05. Η ιτιά που δέρνει (1)
Το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών έφτασε πολύ πιο γρήγορα απ' ότι θα 'θελε ο Χάρι. Ανυπομονούσε βεβαίως να γυρίσει στο "Χόγκουαρτς", αλλά ο μήνας που πέρασε στο Μπάροου ήταν ο πιο ευτυχισμένος της ζωής του. Ήταν δύσκολο να μη ζηλέψει τον Ρον όταν σκεφτόταν τους Ντάρσλι και το είδος της υποδοχής που θα του επιφύλασσαν την επόμενη φορά που θα επέστρεφε στο σπίτι της οδού Πριβέτ.
Το τελευταίο βράδυ η κυρία Ουέσλι ετοίμασε ένα μεγαλόπρεπο δείπνο με όλα τα αγαπημένα φαγητά του Χάρι. Το δείπνο "έκλεισε" με μια πεντανόστιμη, σοροπιασμένη πουτίγκα. Ο Φρεντ και ο Τζορτζ έκλεισαν τη βραδιά με ρίψη πυροτεχνημάτων Φίλιμπαστερ. Η κουζίνα πλημμύρισε γαλάζια και κόκκινα αστέρια που πηδούσαν από τους τοίχους στο ταβάνι τουλάχιστον για μισή ώρα. Ύστερα ήρθε η στιγμή για ένα τελευταίο φλιτζάνι σοκολάτα. Μετά ύπνος.
Την άλλη μέρα το πρωί, τους πήρε κάμποση ώρα μέχρι να ξεκινήσουν. Ξύπνησαν όλοι από τα χαράματα, αλλά είχαν ένα σωρό πράγματα να κάνουν. Η κυρία Ουέσλι πηγαινοερχόταν κακοδιάθετη, ψάχνοντας για κάλτσες. Τα παιδιά σκουντουφλούσαν το ένα πάνω στο άλλο καθώς ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, μισοντυμένα και με μισοφαγωμένες φρυγανιές στα χέρια. Ο κύριος Ουέσλι παραλίγο να σπάσει το σβέρκο του, όταν σκόνταψε σε ένα αδέσποτο κοτόπουλο τη στιγμή που διέσχιζε την αυλή κουβαλώντας το μπαούλο της Τζίνης στο αυτοκίνητο.
Ο Χάρι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς οκτώ άτομα, έξι μεγάλα μπαούλα, δυο κουκουβάγιες κι ένας αρουραίος θα χωρούσαν σ' ένα μικρό Φορντ. Δεν είχε λάβει όμως υπόψη του τα έξτρα εξαρτήματα που του είχε προσθέσει ο κύριος Ουέσλι.
"Ούτε λέξη στη Μόλι", ψιθύρισε ο κύριος Ουέσλι στον Χάρι καθώς άνοιγε το πορτμπαγκάζ και του έδειχνε πώς το είχε επεκτείνει με μάγια ώστε να χωράνε άνετα τα μπαούλα.
Όταν μπήκαν επιτέλους όλοι στο αυτοκίνητο, η κυρία Ουέσλι κοίταξε στην πίσω θέση, όπου κάθονταν με όλη τους την άνεση ο Χάρι, ο Ρον, ο Φρεντ, ο Τζορτζ και ο Πέρσι, και είπε: "Οι Μαγκλ είναι πιο έξυπνοι απ' ότι νομίζουμε, σωστά;" Εκείνη και η Τζίνι κάθονταν στο μπροστινό κάθισμα, το οποίο είχε επεκταθεί και θύμιζε παγκάκι πάρκου, "θέλω να πω, απ' έξω δε φαίνεται πως είναι τόσο ευρύχωρο, έτσι δεν είναι;"
Ο κύριος Ουέσλι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Βγήκαν από την αυλή. Ο Χάρι γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να αναρωτηθεί πότε θα το ξανάβλεπε, και γύρισαν πίσω: ο Τζορτζ είχε ξεχάσει το κουτί με τα πυροτεχνήματα. Πέντε λεπτά αργότερα φρέναραν πάλι στην αυλή, γιατί ο Φρεντ είχε ξεχάσει το σκουπόξυλό του. Κόντευαν να φτάσουν στον αυτοκινητόδρομο, όταν η Τζίνι άρχισε να φωνάζει πως είχε ξεχάσει το ημερολόγιό της. Μέχρι να μπει στο σπίτι και να επιστρέψει στο αυτοκίνητο, η ώρα είχε περάσει και τα νεύρα τους είχαν σπάσει.
