×

Mes naudojame slapukus, kad padėtume pagerinti LingQ. Apsilankę avetainėje Jūs sutinkate su mūsų slapukų politika.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XI. Ο Ποληκούσκα

XI. Ο Ποληκούσκα

Καμπόση ώρα ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος τι είχε συμβεί. Τόση ήτανε η φασαρία που γινόταν. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, όλοι ξεφώνιζαν, όλοι μιλούσαν, τα παιδιά κι ο γριούλες κλαίγανε. Η Ακουλίνα κειτόταν αναίσθητη. Επιτέλους οι άντρες, ο μαραγκός κι ο επιστάτης, που έτρεξε κι αυτός, ανέβηκαν επάνω κι η μαραγκίνα για εικοστή φορά διηγήθηκε πως, μαθές, ανέβηκε στην ταράτσα ανύποπτη να μαζέψει τα ρούχα της μπουγάδας της που είχε απλωμένα και καθώς έριξε έτσι δα μια ματιά κι είδε έναν άνθρωπο να στέκεται. Κοίταξε καλύτερα, ο σκούφος του ήτανε ανάποδα καταγής, και τα ποδάρια του κουνιόταν έτσι δα. Πάγωσα σύγκορμη. Για λίγο το έχετε; Ένας άνθρωπος να βρίσκεται εκεί δα κρεμασμένος και εγώ να τον τηράω. Πώς γκρεμοτσακίστηκα και βρέθηκα κάτω, μήτε το ένιωσα. Κι ήτανε σωστό θάμα, πως ο Θεός με φύλαξε και δεν έπαθα τίποτα. Για λίγο το έχετε; Τόση τρομάρα και να κατρακυλήσω από κείνη τη σκαλίτσα δίχως να χτυπήσω πουθενά; Μπορούσα και να σκοτωθώ ολότελα!

Κείνοι που έτρεξαν στην ταράτσα διηγόταν το ίδιο. Ο Ποληκέη με το πουκάμισο μονάχα και το σώβρακο ήταν κρεμασμένος σ' ένα δοκάρι της ταράτσας, με το σκοινί που είχε αφαιρέσει από την κούνια του παιδιού του. Ο σκούφος του είχε πέσει παραπέρα. Το κοντογούνι και το γιλέκο βρίσκονταν διπλωμένα εκεί δα. Τα πόδια του άγγιζαν το πάτωμα χωρίς κανένα σημείο ζωής. Η Ακουλίνα συνήρθε κάποια στιγμή κι όρμησε κατά τη σκάλα, όμως δεν την άφησαν ν' ανέβει.

- Μανούλα ο Σιόμκα πνίγηκε, ακούστηκε η παραπονιάρικη φωνή της ψευδής κόρης της.

Η Ακουλίνα έτρεξε στην γωνιά της. Το μωρό κειτόταν ακίνητο μέσα στη σκάφη και τα ποδαράκια του ήτανε τεντωμένα. Η Ακουλίνα το άρπαξε ορμητικά, μα κείνο δεν ανάσαινε, μηδέ κουνιόταν. Το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, στήριξε τα χέρια στη μέση της κι έβαλε ένα τόσο δυνατό, διαπεραστικό και τρομερό γέλιο, που η Μάσκα ενώ στην αρχή έκανε να γελάσει και κείνη, αμέσως βούλωσε με τα χεράκια της τ' αφτιά της και κλαίγοντας βγήκε στη μπασιά. Ο κόσμος μαζευόταν στη γωνία με ξεφωνητά και κλάματα. Το μωρό το πήραν έξω, του έκαναν δυνατές εντριβές, μα χαμένα. Η Ακουλίνα κυλιόταν πάνω στο κρεβάτι και γελούσε δυνατά, γελούσε ένα τέτοιο γέλιο, που τους κυρίευε η φρίκη όλους, όσοι την άκουγαν.

Μονάχα εκείνη τη στιγμή, βλέποντας όλο κείνο το ποικιλόμορφο πλήθος, από ανθρώπους κάθε ηλικίας (νέους, μεσόκοπους, γέρους, παιδιά) που είχανε συναχτεί στη μπασιά, μπορούσε κάποιος να καταλάβει πόσος και τι λογής κόσμος κατοικούσε στο περίπτερο του προσωπικού. Όλοι έκαναν φασαρία μεγάλη, όλοι μιλούσαν, πολλοί έκλαιγαν και κανένας δεν έκανε τίποτα.

