×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 04. Ο παπαδάκος

04. Ο παπαδάκος

Οι πολιτικοί κρατούμενοι γνώριζαν καλά, ότι κάθε μέρα πού περνούσε τους έφερνε πιο κοντά στο αναπόφευκτο τέρμα της βιολογικής τους ζωής. Σαν από κάποιαν αυθόρμητη αντίδραση, λοιπόν, αγωνίζονταν απεγνωσμένα να διατηρήσουν ζωντανό το πνεύμα τους, να καταπολεμήσουν τη μελαγχολία και την κατάθλιψη, ν' αποφύγουν την τρέλα…

Έτσι τα βράδια, μετά το φαγητό και τον έλεγχο, σχημάτιζαν μικροπαρέες στους θαλάμους και άνοιγαν συζητήσεις για χίλια δυό ζητήματα – κοινωνικά, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, τεχνικά, ιστορικά… Καμιά φορά οργάνωναν πρόχειρα διαλέξεις για το θέατρο, την τέχνη ή τη λογοτεχνία, έκαναν ανακοινώσεις πάνω σε επιστημονικά θέματα, διάβαζαν ποιήματα και διηγήματα… Όλ' αυτά ήταν πράγματι εντυπωσιακά, μέσα στο γενικό κλίμα της βαναυσότητας, τη ζοφερή προοπτική του σύντομου θανάτου, τη συνεχή και τυραννική παρουσία των εγκληματιών. Από το άλλο μέρος, όμως, ήταν και οι μοναδικές απολαύσεις τους, τα δεκανίκια του αβίωτου βίου τους στο Ειδικό, ενός βίου πού ο μέσος όρος του δεν ξεπερνούσε τα δυό χρόνια!

Τα κύματα των συλλήψεων είχαν συσσωρεύσει στις παράγκες του καταυλισμού ανθρώπους όλων των μορφωτικών επιπέδων και των επαγγελμάτων – στρατιωτικούς, κληρικούς, επιστήμονες, ηθοποιούς, συγγραφείς, αγρότες… Σε κάθε θάλαμο είχαν δημιουργηθεί άτυπες «επαγγελματικές ενώσεις», βασισμένες στα κοινά ενδιαφέροντα των «μελών» τους.

Αποκομμένοι όλοι τους από τον υπόλοιπο κόσμο και ξεχασμένοι από τους ανθρώπους, συντηρούσαν ωστόσο μέσα τους με πείσμα τη μνήμη του παρελθόντος τους, των οικογενειών τους, των ασχολιών τους.

Στις συζητήσεις τους, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις ήταν συχνές. Θύμωναν για ψύλλου πήδημα, επιχειρηματολογούσαν με πάθος και υπερασπίζονταν τις απόψεις τους αδιάλλακτα, θαρρείς και η λύση του κάθε προβλήματος εξαρτιόταν από την αποδοχή της γνώμης τους.

Ο π. Αρσένιος δεν συμμετείχε στις διενέξεις. Δεν είχε, άλλωστε, ενταχθεί σε καμιά «παράταξη». Οι σχέσεις του ήταν ομαλές με όλους. Μόλις άρχιζε κανένας καβγάς, αποσυρόταν αθόρυβα στο κρεβάτι του και αφοσιωνόταν στην εσωτερική προσευχή.

Η ιντελλιγκέντσια του θαλάμου του φερόταν με υπεροπτική συγκαταβατικότητα. «Ο παπαδάκος», έτσι τον έλεγαν. «Γκρίζος και χλωμός, καλοκάγαθος και εξυπηρετικός, χωρίς όμως καμιά κουλτούρα. Γι' αυτό και είναι τόσο προσκολλημένος στο Θεό. Άλλο τίποτα δεν υπάρχει μέσα του». Μ' αυτά τα λόγια τον είχε περιγράψει κάποτε ένας κουλτουριάρης πολιτικός κρατούμενος, εκφράζοντας την γνώμη των περισσοτέρων.

Μια φορά μαζεύτηκαν δέκα-δώδεκα άτομα – τεχνοκρίτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί. Έπιασαν να συζητούν για την αρχαία ρωσική τέχνη. Ένας πανύψηλος κρατούμενος, καθηγητής-τεχνοκριτικός, πού, μετά τις τόσες κακουχίες του στρατοπέδου, διατηρούσε ακόμα κάτι από την παλιά του αρχοντιά και επιβλητικότητα, σχεδόν μονοπωλούσε το λόγο. Μιλούσε ζωηρά, με στόμφο, και οι άλλοι τον άκουγαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Φαίνεται πώς γνώριζε καλά το θέμα, και γι' αυτό ήταν πειστικός.

Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα τους ο π. Αρσένιος, σιωπηλός όπως πάντα. Ο «ψηλός» διέκοψε την ομιλία του και τον ρώτησε μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο:

Εσείς, πάτερ, πού είστε τόσος πιστός και πνευματικός, μήπως μπορείτε να μας πείτε, ποια είναι η σχέση της Ορθοδοξίας με την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αν βέβαια υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους?

Οι άλλοι γέλασαν χωρίς συστολή. Ως κι ο Αφσένκωφ, πού άκουγε από μακριά όσα έλεγαν, άθελά του χαμογέλασε. Το ερώτημα του καθηγητή φάνηκε σ' όλους άτοπο, αλλά δεν ήταν παρά χλευαστικό. Πώς ν' απαντήσει αυτός ο απλοϊκός και αστοιχείωτος παπαδάκος?

Ο π. Αρσένιος κοντοστάθηκε. Είδε τα χαμόγελα και κατάλαβε τη σημασία τους.

Τώρα… τώρα θα έρθω, μόνο να τελειώσω τη δουλειά μου, είπε κι έτρεξε πιο πέρα.

Το παπαδάκι δεν είναι και τόσο κουτό, γλύτωσε το ντρόπιασμα, σχολίασε κάποιος.

Είναι γεγονός πώς οι Ρώσοι παπάδες ήταν πάντα αμαθείς και άξεστοι, δογμάτισε ένας άλλος.

Ο «ψηλός» συνέχισε να μιλάει ακατάπαυστα, σαν χείμαρρος.

Σε δέκα λεπτά ο π. Αρσένιος επέστρεψε και τον διέκοψε.

