×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 06. Ο ταγματάρχης

06. Ο ταγματάρχης

Ο επόπτης Βεσιόλιϊ ήταν στις κακές του. Τρείς φορές ήρθε τη μέρα εκείνη στην παράγκα για έλεγχο, βλαστημώντας ασταμάτητα. Όλα τά έβρισκε στραβά. Την τρίτη φορά χτύπησε τον π. Αρσένιο στο πρόσωπο. Έφυγε τρίζοντας τά δόντια.

Το βράδυ κάλεσαν τον μπάτουσκα στο Ειδικό Τμήμα. Κακό σημάδι…

Το Ειδικό Τμήμα ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κρατουμένων. Εκεί έπαιρναν συμπληρωματικές καταθέσεις και αποσπούσαν ομολογίες υπαρκτών ή ανύπαρκτων παραπτωμάτων με άσκηση φοβερής ψυχολογικής και σωματικής βίας. Ζητούσαν επίσης από τον ανακρινόμενο να γίνει μυστικός συνεργάτης τους και καταδότης των συγκρατουμένων του. Αν δεν δεχόταν, τον βασάνιζαν απάνθρωπα. Μόνο σε μια περίπτωση ήταν φιλικοί: όταν καλούσαν κάποιον για να του ανακοινώσουν την απόφαση παρατάσεως του εγκλεισμού του στο στρατόπεδο.

Εικοσιπέντε περίπου άτομα στελέχωναν το Ειδικό Τμήμα. Οι περισσότεροι προέρχονταν από άλλες κρατικές υπηρεσίες, αλλά είχαν υποπέσει σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, πού τους είχε στοιχίσει τη δυσμενή μετάθεση – ουσιαστικά εξορία – σ' αυτό το απόκεντρο στρατόπεδο. Ήταν μέθυσοι, ανάλγητοι και ατσίδες στις ανακρίσεις – «παραδέχεσαι πώς είσαι ένοχος για όλα»!

Τον π. Αρσένιο τον ανέκρινε ένας εικοσιεπτάχρονος ανθυπολοχαγός. ‘Αρχισε, όπως πάντα, με τυπικά ερωτήματα: όνομα, επώνυμο, αιτία καταδίκης, κ.λπ.

Ο π. Αρσένιος απαντούσε ήρεμα.

Ξάφνου ο ανθυπολοχαγός ούρλιαξε:

Τά ξέρουμε όλα! Μίλα!…

Φωνές… απειλές… και τέλος η αποκάλυψη:

Ομολόγησε ότι υποκινούσες σε στάση τους κρατουμένους!

Τώρα ο π. Αρσένιος σώπαινε και προσευχόταν.

Ο ανθυπολοχαγός φοβέριζε, βλαστημούσε, χτυπούσε τις γροθιές του στο τραπέζι. Καθώς όμως όλα τούτα δεν έφερναν αποτέλεσμα, σηκώθηκε και γρύλλισε:

Δεν μιλάς? Καλά, λοιπόν! Τώρα θα περάσεις στον Ταγματάρχη… κι αν σού βαστάει, μην ομολογήσεις!

Βγήκε βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Γύρισε μετά από δέκα λεπτά και πρόσταξε τον π. Αρσένιο να τον ακολουθήσει.

Πήγαν στο γραφείο του Ταγματάρχη, πού μόλις λίγες μέρες πρίν είχε διοριστεί στη θέση του Προϊσταμένου του Ειδικού Τμήματος.

Αφήστε μας μόνους, είπε στεγνά ο Ταγματάρχης στον ανθυπολοχαγό, παίρνοντας στα χέρια του τον φάκελλο του π. Αρσενίου.

Ο ανθυπολοχαγός αποσύρθηκε αθόρυβα.

Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε, πήγε ως την πόρτα, την κλείδωσε και ξανακάθησε στη θέση του. Άνοιξε το φάκελλο και άρχισε να μελετάει τά έγγραφα.

Ο π. Αρσένιος, όρθιος μπροστά του, δεν είχε στο νού του τίποτ' άλλο πέρ' από την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».

Πέρασαν μερικά λεπτά νεκρικής σιγής.

Καθήστε, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Εγώ έδωσα εντολή να σας καλέσουν…

Ήταν η φωνή του Ταγματάρχη, απροσδόκητα ευγενική, σχεδόν τρυφερή.

Ο π. Αρσένιος κάθησε. «Τώρα θ' αρχίσουν», συλλογίστηκε. «Κύριε, ελέησέ με! Σε σένα μόνο ελπίζω»!

Ο Ταγματάρχης έσκυψε πάλι πάνω απ' το φάκελλο. Τά μάτια του στάθηκαν για λίγο στη φωτογραφία του π. Αρσενίου. Καθώς την παρατηρούσε, ξεκούμπωσε αργά την αριστερή επάνω τσέπη του στρατιωτικού του χιτωνίου και έβγαλε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτιού.

Πάρτε το, είπε προτείνοντάς το στον π. Αρσένιο. Είναι ένα σημείωμα για σας από τη Βέρα Ντανίλοβα. Ζεί και είναι καλά. Διαβάστε το!

Άναυδος ο π. Αρσένιος, άπλωσε το χέρι του και το πήρε σχεδόν μηχανικά. Τα είχε χαμένα. Τι να πιστέψει?…

Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και διάβασε:

«Σεβαστέ π. Αρσένιε,

Το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Εκείνος σας φύλαξε. Μην ξαφνιάζεστε με τίποτα.

Δείξτε εμπιστοσύνη. Να προσεύχεσθε για μάς τους αμαρτωλούς. Ο Θεός έσωσε πολλούς από μας.

Βέρα».

