×

We gebruiken cookies om LingQ beter te maken. Als u de website bezoekt, gaat u akkoord met onze cookiebeleid.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. V. Δοκιμασία Τρίτη

9. V. Δοκιμασία Τρίτη

O Μίτια αν κι άρχισε να μιλάει δύσθυμα, ωστόσο προσπαθούσε να μην ξεχάσει και να μην παραλείψει ούτε μια λεπτομέρεια απ' τη διήγησή του. Διηγήθηκε πώς σκαρφάλωσε στο φράχτη του κήπου του πατέρα του και πήδηξε μέσα, πώς έφτασε ως το παράθυρο και περιέγραψε όλα όσα είδε κι έκανε δίπλα σ' εκείνο το παράθυρο. Τους μίλησε με καθαρότητα κι ακρίβεια για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του που τον ανατάραζαν εκείνες τις στιγμές μέσα στον κήπο όταν τόσο βασανιστικά ήθελε να μάθει αν η Γκρούσενκα ήταν στου πατέρα του ή όχι. Μα παράξενο: O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον ακούγανε τώρα τρομερά συγκρατημένοι, τον κοιτάζανε ανέκφραστα, ερωτήσεις του κάνανε ελάχιστες. O Μίτια δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απ' την έκφραση των προσώπων τους.

«Φαίνεται πως πειράχτηκαν και θυμώσανε», σκέφτηκε. «Ε, στο διάολο!»

Όταν τους διηγήθηκε ότι στο τέλος αποφάσισε να χτυπήσει το σύνθημα για να ειδοποιήσει τον πατέρα του πως ήρθε τάχα η Γκρούσενκα για ν' ανοίξει εκείνος το παράθυρο, ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν προσέξανε καθόλου τη λέξη σύνθημα, σα να μην κατάλαβαν καθόλου τι σημασία έχει εδώ τούτη η λέξη. Τόσο που του Μίτια του 'κανε εντύπωση. Όταν έφτασε τέλος στο σημείο όπου είδε τον πατέρα του να σκύβει απ' το παράθυρο, ένιωσε ένα αβάσταχτο μίσος κι άρπαξε το γουδοχέρι που είχε στην τσέπη του, ξάφνου, σα να το έκανε επίτηδες σταμάτησε. Καθόταν και κοίταζε τον τοίχο. Το 'ξερε πως εκείνοι έχουν καρφώσει πάνω του τα βλέμματά τους.

— Λοιπόν, είπε ο ανακριτής· αρπάξατε το όπλο και... και τι έγινε ύστερα;

— Ύστερα; Μα ύστερα τον σκότωσα... του 'δωσα μια στο κούτελο και του 'σπασα το κρανίο... Έτσι δεν το νομίζετε; είπε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Τον ξανάπιασε και πάλι ο θυμός του.

— Εμείς έτσι νομίζουμε, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ας είναι. Εσείς πώς λέτε πως έγινε;

O Μίτια χαμήλωσε τα μάτια του και σώπασε για πολλήν ώρα.

— Εγώ λέω, κύριοι, εγώ λέω πως συνέβη τούτο, άρχισε να λέει σιγανά. Δεν ξέρω πώς έγινε, είτε τίποτα δάκρυα είτε οι προσευχές της μητέρας μου πέτυχαν αυτή τη χάρη απ' το Θεό, είτε μ' ασπάστηκε κάποιο καλό πνεύμα, μα το γεγονός είναι ότι ο διάολος νικήθηκε. Έφυγα απ' το παράθυρο κι έτρεξα προς το μέρος του φράχτη... O πατέρας μου τρόμαξε, τότε μόλις με διέκρινε, έβγαλε μια κραυγή και τραβήχτηκε μέσα απότομα· αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Και γω πέρασα απ' τον κήπο κι έφτασα στο φράχτη... εκεί ήταν που μ' έφτασε ο Γρηγόρης, όταν πια είχα καβαλικέψει το φράχτη...

Εδώ κοίταξε επιτέλους τους ακροατές του. Εκείνοι φαίνονταν να τον παρατηρούν με μεγάλη μα ατάραχη προσοχή. Κάποιο ρίγος αγανάκτησης πέρασε απ' την ψυχή του Μίτια.

— Σα να βλέπω, κύριοι, πως με περιγελάτε, είπε αναπάντεχα.

— Γιατί το νομίζετε αυτό; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν πιστεύετε ούτε λέξη απ' αυτά που σας είπα, να γιατί. Το καταλαβαίνω δα πως τώρα είναι που 'φτασα στο κυριότερο σημείο: O γέρος κοίτεται κει πέρα με σπασμένο το κεφάλι και γω, αφού σας περιέγραψα με τραγικό τρόπο το πώς ήθελα να τον σκοτώσω και πώς έβγαλα πια το γουδοχέρι απ' την τσέπη μου, σας λέω τώρα πως έφυγα ξάφνου απ' το παράθυρο βάζοντάς το στα πόδια... Σωστό ποίημα! Σε στίχους θ' άξιζε να γραφτεί! Μπορεί να πιστέψει κανείς τα λόγια ενός παρόμοιου παλικαρά; Χα-χα! Μα την αλήθεια, κύριοι, δεν μπορεί παρά να γελάτε μαζί μου!

Και στράφηκε απότομα πάνω στην καρέκλα του, έτσι που η καρέκλα έτριξε.

—Μήπως παρατηρήσατε, άρχισε ξάφνου να λέει ο εισαγγελέας σα να μην πρόσεξε την ταραχή του Μίτια, μήπως προσέξατε όταν φεύγατε απ' το παράθυρο αν η πόρτα που βγάζει στον

κήπο, στην άλλη άκρη του σπιτιού, ήταν ανοιχτή; — Όχι, δεν ήταν ανοιχτή.

— Δεν ήταν;

— Απεναντίας ήταν διπλομανταλωμένη, ποιος τάχα θα μπορούσε να την ανοίξει; Μπα, η πόρτα... μα για σταθείτε! είπε σαν κάτι να σκέφτηκε ξαφνικά και σχεδόν ανατρίχιασε —μα

μήπως εσείς τη βρήκατε ανοιχτή την πόρτα;

— Ανοιχτή.

— Μα ποιος μπορεί να την άνοιξε λοιπόν αν δεν την ανοίξατε σεις; είπε ξάφνου ο Μίτια τρομερά απορημένος.

— Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη κι ο φονιάς του πατέρα σας μπήκε από κει χωρίς αμφιβολία κι αφού έκανε το έγκλημα, έφυγε απ' τον ίδιο δρόμο, πρόφερε αργά ο εισαγγελέας τονίζοντας κάθε συλλαβή. Σ' αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Σίγουρα ο φόνος έγινε μέσα στο δωμάτιο κι όχι απ' το παράθυρο. Αυτό είναι ολοφάνερο από την επιτόπια έρευνα που κάναμε, απ' τη θέση που βρέθηκε το πτώμα κι απ' όλα. Σ' αυτό δε χωράει αμφιβολία.

O Μίτια ήταν κατάπληκτος.

— Μα αυτό είναι αδύνατο, κύριοι! φώναξε σα να τα 'χασε εντελώς εγώ... εγώ δεν μπήκα μέσα... σας βεβαιώνω πως η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόμουνα στον κήπο και τη στιγμή που έφευγα από κει. Εγώ στεκόμουνα κάτω απ' το παράθυρο κι από κει τον είδα. Αυτό έκανα μονάχα, αυτό... Θυμάμαι όλα όσα γίνανε ως την τελευταία στιγμή. Μα κι αν δε θυμόμουνα, το ίδιο θα 'τανε γιατί το ξέρω, γιατί τα συνθήματα μονάχα ο Σμερντιακόβ και γω τα ξέραμε κι ακόμα κείνος, ο μακαρίτης δηλαδή, κι αυτός, αν δεν άκουγε το σύνθημα, δε θ' άνοιγε σε κανέναν!

— Συνθήματα; Τι συνθήματα είν' αυτά; είπε ο εισαγγελέας με μιαν υστερική σχεδόν περιέργεια κι έχασε στο λεπτό όλη τη συγκρατημένη του αξιοπρέπεια.

Ρώτησε δειλά, σα να σερνόταν προσεχτικά προς το θύμα του. Κατάλαβε πως πρόκειται για κάποιο πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν το 'ξερε ακόμα και φοβήθηκε αμέσως τρομερά πως ο Μίτια δεν θα 'θελε ίσως να του το αποκαλύψει.

— Α, ώστε δεν το ξέρετε! είπε ο Μίτια κλείνοντάς του το μάτι και χαμογελώντας κοροϊδευτικά και μοχθηρά. Και τι θα γίνει αν δε σας το πω; Από ποιον θα το μάθετε τότε; Τούτα τα συνθήματα τα 'ξερε μονάχα ο μακαρίτης, ο Σμερντιακόβ και γω. Βέβαια τα ξέρει κι ο Θεός, όμως αυτός φυσικά δεν θα σας τα πει. Κι όμως τούτη η λεπτομέρεια έχει ενδιαφέρον, ένας διάολος το ξέρει σε τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει, χα-χα! Ησυχάστε, καλοί μου κύριοι, θα σας τα πω, οι φόβοι σας είναι γελοίοι. Δε με ξέρετε καλά εμένα! Έχετε να κάνετε μ' έναν υπόδικο, που μονάχος του σας παρέχει ενδείξεις εναντίον του, κάνει κακό του κεφαλιού του! Ναι, γιατί εγώ, βλέπετε, είμαι ιππότης, όμως εσείς δεν είσαστε!

O εισαγγελέας τα κατάπιε όλα γιατί έτρεμε από ανυπομονησία να μάθει την καινούργια λεπτομέρεια. O Μίτια τούς διηγήθηκε με ακρίβεια όλα όσα αφορούσαν τα συνθήματα που σοφίστηκε ο Φιόντορ Παύλοβιτς για να μπορεί να τον ειδοποιεί ο Σμερντιακόβ. Εξήγησε τι ακριβώς σήμαινε το κάθε χτύπημα και χτύπησε τα συνθήματα στο τραπέζι. Όταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς τον ρώτησε αν χτύπησε στο παράθυρο το σύνθημα που σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε», ο Μίτια απάντησε πως αυτό ίσα-ίσα το σύνθημα χτύπησε.

— Τώρα λοιπόν έχετε το θεμέλιο για να χτίσετε ολόκληρο πύργο! είπε απότομα ο Μίτια και γύρισε πάλι με περιφρόνηση προς την άλλη μεριά.

— Κι αυτά τα συνθήματα τα ξέρατε μονάχα σεις, ο πατέρας σας κι ο υπηρέτης Σμερντιακόβ; Κανένας άλλος; ρώτησε για μιαν ακόμα φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, ο υπηρέτης Σμερντιακόβ κι ακόμα ο ουρανός. Σημειώστε, ο ουρανός. Αυτό δα χρειάζεται να σημειωθεί. Μα και σας θα σας χρειαστεί ο Θεός.

Τα γράψανε βέβαια όλ' αυτά, μα καθώς τα γράφανε, ο εισαγγελέας, σαν κάτι να σκέφτηκε αναπάντεχα κι είπε ξαφνικά.

— Αφού ήξερε αυτά τα συνθήματα κι ο Σμερντιακόβ και σεις. αρνιέστε τόσο επίμονα κάθε ανάμιξη στο φόνο του πατέρα σας, μήπως, λέω, είν' αυτός που μπήκε στο σπίτι αφού προηγούμενα χτύπησε συνθηματικά στην πόρτα κι ύστερα... έκανε το έγκλημα;

O Μίτια τον κοίταξε κοροϊδευτικά και με μίσος. Τον κοίταξε έτσι σιωπηλός για πολλήν ώρα, τόσο που ο εισαγγελέας ανοιγόκλεισε τα μάτια του.

— Τώρα μάλιστα! είπε επιτέλους ο Μίτια. Τον πιάσατε στη φάκα, χε-χε! Διαβάζω καθαρά τι σκέπτεστε, εισαγγελέα μου!

Σίγουρα θα νομίζατε πως θα πεταγόμουνα και θ' άδραχνα τούτη την ευκαιρία για να δικαιολογηθώ φωνάζοντας: «Αχ, ναι, ο Σμερντιακόβ είναι, αυτός είναι ο φονιάς», ομολογείστε πως έτσι σκεφτήκατε, ομολογείστε το. Τότε μονάχα θα συνεχίσω.

Μα ο εισαγγελέας δεν ομολόγησε. Σώπαινε και περίμενε.

—Λάθος κάνατε. Δε θα κατηγορήσω το Σμερντιακόβ! είπε ο Μίτια.

— Ούτε τον υποπτεύεστε καθόλου;

— Εσείς τον υποπτεύεστε;

— Τον υποπτευθήκαμε και αυτόν.

