1.5 Η αγγελία μας φέρνει έναν επισκέπτη
Η πρωινές μας περιπέτειες υπήρξαν κάτι παραπάνω από όσο άντεχε η εξασθενημένη μου κράση, και ήμουν εξαντλημένος το μεσημέρι. Κατόπιν της αναχώρησης του Χολμς για το κοντσέρτο, ξάπλωσα στον καναπέ και επιχείρησα να κοιμηθώ για κάνα δυο ώρες. Η προσπάθεια μου απέβη άκαρπη. Το μυαλό μου ήταν υπερβολικά αναστατωμένο από όλα όσα είχαν συμβεί, και τα πλέον παράδοξα κύματα της φαντασίας και εικασίες συνωστίζονταν εντός του. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου έβλεπα μπροστά την παραμορφωμένη, όμοια με μπαμπουίνο, μορφή του δολοφονημένου άνδρα. Τόσο δυσοίωνη ήταν η εντύπωση που το πρόσωπο εκείνο μου είχε προξενήσει ώστε συναντούσα δυσκολίες να αισθανθώ κάτι άλλο εκτός από ευγνωμοσύνη για εκείνον που είχε εξαλείψει από τον κόσμο τον κάτοχο του. Αν ποτέ ανθρώπινα χαρακτηριστικά φανέρωσαν αχρειότητα του πλέον κακόβουλου είδους, τότε επρόκειτο μετά βεβαιότητας περί εκείνων του Ένοκ Τ. Ντρέμπερ, εκ του Κλήβελαντ. Ωστόσο αντιλαμβανόμουν πως η δικαιοσύνη όφειλε να αποδοθεί, και πως η αχρειότητα του θύματος δεν αποτελούσε απαλλαγή στα μάτια του νόμου.
Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν τόσο πιο πολύ η υπόθεση του συντρόφου μου, πως ο άνδρας είχε δηλητηριαστεί, εμφανιζόταν. Θυμήθηκα τον τρόπο κατά τον οποίο είχε οσμιστεί τα χείλη του, και δεν είχα αμφιβολία πως είχε εντοπίσει κάτι το οποίο είχε εμπνεύσει την ιδέα. Τότε, πάλι, αν δεν επρόκειτο για δηλητήριο, τι είχε προξενήσει το θάνατο του άνδρα, αφού δεν υπήρχε ούτε τραύμα αλλά ούτε και ίχνη στραγγαλισμού; Όμως, από την άλλη, ποιανού το αίμα ήταν εκείνο που είχε κυλήσει σε τέτοια ποσότητα στο πάτωμα; Δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, ούτε είχε το θύμα κάποιο όπλο το οποίο θα ήταν δυνατόν να πληγώσει έναν αντίπαλο. Εφόσον όλες αυτές οι ερωτήσεις παρέμεναν αναπάντητες, ένοιωσα ότι ο ύπνος δεν θα αποτελούσε εύκολο ζήτημα, είτε για τον Χολμς είτε για εμένα. Η ήρεμος, γεμάτη αυτοπεποίθηση συμπεριφορά του με έπειθε πως είχε ήδη σχηματίσει μια θεωρία η οποία εξηγούσε όλα τα γεγονότα, αν και περί τίνος επρόκειτο ούτε κατ' ιδέα δεν μπορούσα να εικάσω.
Άργησε πολύ να επιστρέψει—τόσο πολύ, που ήξερα πως το κοντσέρτο δεν ήταν δυνατόν να τον έχει κρατήσει όλη αυτή την ώρα. Το δείπνο βρισκόταν στο τραπέζι πριν εμφανισθεί.
«Ήταν υπέροχο», είπε, καθώς πήρε την θέση του. «Θυμάσαι τι λέει ο Δαρβίνος σχετικά με τη μουσική; Ισχυρίζεται πως η ικανότητα παραγωγής και εκτίμησης της υπήρχε μεταξύ του ανθρώπινου είδους πολύ πριν φτάσει στην ικανότητα της ομιλίας. Ίσως να αποτελεί τον λόγο που μας επηρεάζει με τόση λεπτότητα. Υπάρχουν αμυδρές μνήμες στις ψυχές μας από εκείνους τους ομιχλώδεις αιώνες όταν ο κόσμος έκανε τα πρώτα του βήματα.»
