×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 3 (1)

Μέρος 3 (1)

Το διάβασμα βάστηξε μιαν ώρα απάνω-κάτω. Ο Τύχων διάβαζε αργά κ' ίσως να ξανακοιτούσε μερικά μέρη. Στο διάστημα αυτό, ο Σταυρόγκιν καθότανε ακίνητος και σιωπηλός, σε μια γωνιά του ντιβανιού, ακουμπισμένος στη ράχη πίσω και προσμένοντας. Πράμα παράξενο: Η ανήσυχη, αφηρημένη, σχεδόν απόκοσμη έκφραση που ήταν όλο το πρωί χαραγμένη στα χαραχτηριστικά του, έσβηνε και τη διαδέχτηκε γαλήνη και κάποια σχετική ειλικρίνεια, που λες κ' έδινε στην όψη του αληθινή αξιοπρέπεια. Ο Τύχων έβαλε τα γυαλιά του, έμεινε συλλογισμένος λίγες στιγμές, κ' έπειτα κάρφωσε το δισταχτικό βλέμμα του στο Σταυρόγκιν. Τούτος ανατρίχιασε, και με κίνημα απότομο έσκυψε προς τα εμπρός.

-Μπορεί να κάμει κανείς τίποτα μικροδιορθώματα σ' αυτό το γραφτό;

-Για ποιο λόγο; Έγραψα με ειλικρίνεια, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν.

-Λίγα πράματα στο ύφος.

-Εξέχασα να σας πω, είπε εκείνος κοφτά και ζωηρά σκύβοντας μ' όλο του το κορμί προς τα εμπρός, πως όλα τα λόγια σας θα πάνε του κάκου. Δε θα μεταλλάξω τις προθέσεις μου, μη δοκιμάζετε να με μεταπείσετε. θα το δημοσιέψω ολόκληρο.

Κοκκίνισε και σώπασε.

-Δεν είχατε ξεχάσει να μου το πείτε αυτό πρωτύτερα, πριν αρχίσουμε την ανάγνωση.

Κάτι σα θυμός πρόβαλλε απ' τα λόγια του Τύχωνα. Ήτανε ολοφάνερο, πως το «έγγραφο» του είχε κάμει πολύ μεγάλη εντύπωση. Το χριστιανικό του αίσθημα είχε πειραχτεί, και δεν ήταν πάντα κύριος των συναισθημάτων του. Σημειώνω, από την αφορμή τούτη, πως δεν είχε δίχως λόγο τη φήμη ανθρώπου «ανίκανου να τηρήσει στάση ευπρεπή μπροστά στον κόσμο», καθώς λέγανε γι' αυτόν στο μοναστήρι. Μ' όλη τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη του, αληθινή αγανάχτηση είχε αλλοιώσει τη φωνή του.

-Αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σταυρόγκιν με τον ίδιο απότομο τόνο και δίχως να προσέξει πως άλλαξε το ύφος του Τύχωνα. Όση κι αν θα ήτανε η πειστικότητα των επιχειρημάτων σας, εγώ θα σταθώ ακλόνητος στην απόφασή μου. Με τούτη την επιτήδεια η ανεπιτήδεια φρασεολογία μου - σκεφθείτε ό,τι θέλετε - δε σκοπεύω καθόλου να προκαλέσω αμέσως την αντιλογία σας, κ' έτσι ν' αναγκαστώ να πεισθώ άθελά μου, πρόσθεσε με χαμόγελο βιασμένο.

-Δε θα μπορούσα κ' εγώ να σας αντιλογήσω, αλλά και ούτε να σας πείσω ν' αλλάξετε σκοπούς. Η σκέψη σας είναι σκέψη υψηλή, κ' η σκέψη η χριστιανική δε θα μπορούσε να πάρει έκφραση περισσότερο βαθιά. Πέρα από τέτοιο καταπληκτικό τόλμημα θα ήταν αδύνατο να τραβήξει μετάνοια, αν μονάχα...

-Αν τι;

-Αν πρόκειται πραγματικά για μετάνοια, για σκέψη αληθινά χριστιανική...

-Δικολαβισμοί, ψιθύρισε ο Σταυρόγκιν μ' αφηρημένο ύφος.

Σηκώθηκε και περπάτησε δώθε-κείθε στην κάμαρα, χωρίς να φαίνεται να νοιώθε τι κάνει.

-Θέλετε να φαίνεστε πολύ χειρότερος απ' όσο νοιώθετε να είστε, είπε ο Τύχων, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη σκέψη του ολόκληρη.

-Να φαίνουμαι; Δεν ήθελα να φαίνουμαι τίποτα απολύτως. Εγώ δεν έκανα μορφασμούς. «Χειρότερος», είπατε; Τι εννοείτε μ' αυτό; ρώτησε κοκκινίζοντας και θυμώνοντας μονομιάς για το κοκκινοβόλισμά του. Ξέρω πως η πράξη τούτη είναι άθλια, πρόστυχη, πρόσθεσε δείχνοντας με το κεφάλι τα φύλλα... Αλλά κ' η προστυχιά της ακόμα αν χρησιμεύσει...

Δεν απόσωσε το λόγο του, σα να ντρεπότανε να εξακολουθήσει τις εξηγήσεις του. Έκφραση πόνου ζάρωσε ταυτοχρόνως το πρόσωπό του, γιατί, σα να κεντριζότανε από κάποια ασυναίσθητη αναγκαιότητα, ήθελε να μείνει εκεί μόνο και μόνο για να εξηγηθεί. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο και, παίρνοντας ένα σταυρό φιλντισένιον που ήταν εκεί, άρχισε να παίζει μες στα δάχτυλά του, κι άξαφνα τον έσπασε σε δυο κομμάτια. Νοιώθοντας τι έκαμε και ξαφνισμένος κι ο ίδιος, κοίταξε με στενοχώρια τον Τύχωνα· το απάνω χείλος του ανατρίχιασε σα να τον είχανε προσβάλει και ήταν έτοιμος να φανεί προκλητικός.