O Μίτια στύλωσε τα μάτια στο πάτωμα.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, πρόφερε σκυθρωπά. Ακούστε: Απ' την αρχή ακόμα, όταν βγήκα απ' αυτό το παραβάν και σας αντίκρισα, πέρασε από το κεφάλι μου τούτη η σκέψη: «O Σμερντιακόβ είναι!» Καθόμουνα εδώ πέρα και φώναζα πως είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου, κι όλο και σκεφτόμουν: «O Σμερντιακόβ είναι!» Και δεν έλεγε να ξεκολλήσει ο Σμερντιακόβ απ' τη σκέψη μου. Τέλος και τώρα μόλις ξανασκέφτηκα: «O Σμερντιακόβ είναι!» Όμως αυτό κράτησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως ύστερα σκέφτηκα: «Όχι, δεν είναι ο Σμερντιακόβ!» Δεν είναι δυνατό να το έκανε αυτός, κύριοι!

— Μήπως υποπτεύεστε τότε κανέναν άλλον; ρώτησε επιφυλακτικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν ξέρω αν το 'κανε άλλος ή το χέρι του Θεού ή του Σατανά, μα... δεν ήταν ο Σμερντιακόβ! είπε αποφασιστικά ο Μίτια.

— Μα γιατί βεβαιώνετε τόσο επίμονα κι είσαστε σίγουρος πως δεν είν' αυτός;

— Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Τέτοια εντύπωση έχω. Γιατί ο Σμερντιακόβ είναι ένας άνθρωπος τιποτένιος και δειλός. Δειλός δεν λέει τίποτα. Είναι ένα δίποδο άθροισμα όλη της δειλίας του κόσμου. Λες και τον γέννησε κότα. Μιλώντας μαζί μου, έτρεμε κάθε φορά μήπως τον σκοτώσω, ενώ εγώ ούτε το χέρι μου δε σήκωσα ποτέ πάνω του. Έπεφτε στα πόδια μου κι έκλαιγε, μου φίλαγε τούτα δω τα παπούτσια, ικετεύοντάς με «να μην τον φοβίζω». Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Ενώ εγώ του έκανα και δώρα ακόμα. Είναι μια βρεμένη κότα, ένας επιληπτικός μ' αδύναμο μυαλό, κι ένα παιδί οχτώ χρονώ θα μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο. Χαρακτήρα το λέτε αυτό; Δεν είναι ο Σμερντιακόβ, κύριοι, αυτός ούτε τα λεφτά δεν αγαπάει, όταν του χάριζα τίποτα, αυτός δεν το 'παιρνε... Κι εξάλλου γιατί να σκοτώσει το γέρο; Αφού μάλιστα ίσως να 'ναι νόθος γιος του, το ξέρατε αυτό;

— Την ακούσαμε αυτή τη φήμη. Μα και σεις είσαστε γιος του κι όμως το λέγατε σ' όλους πως θέλετε να τον σκοτώσετε.

— Πόντος για μένα! Ταπεινός και πρόστυχος πόντος! Μα δε φοβάμαι! Ω, κύριοι, σα να μου φαίνεται πως είναι πολύ πρόστυχο από μέρος σας να μου το λέτε έτσι κατάμουτρα! Είναι πρόστυχο γιατί εγώ ο ίδιος σας το είπα. Όχι μονάχα ήθελα μα και μπορούσα να τον σκοτώσω. Μήπως δεν σας ομολόγησα πως παραλίγο να τον σκότωνα; Όμως δεν τον σκότωσα, αυτό είναι το σπουδαίο, μ' έσωσε ο φύλακας-άγγελός μου... μα σεις δεν το λάβατε αυτό υπ' όψη σας... Κι αυτό είναι το πρόστυχο και το χυδαίο από μέρος σας! Γιατί δε σκότωσα, δε σκότωσα, δε σκότωσα! Τ' ακούτε, κύριε εισαγγελέα, δε σκότωσα!

Πνιγόταν. Πρώτη φορά σ' όλη τη διάρκεια της ανάκρισης είχε ταραχτεί τόσο.

— Και τι σας είπε, κύριοι, ο Σμερντιακόβ; είπε ξαφνικά αφού σώπασε για λίγο. Έχω το δικαίωμα να σας ρωτήσω;

— Έχετε το δικαίωμα να μας ρωτάτε για το καθετί που σχετίζεται με τα γεγονότα, απάντησε ο εισαγγελέας ψυχρά κι αυστηρά· και μεις, το ξαναλέω, έχουμε υποχρέωση να σας απαντήσουμε. Βρήκαμε τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που γι' αυτόν μας ρωτάτε, αναίσθητο στο κρεβάτι του. Τον είχε πιάσει μια πολύ δυνατή κρίση επιληψίας, η δέκατη ίσως από χτες. O γιατρός που ήταν μαζί μας εξέτασε τον άρρωστο και μας είπε πως ίσως να μη ζήσει ως το πρωί.

— Ε, αφού είναι έτσι, τότε τον πατέρα μου τον σκότωσε ο διάολος! του ξέφυγε ξάφνου του Μίτια, λες κι ίσαμε κείνη τη στιγμή ρωτούσε συνεχώς τον εαυτό του: «O Σμερντιακόβ ήτανε ή όχι;»

— Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό το ζήτημα, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα, αν θέλετε, συνεχίστε τη διήγησή σας.

O Μίτια ζήτησε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. Εκείνοι του το επιτρέψανε ευγενικά. Αφού ξεκουράστηκε, άρχισε πάλι την εξιστόρησή του. Μα ήταν φανερό πως υπόφερε. Ήταν καταβασανισμένος, προσβλημένος και ψυχικά αναστατωμένος. Σα να μη φτάνανε αυτά, ο εισαγγελέας, λες και το 'κανε επίτηδες, άρχισε να τον σταματάει κάθε λίγο και λιγάκι για να ξεψαχνίσει μερικές «μικρολεπτομέρειες». Μόλις πρόφτασε ο Μίτια να διηγηθεί πώς χτύπησε το Γρηγόρη στο κεφάλι όντας καθισμένος πάνω στο φράχτη κι ύστερα ξαναπήδησε πάλι μέσα στον κήπο κι έσκυψε πάνω απ' τον πεσμένο, ο εισαγγελέας τον σταμάτησε και τον παρακάλεσε να τους περιγράφει πιο λεπτομερειακά πώς ακριβώς καθότανε πάνω στο φράχτη. O Μίτια απόρησε.

— Μα καθόμουνα καβαλικευτά, το ένα πόδι απ' τη μια μεριά, το άλλο απ' την άλλη...

— Και το γουδοχέρι;

— Το γουδοχέρι το κράταγα στο χέρι μου.

— Δεν το 'χατε στην τσέπη σας; Το θυμάστε καλά αυτό; Για πέστε μας, πήρατε μεγάλη φόρα με το χέρι για να χτυπήσετε;

— Ασφαλώς μεγάλη, μα τι σας χρειάζεται αυτό;

— Θα θέλατε να καθίσετε στην καρέκλα ακριβώς όπως καθόσαστε τότε πάνω στο φράχτη και να μας παραστήσετε πώς σηκώσατε το χέρι, πώς χτυπήσατε και κατά πού;

— Με κοροϊδεύετε δηλαδή; ρώτησε ο Μίτια και τον κοίταξε υπεροπτικά.

Μα εκείνου ούτε το μάτι του δεν έπαιξε. O Μίτια γύρισε σπασμωδικά, καβαλίκεψε την καρέκλα κι έκανε τη χειρονομία.

— Να έτσι τον χτύπησα! Έτσι τον σκότωσα! Τι άλλο θέλετε από μένα;

— Σας ευχαριστώ. Θα έχετε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε για ποιον ακριβώς λόγο ξαναπηδήσατε στον κήπο; Τι σκοπό είχατε, τι υπολογίζατε να κάνετε;

— Ε, διάολε, πήδησα για να δω τον πληγωμένο... Δεν ξέρω γιατί!

— Όντας τόσο ταραγμένος; Κι ενώ το βάζατε στα πόδια;

— Ναι, όντας ταραγμένος κι ενώ το 'βαζα στα πόδια.

— Θέλατε να τον βοηθήσετε μήπως;

— Μπα, τι βοήθεια να του δώσω... Μα ίσως και γι' αυτό, δε θυμάμαι.

— Δεν ξέρατε τι κάνατε; Δηλαδή τα 'χατε χάσει μήπως;

— Κάθε άλλο. Τα θυμάμαι όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Πήδησα κάτω για να δω τι απόγινε και του σκούπισα το μέτωπο με το μαντίλι.

— Το είδαμε το μαντίλι σας. Ελπίζατε πως θα μπορούσατε να συνεφέρετε το χτυπημένο;

— Δεν ξέρω αν είχα μια τέτοια ελπίδα. Ήθελα μονάχα να βεβαιωθώ αν ζει ή όχι.

— Α, ώστε θέλατε να βεβαιωθείτε; Και λοιπόν;

— Δεν είμαι γιατρός, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Έφυγα νομίζοντας πως τον σκότωσα, μα να που αυτός συνήλθε.

— Πολύ ωραία, είπε τελειώνοντας ο εισαγγελέας. Σας ευχαριστώ. Αυτό μου χρειαζόταν. Τώρα κάντε τον κόπο να συνεχίσετε.

Αλίμονο, ο Μίτια ούτε το σκέφτηκε καν να τους διηγηθεί (αν και το θυμόταν) πως πήδησε στον κήπο από οίκτο και πως σκύβοντας πάνω απ' το γέρο πρόφερε και μερικές λέξεις συμπόνιας:

«Άδικα την έπαθες, γέρο, τι να γίνει, μείνε λοιπόν εδώ πέρα». O εισαγγελέας όμως έβγαλε τούτο το συμπέρασμα: Για να πηδήσει κάτω «σε μια τέτοια στιγμή κι όντας τόσο ταραγμένος», θα πει πως ήθελε να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. «Ποια λοιπόν θα έπρεπε να είναι η ενεργητικότητα, η αποφασιστικότητα, η ψυχραιμία, η πνευματική διαύγεια αυτού του ανθρώπου και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή...» κ.τ.λ, κ.τ.λ. O εισαγγελέας ήταν ευχαριστημένος. «Τον ερέθισα με μικρολεπτομέρειες», σκεφτότανε, «κι αυτός προδόθηκε».

O Μίτια συνέχισε με κόπο τη διήγησή του. Μα και πάλι τον διέκοψε τούτη τη φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Πώς μπήκατε στο σπίτι της υπηρέτριας Φεντόσιας Μάρκοβας με καταματωμένα τα χέρια σας κι όπως αποδείχτηκε αργότερα και το πρόσωπο;

— Μα τότε καθόλου δεν το παρατήρησα πως είμαι γεμάτος αίματα! απάντησε ο Μίτια.

— Αυτό δεν είναι παράξενο, συμβαίνει πολλές φορές, είπε ο εισαγγελέας κοιτάζοντας τον Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ακριβώς έτσι έγινε, αυτό το είπατε πολύ ωραία, κύριε εισαγγελέα μου, συμφώνησε ξαφνικά ο Μίτια.

Άρχισε τότε να διηγιέται πώς αποφάσισε να «παραμερίσει» και «ν' αφήσει να περάσουν οι ευτυχισμένοι». Μα τώρα δεν μπορούσε ν' ανοίξει την καρδιά του όπως πρώτα και να τους μιλήσει για «τη βασίλισσα της ψυχής του». Αυτό του ήταν αποτροπιαστικό μπροστά σ' αυτά τα ψυχρά πλάσματα, «όμοια με κοριούς που του ρουφούσαν το αίμα».

Γι' αυτό και απαντούσε στις επανειλημμένες ερωτήσεις τους σύντομα και ξερά.

— Ε, λοιπόν, αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω. Ποιος ο λόγος να εξακολουθήσω να ζω; Ήρθε ο πρώτος αγαπημένος της, ο αναμφισβήτητος, ο άνθρωπος που την πρόσβαλε μα που ύστερα από πέντε χρόνια ήρθε για να ξεπλύνει την προσβολή με το στεφάνωμα. Κατάλαβα λοιπόν πως όλα πια ήταν χαμένα... Ήταν κιόλας η ντροπή... κι ακόμα το αίμα του Γρηγόρη... Γιατί να ζήσω λοιπόν; Πήγα κι εξαγόρασα τα πιστόλια που 'χα βάλει ενέχυρο κι είχα σκοπό να φυτέψω τα χαράματα μια σφαίρα στο κεφάλι μου...