«Αποτελεί μια μάλλον ακραία άποψη», σχολίασα.
«Οι ιδέες του καθενός δύνανται να είναι τόσο ακραίες όσο η Φύση όταν πρόκειται να ερμηνεύσουν την Φύση», απάντησε. «Τι συμβαίνει; Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά. Εκείνη η υπόθεση της οδού Μπρίξτον σε έχει αναστατώσει.»
«Για να πω την αλήθεια, με έχει», είπα. «Θα έπρεπε να έχω σκληρύνει σχετικά με τέτοια θέματα έπειτα από τις εμπειρίες μου στο Αφγανιστάν. Αντίκρισα τους ίδιους τους συμπολεμιστές μου να κομματιάζονται στο Μειγουάν δίχως να χάσω την ψυχραιμία μου.»
«Το καταλαβαίνω. Υπάρχει ένα μυστήριο σχετικά το οποίο και εξάπτει την φαντασία· εκεί που δεν υπάρχει φαντασία δεν υπάρχει και τρόμος. Είδες την απογευματινή εφημερίδα;»
«Όχι.»
«Προσφέρει μια σχετικά καλή αναφορά της ιστορίας. Δεν αναφέρει το γεγονός πως όταν ο άντρας μετακινήθηκε, μια γυναικεία βέρα έπεσε στο πάτωμα. Και είναι ευχή έργον που δεν το αναφέρει.»
«Γιατί;»
«Κοίτα αυτή την αγγελία», απάντησε. «Έβαλα να σταλεί σε κάθε εφημερίδα σήμερα το πρωί αμέσως μετά την υπόθεση.»
Μου πέταξε την εφημερίδα και είδα το σημείο που είχε υποδείξει. Επρόκειτο για την πρώτη ανακοίνωση της στήλης ‘Απωλεσθέντα'. ‘Στην Οδό Μπρίξτον, σήμερα το πρωί», έγραφε, «μια απλή χρυσή βέρα, ευρέθη στο δρόμο μεταξύ της ταβέρνας ‘Λευκό Ελάφι' και του Αλσυλλίου Χόλλαντ. Απευθυνθείτε στον Δρ. Γουώτσον, στο 221Β, της Οδού Μπέϊκερ, μεταξύ οχτώ και εννέα σήμερα το βράδυ.»
«Συγχώρεσε με για την χρήση του ονόματος σου», είπε. «Αν χρησιμοποιούσα το δικό μου μερικοί από εκείνους τους ανόητους θα το αναγνώριζαν, και θα ήθελαν να ανακατευθούν στην υπόθεση.»
«Δεν τίθεται θέμα», απάντησα. «Όμως υποθέτοντας πως κάποιος έρχεται, δεν έχω κανένα δαχτυλίδι.»
«Ω ναι, έχεις», είπε εκείνος, δίνοντας μου ένα. «Αυτό θα μας καλύψει. Είναι σχεδόν πανομοιότυπο.»
«Και ποιος προσδοκείς πως θα απαντήσει στην προκειμένη αγγελία.»
«Μα, ο άνδρας με το καφέ παλτό—ο ροδοκόκκινος φίλος μας με τις φαρδιές. Αν δεν έρθει αυτοπροσώπως θα στείλει κάποιον συνεργό.»