-Είχα την ελπίδα, πως θα μου λέγατε, αλήθεια, τίποτα λόγια της προκοπής, και για τούτο ήρθα εδώ, είπε χαμηλόφωνα και σα να πολεμούσε να συγκρατηθεί· έριξε τα δυο κομμάτια του σταυρού στο τραπέζι.

Ο Τύχων χαμήλωσε γρήγορα τα μάτια και είπε με θέρμη:

-Το έγγραφο τούτο βγαίνει ολόισα μέσα απ' την καρδιά σας, που ‘ναι βαθιά λαβωμένη· έτσι μονάχα το καταλαβαίνω εγώ. Ναι, φανερώνει, μια μεγάλη ανάγκη για μετάνοια, μιαν ανάγκη εσωτερική που σας κατέχει. Αναταραχτήκατε βαθιά απ' τους πόνους μιας ψυχής που την τυραννήσατε, κ' έτσι το ζήτημα αυτό έγινε για σας ζήτημα ζωής ή θανάτου· συμπεραίνω λοιπόν, πως δε χάσατε ακόμα κάθε ελπίδα και πως πήρατε τώρα το μεγάλο δρόμο του μαρτυρίου, φανερώνοντας σ' όλο τον κόσμο την ντροπή σας. Ζητάτε να σας δικάσει η εκκλησία. Έτσι πρέπει να καταλάβω το έγγραφό σας; Φαίνεται όμως πως μισείτε και πως καταφρονείτε εκ των προτέρων όλους εκείνους που θα διαβάσουν τούτην την ιστορία, και πως ζητάτε να τους ρίξετε το γάντι.

-Εγώ; Ζητώ να τους ρίξω το γάντι;

-Αφού δεν ντραπήκατε να εξομολογηθείτε το κρίμα σας, γιατί ντρέπεστε να δείξετε μετάνοια;

-Εγώ; Ντρέπουμαι;

-Ντρέπεστε και φοβάστε.

-Φοβούμαι;

Ο Σταυρόγκιν χαμογέλασε και τ' απάνω του χείλος ανατρίχιασε. Ο Τύχων εξακολούθησε:

-Είναι σα να θέλετε να πείτε: Ας με κοιτάξουν οι άλλοι. Ναι, αλλά εσείς ο ίδιος, πως θα τους κοιτάξετε εσείς τους άλλους; Προσμένατε το θυμό τους για να τους αποκριθείτε με θυμό ακόμη μεγαλύτερο. Μερικά κομμάτια της ιστορίας σας είναι γραμμένα με γλώσσα πολύ έντονη· μοιάζετε σα να θαυμάζετε την ψυχική ζωή σας, και εκμεταλλεύεστε την παραμικρότερη λεπτομέρεια για να ξαφνίσετε τον αναγνώστη με την αναισθησία σας - με μιαν αναισθησία που δεν είστε ικανός να δείξετε. Ταυτόχρονα όμως, τα κακά πάθη σας κ' η συνηθισμένη σας οκνηρία σας κάνουν αληθινά αναίσθητο και κουτό.

-Η κουταμάρα δεν είναι αμαρτία, είπε ο Σταυρόγκιν χλομιαίνοντας.

-Κάποτε είναι αμαρτία, αποκρίθηκε ο Τύχων, αμάλαγος, και γεμάτος θέρμη. Λαβωμένος βαθιά καθώς είστε, και βασανισμένος από την οπτασία που προβάλλει στο κατώφλι σας. δε βλέπετε ποιο είναι αληθινά το κρίμα σας και για ποιο πράμα θα έπρεπε να νοιώθετε ντροπή μπρος στους ανθρώπους, που την κρίση τους γυρεύετε: δείξατε αναισθησία στην οργή σας απάνω, ή δείξατε ανανδρία; Σε κάποιο μέρος της ιστορίας σας φροντίζετε μάλιστα να διαβεβαιώσετε τον αναγνώστη, πως το κίνημα της κόρης που σας φοβέριζε με τη γροθιά της, δε σας φαινότανε πια γελοίο, αλλά καταθλιπτικό. Το κίνημα αυτό σας φάνηκε στ' αλήθεια γελοίο, έστω και μια μόνο στιγμή; Ναι, ζητώ να μου το πείτε!

Ο Τύχων σώπασε. Μιλούσε σαν άνθρωπος, που δε γυρεύει πια να συγκρατηθεί.

-Λέτε, λέτε, είπε ο Σταυρόγκιν βιάζοντάς τον να συνεχίσει. Είστε θυμωμένος και με κακομεταχειρίζεστε. Αυτό μ' αρέσει, από μέρος ενός καλόγερου. Αφήστε όμως να σας ρωτήσω κάτι: Είναι δέκα λεπτά της ώρας τώρα που μιλούμε για τούτο εδώ (κ' έδειξε με το κεφάλι τα φύλλα) και, μ' όλο που έχετε αγανακτήσει, δε βλέπω όμως στο πρόσωπό σας καμιάν έκφραση αηδίας ή ντροπής... Δε φαίνεστε αηδιασμένος και μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι...