Τελείωσα τη δουλειά μου. Μπορείτε, παρακαλώ, να επαναλάβετε το ερώτημά σας?

Ο καθηγητής τον κοίταξε με ύφος όλο οίκτο και περιφρόνηση, έτσι όπως θα κοίταζε τον πιο ηλίθιο φοιτητή του.

Το ερώτημα, μπάτουσκα, είναι απλό αλλά ενδιαφέρον. Εσείς, ως εκπρόσωπος του ρωσικού ιερατείου, τι θα είχατε να πείτε για την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της αρχαίας Ρωσίας? Θα έχετε ακούσει ίσως για τους θησαυρούς του Σουζντάλ, του Ροστώβ, του Περεγιασλάβλ, της μονής Θεραπόντωφ…, καθώς επίσης και για τις εικόνες της Παναγίας του Βλαντιμίρ και της Αγίας Τριάδος του Ρουμπλιώφ. Μπορεί και να τις γνωρίζετε από αντίγραφα. Έ, λοιπόν, πέστε μας τις σκέψεις σας για όλ' αυτά…

Ο απλοϊκός και καλοκάγαθος παπαδάκος έγινε τώρα άλλος άνθρωπος. Έριξε στον καθηγητή μια ματιά γεμάτη αυτοπεποίθηση και άρχισε να λέει με φωνή χαμηλή, αλλά καθαρή και σταθερή:

Πολλές απόψεις υπάρχουν γύρω από την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της Ρωσίας. Διάφορες θεωρίες διατυπώθηκαν σχετικά μ' αυτό το θέμα, για το οποίο κι εσείς, κύριε καθηγητά, πολλά γράψατε και διδάξατε. Ορισμένα συμπεράσματά σας, όμως, επιτρέψτε μου να σας το πω, είναι σφαλερά, βιαστικά ή και αντιφατικά. Όσα αναφέρατε πριν από λίγο, ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ' όσα κατά καιρούς δημοσιεύσατε στα βιβλία και τα άρθρα σας. Θεωρείτε πώς η ανάπτυξη των εικαστικών μας τεχνών οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον λαϊκό-οικονομικό παράγοντα. Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι και η καλλιτεχνική δημιουργία – όπως κάθε κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και πνευματική εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής – καθορίζεται από τις υλικές, και μάλιστα τις οικονομικές συνθήκες. Διαφωνώ μαζί σας και θεωρώ ότι ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία, όχι μόνο επέδρασε καθοριστικά και δημιουργικά στην ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αλλά και διαμόρφωσε αποφασιστικά ολόκληρο τον λαϊκό μας πολιτισμό από τον 10ο ως τον 18ο αιώνα.

Ο κλήρος και ο μοναχισμός της πατρίδας μας διδάχθηκαν, από τα τέλη του 10ου αιώνα, τον Ορθόδοξο βυζαντινό πολιτισμό, και στη συνέχεια τον μετέδωσαν στο λαό μας. Ο πολιτισμός στη Ρωσία αρχίζει ουσιαστικά με το Χριστιανισμό, που δεχθήκαμε από το Βυζάντιο. Η πρώτη ρωσική γραμματεία άντλησε το περιεχόμενό της από τις βυζαντινές πηγές, και μάλιστα από τα συγγράμματα των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας, πού μεταφράσθηκαν στη γλώσσα μας και υπήρξαν τα θεμέλια κάθε μεταγενέστερης ρωσικής πνευματικής δημιουργίας. Όσο για τα έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την απόλυτη εξάρτησή τους από τα ορθόδοξα ελληνοβυζαντινά πρότυπα μέχρι και τον 17ο αιώνα? Η αυστηρή, όχι βέβαια και δουλική, προσήλωση των Ρώσων καλλιτεχνών στα πρότυπα αυτά – σας θυμίζω την εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, πού αναφέρατε – παρήγαγε έξοχα έργα χρωματικής λαμπρότητας, γραμμικής ευρυθμίας και πνευματικού βάθους, όπως είναι το αριστουργηματικό έργο του Ρουμπλιώφ, η εικόνα της Αγίας Τριάδος.

Κάθε εικονογραφικό έργο είναι αδιάσπαστα δεμένο με την ορθόδοξη ψυχή του δημιουργού του, με την ψυχή ενός πιστού, πού αποδίδει εικαστικά όχι τη φυσική πραγματικότητα, όπως θα έκανε ένας νατουραλιστής ζωγράφος, αλλά την πνευματική του εμπειρία, εκείνην ακριβώς πού βίωσαν και μας κληροδότησαν οι άγιοι της Ορθοδοξίας.

Στην ορθόδοξη εικόνα, τα πάντα – τα πρόσωπα, τα ζώα, το τοπίο, τα αρχιτεκτονήματα – έχουν κάτι το φαινομενικά παράδοξο, κάτι πού εσείς ίσως θα το λέγατε αφύσικο. Αυτό δεν οφείλεται μήτε σε πρόθεση εντυπωσιασμού μήτε, πολύ περισσότερο, σε αδεξιότητα του ζωγράφου. Είναι μια πρόσκληση στην άτακτη τάξη και στην άσοφη σοφία του κόσμου τούτου, πρόκληση αντίστοιχη μ' εκείνη του ευαγγελικού κηρύγματος. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι μωρία για τη σοφία του κόσμου. Επειδή «ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1:21). Σ' αυτή τη «μωρία» του ευαγγελίου ανταποκρίνεται και η «μωρία» της εικόνας, πού σοκάρει τη φυσιολογική όραση, ακριβώς επειδή γι' αυτήν φυσιολογική είναι η κατάσταση του κόσμου πού μας περιβάλλει – του κόσμου της πτώσης, της αποστασίας και της φθοράς. Η ορθόδοξη εικόνα εκφράζει την υπεραισθητή αλήθεια, τη θεία αποκάλυψη, ενσαρκωμένη στα εικονιζόμενα πρόσωπα, που αποτελούν πρότυπα αγιότητας και υποδειγματικά προοίμια της μεταμορφώσεως του κόσμου, πού μας εισάγουν στο μυστήριο του «μέλλοντος αιώνος», πού μας κατευθύνουν προς τη μέθεξη των αοράτων και αιωνίων…

