×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 16. Θα σας βοηθήσω

16. Θα σας βοηθήσω

Ένα βράδυ, καθώς ο Σαζίκωφ συζητούσε με τον π. Αρσένιο, του είπε:

- Βλέπω, μπάτουσκα, ότι λέτε απ' έξω τις προσευχές σας. Εκκλησιαστικά βιβλία δεν έχετε. Αν θέλετε, κάτι μπορούμε να βρούμε. Ο Σέριϊ συζήτησε το θέμα με τα παιδιά, και είπαν ότι υπάρχουν τέτοια βιβλία.

- Για το Θεό! Μην τ' αρπάξετε, σας παρακαλώ, από άλλον. Μη μου φορτώσετε τέτοιο κρίμα!

- Μα τι λέτε π. Αρσένιε! Από κανέναν δεν θ' αρπάξουμε. Ξέρετε την αποθήκη, όπου συγκεντρώνουν τα προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων, ιδιαίτερα εκείνων που έρχονται από τους Σταθμούς Προσωρινής Κρατήσεως. Εκεί λοιπόν υπάρχουν και βιβλία, όπως μάθαμε από έμπιστους ανθρώπους. Τα παιδιά αποφάσισαν να βάλουν χέρι στα πράγματα της αποθήκης. Βρήκαν έναν ασφαλή και σίγουρο τρόπο – εύκολη δουλειά! Εγώ τους είπα να πάρουν και καναδυό εκκλησιαστικά βιβλία.

Ανησύχησε ο π. Αρσένιος. Όλη νύχτα προσευχόταν. Λίγο πριν τα χαράματα τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και τότε βλέπει έναν ηλικιωμένο μοναχό να τον ευλογεί και να του λέει: ''μη φοβάσαι, Αρσένιε! Να πάρεις ο,τι χρειάζεται και να προσεύχεσαι στον Άγιο Αλέξιο, τον ιεράρχη της Μόσχας. Ο Κύριος δεν θα σε αφήσει''. Τον ευλόγησε για δεύτερη φορά και χάθηκε έτσι ξαφνικά όπως είχε παρουσιαστεί, γαλήνιος και μεγαλόπρεπος.

Μετά από δυό μέρες έγινε μεγάλη αναμπουμπούλα – έρευνες στους θαλάμους, φωνές, απειλές, κλήσεις στο Ειδικό Τμήμα. Η ‘'δουλειά'' είχε γίνει…

Πέρασαν άλλες δέκα μέρες.και τότε μόνο παρέδωσε ο Σαζίκωφ στον π.Αρσένιο δυό μικρά βιβλία: το Ευαγγέλιο και το Ιερατικό.

Τα πήρε ο μπάτουσκα ευλαβικά κι έτρεξε στο κρεβάτι του. Με χέρια τρεμάμενα και μάτια βουρκωμένα, άνοιξε το Ευαγγέλιο. Στην εσωτερική πλευρά του σκληρού εξωφύλλου ήταν κολλημένο ένα τετράγωνο κομματάκι μεταξωτού υφάσματος, πλευράς τεσσάρων περίπου εκατοστών, τριμμένο και κιτρινισμένο από την πολυκαιρία. Λίγο πιό κάτω ήταν γραμμένες από άγνωστο χέρι κάποιες λέξεις: ‘'Αντιμήνσιο – Λείψανα αγίου Αλεξίου, μητροπολίτου Μόσχας'' – 1883''. Και δίπλα ήταν σφηνωμένη μια οβάλ ασημένια εικονίτσα του αγίου, όχι μεγαλύτερη από ένα εικοσάρικο.

Ο π. Αρσένιος προσκύνησε τα άγια λείψανα.

- Θεέ μου! ψιθύρισε. Ζω με το έλεός Σου! Θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε!