Πρόσθεσε τα λόγια «σα να είμαστε ίσιοι» χαμηλώνοντας τη φωνή και σχεδόν άθελα του. Ο Τύχων τον κοίταξε προσεχτικά κ' εξακολούθησε:

-Με ξαφνίζετε, γιατί τα λόγια σας είναι ειλικρινή, και τότε... το λάθος είναι δικό μου. Μάθετε λοιπόν, πως φάνηκα πρόστυχος και κακός απέναντι σας· ενώ εσείς, με τη δίψα που είχατε να κολαστείτε, δεν το προσέξατε καν, μ' όλο που προσέξατε την ανυπομονησία μου και την ονομάσατε θυμό. Η αλήθεια είναι, πως είστε πεπεισμένος, ότι σας πρέπει περιφρόνηση πολύ μεγαλύτερη, κι ο λόγος σας: «μου μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι», είναι λόγος όμορφος, αν και τον είπατε άθελά σας. Δε θα σας κρύψω τίποτα: τρόμος με πιάνει καθώς βλέπω τη μεγάλη σας δύναμη, που τη σπαταλάτε επίτηδες σε ατιμίες. Χωρίς αποτελέσματα ολέθρια δε γίνεται κανείς ξένος για τον τόπο του: Τιμωρείται με πλήξη και τεμπελιά, τις στιγμές ίσια-ίσια που έχει τον πόθο να δράσει. Ο χριστιανισμός όμως αναγνωρίζει την ευθύνη σε κάθε κατάσταση. Ο Θεός δε σας εστέρησε από εξυπνάδα: συλλογιστείτε λοιπόν, αν μπορείτε να βάλετε με το νου σας τούτο το ερώτημα: «Είμαι, ή δεν είμαι υπεύθυνος των έργων μου.» Είστε χωρίς καμιά αμφιβολία, υπεύθυνος. «Ανάγκη ελθείν τα σκάνδαλα, πλην ουαί τω ανθρώπω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Όσο για το δικό σας το... σφάλμα, αμαρτάνουν κι άλλοι πολλοί σαν κ' εσάς, αλλά ζουν με τη συνείδησή τους εν ειρήνη και θεωρούν μάλιστα σαν κάτι αναπόφευχτο τα νεανικά αμαρτήματά τους. Το ίδιο γίνεται και με τους γέρους, που το χνώτο τους έχει πια την οσμή του τάφου, και που κάνουνε τα ίδια αμαρτήματα με ξεγνοιασιά και με φαιδρότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από όλες αυτές τις φρίκες. Εσείς, τουλάχιστον, αναμετρήσατε όλο το βάθος του σφάλματός σας, κι αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.

-Θ' αρχίσετε μήπως να νοιώθετε εκτίμηση για μένα ύστερα από το διάβασμα των φύλλων αυτών; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. Άκουσα να λένε, εντιμότατε πάτερ Τύχωνα, πως δεν είστε πλασμένος για να οδηγείτε τις συνειδήσεις, πρόσθεσε κάνοντας πιο έντονο το μορφασμό του. Σας κριτικάρουνε πολύ εδώ μέσα. Λένε, πως μόλις αποκαλύψετε, σ' έναν αμαρτωλό, ειλικρινή συναισθήματα ταπεινοφροσύνης, αμέσως ενθουσιάζεστε, μετανοείτε και ταπεινώνεστε μπροστά του.

-Δε θ' αποκριθώ άμεσα σ' όλα αυτά. Είναι σωστό, πως δεν ξέρω να κρατώ στάση ζυγισμένη απέναντι στους ανθρώπους. Το παραδέχτηκα πάντα αυτό το μεγάλο ελάττωμά μου, είπεν ο Τύχων με αναστεναγμό και με τόνο τόσο ειλικρινή, που ο Σταυρόγκιν τον κοίταξε με χαμόγελο γεμάτο συμπάθεια. Όσο για τούτο εδώ, είπε ρίχνοντας μια ματιά στα τυπωμένα δοκίμια, δέχομαι πως είναι αδύνατο να υπάρξει έγκλημα πιο μεγαλύτερο, πιο απαισιότερο απ' αυτό που κάμετε σεις σ' εκείνο το κορίτσι.

-Ας μην τα μετρούμε με τον πήχη αυτά τα πράματα! είπε ο Σταυρόγκιν με κάποιο πείσμα. Ίσως ο πόνος να μην ήταν τόσο δυνατός όσο τον παράστησα κ' ίσως πάλι και να συκοφάντησα τον εαυτό μου, συνεπέρανε απότομα.

Ό Τύχων δεν αποκρίθηκε. Ο Σταυρόγκιν πηγαινορχότανε στην κάμαρα, με κεφάλι χαμηλωμένο, βυθισμένος στις σκέψεις του.

-Κ' εκείνη η νέα, ρώτησε άξαφνα ο Τύχων, εκείνη που κόψατε μαζί της τις σχέσεις που είχατε αρχίσει να ‘χετε στην Ελβετία, πού... βρίσκεται αυτήν την ώρα;

-Εδώ.

Νέα σιωπή.

-Σίγουρα, σας είπα πολλά ψέματα εις βάρος μου, είπε και πάλι μ' επιμονή ο Σταυρόγκιν... Μα, το κάτω-κάτω, είναι αλήθεια πως προκαλώ όλους με τη μεγάλη αναίδεια της εξομολογήσεώς μου, αφού κ' εσείς ο ίδιος βρήκατε να υπάρχει σ' όλα αυτά προκλητικός τόνος. Τέτοιο τους πρέπει, τ' αξίζουνε.