Η μαραγκίνα εξακολουθούσε ακόμα να βρίσκει ανθρώπους, που δεν είχαν ακούσει την ιστορία της, και ξαναδιηγόταν πόσο δοκιμάστηκαν τα τρυφερά της αισθήματα αντικρίζοντας κείνο το θέαμα και πως ο Θεός τη φύλαξε όταν κυλίστηκε από τη σκάλα κάτω. Ο γερο-οικονόμος με ένα γυναικείο σάκο ριγμένο όπως-όπως στις πλάτες του διηγόταν πως, όταν ακόμη ζούσε ο συχωρεμένος ο αφέντης, μια γυναίκα ρίχτηκε στη λίμνη και πνίγηκε. Ο επιστάτης έστειλε να ειδοποιήσει τον αστυνόμο και τον παπά κι έβαλε φρουρό στην είσοδο στης σκάλας. Η Αξιούτκα με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα στεκόταν και κοίταζε από μια τρύπα κατά την ταράτσα και παρ' όλο που δεν έβλεπε τίποτα από κει, εξακολουθούσε να μένει καρφωμένη στην ίδια πάντα θέση. Η Αγκάφια Μιχάηλοβνα που χρημάτισε στα νιάτα της καμαριέρα της γριάς κυρίας και υπέργηρη τώρα πια περνούσε της ημέρες της στη γωνιά, γύρευε να της δώσουν τσάι να πιει για να καλμάρουν τα νεύρα της κι έκλαιγε του καλού καιρού. Η γριούλα Άννα, με τα επιδέξια και γοργοκίνητα παχουλά χεράκια της που ήτανε βουτηγμένα στα λάδια, ταχτοποιούσε το νεκρό παιδάκι πάνω στο τραπέζι. Οι γυναίκες στέκονταν κοντά στην Ακουλίνα και την κοίταζαν σιωπηλές. Τα παιδιά στριμωγμένα σε μια γωνίτσα, ρίχνανε περίτρομες ματιές στη μητέρα τους και κλαψούριζαν, ύστερα σώπαιναν, ύστερα την ξανακοίταξαν και ζάρωναν ακόμα πιο πολύ στη γωνίτσα τους.

Οι άντρες και τ' αγόρια είχανε συγκεντρωθεί στην πόρτα της μπασιάς και με πρόσωπα τρομαγμένα προσπαθούσαν να δούνε μέσα, και δίχως να βλέπουν τίποτα, και δίχως τίποτα να καταλαβαίνουν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι τρέχει. Ένας έλεγε πως ο μαραγκός έκοψε το πόδι της γυναίκας του με το τσεκούρι. Άλλοι πως η πλύστρα γέννησε τρίδυμα. Τρίτος πως η γάτα του μάγειρα λύσσαξε και δάγκωσε τον κόσμο. Όμως η αλήθεια διαδόθηκε σιγά-σιγά κι έφτασε ίσαμε τ' αφτιά της κυρίας. Και μου φαίνεται, πως της το είπαν χωρίς να την προετοιμάσουν: κείνος ο βάναυσος ο επιστάτης, της το ξεφούρνισε τόσο απότομα και την τάραξε τόσο πολύ, που για πολλή ώρα αργότερα, δε μπορούσε να κάνει καλά τα νεύρα της.

Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει σιγά-σιγά. Η μαραγκίνα άναψε το σαμοβάρι της κι έφτιαξε το τσάι και τότε οι ξένοι μια και δεν προσκαλέστηκαν, βρήκαν άτοπο να μείνουν περισσότερο. Τα πιο ζωηρά αγόρια άρχισαν κιόλας να παλεύουν και να τσακώνονται. Όλοι ήξεραν πια την αλήθεια κι άρχισε να διαλύονται, κάνοντας το σταυρό τους, όταν ξαφνικά ακούστηκαν φωνές: «Η κυρά, η κυρά!» κι όλοι τότε παραμέρισαν και στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο να περάσει και ταυτόχρονα καρφώθηκαν εκεί δα, γιατί όλοι τους ήθελαν να δουν τι θα γινόταν.