Καιρός πνευματικής ευφροσύνης είχε έρθει για τον παππούλη. Την ημέρα εκτελούσε την υπηρεσία του και τη νύχτα,μέσα στο μισοσκόταδο, διάβαζε την ακολουθία του και μελετούσε το Ευαγγέλιο. Πριν πιάσει δουλειά,έδινε και τα δυό βιβλία στον Σαζίκωφ για να τα φυλάει. Του το είχε προτείνει, και πολύ συνετά μάλιστα ο ίδιος:

- Μόλις τελειώνετε, μπάτουσκα, την ακολουθία σας, να δίνετε τα βιβλία είτε σ' εμένα είτε στον Σέριϊ. Σ' εμάς δεν θα τα βρούν. Μην ανησυχείτε, θα τα φυλάμε με προσοχή, δεν πρόκειται να καταστραφούν ή να βεβηλωθούν.

Πέρασαν δυό μήνες. Η διάρρηξη της αποθήκης ξεχάστηκε και οι έρευνες σταμάτησαν. Ο π. Αρσένιος ξεθάρρεψε και κρατούσε το Ευαγγέλιο επάνω του όλη την μέρα. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης το έκρυβε κάπου μέσα στο σανίδωμα της παράγκας, σ' έναν κρυψώνα που είχε φτιάξει ο Σαζίκωφ με πολλή μαστοριά.

Κάποτε, την ώρα πού όλοι ήταν στη δουλειά, ο π. Αρσένιος, αφού συγύρισε το θάλαμο, κάθησε στην άκρη ενός κρεβατιού, έβγαλε το Ευαγγέλιο και άρχισε να διαβάζει. Μα την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και όρμησε μέσα το απόσπασμα ερευνών: ο ανθυπολοχαγός του Ειδικού Τμήματος, τρεις στρατιώτες και ο επόπτης Σπραβεντλίβιϊ – ο ‘'δίκαιος''.

Ο π. Αρσένιος τα έχασε. Μόλις πού πρόλαβε να χώσει το Ευαγγέλιο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε προσοχή, όπως όριζε ο κανονισμός.

Οι στρατιώτες τ' αναποδογύρισαν όλα μέσα στο θάλαμο. Πέταξαν τα στρωσίδια από τα κρεβάτια. ξεκάρφωσαν από το πάτωμα τις σανίδες πού κουνιόντουσαν, άδειασαν τα τσουβάλια με τα λιγοστά πράγματα των κρατουμένων.

- Ψάξε τον παπά, σύντροφε! Πρόσταξε τον Σπραβεντλίβιϊ ο ανθυπολοχαγός, και τράβηξε προς το μέρος των στρατιωτών.

Ο επόπτης άρχισε να ψαχουλεύει τον π. Αρσένιο. Σχεδόν αμέσως ψηλάφησε το Ευαγγέλιο. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα το χέρι επάνω του,και μετά, με μια γρήγορη κίνηση, το έβγαλε από την τσέπη του παππούλη και το έβαλε στη δική του. Έκανε πώς ψάχνει για λίγο ακόμα, κι έπειτα πλησίασε τον ανθυπολοχαγό για ν' αναφέρει:

- Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, δεν βρήκα τίποτα.

- Πολύ γρήγορα τέλειωσες… γδύσου, παπά! Θα σε ψάξουμε εμείς με τον δικό μας τρόπο.

Ο π. Αρσένιος έβγαλε όλα του τα ρούχα. Οι στρατιώτες τα πασπάτεψαν με τα δάχτυλά τους, τα γύρισαν μέσα-έξω, άδειασαν τις τσέπες, ξήλωσαν πολλές ραφές – φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ανθυπολοχαγός θύμωσε,έβρισε τον π. Αρσένιο και βγήκε. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.

Ο παππούλης ντύθηκε, έρραψε όπως-όπως τις ξηλωμένες ραφές των ρούχων του και ανασκουμπώθηκε για να συμμαζέψει το θάλαμο, πού τον είχαν κάνει άνω-κάτω.

Μιάμιση ώρα αργότερα παρουσιάστηκε πάλι ο Σπραβεντλίβιϊ. Αυτή τη φορά ήταν μόνος.

- Είναι κανένας άλλος εδώ? Φώναξε από την πόρτα.

- Όχι. Λείπουν όλοι στις δουλειές.