— Και τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο;

— Τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο. Όμως που να πάρει ο διάολος, κύριοι, ας τελειώνουμε καμιά φορά. Ήμουν αποφασισμένος να ξεμπερδεύω κατά τις πέντε το πρωί. Στου Περχότιν ετοίμασα και το χαρτάκι, τότε που γέμισα και το πιστόλι. Να το χαρτάκι, διαβάστε το. Αν και δεν τα λέω για σας αυτά! πρόσθεσε ξαφνικά με περιφρόνηση.

Έβγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου το χαρτί και το πέταξε στο τραπέζι. Εκείνοι το διαβάσανε με περιέργεια και, όπως συνηθίζεται, το επισυνάψανε στο φάκελο.

— Και δε σκεφτήκατε να πλύνετε τα χέρια σας ούτε κι όταν πηγαίνατε στου κυρίου Περχότιν; Δε φοβόσαστε δηλαδή μήπως σας υποπτευθούν;

— Να με υποπτευθούν; Και δεν πάει να με υποπτεύονταν; Έτσι κι έτσι εγώ θα 'ρχόμουνα δω πέρα και στις πέντε θα σκοτωνόμουνα, δε θα πρόφταιναν λοιπόν τίποτα να κάνουν. Γιατί αν δεν γινόταν αυτό που 'γινε με τον πατέρα μου, σεις δε θα μαθαίνατε τίποτα και δε θα 'ρχόσασταν εδώ πέρα. Ω, ο διάολος τα 'κανε όλα, αυτός σκότωσε τον πατέρα και σεις απ' αυτόν μάθατε τι συνέβη! Πώς φτάσατε αλήθεια τόσο γρήγορα;

— O κύριος Περχότιν μάς πληροφόρησε πως όταν μπήκατε στο σπίτι του κρατούσατε στα χέρια σας... στα ματωμένα χέρια σας... τα χρήματα... πολλά χρήματα... ένα πάκο κατοστάρικα και πως τα είδε όλ' αυτά και το παιδί που 'χει για υπηρέτη.

— Έτσι είναι, κύριοι, κάπως έτσι τα θυμάμαι και γω.

— Εδώ γεννιέται μια απορία. Θα μπορούσατε να μας πείτε, άρχισε να λέει μ' εξαιρετική ευγένεια ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· πού βρήκατε ξάφνου τόσα λεφτά τη στιγμή που όλα τα γεγονότα δείχνουν κι αποδεικνύεται ακόμα κι απ' τον υπολογισμό της ώρας πως δεν περάσατε σπίτι σας;

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε λίγο μ' αυτή την ερώτηση που έγινε τόσο απότομα μα δε διέκοψε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, δεν πήγα καθόλου στο σπίτι μου, είπε ο Μίτια φαινομενικά πολύ ήρεμα μα κοιτάζοντας το πάτωμα.

— Επιτρέψτε μας λοιπόν να επαναλάβουμε την ερώτηση, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς μ' ένα ύφος σερνάμενης πονηριάς. Πού βρήκατε ένα τέτοιο ποσό έτσι μονομιάς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος το παραδεχτήκατε στις πέντε τ' απόγευμα της ίδιας μέρας...

— Είχα ανάγκη από δέκα ρούβλια κι έδωσα ενέχυρο στον Περχότιν τα πιστόλια μου, ύστερα πήγα στην Χοχλάκοβα για να της ζητήσω τρεις χιλιάδες και κείνη δε μου 'δωσε και τα λοιπά και τα λοιπά, τον διέκοψε απότομα ο Μίτια. Ναι, κύριοι, δεν είχα πεντάρα και ξαφνικά βρέθηκα με χιλιάδες. Έτσι; Το βλέπω, κύριοι, πως τούτη τη στιγμή τρέμετε κι οι δυο σας: Και τι θα γίνει αν δε μας πει από πού τις πήρε; Δίκιο έχετε. Δεν θα σας το πω, κύριοι, καλά το μαντέψατε, δεν θα το μάθετε ποτέ, είπε ξάφνου ο Μίτια με μεγάλη αποφασιστικότητα.

Οι ανακριτές σωπάσανε για λίγο.

— Πρέπει να καταλάβετε, κύριε Καραμάζοβ, πως μας είναι εντελώς απαραίτητο να το ξέρουμε, πρόφερε αργά και ταπεινά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Το καταλαβαίνω, όμως δε θα σας το πω.

Ανακατεύτηκε κι ο εισαγγελέας και του υπενθύμισε πως ο ανακρινόμενος μπορεί βέβαια να μην απαντάει στις ερωτήσεις που του κάνουνε αν νομίζει πως αυτό τον συμφέρει κ.τ.λ, μα όταν λάβει κανείς υπ' όψη του πόσες υποψίες γεννάει αυτή η σιωπή τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για μια τόσο σπουδαία ερώτηση που...

— Και ούτω καθ' εξής, κύριοι, και ούτω καθ' εξής! Φτάνει, όλη αυτή τη διδαχή την έχω ξανακούσει! τον διέκοψε και πάλι ο Μίτια. Το καταλαβαίνω και μόνος μου πόσο σπουδαίο είν' αυτό το ζήτημα και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το πιο ουσιαστικό σημείο όμως παρ' όλ' αυτά, δε θα μιλήσω.

— Στο κάτω-κάτω εμάς δε μας πολυνοιάζει, κακό δικό σας κάνετε, είπε νευρικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, κύριοι, είπε ο Μίτια και σηκώνοντας τα μάτια του κοίταξε και τους δυο κατάματα. Το προαισθανόμουν απ' την αρχή πως εδώ θα τα χαλάσουμε. Μα στην αρχή, όταν άρχισα να σας τα διηγιέμαι όλα, το σημείο αυτό ήταν ακόμα μακριά, λες και βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και γω είχα την αφέλεια ν' αρχίσω με την πρόταση για μιαν «αμοιβαία εμπιστοσύνη». Τώρα το βλέπω κι ο ίδιος πως μια τέτοια εμπιστοσύνη ήταν αδύνατο να υπάρξει γιατί, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα, πάλι θα φτάναμε κάποτε σ' αυτό το καταραμένο εμπόδιο! Να λοιπόν που φτάσαμε! Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Φυσικά δε σας κατηγορώ, δεν μπορείτε βέβαια να με πιστέψετε χωρίς αποδείξεις. Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά!

Σώπασε σκυθρωπός.

— Δε θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας αποκαλύψετε τίποτα, να μας πείτε δυο λόγια για την αιτία που σας κάνει να σωπαίνετε, ενώ το καταλαβαίνετε κι ο ίδιος πόσο αυτό είναι επικίνδυνο για σας;

O Μίτια χαμογέλασε θλιμμένα και σκεφτικά.

— Έχω πολύ πιο καλή καρδιά απ' όσο νομίζετε, κύριοι- θα σας εξηγήσω το γιατί, αν και δεν τ' αξίζετε να σας τα λέει κανείς αυτά. Το αποσιωπώ, κύριοι, γιατί υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση ένα προσωπικό μου αίσχος. Αν απαντήσω από πού πήρα τούτα τα χρήματα, θ' αποκαλύψω μια τόσο επαίσχυντη πράξη μου που ούτε θα μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν ο φόνος κι η ληστεία του πατέρα μου, αν βέβαια τον σκότωνα και τον λήστευα. Να γιατί δεν μπορώ να μιλήσω. Από ντροπή δεν μπορώ. Τι πάτε να κάνετε, κύριοι, θέλετε κι αυτό να το γράψετε;

— Ναι, θα το σημειώσουμε, τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν θα 'πρεπε να το γράψετε αυτό που σας είπα, για το «αίσχος» δηλαδή. Σας άνοιξα την καρδιά μου από καλοσύνη μου, μπορούσα να μη σας πω τίποτα, όμως εγώ (πώς να το πω;) σας το χάρισα. Μα εσείς και δω ακόμα πάτε να βγάλετε απ' τη μύγα ξύγκι. Ε, γράψτε το λοιπόν, γράψτε ό,τι θέλετε, είπε περιφρονητικά σα να τους σιχαινόταν. Δε σας φοβάμαι καθόλου και... περηφανεύομαι γι' αυτό.

— Μήπως θα θέλατε να μας πείτε τι είδους αίσχος είν' αυτό; τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε.

— Ούτε λέξη πια, c' est fini, μην κοπιάζετε άδικα. Δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, ούτε σεις, ούτε κανένας. Φτάνει πια, κύριοι, δεν θα πω τίποτα από δω και πέρα.

Αυτό το 'πε πολύ αποφασιστικά. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν επέμενε, όμως απ' το βλέμμα του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς κατάλαβε αμέσως πως εκείνος δεν έχασε ακόμα κάθε ελπίδα. — Θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας πείτε πόσα λεφτά κρατούσατε στο χέρι σας όταν μπήκατε στο σπίτι του κυρίου Περχότιν, δηλαδή πόσα ακριβώς ρούβλια;

— Ούτ' αυτό μπορώ να σας το πω.

— Αν δεν κάνω λάθος, μιλήσατε στον κύριο Περχότιν για τρεις χιλιάδες που σας έδωσε τάχα η κυρία Χοχλάκοβα. Έτσι;

— Ίσως να 'ναι κι έτσι. Αφήστε με ήσυχο, κύριοι, δεν πρόκειται να σας πω πόσα ήταν τα λεφτά.

— Θα θέλατε τουλάχιστο να κάνατε τον κόπο να μας διηγηθείτε πώς ήρθατε δω πέρα και τι κάνατε όταν φτάσατε στο ξενοδοχείο;

— Ουφ, αυτά μπορούν να σας τα πουν όλοι δω πέρα. Όμως γιατί όχι; Νομίζω πως μπορώ και γω να σας τα διηγηθώ.

Τους τα διηγήθηκε, όμως εμείς δε θα παραθέσουμε δω τη διήγησή του. Διηγόταν σύντομα και ξερά. Για τους ενθουσιασμούς της αγάπης του δεν είπε λέξη. Είπε ωστόσο πως δεν είχε πια την πρώτη αποφασιστικότητα ν' αυτοκτονήσει «ύστερα απ' τα καινούργια γεγονότα». Μα κι οι ανακριτές δεν τον ενόχλησαν πολύ αυτή τη φορά. Ήταν φανερό πως κάτι άλλο τους ενδιέφερε.

—Όλ' αυτά θα τα εξετάσουμε και πάλι, θα επανέλθουμε σ' αυτό το ζήτημα όταν θ' ανακρίνουμε τους μάρτυρες. Αυτό φυσικά θα γίνει παρουσία σας, είπε τελειώνοντας τις ερωτήσεις του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα επιτρέψτε μας να σας παρακαλέσουμε να βγάλετε απ' τις τσέπες σας όλα σας τα πράματα και, το κυριότερο, όλα σας τα χρήματα.

— Τα χρήματα; Παρακαλώ, το καταλαβαίνω πως αυτό χρειάζεται. Απορώ μάλιστα που δε μου το ζητήσατε πριν. Αν και βέβαια όλη την ώρα καθόμουνα μπροστά σας και δεν θα 'φευγα. Να τα λεφτά μου, πάρτε τα και μετρείστε τα, νομίζω πως δεν έχω άλλα.

Τα 'βγαλε όλα απ' τις τσέπες του, ακόμα και τα ψιλά, δυο εικοσαράκια τα 'βγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου. Τα μετρήσανε και βρήκαν πως ήταν οχτακόσια τριάντα έξι ρούβλια και σαράντα καπίκια.

— Αυτά είναι όλα; ρώτησε ο ανακριτής.

— Αυτά!

— Είχατε την καλοσύνη να μας πείτε μόλις τώρα, απαριθμώντας τα έξοδά σας, πως στο μπακάλικο των Πλότνικοβ αφήσατε τριακόσια ρούβλια, στον Περχότιν δώσατε δέκα, στον αμαξά είκοσι, εδώ χάσατε διακόσια, ύστερα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τ' απαρίθμησε όλα. O Μίτια τον βοήθησε πρόθυμα. Θυμηθήκανε και βάλανε στο λογαριασμό και το τελευταίο καπίκι. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς έκανε γρήγορα γρήγορα την άθροιση.

— Πάει να πει λοιπόν πως μ' αυτά τα οχτακόσια είχατε στην αρχή περίπου χίλια πεντακόσια ρούβλια. Έτσι;

— Πάει να πει πως τόσα ήτανε, είπε απότομα ο Μίτια.

— Πώς τότε βεβαιώνουν όλοι πως ήταν πολύ περισσότερα;

— Ας βεβαιώνουν.

—Μα και σεις ο ίδιος έτσι λέγατε.

—Και γω έτσι έλεγα.