-Θέλετε να πείτε, πως θα είναι για σας ευκολότερο να τους μισήσετε, παρά να δεχθείτε τον οίκτο τους;

-Ακριβώς. Ξέρετε, πρόσθεσε κι αρχίνησε άξαφνα να χαμογελά, - μπορεί άμα διαβάσουνε τα χαρτιά τούτα να με πούνε και Ιησουίτη ή ψευτοθρήσκο, χα, χα, χα! Έτσι δεν είναι;

-Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκληθεί και τέτοια εντύπωση. Και θα πραγματοποιήσετε λοιπόν το σκοπό σας αυτόν γρήγορα;

-Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, ξέρω κ' εγώ; Οπωσδήποτε, πολύ σύντομα. Έχετε δίκιο: θα τα δημοσιέψω απότομα και ίσια-ίσια την ώρα που θα τους σιχαίνομαι όλους περισσότερο και που θα θέλω να τους εκδικηθώ. Δεν είμαι συνηθισμένος να μιλώ καθαρά και ξάστερα, αφού όμως πήρα την αρχή να είμαι ειλικρινής... μαζί σας, μάθετε πως τους καταφρονώ όλους, όσο καταφρονώ κ' εμένα τον ίδιο, αν όχι περισσότερο, παρά πολύ περισσότερο. Κανείς απ' αυτούς δεν είναι σε θέση να βγει μπροστά μου και να κρίνει ... Έγραψα όλες αυτές τις ανοησίες (έδειξε τα φύλλα), γιατί έτσι μου πέρασε από το κεφάλι, το ‘καμα από θρασύτητα. Μπορώ, σε μια στιγμή έξαψης, να παράστησα τα πράματα με χρώματα υπερβολικά, φώναξε με οργή και κοκκίνισε και πάλι επειδή θύμωσε με τον εαυτό του που άφησε να του ξεφύγουνε τα λόγια εκείνα άθελά του.

Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα κομμάτι του σπασμένου σταυρού.

-Αποκριθείτε μου σ‘ ένα ερώτημα, με όλη σας την ειλικρίνεια όμως, σ' εμένα μονάχα, ή σα να μιλούσατε στον εαυτό σας μες στη γαλήνη και το σκότος της νύχτας, είπε ο Τύχων με φωνή διαπεραστική. Αν σας το συγχωρούσε κάποιος τούτο (έδειξε τα φύλλα), όχι κανείς από κείνους που εκτιμάτε ή που φοβάστε, άλλα κάποιος άγνωστος, ένας άνθρωπος που δε θα τόνε γνωρίζατε ποτέ, και που θα σας συγχωρούσε μέσα στη συνείδησή του, άμα διάβαζε την τρομερή εξομολόγησή σας, θα νοιώθατε τότε γαληνεμένο τον εαυτό σας με την ιδέα αυτή, ή θα σας ήταν αδιάφορο;

-Θα με γαλήνευε αυτό, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν με σιγανή φωνή. Και αν με συγχωρούσατε εσείς, τούτο θα με γαλήνευε πολύ περισσότερο ακόμη, πρόσθεσε ζωηρά.

-Υπό τον όρο να με συγχωρούσατε κ' εσείς, είπεν ο Τύχων με τόνο βαθύ.

-Για ποιο λόγο; Α, ναι, ξέχασα είναι και τούτη μια από τις καλογερίστικες φράσεις σας. Τι άθλια ταπεινοφροσύνη... Επιτρέψατέ μου να σας πω, πως τούτες όλες οι παλιές καλογερίστικες φόρμουλες δεν είναι καθόλου νόστιμες... Έπειτα, δεν ξέρω αλήθεια κι απ' αλήθεια γιατί βρίσκομαι εδώ, πρόσθεσε άξαφνα ρίχνοντας ματιές γύρω του. Μα, καλά που το θυμήθηκα, έσπασα εδώ... Τι κοστίζει τούτο ο σταυρός. Εικοσιπέντε ρούβλια;

-Μη σας σκοτίζει αυτό.

-Πενήντα, ίσως; Γιατί να μη με σκοτίζει; Για ποιο λόγο, μια κ' έσπασα κάτι, να μου χαρίσετε εσείς την αξία της ζημίας; Ορίστε πενήντα ρούβλια, είπε αφήνοντας στο τραπέζι απάνω το χαρτονόμισμα. Αν δεν τα θέλετε για σας, πάρτε τα τότε για τους φτωχούς, για την εκκλησία, ξέρω ‘γώ...; πρόσθεσε με θυμό. Ακούστε, θα σας πω όλη την αλήθεια: Θέλω να ‘χω τη δική σας τη συγχώρεση και με τη δική σας μαζί κ' ενός άλλου, κ' ενός τρίτου, μα τη συχώρεση, όλων, όχι. Καλύτερα να με μισούνε όλοι.

-Και τη συμπόνια όλων; Δε θα μπορούσατε να την υποφέρετε με κάθε ταπεινότητα;

-Δε θα μπορούσα· όχι. Δε θέλω τη συμπόνια όλου του κόσμου· έπειτα, δεν μπορεί να με συμπονέσει κανείς... Ακούστε, δε θέλω να προσμένω άλλο, θα τα δημοσιέψω... Μη μου κάνετε κολακείες... Δεν μπορώ να περιμένω πια... Δεν μπορώ πια, φώναξε έξω φρενών.

-Φοβούμαι για λογαριασμό σας: βρίσκεστε μπρος σε μιαν άβυσσο που δύσκολα καταφέρνει κανείς να την πηδήσει, έκαμε δειλά ο Τύχων.

