15. Ο Αραγκόγκ (3)
"Είσαι καλά;" τον ρώτησε.
Ο Ρον κοιτούσε ίσια μπροστά, ανίκανος να μιλήσει.
Προχωρούσαν με δυσκολία ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Ο Φανγκ ούρλιαζε στο πίσω κάθισμα. Ο Χάρι είδε το πλαϊνό καθρεφτάκι να σπάει καθώς περνούσαν σύρριζα από τον κορμό μιας μεγάλης βελανιδιάς. Δέκα λεπτά πέρασαν, γεμάτα εκκωφαντικούς θορύβους και σκαμπανεβάσματα - μετά τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν και ο Χάρι μπόρεσε να διακρίνει πάλι κομμάτια του ουρανού.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε τόσο απότομα, που κινδύνεψαν να εκτιναχτούν έξω από το μπροστινό κρύσταλλο. Είχαν φτάσει στην άκρη του δάσους. Ο Φανγκ κουτούλησε στο παράθυρο από τη βιασύνη του να βγει έξω. Όταν ο Χάρι του άνοιξε την πόρτα, έφυγε σαν σφαίρα, με την ουρά κάτω από τα σκέλια, για το σπιτάκι του Χάγκριντ. Ένα λεπτό αργότερα ο Χάρι βγήκε κι αυτός από το αυτοκίνητο. Ο Ρον τον ακολούθησε, έχοντας ξαναβρεί κάπως τον εαυτό του. Παρ' όλ' αυτά το βλέμμα του παρέμενε ακόμα κενό. Ο Χάρι χάιδεψε με ευγνωμοσύνη το αυτοκίνητο στο καπό. Τότε εκείνο έκανε όπισθεν και εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.
Ο Χάρι πήγε στο σπιτάκι του Χάγκριντ να πάρει τον αόρατο μανδύα. Ο Φανγκ έτρεμε λουφαγμένος στο καλάθι του. Όταν ο Χάρι βγήκε έξω, βρήκε τον Ρον να κάνει εμετό στο περιβόλι με τις κολοκύθες.
"Ακολουθήστε τις αράχνες", είπε ξεψυχισμένα ο Ρον καθώς σκούπιζε το στόμα στο μανίκι του. "Αυτό δε θα το συγχωρήσω ποτέ στον Χάγκριντ. Γλιτώσαμε από του χάρου τα δόντια".
"Νόμιζε πως ο Αραγκόγκ δε θα πείραζε τους φίλους του", είπε ο Χάρι.
"Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του Χάγκριντ!" φώναξε ο Ρον χτυπώντας τη γροθιά του στον τοίχο του σπιτιού. "Μια ζωή πιστεύει ότι τα τέρατα δεν είναι τόσο κακά και ξεχνάει το ένστικτό τους. Και ιδού πού κατέληξε! Σε ένα κελί στο Αζκαμπάν!" Τώρα έτρεμε ανεξέλεγκτα. "Γιατί μας έστειλε εδώ; Τι το χρήσιμο μάθαμε, μπορείς να μου πεις;"
"Ότι δεν ήταν ο Χάγκριντ αυτός που άνοιξε την κάμαρα με τα μυστικά", είπε ο Χάρι ρίχνοντας στους ώμους του Ρον τον αόρατο μανδύα και σκουντώντας τον για να προχωρήσει. "Ότι είναι αθώος".
Ο Ρον κάγχασε δυνατά. Προφανώς δε θεωρούσε και τόσο αθώο τον άνθρωπο που ανάστησε τον Αραγκόγκ μέσα σε μιαν αποθήκη.
Καθώς πλησίαζαν στο κάστρο, ο Χάρι τράβηξε το μανδύα για να σκεπαστούν και τα πόδια τους. Έφτασαν στη δρύινη πόρτα της εισόδου. Την άνοιξαν προσεκτικά, μπήκαν μέσα και ανέβηκαν τη μαρμάρινη σκάλα, κρατώντας την ανάσα τους κάθε φορά που συναντούσαν κάποιον καθηγητή να περιπολεί στους διαδρόμους. Με τα πολλά, έφτασαν στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ. Ήταν έρημη και στο τζάκι δεν είχε απομείνει παρά η θράκα. Έβγαλαν το μανδύα και ανέβηκαν στο δωμάτιό τους.
Ο Ρον ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να ξεντυθεί. Ο Χάρι όμως δε νύσταζε. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και συλλογίστηκε όλα όσα τους είχε πει ο Αραγκόγκ. Το τέρας που φώλιαζε κάπου στο κάστρο θύμιζε πολύ τον Βόλντεμορτ. Ακόμα και οι αράχνες, τέρατα κι αυτές, δεν τολμούσαν να προφέρουν το όνομά του. Όμως ο Χάρι και ο Ρον δεν είχαν μάθει ούτε πώς λεγόταν το τέρας, ούτε πού στο καλό βρισκόταν η κάμαρα με τα μυστικά. Το μόνο σίγουρο ήταν πως στη σχολή φώλιαζε κάποιο τέρας.
Ο Χάρι ανέβασε τα πόδια στο κρεβάτι, στηρίχτηκε με την πλάτη στα μαξιλάρια και κοίταξε το φεγγαρόφωτο που έμπαινε από το παράθυρο του δωματίου. Δεν έβλεπε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Ο Χερτ είχε πιάσει λάθος άνθρωπο, ο κληρονόμος του Σλίθεριν είχε γλιτώσει και κανείς δεν ήξερε αν ήταν το ίδιο πρόσωπο, ή κάποιο άλλο, αυτό που άνοιξε τώρα την κάμαρα με τα μυστικά. Επίσης ο Χάρι δεν είχε κανένα για να τον ρωτήσει. Ξάπλωσε και συνέχισε να συλλογίζεται αυτά που τους είχε πει ο Αραγκόγκ. Κόντευε να αποκοιμηθεί, όταν σκέφτηκε κάτι που ίσως ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι του.
"Ρον", ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι. "Ρον!"
Ο Ρον ξύπνησε με μια κραυγή που θύμιζε το γάβγισμα του Φανγκ. Κοίταξε αλαφιασμένος γύρω του. Δε συνήλθε παρά μόνον όταν είδε τον Χάρι.
"Ρον... Η κοπέλα που πέθανε. Ο Αραγκόγκ είπε ότι τη βρήκαν στις τουαλέτες", είπε ο Χάρι αγνοώντας τα δυνατά ροχαλητά του Νέβιλ από τη γωνία. "Κι αν δεν έφυγε ποτέ από τις τουαλέτες; Κι αν είναι ακόμα εκεί;"
Ο Ρον έτριψε τα μάτια κι έμεινε για λίγο σκεφτικός. Κι ύστερα κατάλαβε.
"Μη μου πεις! Όχι, όχι η Μυρτιά που κλαίει!"