Η υπογραφή ήταν πράγματι της Βέρας Ντανίλοβα, της αδελφής Βέρας, μιάς από τις πιο πιστές θυγατέρες του. Δεν υπήρχε, άλλωστε, αμφιβολία πώς το σημείωμα ήταν γραμμένο από την ίδια, γιατί κάποτε είχαν συμφωνήσει, όταν θα αλληλογραφούσαν, να δίνουν ένα χαρακτηριστικό σχήμα σε ορισμένα γράμματα της λέξης «προσεύχεσθε». Τότε?…

«Κύριε! Σ' ευγνωμονώ πού οικονόμησες να μάθω για τά πνευματικά μου παιδιά! Σ' ευχαριστώ, Κύριε, για το μεγάλο Σου έλεος!».

Ο Ταγματάρχης πήρε το σημείωμα μέσ' από τά χέρια του π. Αρσενίου και του έβαλε φωτιά μ' ένα σπίρτο. Το παρατηρούσαν κι οι δυό σιωπηλά, ώσπου έγινε στάχτη. Ύστερα σήκωσαν αργά τά μάτια τους και κοιτάχτηκαν με ανάμικτα αισθήματα.

Ο Ταγματάρχης έβλεπε να κάθεται απέναντί του ένα ταλαιπωρημένο γεροντάκι μέ κοντό γενάκι και ξυρισμένο κεφάλι. Φορούσε ένα παλιό μπαλωμένο μπουφάν και χοντρό βαμβακερό παντελόνι. Ο φάκελλός του αποκάλυπτε το λαμπρό παρελθόν ενός σπουδαίου ανθρώπου: ήταν γόνος οικογενείας επιφανών επιστημόνων. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, έγινε γνωστός τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στο εξωτερικό, σαν έξοχος τεχνοκρίτης και συγγραφέας περισπούδαστων μελετημάτων για την πρώιμη ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική. Βαθιά πιστός χριστιανός, είχε χειροτονηθεί ιερομόναχος και χειραγωγούσε πνευματικά μια μεγάλη ορθόδοξη κοινότητα, πού, σύμφωνα με τά στοιχεία της Αστυνομίας, δεν διαλύθηκε ακόμα κι όταν τον φυλάκισαν.

«Όσο ζούσε ελεύθερο αυτό το γεροντάκι», σκεφτόταν ο Ταγματάρχης, «συνταίριαζε την Πίστη με την Επιστήμη. Κάθε βιβλίο του ήταν ένας ύμνος στην ομορφιά της Ρωσίας, κάθε άρθρο του ένα προσκλητήριο φιλοτεχνίας και φιλοπατρίας. Τώρα όλα τούτα χάθηκαν μαζί του. Όπου νά' ναι θα τον επισκεφθεί ο θάνατος…»

Οι ικεσίες δύο γυναικών, της αγαπημένης του συζύγου και της Βέρας Ντανίλοβα, είχαν οδηγήσει τον Ταγματάρχη στην τολμηρή απόφαση να βοηθήσει τον π. Αρσένιο. Η Βέρα, πού ήταν γιατρός, με αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια είχε σώσει κάποτε από βέβαιο θάνατο τη σύζυγό του και την κόρη του. Βέβαια, κάτω από τις συνθήκες παρακολουθήσεως και αλληλοκαταδόσεων, πού επικρατούσαν στο στρατόπεδο, κάθε σχετικό εγχείρημα ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο Ταγματάρχης όμως το αποτόλμησε και για έναν άλλο λόγο: από μια ακατανίκητη εσωτερική παρόρμηση να γνωρίσει τον π. Αρσένιο και να συνδεθεί μαζί του.

Ο παππούλης είχε κλείσει τά μάτια και φαινόταν βυθισμένος στον εαυτό του, λές και ταξίδευε νοερά σ' άλλους κόσμους… Ξαφνικά σαν να συνήλθε. Κοίταξε τον ταγματάρχη και είπε ήρεμα:

Σας ευχαριστώ γι' αυτή την ευεργεσία. Στο όνομα του Κυρίου σας ευχαριστώ.

Τά μάτια του είχαν εντυπωσιάσει τον Ταγματάρχη περισσότερο από το καθετί άλλο. Τι μάτια ήταν αυτά! Γεμάτα φώς και δύναμη, ακτινοβολούσαν απέραντη καλοσύνη και βαθειά ψυχογνωσία. Όχι, ο π. Αρσένιος δεν ήταν ένας ταλαίπωρος, γερασμένος και αξιολύπητος κρατούμενος, μά ένας αξιοθαύμαστος αγωνιστής, ένας άνθρωπος σπάνιος, πού, αντί να καμφθεί από τις κακουχίες τού στρατοπέδου, χαλυβδώθηκε και τελειοποιήθηκε πνευματικά.

Ο Ταγματάρχης καταλάβαινε, πώς ένα βλέμμα του π. Αρσενίου μπορούσε ν' αλλάξει τις διαθέσεις των ανθρώπων, ένας λόγος του να κάνει θαύματα, μια εντολή του ν' ανοίξει όλες τις πόρτες.

Με το πρόσωπο αλλοιωμένο, κοίταζε τώρα ψηλά, πάνω από το κεφάλι του Ταγματάρχη, σαν να έβλεπε κάποιον εκεί. Σηκώθηκε αργά, έκανε τρείς φορές το σταυρό του, έβαλε μετάνοια και ξανακάθησε.

Ο Ταγματάρχης τον ακολούθησε στις κινήσεις αυτές σχεδόν ασυναίσθητα. Σαν σε όνειρο, έβλεπε μπροστά του όχι πιά ένα γεροντάκι με μπαλωμένο μπουφάν, μά έναν ιερέα μέσα στα άμφιά του, που επιτελούσε το «μυστήριο» της προσευχής ενώπιον του Θεού. Συγκλονισμένος, θυμήθηκε κάτι μακρυνό και ξεχασμένο – όταν, μικρό παιδί, η μητέρα του τον πήγαινε στην παλιά εκκλησούλα του χωριού τους… το θυμήθηκε, και μια γλυκειά θαλπωρή τύλιξε την ψυχή του.