Στη δημιουργία μιας εικόνας, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπική και συγκεκριμένη εμπειρία της χάριτος. Όποιος δεν έχει αυτή την προσωπική εμπειρία, μπορεί να ζωγραφίσει μιάν εικόνα μόνο μεταδίδοντας την εμπειρία εκείνων πού την είχαν, όπως δηλαδή θα τη ζωγράφιζαν οι παλαιοί άγιοι εικονογράφοι. Γι' αυτό οι περισσότεροι Ρώσοι εικονογράφοι εκτελούσαν την εργασία τους με ευλάβεια, φόβο Θεού, προσευχή και νηστεία. Και ο λαός μας, πού καταφεύγει προσευχητικά στις ιερές εικόνες τόσο στη δυστυχία όσο και στην ευτυχία του, έχει συνδέσει μ' αυτές θαυμαστές και υπέροχες παραδόσεις. Διηγούνται, και το πιστεύουν βαθιά, ότι σε πολλές περιπτώσεις το χέρι του ζωγράφου το καθοδηγούσε άγγελος Κυρίου. Άλλωστε, οι παλαιοί Ρώσοι εικονογράφοι δεν έβαζαν ποτέ την υπογραφή τους στις εικόνες πού ιστορούσαν, γιατί τις θεωρούσαν όχι σαν έργα των χεριών τους, αλλά σαν δημιουργήματα και φορείς της ευλογίας και της χάριτος του Θεού. Κοιτάξτε οποιαδήποτε ορθόδοξη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και συγκρίνετέ την με μια δυτική Μαντόννα. Στην πρώτη θα διακρίνετε το πνευματικό βάθος, το θαύμα της πίστεως, την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Στη δεύτερη θα δείτε τη γυναίκα-ντάμα, γεμάτη επίγεια ομορφιά και ελκυστικότητα, χωρίς όμως θεία χάρη και δύναμη – απλά μια γυναίκα. Παρατηρήστε το βλέμμα της Παναγίας του Βλαντιμίρ, και θα παραδεχθείτε πώς ακτινοβολεί την πιο υψηλή πνευματικότητα, την άπειρη θεία φιλανθρωπία, την ελπίδα της σωτηρίας…»

Ο π. Αρσένιος μιλούσε ορθωμένος, αλλοιωμένος, συνεπαρμένος από τα ίδια του τα λόγια. Ο λόγος του ήταν σαφής, εκφραστικός, σαγηνευτικός.

Αφού αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες και ιστορικές ρωσικές εικόνες, αποκαλύπτοντας και αναλύοντας με τρόπο έξοχο την ουσία και το πνεύμα της αρχαίας ρωσικής ζωγραφικής, έκανε το ίδιο και για την αρχιτεκτονική, με αναφορά στα μνημεία του Ροστώφ-Βελίκι, του Σουζντάλ, του Βλαντιμίρ, του Ούγκλιτς και της Μόσχας. Και κατέληξε με τούτα τα λόγια:

Χτίζοντας τις εκκλησιές του ο ορθόδοξος Ρώσος, υποχρέωσε τις πέτρες να ψάλλουν στο Θεό, να μιλούν στον άνθρωπο για το Θεό, να δοξάζουν το Θεό!

Μιάμιση ώρα ήταν κρεμασμένοι από τα χείλη του οι «κουλτουριάρηδες» του θαλάμου – έκθαμβοι, σαστισμένοι, αποσβολωμένοι…

Ο καθηγητής είχε ζαρώσει, είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Πού ήταν εκείνο το κόρδωμα, εκείνη η ξιπασιά και η ειρωνική διάθεση?

Συγχωρείστε με, ψέλλισε μετά από μικρή σιωπή! Πώς γνωρίζετε τα συγγράμματά μου και τις απόψεις μου? Πού σπουδάσατε για την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική? Αφού είστε ιερέας…

Πρέπει ν' αγαπάμε την πατρίδα μας και να γνωρίζουμε καθετί πού αφορά την ιστορία και τον πολιτισμό της. Κι ένας παπαδάκος, όπως με χαρακτηρίζετε, οφείλει να μπεί στην «ψυχή» της ρωσικής τέχνης, για να δείχνει στις ανθρώπινες ψυχές, που ποιμαίνει, την πραγματικότητα και την αλήθεια, την ακακοποίητη και καθαρή αλήθεια. Γιατί πολλοί άνθρωποι – δυστυχώς κι εσείς, κύριε καθηγητά – καλύπτουν με επινοήσεις και ψεύδη ο,τι πιο ιερό υπάρχει στον άνθρωπο. Και αυτό γίνεται για να εξυπηρετηθούν εφήμερα συμφέροντα, φιλοσοφικές θεωρίες πού διαψεύδονται, κοινωνικά συστήματα πού καταρρέουν, πολιτικά καθεστώτα πού ανατρέπονται…

Ο καθηγητής είχε χλωμιάσει.

Ποιος είστε? ρώτησε μέσ' απ' τα δόντια του. Ποιο είναι το πραγματικό σας όνομα?

Το κοσμικό μου όνομα, θέλετε να πείτε… Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ! Τώρα είμαι απλά ο π. Αρσένιος, κρατούμενος, όπως κι εσείς, στο Ειδικό…

Ο καθηγητής πετάχτηκε πάνω κι έκανε ένα βήμα μπροστά.

Πέτρε Αντρέγιεβιτς!… συγχωρέστε με… συγχωρέστε με… δεν φανταζόμουν, δεν μπορούσα να υποθέσω, πώς ο διάσημος τεχνοκρίτης, ο συγγραφέας τόσων μελετών και πραγματειών γύρω από την ιστορία της ρωσικής τέχνης, ο δάσκαλος τόσων και τόσων, θα βρισκόταν μαζί μου σε τούτο το στρατόπεδο, και μάλιστα σαν ιερέας!… εδώ και κάμποσα χρόνια δεν είχαμε καμιά είδηση για σας. Μόνο τα άρθρα και τα βιβλία σας κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Δεν σας γνώριζα προσωπικά, αλλά στις απόψεις σας άσκησα σκληρή πολεμική… Πώς όμως εσείς, ένας λαμπρός επιστήμονας, φτάσατε να γίνετε παπάς?