—Θα βεβαιωθούμε για όλ' αυτά όταν θ' ανακρίνουμε και τους άλλους. Για τα λεφτά σας μην ανησυχείτε, θα τα φυλάξουμε μεις και θα 'ναι στην διάθεσή σας όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση... αυτή που άρχισε... αν γίνει φανερό ή μάλλον αν αποδεχτεί πως σας ανήκουν. Και τώρα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς σηκώθηκε ξαφνικά κι ανακοίνωσε σταθερά στο Μίτια πως «είναι υποχρεωμένος κι έχει το καθήκον» να κάνει λεπτομερέστατη έρευνα «του κουστουμιού σας κι όλων των άλλων ενδυμάτων»...

—Παρακαλώ, κύριοι, θ' αναποδογυρίσω όλες τις τσέπες μου αν θέλετε.

Και πραγματικά άρχισε ν' αναποδογυρίζει τις τσέπες του.

— Είναι απαραίτητο να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Πώς; Να γδυθώ; Φτου, να πάρει ο διάολος! Μα γιατί δε με ψάχνετε κι έτσι; Δεν μπορεί να γίνει κι έτσι;

— Αδύνατο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πρέπει να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Όπως θέλετε, υποτάχτηκε σκυθρωπά ο Μίτια· μονάχα σας παρακαλώ να μη γίνει εδώ, μα πίσω απ' το παραβάν. Ποιος θα κάνει την έρευνα;

— Μα και βέβαια πίσω απ' το παραβάν, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και για να δείξει πως συμφωνεί, χαμήλωσε το κεφάλι.

Το μικροσκοπικό του πρόσωπο πήρε μιαν εξαιρετικά επίσημη έκφραση.

9. V. Δοκιμασία Τρίτη 9. V. Test Tuesday

O Μίτια αν κι άρχισε να μιλάει δύσθυμα, ωστόσο προσπαθούσε να μην ξεχάσει και να μην παραλείψει ούτε μια λεπτομέρεια απ' τη διήγησή του. |||||||sullenly|||||||||||||||| Although Mitya started speaking gloomily, he was trying not to forget or omit any detail from his narrative. Διηγήθηκε πώς σκαρφάλωσε στο φράχτη του κήπου του πατέρα του και πήδηξε μέσα, πώς έφτασε ως το παράθυρο και περιέγραψε όλα όσα είδε κι έκανε δίπλα σ' εκείνο το παράθυρο. He narrated how he climbed the fence of his father's garden and jumped inside, how he reached the window and described everything he saw and did next to that window. Τους μίλησε με καθαρότητα κι ακρίβεια για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του που τον ανατάραζαν εκείνες τις στιγμές μέσα στον κήπο όταν τόσο βασανιστικά ήθελε να μάθει αν η Γκρούσενκα ήταν στου πατέρα του ή όχι. |||||||||||||||disturbed||||||||||||||||||||| He spoke with clarity and precision about the feelings and concerns that troubled him during those moments in the garden when he so desperately wanted to know if Grushenka was with his father or not. Μα παράξενο: O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον ακούγανε τώρα τρομερά συγκρατημένοι, τον κοιτάζανε ανέκφραστα, ερωτήσεις του κάνανε ελάχιστες. But strange: The prosecutor and the investigator were listening to him now with great restraint, looking at him expressionlessly, asking him few questions. O Μίτια δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απ' την έκφραση των προσώπων τους. Mitya could not understand anything from their facial expressions.

«Φαίνεται πως πειράχτηκαν και θυμώσανε», σκέφτηκε. "It seems they got upset and angry," he thought. «Ε, στο διάολο!» «Well, damn!»

Όταν τους διηγήθηκε ότι στο τέλος αποφάσισε να χτυπήσει το σύνθημα για να ειδοποιήσει τον πατέρα του πως ήρθε τάχα η Γκρούσενκα για ν' ανοίξει εκείνος το παράθυρο, ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν προσέξανε καθόλου τη λέξη σύνθημα, σα να μην κατάλαβαν καθόλου τι σημασία έχει εδώ τούτη η λέξη. ||||||||||||||||||||||||||||||||||paid attention|||||||||||||||| When he told them that in the end he decided to hit the signal to notify his father that supposedly Grushenka had come to open the window, the investigator and the prosecutor did not pay any attention to the word signal, as if they did not understand at all the significance of this word here. Τόσο που του Μίτια του 'κανε εντύπωση. So much that it impressed Mitia. Όταν έφτασε τέλος στο σημείο όπου είδε τον πατέρα του να σκύβει απ' το παράθυρο, ένιωσε ένα αβάσταχτο μίσος κι άρπαξε το γουδοχέρι που είχε στην τσέπη του, ξάφνου, σα να το έκανε επίτηδες σταμάτησε. When he reached the point where he saw his father bending over the window, he felt an unbearable hatred and grabbed the dagger he had in his pocket, suddenly, as if intentionally he stopped. Καθόταν και κοίταζε τον τοίχο. He was sitting and staring at the wall. Το 'ξερε πως εκείνοι έχουν καρφώσει πάνω του τα βλέμματά τους. He knew that they had nailed their eyes on him.

— Λοιπόν, είπε ο ανακριτής· αρπάξατε το όπλο και... και τι έγινε ύστερα; ||||grabbed||||||| — Well, said the interrogator; grab the weapon and... and what happened next?

— Ύστερα; Μα ύστερα τον σκότωσα... του 'δωσα μια στο κούτελο και του 'σπασα το κρανίο... Έτσι δεν το νομίζετε; είπε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε. — Next? Well, I killed him... gave him a blow to the head and smashed his skull... Don't you think so? he said and suddenly his eyes sparkled.

Τον ξανάπιασε και πάλι ο θυμός του. His anger grabbed hold of him once again.

— Εμείς έτσι νομίζουμε, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — That's what we believe, said Nikolai Parfionovitch. Ας είναι. Very well. Εσείς πώς λέτε πως έγινε; How do you say it happened?

O Μίτια χαμήλωσε τα μάτια του και σώπασε για πολλήν ώρα. Mitya lowered his eyes and fell silent for a long time.

— Εγώ λέω, κύριοι, εγώ λέω πως συνέβη τούτο, άρχισε να λέει σιγανά. "I say, gentlemen, I say that this happened," he began to say softly. Δεν ξέρω πώς έγινε, είτε τίποτα δάκρυα είτε οι προσευχές της μητέρας μου πέτυχαν αυτή τη χάρη απ' το Θεό, είτε μ' ασπάστηκε κάποιο καλό πνεύμα, μα το γεγονός είναι ότι ο διάολος νικήθηκε. |||||||||||||||||||||||||||||||||was defeated I don't know how it happened, whether it was tears or my mother's prayers that obtained this grace from God, or if a good spirit embraced me, but the fact is that the devil was defeated. Έφυγα απ' το παράθυρο κι έτρεξα προς το μέρος του φράχτη... O πατέρας μου τρόμαξε, τότε μόλις με διέκρινε, έβγαλε μια κραυγή και τραβήχτηκε μέσα απότομα· αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. I went out of the window and ran towards the fence... My father was terrified, he only recognized me then, he screamed and pulled back abruptly; I remember this very well. Και γω πέρασα απ' τον κήπο κι έφτασα στο φράχτη... εκεί ήταν που μ' έφτασε ο Γρηγόρης, όταν πια είχα καβαλικέψει το φράχτη... I passed through the garden and reached the fence... that's where Grigoris caught up with me, when I had already straddled the fence...

Εδώ κοίταξε επιτέλους τους ακροατές του. Finally, he looked at his audience here. Εκείνοι φαίνονταν να τον παρατηρούν με μεγάλη μα ατάραχη προσοχή. They seemed to be watching him with great but indifferent attention. Κάποιο ρίγος αγανάκτησης πέρασε απ' την ψυχή του Μίτια. A shiver of annoyance passed through Mitia's soul.

— Σα να βλέπω, κύριοι, πως με περιγελάτε, είπε αναπάντεχα. ||||||"mocking me"|| "It seems to me, gentlemen, that you are laughing at me," he said unexpectedly.

— Γιατί το νομίζετε αυτό; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. "Why do you think that?" asked Nikolai Parfionovich.

— Δεν πιστεύετε ούτε λέξη απ' αυτά που σας είπα, να γιατί. — You don't believe a word of what I told you, do you? Το καταλαβαίνω δα πως τώρα είναι που 'φτασα στο κυριότερο σημείο: O γέρος κοίτεται κει πέρα με σπασμένο το κεφάλι και γω, αφού σας περιέγραψα με τραγικό τρόπο το πώς ήθελα να τον σκοτώσω και πώς έβγαλα πια το γουδοχέρι απ' την τσέπη μου, σας λέω τώρα πως έφυγα ξάφνου απ' το παράθυρο βάζοντάς το στα πόδια... Σωστό ποίημα! |||||||"reached"||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| I understand how now is the crucial moment: The old man is lying over there with his head smashed and I, after describing to you in a tragic way how I wanted to kill him and how I finally took out the knife from my pocket, I'm now telling you that I suddenly left through the window throwing it at his feet... Correct poem! Σε στίχους θ' άξιζε να γραφτεί! It would be worth writing in verses! Μπορεί να πιστέψει κανείς τα λόγια ενός παρόμοιου παλικαρά; Χα-χα! ||||||||tough guy|| Can anyone believe the words of such a similar lad? Ha-ha! Μα την αλήθεια, κύριοι, δεν μπορεί παρά να γελάτε μαζί μου! But really, gentlemen, you can only laugh with me!

Και στράφηκε απότομα πάνω στην καρέκλα του, έτσι που η καρέκλα έτριξε. And he abruptly turned on his chair, causing it to creak.

—Μήπως παρατηρήσατε, άρχισε ξάφνου να λέει ο εισαγγελέας σα να μην πρόσεξε την ταραχή του Μίτια, μήπως προσέξατε όταν φεύγατε απ' το παράθυρο αν η πόρτα που βγάζει στον |||||||||||||||||||"you were leaving"||||||||| —Did you notice, the prosecutor suddenly began as if he didn't pay attention to Mitya's agitation, did you notice when you were leaving the window if the door that leads to the garden on the other side of the house was open?

κήπο, στην άλλη άκρη του σπιτιού, ήταν ανοιχτή; — Όχι, δεν ήταν ανοιχτή. —No, it wasn't open.

— Δεν ήταν; —It wasn't?

— Απεναντίας ήταν διπλομανταλωμένη, ποιος τάχα θα μπορούσε να την ανοίξει; Μπα, η πόρτα... μα για σταθείτε! On the contrary, it was double locked, who could possibly open it? Nah, the door... but wait! είπε σαν κάτι να σκέφτηκε ξαφνικά και σχεδόν ανατρίχιασε —μα he said as if he suddenly thought of something and almost shivered —but

μήπως εσείς τη βρήκατε ανοιχτή την πόρτα; did you perhaps find the door open?

— Ανοιχτή. — Open.

— Μα ποιος μπορεί να την άνοιξε λοιπόν αν δεν την ανοίξατε σεις; είπε ξάφνου ο Μίτια τρομερά απορημένος. — But who could have opened it if it wasn't you who opened it? said Mitia suddenly, terribly puzzled.

— Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη κι ο φονιάς του πατέρα σας μπήκε από κει χωρίς αμφιβολία κι αφού έκανε το έγκλημα, έφυγε απ' τον ίδιο δρόμο, πρόφερε αργά ο εισαγγελέας τονίζοντας κάθε συλλαβή. — The door was properly opened and the murderer of your father must have entered from there without a doubt and after committing the crime, he left the same way, slowly pronounced the prosecutor emphasizing each syllable. Σ' αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. There is no doubt about it. Σίγουρα ο φόνος έγινε μέσα στο δωμάτιο κι όχι απ' το παράθυρο. Certainly the murder took place inside the room and not through the window. Αυτό είναι ολοφάνερο από την επιτόπια έρευνα που κάναμε, απ' τη θέση που βρέθηκε το πτώμα κι απ' όλα. |||||on-site||||||||||||| This is obvious from the on-site investigation we conducted, from the position where the body was found, and from everything. Σ' αυτό δε χωράει αμφιβολία. There is no doubt about it.

O Μίτια ήταν κατάπληκτος. Mitya was astonished.

— Μα αυτό είναι αδύνατο, κύριοι! - But this is impossible, gentlemen! φώναξε σα να τα 'χασε εντελώς εγώ... εγώ δεν μπήκα μέσα... σας βεβαιώνω πως η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόμουνα στον κήπο και τη στιγμή που έφευγα από κει. He shouted as if he had completely lost it... I did not go inside... I assure you that the door was closed the whole time I was in the garden and at the moment I was leaving from there. Εγώ στεκόμουνα κάτω απ' το παράθυρο κι από κει τον είδα. I was standing under the window and from there I saw him. Αυτό έκανα μονάχα, αυτό... Θυμάμαι όλα όσα γίνανε ως την τελευταία στιγμή. That's all I did, that... I remember everything that happened until the last moment. Μα κι αν δε θυμόμουνα, το ίδιο θα 'τανε γιατί το ξέρω, γιατί τα συνθήματα μονάχα ο Σμερντιακόβ και γω τα ξέραμε κι ακόμα κείνος, ο μακαρίτης δηλαδή, κι αυτός, αν δεν άκουγε το σύνθημα, δε θ' άνοιγε σε κανέναν! But even if I didn't remember, it wouldn't matter because I know, because only Smerdiakov and I knew the slogans, and even he, the blessed one, and if he didn't hear the slogan, he wouldn't open to anyone!