Ο π. Αρσένιος ξανακάθησε. Είχε γίνει πάλι ο κουρασμένος γέρος, με τά ίδια όμως φωτεινά μάτια.

Μ' έστειλαν σ' αυτό το στρατόπεδο, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Έμαθα πώς είστε κι εσείς εδώ. Το είπα στη Βέρα Ντανίλοβα, κι εκείνη με παρεκάλεσε να σας μεταφέρω ένα σημείωμά της. Σας παρακαλώ κι εγώ, όμως, να βοηθήσετε έναν άνθρωπο πού μένει στο θάλαμό σας.

Κατάλαβα… ξέρω… τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς! Θα τον βοηθήσω. Θα του μεταφέρω ό,τι μού πείτε. Όσο για σας, Σέργιε Πετρόβιτς, καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να συνηθίσετε στα νέα σας καθήκοντα, και τι δεν γίνεται εδώ μέσα!… να είστε συγκαταβατικός, στο μέτρο των δυνατοτήτων σας. Αυτό θ' ανακουφίσει κάπως τους κρατουμένους.

Ναι, είναι δύσκολα εδώ…αλλά τώρα έτσι είναι παντού – γι' αυτό κι εγώ βρέθηκα σ' αυτή τη θέση. Σφίγγεται η καρδιά σου, όταν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου: παρακολουθήσεις, καταδόσεις, σκευωρίες, εκτοπίσεις, εκτελέσεις… ντρέπομαι πού το λέω, αλλά φοβάμαι… ο επόπτης Πούπκωφ συνεχώς σας καταγγέλλει, μια για το ένα και μια για το άλλο. Είναι φανερό ότι σας αντιπαθεί. Θα βρώ τρόπο να τον «περιποιηθώ». Θα τον αντικαταστήσω με κάποιον άλλον. Η κατάσταση, πάντως, δεν θ' αλλάξει σημαντικά, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Υπομονή! Θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω όσο μπορώ – αλλά πόσο? Πολύ λίγο, το ξέρετε! Θα σας καλώ πάντα μέσω του ανθυπολοχαγού Μάρκωφ. Είν' εκείνος πού σας ανέκρινε. Άνθρωπος δύσκολος, αινιγματικός και καχύποπτος. Πρέπει ν' απαλλαγώ κι απ' αυτόν… Για να θολώσω τά νερά, θα διατάξω να σας παρακολουθούν και κατά διαστήματα να σας οδηγούν σ' εμένα για ανάκριση. Μην ανησυχείτε, η παρακολούθηση δεν θα έχει καμιάν επίπτωση στη ζωή σας, ούτε και στον προσωπικό σας φάκελλο θα σημειωθεί τίποτα. Στον Αλέξανδρο Παύλοβιτς να πείτε, ότι ο Στρατηγός Σέργιος Πετρόβιτς Αμπρόσιμωφ υποβιβάσθηκε σε Ταγματάρχη και είναι τώρα εδώ. Πολλοί σύντροφοι και παλαιοί συναγωνιστές θυμούνται τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς, μά δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Κάποιοι πήγαν και μίλησαν στον Γενικό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Άς καθήσει ακόμα κάμποσο καιρό» είναι η απάντησή του. Και στο μεταξύ ο αντικαταστάτης του κάνει ό,τι μπορεί για να τον βγάλει από τη μέση. Είναι και άλλοι πού θέλουν να τον ξεφορτωθούν, αφενός γιατί ξέρει πολλά και αφετέρου γιατί είναι ιδεολόγος, ακέραιος, ευθύς… και τέτοιους δεν τους θέλουν. Με τις πιο απίθανες συκοφαντίες προσπάθησαν να αποσπάσουν τη συγκατάθεση του Πρώτου για να τον στείλουν στο απόσπασμα, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γι' αυτό κατέφυγαν τώρα σε πιο βρώμικες μεθοδεύσεις. Έχω την πληροφορία ότι πλεύρισαν έναν εγκληματία του θαλάμου σας, τον Ιβάν Κάριϊ, και τον σπρώχνουν στη δολοφονία του Αλεξάνδρου Παύλοβιτς. Να… δώστε του αυτό το σημείωμα. Είναι από τη γυναίκα του. Θα τον παρηγορήσει και θα τον ενισχύσει. Συμπαρασταθείτε του κι εσείς. Να φυλάγεται από τον κρατούμενο Σαβούσκιν, πρώην Γραμματέα του Κόμματος. Ενεργεί ύπουλα εναντίον του. Και τώρα… πρέπει να υπογράψετε το καθιερωμένο πρακτικό ανακρίσεως. Τι να γράψουμε όμως?… δεν πειράζει, το αφήνουμε για την επόμενη συνάντησή μας. Μπορείτε να πηγαίνετε…

Ο π. Αρσένιος χαμογέλασε. Πήρε ένα λευκό φύλλο χαρτιού από το τραπέζι και το υπέγραψε.

Γράψτε ό,τι πρέπει, είπε.

Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε και τον πλησίασε. Με μιάν απροσδόκητη κίνηση, τον έπιασε από τους ώμους και είπε:

Να με θυμάστε…

Κουρασμένος αλλά γεμάτος βιώματα και εντυπώσεις ο π. Αρσένιος γύρισε στο θάλαμο. Έπεσε αμέσως στο κρεβάτι του, δοξολογώντας τον Κύριο με στίχους από το αγαπημένο του Ψαλτήρι:

«Ευλογητός ο Θεός, ός ουκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ' εμού»… «Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε»… «Ελέησόν με, ο Θεός»…

Οι άλλοι τον περίμεναν με αγωνία – ήταν πιθανό να μην επιστρέψει. Ωστόσο, όταν μπήκε, κανείς δεν τον ρώτησε τίποτα. Ήταν άγραφος νόμος στο στρατόπεδο:κάλεσαν κάποιον στο Ειδικό Τμήμα? Αν γύρισε, μην τον ρωτάς τι έγινε εκεί. Αλλιώς θα πέσει βαρειά επάνω σου η υποψία ότι κάτι φοβάσαι. Με τον καιρό θα μιλήσει ο ίδιος – αν μιλήσει.

