×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 05. Σταματήστε!

05. Σταματήστε!

Έπιασαν φοβερές παγωνιές. Οι κρατούμενοι, δουλεύοντας όλη μέρα μέσα στο φαρμακερό κρύο, αποξύλιαζαν.

Πέθαιναν πολλοί!…. Σχεδόν κάθε βράδυ γύριζαν στο θάλαμο λιγότεροι. Σύντομα όμως ο αριθμός τους συμπληρωνόταν με άλλους.

Η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους πολιτικούς κρατούμενους. Μετά τη δουλειά, κατάκοποι και ξεπαγιασμένοι καθώς ήταν, δεν είχαν άλλη παρηγοριά, μα ούτε και άλλην ελπίδα για να κρατηθούν στη ζωή, από το φτωχικό συσσίτιο.

Μια φορά, λοιπόν, οι ποινικοί κατάδικοι τους άρπαξαν με τη βία το ψωμί. Όταν αυτό έγινε και την επομένη μέρα, ο κόμπος έφτασε στο χτένι.

Μετά το φαγητό, όταν όλοι μαζεύτηκαν στην παράγκα και οι πόρτες κλείστηκαν, άναψε καβγάς θανάσιμος ανάμεσα στους πολιτικούς κρατουμένους και τους εγκληματίες.

Επικεφαλής των πολιτικών ήταν ο Αφσένκωφ, δυό-τρεις πρώην στρατιωτικοί και πέντε διανοούμενοι, ενώ των ποινικών ο Ιβάν Κάριι, διαβόητος κακοποιός, ταραχοποιός και δολοφόνος. Ακαταγώνιστος χαρτοπαίκτης, είχε ένα μακάβριο χόμπυ: Έπαιζε στα χαρτιά ανθρώπινες ζωές!

Οι πολιτικοί φώναζαν με αγανάκτηση:

-Φτάνει πιά! Απαιτούμε δικαιοσύνη και τάξη!

Οι ποινικοί απαντούσαν με προκλητικό σαρκασμό:

-Αρπάζαμε και θα αρπάζουμε!…

Ήξεραν, βλέπετε, πώς η διοίκηση του στρατοπέδου δεν θα υπερασπιζόταν ποτέ τους πολιτικούς κρατουμένους.

Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες γροθιές. Μετά από λίγο χρησιμοποιήθηκαν σαν όπλα τα κούτσουρα. Μερικοί εγκληματίες έβγαλαν και μαχαίρια. (Στο στρατόπεδο απαγορευόταν αυστηρά η κατοχή μαχαιριών. Οι επόπτες έκαναν συχνά έρευνες, αλλά σχεδόν ποτέ δεν τα έβρισκαν).

Μαχαίρωσαν έναν στρατιωτικό και άνοιξαν τα κεφάλια μερικών άλλων. Οι ποινικοί ενεργούσαν μεθοδικά και με άνεση επαγγελματική. Οι περισσότεροι πολιτικοί, απεναντίας, μόνο πού φώναζαν. Δίσταζαν, από το φόβο, να βοηθήσουν τους δικούς τους.

Οι εγκληματίες χτυπούσαν αλύπητα. Συντριπτική ήταν η υπεροχή τους και βέβαιος ο θρίαμβός τους.

Το πάτωμα του θαλάμου είχε κοκκινίσει από το αίμα…

Ο π. Αρσένιος έτρεξε κι έπεσε στα πόδια του Σαζίκωφ.

-Ιβάν Αλεξάντροβιτς! τον ικέτεψε. Βοηθήστε! Βοηθήστε! Μαχαιρώνουν τους ανθρώπους! Δεν βλέπετε; Ποτάμι το αίμα! … Στο όνομα του Κυρίου σας παρακαλώ, σταματήστε τους! Εσάς θα σας ακούσουν!

Ο Σαζίκωφ γέλασε.

-Εμένα θ' ακούσουν; Εσύ και ο Θεός σου να βοηθήσετε!….. Α, χά! Για κοίτα! Ο Ιβάν Κάριι θα σφάξει τώρα τον δικό σου, τον Αφσένκωφ! Τους άλλους δυό τους ξάπλωσε κιόλας…. Πόσο μακριά είναι ο Θεός σου, παπά!