— Συνθήματα; Τι συνθήματα είν' αυτά; είπε ο εισαγγελέας με μιαν υστερική σχεδόν περιέργεια κι έχασε στο λεπτό όλη τη συγκρατημένη του αξιοπρέπεια. "Slogans? What slogans are these?" asked the prosecutor with an almost hysterical curiosity and lost all his composure in that moment.

Ρώτησε δειλά, σα να σερνόταν προσεχτικά προς το θύμα του. He asked timidly, as if cautiously approaching his victim. Κατάλαβε πως πρόκειται για κάποιο πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν το 'ξερε ακόμα και φοβήθηκε αμέσως τρομερά πως ο Μίτια δεν θα 'θελε ίσως να του το αποκαλύψει. He realized that it was a very important element that he did not know yet, and immediately feared greatly that Mitya might not want to reveal it to him.

— Α, ώστε δεν το ξέρετε! "Ah, so you don't know!" είπε ο Μίτια κλείνοντάς του το μάτι και χαμογελώντας κοροϊδευτικά και μοχθηρά. |||closing|||||||| said Mitya, winking at him and smiling mockingly and wickedly. Και τι θα γίνει αν δε σας το πω; Από ποιον θα το μάθετε τότε; Τούτα τα συνθήματα τα 'ξερε μονάχα ο μακαρίτης, ο Σμερντιακόβ και γω. And what will happen if I don't tell you? From whom will you learn then? Only the late, Smirnovkov and I knew these slogans. Βέβαια τα ξέρει κι ο Θεός, όμως αυτός φυσικά δεν θα σας τα πει. Of course, God knows them too, but naturally he won't tell you. Κι όμως τούτη η λεπτομέρεια έχει ενδιαφέρον, ένας διάολος το ξέρει σε τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει, χα-χα! Yet this detail is interesting, a devil knows what conclusions he can draw, ha-ha! Ησυχάστε, καλοί μου κύριοι, θα σας τα πω, οι φόβοι σας είναι γελοίοι. Quiet down, my good sirs, I will tell you, your fears are ridiculous. Δε με ξέρετε καλά εμένα! You don't know me well! Έχετε να κάνετε μ' έναν υπόδικο, που μονάχος του σας παρέχει ενδείξεις εναντίον του, κάνει κακό του κεφαλιού του! You have to deal with a defendant, who by himself provides you with evidence against him, making a mess of his own head! Ναι, γιατί εγώ, βλέπετε, είμαι ιππότης, όμως εσείς δεν είσαστε! Yes, because I, you see, am a knight, but you are not!

O εισαγγελέας τα κατάπιε όλα γιατί έτρεμε από ανυπομονησία να μάθει την καινούργια λεπτομέρεια. The prosecutor swallowed it all because he was impatient to learn the new detail. O Μίτια τούς διηγήθηκε με ακρίβεια όλα όσα αφορούσαν τα συνθήματα που σοφίστηκε ο Φιόντορ Παύλοβιτς για να μπορεί να τον ειδοποιεί ο Σμερντιακόβ. ||||||||||||"devised"||||||||||| Mitya told them accurately everything concerning the slogans devised by Fyodor Pavlovitch in order for Smerdyakov to notify him. Εξήγησε τι ακριβώς σήμαινε το κάθε χτύπημα και χτύπησε τα συνθήματα στο τραπέζι. Explain exactly what each stroke meant and hit the slogans on the table. Όταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς τον ρώτησε αν χτύπησε στο παράθυρο το σύνθημα που σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε», ο Μίτια απάντησε πως αυτό ίσα-ίσα το σύνθημα χτύπησε. When Nikolai Parfionovich asked him if he hit the slogan on the window that meant 'Grusenka has arrived', Mitya replied that he just hit that slogan.

— Τώρα λοιπόν έχετε το θεμέλιο για να χτίσετε ολόκληρο πύργο! ||||foundation||||| - Now you have the foundation to build a whole tower! είπε απότομα ο Μίτια και γύρισε πάλι με περιφρόνηση προς την άλλη μεριά. Mitya said abruptly and turned back with disdain towards the other side.

— Κι αυτά τα συνθήματα τα ξέρατε μονάχα σεις, ο πατέρας σας κι ο υπηρέτης Σμερντιακόβ; Κανένας άλλος; ρώτησε για μιαν ακόμα φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. "And did you know these slogans only you, your father and the servant Smerdiakov? No one else?" Nikolai Parfionovich asked once again.

— Ναι, ο υπηρέτης Σμερντιακόβ κι ακόμα ο ουρανός. "Yes, the servant Smerdiakov and even the heavens." Σημειώστε, ο ουρανός. Note, the sky. Αυτό δα χρειάζεται να σημειωθεί. This needs to be noted. Μα και σας θα σας χρειαστεί ο Θεός. But you will need God too.

Τα γράψανε βέβαια όλ' αυτά, μα καθώς τα γράφανε, ο εισαγγελέας, σαν κάτι να σκέφτηκε αναπάντεχα κι είπε ξαφνικά. |"wrote"||||||||||||||||| They certainly wrote down all of that, but as they were writing, the prosecutor, seemed to think of something unexpectedly and suddenly said.

— Αφού ήξερε αυτά τα συνθήματα κι ο Σμερντιακόβ και σεις. - Since Smerdjakov and you also knew these slogans. αρνιέστε τόσο επίμονα κάθε ανάμιξη στο φόνο του πατέρα σας, μήπως, λέω, είν' αυτός που μπήκε στο σπίτι αφού προηγούμενα χτύπησε συνθηματικά στην πόρτα κι ύστερα... έκανε το έγκλημα; |||||||||||||||||||||secretly||||||| do you persistently deny any involvement in the murder of your father, perhaps, I say, is he the one who entered the house after previously knocking in code on the door and then... committed the crime?

O Μίτια τον κοίταξε κοροϊδευτικά και με μίσος. Mitya looked at him mockingly and with hatred. Τον κοίταξε έτσι σιωπηλός για πολλήν ώρα, τόσο που ο εισαγγελέας ανοιγόκλεισε τα μάτια του. He looked at him silently for a long time, so much so that the prosecutor opened and closed his eyes.

— Τώρα μάλιστα! — Now, indeed! είπε επιτέλους ο Μίτια. Mitya finally said. Τον πιάσατε στη φάκα, χε-χε! You caught him red-handed, ha-ha! Διαβάζω καθαρά τι σκέπτεστε, εισαγγελέα μου! |||"you are thinking"|| I can clearly see what you are thinking, my dear prosecutor!

Σίγουρα θα νομίζατε πως θα πεταγόμουνα και θ' άδραχνα τούτη την ευκαιρία για να δικαιολογηθώ φωνάζοντας: «Αχ, ναι, ο Σμερντιακόβ είναι, αυτός είναι ο φονιάς», ομολογείστε πως έτσι σκεφτήκατε, ομολογείστε το. |||||would jump|||seize||||||defend myself|||||||||||admit it||||| Surely you would have thought I would fly off and seize this opportunity to justify myself by shouting, 'Ah, yes, Smirnoff did it, he is the murderer,' admit it, that's what you thought, admit it. Τότε μονάχα θα συνεχίσω. Then I will only continue.

Μα ο εισαγγελέας δεν ομολόγησε. But the prosecutor did not confess. Σώπαινε και περίμενε. Be quiet and wait.

—Λάθος κάνατε. You made a mistake. Δε θα κατηγορήσω το Σμερντιακόβ! I will not accuse Smertiakov! είπε ο Μίτια. said Mitia.

— Ούτε τον υποπτεύεστε καθόλου; - You don't suspect him at all?

— Εσείς τον υποπτεύεστε; ||suspect him - Do you suspect him?

— Τον υποπτευθήκαμε και αυτόν. |suspected him too|| We suspected him too.

O Μίτια στύλωσε τα μάτια στο πάτωμα. Mitya fixed his gaze on the floor.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, πρόφερε σκυθρωπά. Let's stop the jokes, he said grimly. Ακούστε: Απ' την αρχή ακόμα, όταν βγήκα απ' αυτό το παραβάν και σας αντίκρισα, πέρασε από το κεφάλι μου τούτη η σκέψη: «O Σμερντιακόβ είναι!» Καθόμουνα εδώ πέρα και φώναζα πως είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου, κι όλο και σκεφτόμουν: «O Σμερντιακόβ είναι!» Και δεν έλεγε να ξεκολλήσει ο Σμερντιακόβ απ' τη σκέψη μου. |||||||||||||I faced||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| Listen: From the very beginning, when I came out of that shed and saw you, this thought crossed my mind: 'It's Smirnoff!' I was sitting here shouting that I am innocent of my father's blood, and I kept thinking: 'It's Smirnoff!' And Smirnoff couldn't get out of my mind. Τέλος και τώρα μόλις ξανασκέφτηκα: «O Σμερντιακόβ είναι!» Όμως αυτό κράτησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. ||||reconsidered||||||||| Finally, just now I thought again: 'It's Smirnoff!' But this only lasted a second. Αμέσως ύστερα σκέφτηκα: «Όχι, δεν είναι ο Σμερντιακόβ!» Δεν είναι δυνατό να το έκανε αυτός, κύριοι! Immediately after, I thought: 'No, it's not Smirnoff!' He couldn't have done that, gentlemen!

— Μήπως υποπτεύεστε τότε κανέναν άλλον; ρώτησε επιφυλακτικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — Do you suspect anyone else then? asked Nikolai Parfyonovitch cautiously.

— Δεν ξέρω αν το 'κανε άλλος ή το χέρι του Θεού ή του Σατανά, μα... δεν ήταν ο Σμερντιακόβ! — I don't know if it was done by someone else or the hand of God or Satan, but... it wasn't Smerdyakov! είπε αποφασιστικά ο Μίτια. declared Mitya decisively.

— Μα γιατί βεβαιώνετε τόσο επίμονα κι είσαστε σίγουρος πως δεν είν' αυτός; — Why do you insist so stubbornly and are you sure it's not him?

— Αυτή είναι η πεποίθησή μου. — This is my conviction. Τέτοια εντύπωση έχω. That's the impression I have. Γιατί ο Σμερντιακόβ είναι ένας άνθρωπος τιποτένιος και δειλός. Why is Smerdjakov a worthless and cowardly man. Δειλός δεν λέει τίποτα. Cowardly says nothing. Είναι ένα δίποδο άθροισμα όλη της δειλίας του κόσμου. ||||||cowardice|| It is a two-legged sum of all the cowardice in the world. Λες και τον γέννησε κότα. As if a hen gave birth to him. Μιλώντας μαζί μου, έτρεμε κάθε φορά μήπως τον σκοτώσω, ενώ εγώ ούτε το χέρι μου δε σήκωσα ποτέ πάνω του. Talking to me, he trembled every time as if I might kill him, while I never raised a hand on him. Έπεφτε στα πόδια μου κι έκλαιγε, μου φίλαγε τούτα δω τα παπούτσια, ικετεύοντάς με «να μην τον φοβίζω». |||||||||||||||||"scare him" He would fall at my feet and cry, kissing my shoes, begging me 'not to scare him.' Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Ενώ εγώ του έκανα και δώρα ακόμα. What do these words mean? While I even gave him gifts. Είναι μια βρεμένη κότα, ένας επιληπτικός μ' αδύναμο μυαλό, κι ένα παιδί οχτώ χρονώ θα μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο. Is it a wet hen, an epileptic with a weak mind, and an eight-year-old child could beat him with a stick. Χαρακτήρα το λέτε αυτό; Δεν είναι ο Σμερντιακόβ, κύριοι, αυτός ούτε τα λεφτά δεν αγαπάει, όταν του χάριζα τίποτα, αυτός δεν το 'παιρνε... Κι εξάλλου γιατί να σκοτώσει το γέρο; Αφού μάλιστα ίσως να 'ναι νόθος γιος του, το ξέρατε αυτό; |||||||||||||||||||||||||||||||||||illegitimate son||||| Do you call this character? He is not Shmerdyakov, gentlemen, he does not even love money, when I gave him something, he did not take it... And besides, why would he kill the old man? Especially since he may be his illegitimate son, did you know that?