Ο π. Αρσένιος δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Θαύμαζε την πρόνοια του Θεού και προσευχόταν αδιάλειπτα.

Το πρωί σηκώθηκε και καταπιάστηκε με τις δουλειές. Η καρδιά του σκιρτούσε από μια θεία χαρά.

Ο επόπτης Πούπκωφ – ο Βεσιόλιϊ – μπήκε μια-δυό φορές στο θάλαμο κι έριξε μια γρήγορα ματιά παντού.

Έ, παπά! φώναξε. Δεν σε ξέκαναν στο Ειδικό? Έννοια σου, και θα σε ξεκάνουν!

Βγήκε γελώντας.

Το βράδυ, όταν οι κρατούμενοι γύρισαν στην παράγκα, ο π. Αρσένιος πλησίασε τον Αφσένκωφ.

Αλέξανδρε Παύλοβιτς, τον παρακάλεσε, βοηθήστε με να κόψω ξύλα, διαφορετικά δεν θα προλάβω μέχρι την επιθεώρηση.

Η επιθεώρηση θα γινόταν σε μιάν ώρα περίπου. Ξύλα μπορούσαν να σχίζουν και το βράδυ.

Βγήκαν έξω. Οι προβολείς φώτιζαν άπλετα όλη την περιοχή.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε πάνω απ' το σωρό, πήρε ένα κούτσουρο και το έδωσε στον Αφσένκωφ.

Πάρτε αυτό εδώ, καθώς και το σημείωμα. Προσέξτε μη σας πέσει κάτω! Να το διαβάσετε με τρόπο, και μετά να το καταπιείτε! Θα σας εξηγήσω αργότερα…

Τι σημείωμα? ρώτησε ο Αφσένκωφ σαν χαμένος. Τι?…

Το άρπαξε και πήγε κάτω από το πιο κοντινό φανάρι. Κάνοντας ότι περιεργάζεται τάχα το κούτσουρο στο φώς, διάβασε το σημείωμα μια φορά κι ύστερα δεύτερη. Καυτά δάκρυα άρχισαν να χαρακώνουν το πρόσωπό του.

Καταπιείτε το! Ψιθύρισε επιτακτικά ο π. Αρσένιος. Και συγκρατηθείτε!…

Καθώς έσχιζαν και συγκέντρωναν τά ξύλα τού διηγήθηκε βιαστικά όσα είχε μάθει από τον Αμπρόσιμωφ.

Πέτρε Αντρέγιεβιτς! Αναφώνησε ο Αφσένκωφ. Πάτερ Αρσένιε! Ως τώρα δεν πίστευα στο Θεό. Αρχίζω όμως να πιστεύω – πρέπει να πιστέψω! Είναι ένα σημείωμα από τον αξέχαστο φίλο μου Σέργιο Πετρόβιτς. Μού μεταφέρει γράμμα από τη γυναίκα μου, την Αικατερίνα, με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Παλιά καραβάνα ο Σέργιος Πετρόβιτς. Ατρόμητος! Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, δεν έχουν βουλιάξει όλοι στην ατιμία. Η Αικατερίνα γράφει ότι προσεύχεται στο Θεό για μένα. Σίγουρα προσεύχεται ολόθερμα… Κι εσείς εδώ, σ' αυτόν τον άδη, με βοηθάτε, ζεσταίνετε την παγωμένη καρδιά μου, δεν μ' αφήνετε μονάχο με τις μαύρες σκέψεις μου… Και μήπως μόνο εμένα? Τόσους και τόσους… κοιτάξτε τον Σαζίκωφ! Πώς ήταν και πώς έγινε? Αυτός ο σκληροτράχηλος άνθρωπος μαλάκωσε ανέλπιστα και δέχεται ό,τι κι αν του πείτε. Εσείς ίσως δεν το βλέπετε, εγώ όμως το βλέπω. Βέβαια, δεν τά επιτελείτε όλ' αυτά με τη δική σας δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Θεού σας. Δεν ξέρω αν ποτέ θα γίνω βαθιά πιστός, ξέρω όμως – γιατί το βλέπω – ότι Εκείνος υπάρχει! Ο Θεός υπάρχει!

Κουβάλησαν τά ξύλα στην παράγκα. Ο Σαζίκωφ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ήρθε να τους βοηθήσει στη μεταφορά. Ο π. Αρσένιος γνώριζε καλά ότι μπορούσε να το εμπιστευθεί. Του διηγήθηκε, λοιπόν, όσα είχε μάθει από τον Ταγματάρχη.

…Θέλουν να βγάλουν από τη μέση τον Αφσένκωφ χρησιμοποιώντας κάποιον κρατούμενο, ίσως τον Ιβάν Κάριϊ. Κάνε κάτι. Μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις, Σεραφείμ Αλεξάντροβιτς.

Είχε αλλάξει το όνομα του Σαζίκωφ από Ιβάν σε Σεραφείμ. Έτσι τον αποκαλούσε στις προσωπικές τους επαφές.

Εξαιρετική περίπτωση, είπε εκείνος. Θα βοηθήσουμε. Θα προστατέψουμε τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς. Είναι καλός άνθρωπος, καθαρός και ίσιος. Μη φοβάστε. Έχουμε κι εμείς τους τρόπους μας… και τά μυστικά μας… Θα μιλήσω στα παιδιά. Θα τον προστατέψουμε!