«Δεν θα θεωρήσει την όλη κατάσταση ως κάτι υπερβολικά παρακινδυνευμένο;»
«Καθόλου. Αν η άποψη περί της υπόθεσης είναι ορθή, και έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως είναι, ο άνδρας αυτός θα επέλεγε να ριψοκινδυνέψει τα πάντα παρά να χάσει το δαχτυλίδι. Σύμφωνα με την αίσθηση μου του έπεσε ενώ έσκυβε πάνω από το σώμα του Ντρέμπερ και δεν του έλειψε την στιγμή εκείνη. Αργότερα, έχοντας φύγει από το σπίτι ανακάλυψε την απώλεια του και επέστρεψε εσπευσμένα πίσω, όμως βρήκε την αστυνομία να έχει καταλάβει τον χώρο, χάριν στην δική του απερισκεψία να αφήσει το κερί αναμμένο. Αναγκάστηκε να προσποιηθεί τον μεθυσμένο ώστε να αποτρέψει τις υποψίες τις οποίες είναι δυνατόν να εγείρονταν από την εμφάνιση του στην πόρτα. Τώρα φέρε τον εαυτό σου στην θέση του άνδρα. Σκεφτόμενος το ζήτημα ξανά, θα πρέπει να του πέρασε από το μυαλό πως υπήρχε περίπτωση να είχε χάσει το δαχτυλίδι στον δρόμο έχοντας αφήσει το σπίτι. Τι θα έκανε, τότε; Θα έψαχνε ανυπόμονα τις απογευματινές εφημερίδες με την ελπίδα να το βρει μεταξύ των αναφορών των απολεσθέντων. Το μάτι του, φυσικά, θα γυάλιζε πέφτοντας πάνω σε αυτό. Θα ήταν περιχαρής. Γιατί θα έπρεπε να φοβηθεί για παγίδα; Δεν θα υπήρχε λόγος στα μάτια του γιατί η εύρεση του δαχτυλιδιού θα συνδυαζόταν με τον φόνο. Θα ερχόταν. Θα έρθει. Θα τον συναντήσεις εντός της ώρας;»
«Και μετά;» ρώτησα.
«Οου, αφήνεις εμένα να λογαριασθώ μαζί του τότε. Έχεις καθόλου όπλα;»
«Έχω το παλιό μου υπηρεσιακό περίστροφο και μερικά φυσίγγια.»
«Καλύτερα να το καθαρίσεις και να το γεμίσεις. Θα είναι απελπισμένος, και μολονότι θα τον πιάσω αιφνιδιαστικά, είναι εξίσου καλό να είμαστε έτοιμοι για παν ενδεχόμενο.»
Πήγα στο υπνοδωμάτιο μου και ακολούθησα την συμβουλή του. Όταν επέστρεψα με το πιστόλι το τραπέζι είχε καθαρισθεί, και ο Χολμς ήταν απασχολημένος στην αγαπημένη του ενασχόληση να γρατσουνίζει στο βιολί του.
«Η πλοκή βαθαίνει», είπε, καθώς μπήκα· «Μόλις έλαβα μια απάντηση στο τηλεγράφημα μου στην Αμερική. Η άποψη μου επί της υπόθεσης είναι η σωστή.»
«Και ποια είναι;» ρώτησα ανυπόμονα.
«Το δοξάρι μου θα είναι ότι πρέπει σε καινούργιες χορδές», σχολίασε. «Βάλε το πιστόλι στην τσέπη σου. Όταν έρθει ο τύπος μίλησε του φυσιολογικά. Άσε τα υπόλοιπα σε μένα. Μην τον τρομάξεις κοιτώντας τον υπερβολικά επίμονα.»
«Είναι ήδη οχτώ η ώρα», είπα, κοιτώντας το ρολόι μου.
«Ναι. Πιθανόν να είναι εδώ σε μερικά λεπτά. Άνοιξε την πόρτα μια σπιθαμή. Αρκεί. Τώρα βάλε το κλειδί από μέσα. Σε ευχαριστώ! Αυτό είναι ένα αλλόκοτο βιβλίο που διάλεξα από κάποιον πάγκο χθες—‘De Jure inter Gentes'—εκδόθηκε στα Λατινικά στο φέουδο των Λόουλάντς ((Σ.τ.Μ.) – Lowlands, τα πεδινά της Σκοτίας), το 1642. Το κεφάλι του Καρόλου βρισκόταν ακόμα στερεωμένο πάνω στους ώμους του όταν ετούτο ο μικρός καφετής τόμος γράφτηκε.»
«Ποιος είναι ο εκδότης;»
«Φιλίπ ντε Κρουά, οποίος και αν ήταν. Στο εσώφυλλο, σε εξαιρετικά ξεθωριασμένο μελάνι, είναι γραμμένο ‘Ex libris ((Σ.τ.Μ. )- (Latin) ενδεικτικό πως το βιβλίο ανήκει στην Βιβλιοθήκη του ατόμου του οποίου το όνομα ακολουθεί.) Γκουλιόλμι Ουάιτ.' Αναρωτιέμαι ποιος να ήταν ο Γουίλιαμ Ουάιτ. Κάποιος πρακτικός δικηγόρος του δεκάτου εβδόμου αιώνα, υποθέτω. Η γραφή του έχει κάτι το επίσημα νομικό. Να που έρχεται ο άνθρωπος μας, πιστεύω.»