— Την ακούσαμε αυτή τη φήμη. We heard this rumor. Μα και σεις είσαστε γιος του κι όμως το λέγατε σ' όλους πως θέλετε να τον σκοτώσετε. But you are his son and yet you told everyone that you wanted to kill him.

— Πόντος για μένα! Point|| For me it's a pain! Ταπεινός και πρόστυχος πόντος! |||sea Humiliating and vile sea! Μα δε φοβάμαι! But I am not afraid! Ω, κύριοι, σα να μου φαίνεται πως είναι πολύ πρόστυχο από μέρος σας να μου το λέτε έτσι κατάμουτρα! Oh, gentlemen, it seems very vile of you to tell me this so shamelessly! Είναι πρόστυχο γιατί εγώ ο ίδιος σας το είπα. It is disgusting because I myself told you so. Όχι μονάχα ήθελα μα και μπορούσα να τον σκοτώσω. Not only did I want to, but I could have killed him. Μήπως δεν σας ομολόγησα πως παραλίγο να τον σκότωνα; Όμως δεν τον σκότωσα, αυτό είναι το σπουδαίο, μ' έσωσε ο φύλακας-άγγελός μου... μα σεις δεν το λάβατε αυτό υπ' όψη σας... Κι αυτό είναι το πρόστυχο και το χυδαίο από μέρος σας! Didn't I confess to you that I almost killed him? But I didn't kill him, that's the important thing, my guardian angel saved me... but you didn't take that into account... And that is the disgusting and vulgar part on your side! Γιατί δε σκότωσα, δε σκότωσα, δε σκότωσα! I didn't kill, I didn't kill, I didn't kill! Τ' ακούτε, κύριε εισαγγελέα, δε σκότωσα! You hear me, Mr. Prosecutor, I didn't kill!

Πνιγόταν. He was suffocating. Πρώτη φορά σ' όλη τη διάρκεια της ανάκρισης είχε ταραχτεί τόσο. For the first time during the entire interrogation, he was so agitated.

— Και τι σας είπε, κύριοι, ο Σμερντιακόβ; είπε ξαφνικά αφού σώπασε για λίγο. - And what did Mr. Smertjakov tell you, gentlemen? he suddenly asked after being silent for a while. Έχω το δικαίωμα να σας ρωτήσω; Do I have the right to ask you?

— Έχετε το δικαίωμα να μας ρωτάτε για το καθετί που σχετίζεται με τα γεγονότα, απάντησε ο εισαγγελέας ψυχρά κι αυστηρά· και μεις, το ξαναλέω, έχουμε υποχρέωση να σας απαντήσουμε. — You have the right to ask us about anything related to the events, replied the prosecutor coldly and sternly; and we, I repeat, have an obligation to answer you. Βρήκαμε τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που γι' αυτόν μας ρωτάτε, αναίσθητο στο κρεβάτι του. We found servant Smerniakov, the one you are asking about, unconscious in his bed. Τον είχε πιάσει μια πολύ δυνατή κρίση επιληψίας, η δέκατη ίσως από χτες. He had a very strong epileptic seizure, possibly the tenth since yesterday. O γιατρός που ήταν μαζί μας εξέτασε τον άρρωστο και μας είπε πως ίσως να μη ζήσει ως το πρωί. The doctor who was with us examined the patient and told us that he might not live until morning.

— Ε, αφού είναι έτσι, τότε τον πατέρα μου τον σκότωσε ο διάολος! - Well, if that's the case, then it was the devil who killed my father! του ξέφυγε ξάφνου του Μίτια, λες κι ίσαμε κείνη τη στιγμή ρωτούσε συνεχώς τον εαυτό του: «O Σμερντιακόβ ήτανε ή όχι;» It suddenly slipped out of Mitia, as if at that moment he was constantly asking himself: 'Was it Smirniakob or not?'

— Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό το ζήτημα, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — We will talk about this issue again, said Nikolai Parfionovich. Τώρα, αν θέλετε, συνεχίστε τη διήγησή σας. Now, if you want, continue your narrative.

O Μίτια ζήτησε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. Mitia asked to be allowed to rest. Εκείνοι του το επιτρέψανε ευγενικά. They kindly allowed him to do so. Αφού ξεκουράστηκε, άρχισε πάλι την εξιστόρησή του. After resting, he started his story again. Μα ήταν φανερό πως υπόφερε. But it was obvious that he was suffering. Ήταν καταβασανισμένος, προσβλημένος και ψυχικά αναστατωμένος. |tormented|||| He was dejected, offended, and emotionally disturbed. Σα να μη φτάνανε αυτά, ο εισαγγελέας, λες και το 'κανε επίτηδες, άρχισε να τον σταματάει κάθε λίγο και λιγάκι για να ξεψαχνίσει μερικές «μικρολεπτομέρειες». ||||||||||||||||||||||"examine thoroughly"|| As if that wasn't enough, the prosecutor, as if doing it on purpose, started stopping him every now and then to scrutinize some 'details.' Μόλις πρόφτασε ο Μίτια να διηγηθεί πώς χτύπησε το Γρηγόρη στο κεφάλι όντας καθισμένος πάνω στο φράχτη κι ύστερα ξαναπήδησε πάλι μέσα στον κήπο κι έσκυψε πάνω απ' τον πεσμένο, ο εισαγγελέας τον σταμάτησε και τον παρακάλεσε να τους περιγράφει πιο λεπτομερειακά πώς ακριβώς καθότανε πάνω στο φράχτη. Just as Mitia was about to narrate how he hit Grigoris on the head while sitting on the fence and then jumped back into the garden and leaned over the fallen man, the prosecutor stopped him and asked him to describe in more detail exactly how he was sitting on the fence. O Μίτια απόρησε. Mitias was puzzled.

— Μα καθόμουνα καβαλικευτά, το ένα πόδι απ' τη μια μεριά, το άλλο απ' την άλλη... ||astride|||||||||||| - But I was sitting astride, one leg on one side, the other on the other...

— Και το γουδοχέρι; - And the whip?

— Το γουδοχέρι το κράταγα στο χέρι μου. |||"I was holding"||| — I was holding the hammer in my hand.

— Δεν το 'χατε στην τσέπη σας; Το θυμάστε καλά αυτό; Για πέστε μας, πήρατε μεγάλη φόρα με το χέρι για να χτυπήσετε; — Didn't you have it in your pocket? Do you remember it well? Tell us, did you swing your hand with force to hit?

— Ασφαλώς μεγάλη, μα τι σας χρειάζεται αυτό; — Of course I swung it with force, but why do you need to know this?

— Θα θέλατε να καθίσετε στην καρέκλα ακριβώς όπως καθόσαστε τότε πάνω στο φράχτη και να μας παραστήσετε πώς σηκώσατε το χέρι, πώς χτυπήσατε και κατά πού; ||||||||||||||||||raised||||||| — Would you like to sit on the chair just as you sat on the fence back then and show us how you raised your hand, how you hit, and where?

— Με κοροϊδεύετε δηλαδή; ρώτησε ο Μίτια και τον κοίταξε υπεροπτικά. — Are you mocking me? asked Mitia and looked at him disdainfully.

Μα εκείνου ούτε το μάτι του δεν έπαιξε. But his eye didn't even twitch. O Μίτια γύρισε σπασμωδικά, καβαλίκεψε την καρέκλα κι έκανε τη χειρονομία. Mitias turned abruptly, straddled the chair and made the gesture.

— Να έτσι τον χτύπησα! - That's how I hit him! Έτσι τον σκότωσα! That's how I killed him! Τι άλλο θέλετε από μένα; What else do you want from me?

— Σας ευχαριστώ. Thank you. Θα έχετε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε για ποιον ακριβώς λόγο ξαναπηδήσατε στον κήπο; Τι σκοπό είχατε, τι υπολογίζατε να κάνετε; |||||||||||jumped again|||||||were planning|| Would you be so kind as to explain to us for what exact reason you jumped back into the garden? What was your purpose, what did you intend to do?

— Ε, διάολε, πήδησα για να δω τον πληγωμένο... Δεν ξέρω γιατί! — Well, darn it, I jumped to see the wounded one... I don't know why!

— Όντας τόσο ταραγμένος; Κι ενώ το βάζατε στα πόδια; — Being so upset? And while you were trying to escape?

— Ναι, όντας ταραγμένος κι ενώ το 'βαζα στα πόδια. — Yes, being upset and while I was trying to escape.

— Θέλατε να τον βοηθήσετε μήπως; — Did you want to help him maybe?

— Μπα, τι βοήθεια να του δώσω... Μα ίσως και γι' αυτό, δε θυμάμαι. — Nah, what help can I give him... But maybe that's why, I don't remember.

— Δεν ξέρατε τι κάνατε; Δηλαδή τα 'χατε χάσει μήπως; — You didn't know what you were doing? I mean, were you clueless maybe?

— Κάθε άλλο. — Anything but that. Τα θυμάμαι όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια. I remember everything down to the last detail. Πήδησα κάτω για να δω τι απόγινε και του σκούπισα το μέτωπο με το μαντίλι. |||||||||wiped||||| I jumped down to see what happened and wiped his forehead with a handkerchief.

— Το είδαμε το μαντίλι σας. — We saw your handkerchief. Ελπίζατε πως θα μπορούσατε να συνεφέρετε το χτυπημένο; Were you hoping you could mend the broken?

— Δεν ξέρω αν είχα μια τέτοια ελπίδα. — I don't know if I had such hope. Ήθελα μονάχα να βεβαιωθώ αν ζει ή όχι. |||make sure|||| I just wanted to make sure whether he was alive or not.

— Α, ώστε θέλατε να βεβαιωθείτε; Και λοιπόν; - Ah, so you wanted to make sure? And then?

— Δεν είμαι γιατρός, δεν μπόρεσα να καταλάβω. - I'm not a doctor, I couldn't understand. Έφυγα νομίζοντας πως τον σκότωσα, μα να που αυτός συνήλθε. I left thinking I had killed him, but he recovered.

— Πολύ ωραία, είπε τελειώνοντας ο εισαγγελέας. "Very well," said the prosecutor as he finished. Σας ευχαριστώ. Thank you. Αυτό μου χρειαζόταν. I needed this. Τώρα κάντε τον κόπο να συνεχίσετε. Now please continue.

Αλίμονο, ο Μίτια ούτε το σκέφτηκε καν να τους διηγηθεί (αν και το θυμόταν) πως πήδησε στον κήπο από οίκτο και πως σκύβοντας πάνω απ' το γέρο πρόφερε και μερικές λέξεις συμπόνιας: |||||||||||||||||||||||||||||||words of compassion Poor Mitia never even thought to tell them (although he remembered) how he jumped into the garden out of pity and how, bending over the old man, he expressed a few words of sympathy:

«Άδικα την έπαθες, γέρο, τι να γίνει, μείνε λοιπόν εδώ πέρα». «You suffered unjustly, old man, what can be done, so stay here». O εισαγγελέας όμως έβγαλε τούτο το συμπέρασμα: Για να πηδήσει κάτω «σε μια τέτοια στιγμή κι όντας τόσο ταραγμένος», θα πει πως ήθελε να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. But the prosecutor drew this conclusion: In order to jump down 'at such a moment and being so disturbed', he will say that he wanted to make sure if the sole witness to the crime is alive or not. «Ποια λοιπόν θα έπρεπε να είναι η ενεργητικότητα, η αποφασιστικότητα, η ψυχραιμία, η πνευματική διαύγεια αυτού του ανθρώπου και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή...» κ.τ.λ, κ.τ.λ. «So what should be the activity, the decisiveness, the composure, the mental clarity of this man, especially at such a moment...» etc, etc. O εισαγγελέας ήταν ευχαριστημένος. The prosecutor was satisfied. «Τον ερέθισα με μικρολεπτομέρειες», σκεφτότανε, «κι αυτός προδόθηκε». "I irritated him with details", he thought, "and he was betrayed."

O Μίτια συνέχισε με κόπο τη διήγησή του. Mitia continued his narrative with effort. Μα και πάλι τον διέκοψε τούτη τη φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. But once again Nikolai Parfionovich interrupted him this time.

— Πώς μπήκατε στο σπίτι της υπηρέτριας Φεντόσιας Μάρκοβας με καταματωμένα τα χέρια σας κι όπως αποδείχτηκε αργότερα και το πρόσωπο; |||||maid's||Markova's|||||||||||| - How did you enter the house of the servant Fentosia Markova with your hands covered in blood and as it was proven later, also your face?

— Μα τότε καθόλου δεν το παρατήρησα πως είμαι γεμάτος αίματα! - But then I didn't even notice that I was covered in blood! απάντησε ο Μίτια. Mitia answered.