Επειδή σε όλα βλέπω και ψηλαφώ το Θεό! Γι' αυτό έγινα «ο π. Αρσένιος». Γι' αυτό έγινα ένας παπαδάκος. Αν όμως θέλετε να γνωρίζετε την αλήθεια, πρέπει να σας πω, ότι ο ρωσικός κλήρος ήταν η δύναμη εκείνη, πού, τον 14ο και τον 15ο αιώνα, έσωσε την πατρίδα μας, συνενώνοντας το λαό και βοηθώντας τον να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στον 16ο και τον 17ο αιώνα παρουσιάστηκε μια ηθική κατάπτωση του ιερατείου, χωρίς να λείψουν και σ' αυτό το διάστημα από την Εκκλησία μας οι μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. Ως τότε, όμως, ήταν η ουσιαστικότερη δύναμη της Ρωσίας.

Μ' αυτά τα λόγια ο π. Αρσένιος γύρισε και απομακρύνθηκε. Οι ακροατές του έμειναν εκεί, όρθιοι, κατάπληκτοι και ηττημένοι – ανάμεσά τους και ο Αφσένκωφ.

Να, λοιπόν, σύντροφοι, το αγαθό παπαδάκι!…, πέταξε κάποιος.

Σκόρπισαν όλοι σιωπηλά.

Ο Αφσένκωφ παρατήρησε, πώς, από τη μέρα εκείνη, η ιντελλιγκέντσια του θαλάμου, μα και του στρατοπέδου ολόκληρου, άρχισε ν' αντιμετωπίζει τον π. Αρσένιο εντελώς διαφορετικά. Πολλοί ανακάλυπταν για πρώτη φορά, πώς η πίστη στο Θεό όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την επιστημονική γνώση, αλλά και συμπορεύεται μ' αυτή.

Ο Αφσένκωφ ήταν ιδεολόγος κομμουνιστής, πού κάποτε είχε πιστέψει φανατικά στο μαρξισμό. Την πρώτη του χρονιά στο Ειδικό ζούσε απομονωμένος από τους άλλους.

Ήταν αμίλητος και κλεισμένος στον εαυτό του. Ύστερα πλησίασε μερικούς από τους συγκρατουμένους του, παλαιούς κομμουνιστές κι αυτούς. Σύντομα, όμως, έκοψε κάθε επαφή μαζί τους, καθώς διαπίστωσε πώς η μόνη σκέψη και επιθυμία τους ήταν να ξανακερδίσουν τα χαμένα πόστα, να επιστρέψουν στην προηγούμενη ζωή του βολέματος, όχι να παλέψουν ενάντια στην αυθαιρεσία του Στάλιν, για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.

Αναπολούσε τα περασμένα χρόνια… Χωρίς να συνειδητοποιήσει το πώς, είχε χάσει τις ιδέες, ή μάλλον τις είχε αντικαταστήσει με στεγνές διαταγές, τυπικές εγκυκλίους, γραφειοκρατικές διαδικασίες… Είχε αποκοπεί από τις πλατειές μάζες των ανθρώπων και τα πραγματικά τους προβλήματα. Οι καταθέσεις των «μαρτύρων», οι ομολογίες των «ενόχων», τα άρθρα των κομματικών εφημερίδων – να τι είχαν πάρει μέσα του τη θέση των ζωντανών ανθρώπων.

Το στρατόπεδο διέλυσε τις ψευδαισθήσεις του. Εδώ αντίκρυσε τη ζωή σ' όλη τη σκληρή πραγματικότητα. Σιγά-σιγά δημιούργησε μια ζεστή ανθρώπινη σχέση με όλους τους συγκρατουμένους του χωρίς διάκριση. Εγκάρδιος και καλοσυνάτος, βοηθούσε πρόθυμα όποιον είχε ανάγκη.

Ο π. Αρσένιος ασκούσε μιάν ακαταμάχητη έλξη επάνω του. Στην αρχή τον είχαν απωθήσει η απεριόριστη πίστη και η αδιάλειπτη προσευχή του παππούλη. Συνάμα, όμως, κάτι το ανεξήγητο τον τραβούσε κοντά του. Δίπλα στον π. Αρσένιο ένιωθε αναπαυμένος, γαλήνιος, ασφαλής. Αυτός ο άνθρωπος είχε έναν μυστικό τρόπο να τον λυτρώνει από τη θλίψη και τη μελαγχολία, πού του προξενούσαν οι δυσκολίες και η καταπίεση του στρατοπέδου. Γιατί? Δεν μπορούσε να το καταλάβει.

Ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ, από το άλλο μέρος, έμενε πάντα ο ίδιος: ωμός, αδίσταχτος, εξουσιαστικός… Μόλις στάθηκε στα πόδια του, οργάνωσε και πάλι υπό την αφανή ηγεσία του όλους τους ποινικούς καταδίκους του στρατοπέδου σε μιάν «εγκληματική αδελφότητα». Ο λόγος του νόμος, το κύρος του αναμφισβήτητο, η εξουσία του απόλυτη – συγκέντρωνε, βλέπετε, τα περισσότερα εγκληματικά παράσημα…

Μετά την ανάρρωσή του δεν έδινε καμιά σημασία στον π. Αρσένιο. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, χτύπησε άσχημα στο πόδι. Τον απάλλαξαν από τη δουλειά για πέντε μέρες. Μα το τραύμα κακοφόρμισε και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι περισσότερο.Ο π. Αρσένιος τον φρόντιζε κι αυτή τη φορά με απέραντη αγάπη.

Μια μέρα ο Σαζίκωφ επιχείρησε να του δώσει ένα φιλοδώρημα. Ο π. Αρσένιος χαμογέλασε και του έσπρωξε μαλακά το χέρι.

Δεν το κάνω για αμοιβή, αλλά για σας τον ίδιο – για τον άνθρωπο!

Ο σκληροτράχηλος Σαζίκωφ είχε τώρα μαλακώσει, μόνο με τον π. Αρσένιο όμως. Άρχισε να του μιλάει πότε-πότε για τη ζωή του, κάτι πού δεν είχε κάνει ποτέ πριν και σε κανέναν άλλο, μήτε στους πιο στενούς συντρόφους του.

Δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο στους παπάδες. Εσένα όμως, Πέτρε Αντρέγιεβιτς, σε εμπιστεύομαι. Δεν θα γίνεις προδότης, ζείς κοντά στο Θεό… Κάνεις καλοσύνες, όχι για το συμφέρον σου, αλλά γιατί αγαπάς τους συνανθρώπους σου… Και η μάνα μου τέτοια ήταν!…


04. Ο παπαδάκος 04. The little boy 4. El niño pequeño

Οι πολιτικοί κρατούμενοι γνώριζαν καλά, ότι κάθε μέρα πού περνούσε τους έφερνε πιο κοντά στο αναπόφευκτο τέρμα της βιολογικής τους ζωής. Σαν από κάποιαν αυθόρμητη αντίδραση, λοιπόν, αγωνίζονταν απεγνωσμένα να διατηρήσουν ζωντανό το πνεύμα τους, να καταπολεμήσουν τη μελαγχολία και την κατάθλιψη, ν' αποφύγουν την τρέλα…

Έτσι τα βράδια, μετά το φαγητό και τον έλεγχο, σχημάτιζαν μικροπαρέες στους θαλάμους και άνοιγαν συζητήσεις για χίλια δυό ζητήματα – κοινωνικά, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, τεχνικά, ιστορικά… Καμιά φορά οργάνωναν πρόχειρα διαλέξεις για το θέατρο, την τέχνη ή τη λογοτεχνία, έκαναν ανακοινώσεις πάνω σε επιστημονικά θέματα, διάβαζαν ποιήματα και διηγήματα… Όλ' αυτά ήταν πράγματι εντυπωσιακά, μέσα στο γενικό κλίμα της βαναυσότητας, τη ζοφερή προοπτική του σύντομου θανάτου, τη συνεχή και τυραννική παρουσία των εγκληματιών. Από το άλλο μέρος, όμως, ήταν και οι μοναδικές απολαύσεις τους, τα δεκανίκια του αβίωτου βίου τους στο Ειδικό, ενός βίου πού ο μέσος όρος του δεν ξεπερνούσε τα δυό χρόνια!

Τα κύματα των συλλήψεων είχαν συσσωρεύσει στις παράγκες του καταυλισμού ανθρώπους όλων των μορφωτικών επιπέδων και των επαγγελμάτων – στρατιωτικούς, κληρικούς, επιστήμονες, ηθοποιούς, συγγραφείς, αγρότες… Σε κάθε θάλαμο είχαν δημιουργηθεί άτυπες «επαγγελματικές ενώσεις», βασισμένες στα κοινά ενδιαφέροντα των «μελών» τους.

Αποκομμένοι όλοι τους από τον υπόλοιπο κόσμο και ξεχασμένοι από τους ανθρώπους, συντηρούσαν ωστόσο μέσα τους με πείσμα τη μνήμη του παρελθόντος τους, των οικογενειών τους, των ασχολιών τους.

Στις συζητήσεις τους, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις ήταν συχνές. Θύμωναν για ψύλλου πήδημα, επιχειρηματολογούσαν με πάθος και υπερασπίζονταν τις απόψεις τους αδιάλλακτα, θαρρείς και η λύση του κάθε προβλήματος εξαρτιόταν από την αποδοχή της γνώμης τους.

Ο π. Αρσένιος δεν συμμετείχε στις διενέξεις. Δεν είχε, άλλωστε, ενταχθεί σε καμιά «παράταξη». Οι σχέσεις του ήταν ομαλές με όλους. Μόλις άρχιζε κανένας καβγάς, αποσυρόταν αθόρυβα στο κρεβάτι του και αφοσιωνόταν στην εσωτερική προσευχή.

Η ιντελλιγκέντσια του θαλάμου του φερόταν με υπεροπτική συγκαταβατικότητα. «Ο παπαδάκος», έτσι τον έλεγαν. «Γκρίζος και χλωμός, καλοκάγαθος και εξυπηρετικός, χωρίς όμως καμιά κουλτούρα. Γι' αυτό και είναι τόσο προσκολλημένος στο Θεό. Άλλο τίποτα δεν υπάρχει μέσα του». Μ' αυτά τα λόγια τον είχε περιγράψει κάποτε ένας κουλτουριάρης πολιτικός κρατούμενος, εκφράζοντας την γνώμη των περισσοτέρων.

Μια φορά μαζεύτηκαν δέκα-δώδεκα άτομα – τεχνοκρίτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί. Έπιασαν να συζητούν για την αρχαία ρωσική τέχνη. Ένας πανύψηλος κρατούμενος, καθηγητής-τεχνοκριτικός, πού, μετά τις τόσες κακουχίες του στρατοπέδου, διατηρούσε ακόμα κάτι από την παλιά του αρχοντιά και επιβλητικότητα, σχεδόν μονοπωλούσε το λόγο. Μιλούσε ζωηρά, με στόμφο, και οι άλλοι τον άκουγαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Φαίνεται πώς γνώριζε καλά το θέμα, και γι' αυτό ήταν πειστικός.

Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα τους ο π. Αρσένιος, σιωπηλός όπως πάντα. Ο «ψηλός» διέκοψε την ομιλία του και τον ρώτησε μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο:

Εσείς, πάτερ, πού είστε τόσος πιστός και πνευματικός, μήπως μπορείτε να μας πείτε, ποια είναι η σχέση της Ορθοδοξίας με την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αν βέβαια υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους?

Οι άλλοι γέλασαν χωρίς συστολή. Ως κι ο Αφσένκωφ, πού άκουγε από μακριά όσα έλεγαν, άθελά του χαμογέλασε. Το ερώτημα του καθηγητή φάνηκε σ' όλους άτοπο, αλλά δεν ήταν παρά χλευαστικό. Πώς ν' απαντήσει αυτός ο απλοϊκός και αστοιχείωτος παπαδάκος?

Ο π. Αρσένιος κοντοστάθηκε. Είδε τα χαμόγελα και κατάλαβε τη σημασία τους.

Τώρα… τώρα θα έρθω, μόνο να τελειώσω τη δουλειά μου, είπε κι έτρεξε πιο πέρα.

Το παπαδάκι δεν είναι και τόσο κουτό, γλύτωσε το ντρόπιασμα, σχολίασε κάποιος.

Είναι γεγονός πώς οι Ρώσοι παπάδες ήταν πάντα αμαθείς και άξεστοι, δογμάτισε ένας άλλος.

Ο «ψηλός» συνέχισε να μιλάει ακατάπαυστα, σαν χείμαρρος.

Σε δέκα λεπτά ο π. Αρσένιος επέστρεψε και τον διέκοψε.