Η κυρία κατάχλομη, δακρυσμένη, πέρασε από τη μπασιά στη γωνιά της Ακουλίνας. Δεκάδες κεφάλια στριμώχτηκαν στην πόρτα και κοίταζαν. Κάποια γυναίκα έγκυος έβγαλε μια κραυγή, τόσο την είχα ζουλήξει στο συνωστισμό. Μα με τη διαμαρτυρία της αυτή πέτυχε να την αφήσουν να σταθεί πρώτη-πρώτη. Και πώς να μην καμαρώσουν την κυρά, μέσα στη γωνιά της Ακουλίνας! Αυτό ήτανε για το προσωπικό μια απόλαυση όπως με τα βεγγαλικά στο τέλος της παράστασης. Κι όπως αυτά είναι απόδειξη πως η παράσταση πήγε καλά, έτσι κι ο ερχομός της κυρίας με τα μεταξωτά και της νταντέλες της, στη γωνιά της Ακουλίνας, σήμαινε πως όλα θα ήταν κομψά. Η κυρία πλησίασε την Ακουλίνα και της έπιασε το χέρι, μα εκείνη το αποτράβηξε. Οι γεροντότεροι από τους υπηρέτες εκίνησαν τα κεφάλια τους επιτιμητικά.

- Ακουλίνα! - είπε η κυρία. Έχεις παιδιά!.

Η Ακουλίνα γέλασε δυνατά και σηκώθηκε.

- Τα παιδιά μου μένα όλα είναι ασημένια, όλα ασημένια... Εγώ χαρτιά δεν κρατάω, μουρμούρισε γρήγορα-γρήγορα, και του Ηλίτς του έλεγα να μην τα παίρνει τα παλιόχαρτα. Να σου τον τώρα που τον πασάλειψαν κατράμια. Κατράμια και σαπούνια κυρά. Κι όλες οι ψείρες που είχε απάνω του θα ξεπεταχτούνε μονομιάς, και ξανάβαλε τα γέλια ακόμη πιο δυνατά.

Η κυρία στράφηκε και ζήτησε να έρθει ο νοσοκόμος με συναπισμούς. «Και δώστε της κρύο νερό» είπε, μα, καθώς γύρισε και θέλησε να βρει η ίδια νερό αντίκρισε το νεκρό παιδάκι, που το παράστεκε η γριούλα Άννα, και τότε έσκυψε κι όλοι είδανε που έφερε το μαντίλι στα μάτια κι άρχισε να κλαίει. Κι η γριούλα Άννα (κρίμα που η κυρία δεν το είδε, θα ήξερε, άλλωστε, να το εκτιμήσει, γιατί κυρίως για κείνην κι έγινε) σκέπασε το νεκρό μ' ένα κομμάτι άσπρο πανί, του έσιαξε τα χεράκια κι ύστερα κίνησε με τέτοιον τρόπο το κεφάλι της, και τέντωσε τα χεράκια και ζάρωσε τα μάτια της, κι αναστέναξε με τόσο αίσθημα, που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τη λαμπρή της καρδιά.

Μα η κυρία τίποτε απ' όλ αυτά δεν είδε και ούτε μπορούσε να δει. Έβαλε τα κλάματα, έπαθε νευρική κρίση και στηρίζοντάς την με σεβασμό από εδώ κι από εκεί την πήγανε ίσαμε το σπίτι. «Αυτό ήταν όλο από δαύτηνε» σκέφτηκαν πολλοί και διαλύθηκαν.

Η Ακουλίνα εξακολουθούσε να γελάει και να λέει αλλ' αντ' άλλων. Την πήγαν σ' ένα άλλο δωμάτιο, εκεί πέρα την ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι, της πήραν αίμα, της κόλλησαν συναπισμούς, πάγο της έβαλαν στο κεφάλι. Μα εκείνη το ίδιο δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν έκλαιγε παρά μονάχα γελούσε κι έλεγε κι έκανε κάτι ανοησίες, που οι καλοί άνθρωποι που την περιποιούνταν δε μπορούσαν να συγκρατηθούν και χαμογελούσαν κι εκείνοι.