-Φοβάστε μήπως με δείτε να σωριαστώ ανήμπορος; Να μην μπορέσω να βαστάξω το μίσος τους;


Μέρος 3 (1) Part 3 (1)

Το διάβασμα βάστηξε μιαν ώρα απάνω-κάτω. Ο Τύχων διάβαζε αργά κ' ίσως να ξανακοιτούσε μερικά μέρη. Στο διάστημα αυτό, ο Σταυρόγκιν καθότανε ακίνητος και σιωπηλός, σε μια γωνιά του ντιβανιού, ακουμπισμένος στη ράχη πίσω και προσμένοντας. Πράμα παράξενο: Η ανήσυχη, αφηρημένη, σχεδόν απόκοσμη έκφραση που ήταν όλο το πρωί χαραγμένη στα χαραχτηριστικά του, έσβηνε και τη διαδέχτηκε γαλήνη και κάποια σχετική ειλικρίνεια, που λες κ' έδινε στην όψη του αληθινή αξιοπρέπεια. Ο Τύχων έβαλε τα γυαλιά του, έμεινε συλλογισμένος λίγες στιγμές, κ' έπειτα κάρφωσε το δισταχτικό βλέμμα του στο Σταυρόγκιν. Τούτος ανατρίχιασε, και με κίνημα απότομο έσκυψε προς τα εμπρός.

-Μπορεί να κάμει κανείς τίποτα μικροδιορθώματα σ' αυτό το γραφτό;

-Για ποιο λόγο; Έγραψα με ειλικρίνεια, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν.

-Λίγα πράματα στο ύφος.

-Εξέχασα να σας πω, είπε εκείνος κοφτά και ζωηρά σκύβοντας μ' όλο του το κορμί προς τα εμπρός, πως όλα τα λόγια σας θα πάνε του κάκου. Δε θα μεταλλάξω τις προθέσεις μου, μη δοκιμάζετε να με μεταπείσετε. θα το δημοσιέψω ολόκληρο.

Κοκκίνισε και σώπασε.

-Δεν είχατε ξεχάσει να μου το πείτε αυτό πρωτύτερα, πριν αρχίσουμε την ανάγνωση.

Κάτι σα θυμός πρόβαλλε απ' τα λόγια του Τύχωνα. Ήτανε ολοφάνερο, πως το «έγγραφο» του είχε κάμει πολύ μεγάλη εντύπωση. Το χριστιανικό του αίσθημα είχε πειραχτεί, και δεν ήταν πάντα κύριος των συναισθημάτων του. Σημειώνω, από την αφορμή τούτη, πως δεν είχε δίχως λόγο τη φήμη ανθρώπου «ανίκανου να τηρήσει στάση ευπρεπή μπροστά στον κόσμο», καθώς λέγανε γι' αυτόν στο μοναστήρι. Μ' όλη τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη του, αληθινή αγανάχτηση είχε αλλοιώσει τη φωνή του.

-Αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σταυρόγκιν με τον ίδιο απότομο τόνο και δίχως να προσέξει πως άλλαξε το ύφος του Τύχωνα. Όση κι αν θα ήτανε η πειστικότητα των επιχειρημάτων σας, εγώ θα σταθώ ακλόνητος στην απόφασή μου. Με τούτη την επιτήδεια η ανεπιτήδεια φρασεολογία μου - σκεφθείτε ό,τι θέλετε - δε σκοπεύω καθόλου να προκαλέσω αμέσως την αντιλογία σας, κ' έτσι ν' αναγκαστώ να πεισθώ άθελά μου, πρόσθεσε με χαμόγελο βιασμένο.

-Δε θα μπορούσα κ' εγώ να σας αντιλογήσω, αλλά και ούτε να σας πείσω ν' αλλάξετε σκοπούς. Η σκέψη σας είναι σκέψη υψηλή, κ' η σκέψη η χριστιανική δε θα μπορούσε να πάρει έκφραση περισσότερο βαθιά. Πέρα από τέτοιο καταπληκτικό τόλμημα θα ήταν αδύνατο να τραβήξει μετάνοια, αν μονάχα...

-Αν τι;

-Αν πρόκειται πραγματικά για μετάνοια, για σκέψη αληθινά χριστιανική...

-Δικολαβισμοί, ψιθύρισε ο Σταυρόγκιν μ' αφηρημένο ύφος.

Σηκώθηκε και περπάτησε δώθε-κείθε στην κάμαρα, χωρίς να φαίνεται να νοιώθε τι κάνει.

-Θέλετε να φαίνεστε πολύ χειρότερος απ' όσο νοιώθετε να είστε, είπε ο Τύχων, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη σκέψη του ολόκληρη.

-Να φαίνουμαι; Δεν ήθελα να φαίνουμαι τίποτα απολύτως. Εγώ δεν έκανα μορφασμούς. «Χειρότερος», είπατε; Τι εννοείτε μ' αυτό; ρώτησε κοκκινίζοντας και θυμώνοντας μονομιάς για το κοκκινοβόλισμά του. Ξέρω πως η πράξη τούτη είναι άθλια, πρόστυχη, πρόσθεσε δείχνοντας με το κεφάλι τα φύλλα... Αλλά κ' η προστυχιά της ακόμα αν χρησιμεύσει...

Δεν απόσωσε το λόγο του, σα να ντρεπότανε να εξακολουθήσει τις εξηγήσεις του. Έκφραση πόνου ζάρωσε ταυτοχρόνως το πρόσωπό του, γιατί, σα να κεντριζότανε από κάποια ασυναίσθητη αναγκαιότητα, ήθελε να μείνει εκεί μόνο και μόνο για να εξηγηθεί. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο και, παίρνοντας ένα σταυρό φιλντισένιον που ήταν εκεί, άρχισε να παίζει μες στα δάχτυλά του, κι άξαφνα τον έσπασε σε δυο κομμάτια. Νοιώθοντας τι έκαμε και ξαφνισμένος κι ο ίδιος, κοίταξε με στενοχώρια τον Τύχωνα· το απάνω χείλος του ανατρίχιασε σα να τον είχανε προσβάλει και ήταν έτοιμος να φανεί προκλητικός.