Αίματα, κραυγές, βλαστήμιες, βογγητά… Το αιώνιο ανθρώπινο δράμα… Με την ψυχή γεμάτη πόνο, ο π. Αρσένιος τινάχτηκε αστραπιαία καταμεσίς της συμπλοκής, Υψώνοντας τα χέρια του, φώναξε δυνατά και καθαρά:

-Στο όνομα του Χριστού, σας προστάζω: Σταματήστε!

Αφού σχημάτισε στον αέρα το σημείο του σταυρού, είπε με χαμηλωμένη φωνή:

-Φροντίστε τους τραυματίες.

Πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του. Ήταν σαν αλλοπαρμένος. Είχε βυθιστεί στην προσευχή. Δεν έβλεπε και δεν άκουγε τι γινόταν γύρω του –πώς ησύχασαν αμέσως όλοι, πώς έσυραν ως την έξοδο τους νεκρούς, πώς καταπιάστηκαν με την περιποίηση των τραυματιών. Σε λίγο μέσα στο θάλαμο δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, πέρ' από το τρίξιμο των κρεβατιών και τα μουγγρητά ενός βαριά τραυματισμένου.

-Συγχώρεσέ με, π. Αρσένιε…

Η τρεμάμενη φωνή του Σαζίκωφ έκανε τον μπάτουσκα ν' ανοίξει τα μάτια του και να επιστρέψει στην πραγματικότητα.

-Συγχώρεσέ με… Δεν πίστευα στον Θεό, μα τώρα αρχίζω να πιστεύω! Τα 'χω χαμένα… Μεγάλη η δύναμη της πίστεως! Συγχώρεσέ με πού σε ειρωνεύτηκα…

Δύο μέρες αργότερα ο Αφσένκωφ, γυρίζοντας απ' τη δουλειά, πλησίασε κι αυτός τον π. Αρσένιο. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η περίσκεψη μα και η ευγνωμοσύνη

-Σας ευχαριστώ! Με σώσατε….. Με σώσατε… Η πίστη σας στο Θεό είναι απεριόριστη. Να βλέποντάς σας, αρχίζω κι εγώ να καταλαβαίνω πώς Εκείνος υπάρχει!

Στην παράγκα κυλούσε κανονικά η ζωή -ή μάλλον τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος. Κάποιοι κρατούμενοι πέθαιναν και κάποιοι άλλοι τους αντικαθιστούσαν, ώσπου να έρθει η δική τους σειρά…

Η αρπαγή του ψωμιού σταμάτησε. Μια-δυό απόπειρες έγιναν μόνο από κάποιους αδιόρθωτους. Αυτοί όμως έφαγαν τόσο ξύλο από τους άλλους ποινικούς για το τόλμημά τους, ώστε κανένας δεν ξαναδοκίμασε ν΄ απλώσει χέρι σε ξένο μερδικό.

Ο π. Αρσένιος συνέχιζε τη διακονία του στο θάλαμο, μολονότι κάθε μέρα ένιωθε και πιό εξαντλημένος. Ζώντας ανάμεσα στους πιό διαφορετικούς ανθρώπους -διαφορετικούς στο χαρακτήρα, τη μόρφωση, την αγωγή, τις εμπειρίες- με την αγάπη του, με την καλοσύνη του, με τον θερμό και τρυφερό του λόγο, έγινε ο συνδετικός κρίκος όλων, πιστών, κομμουνιστών, εγκληματιών. Μεγάλος ψυχογνώστης, καταλάβαινε τι χρειαζόταν ο καθένας και αυτό του έδινε. Κέρδιζε τις καρδιές, μαλάκωνε τον πόνο, χάριζε ελπίδα ζωής, δίδασκε το καλό.

Ο Σαζίκωφ και ο Αφσένκωφ, χωρίς να καταλάβουν και οι ίδιοι το πώς, έγιναν φίλοι. Μα τι κοινό θα μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα σ' έναν εγκληματία κι ένα πρώην μέλος του Κόμματος;…

Ο π. Αρσένιος ήταν πού τους ένωνε!