XI. Ο Ποληκούσκα

Καμπόση ώρα ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος τι είχε συμβεί. Τόση ήτανε η φασαρία που γινόταν. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, όλοι ξεφώνιζαν, όλοι μιλούσαν, τα παιδιά κι ο γριούλες κλαίγανε. Η Ακουλίνα κειτόταν αναίσθητη. Επιτέλους οι άντρες, ο μαραγκός κι ο επιστάτης, που έτρεξε κι αυτός, ανέβηκαν επάνω κι η μαραγκίνα για εικοστή φορά διηγήθηκε πως, μαθές, ανέβηκε στην ταράτσα ανύποπτη να μαζέψει τα ρούχα της μπουγάδας της που είχε απλωμένα και καθώς έριξε έτσι δα μια ματιά κι είδε έναν άνθρωπο να στέκεται. Κοίταξε καλύτερα, ο σκούφος του ήτανε ανάποδα καταγής, και τα ποδάρια του κουνιόταν έτσι δα. Πάγωσα σύγκορμη. Για λίγο το έχετε; Ένας άνθρωπος να βρίσκεται εκεί δα κρεμασμένος και εγώ να τον τηράω. Πώς γκρεμοτσακίστηκα και βρέθηκα κάτω, μήτε το ένιωσα. Κι ήτανε σωστό θάμα, πως ο Θεός με φύλαξε και δεν έπαθα τίποτα. Για λίγο το έχετε; Τόση τρομάρα και να κατρακυλήσω από κείνη τη σκαλίτσα δίχως να χτυπήσω πουθενά; Μπορούσα και να σκοτωθώ ολότελα!

Κείνοι που έτρεξαν στην ταράτσα διηγόταν το ίδιο. Ο Ποληκέη με το πουκάμισο μονάχα και το σώβρακο ήταν κρεμασμένος σ' ένα δοκάρι της ταράτσας, με το σκοινί που είχε αφαιρέσει από την κούνια του παιδιού του. Ο σκούφος του είχε πέσει παραπέρα. Το κοντογούνι και το γιλέκο βρίσκονταν διπλωμένα εκεί δα. Τα πόδια του άγγιζαν το πάτωμα χωρίς κανένα σημείο ζωής. Η Ακουλίνα συνήρθε κάποια στιγμή κι όρμησε κατά τη σκάλα, όμως δεν την άφησαν ν' ανέβει.

- Μανούλα ο Σιόμκα πνίγηκε, ακούστηκε η παραπονιάρικη φωνή της ψευδής κόρης της.

Η Ακουλίνα έτρεξε στην γωνιά της. Το μωρό κειτόταν ακίνητο μέσα στη σκάφη και τα ποδαράκια του ήτανε τεντωμένα. Η Ακουλίνα το άρπαξε ορμητικά, μα κείνο δεν ανάσαινε, μηδέ κουνιόταν. Το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, στήριξε τα χέρια στη μέση της κι έβαλε ένα τόσο δυνατό, διαπεραστικό και τρομερό γέλιο, που η Μάσκα ενώ στην αρχή έκανε να γελάσει και κείνη, αμέσως βούλωσε με τα χεράκια της τ' αφτιά της και κλαίγοντας βγήκε στη μπασιά. Ο κόσμος μαζευόταν στη γωνία με ξεφωνητά και κλάματα. Το μωρό το πήραν έξω, του έκαναν δυνατές εντριβές, μα χαμένα. Η Ακουλίνα κυλιόταν πάνω στο κρεβάτι και γελούσε δυνατά, γελούσε ένα τέτοιο γέλιο, που τους κυρίευε η φρίκη όλους, όσοι την άκουγαν.

Μονάχα εκείνη τη στιγμή, βλέποντας όλο κείνο το ποικιλόμορφο πλήθος, από ανθρώπους κάθε ηλικίας (νέους, μεσόκοπους, γέρους, παιδιά) που είχανε συναχτεί στη μπασιά, μπορούσε κάποιος να καταλάβει πόσος και τι λογής κόσμος κατοικούσε στο περίπτερο του προσωπικού. Όλοι έκαναν φασαρία μεγάλη, όλοι μιλούσαν, πολλοί έκλαιγαν και κανένας δεν έκανε τίποτα.