Ο κύριος Ουέσλι κοίταξε το ρολόι του και κατόπιν τη γυναίκα του.
"Μόλι, χρυσή μου..."
"Όχι, Άρθουρ".
"Κανείς δε θα μας δει. Το κουμπάκι αυτό είναι ένας ενισχυτής εξαφάνισης που έχω εγκαταστήσει για να γινόμαστε αόρατοι, θα μας ανεβάσει στον αέρα, θα πετάξουμε πάνω από τα σύννεφα και σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί χωρίς να μας πάρει χαμπάρι κανείς".
"Είπα όχι, Άρθουρ, μέρα μεσημέρι".
Έφτασαν στο Κινγκς Κρος έντεκα παρά τέταρτο. Ο κύριος Ουέσλι πετάχτηκε απέναντι να φέρει καροτσάκια για τις αποσκευές τους. Κίνησαν όλοι βιαστικά για το σταθμό.
Ο Χάρι είχε ξαναταξιδέψει με το Χόγκουαρτς Εξπρές τον περασμένο χρόνο. Το κόλπο ήταν να πας στην πλατφόρμα εννέα και τρία τέταρτα, που ήταν αόρατη για τους Μαγκλ. Για να γίνει αυτό έπρεπε να περάσεις μέσα από το συμπαγές διαχωριστικό μεταξύ ένατης και δέκατης πλατφόρμας. Δεν ήταν δύσκολο, αλλά έπρεπε να προσέξεις να μη σε δουν οι Μαγκλ να εξαφανίζεσαι.
"Πρώτος ο Πέρσι", είπε η κυρία Ουέσλι κοιτώντας νευρικά το ρολόι του τοίχου, που έδειχνε ότι είχαν μόνο πέντε λεπτά στη διάθεσή τους για να εξαφανιστούν απαρατήρητοι μέσα από το διαχωριστικό.
Ο Πέρσι προχώρησε με ζωηρό βήμα κι εξαφανίστηκε. Μετά ήρθε η σειρά του κυρίου Ουέσλι. Ακολούθησαν ο Φρεντ και ο Τζορτζ.
"Εγώ πάω με την Τζίνι κι εσείς οι δυο ελάτε αμέσως μετά από μας", είπε η κυρία Ουέσλι στον Χάρι και στον Ρον. Και ξεκίνησε κρατώντας την Τζίνι από το χέρι. Χάθηκαν ώσπου να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.
"Πάμε μαζί, έχουμε στη διάθεσή μας μόνο ένα λεπτό", είπε ο Ρον στον Χάρι.
Ο Χάρι βεβαιώθηκε ότι το κλουβί της Χέντβιχ ήταν ακουμπισμένο πάνω στο μπαούλο του και τσούλησε το καρότσι του προς το διαχωριστικό γεμάτος σιγουριά. Δεν ήταν κάτι δυσάρεστο σαν τη χρήση της μαγικής σκόνης - το γνώριζε. Έσκυψαν κι οι δυο πάνω από τις χειρολαβές των καροτσιών τους και προχώρησαν αποφασιστικά προς το διαχωριστικό, αναπτύσσοντας ταχύτητα. Λίγα μέτρα πριν από το διαχωριστικό, άρχισαν να τρέχουν και... Μπαμ!
Τα δυο καρότσια χτύπησαν στο διαχωριστικό και αναπήδησαν προς τα πίσω. Το μπαούλο του Ρον έπεσε κάτω με ένα δυνατό γδούπο. Του Χάρι έπεσε στα πόδια του. Το κλουβί της Χέντβιχ κύλησε στο αστραφτερό δάπεδο και η κουκουβάγια άρχισε να κρώζει αγανακτισμένη. Ο κόσμος γύρω τους κοίταζε απορημένος κι ένας φύλακας φώναξε: "Τι διάβολο κάνετε εσείς οι δυο;"
"Μας ξέφυγαν τα καρότσια", κοντανάσανε ο Χάρι καθώς σηκωνόταν κρατώντας τα πλευρά του.