Καθώς μίλησε ένα κοφτό κουδούνισμα ακούστηκε. Ο Σέρλοκ Χολμς σηκώθηκε απαλά και μετακίνησε την καρέκλα του προς την κατεύθυνση της πόρτας. Ακούσαμε την υπηρέτρια να διασχίζει τον διάδρομο, και τον κοφτό ήχο του μάνταλου καθώς άνοιξε.
«Μένει εδώ ο Δρ. Γουώτσον;» ρώτησε μια καθάρια μολονότι κάπως τραχιά φωνή. Δεν μπορέσαμε να ακούσουμε την φωνή της υπηρέτριας, όμως η πόρτα έκλεισε, και κάποιος άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Το πάτημα ήταν κάπως αβέβαιο, και συρτό. Ένα βλέμμα έκπληξης πέρασε από το πρόσωπο του συντρόφου μου καθώς το άκουσε. Κινήθηκε αργά διασχίζοντας τον διάδρομο, και ένα αδύναμο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.
«Περάστε», φώναξα.
Στο κάλεσμα μου, αντί του βίαιου άντρα τον οποίο αναμέναμε, μια εξαιρετικά γερασμένη και ρυτιδωμένη γυναίκα μπήκε χωλαίνοντας στο δωμάτιο. Φάνηκε να τυφλώνεται από το ξαφνικό φως, κι έχοντας προβεί σε μια μικρή υπόκλιση, στάθηκε τρεμοπαίζοντας τα θολά της μάτια προς εμάς και ψαχουλεύοντας στην τσέπη της με νευρικά, με τρεμάμενα δάκτυλα. Κοίταξα προς τον σύντροφο μου, και το πρόσωπο του είχε πάρει μια τέτοια απογοητευμένη έκφραση ώστε το μόνο που ήμουν σε θέση να κάνω ήταν να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
Το χούφταλο τράβηξε μια απογευματινή εφημερίδα, και έδειξε την αγγελία μας. «Αυτό είναι που με έφερε, καλοί μου κύριοι», είπε, κάνοντας άλλη μια υπόκλιση· «μια χρυσή βέρα στον δρόμο του Μπρίξτον. Ανήκει στο κορίτσι μου τη Σάλλυ, που παντρεύτηκε τέτοιο καιρό πριν κάνα δωδεκάμηνο, που ο άντρας της είναι φροντιστής σε ένα βαπόρι της Ένωσης, και τι θα πει αν ‘ρθει και την βρει δίχως τη βέρα της ούτε που θέλω να το σκέφτομαι, εκείνος που νευριάζει ακόμα και στις καλές του μέρες, μα πιότερο όταν τα έχει τσούξει. Με την άδεια σας, πήγε στο τσίρκο το περασμένο βράδυ με—»
«Είναι το δαχτυλίδι της αυτό;» ρώτησα.
«Δόξα σοι ο Θεός!» φώναξε η γριά γυναίκα, «Η Σάλλυ θα είναι μια ευτυχισμένη γυναίκα απόψε. Αυτό είναι το δαχτυλίδι.»
«Κι αν επιτρέπεται ποια είναι η διεύθυνση σας;» Ρώτησα, σηκώνοντας ένα μολύβι.
«Νο. 13, Οδός Ντάνκαν, Χάουντσντίτς. Πολύς δρόμος από δω.»
Η Οδός Μπρίξτον δεν πέφτει μεταξύ κάποιου τσίρκου και του Χάουντσντιτς», είπε κοφτά ο Σέρλοκ Χολμς.
Η γριά στράφηκε πίσω και κοίταξε έντονα προς το μέρος του μέσα από τα μικρά κοκκινισμένα μάτια της. «Ο κύριος ρώτησε τη διεύθυνση μου», είπε. «Η Σάλλυ μένει σε ένα σπίτι, στο Νο. 3, στην Τοποθεσία Μέιφιλντ, στο Πέκαμ.»