Η μαραγκίνα εξακολουθούσε ακόμα να βρίσκει ανθρώπους, που δεν είχαν ακούσει την ιστορία της, και ξαναδιηγόταν πόσο δοκιμάστηκαν τα τρυφερά της αισθήματα αντικρίζοντας κείνο το θέαμα και πως ο Θεός τη φύλαξε όταν κυλίστηκε από τη σκάλα κάτω. Ο γερο-οικονόμος με ένα γυναικείο σάκο ριγμένο όπως-όπως στις πλάτες του διηγόταν πως, όταν ακόμη ζούσε ο συχωρεμένος ο αφέντης, μια γυναίκα ρίχτηκε στη λίμνη και πνίγηκε. Ο επιστάτης έστειλε να ειδοποιήσει τον αστυνόμο και τον παπά κι έβαλε φρουρό στην είσοδο στης σκάλας. Η Αξιούτκα με τα μάτια διάπλατα ανοιγμένα στεκόταν και κοίταζε από μια τρύπα κατά την ταράτσα και παρ' όλο που δεν έβλεπε τίποτα από κει, εξακολουθούσε να μένει καρφωμένη στην ίδια πάντα θέση. Η Αγκάφια Μιχάηλοβνα που χρημάτισε στα νιάτα της καμαριέρα της γριάς κυρίας και υπέργηρη τώρα πια περνούσε της ημέρες της στη γωνιά, γύρευε να της δώσουν τσάι να πιει για να καλμάρουν τα νεύρα της κι έκλαιγε του καλού καιρού. Η γριούλα Άννα, με τα επιδέξια και γοργοκίνητα παχουλά χεράκια της που ήτανε βουτηγμένα στα λάδια, ταχτοποιούσε το νεκρό παιδάκι πάνω στο τραπέζι. Οι γυναίκες στέκονταν κοντά στην Ακουλίνα και την κοίταζαν σιωπηλές. Τα παιδιά στριμωγμένα σε μια γωνίτσα, ρίχνανε περίτρομες ματιές στη μητέρα τους και κλαψούριζαν, ύστερα σώπαιναν, ύστερα την ξανακοίταξαν και ζάρωναν ακόμα πιο πολύ στη γωνίτσα τους.

Οι άντρες και τ' αγόρια είχανε συγκεντρωθεί στην πόρτα της μπασιάς και με πρόσωπα τρομαγμένα προσπαθούσαν να δούνε μέσα, και δίχως να βλέπουν τίποτα, και δίχως τίποτα να καταλαβαίνουν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι τρέχει. Ένας έλεγε πως ο μαραγκός έκοψε το πόδι της γυναίκας του με το τσεκούρι. Άλλοι πως η πλύστρα γέννησε τρίδυμα. Τρίτος πως η γάτα του μάγειρα λύσσαξε και δάγκωσε τον κόσμο. Όμως η αλήθεια διαδόθηκε σιγά-σιγά κι έφτασε ίσαμε τ' αφτιά της κυρίας. Και μου φαίνεται, πως της το είπαν χωρίς να την προετοιμάσουν: κείνος ο βάναυσος ο επιστάτης, της το ξεφούρνισε τόσο απότομα και την τάραξε τόσο πολύ, που για πολλή ώρα αργότερα, δε μπορούσε να κάνει καλά τα νεύρα της.

Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει σιγά-σιγά. Η μαραγκίνα άναψε το σαμοβάρι της κι έφτιαξε το τσάι και τότε οι ξένοι μια και δεν προσκαλέστηκαν, βρήκαν άτοπο να μείνουν περισσότερο. Τα πιο ζωηρά αγόρια άρχισαν κιόλας να παλεύουν και να τσακώνονται. Όλοι ήξεραν πια την αλήθεια κι άρχισε να διαλύονται, κάνοντας το σταυρό τους, όταν ξαφνικά ακούστηκαν φωνές: «Η κυρά, η κυρά!» κι όλοι τότε παραμέρισαν και στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο να περάσει και ταυτόχρονα καρφώθηκαν εκεί δα, γιατί όλοι τους ήθελαν να δουν τι θα γινόταν.