Ο επόπτης μπήκε μέσα, γυρόφερε σ' όλο το θάλαμο, έσκυψε κάτω από μερικά κρεβάτια, και ξάφνου ρώτησε:

- Εκείνο το Ευαγγέλιο είναι από την αποθήκη?

Ο π. Αρσένιος σώπαινε.

- Πέστε μου! Πέστε μου, από εκεί είναι?

- Ναι, από την αποθήκη, αποκρίθηκε ο παππούλης.

- Μα καλά, δεν έχετε μυαλό? Πήρατε το Ευαγγέλιο. Δεν έπρεπε να το κρύψετε? Αν το έβρισκε ο ανθυπολοχαγός, ξέρετε τι θα παθαίνατε? Θα σας κτυπούσαν μέχρι θανάτου!

Πλησίασε πιό κοντά και ψιθύρισε ήρεμα:

- Συγχωρέστε με, μπάτουσκα! Ξέρω τι τραβάτε εδώ μέσα. Αλλά τούτο το στρατόπεδο είναι μια κόλαση και για μας, όχι μόνον για σας. Θα σας βοηθήσω… θα σας βοηθήσω, αλλά πρέπει να κινηθώ με πολλή προσοχή. Καταλαβαίνετε… μπροστά στους άλλους πρέπει να δείχνω σκληρότητα και αγριάδα, κρυφά όμως θα κάνω ο,τι μπορώ για σας. Και πάλι συγχωρέστε με…

Χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε στροφή και βγήκε από το θάλαμο. Ο π. Αρσένιος στάθηκε στην πόρτα και τον ακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου τον έχασε από τα μάτια του.

Γι' άλλη μια φορά διαπίστωνε πόσο πολύπλευρη, πόσο πλούσια είναι η ανθρώπινη ψυχή, η κάθε ψυχή, πού κρύβει πάντα μέσα της τη σπίθα της αγάπης, την πνοή του Θεού.

Θυμήθηκε το όνομα του ‘'δίκαιου'' – Ανδρέας – και άρχισε να προσεύχεται γι'αυτόν από τα βάθη της καρδιάς του.


16. Θα σας βοηθήσω 16. I will help you

Ένα βράδυ, καθώς ο Σαζίκωφ συζητούσε με τον π. Αρσένιο, του είπε:

- Βλέπω, μπάτουσκα, ότι λέτε απ' έξω τις προσευχές σας. Εκκλησιαστικά βιβλία δεν έχετε. Αν θέλετε, κάτι μπορούμε να βρούμε. Ο Σέριϊ συζήτησε το θέμα με τα παιδιά, και είπαν ότι υπάρχουν τέτοια βιβλία.

- Για το Θεό! Μην τ' αρπάξετε, σας παρακαλώ, από άλλον. Μη μου φορτώσετε τέτοιο κρίμα!

- Μα τι λέτε π. Αρσένιε! Από κανέναν δεν θ' αρπάξουμε. Ξέρετε την αποθήκη, όπου συγκεντρώνουν τα προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων, ιδιαίτερα εκείνων που έρχονται από τους Σταθμούς Προσωρινής Κρατήσεως. Εκεί λοιπόν υπάρχουν και βιβλία, όπως μάθαμε από έμπιστους ανθρώπους. Τα παιδιά αποφάσισαν να βάλουν χέρι στα πράγματα της αποθήκης. Βρήκαν έναν ασφαλή και σίγουρο τρόπο – εύκολη δουλειά! Εγώ τους είπα να πάρουν και καναδυό εκκλησιαστικά βιβλία.

Ανησύχησε ο π. Αρσένιος. Όλη νύχτα προσευχόταν. Λίγο πριν τα χαράματα τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και τότε βλέπει έναν ηλικιωμένο μοναχό να τον ευλογεί και να του λέει: ''μη φοβάσαι, Αρσένιε! Να πάρεις ο,τι χρειάζεται και να προσεύχεσαι στον Άγιο Αλέξιο, τον ιεράρχη της Μόσχας. Ο Κύριος δεν θα σε αφήσει''. Τον ευλόγησε για δεύτερη φορά και χάθηκε έτσι ξαφνικά όπως είχε παρουσιαστεί, γαλήνιος και μεγαλόπρεπος.