Τελείωσα τη δουλειά μου. Μπορείτε, παρακαλώ, να επαναλάβετε το ερώτημά σας?

Ο καθηγητής τον κοίταξε με ύφος όλο οίκτο και περιφρόνηση, έτσι όπως θα κοίταζε τον πιο ηλίθιο φοιτητή του.

Το ερώτημα, μπάτουσκα, είναι απλό αλλά ενδιαφέρον. Εσείς, ως εκπρόσωπος του ρωσικού ιερατείου, τι θα είχατε να πείτε για την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της αρχαίας Ρωσίας? Θα έχετε ακούσει ίσως για τους θησαυρούς του Σουζντάλ, του Ροστώβ, του Περεγιασλάβλ, της μονής Θεραπόντωφ…, καθώς επίσης και για τις εικόνες της Παναγίας του Βλαντιμίρ και της Αγίας Τριάδος του Ρουμπλιώφ. Μπορεί και να τις γνωρίζετε από αντίγραφα. Έ, λοιπόν, πέστε μας τις σκέψεις σας για όλ' αυτά…

Ο απλοϊκός και καλοκάγαθος παπαδάκος έγινε τώρα άλλος άνθρωπος. Έριξε στον καθηγητή μια ματιά γεμάτη αυτοπεποίθηση και άρχισε να λέει με φωνή χαμηλή, αλλά καθαρή και σταθερή:

Πολλές απόψεις υπάρχουν γύρω από την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της Ρωσίας. Διάφορες θεωρίες διατυπώθηκαν σχετικά μ' αυτό το θέμα, για το οποίο κι εσείς, κύριε καθηγητά, πολλά γράψατε και διδάξατε. Ορισμένα συμπεράσματά σας, όμως, επιτρέψτε μου να σας το πω, είναι σφαλερά, βιαστικά ή και αντιφατικά. Όσα αναφέρατε πριν από λίγο, ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ' όσα κατά καιρούς δημοσιεύσατε στα βιβλία και τα άρθρα σας. Θεωρείτε πώς η ανάπτυξη των εικαστικών μας τεχνών οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον λαϊκό-οικονομικό παράγοντα. Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι και η καλλιτεχνική δημιουργία – όπως κάθε κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και πνευματική εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής – καθορίζεται από τις υλικές, και μάλιστα τις οικονομικές συνθήκες. Διαφωνώ μαζί σας και θεωρώ ότι ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία, όχι μόνο επέδρασε καθοριστικά και δημιουργικά στην ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αλλά και διαμόρφωσε αποφασιστικά ολόκληρο τον λαϊκό μας πολιτισμό από τον 10ο ως τον 18ο αιώνα.

Ο κλήρος και ο μοναχισμός της πατρίδας μας διδάχθηκαν, από τα τέλη του 10ου αιώνα, τον Ορθόδοξο βυζαντινό πολιτισμό, και στη συνέχεια τον μετέδωσαν στο λαό μας. Ο πολιτισμός στη Ρωσία αρχίζει ουσιαστικά με το Χριστιανισμό, που δεχθήκαμε από το Βυζάντιο. Η πρώτη ρωσική γραμματεία άντλησε το περιεχόμενό της από τις βυζαντινές πηγές, και μάλιστα από τα συγγράμματα των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας, πού μεταφράσθηκαν στη γλώσσα μας και υπήρξαν τα θεμέλια κάθε μεταγενέστερης ρωσικής πνευματικής δημιουργίας. Όσο για τα έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την απόλυτη εξάρτησή τους από τα ορθόδοξα ελληνοβυζαντινά πρότυπα μέχρι και τον 17ο αιώνα? Η αυστηρή, όχι βέβαια και δουλική, προσήλωση των Ρώσων καλλιτεχνών στα πρότυπα αυτά – σας θυμίζω την εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, πού αναφέρατε – παρήγαγε έξοχα έργα χρωματικής λαμπρότητας, γραμμικής ευρυθμίας και πνευματικού βάθους, όπως είναι το αριστουργηματικό έργο του Ρουμπλιώφ, η εικόνα της Αγίας Τριάδος.

Κάθε εικονογραφικό έργο είναι αδιάσπαστα δεμένο με την ορθόδοξη ψυχή του δημιουργού του, με την ψυχή ενός πιστού, πού αποδίδει εικαστικά όχι τη φυσική πραγματικότητα, όπως θα έκανε ένας νατουραλιστής ζωγράφος, αλλά την πνευματική του εμπειρία, εκείνην ακριβώς πού βίωσαν και μας κληροδότησαν οι άγιοι της Ορθοδοξίας.

Στην ορθόδοξη εικόνα, τα πάντα – τα πρόσωπα, τα ζώα, το τοπίο, τα αρχιτεκτονήματα – έχουν κάτι το φαινομενικά παράδοξο, κάτι πού εσείς ίσως θα το λέγατε αφύσικο. Αυτό δεν οφείλεται μήτε σε πρόθεση εντυπωσιασμού μήτε, πολύ περισσότερο, σε αδεξιότητα του ζωγράφου. Είναι μια πρόσκληση στην άτακτη τάξη και στην άσοφη σοφία του κόσμου τούτου, πρόκληση αντίστοιχη μ' εκείνη του ευαγγελικού κηρύγματος. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι μωρία για τη σοφία του κόσμου. Επειδή «ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1:21). Σ' αυτή τη «μωρία» του ευαγγελίου ανταποκρίνεται και η «μωρία» της εικόνας, πού σοκάρει τη φυσιολογική όραση, ακριβώς επειδή γι' αυτήν φυσιολογική είναι η κατάσταση του κόσμου πού μας περιβάλλει – του κόσμου της πτώσης, της αποστασίας και της φθοράς. Η ορθόδοξη εικόνα εκφράζει την υπεραισθητή αλήθεια, τη θεία αποκάλυψη, ενσαρκωμένη στα εικονιζόμενα πρόσωπα, που αποτελούν πρότυπα αγιότητας και υποδειγματικά προοίμια της μεταμορφώσεως του κόσμου, πού μας εισάγουν στο μυστήριο του «μέλλοντος αιώνος», πού μας κατευθύνουν προς τη μέθεξη των αοράτων και αιωνίων…