06. Ο ταγματάρχης 06. The Major

Ο επόπτης Βεσιόλιϊ ήταν στις κακές του. Τρείς φορές ήρθε τη μέρα εκείνη στην παράγκα για έλεγχο, βλαστημώντας ασταμάτητα. Όλα τά έβρισκε στραβά. Την τρίτη φορά χτύπησε τον π. Αρσένιο στο πρόσωπο. Έφυγε τρίζοντας τά δόντια.

Το βράδυ κάλεσαν τον μπάτουσκα στο Ειδικό Τμήμα. Κακό σημάδι…

Το Ειδικό Τμήμα ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κρατουμένων. Εκεί έπαιρναν συμπληρωματικές καταθέσεις και αποσπούσαν ομολογίες υπαρκτών ή ανύπαρκτων παραπτωμάτων με άσκηση φοβερής ψυχολογικής και σωματικής βίας. Ζητούσαν επίσης από τον ανακρινόμενο να γίνει μυστικός συνεργάτης τους και καταδότης των συγκρατουμένων του. Αν δεν δεχόταν, τον βασάνιζαν απάνθρωπα. Μόνο σε μια περίπτωση ήταν φιλικοί: όταν καλούσαν κάποιον για να του ανακοινώσουν την απόφαση παρατάσεως του εγκλεισμού του στο στρατόπεδο.

Εικοσιπέντε περίπου άτομα στελέχωναν το Ειδικό Τμήμα. Οι περισσότεροι προέρχονταν από άλλες κρατικές υπηρεσίες, αλλά είχαν υποπέσει σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, πού τους είχε στοιχίσει τη δυσμενή μετάθεση – ουσιαστικά εξορία – σ' αυτό το απόκεντρο στρατόπεδο. Ήταν μέθυσοι, ανάλγητοι και ατσίδες στις ανακρίσεις – «παραδέχεσαι πώς είσαι ένοχος για όλα»!

Τον π. Αρσένιο τον ανέκρινε ένας εικοσιεπτάχρονος ανθυπολοχαγός. ‘Αρχισε, όπως πάντα, με τυπικά ερωτήματα: όνομα, επώνυμο, αιτία καταδίκης, κ.λπ.

Ο π. Αρσένιος απαντούσε ήρεμα.

Ξάφνου ο ανθυπολοχαγός ούρλιαξε:

Τά ξέρουμε όλα! Μίλα!…

Φωνές… απειλές… και τέλος η αποκάλυψη:

Ομολόγησε ότι υποκινούσες σε στάση τους κρατουμένους!

Τώρα ο π. Αρσένιος σώπαινε και προσευχόταν.

Ο ανθυπολοχαγός φοβέριζε, βλαστημούσε, χτυπούσε τις γροθιές του στο τραπέζι. Καθώς όμως όλα τούτα δεν έφερναν αποτέλεσμα, σηκώθηκε και γρύλλισε:

Δεν μιλάς? Καλά, λοιπόν! Τώρα θα περάσεις στον Ταγματάρχη… κι αν σού βαστάει, μην ομολογήσεις!

Βγήκε βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Γύρισε μετά από δέκα λεπτά και πρόσταξε τον π. Αρσένιο να τον ακολουθήσει.

Πήγαν στο γραφείο του Ταγματάρχη, πού μόλις λίγες μέρες πρίν είχε διοριστεί στη θέση του Προϊσταμένου του Ειδικού Τμήματος.

Αφήστε μας μόνους, είπε στεγνά ο Ταγματάρχης στον ανθυπολοχαγό, παίρνοντας στα χέρια του τον φάκελλο του π. Αρσενίου.

Ο ανθυπολοχαγός αποσύρθηκε αθόρυβα.

Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε, πήγε ως την πόρτα, την κλείδωσε και ξανακάθησε στη θέση του. Άνοιξε το φάκελλο και άρχισε να μελετάει τά έγγραφα.

Ο π. Αρσένιος, όρθιος μπροστά του, δεν είχε στο νού του τίποτ' άλλο πέρ' από την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».

Πέρασαν μερικά λεπτά νεκρικής σιγής.

Καθήστε, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Εγώ έδωσα εντολή να σας καλέσουν…

Ήταν η φωνή του Ταγματάρχη, απροσδόκητα ευγενική, σχεδόν τρυφερή.

Ο π. Αρσένιος κάθησε. «Τώρα θ' αρχίσουν», συλλογίστηκε. «Κύριε, ελέησέ με! Σε σένα μόνο ελπίζω»!

Ο Ταγματάρχης έσκυψε πάλι πάνω απ' το φάκελλο. Τά μάτια του στάθηκαν για λίγο στη φωτογραφία του π. Αρσενίου. Καθώς την παρατηρούσε, ξεκούμπωσε αργά την αριστερή επάνω τσέπη του στρατιωτικού του χιτωνίου και έβγαλε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτιού.

Πάρτε το, είπε προτείνοντάς το στον π. Αρσένιο. Είναι ένα σημείωμα για σας από τη Βέρα Ντανίλοβα. Ζεί και είναι καλά. Διαβάστε το!

Άναυδος ο π. Αρσένιος, άπλωσε το χέρι του και το πήρε σχεδόν μηχανικά. Τα είχε χαμένα. Τι να πιστέψει?…

Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και διάβασε:

«Σεβαστέ π. Αρσένιε,

Το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Εκείνος σας φύλαξε. Μην ξαφνιάζεστε με τίποτα.

Δείξτε εμπιστοσύνη. Να προσεύχεσθε για μάς τους αμαρτωλούς. Ο Θεός έσωσε πολλούς από μας.

Βέρα».