Μετά από δυό μέρες έγινε μεγάλη αναμπουμπούλα – έρευνες στους θαλάμους, φωνές, απειλές, κλήσεις στο Ειδικό Τμήμα. Η ‘'δουλειά'' είχε γίνει…

Πέρασαν άλλες δέκα μέρες.και τότε μόνο παρέδωσε ο Σαζίκωφ στον π.Αρσένιο δυό μικρά βιβλία: το Ευαγγέλιο και το Ιερατικό.

Τα πήρε ο μπάτουσκα ευλαβικά κι έτρεξε στο κρεβάτι του. Με χέρια τρεμάμενα και μάτια βουρκωμένα, άνοιξε το Ευαγγέλιο. Στην εσωτερική πλευρά του σκληρού εξωφύλλου ήταν κολλημένο ένα τετράγωνο κομματάκι μεταξωτού υφάσματος, πλευράς τεσσάρων περίπου εκατοστών, τριμμένο και κιτρινισμένο από την πολυκαιρία. Λίγο πιό κάτω ήταν γραμμένες από άγνωστο χέρι κάποιες λέξεις: ‘'Αντιμήνσιο – Λείψανα αγίου Αλεξίου, μητροπολίτου Μόσχας'' – 1883''. Και δίπλα ήταν σφηνωμένη μια οβάλ ασημένια εικονίτσα του αγίου, όχι μεγαλύτερη από ένα εικοσάρικο.

Ο π. Αρσένιος προσκύνησε τα άγια λείψανα.

- Θεέ μου! ψιθύρισε. Ζω με το έλεός Σου! Θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε!

Καιρός πνευματικής ευφροσύνης είχε έρθει για τον παππούλη. Την ημέρα εκτελούσε την υπηρεσία του και τη νύχτα,μέσα στο μισοσκόταδο, διάβαζε την ακολουθία του και μελετούσε το Ευαγγέλιο. Πριν πιάσει δουλειά,έδινε και τα δυό βιβλία στον Σαζίκωφ για να τα φυλάει. Του το είχε προτείνει, και πολύ συνετά μάλιστα ο ίδιος:

- Μόλις τελειώνετε, μπάτουσκα, την ακολουθία σας, να δίνετε τα βιβλία είτε σ' εμένα είτε στον Σέριϊ. Σ' εμάς δεν θα τα βρούν. Μην ανησυχείτε, θα τα φυλάμε με προσοχή, δεν πρόκειται να καταστραφούν ή να βεβηλωθούν.

Πέρασαν δυό μήνες. Η διάρρηξη της αποθήκης ξεχάστηκε και οι έρευνες σταμάτησαν. Ο π. Αρσένιος ξεθάρρεψε και κρατούσε το Ευαγγέλιο επάνω του όλη την μέρα. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης το έκρυβε κάπου μέσα στο σανίδωμα της παράγκας, σ' έναν κρυψώνα που είχε φτιάξει ο Σαζίκωφ με πολλή μαστοριά.

Κάποτε, την ώρα πού όλοι ήταν στη δουλειά, ο π. Αρσένιος, αφού συγύρισε το θάλαμο, κάθησε στην άκρη ενός κρεβατιού, έβγαλε το Ευαγγέλιο και άρχισε να διαβάζει. Μα την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και όρμησε μέσα το απόσπασμα ερευνών: ο ανθυπολοχαγός του Ειδικού Τμήματος, τρεις στρατιώτες και ο επόπτης Σπραβεντλίβιϊ – ο ‘'δίκαιος''.

Ο π. Αρσένιος τα έχασε. Μόλις πού πρόλαβε να χώσει το Ευαγγέλιο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε προσοχή, όπως όριζε ο κανονισμός.

Οι στρατιώτες τ' αναποδογύρισαν όλα μέσα στο θάλαμο. Πέταξαν τα στρωσίδια από τα κρεβάτια. ξεκάρφωσαν από το πάτωμα τις σανίδες πού κουνιόντουσαν, άδειασαν τα τσουβάλια με τα λιγοστά πράγματα των κρατουμένων.