Ο Ρον έτρεξε να μαζέψει τη Χέντβιχ, η οποία χτυπιόταν τόσο πολύ μέσα στο κλουβί της, ώστε από το συγκεντρωμένο πλήθος ακούστηκαν ένα σωρό σχόλια για τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στα ζώα.
"Γιατί δεν μπορούμε να περάσουμε;" ψιθύρισε ο Χάρι στον Ρον.
"Μακάρι να 'ξερα..."
Ο Ρον κοίταξε αλαφιασμένος ολόγυρα. Καμιά δεκαριά περίεργοι τους κοιτούσαν ακόμα.
"Θα χάσουμε το τρένο", ψιθύρισε ο Ρον. "Δεν καταλαβαίνω γιατί σφραγίστηκε η πύλη..."
Ο Χάρι κοίταξε το γιγάντιο ρολόι και του σφίχτηκε το στομάχι. Δέκα δευτερόλεπτα... Εννιά δευτερόλεπτα...
Τσούλησε με προσοχή το καρότσι του, σταμάτησε μπροστά στο διαχωριστικό, το άγγιξε, κι ύστερα έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Το μέταλλο παρέμεινε συμπαγές.
"Πάει, το χάσαμε το τρένο", είπε σαστισμένος ο Ρον. Και αν δεν μπορέσουν να επιστρέψουν η μαμά κι ο μπαμπάς; Έχεις πάνω σου χρήματα των Μαγκλ;"
Ο Χάρι κάγχασε. "Η τελευταία φορά που μου έδωσαν οι Ντάρσλι χαρτζιλίκι ήταν πριν από έξι χρόνια".
Ο Ρον κόλλησε το αφτί του στο ψυχρό διαχωριστικό.
"Δεν ακούγεται τίποτα", είπε με αγωνία. "Τι θα κάνουμε; Ποιος ξέρει πότε θα καταφέρουν να γυρίσουν κοντά μας οι γονείς μου".
Κοίταξαν γύρω τους. Ο κόσμος τους κοίταζε ακόμα, κυρίως εξαιτίας των κραυγών της Χέντβιχ, που δεν έλεγε να σωπάσει.
"Καλύτερα να τους περιμένουμε στο αυτοκίνητο", είπε ο Χάρι. "Εδώ έχουμε γίνει θέαμ..."
"Χάρι!" είπε ο Ρον με μάτια που άστραφταν. "Το αυτοκίνητο!"
"Ε, τι;"
"Μπορούμε να πετάξουμε με το αυτοκίνητο ως το "Χόγκουαρτς"!"
"Μα νόμιζα..."
"Χάσαμε το τρένο, εντάξει; Και πρέπει να πάμε στο σχολείο, σωστά; Κι ακόμα και οι ανήλικοι μάγοι επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν μάγια αν βρεθούν σε πολύ μεγάλη ανάγκη, άρθρο δεκαεννιά ή κάτι τέτοιο του κανονισμού περί προληπτικών περιορισμών..."
Ο πανικός του Χάρι έγινε ξάφνου έξαψη.
"Ξέρεις να το πετάξεις;"
"Κανένα πρόβλημα", είπε ο Ρον γυρνώντας το καρότσι του προς την έξοδο. "Πάμε να φύγουμε. Αν βιαστούμε, θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε το Χόγκουαρτς Εξπρές".
Και διέσχισαν καμαρωτοί καμαρωτοί το πλήθος των περίεργων Μαγκλ, βγήκαν από το σταθμό και επέστρεψαν στην πάροδο όπου ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο.
Ο Ρον ξεκλείδωσε το μεγάλο σαν σπηλιά πορτμπαγκάζ με μια σειρά χτυπήματα του ραβδιού του. Φόρτωσαν μέσα τα μπαούλα τους, έβαλαν τη Χέντβιχ στο πίσω κάθισμα και εκείνοι κάθισαν μπροστά.