05. Σταματήστε! 05. Stop!

Έπιασαν φοβερές παγωνιές. Οι κρατούμενοι, δουλεύοντας όλη μέρα μέσα στο φαρμακερό κρύο, αποξύλιαζαν.

Πέθαιναν πολλοί!…. Σχεδόν κάθε βράδυ γύριζαν στο θάλαμο λιγότεροι. Σύντομα όμως ο αριθμός τους συμπληρωνόταν με άλλους.

Η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους πολιτικούς κρατούμενους. Μετά τη δουλειά, κατάκοποι και ξεπαγιασμένοι καθώς ήταν, δεν είχαν άλλη παρηγοριά, μα ούτε και άλλην ελπίδα για να κρατηθούν στη ζωή, από το φτωχικό συσσίτιο.

Μια φορά, λοιπόν, οι ποινικοί κατάδικοι τους άρπαξαν με τη βία το ψωμί. Όταν αυτό έγινε και την επομένη μέρα, ο κόμπος έφτασε στο χτένι.

Μετά το φαγητό, όταν όλοι μαζεύτηκαν στην παράγκα και οι πόρτες κλείστηκαν, άναψε καβγάς θανάσιμος ανάμεσα στους πολιτικούς κρατουμένους και τους εγκληματίες.

Επικεφαλής των πολιτικών ήταν ο Αφσένκωφ, δυό-τρεις πρώην στρατιωτικοί και πέντε διανοούμενοι, ενώ των ποινικών ο Ιβάν Κάριι, διαβόητος κακοποιός, ταραχοποιός και δολοφόνος. Ακαταγώνιστος χαρτοπαίκτης, είχε ένα μακάβριο χόμπυ: Έπαιζε στα χαρτιά ανθρώπινες ζωές!

Οι πολιτικοί φώναζαν με αγανάκτηση:

-Φτάνει πιά! Απαιτούμε δικαιοσύνη και τάξη!

Οι ποινικοί απαντούσαν με προκλητικό σαρκασμό:

-Αρπάζαμε και θα αρπάζουμε!…

Ήξεραν, βλέπετε, πώς η διοίκηση του στρατοπέδου δεν θα υπερασπιζόταν ποτέ τους πολιτικούς κρατουμένους.

Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες γροθιές. Μετά από λίγο χρησιμοποιήθηκαν σαν όπλα τα κούτσουρα. Μερικοί εγκληματίες έβγαλαν και μαχαίρια. (Στο στρατόπεδο απαγορευόταν αυστηρά η κατοχή μαχαιριών. Οι επόπτες έκαναν συχνά έρευνες, αλλά σχεδόν ποτέ δεν τα έβρισκαν).

Μαχαίρωσαν έναν στρατιωτικό και άνοιξαν τα κεφάλια μερικών άλλων. Οι ποινικοί ενεργούσαν μεθοδικά και με άνεση επαγγελματική. Οι περισσότεροι πολιτικοί, απεναντίας, μόνο πού φώναζαν. Δίσταζαν, από το φόβο, να βοηθήσουν τους δικούς τους.

Οι εγκληματίες χτυπούσαν αλύπητα. Συντριπτική ήταν η υπεροχή τους και βέβαιος ο θρίαμβός τους.

Το πάτωμα του θαλάμου είχε κοκκινίσει από το αίμα…

Ο π. Αρσένιος έτρεξε κι έπεσε στα πόδια του Σαζίκωφ.

-Ιβάν Αλεξάντροβιτς! τον ικέτεψε. Βοηθήστε! Βοηθήστε! Μαχαιρώνουν τους ανθρώπους! Δεν βλέπετε; Ποτάμι το αίμα! … Στο όνομα του Κυρίου σας παρακαλώ, σταματήστε τους! Εσάς θα σας ακούσουν!

Ο Σαζίκωφ γέλασε.

-Εμένα θ' ακούσουν; Εσύ και ο Θεός σου να βοηθήσετε!….. Α, χά! Για κοίτα! Ο Ιβάν Κάριι θα σφάξει τώρα τον δικό σου, τον Αφσένκωφ! Τους άλλους δυό τους ξάπλωσε κιόλας…. Πόσο μακριά είναι ο Θεός σου, παπά!