- Ψάξε τον παπά, σύντροφε! Πρόσταξε τον Σπραβεντλίβιϊ ο ανθυπολοχαγός, και τράβηξε προς το μέρος των στρατιωτών.

Ο επόπτης άρχισε να ψαχουλεύει τον π. Αρσένιο. Σχεδόν αμέσως ψηλάφησε το Ευαγγέλιο. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα το χέρι επάνω του,και μετά, με μια γρήγορη κίνηση, το έβγαλε από την τσέπη του παππούλη και το έβαλε στη δική του. Έκανε πώς ψάχνει για λίγο ακόμα, κι έπειτα πλησίασε τον ανθυπολοχαγό για ν' αναφέρει:

- Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, δεν βρήκα τίποτα.

- Πολύ γρήγορα τέλειωσες… γδύσου, παπά! Θα σε ψάξουμε εμείς με τον δικό μας τρόπο.

Ο π. Αρσένιος έβγαλε όλα του τα ρούχα. Οι στρατιώτες τα πασπάτεψαν με τα δάχτυλά τους, τα γύρισαν μέσα-έξω, άδειασαν τις τσέπες, ξήλωσαν πολλές ραφές – φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ανθυπολοχαγός θύμωσε,έβρισε τον π. Αρσένιο και βγήκε. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.

Ο παππούλης ντύθηκε, έρραψε όπως-όπως τις ξηλωμένες ραφές των ρούχων του και ανασκουμπώθηκε για να συμμαζέψει το θάλαμο, πού τον είχαν κάνει άνω-κάτω.

Μιάμιση ώρα αργότερα παρουσιάστηκε πάλι ο Σπραβεντλίβιϊ. Αυτή τη φορά ήταν μόνος.

- Είναι κανένας άλλος εδώ? Φώναξε από την πόρτα.

- Όχι. Λείπουν όλοι στις δουλειές.

Ο επόπτης μπήκε μέσα, γυρόφερε σ' όλο το θάλαμο, έσκυψε κάτω από μερικά κρεβάτια, και ξάφνου ρώτησε:

- Εκείνο το Ευαγγέλιο είναι από την αποθήκη?

Ο π. Αρσένιος σώπαινε.

- Πέστε μου! Πέστε μου, από εκεί είναι?

- Ναι, από την αποθήκη, αποκρίθηκε ο παππούλης.

- Μα καλά, δεν έχετε μυαλό? Πήρατε το Ευαγγέλιο. Δεν έπρεπε να το κρύψετε? Αν το έβρισκε ο ανθυπολοχαγός, ξέρετε τι θα παθαίνατε? Θα σας κτυπούσαν μέχρι θανάτου!

Πλησίασε πιό κοντά και ψιθύρισε ήρεμα:

- Συγχωρέστε με, μπάτουσκα! Ξέρω τι τραβάτε εδώ μέσα. Αλλά τούτο το στρατόπεδο είναι μια κόλαση και για μας, όχι μόνον για σας. Θα σας βοηθήσω… θα σας βοηθήσω, αλλά πρέπει να κινηθώ με πολλή προσοχή. Καταλαβαίνετε… μπροστά στους άλλους πρέπει να δείχνω σκληρότητα και αγριάδα, κρυφά όμως θα κάνω ο,τι μπορώ για σας. Και πάλι συγχωρέστε με…

Χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε στροφή και βγήκε από το θάλαμο. Ο π. Αρσένιος στάθηκε στην πόρτα και τον ακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου τον έχασε από τα μάτια του.

Γι' άλλη μια φορά διαπίστωνε πόσο πολύπλευρη, πόσο πλούσια είναι η ανθρώπινη ψυχή, η κάθε ψυχή, πού κρύβει πάντα μέσα της τη σπίθα της αγάπης, την πνοή του Θεού.

Θυμήθηκε το όνομα του ‘'δίκαιου'' – Ανδρέας – και άρχισε να προσεύχεται γι'αυτόν από τα βάθη της καρδιάς του.