-Είχα την ελπίδα, πως θα μου λέγατε, αλήθεια, τίποτα λόγια της προκοπής, και για τούτο ήρθα εδώ, είπε χαμηλόφωνα και σα να πολεμούσε να συγκρατηθεί· έριξε τα δυο κομμάτια του σταυρού στο τραπέζι.

Ο Τύχων χαμήλωσε γρήγορα τα μάτια και είπε με θέρμη:

-Το έγγραφο τούτο βγαίνει ολόισα μέσα απ' την καρδιά σας, που ‘ναι βαθιά λαβωμένη· έτσι μονάχα το καταλαβαίνω εγώ. Ναι, φανερώνει, μια μεγάλη ανάγκη για μετάνοια, μιαν ανάγκη εσωτερική που σας κατέχει. Αναταραχτήκατε βαθιά απ' τους πόνους μιας ψυχής που την τυραννήσατε, κ' έτσι το ζήτημα αυτό έγινε για σας ζήτημα ζωής ή θανάτου· συμπεραίνω λοιπόν, πως δε χάσατε ακόμα κάθε ελπίδα και πως πήρατε τώρα το μεγάλο δρόμο του μαρτυρίου, φανερώνοντας σ' όλο τον κόσμο την ντροπή σας. Ζητάτε να σας δικάσει η εκκλησία. Έτσι πρέπει να καταλάβω το έγγραφό σας; Φαίνεται όμως πως μισείτε και πως καταφρονείτε εκ των προτέρων όλους εκείνους που θα διαβάσουν τούτην την ιστορία, και πως ζητάτε να τους ρίξετε το γάντι.

-Εγώ; Ζητώ να τους ρίξω το γάντι;

-Αφού δεν ντραπήκατε να εξομολογηθείτε το κρίμα σας, γιατί ντρέπεστε να δείξετε μετάνοια;

-Εγώ; Ντρέπουμαι;

-Ντρέπεστε και φοβάστε.

-Φοβούμαι;

Ο Σταυρόγκιν χαμογέλασε και τ' απάνω του χείλος ανατρίχιασε. Ο Τύχων εξακολούθησε:

-Είναι σα να θέλετε να πείτε: Ας με κοιτάξουν οι άλλοι. Ναι, αλλά εσείς ο ίδιος, πως θα τους κοιτάξετε εσείς τους άλλους; Προσμένατε το θυμό τους για να τους αποκριθείτε με θυμό ακόμη μεγαλύτερο. Μερικά κομμάτια της ιστορίας σας είναι γραμμένα με γλώσσα πολύ έντονη· μοιάζετε σα να θαυμάζετε την ψυχική ζωή σας, και εκμεταλλεύεστε την παραμικρότερη λεπτομέρεια για να ξαφνίσετε τον αναγνώστη με την αναισθησία σας - με μιαν αναισθησία που δεν είστε ικανός να δείξετε. Ταυτόχρονα όμως, τα κακά πάθη σας κ' η συνηθισμένη σας οκνηρία σας κάνουν αληθινά αναίσθητο και κουτό.

-Η κουταμάρα δεν είναι αμαρτία, είπε ο Σταυρόγκιν χλομιαίνοντας.

-Κάποτε είναι αμαρτία, αποκρίθηκε ο Τύχων, αμάλαγος, και γεμάτος θέρμη. Λαβωμένος βαθιά καθώς είστε, και βασανισμένος από την οπτασία που προβάλλει στο κατώφλι σας. δε βλέπετε ποιο είναι αληθινά το κρίμα σας και για ποιο πράμα θα έπρεπε να νοιώθετε ντροπή μπρος στους ανθρώπους, που την κρίση τους γυρεύετε: δείξατε αναισθησία στην οργή σας απάνω, ή δείξατε ανανδρία; Σε κάποιο μέρος της ιστορίας σας φροντίζετε μάλιστα να διαβεβαιώσετε τον αναγνώστη, πως το κίνημα της κόρης που σας φοβέριζε με τη γροθιά της, δε σας φαινότανε πια γελοίο, αλλά καταθλιπτικό. Το κίνημα αυτό σας φάνηκε στ' αλήθεια γελοίο, έστω και μια μόνο στιγμή; Ναι, ζητώ να μου το πείτε!

Ο Τύχων σώπασε. Μιλούσε σαν άνθρωπος, που δε γυρεύει πια να συγκρατηθεί.

-Λέτε, λέτε, είπε ο Σταυρόγκιν βιάζοντάς τον να συνεχίσει. Είστε θυμωμένος και με κακομεταχειρίζεστε. Αυτό μ' αρέσει, από μέρος ενός καλόγερου. Αφήστε όμως να σας ρωτήσω κάτι: Είναι δέκα λεπτά της ώρας τώρα που μιλούμε για τούτο εδώ (κ' έδειξε με το κεφάλι τα φύλλα) και, μ' όλο που έχετε αγανακτήσει, δε βλέπω όμως στο πρόσωπό σας καμιάν έκφραση αηδίας ή ντροπής... Δε φαίνεστε αηδιασμένος και μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι...