— Αυτό δεν είναι παράξενο, συμβαίνει πολλές φορές, είπε ο εισαγγελέας κοιτάζοντας τον Νικολάι Παρφιόνοβιτς. "It's not unusual, it happens many times," said the prosecutor, looking at Nikolai Parfionovich.

— Ακριβώς έτσι έγινε, αυτό το είπατε πολύ ωραία, κύριε εισαγγελέα μου, συμφώνησε ξαφνικά ο Μίτια. "Exactly, that's how it happened, you said it very nicely, my dear prosecutor," suddenly agreed Mitia.

Άρχισε τότε να διηγιέται πώς αποφάσισε να «παραμερίσει» και «ν' αφήσει να περάσουν οι ευτυχισμένοι». He then began to narrate how he decided to 'sideline' and 'let the happy ones pass by.' Μα τώρα δεν μπορούσε ν' ανοίξει την καρδιά του όπως πρώτα και να τους μιλήσει για «τη βασίλισσα της ψυχής του». But now he couldn't open his heart like before and speak to them about 'the queen of his soul.' Αυτό του ήταν αποτροπιαστικό μπροστά σ' αυτά τα ψυχρά πλάσματα, «όμοια με κοριούς που του ρουφούσαν το αίμα». This was abhorrent to him in front of these cold creatures, 'like leeches sucking his blood.'

Γι' αυτό και απαντούσε στις επανειλημμένες ερωτήσεις τους σύντομα και ξερά. |||||repeated||||| That's why she answered their repeated questions shortly and dryly.

— Ε, λοιπόν, αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω. - Well, I decided to commit suicide. Ποιος ο λόγος να εξακολουθήσω να ζω; Ήρθε ο πρώτος αγαπημένος της, ο αναμφισβήτητος, ο άνθρωπος που την πρόσβαλε μα που ύστερα από πέντε χρόνια ήρθε για να ξεπλύνει την προσβολή με το στεφάνωμα. What's the reason to continue living? Her first love came, the undeniable man who offended her but later, after five years, came to wash away the offense with the engagement. Κατάλαβα λοιπόν πως όλα πια ήταν χαμένα... Ήταν κιόλας η ντροπή... κι ακόμα το αίμα του Γρηγόρη... Γιατί να ζήσω λοιπόν; Πήγα κι εξαγόρασα τα πιστόλια που 'χα βάλει ενέχυρο κι είχα σκοπό να φυτέψω τα χαράματα μια σφαίρα στο κεφάλι μου... |||||||||||||||||||||||redeemed|||||||||||"shoot myself"||||||| So I realized that everything was already lost... It was already shameful... and Gregoris's blood... Why should I live then? I went and redeemed the guns that I had pawned and I was planning to plant a bullet in my head...

— Και τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο; - And a wild celebration at night?

— Τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο. - A wild celebration at night. Όμως που να πάρει ο διάολος, κύριοι, ας τελειώνουμε καμιά φορά. But where the devil should we go, gentlemen, let's finish up for once. Ήμουν αποφασισμένος να ξεμπερδεύω κατά τις πέντε το πρωί. I was determined to clear out by five in the morning. Στου Περχότιν ετοίμασα και το χαρτάκι, τότε που γέμισα και το πιστόλι. ||prepared||||||||| In Perchotin I also prepared the note, then filled the gun as well. Να το χαρτάκι, διαβάστε το. Here is the note, read it. Αν και δεν τα λέω για σας αυτά! Although I am not saying these for you! πρόσθεσε ξαφνικά με περιφρόνηση. Suddenly added with contempt.

Έβγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου το χαρτί και το πέταξε στο τραπέζι. He took out the paper from his vest pocket and threw it on the table. Εκείνοι το διαβάσανε με περιέργεια και, όπως συνηθίζεται, το επισυνάψανε στο φάκελο. They read it with curiosity and, as usual, attached it to the folder.

— Και δε σκεφτήκατε να πλύνετε τα χέρια σας ούτε κι όταν πηγαίνατε στου κυρίου Περχότιν; Δε φοβόσαστε δηλαδή μήπως σας υποπτευθούν; ||||wash||||||||||||||||suspect you - And you didn't think of washing your hands even when you went to Mr. Perchotin's? Were you not afraid that you might be suspected?

— Να με υποπτευθούν; Και δεν πάει να με υποπτεύονταν; Έτσι κι έτσι εγώ θα 'ρχόμουνα δω πέρα και στις πέντε θα σκοτωνόμουνα, δε θα πρόφταιναν λοιπόν τίποτα να κάνουν. ||||||||||||||I would come|||||||I would kill myself||||||| — To suspect me? Wouldn't they suspect me anyway? In any case, I would come here and at five o'clock I would be killed, so they wouldn't have anything to do. Γιατί αν δεν γινόταν αυτό που 'γινε με τον πατέρα μου, σεις δε θα μαθαίνατε τίποτα και δε θα 'ρχόσασταν εδώ πέρα. Because if what happened to my father didn't happen, you wouldn't know anything and wouldn't come over here. Ω, ο διάολος τα 'κανε όλα, αυτός σκότωσε τον πατέρα και σεις απ' αυτόν μάθατε τι συνέβη! Oh, the devil did it all, he killed my father and you learned from him what happened! Πώς φτάσατε αλήθεια τόσο γρήγορα; How did you really arrive so quickly?

— O κύριος Περχότιν μάς πληροφόρησε πως όταν μπήκατε στο σπίτι του κρατούσατε στα χέρια σας... στα ματωμένα χέρια σας... τα χρήματα... πολλά χρήματα... ένα πάκο κατοστάρικα και πως τα είδε όλ' αυτά και το παιδί που 'χει για υπηρέτη. ||||informed us that|||||||were holding||||||||||||||||||||||||||| - Mr. Perchotin informed us that when you entered his house, you held in your hands... in your bloody hands... the money... lots of money... a bundle of hundred-franc notes, and that he saw all this and the child he has as a servant.

— Έτσι είναι, κύριοι, κάπως έτσι τα θυμάμαι και γω. - That's right, gentlemen, that's somewhat how I remember it too.

— Εδώ γεννιέται μια απορία. — Here arises a question. Θα μπορούσατε να μας πείτε, άρχισε να λέει μ' εξαιρετική ευγένεια ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· πού βρήκατε ξάφνου τόσα λεφτά τη στιγμή που όλα τα γεγονότα δείχνουν κι αποδεικνύεται ακόμα κι απ' τον υπολογισμό της ώρας πως δεν περάσατε σπίτι σας; Could you tell us, began saying with exceptional politeness Nikolai Parfionovich; where did you suddenly find all this money at the moment when all the facts indicate and it is even proven by the calculation of the time that you did not pass by your house?

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε λίγο μ' αυτή την ερώτηση που έγινε τόσο απότομα μα δε διέκοψε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς. The prosecutor grimaced slightly at this question, which was asked so abruptly, but Nikolai Parfionovich did not interrupt.

— Ναι, δεν πήγα καθόλου στο σπίτι μου, είπε ο Μίτια φαινομενικά πολύ ήρεμα μα κοιτάζοντας το πάτωμα. — Yes, I didn't go at all to my house, said Mitia seemingly very calmly but looking at the floor.

— Επιτρέψτε μας λοιπόν να επαναλάβουμε την ερώτηση, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς μ' ένα ύφος σερνάμενης πονηριάς. ||||||||||||||slyly dragging|sly cunning — Allow us then to repeat the question, continued Nikolai Parfionovitch with an air of slyness. Πού βρήκατε ένα τέτοιο ποσό έτσι μονομιάς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος το παραδεχτήκατε στις πέντε τ' απόγευμα της ίδιας μέρας... Where did you find such an amount all of a sudden, at the moment that, as you yourself admitted at five in the afternoon of the same day...

— Είχα ανάγκη από δέκα ρούβλια κι έδωσα ενέχυρο στον Περχότιν τα πιστόλια μου, ύστερα πήγα στην Χοχλάκοβα για να της ζητήσω τρεις χιλιάδες και κείνη δε μου 'δωσε και τα λοιπά και τα λοιπά, τον διέκοψε απότομα ο Μίτια. I needed ten rubles and gave my guns as collateral to Perchotin, then I went to Khokhlakova to ask her for three thousand and she didn't give me the rest of it, the rest of it, abruptly interrupted by Mitya. Ναι, κύριοι, δεν είχα πεντάρα και ξαφνικά βρέθηκα με χιλιάδες. Yes, gentlemen, I didn't have a penny and suddenly found myself with thousands. Έτσι; Το βλέπω, κύριοι, πως τούτη τη στιγμή τρέμετε κι οι δυο σας: Και τι θα γίνει αν δε μας πει από πού τις πήρε; Δίκιο έχετε. ||||||||tremble|||||||||||||||||| Really? I see, gentlemen, that both of you are trembling right now: What will happen if he doesn't tell us where he got them from? You are right. Δεν θα σας το πω, κύριοι, καλά το μαντέψατε, δεν θα το μάθετε ποτέ, είπε ξάφνου ο Μίτια με μεγάλη αποφασιστικότητα. I will not tell you, gentlemen, you guessed it well, you will never know, suddenly said Mitia with great determination.

Οι ανακριτές σωπάσανε για λίγο. The investigators remained silent for a while.

— Πρέπει να καταλάβετε, κύριε Καραμάζοβ, πως μας είναι εντελώς απαραίτητο να το ξέρουμε, πρόφερε αργά και ταπεινά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. "You must understand, Mr. Karamazov, that it is absolutely necessary for us to know," said Nikolai Parfionovich slowly and humbly.

— Το καταλαβαίνω, όμως δε θα σας το πω. — I understand, but I won't tell you.

Ανακατεύτηκε κι ο εισαγγελέας και του υπενθύμισε πως ο ανακρινόμενος μπορεί βέβαια να μην απαντάει στις ερωτήσεις που του κάνουνε αν νομίζει πως αυτό τον συμφέρει κ.τ.λ, μα όταν λάβει κανείς υπ' όψη του πόσες υποψίες γεννάει αυτή η σιωπή τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για μια τόσο σπουδαία ερώτηση που... |||||||||the interrogated person||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| The prosecutor intervened and reminded him that the interrogated person may indeed choose not to answer the questions if he thinks it’s in his interest, etc., but one must consider how many suspicions this silence raises, especially when it involves such an important question that...

— Και ούτω καθ' εξής, κύριοι, και ούτω καθ' εξής! — And so, gentlemen, and so from now on! Φτάνει, όλη αυτή τη διδαχή την έχω ξανακούσει! Enough, I have heard all this teaching before! τον διέκοψε και πάλι ο Μίτια. Mitya interrupted him again. Το καταλαβαίνω και μόνος μου πόσο σπουδαίο είν' αυτό το ζήτημα και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το πιο ουσιαστικό σημείο όμως παρ' όλ' αυτά, δε θα μιλήσω. I understand on my own how important this issue is and how essential it is, but nevertheless, I will not speak.

— Στο κάτω-κάτω εμάς δε μας πολυνοιάζει, κακό δικό σας κάνετε, είπε νευρικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — After all, we don't care much, it's your own bad, said Nikolai Parfionovich nervously.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, κύριοι, είπε ο Μίτια και σηκώνοντας τα μάτια του κοίταξε και τους δυο κατάματα. — Let's leave the jokes, gentlemen, said Mitia and raising his eyes, he looked pointedly at both of them. Το προαισθανόμουν απ' την αρχή πως εδώ θα τα χαλάσουμε. |||||||||mess things up I had a feeling from the beginning that we would mess things up here. Μα στην αρχή, όταν άρχισα να σας τα διηγιέμαι όλα, το σημείο αυτό ήταν ακόμα μακριά, λες και βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και γω είχα την αφέλεια ν' αρχίσω με την πρόταση για μιαν «αμοιβαία εμπιστοσύνη». But at the beginning, when I started to tell you everything, this point was still far away, as if it was in a fog, and I had the naivety to start with the sentence about 'mutual trust.' Τώρα το βλέπω κι ο ίδιος πως μια τέτοια εμπιστοσύνη ήταν αδύνατο να υπάρξει γιατί, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα, πάλι θα φτάναμε κάποτε σ' αυτό το καταραμένο εμπόδιο! Now I see for myself that such a trust was impossible because, no matter what, we would still eventually reach this cursed obstacle! Να λοιπόν που φτάσαμε! So here we are! Δεν μπορώ να σας απαντήσω. I cannot answer you. Φυσικά δε σας κατηγορώ, δεν μπορείτε βέβαια να με πιστέψετε χωρίς αποδείξεις. Of course, I don't blame you, you can't believe me without evidence. Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά! I understand that very well!

Σώπασε σκυθρωπός. He fell silent gloomily.