«Και το όνομα σας είναι—»
«Το όνομα μου είναι Σώγιερ —το δικό της είναι Ντέννις, την οποία ο Τομ Ντέννις παντρεύτηκε—κι είναι ξύπνιο, ντόμπρο παλικάρι, επίσης, για όσο βρίσκεται στη θάλασσα, κι ένας φροντιστής που όλοι στην εταιρεία τον έχουν σε εκτίμηση· μα όταν είναι στη στεριά, πότε στις γυναίκες και πότε στα καπηλειά—»
«Ορίστε το δαχτυλίδι σας, Κα Σώγιερ», την διέκοψα, υπακούοντας σε ένα σινιάλο από τον σύντροφο μου· «είναι σαφές πως ανήκει στην κόρη σας, και χαίρομαι που είμαι σε θέση να το επιστρέψω στον δικαιωματικό του ιδιοκτήτη.»
Με πολυάριθμες μασημένες ευλογίες και εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης το χούφταλο το έχωσε στην τσέπη της, και σέρνοντας κατέβηκε τις σκάλες. Ο Σέρλοκ Χολμς τινάχτηκε όρθιος την στιγμή που είχε φύγει και όρμησε στο δωμάτιο του. Επέστρεψε σε μερικές στιγμές τυλιγμένος με μια χλαίνη και ένα κασκόλ. «Θα την ακολουθήσω», είπε, βιαστικά· «πρέπει να είναι συνεργός, και θα με οδηγήσει σε αυτόν. Περίμενε με.» Η πόρτα της εισόδου είχε κλείσει με δύναμη πίσω από την επισκέπτρια μας πριν ο Χολμς να κατέβει τη σκάλα.
Κοιτώντας μέσα από το παράθυρο την έβλεπα να περπατά αδύναμα στην απέναντι μεριά, ενώ ο διώκτης της την συνόδευε μένοντας λίγο πιο πίσω. «Είτε ολόκληρη η θεωρία του είναι λανθασμένη», σκέφτηκε από μέσα μου, «είτε θα οδηγηθεί στην καρδιά του μυστηρίου.» Δεν χρειαζόταν να μου ζητήσει να τον περιμένω, γιατί ένοιωθα πως ο ύπνος ήταν αδύνατον να με πιάσει μέχρι να ακούσω τα αποτελέσματα της περιπέτειας του.
Κόντευε εννέα όταν ξεκίνησε. Δεν είχα ιδέα πόσο θα αργούσε, εντούτοις κάθισα απαθής καπνίζοντας την πίπα μου και γυρίζοντας τις σελίδες του βιβλίου ‘Vie de Boheme,' του Χένρυ Μαργκέρ. Πήγε δέκα, και άκουσα τα πατήματα των υπηρετριών καθώς ετοιμάζονταν να πάνε στο κρεβάτι. Έντεκα, και η εξαιρετικά επιβλητική περπατησιά της σπιτονοικοκυράς πέρασε από την πόρτα μου, κατευθυνόμενη για τον ίδιο προορισμό. Κόντευε δώδεκα πριν ακούσω τον κοφτό ήχο του μάνταλου. Την στιγμή που μπήκε διέκρινα από το πρόσωπο του πως δεν είχε πετύχει. Χαρά και θλίψη έμοιαζαν να παλεύουν για το έλεγχο του, μέχρι που η πρώτη κέρδισε τη μάχη, και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
«Δεν θα ήθελα για τίποτα στον κόσμο να το μάθουν από την Σκότλαντ Γιάρντ», φώναξε, πέφτοντας στην πολυθρόνα του· «τους έχω κουρντίσει τόσο πολύ που δεν θα με άφηναν ξανά στην ησυχία μου. Έχω την πολυτέλεια να γελάω, γιατί ξέρω πως θα πάρω την εκδίκηση μου με την παρέλευση του χρόνου.
«Τι συνέβη λοιπόν;» ρώτησα.