Πρόσθεσε τα λόγια «σα να είμαστε ίσιοι» χαμηλώνοντας τη φωνή και σχεδόν άθελα του. Ο Τύχων τον κοίταξε προσεχτικά κ' εξακολούθησε:

-Με ξαφνίζετε, γιατί τα λόγια σας είναι ειλικρινή, και τότε... το λάθος είναι δικό μου. Μάθετε λοιπόν, πως φάνηκα πρόστυχος και κακός απέναντι σας· ενώ εσείς, με τη δίψα που είχατε να κολαστείτε, δεν το προσέξατε καν, μ' όλο που προσέξατε την ανυπομονησία μου και την ονομάσατε θυμό. Η αλήθεια είναι, πως είστε πεπεισμένος, ότι σας πρέπει περιφρόνηση πολύ μεγαλύτερη, κι ο λόγος σας: «μου μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι», είναι λόγος όμορφος, αν και τον είπατε άθελά σας. Δε θα σας κρύψω τίποτα: τρόμος με πιάνει καθώς βλέπω τη μεγάλη σας δύναμη, που τη σπαταλάτε επίτηδες σε ατιμίες. Χωρίς αποτελέσματα ολέθρια δε γίνεται κανείς ξένος για τον τόπο του: Τιμωρείται με πλήξη και τεμπελιά, τις στιγμές ίσια-ίσια που έχει τον πόθο να δράσει. Ο χριστιανισμός όμως αναγνωρίζει την ευθύνη σε κάθε κατάσταση. Ο Θεός δε σας εστέρησε από εξυπνάδα: συλλογιστείτε λοιπόν, αν μπορείτε να βάλετε με το νου σας τούτο το ερώτημα: «Είμαι, ή δεν είμαι υπεύθυνος των έργων μου.» Είστε χωρίς καμιά αμφιβολία, υπεύθυνος. «Ανάγκη ελθείν τα σκάνδαλα, πλην ουαί τω ανθρώπω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Όσο για το δικό σας το... σφάλμα, αμαρτάνουν κι άλλοι πολλοί σαν κ' εσάς, αλλά ζουν με τη συνείδησή τους εν ειρήνη και θεωρούν μάλιστα σαν κάτι αναπόφευχτο τα νεανικά αμαρτήματά τους. Το ίδιο γίνεται και με τους γέρους, που το χνώτο τους έχει πια την οσμή του τάφου, και που κάνουνε τα ίδια αμαρτήματα με ξεγνοιασιά και με φαιδρότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από όλες αυτές τις φρίκες. Εσείς, τουλάχιστον, αναμετρήσατε όλο το βάθος του σφάλματός σας, κι αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.

-Θ' αρχίσετε μήπως να νοιώθετε εκτίμηση για μένα ύστερα από το διάβασμα των φύλλων αυτών; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. Άκουσα να λένε, εντιμότατε πάτερ Τύχωνα, πως δεν είστε πλασμένος για να οδηγείτε τις συνειδήσεις, πρόσθεσε κάνοντας πιο έντονο το μορφασμό του. Σας κριτικάρουνε πολύ εδώ μέσα. Λένε, πως μόλις αποκαλύψετε, σ' έναν αμαρτωλό, ειλικρινή συναισθήματα ταπεινοφροσύνης, αμέσως ενθουσιάζεστε, μετανοείτε και ταπεινώνεστε μπροστά του.

-Δε θ' αποκριθώ άμεσα σ' όλα αυτά. Είναι σωστό, πως δεν ξέρω να κρατώ στάση ζυγισμένη απέναντι στους ανθρώπους. Το παραδέχτηκα πάντα αυτό το μεγάλο ελάττωμά μου, είπεν ο Τύχων με αναστεναγμό και με τόνο τόσο ειλικρινή, που ο Σταυρόγκιν τον κοίταξε με χαμόγελο γεμάτο συμπάθεια. Όσο για τούτο εδώ, είπε ρίχνοντας μια ματιά στα τυπωμένα δοκίμια, δέχομαι πως είναι αδύνατο να υπάρξει έγκλημα πιο μεγαλύτερο, πιο απαισιότερο απ' αυτό που κάμετε σεις σ' εκείνο το κορίτσι.

-Ας μην τα μετρούμε με τον πήχη αυτά τα πράματα! είπε ο Σταυρόγκιν με κάποιο πείσμα. Ίσως ο πόνος να μην ήταν τόσο δυνατός όσο τον παράστησα κ' ίσως πάλι και να συκοφάντησα τον εαυτό μου, συνεπέρανε απότομα.

Ό Τύχων δεν αποκρίθηκε. Ο Σταυρόγκιν πηγαινορχότανε στην κάμαρα, με κεφάλι χαμηλωμένο, βυθισμένος στις σκέψεις του.

-Κ' εκείνη η νέα, ρώτησε άξαφνα ο Τύχων, εκείνη που κόψατε μαζί της τις σχέσεις που είχατε αρχίσει να ‘χετε στην Ελβετία, πού... βρίσκεται αυτήν την ώρα;

-Εδώ.

Νέα σιωπή.

-Σίγουρα, σας είπα πολλά ψέματα εις βάρος μου, είπε και πάλι μ' επιμονή ο Σταυρόγκιν... Μα, το κάτω-κάτω, είναι αλήθεια πως προκαλώ όλους με τη μεγάλη αναίδεια της εξομολογήσεώς μου, αφού κ' εσείς ο ίδιος βρήκατε να υπάρχει σ' όλα αυτά προκλητικός τόνος. Τέτοιο τους πρέπει, τ' αξίζουνε.