— Δε θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας αποκαλύψετε τίποτα, να μας πείτε δυο λόγια για την αιτία που σας κάνει να σωπαίνετε, ενώ το καταλαβαίνετε κι ο ίδιος πόσο αυτό είναι επικίνδυνο για σας; ||||||||||||||||||||remain silent|||||||||||| - Could you at least reveal something to us, tell us a few words about the reason that makes you stay silent, while you yourself understand how dangerous this is for you?

O Μίτια χαμογέλασε θλιμμένα και σκεφτικά. Mitia smiled sadly and thoughtfully.

— Έχω πολύ πιο καλή καρδιά απ' όσο νομίζετε, κύριοι- θα σας εξηγήσω το γιατί, αν και δεν τ' αξίζετε να σας τα λέει κανείς αυτά. — I have a much better heart than you think, gentlemen- I will explain to you why, although you don't deserve to hear these things from anyone. Το αποσιωπώ, κύριοι, γιατί υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση ένα προσωπικό μου αίσχος. I remain silent, gentlemen, because there is a personal shame of mine in this matter. Αν απαντήσω από πού πήρα τούτα τα χρήματα, θ' αποκαλύψω μια τόσο επαίσχυντη πράξη μου που ούτε θα μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν ο φόνος κι η ληστεία του πατέρα μου, αν βέβαια τον σκότωνα και τον λήστευα. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||I robbed If I answer where I got this money from, I will reveal such a shameful act of mine that it cannot even be compared to the murder and robbery of my father, if I had killed and robbed him. Να γιατί δεν μπορώ να μιλήσω. That's why I can't speak. Από ντροπή δεν μπορώ. I can't due to shame. Τι πάτε να κάνετε, κύριοι, θέλετε κι αυτό να το γράψετε; What are you going to do, gentlemen, do you want to write this too?

— Ναι, θα το σημειώσουμε, τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — Yes, we will note it down, muttered Nikolai Parfionovich.

— Δεν θα 'πρεπε να το γράψετε αυτό που σας είπα, για το «αίσχος» δηλαδή. — You shouldn't have written what I told you, about the 'disgrace' that is. Σας άνοιξα την καρδιά μου από καλοσύνη μου, μπορούσα να μη σας πω τίποτα, όμως εγώ (πώς να το πω;) σας το χάρισα. I opened my heart to you out of kindness, I could have not told you anything, but I (how to say it?) forgave you. Μα εσείς και δω ακόμα πάτε να βγάλετε απ' τη μύγα ξύγκι. |||||||||||fat from a fly But you keep trying to strain out a gnat here. Ε, γράψτε το λοιπόν, γράψτε ό,τι θέλετε, είπε περιφρονητικά σα να τους σιχαινόταν. Well, then write it, write whatever you want, he said disdainfully as if he despised them. Δε σας φοβάμαι καθόλου και... περηφανεύομαι γι' αυτό. |||||am proud|| I am not afraid of you at all and... I am proud of it.

— Μήπως θα θέλατε να μας πείτε τι είδους αίσχος είν' αυτό; τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. — Would you like to tell us what kind of disgrace this is? sneered Nikolai Parfionovitch.

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε. The prosecutor grimaced.

— Ούτε λέξη πια, c' est fini, μην κοπιάζετε άδικα. |||||it's over||| — No more words, it's over, don't tire yourselves in vain. Δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, ούτε σεις, ούτε κανένας. You are not worthy to know, neither you, nor anyone else. Φτάνει πια, κύριοι, δεν θα πω τίποτα από δω και πέρα. Enough, gentlemen, I will not say anything from now on.

Αυτό το 'πε πολύ αποφασιστικά. This is said very decisively. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν επέμενε, όμως απ' το βλέμμα του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς κατάλαβε αμέσως πως εκείνος δεν έχασε ακόμα κάθε ελπίδα. Nikolai Parfionovitch did not insist, but from the look of Hippolyte Kirillovitch he immediately understood that he had not yet lost all hope. — Θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας πείτε πόσα λεφτά κρατούσατε στο χέρι σας όταν μπήκατε στο σπίτι του κυρίου Περχότιν, δηλαδή πόσα ακριβώς ρούβλια; - Could you at least tell us how much money you had in your hand when you entered Mr. Perchotin's house, that is, how many rubles exactly?

— Ούτ' αυτό μπορώ να σας το πω. - I cannot tell you that either.

— Αν δεν κάνω λάθος, μιλήσατε στον κύριο Περχότιν για τρεις χιλιάδες που σας έδωσε τάχα η κυρία Χοχλάκοβα. If I am not mistaken, you spoke to Mr. Perchotin about three thousand that Mrs. Hohlakova supposedly gave you. Έτσι; Is that right?

— Ίσως να 'ναι κι έτσι. Perhaps it is so. Αφήστε με ήσυχο, κύριοι, δεν πρόκειται να σας πω πόσα ήταν τα λεφτά. Leave me alone, gentlemen, I'm not going to tell you how much money there was.

— Θα θέλατε τουλάχιστο να κάνατε τον κόπο να μας διηγηθείτε πώς ήρθατε δω πέρα και τι κάνατε όταν φτάσατε στο ξενοδοχείο; - At least would you bother to tell us how you got here and what you did when you arrived at the hotel?

— Ουφ, αυτά μπορούν να σας τα πουν όλοι δω πέρα. - Ugh, everyone here can tell you those things. Όμως γιατί όχι; Νομίζω πως μπορώ και γω να σας τα διηγηθώ. However, why not? I think I can also narrate them to you.

Τους τα διηγήθηκε, όμως εμείς δε θα παραθέσουμε δω τη διήγησή του. He narrated them, but we will not quote his narration here. Διηγόταν σύντομα και ξερά. He narrated them briefly and dryly. Για τους ενθουσιασμούς της αγάπης του δεν είπε λέξη. For the enthusiasms of his love, he did not say a word. Είπε ωστόσο πως δεν είχε πια την πρώτη αποφασιστικότητα ν' αυτοκτονήσει «ύστερα απ' τα καινούργια γεγονότα». He did say, however, that he no longer had the initial determination to commit suicide 'after the new events'. Μα κι οι ανακριτές δεν τον ενόχλησαν πολύ αυτή τη φορά. But even the interrogators did not bother him much this time. Ήταν φανερό πως κάτι άλλο τους ενδιέφερε. It was obvious that something else interested them.

—Όλ' αυτά θα τα εξετάσουμε και πάλι, θα επανέλθουμε σ' αυτό το ζήτημα όταν θ' ανακρίνουμε τους μάρτυρες. -We will review all this again, we will come back to this issue when we interrogate the witnesses. Αυτό φυσικά θα γίνει παρουσία σας, είπε τελειώνοντας τις ερωτήσεις του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. ||||"in your presence"||||||||| Of course, this will be done in your presence, said Nikolai Parfionovitch, finishing his questions. Τώρα επιτρέψτε μας να σας παρακαλέσουμε να βγάλετε απ' τις τσέπες σας όλα σας τα πράματα και, το κυριότερο, όλα σας τα χρήματα. Now, allow us to ask you to take out all your belongings from your pockets and, most importantly, all your money.

— Τα χρήματα; Παρακαλώ, το καταλαβαίνω πως αυτό χρειάζεται. — Money? Please, I understand that this is needed. Απορώ μάλιστα που δε μου το ζητήσατε πριν. I actually wonder why you didn't ask me for it earlier. Αν και βέβαια όλη την ώρα καθόμουνα μπροστά σας και δεν θα 'φευγα. ||||||||||||leave Although of course I was sitting in front of you all the time and I wouldn't leave. Να τα λεφτά μου, πάρτε τα και μετρείστε τα, νομίζω πως δεν έχω άλλα. Take my money, count it and I think I don't have any more.

Τα 'βγαλε όλα απ' τις τσέπες του, ακόμα και τα ψιλά, δυο εικοσαράκια τα 'βγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου. He took out everything from his pockets, even the small change, he took out two twenties from his vest pocket. Τα μετρήσανε και βρήκαν πως ήταν οχτακόσια τριάντα έξι ρούβλια και σαράντα καπίκια. |counted them||||||||||| They counted them and found that they were eight hundred and thirty-six rubles and forty kopecks.

— Αυτά είναι όλα; ρώτησε ο ανακριτής. "Are these all?" asked the investigator.

— Αυτά! "Those are all!"

— Είχατε την καλοσύνη να μας πείτε μόλις τώρα, απαριθμώντας τα έξοδά σας, πως στο μπακάλικο των Πλότνικοβ αφήσατε τριακόσια ρούβλια, στον Περχότιν δώσατε δέκα, στον αμαξά είκοσι, εδώ χάσατε διακόσια, ύστερα... ||||||||listing||expenses|||||||||||||ten rubles|||||lost|| — You were kind enough to tell us just now, listing your expenses, that you left three hundred rubles at Plotnikov's store, gave ten to Perchotin, twenty to the coachman, lost two hundred here, then...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τ' απαρίθμησε όλα. Nikolai Parfyonovitch listed them all. O Μίτια τον βοήθησε πρόθυμα. Mitia helped him willingly. Θυμηθήκανε και βάλανε στο λογαριασμό και το τελευταίο καπίκι. They remembered and added the last penny to the account. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς έκανε γρήγορα γρήγορα την άθροιση. Nikolai Parfionovich quickly did the addition.

— Πάει να πει λοιπόν πως μ' αυτά τα οχτακόσια είχατε στην αρχή περίπου χίλια πεντακόσια ρούβλια. "So you mean that with these eight hundred you had approximately one thousand five hundred rubles in the beginning." Έτσι; So?

— Πάει να πει πως τόσα ήτανε, είπε απότομα ο Μίτια. — So, you're saying that was all, abruptly said Mitia.

— Πώς τότε βεβαιώνουν όλοι πως ήταν πολύ περισσότερα; — How do then everyone confirm that there were much more?

— Ας βεβαιώνουν. — Let them confirm.

—Μα και σεις ο ίδιος έτσι λέγατε. —But you yourself said so.

—Και γω έτσι έλεγα. —And I said so.

—Θα βεβαιωθούμε για όλ' αυτά όταν θ' ανακρίνουμε και τους άλλους. —We will be sure about all of these when we question the others. Για τα λεφτά σας μην ανησυχείτε, θα τα φυλάξουμε μεις και θα 'ναι στην διάθεσή σας όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση... αυτή που άρχισε... αν γίνει φανερό ή μάλλον αν αποδεχτεί πως σας ανήκουν. Don't worry about your money, we will keep it safe and it will be available to you when this case is over... the one that started... if it becomes clear or rather if it is accepted that it belongs to you. Και τώρα... And now...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς σηκώθηκε ξαφνικά κι ανακοίνωσε σταθερά στο Μίτια πως «είναι υποχρεωμένος κι έχει το καθήκον» να κάνει λεπτομερέστατη έρευνα «του κουστουμιού σας κι όλων των άλλων ενδυμάτων»... ||||||||||||||||||||||suit|||||| Nikolai Parfionovich suddenly stood up and firmly declared to Mitia that he is 'obligated and duty-bound' to conduct a detailed investigation 'of your suit and all other garments'...

—Παρακαλώ, κύριοι, θ' αναποδογυρίσω όλες τις τσέπες μου αν θέλετε. |||turn inside out|||||| —Please, gentlemen, I will turn all my pockets inside out if you want.

Και πραγματικά άρχισε ν' αναποδογυρίζει τις τσέπες του. And he actually started turning his pockets inside out.

— Είναι απαραίτητο να βγάλετε τα ρούχα σας. —It is necessary for you to take off your clothes.

— Πώς; Να γδυθώ; Φτου, να πάρει ο διάολος! — How? Should I undress? No way, to hell with it! Μα γιατί δε με ψάχνετε κι έτσι; Δεν μπορεί να γίνει κι έτσι; But why don't you investigate me like this? It can't be done like this?

— Αδύνατο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. — Impossible, Dmitry Fyodorovich. Πρέπει να βγάλετε τα ρούχα σας. You must take off your clothes.

— Όπως θέλετε, υποτάχτηκε σκυθρωπά ο Μίτια· μονάχα σας παρακαλώ να μη γίνει εδώ, μα πίσω απ' το παραβάν. "As you wish," the gloomy Mitia submitted; I only ask that it not happen here, but behind the curtain. Ποιος θα κάνει την έρευνα; Who will conduct the investigation?

— Μα και βέβαια πίσω απ' το παραβάν, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και για να δείξει πως συμφωνεί, χαμήλωσε το κεφάλι. — But of course behind the curtain, said Nikolai Parfionovich, and to show that he agreed, he lowered his head.

Το μικροσκοπικό του πρόσωπο πήρε μιαν εξαιρετικά επίσημη έκφραση. His tiny face took on an extremely official expression.