«Οου, δεν με πειράζει να αφηγηθώ μια ιστορία που δεν με τιμά. Το πλάσμα είχε ελάχιστα προχωρήσει πριν αρχίσει να κουτσαίνει και να δείχνει κάθε σημάδι πως την είχαν πιάσει τα πόδια της. Λίγο αργότερα, στάθηκε, και σταμάτησε μια τετράτροχη που περνούσε. Κατάφερα να βρίσκομαι κοντά της έτσι που άκουσα την διεύθυνση, μα δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, γιατί την τραγούδησε τόσο δυνατά που θα μπορούσε να ακουστεί στην άλλη μεριά του δρόμου, «Πήγαινε στο Νο 13, στην Οδό Ντάνκαν, στο Χάουντσντιτς», φώναξε.
Άρχισε να φαίνεται γνήσιο, συλλογίσθηκα, και παρακολουθώντας τη μέχρι να μπει μέσα, κούρνιασα πίσω. Πρόκειται για μια τέχνη στην οποία κάθε ντετέκτιβ θα όφειλε να είναι ειδικός. Λοιπόν, ξεκινήσαμε, και το χαλινάρι ούτε που τραβήχτηκε μέχρι που φτάσαμε στην υπό συζήτηση οδό. Πήδηξα κάτω πριν φτάσουμε στην πόρτα, και κατηφόρισα τον δρόμο με έναν άνετο, νωχελικό τρόπο. Είδα τον αμαξά να σταματά στην άκρη. Ο αμαξάς πήδησε κάτω, και τον είδα να ανοίγει την πόρτα και να στέκεται περιμένοντας. Κανείς δεν βγήκε έξω. Όταν έφτασα κοντά του έψαχνε παντού μέσα στην άδεια άμαξα, και είχε ξεσπάσει σε μια εξαίρετη συλλογή από βρισιές τις οποίες ούτε που είχα ακούσει ξανά. Δεν υπήρχε σημάδι είτε ίχνος της επιβάτισσας του, και φοβούμαι πως θα περάσει καιρός πριν να πάρει τα κόμιστρα του. Ρωτώντας στο Νούμερο 13 ανακαλύψαμε πως το σπίτι άνηκε σε έναν αξιοσέβαστο ταπετσιέρη, ονόματι Κέσγουικ, και πως κανένας ονόματι Σώγιερ ή Ντένις δεν υπήρξε εκεί.»
«Δεν θέλεις να μου πεις», φώναξα, κατάπληκτος, «πως εκείνη η τρεμάμενη, αδύναμη γριά κατόρθωσε να βγει από την άμαξα ενώ βρισκόταν εν κινήσει, δίχως είτε εσύ είτε ο οδηγός να την δείτε;»
«Ποια γριά μου λες που να πάρει!» είπε ο Σέρλοκ Χολμς κοφτά. «Όσο ήταν εκείνη γριά άλλο τόσο ήμασταν και εμείς που την πατήσαμε. Θα πρέπει να ήταν ένας νεαρός, και μάλιστα αρκετά ευκίνητος, επίσης, εκτός του ότι ήταν και ένας αξεπέραστος ηθοποιός. Η αμφίεση του ήταν απαράμιλλη. Αντιλήφθηκε πως παρακολουθούταν, δίχως αμφιβολία, και χρησιμοποίησε αυτό το κόλπο για να με ξεφορτωθεί. Αποδεικνύει πως ο άνθρωπος που κυνηγάμε δεν είναι και τόσο μόνος όσο είχαν υπολογίσει πως θα ήταν, αλλά έχει φίλους που είναι έτοιμοι να ριψοκινδυνέψουν τα πάντα για εκείνον. Για την ώρα, γιατρέ, δείχνεις αποκαμωμένος. Άκουσε την συμβουλή μου και πήγαινε για ύπνο.»
Το βέβαιο ήταν πως ένοιωθα εξαιρετικά κουρασμένος, έτσι υπάκουσα το πρόσταγμα του. Άφησα τον Χολμς καθισμένο μπροστά από την φωτιά που αργόκαιγε, και βαθιά μέσα στην νύχτα άκουγα το βαθύ, μελαγχολικό κλαψούρισμα του βιολιού του, και ήξερα καλά πως συλλογιόταν ακόμη το παράξενο ζήτημα το οποίο είχε αναλάβει να ξεδιαλύνει.