Η υπογραφή ήταν πράγματι της Βέρας Ντανίλοβα, της αδελφής Βέρας, μιάς από τις πιο πιστές θυγατέρες του. Δεν υπήρχε, άλλωστε, αμφιβολία πώς το σημείωμα ήταν γραμμένο από την ίδια, γιατί κάποτε είχαν συμφωνήσει, όταν θα αλληλογραφούσαν, να δίνουν ένα χαρακτηριστικό σχήμα σε ορισμένα γράμματα της λέξης «προσεύχεσθε». Τότε?…

«Κύριε! Σ' ευγνωμονώ πού οικονόμησες να μάθω για τά πνευματικά μου παιδιά! Σ' ευχαριστώ, Κύριε, για το μεγάλο Σου έλεος!».

Ο Ταγματάρχης πήρε το σημείωμα μέσ' από τά χέρια του π. Αρσενίου και του έβαλε φωτιά μ' ένα σπίρτο. Το παρατηρούσαν κι οι δυό σιωπηλά, ώσπου έγινε στάχτη. Ύστερα σήκωσαν αργά τά μάτια τους και κοιτάχτηκαν με ανάμικτα αισθήματα.

Ο Ταγματάρχης έβλεπε να κάθεται απέναντί του ένα ταλαιπωρημένο γεροντάκι μέ κοντό γενάκι και ξυρισμένο κεφάλι. Φορούσε ένα παλιό μπαλωμένο μπουφάν και χοντρό βαμβακερό παντελόνι. Ο φάκελλός του αποκάλυπτε το λαμπρό παρελθόν ενός σπουδαίου ανθρώπου: ήταν γόνος οικογενείας επιφανών επιστημόνων. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, έγινε γνωστός τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στο εξωτερικό, σαν έξοχος τεχνοκρίτης και συγγραφέας περισπούδαστων μελετημάτων για την πρώιμη ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική. Βαθιά πιστός χριστιανός, είχε χειροτονηθεί ιερομόναχος και χειραγωγούσε πνευματικά μια μεγάλη ορθόδοξη κοινότητα, πού, σύμφωνα με τά στοιχεία της Αστυνομίας, δεν διαλύθηκε ακόμα κι όταν τον φυλάκισαν.

«Όσο ζούσε ελεύθερο αυτό το γεροντάκι», σκεφτόταν ο Ταγματάρχης, «συνταίριαζε την Πίστη με την Επιστήμη. Κάθε βιβλίο του ήταν ένας ύμνος στην ομορφιά της Ρωσίας, κάθε άρθρο του ένα προσκλητήριο φιλοτεχνίας και φιλοπατρίας. Τώρα όλα τούτα χάθηκαν μαζί του. Όπου νά' ναι θα τον επισκεφθεί ο θάνατος…»

Οι ικεσίες δύο γυναικών, της αγαπημένης του συζύγου και της Βέρας Ντανίλοβα, είχαν οδηγήσει τον Ταγματάρχη στην τολμηρή απόφαση να βοηθήσει τον π. Αρσένιο. Η Βέρα, πού ήταν γιατρός, με αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια είχε σώσει κάποτε από βέβαιο θάνατο τη σύζυγό του και την κόρη του. Βέβαια, κάτω από τις συνθήκες παρακολουθήσεως και αλληλοκαταδόσεων, πού επικρατούσαν στο στρατόπεδο, κάθε σχετικό εγχείρημα ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο Ταγματάρχης όμως το αποτόλμησε και για έναν άλλο λόγο: από μια ακατανίκητη εσωτερική παρόρμηση να γνωρίσει τον π. Αρσένιο και να συνδεθεί μαζί του.

Ο παππούλης είχε κλείσει τά μάτια και φαινόταν βυθισμένος στον εαυτό του, λές και ταξίδευε νοερά σ' άλλους κόσμους… Ξαφνικά σαν να συνήλθε. Κοίταξε τον ταγματάρχη και είπε ήρεμα:

Σας ευχαριστώ γι' αυτή την ευεργεσία. Στο όνομα του Κυρίου σας ευχαριστώ.

Τά μάτια του είχαν εντυπωσιάσει τον Ταγματάρχη περισσότερο από το καθετί άλλο. Τι μάτια ήταν αυτά! Γεμάτα φώς και δύναμη, ακτινοβολούσαν απέραντη καλοσύνη και βαθειά ψυχογνωσία. Όχι, ο π. Αρσένιος δεν ήταν ένας ταλαίπωρος, γερασμένος και αξιολύπητος κρατούμενος, μά ένας αξιοθαύμαστος αγωνιστής, ένας άνθρωπος σπάνιος, πού, αντί να καμφθεί από τις κακουχίες τού στρατοπέδου, χαλυβδώθηκε και τελειοποιήθηκε πνευματικά.

Ο Ταγματάρχης καταλάβαινε, πώς ένα βλέμμα του π. Αρσενίου μπορούσε ν' αλλάξει τις διαθέσεις των ανθρώπων, ένας λόγος του να κάνει θαύματα, μια εντολή του ν' ανοίξει όλες τις πόρτες.

Με το πρόσωπο αλλοιωμένο, κοίταζε τώρα ψηλά, πάνω από το κεφάλι του Ταγματάρχη, σαν να έβλεπε κάποιον εκεί. Σηκώθηκε αργά, έκανε τρείς φορές το σταυρό του, έβαλε μετάνοια και ξανακάθησε.

Ο Ταγματάρχης τον ακολούθησε στις κινήσεις αυτές σχεδόν ασυναίσθητα. Σαν σε όνειρο, έβλεπε μπροστά του όχι πιά ένα γεροντάκι με μπαλωμένο μπουφάν, μά έναν ιερέα μέσα στα άμφιά του, που επιτελούσε το «μυστήριο» της προσευχής ενώπιον του Θεού. Συγκλονισμένος, θυμήθηκε κάτι μακρυνό και ξεχασμένο – όταν, μικρό παιδί, η μητέρα του τον πήγαινε στην παλιά εκκλησούλα του χωριού τους… το θυμήθηκε, και μια γλυκειά θαλπωρή τύλιξε την ψυχή του.

