25 - ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV / XXVII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV
- «Οι άνθρωποι...», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «...στριμώχνονται μέσα σε τραίνα που τρέχουν, δίχως όμως να ξέρουν πια, τι πραγματικά γυρεύουν. Κι' έτσι εκνευρίζονται από το άγχος και γυρίζουν διαρκώς, γύρω - γύρω... Και συμπλήρωσε:
- «Δεν αξίζει τον κόπο...»
Το πηγάδι στο οποίο είχαμε φτάσει, δεν έμοιαζε με τ' άλλα πηγάδια της ερήμου. Τα πηγάδια στις οάσεις της Σαχάρας ήταν απλοϊκές τρύπες, σκαμμένες στην άμμο, ενώ αυτό έμοιαζε με πηγάδι ενός χωριού. Σ' εκείνο το σημείο όμως, δεν υπήρχε κανένα χωριό και νόμισα πως έβλεπα όνειρο. - «Είναι παράξενο...», είπα στο μικρό πρίγκηπα, «...που είναι όλα έτοιμα: το μαγκάνι, το σκοινί κι' ο κουβάς...» Γέλασε, έπιασε το σκοινί και στριφογύρισε το μαγκάνι. Και το μαγκάνι βόγκηξε μακρόσυρτα, σαν παλιά φτερωτή, ξεχασμένη για χρόνια απ' τον άνεμο... - «Τ' ακούς;», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «...Το ξυπνήσαμε αυτό το πηγάδι και τώρα τραγουδάει...» Δεν ήθελα να κουραστεί προσπαθώντας και του είπα:
- «Άσε να το κάνω εγώ ...είναι πολύ βαρύ για σένα».
Ανέβασα αργά - αργά τον κουβά - μέχρι επάνω - και τον ακούμπησα στο πέτρινο πεζούλι. Το τραγούδι του μαγκανιού αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου και πάνω στο νερό που λικνιζόταν αργά, έβλεπα τον ήλιο να καθρεφτίζεται τρεμοπαίζοντας. - «Διψώ γι' αυτό το νερό...», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «...Δώσε μου να πιω...»
Και κατάλαβα τι ήταν, αυτό που γύρευε!
Ανασήκωσα τον κουβά μέχρι τα χείλια του. Ήπιε· με τα μάτια κλειστά. Ήταν γλυκό σα νέκταρ. Ήταν μια πραγματική γιορτή. Μια γιορτή γεννημένη από την πορεία κάτω απ' τ' αστέρια, απ' το τραγούδι του μαγκανιού, απ' τον κόπο των χεριών μου. Κι' ήταν καλό και για την καρδιά, σα δώρο. Όταν ήμουν μικρό παιδί, το φως απ' το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, η ψαλμωδία της Λειτουργίας των Χριστουγέννων, η στοργή στα χαμόγελα των ανθρώπων... αυτά ήταν που έκαναν το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου να λάμπει. - «Οι άνθρωποι στον πλανήτη σου...», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «...μπορούν και καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα, σ' ένα μόνο κήπο... κι' όμως δε μπορούν να βρουν σ' αυτό, αυτό που πραγματικά ψάχνουν...» - «Όχι, δε μπορούν να το βρουν...», του αποκρίθηκα...
- «Και παρότι αυτό που ψάχνουν, υπάρχει και στο ΕΝΑ τριαντάφυλλο, ή σε ΜΙΑ μόνο γουλιά νερό...»
Και προσέθεσε:
- «Γιατί τα μάτια είναι τυφλά. Με την καρδιά πρέπει να ψάχνει κανείς...»
Ήπια κι' εγώ. Κι' επιτέλους, ανέπνευσα. Η άμμος, στο ξημέρωμα της μέρας, έχει το χρώμα του μελιού. Κι' αυτό το χρώμα του μελιού... μου έφερνε κι' αυτό χαρά. Γιατί όμως με σίμωνε μια αίσθηση λύπης;
- «Πρέπει να κρατήσεις την υπόσχεση σου», μου είπε τρυφερά ο μικρός πρίγκηπας, που ξανακάθισε δίπλα μου.
- «Ποια υπόσχεση;», ρώτησα.
- «Ξέρεις... ένα φίμωτρο για το αρνάκι μου... γιατί είμαι υπεύθυνος για το λουλούδι μου!».
Έβγαλα από την τσέπη μου, το μπλοκ με τις ζωγραφιές μου. Ο μικρός πρίγκηπας, τις κοίταξε κι' είπε γελώντας: - «Τα μπαομπάμπ που ζωγράφισες, μοιάζουν λίγο με λάχανα...»
- «Ωχ!»
Κι' εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τα μπαομπάμπ μου! - «Η αλεπού που 'φτιαξες... τα αυτιά της... μοιάζουν λίγο με κέρατα... κι' είναι υπερβολικά μακριά!». Και ξαναγέλασε.
- «Δεν είναι δίκαιο, αγόρι μου καλό... εγώ δεν ήξερα να ζωγραφίζω τίποτε άλλο εκτός από βόες - από μέσα κι' απ' έξω», είπα. - «Α! Δεν πειράζει...», είπε, «...τα παιδιά θα καταλάβουν».
Σχεδίασα λοιπόν κι' ένα φίμωτρο. Και του το έδωσα μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά, λέγοντας: - «Έχεις κάνει πλάνα... που δεν τα ξέρω...»
Δε μου απάντησε όμως. Είπε μόνο:
- «Ξέρεις... από την άφιξη μου στη Γη... κλείνει ένας χρόνος αύριο..
Και αφού έμεινε σιωπηλός για λίγο, προσέθεσε:
- «Εδώ πιο πέρα, ήταν το σημείο που έπεσα...» και κοκκίνισαν τα μάγουλα του.
Και δίχως να καταλαβαίνω το γιατί, ένοιωσα ξανά μια παράξενη θλίψη να με κυριεύει. Στο μυαλό μου ωστόσο στριφογύρισε η ερώτηση:
- «Άρα λοιπόν, δεν ήταν κατά τύχη, που εκείνο το πρωινό που σε γνώρισα - πριν οχτώ μέρες, περπατούσες, έτσι, ολομόναχος μεσ' την έρημο, χίλια μίλια μακριά απ' τον πολιτισμό! Γύριζες πίσω στο σημείο που έπεσες στη Γη;»
Και προσέθεσα κάπως διστακτικά:
- «Ίσως επειδή πλησίαζε η επέτειος του ερχομού σου;»
Κι' ο μικρός πρίγκηπας ξανακοκκίνισε, ακόμα πιο πολύ. Δεν απαντούσε ποτέ σε τέτοιες ερωτήσεις, αλλά όταν κοκκινίζει κανείς, αυτό συνήθως σημαίνει "ναι"... - έτσι δεν είναι; - «Ωχ!», του είπα, «φοβάμαι...»
Μα με διέκοψε λέγοντας:
- «Τώρα έχεις δουλειά να κάνεις. Πρέπει να γυρίσεις πίσω στη μηχανή σου. Εγώ θα σε περιμένω εδώ. Έλα πάλι αύριο το βράδυ...».
Μα τα λόγια του δε με καθησύχασαν.
Θυμόμουν την αλεπού.
Κινδυνεύεις να κλάψεις λίγο, αν αφήσεις να σ' εξημερώσουν...