"Έλεγξε μήπως μας βλέπει κανένας", είπε ο Ρον ανάβοντας τη μηχανή με άλλο ένα χτύπημα του ραβδιού του.
Ο Χάρι έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο. Ο κεντρικός δρόμος μπροστά τους είχε μεγάλη κίνηση, αλλά η πάροδος ήταν έρημη.
"Εντάξει", είπε.
Ο Ρον πίεσε το ασημένιο κουμπάκι στο ταμπλό. Τα αυτοκίνητα γύρω τους εξαφανίστηκαν, το ίδιο κι εκείνοι. Ο Χάρι ένιωθε μεν τις δονήσεις του καθίσματος κάτω από το σώμα του, καθώς και τα χέρια του, τα γόνατά του και τα γυαλιά στη μύτη του, αλλά, απ' ότι μπορούσε να δει, είχε μεταμορφωθεί σε ένα ζευγάρι μάτια που αιωρούνταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, σε ένα βρόμικο στενό γεμάτο παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
"Φύγαμε", ακούστηκε η φωνή του Ρον δίπλα του.
Το έδαφος και τα βρόμικα κτίρια δεξιά κι αριστερά χάθηκαν από τα μάτια τους καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε ύψος. Σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το Λονδίνο απλωνόταν κάτω από τα πόδια τους, λαμπερό και καπνισμένο.
Ξάφνου ακούστηκε ένας κοφτός κρότος.
"Ωχ", είπε ο Ρον πιέζοντας το κουμπί εξαφάνισης. "Είναι χαλασμένο..."
Βάλθηκαν να το κοπανάνε κι οι δυο. Το αυτοκίνητο μια εμφανιζόταν και μια εξαφανιζόταν, δηλαδή μια γινόταν ορατό και μια αόρατο.
"Μια στιγμή!" φώναξε ο Ρον και πάτησε γκάζι.
Όρμησαν μες στα χαμηλά πουπουλένια σύννεφα κι όλα έγιναν θολά και συγκεχυμένα.
"Τώρα τι γίνεται;" είπε ο Χάρι, ενώ η συμπαγής μάζα των σύννεφων τους έζωνε από παντού.
"Πρέπει να δούμε το τρένο για να ξέρουμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε", είπε ο Ρον. "Ας χαμηλώσουμε πάλι. Γρήγορα".
Κατέβηκαν ξανά κάτω από τα σύννεφα και στριφογύρισαν στις θέσεις τους προσπαθώντας να εντοπίσουν το τρένο.
"Το είδα!" κραύγασε ο Χάρι. "Εκεί, ακριβώς μπροστά μας!"
Το Χόγκουαρτς Εξπρές σερνόταν στο έδαφος σαν κόκκινο φίδι.
"Κατευθύνεται βόρεια", είπε ο Ρον, αφού συμβουλεύτηκε την πυξίδα στο ταμπλό. "Εντάξει, θα το παρακολουθούμε κάθε μισή ώρα. Κρατήσου..."
Και χώθηκαν πάλι στα σύννεφα. Ένα λεπτό αργότερα τους χτύπησε το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ήταν ένας κόσμος αλλιώτικος. Οι τροχοί του αυτοκινήτου γλιστρούσαν στην πουπουλένια θάλασσα των σύννεφων κι ο ουρανός ήταν ένα φωτεινό, ατέλειωτο γαλάζιο κάτω από τον εκτυφλωτικό λευκό δίσκο του ήλιου.
"Το μόνο που πρέπει να προσέξουμε τώρα είναι τα αεροπλάνα", είπε ο Ρον.
Κοιτάχτηκαν και τους έπιασαν τα γέλια. Πέρασε κάμποση ώρα πριν καταφέρουν να σταματήσουν.
