανακάλυψα πως είχα αποταμιεύσει εξαιρετικά χρηματικά ποσά. Δεν εννοώ πως κάθε επαίτης των δρόμων του Λονδίνου θα μπορούσε να κερδίσει 700 λίρες το χρόνο—τα οποία είναι λιγότερα από τις μέσες απολαβές μου—όμως είχα εξαιρετικά πλεονεκτήματα από την ικανότητα μου στο μακιγιάζ, και επίσης μια ευχέρεια σε αποστομωτικές απαντήσεις, η οποία βελτίωσε την πρακτική μου και με κατέστησε ως μια αναγνωρίσιμη μορφή στην Πόλη. Όλη μέρα μια ροή από πέννες, με αλλαγές από ασήμι, κυλούσαν πάνω μου, και ήταν κακή η μέρα που απέτυχα να βγάλω 2 λίρες.

«Καθώς πλούτισα έγινα περισσότερο φιλόδοξος, πήρα ένα σπίτι στην εξοχή, και τελικά παντρεύτηκα, δίχως κανείς να έχει την παραμικρή υποψία ως προς την πραγματική μου απασχόληση. Η αγαπημένη μου γυναίκα ήξερε πως είχα δουλειές στην Πόλη. Ελάχιστα γνώριζε τι δουλειά.

«Την περασμένη Δευτέρα, είχα τελειώσει για την μέρα και ντυνόμουν στο δωμάτιο μου πάνω από τον τεκέ όταν κοίταξα έξω από το παράθυρο μου και είδα, προς μεγάλο μου τρόμο και έκπληξη, πως η σύζυγος μου στεκόταν στο δρόμο, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Άφησα μια κραυγή έκπληξης, τίναξα πάνω τα χέρια μου για να κρύψω το πρόσωπο μου, και, τρέχοντας στον έμπιστο μου, τον Λασκάρ, τον θερμοπαρακάλεσα να αποτρέψει τον οποιονδήποτε ήθελε να ανέβει πάνω σε μένα. Άκουσα τις φωνές από κάτω, όμως ήξερα πως δεν μπορούσε να ανέβει. Βιαστικά πέταξα τα ρούχα μου, έβαλα εκείνα του επαίτη, και έβαλα τις μπογιές και την περούκα μου. Ακόμη και τα μάτια της συζύγου μου δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν μια τόσο τέλεια μεταμφίεση. Όμως τότε μου ήρθε στο μυαλό πως ίσως να γινόταν έρευνα στο δωμάτιο και πως τα ρούχα πιθανόν να με πρόδιδαν. Άνοιξα το παράθυρο, ξανανοίγοντας στην βιάση μου ένα μικρό κόψιμο που είχα επιφέρει πάνω μου στο μπάνιο το ίδιο πρωί. Κατόπιν άρπαξα το παλτό μου, το οποίο βάραινε από τα χάλκινα τα οποία είχα μεταφέρει από το δερμάτινο σάκο στον οποίο κουβαλούσα τις απολαβές μου. Το εκσφενδόνισα έξω από το παράθυρο, και εκείνο χάθηκε μέσα στον Τάμεση. Τα υπόλοιπα ρούχα θα είχαν ακολουθήσει, όμως τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μια φασαρία από τους αστυνόμους στη σκάλα, και μερικά λεπτά αργότερα ανακάλυψα, μάλλον, το ομολογώ, προς ανακούφιση μου, πως αντί να αναγνωρισθώ ως Κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ, συνελήφθην ως ο δολοφόνος του.

«Δεν νομίζω να υπάρχει κάτι άλλο το οποίο να σας εξηγήσω. Ήμουν αποφασισμένος να διατηρήσω τη μεταμφίεση μου για όσο το δυνατόν περισσότερο, και εξού η επιλογή μου για ένα ρυπαρό πρόσωπο. Γνωρίζοντας πως η σύζυγος μου θα ήταν τρομερά αναστατωμένη, έβγαλα το δαχτυλίδι μου και το εμπιστεύθηκα στον Λασκάρ σε μια στιγμή που κανένας αστυνόμος δεν με παρακολουθούσε, μαζί με ένα βιαστικό σημείωμα, λέγοντας της πως δεν είχε λόγο να φοβάται.»

«Το σημείωμα έφτασε μόλις χθες στα χέρια της,» είπε ο Χολμς.

«Θεούλη μου! Τι βδομάδα θα πρέπει να πέρασε!»

«Η αστυνομία παρακολουθούσε αυτόν τον Λασκάρ,» είπε ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, «και κατανοώ απολύτως πως ενδεχομένως να συνάντησε δυσκολία στο να ταχυδρομήσει το γράμμα απαρατήρητος. Πιθανόν να το παρέδωσε σε κάποιο πελάτη του ναυτικό, ο οποίος να το ξέχασε για μερικές ημέρες.»

«Αυτό ήταν,» είπε ο Χολμς, νεύοντας επιδοκιμαστικά· «Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία επ' αυτού. Ωστόσο ποτέ δεν εκδιώχθηκες για επαιτεία;»

«Αρκετές φορές· όμως τι να μου έκανε το πρόστιμο;»

«Θα πρέπει να σταματήσει εδώ, ωστόσο,» είπε ο Μπράντστρητ. «Αν η αστυνομία αποσιωπήσει το ζήτημα, δεν θα πρέπει να υπάρξει και πάλι ο Χιου Μπούν.»

«Ορκίστηκα με τους ιερότερους όρκους που ένας άνθρωπος μπορεί να πάρει.»

«Στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω πως είναι πρέπων να μη ληφθούν περαιτέρω βήματα. Όμως αν βρεθείς και πάλι, τότε όλα θα φανερωθούν. Είμαι βέβαιος, Κύριε Χολμς, πως σας είμαστε βαθιά υποχρεωμένοι που ξεκαθαρίσατε το ζήτημα. Μακάρι να ήξερα πως φτάσαμε στα συμπεράσματα σας.

«Κατέληξα στο συγκεκριμένο, είπε ο φίλος μου, ‘καθισμένος πάνω σε πέντε μαξιλάρια και καταναλώνοντας μια ουγκιά καπνού. Πιστεύω, Γουώτσον, πως αν ξεκινήσουμε για την οδό Μπέικερ θα φτάσουμε εγκαίρως για πρωινό.»