Αίματα, κραυγές, βλαστήμιες, βογγητά… Το αιώνιο ανθρώπινο δράμα… Με την ψυχή γεμάτη πόνο, ο π. Αρσένιος τινάχτηκε αστραπιαία καταμεσίς της συμπλοκής, Υψώνοντας τα χέρια του, φώναξε δυνατά και καθαρά:

-Στο όνομα του Χριστού, σας προστάζω: Σταματήστε!

Αφού σχημάτισε στον αέρα το σημείο του σταυρού, είπε με χαμηλωμένη φωνή:

-Φροντίστε τους τραυματίες.

Πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του. Ήταν σαν αλλοπαρμένος. Είχε βυθιστεί στην προσευχή. Δεν έβλεπε και δεν άκουγε τι γινόταν γύρω του –πώς ησύχασαν αμέσως όλοι, πώς έσυραν ως την έξοδο τους νεκρούς, πώς καταπιάστηκαν με την περιποίηση των τραυματιών. Σε λίγο μέσα στο θάλαμο δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, πέρ' από το τρίξιμο των κρεβατιών και τα μουγγρητά ενός βαριά τραυματισμένου.

-Συγχώρεσέ με, π. Αρσένιε…

Η τρεμάμενη φωνή του Σαζίκωφ έκανε τον μπάτουσκα ν' ανοίξει τα μάτια του και να επιστρέψει στην πραγματικότητα.

-Συγχώρεσέ με… Δεν πίστευα στον Θεό, μα τώρα αρχίζω να πιστεύω! Τα 'χω χαμένα… Μεγάλη η δύναμη της πίστεως! Συγχώρεσέ με πού σε ειρωνεύτηκα…

Δύο μέρες αργότερα ο Αφσένκωφ, γυρίζοντας απ' τη δουλειά, πλησίασε κι αυτός τον π. Αρσένιο. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η περίσκεψη μα και η ευγνωμοσύνη

-Σας ευχαριστώ! Με σώσατε….. Με σώσατε… Η πίστη σας στο Θεό είναι απεριόριστη. Να βλέποντάς σας, αρχίζω κι εγώ να καταλαβαίνω πώς Εκείνος υπάρχει!

Στην παράγκα κυλούσε κανονικά η ζωή -ή μάλλον τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος. Κάποιοι κρατούμενοι πέθαιναν και κάποιοι άλλοι τους αντικαθιστούσαν, ώσπου να έρθει η δική τους σειρά…

Η αρπαγή του ψωμιού σταμάτησε. Μια-δυό απόπειρες έγιναν μόνο από κάποιους αδιόρθωτους. Αυτοί όμως έφαγαν τόσο ξύλο από τους άλλους ποινικούς για το τόλμημά τους, ώστε κανένας δεν ξαναδοκίμασε ν΄ απλώσει χέρι σε ξένο μερδικό.

Ο π. Αρσένιος συνέχιζε τη διακονία του στο θάλαμο, μολονότι κάθε μέρα ένιωθε και πιό εξαντλημένος. Ζώντας ανάμεσα στους πιό διαφορετικούς ανθρώπους -διαφορετικούς στο χαρακτήρα, τη μόρφωση, την αγωγή, τις εμπειρίες- με την αγάπη του, με την καλοσύνη του, με τον θερμό και τρυφερό του λόγο, έγινε ο συνδετικός κρίκος όλων, πιστών, κομμουνιστών, εγκληματιών. Μεγάλος ψυχογνώστης, καταλάβαινε τι χρειαζόταν ο καθένας και αυτό του έδινε. Κέρδιζε τις καρδιές, μαλάκωνε τον πόνο, χάριζε ελπίδα ζωής, δίδασκε το καλό.

Ο Σαζίκωφ και ο Αφσένκωφ, χωρίς να καταλάβουν και οι ίδιοι το πώς, έγιναν φίλοι. Μα τι κοινό θα μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα σ' έναν εγκληματία κι ένα πρώην μέλος του Κόμματος;…

Ο π. Αρσένιος ήταν πού τους ένωνε!