Ήταν σαν να βρίσκονταν σε ένα υπέροχο όνειρο. "Αυτό είναι ταξίδι", σκέφτηκε ο Χάρι: να διασχίσεις στροβίλους και πυργίσκους από μπαμπακένια σύννεφα, σε ένα αυτοκίνητο που το πλημμυρίσει η ζεστασιά και το φως του ήλιου, με μια μεγάλη σακούλα καραμέλες βουτύρου στο ντουλαπάκι και την προοπτική να δεις τα γεμάτα ζήλια πρόσωπα του Φρεντ και του Τζορτζ όταν προσγειωθείς θεαματικά στην πράσινη απλωσιά μπροστά από το κάστρο "Χόγκουαρτς".
Κάθε τόσο έλεγχαν την πορεία του τρένου καθώς συνέχιζαν την πτήση τους προς το βορρά. Κάθε φορά που το έκαναν, έβγαιναν από τα σύννεφα, μ' αποτέλεσμα ν' αντικρίσουν κι από ένα διαφορετικό τοπίο. Σύντομα άφησαν πίσω τους το Λονδίνο, που έδωσε τη θέση του σε καταπράσινους περιποιημένους αγρούς, τους οποίους διαδέχτηκαν με τη σειρά τους μενεξελιές εκτάσεις με βάλτους, χωριά με εκκλησίες μικροσκοπικές σαν παιδικά παιχνίδια και μια μεγαλούπολη γεμάτη αυτοκίνητα που έμοιαζαν με πολύχρωμα μυρμήγκια.
Λίγες ώρες αργότερα όμως, ώρες που είχαν κυλήσει ήρεμα και χωρίς κανένα απρόοπτο, ο Χάρι αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως το ταξίδι είχε χάσει το γούστο του. Οι καραμέλες τους προκάλεσαν φοβερή δίψα και δεν είχαν τίποτα να πιούνε. Είχαν βγάλει τα πουλόβερ τους, αλλά το μπλουζάκι του Χάρι κολλούσε στην πλάτη του καθίσματος και τα γυαλιά του γλιστρούσαν κάθε τόσο στην άκρη της ιδρωμένης μύτης του. Σταμάτησε να προσέχει τα καταπληκτικά σχήματα των σύννεφων και συλλογιόταν με λαχτάρα το τρένο που βρισκόταν κάμποσα χιλιόμετρα κάτω από τα πόδια τους, όπου μπορούσες να αγοράσεις παγωμένο χυμό κολοκύθας από ένα καροτσάκι που το έσπρωχνε μια στρουμπουλή μάγισσα. Γιατί δεν μπόρεσαν να περάσουν στην πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα;
"Πρέπει να κοντεύουμε, τι λες;" βόγκηξε ο Ρον λίγες ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος άρχισε να βουλιάζει μέσα στα σύννεφα, βάφοντάς τα ρόδινα. "Έτοιμος για άλλον έναν έλεγχο στο τρένο;"
Ήταν ακόμα από κάτω τους και φιδογύριζε στην πλαγιά ενός βουνού σκεπασμένου από χιόνια. Κάτω από το θόλο των σύννεφων ήταν πολύ πιο σκοτεινά.
Ο Ρον πάτησε γκάζι για να ανέβουν πάλι ψηλά, αλλά η μηχανή άρχισε ξαφνικά να αγκομαχάει. Ο Χάρι και ο Ρον αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα.
"Προφανώς κουράστηκε", είπε ο Ρον. "Πρώτη φορά πάει τόσο μακριά..."
Προσποιήθηκαν και οι δυο πως δεν πρόσεξαν ότι το αγκομαχητό δυνάμωνε ολοένα, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε όλο και πιο πολύ.
Αστέρια άρχισαν να λάμπουν στο σκοτάδι. Ο Χάρι φόρεσε πάλι το πουλόβερ του, προσπαθώντας να αγνοήσει τους υαλοκαθαριστήρες, οι οποίοι κινούνταν τώρα αργά σαν να διαμαρτύρονταν.
"Κοντεύουμε", είπε ο Ρον απευθυνόμενος μάλλον στο αυτοκίνητο παρά στον Χάρι. "Κοντεύουμε πια", και χάιδεψε νευρικά το ταμπλό.
Λίγο αργότερα, όταν ξαναβγήκαν από τα σύννεφα, μισόκλεισαν τα μάτια προσπαθώντας να διακρίνουν κάποιο γνώριμο σημάδι μέσα στο σκοτάδι.