Η κυρία κατάχλομη, δακρυσμένη, πέρασε από τη μπασιά στη γωνιά της Ακουλίνας. Δεκάδες κεφάλια στριμώχτηκαν στην πόρτα και κοίταζαν. Κάποια γυναίκα έγκυος έβγαλε μια κραυγή, τόσο την είχα ζουλήξει στο συνωστισμό. Μα με τη διαμαρτυρία της αυτή πέτυχε να την αφήσουν να σταθεί πρώτη-πρώτη. Και πώς να μην καμαρώσουν την κυρά, μέσα στη γωνιά της Ακουλίνας! Αυτό ήτανε για το προσωπικό μια απόλαυση όπως με τα βεγγαλικά στο τέλος της παράστασης. Κι όπως αυτά είναι απόδειξη πως η παράσταση πήγε καλά, έτσι κι ο ερχομός της κυρίας με τα μεταξωτά και της νταντέλες της, στη γωνιά της Ακουλίνας, σήμαινε πως όλα θα ήταν κομψά. Η κυρία πλησίασε την Ακουλίνα και της έπιασε το χέρι, μα εκείνη το αποτράβηξε. Οι γεροντότεροι από τους υπηρέτες εκίνησαν τα κεφάλια τους επιτιμητικά.

- Ακουλίνα! - είπε η κυρία. Έχεις παιδιά!.

Η Ακουλίνα γέλασε δυνατά και σηκώθηκε.

- Τα παιδιά μου μένα όλα είναι ασημένια, όλα ασημένια... Εγώ χαρτιά δεν κρατάω, μουρμούρισε γρήγορα-γρήγορα, και του Ηλίτς του έλεγα να μην τα παίρνει τα παλιόχαρτα. Να σου τον τώρα που τον πασάλειψαν κατράμια. Κατράμια και σαπούνια κυρά. Κι όλες οι ψείρες που είχε απάνω του θα ξεπεταχτούνε μονομιάς, και ξανάβαλε τα γέλια ακόμη πιο δυνατά.

Η κυρία στράφηκε και ζήτησε να έρθει ο νοσοκόμος με συναπισμούς. «Και δώστε της κρύο νερό» είπε, μα, καθώς γύρισε και θέλησε να βρει η ίδια νερό αντίκρισε το νεκρό παιδάκι, που το παράστεκε η γριούλα Άννα, και τότε έσκυψε κι όλοι είδανε που έφερε το μαντίλι στα μάτια κι άρχισε να κλαίει. Κι η γριούλα Άννα (κρίμα που η κυρία δεν το είδε, θα ήξερε, άλλωστε, να το εκτιμήσει, γιατί κυρίως για κείνην κι έγινε) σκέπασε το νεκρό μ' ένα κομμάτι άσπρο πανί, του έσιαξε τα χεράκια κι ύστερα κίνησε με τέτοιον τρόπο το κεφάλι της, και τέντωσε τα χεράκια και ζάρωσε τα μάτια της, κι αναστέναξε με τόσο αίσθημα, που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τη λαμπρή της καρδιά.

Μα η κυρία τίποτε απ' όλ αυτά δεν είδε και ούτε μπορούσε να δει. Έβαλε τα κλάματα, έπαθε νευρική κρίση και στηρίζοντάς την με σεβασμό από εδώ κι από εκεί την πήγανε ίσαμε το σπίτι. «Αυτό ήταν όλο από δαύτηνε» σκέφτηκαν πολλοί και διαλύθηκαν.

Η Ακουλίνα εξακολουθούσε να γελάει και να λέει αλλ' αντ' άλλων. Την πήγαν σ' ένα άλλο δωμάτιο, εκεί πέρα την ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι, της πήραν αίμα, της κόλλησαν συναπισμούς, πάγο της έβαλαν στο κεφάλι. Μα εκείνη το ίδιο δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν έκλαιγε παρά μονάχα γελούσε κι έλεγε κι έκανε κάτι ανοησίες, που οι καλοί άνθρωποι που την περιποιούνταν δε μπορούσαν να συγκρατηθούν και χαμογελούσαν κι εκείνοι.