Στη δημιουργία μιας εικόνας, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπική και συγκεκριμένη εμπειρία της χάριτος. Όποιος δεν έχει αυτή την προσωπική εμπειρία, μπορεί να ζωγραφίσει μιάν εικόνα μόνο μεταδίδοντας την εμπειρία εκείνων πού την είχαν, όπως δηλαδή θα τη ζωγράφιζαν οι παλαιοί άγιοι εικονογράφοι. Γι' αυτό οι περισσότεροι Ρώσοι εικονογράφοι εκτελούσαν την εργασία τους με ευλάβεια, φόβο Θεού, προσευχή και νηστεία. Και ο λαός μας, πού καταφεύγει προσευχητικά στις ιερές εικόνες τόσο στη δυστυχία όσο και στην ευτυχία του, έχει συνδέσει μ' αυτές θαυμαστές και υπέροχες παραδόσεις. Διηγούνται, και το πιστεύουν βαθιά, ότι σε πολλές περιπτώσεις το χέρι του ζωγράφου το καθοδηγούσε άγγελος Κυρίου. Άλλωστε, οι παλαιοί Ρώσοι εικονογράφοι δεν έβαζαν ποτέ την υπογραφή τους στις εικόνες πού ιστορούσαν, γιατί τις θεωρούσαν όχι σαν έργα των χεριών τους, αλλά σαν δημιουργήματα και φορείς της ευλογίας και της χάριτος του Θεού. Κοιτάξτε οποιαδήποτε ορθόδοξη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και συγκρίνετέ την με μια δυτική Μαντόννα. Στην πρώτη θα διακρίνετε το πνευματικό βάθος, το θαύμα της πίστεως, την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Στη δεύτερη θα δείτε τη γυναίκα-ντάμα, γεμάτη επίγεια ομορφιά και ελκυστικότητα, χωρίς όμως θεία χάρη και δύναμη – απλά μια γυναίκα. Παρατηρήστε το βλέμμα της Παναγίας του Βλαντιμίρ, και θα παραδεχθείτε πώς ακτινοβολεί την πιο υψηλή πνευματικότητα, την άπειρη θεία φιλανθρωπία, την ελπίδα της σωτηρίας…»

Ο π. Αρσένιος μιλούσε ορθωμένος, αλλοιωμένος, συνεπαρμένος από τα ίδια του τα λόγια. Ο λόγος του ήταν σαφής, εκφραστικός, σαγηνευτικός.

Αφού αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες και ιστορικές ρωσικές εικόνες, αποκαλύπτοντας και αναλύοντας με τρόπο έξοχο την ουσία και το πνεύμα της αρχαίας ρωσικής ζωγραφικής, έκανε το ίδιο και για την αρχιτεκτονική, με αναφορά στα μνημεία του Ροστώφ-Βελίκι, του Σουζντάλ, του Βλαντιμίρ, του Ούγκλιτς και της Μόσχας. Και κατέληξε με τούτα τα λόγια:

Χτίζοντας τις εκκλησιές του ο ορθόδοξος Ρώσος, υποχρέωσε τις πέτρες να ψάλλουν στο Θεό, να μιλούν στον άνθρωπο για το Θεό, να δοξάζουν το Θεό!

Μιάμιση ώρα ήταν κρεμασμένοι από τα χείλη του οι «κουλτουριάρηδες» του θαλάμου – έκθαμβοι, σαστισμένοι, αποσβολωμένοι…

Ο καθηγητής είχε ζαρώσει, είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Πού ήταν εκείνο το κόρδωμα, εκείνη η ξιπασιά και η ειρωνική διάθεση?

Συγχωρείστε με, ψέλλισε μετά από μικρή σιωπή! Πώς γνωρίζετε τα συγγράμματά μου και τις απόψεις μου? Πού σπουδάσατε για την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική? Αφού είστε ιερέας…

Πρέπει ν' αγαπάμε την πατρίδα μας και να γνωρίζουμε καθετί πού αφορά την ιστορία και τον πολιτισμό της. Κι ένας παπαδάκος, όπως με χαρακτηρίζετε, οφείλει να μπεί στην «ψυχή» της ρωσικής τέχνης, για να δείχνει στις ανθρώπινες ψυχές, που ποιμαίνει, την πραγματικότητα και την αλήθεια, την ακακοποίητη και καθαρή αλήθεια. Γιατί πολλοί άνθρωποι – δυστυχώς κι εσείς, κύριε καθηγητά – καλύπτουν με επινοήσεις και ψεύδη ο,τι πιο ιερό υπάρχει στον άνθρωπο. Και αυτό γίνεται για να εξυπηρετηθούν εφήμερα συμφέροντα, φιλοσοφικές θεωρίες πού διαψεύδονται, κοινωνικά συστήματα πού καταρρέουν, πολιτικά καθεστώτα πού ανατρέπονται…

Ο καθηγητής είχε χλωμιάσει.

Ποιος είστε? ρώτησε μέσ' απ' τα δόντια του. Ποιο είναι το πραγματικό σας όνομα?

Το κοσμικό μου όνομα, θέλετε να πείτε… Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ! Τώρα είμαι απλά ο π. Αρσένιος, κρατούμενος, όπως κι εσείς, στο Ειδικό…

Ο καθηγητής πετάχτηκε πάνω κι έκανε ένα βήμα μπροστά.

Πέτρε Αντρέγιεβιτς!… συγχωρέστε με… συγχωρέστε με… δεν φανταζόμουν, δεν μπορούσα να υποθέσω, πώς ο διάσημος τεχνοκρίτης, ο συγγραφέας τόσων μελετών και πραγματειών γύρω από την ιστορία της ρωσικής τέχνης, ο δάσκαλος τόσων και τόσων, θα βρισκόταν μαζί μου σε τούτο το στρατόπεδο, και μάλιστα σαν ιερέας!… εδώ και κάμποσα χρόνια δεν είχαμε καμιά είδηση για σας. Μόνο τα άρθρα και τα βιβλία σας κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Δεν σας γνώριζα προσωπικά, αλλά στις απόψεις σας άσκησα σκληρή πολεμική… Πώς όμως εσείς, ένας λαμπρός επιστήμονας, φτάσατε να γίνετε παπάς?