-Θέλετε να πείτε, πως θα είναι για σας ευκολότερο να τους μισήσετε, παρά να δεχθείτε τον οίκτο τους;

-Ακριβώς. Ξέρετε, πρόσθεσε κι αρχίνησε άξαφνα να χαμογελά, - μπορεί άμα διαβάσουνε τα χαρτιά τούτα να με πούνε και Ιησουίτη ή ψευτοθρήσκο, χα, χα, χα! Έτσι δεν είναι;

-Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκληθεί και τέτοια εντύπωση. Και θα πραγματοποιήσετε λοιπόν το σκοπό σας αυτόν γρήγορα;

-Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, ξέρω κ' εγώ; Οπωσδήποτε, πολύ σύντομα. Έχετε δίκιο: θα τα δημοσιέψω απότομα και ίσια-ίσια την ώρα που θα τους σιχαίνομαι όλους περισσότερο και που θα θέλω να τους εκδικηθώ. Δεν είμαι συνηθισμένος να μιλώ καθαρά και ξάστερα, αφού όμως πήρα την αρχή να είμαι ειλικρινής... μαζί σας, μάθετε πως τους καταφρονώ όλους, όσο καταφρονώ κ' εμένα τον ίδιο, αν όχι περισσότερο, παρά πολύ περισσότερο. Κανείς απ' αυτούς δεν είναι σε θέση να βγει μπροστά μου και να κρίνει ... Έγραψα όλες αυτές τις ανοησίες (έδειξε τα φύλλα), γιατί έτσι μου πέρασε από το κεφάλι, το ‘καμα από θρασύτητα. Μπορώ, σε μια στιγμή έξαψης, να παράστησα τα πράματα με χρώματα υπερβολικά, φώναξε με οργή και κοκκίνισε και πάλι επειδή θύμωσε με τον εαυτό του που άφησε να του ξεφύγουνε τα λόγια εκείνα άθελά του.

Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα κομμάτι του σπασμένου σταυρού.

-Αποκριθείτε μου σ‘ ένα ερώτημα, με όλη σας την ειλικρίνεια όμως, σ' εμένα μονάχα, ή σα να μιλούσατε στον εαυτό σας μες στη γαλήνη και το σκότος της νύχτας, είπε ο Τύχων με φωνή διαπεραστική. Αν σας το συγχωρούσε κάποιος τούτο (έδειξε τα φύλλα), όχι κανείς από κείνους που εκτιμάτε ή που φοβάστε, άλλα κάποιος άγνωστος, ένας άνθρωπος που δε θα τόνε γνωρίζατε ποτέ, και που θα σας συγχωρούσε μέσα στη συνείδησή του, άμα διάβαζε την τρομερή εξομολόγησή σας, θα νοιώθατε τότε γαληνεμένο τον εαυτό σας με την ιδέα αυτή, ή θα σας ήταν αδιάφορο;

-Θα με γαλήνευε αυτό, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν με σιγανή φωνή. Και αν με συγχωρούσατε εσείς, τούτο θα με γαλήνευε πολύ περισσότερο ακόμη, πρόσθεσε ζωηρά.

-Υπό τον όρο να με συγχωρούσατε κ' εσείς, είπεν ο Τύχων με τόνο βαθύ.

-Για ποιο λόγο; Α, ναι, ξέχασα είναι και τούτη μια από τις καλογερίστικες φράσεις σας. Τι άθλια ταπεινοφροσύνη... Επιτρέψατέ μου να σας πω, πως τούτες όλες οι παλιές καλογερίστικες φόρμουλες δεν είναι καθόλου νόστιμες... Έπειτα, δεν ξέρω αλήθεια κι απ' αλήθεια γιατί βρίσκομαι εδώ, πρόσθεσε άξαφνα ρίχνοντας ματιές γύρω του. Μα, καλά που το θυμήθηκα, έσπασα εδώ... Τι κοστίζει τούτο ο σταυρός. Εικοσιπέντε ρούβλια;

-Μη σας σκοτίζει αυτό.

-Πενήντα, ίσως; Γιατί να μη με σκοτίζει; Για ποιο λόγο, μια κ' έσπασα κάτι, να μου χαρίσετε εσείς την αξία της ζημίας; Ορίστε πενήντα ρούβλια, είπε αφήνοντας στο τραπέζι απάνω το χαρτονόμισμα. Αν δεν τα θέλετε για σας, πάρτε τα τότε για τους φτωχούς, για την εκκλησία, ξέρω ‘γώ...; πρόσθεσε με θυμό. Ακούστε, θα σας πω όλη την αλήθεια: Θέλω να ‘χω τη δική σας τη συγχώρεση και με τη δική σας μαζί κ' ενός άλλου, κ' ενός τρίτου, μα τη συχώρεση, όλων, όχι. Καλύτερα να με μισούνε όλοι.

-Και τη συμπόνια όλων; Δε θα μπορούσατε να την υποφέρετε με κάθε ταπεινότητα;

-Δε θα μπορούσα· όχι. Δε θέλω τη συμπόνια όλου του κόσμου· έπειτα, δεν μπορεί να με συμπονέσει κανείς... Ακούστε, δε θέλω να προσμένω άλλο, θα τα δημοσιέψω... Μη μου κάνετε κολακείες... Δεν μπορώ να περιμένω πια... Δεν μπορώ πια, φώναξε έξω φρενών.

-Φοβούμαι για λογαριασμό σας: βρίσκεστε μπρος σε μιαν άβυσσο που δύσκολα καταφέρνει κανείς να την πηδήσει, έκαμε δειλά ο Τύχων.

-Φοβάστε μήπως με δείτε να σωριαστώ ανήμπορος; Να μην μπορέσω να βαστάξω το μίσος τους;