Ο π. Αρσένιος ξανακάθησε. Είχε γίνει πάλι ο κουρασμένος γέρος, με τά ίδια όμως φωτεινά μάτια.

Μ' έστειλαν σ' αυτό το στρατόπεδο, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Έμαθα πώς είστε κι εσείς εδώ. Το είπα στη Βέρα Ντανίλοβα, κι εκείνη με παρεκάλεσε να σας μεταφέρω ένα σημείωμά της. Σας παρακαλώ κι εγώ, όμως, να βοηθήσετε έναν άνθρωπο πού μένει στο θάλαμό σας.

Κατάλαβα… ξέρω… τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς! Θα τον βοηθήσω. Θα του μεταφέρω ό,τι μού πείτε. Όσο για σας, Σέργιε Πετρόβιτς, καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να συνηθίσετε στα νέα σας καθήκοντα, και τι δεν γίνεται εδώ μέσα!… να είστε συγκαταβατικός, στο μέτρο των δυνατοτήτων σας. Αυτό θ' ανακουφίσει κάπως τους κρατουμένους.

Ναι, είναι δύσκολα εδώ…αλλά τώρα έτσι είναι παντού – γι' αυτό κι εγώ βρέθηκα σ' αυτή τη θέση. Σφίγγεται η καρδιά σου, όταν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου: παρακολουθήσεις, καταδόσεις, σκευωρίες, εκτοπίσεις, εκτελέσεις… ντρέπομαι πού το λέω, αλλά φοβάμαι… ο επόπτης Πούπκωφ συνεχώς σας καταγγέλλει, μια για το ένα και μια για το άλλο. Είναι φανερό ότι σας αντιπαθεί. Θα βρώ τρόπο να τον «περιποιηθώ». Θα τον αντικαταστήσω με κάποιον άλλον. Η κατάσταση, πάντως, δεν θ' αλλάξει σημαντικά, Πέτρε Αντρέγιεβιτς. Υπομονή! Θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω όσο μπορώ – αλλά πόσο? Πολύ λίγο, το ξέρετε! Θα σας καλώ πάντα μέσω του ανθυπολοχαγού Μάρκωφ. Είν' εκείνος πού σας ανέκρινε. Άνθρωπος δύσκολος, αινιγματικός και καχύποπτος. Πρέπει ν' απαλλαγώ κι απ' αυτόν… Για να θολώσω τά νερά, θα διατάξω να σας παρακολουθούν και κατά διαστήματα να σας οδηγούν σ' εμένα για ανάκριση. Μην ανησυχείτε, η παρακολούθηση δεν θα έχει καμιάν επίπτωση στη ζωή σας, ούτε και στον προσωπικό σας φάκελλο θα σημειωθεί τίποτα. Στον Αλέξανδρο Παύλοβιτς να πείτε, ότι ο Στρατηγός Σέργιος Πετρόβιτς Αμπρόσιμωφ υποβιβάσθηκε σε Ταγματάρχη και είναι τώρα εδώ. Πολλοί σύντροφοι και παλαιοί συναγωνιστές θυμούνται τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς, μά δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Κάποιοι πήγαν και μίλησαν στον Γενικό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Άς καθήσει ακόμα κάμποσο καιρό» είναι η απάντησή του. Και στο μεταξύ ο αντικαταστάτης του κάνει ό,τι μπορεί για να τον βγάλει από τη μέση. Είναι και άλλοι πού θέλουν να τον ξεφορτωθούν, αφενός γιατί ξέρει πολλά και αφετέρου γιατί είναι ιδεολόγος, ακέραιος, ευθύς… και τέτοιους δεν τους θέλουν. Με τις πιο απίθανες συκοφαντίες προσπάθησαν να αποσπάσουν τη συγκατάθεση του Πρώτου για να τον στείλουν στο απόσπασμα, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γι' αυτό κατέφυγαν τώρα σε πιο βρώμικες μεθοδεύσεις. Έχω την πληροφορία ότι πλεύρισαν έναν εγκληματία του θαλάμου σας, τον Ιβάν Κάριϊ, και τον σπρώχνουν στη δολοφονία του Αλεξάνδρου Παύλοβιτς. Να… δώστε του αυτό το σημείωμα. Είναι από τη γυναίκα του. Θα τον παρηγορήσει και θα τον ενισχύσει. Συμπαρασταθείτε του κι εσείς. Να φυλάγεται από τον κρατούμενο Σαβούσκιν, πρώην Γραμματέα του Κόμματος. Ενεργεί ύπουλα εναντίον του. Και τώρα… πρέπει να υπογράψετε το καθιερωμένο πρακτικό ανακρίσεως. Τι να γράψουμε όμως?… δεν πειράζει, το αφήνουμε για την επόμενη συνάντησή μας. Μπορείτε να πηγαίνετε…

Ο π. Αρσένιος χαμογέλασε. Πήρε ένα λευκό φύλλο χαρτιού από το τραπέζι και το υπέγραψε.

Γράψτε ό,τι πρέπει, είπε.

Ο Ταγματάρχης σηκώθηκε και τον πλησίασε. Με μιάν απροσδόκητη κίνηση, τον έπιασε από τους ώμους και είπε:

Να με θυμάστε…

Κουρασμένος αλλά γεμάτος βιώματα και εντυπώσεις ο π. Αρσένιος γύρισε στο θάλαμο. Έπεσε αμέσως στο κρεβάτι του, δοξολογώντας τον Κύριο με στίχους από το αγαπημένο του Ψαλτήρι:

«Ευλογητός ο Θεός, ός ουκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ' εμού»… «Ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε»… «Ελέησόν με, ο Θεός»…

Οι άλλοι τον περίμεναν με αγωνία – ήταν πιθανό να μην επιστρέψει. Ωστόσο, όταν μπήκε, κανείς δεν τον ρώτησε τίποτα. Ήταν άγραφος νόμος στο στρατόπεδο:κάλεσαν κάποιον στο Ειδικό Τμήμα? Αν γύρισε, μην τον ρωτάς τι έγινε εκεί. Αλλιώς θα πέσει βαρειά επάνω σου η υποψία ότι κάτι φοβάσαι. Με τον καιρό θα μιλήσει ο ίδιος – αν μιλήσει.