Επειδή σε όλα βλέπω και ψηλαφώ το Θεό! Γι' αυτό έγινα «ο π. Αρσένιος». Γι' αυτό έγινα ένας παπαδάκος. Αν όμως θέλετε να γνωρίζετε την αλήθεια, πρέπει να σας πω, ότι ο ρωσικός κλήρος ήταν η δύναμη εκείνη, πού, τον 14ο και τον 15ο αιώνα, έσωσε την πατρίδα μας, συνενώνοντας το λαό και βοηθώντας τον να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στον 16ο και τον 17ο αιώνα παρουσιάστηκε μια ηθική κατάπτωση του ιερατείου, χωρίς να λείψουν και σ' αυτό το διάστημα από την Εκκλησία μας οι μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. Ως τότε, όμως, ήταν η ουσιαστικότερη δύναμη της Ρωσίας.

Μ' αυτά τα λόγια ο π. Αρσένιος γύρισε και απομακρύνθηκε. Οι ακροατές του έμειναν εκεί, όρθιοι, κατάπληκτοι και ηττημένοι – ανάμεσά τους και ο Αφσένκωφ.

Να, λοιπόν, σύντροφοι, το αγαθό παπαδάκι!…, πέταξε κάποιος.

Σκόρπισαν όλοι σιωπηλά.

Ο Αφσένκωφ παρατήρησε, πώς, από τη μέρα εκείνη, η ιντελλιγκέντσια του θαλάμου, μα και του στρατοπέδου ολόκληρου, άρχισε ν' αντιμετωπίζει τον π. Αρσένιο εντελώς διαφορετικά. Πολλοί ανακάλυπταν για πρώτη φορά, πώς η πίστη στο Θεό όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την επιστημονική γνώση, αλλά και συμπορεύεται μ' αυτή.

Ο Αφσένκωφ ήταν ιδεολόγος κομμουνιστής, πού κάποτε είχε πιστέψει φανατικά στο μαρξισμό. Την πρώτη του χρονιά στο Ειδικό ζούσε απομονωμένος από τους άλλους.

Ήταν αμίλητος και κλεισμένος στον εαυτό του. Ύστερα πλησίασε μερικούς από τους συγκρατουμένους του, παλαιούς κομμουνιστές κι αυτούς. Σύντομα, όμως, έκοψε κάθε επαφή μαζί τους, καθώς διαπίστωσε πώς η μόνη σκέψη και επιθυμία τους ήταν να ξανακερδίσουν τα χαμένα πόστα, να επιστρέψουν στην προηγούμενη ζωή του βολέματος, όχι να παλέψουν ενάντια στην αυθαιρεσία του Στάλιν, για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.

Αναπολούσε τα περασμένα χρόνια… Χωρίς να συνειδητοποιήσει το πώς, είχε χάσει τις ιδέες, ή μάλλον τις είχε αντικαταστήσει με στεγνές διαταγές, τυπικές εγκυκλίους, γραφειοκρατικές διαδικασίες… Είχε αποκοπεί από τις πλατειές μάζες των ανθρώπων και τα πραγματικά τους προβλήματα. Οι καταθέσεις των «μαρτύρων», οι ομολογίες των «ενόχων», τα άρθρα των κομματικών εφημερίδων – να τι είχαν πάρει μέσα του τη θέση των ζωντανών ανθρώπων.

Το στρατόπεδο διέλυσε τις ψευδαισθήσεις του. Εδώ αντίκρυσε τη ζωή σ' όλη τη σκληρή πραγματικότητα. Σιγά-σιγά δημιούργησε μια ζεστή ανθρώπινη σχέση με όλους τους συγκρατουμένους του χωρίς διάκριση. Εγκάρδιος και καλοσυνάτος, βοηθούσε πρόθυμα όποιον είχε ανάγκη.

Ο π. Αρσένιος ασκούσε μιάν ακαταμάχητη έλξη επάνω του. Στην αρχή τον είχαν απωθήσει η απεριόριστη πίστη και η αδιάλειπτη προσευχή του παππούλη. Συνάμα, όμως, κάτι το ανεξήγητο τον τραβούσε κοντά του. Δίπλα στον π. Αρσένιο ένιωθε αναπαυμένος, γαλήνιος, ασφαλής. Αυτός ο άνθρωπος είχε έναν μυστικό τρόπο να τον λυτρώνει από τη θλίψη και τη μελαγχολία, πού του προξενούσαν οι δυσκολίες και η καταπίεση του στρατοπέδου. Γιατί? Δεν μπορούσε να το καταλάβει.

Ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ, από το άλλο μέρος, έμενε πάντα ο ίδιος: ωμός, αδίσταχτος, εξουσιαστικός… Μόλις στάθηκε στα πόδια του, οργάνωσε και πάλι υπό την αφανή ηγεσία του όλους τους ποινικούς καταδίκους του στρατοπέδου σε μιάν «εγκληματική αδελφότητα». Ο λόγος του νόμος, το κύρος του αναμφισβήτητο, η εξουσία του απόλυτη – συγκέντρωνε, βλέπετε, τα περισσότερα εγκληματικά παράσημα…

Μετά την ανάρρωσή του δεν έδινε καμιά σημασία στον π. Αρσένιο. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, χτύπησε άσχημα στο πόδι. Τον απάλλαξαν από τη δουλειά για πέντε μέρες. Μα το τραύμα κακοφόρμισε και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι περισσότερο.Ο π. Αρσένιος τον φρόντιζε κι αυτή τη φορά με απέραντη αγάπη.

Μια μέρα ο Σαζίκωφ επιχείρησε να του δώσει ένα φιλοδώρημα. Ο π. Αρσένιος χαμογέλασε και του έσπρωξε μαλακά το χέρι.

Δεν το κάνω για αμοιβή, αλλά για σας τον ίδιο – για τον άνθρωπο!

Ο σκληροτράχηλος Σαζίκωφ είχε τώρα μαλακώσει, μόνο με τον π. Αρσένιο όμως. Άρχισε να του μιλάει πότε-πότε για τη ζωή του, κάτι πού δεν είχε κάνει ποτέ πριν και σε κανέναν άλλο, μήτε στους πιο στενούς συντρόφους του.

Δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο στους παπάδες. Εσένα όμως, Πέτρε Αντρέγιεβιτς, σε εμπιστεύομαι. Δεν θα γίνεις προδότης, ζείς κοντά στο Θεό… Κάνεις καλοσύνες, όχι για το συμφέρον σου, αλλά γιατί αγαπάς τους συνανθρώπους σου… Και η μάνα μου τέτοια ήταν!…