Ο π. Αρσένιος δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Θαύμαζε την πρόνοια του Θεού και προσευχόταν αδιάλειπτα.

Το πρωί σηκώθηκε και καταπιάστηκε με τις δουλειές. Η καρδιά του σκιρτούσε από μια θεία χαρά.

Ο επόπτης Πούπκωφ – ο Βεσιόλιϊ – μπήκε μια-δυό φορές στο θάλαμο κι έριξε μια γρήγορα ματιά παντού.

Έ, παπά! φώναξε. Δεν σε ξέκαναν στο Ειδικό? Έννοια σου, και θα σε ξεκάνουν!

Βγήκε γελώντας.

Το βράδυ, όταν οι κρατούμενοι γύρισαν στην παράγκα, ο π. Αρσένιος πλησίασε τον Αφσένκωφ.

Αλέξανδρε Παύλοβιτς, τον παρακάλεσε, βοηθήστε με να κόψω ξύλα, διαφορετικά δεν θα προλάβω μέχρι την επιθεώρηση.

Η επιθεώρηση θα γινόταν σε μιάν ώρα περίπου. Ξύλα μπορούσαν να σχίζουν και το βράδυ.

Βγήκαν έξω. Οι προβολείς φώτιζαν άπλετα όλη την περιοχή.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε πάνω απ' το σωρό, πήρε ένα κούτσουρο και το έδωσε στον Αφσένκωφ.

Πάρτε αυτό εδώ, καθώς και το σημείωμα. Προσέξτε μη σας πέσει κάτω! Να το διαβάσετε με τρόπο, και μετά να το καταπιείτε! Θα σας εξηγήσω αργότερα…

Τι σημείωμα? ρώτησε ο Αφσένκωφ σαν χαμένος. Τι?…

Το άρπαξε και πήγε κάτω από το πιο κοντινό φανάρι. Κάνοντας ότι περιεργάζεται τάχα το κούτσουρο στο φώς, διάβασε το σημείωμα μια φορά κι ύστερα δεύτερη. Καυτά δάκρυα άρχισαν να χαρακώνουν το πρόσωπό του.

Καταπιείτε το! Ψιθύρισε επιτακτικά ο π. Αρσένιος. Και συγκρατηθείτε!…

Καθώς έσχιζαν και συγκέντρωναν τά ξύλα τού διηγήθηκε βιαστικά όσα είχε μάθει από τον Αμπρόσιμωφ.

Πέτρε Αντρέγιεβιτς! Αναφώνησε ο Αφσένκωφ. Πάτερ Αρσένιε! Ως τώρα δεν πίστευα στο Θεό. Αρχίζω όμως να πιστεύω – πρέπει να πιστέψω! Είναι ένα σημείωμα από τον αξέχαστο φίλο μου Σέργιο Πετρόβιτς. Μού μεταφέρει γράμμα από τη γυναίκα μου, την Αικατερίνα, με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Παλιά καραβάνα ο Σέργιος Πετρόβιτς. Ατρόμητος! Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, δεν έχουν βουλιάξει όλοι στην ατιμία. Η Αικατερίνα γράφει ότι προσεύχεται στο Θεό για μένα. Σίγουρα προσεύχεται ολόθερμα… Κι εσείς εδώ, σ' αυτόν τον άδη, με βοηθάτε, ζεσταίνετε την παγωμένη καρδιά μου, δεν μ' αφήνετε μονάχο με τις μαύρες σκέψεις μου… Και μήπως μόνο εμένα? Τόσους και τόσους… κοιτάξτε τον Σαζίκωφ! Πώς ήταν και πώς έγινε? Αυτός ο σκληροτράχηλος άνθρωπος μαλάκωσε ανέλπιστα και δέχεται ό,τι κι αν του πείτε. Εσείς ίσως δεν το βλέπετε, εγώ όμως το βλέπω. Βέβαια, δεν τά επιτελείτε όλ' αυτά με τη δική σας δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Θεού σας. Δεν ξέρω αν ποτέ θα γίνω βαθιά πιστός, ξέρω όμως – γιατί το βλέπω – ότι Εκείνος υπάρχει! Ο Θεός υπάρχει!

Κουβάλησαν τά ξύλα στην παράγκα. Ο Σαζίκωφ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ήρθε να τους βοηθήσει στη μεταφορά. Ο π. Αρσένιος γνώριζε καλά ότι μπορούσε να το εμπιστευθεί. Του διηγήθηκε, λοιπόν, όσα είχε μάθει από τον Ταγματάρχη.

…Θέλουν να βγάλουν από τη μέση τον Αφσένκωφ χρησιμοποιώντας κάποιον κρατούμενο, ίσως τον Ιβάν Κάριϊ. Κάνε κάτι. Μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις, Σεραφείμ Αλεξάντροβιτς.

Είχε αλλάξει το όνομα του Σαζίκωφ από Ιβάν σε Σεραφείμ. Έτσι τον αποκαλούσε στις προσωπικές τους επαφές.

Εξαιρετική περίπτωση, είπε εκείνος. Θα βοηθήσουμε. Θα προστατέψουμε τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς. Είναι καλός άνθρωπος, καθαρός και ίσιος. Μη φοβάστε. Έχουμε κι εμείς τους τρόπους μας… και τά μυστικά μας… Θα μιλήσω στα παιδιά. Θα τον προστατέψουμε!