×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 2 (4)

Μέρος 2 (4)

«Ήταν ένας μικρός όρμος μαγευτικός του 'Ελληνικού αρχιπελάγους: γαλανά χαϊδευτικά κύματα, νησιά και βράχια, ακρογιαλιές ανθισμένες, μαγευτικό πανόραμα στο βάθος, κ' ηλιοβασίλεμα γλυκό - λόγια δε βρίσκεις να το παραστήσεις. Εδώ ήτανε το λίκνο των Ευρωπαίων, εδώ πρωτοπαίχτηκαν οι πρώτες σκηνές της μυθολογίας, εδώ ήταν ο επίγειος παράδεισος... Εδώ ζούσανε θεϊκά ωραίοι άνθρωποι. Ξυπνούσανε και κοιμόντανε ευτυχισμένοι κι αγνοί. Τα χαρωπά τραγούδια τους αντηχούσανε μέσα στις λόχμες, η τεράστια αφθονία ολόδροσων δυνάμεων, ξεσπούσε σ' έρωτα και σ' αθώες χαρές... Ο ήλιος πλημμυρούσε με τις αχτίνες του τα νησιά και τη θάλασσα, χαρούμενος που φώτιζε τα θεόμορφα παιδιά του. Όνειρο μαγευτικό. Όμορφη πλάνη. Όνειρο τρέλα, ομορφιά από τις πιο απίστευτες, που σ' αυτήν όμως αφιέρωσε αρχήθε η ανθρωπότητα όλες της τις δυνάμεις, που γι' αυτήν τα θυσίασε όλα, που γι' αυτήν σκοτώθηκαν και σταυρωθήκανε οι προφήτες της, και που χωρίς αυτήν οι λαοί δε θέλουνε να ζήσουν και δεν μπορούνε να πεθάνουν. Όλα αυτά μου φάνηκαν σα να τα ζούσα μέσα στ' όνειρό μου. Τί καλά-καλά, ονειρεύτηκα, δεν το ξέρω, οι βράχοι όμως, η θάλασσα οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, όλα αυτά ήτανε ακόμα μες στο μυαλό μου, όταν ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν υγρά, περιχυμένα από τα δάκρυα. Συναίσθημα αδοκίμαστης ως τότε ευτυχίας γέμιζε την καρδιά μου κάνοντας τη να πονεί.

«Είχε βραδιάσει. Ο ήλιος που βασίλευε έριχνε μέσα από την πρασινάδα των λουλουδιών που ήταν σε γλάστρες, στο πεζούλι του παράθυρου, δεμάτι ολόκληρο από λοξές αχτίνες, κ' ήμουνα λουσμένος μες στο φως. Έκλεισα γρήγορα ξανά τα μάτια, διψώντας να βυθιστώ και πάλι στ' όνειρο, άξαφνα όμως, μέσα στο λαμπρό, ολόλαμπρο φως, είδα ένα μικρουλάκι στίγμα σκοτεινό. Το στίγμα αυτό πήρε μορφή και ξάφνου είδα ολοκάθαρα μια πολύ μικρή, κατακόκκινη αράχνη. Την είδα όπως την είχα αντικρίσει στο φύλλο του γερανιού, τότε που οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, μπαίνανε όπως τώρα από το παράθυρο. Ένοιωσα σα να ‘σκιζε μια μαχαιριά τις σάρκες μου, τινάχτηκα απάνω, και κάθισα στο κρεβάτι.

(Έτσι ήταν ό,τι είχα αισθανθεί τότε).

«Την είδα μπροστά μου (ω, όχι ξύπνιος. Ας ήτανε όραμα αληθινό), είδα τη Ματριόσα αδυνατισμένη, με μάτια κόκκινα απ' τη θέρμη, απαράλλαχτη όπως τότε, όταν έστεκε ορθή στο κατώφλι της κάμαράς μου, και, κουνώντας το κεφάλι, σήκωσε προς το μέρος μου τη μικρούτσικη γροθιά της. Τέτοιον πόνο δεν είχα νοιώσει άλλη φορά. Τη θλιβερή απελπισία του αβοήθητου, μικρόμυαλου ακόμη παιδιού, που με φοβέριζε (και με τι; αχ, Θεέ μου, τι μπορούσε να μου κάμει;) αλλά που, φυσικά, μόνο τον εαυτό του κατηγορούσε. Ποτέ μου δεν είχα νοιώσει τέτοιο πράμα...

«Έμενα έτσι ακίνητος, ως που νύχτωσε, ξεχνώντας πως οι ώρες περνούσανε. Να το ονομάσω τούτο τύψη, μετάνοια; Δεν ξέρω, και μήτε μπορώ σήμερα ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Μπορεί μάλιστα η θύμηση αυτή του κακού που έκαμα, να μη μου φέρνει αηδία. Μπορεί η θύμηση αύτη να ‘χει μέσα της κάτι ευχάριστο, κάτι που μπορεί να κεντά το πάθος μου. Όχι, το πιο ανυπόφορο για μένα είναι η οπτασία αυτή, καθώς τη βλέπω ίσια-ίσια στο κατώφλι, με τη γροθίτσα της σηκωμένη κι απειλητική, καθώς τη βλέπω έτσι μονάχα, σ' εκείνη μόνο τη στιγμή με το κίνημα μονάχα εκείνο του κεφαλιού... Αυτό, αυτό είναι για μένα ανυπόφορο, κ' η οπτασία αυτή μου φανερώνεται σχεδόν κάθε μέρα από τότε... Και δεν προβάλλει μονάχη της, άξαφνα: εγώ την προκαλώ, και δεν μπορώ να μην την προκαλέσω, μ' όλο που είναι το βασανιστήριο της ζωής μου. Ω! Να ήτανε κάνε βολετό να την έβλεπα μια φορά μονάχα αληθινά, ή σε κανένα είδος παραίσθηση...

«Έχω κι άλλες πολλές παλιές ανάμνησες, ακόμη πιο χειρότερες. Φέρθηκα πολύ πιο άτιμα με κάποια γυναίκα που πέθανε από το κακό της. Σκότωσα σε μονομαχία δυο ανθρώπους, που δε μου φταίξανε σε τίποτα. Μια μέρα πάλι με πρόσβαλε θανάσιμα ένας άλλος άνθρωπος και δεν εκδικήθηκα. Έχω στη συνείδησή μου μια δηλητηρίαση με προμελέτη, που πέτυχε κ' έμεινε άγνωστη (αν είναι ανάγκη, θα τα φανερώσω όλα τα καθέκαστα).

«Γιατί όμως καμιά από τις ανάμνησες αυτές δεν ξυπνά μέσα μου συναίσθημα παρόμοιο με τη θύμηση της Ματριόσας;

«Πλανήθηκα έπειτα εδώ κ' εκεί, ένα χρόνο ολάκερο απάνω-κάτω, πολεμώντας να βρω καμιά δουλειά. Ξέρω, πως θα μπορούσα να διώξω την οπτασία της κόρης, τη στιγμή που θα το ήθελα. Κρατώ ολότελα στα χέρια μου τη θέλησή μου όπως κι άλλοτε. Μα ίσια-ίσια ποτέ μου δεν το θέλησα αυτό, δεν το θέλω τώρα και δε θα το θελήσω. Το ξέρω από πριν. Θα τραβήξει έτσι η κατάσταση, ως στη μέρα που θα τρελαθώ.

«Δυο μήνες ύστερα από το θαυμαστό εκείνο όνειρό μου μού ήρθε και πάλι η διάθεση να ερωτευτώ στην Ελβετία μια νέα κοπέλα, ή σωστότερα να νοιώσω ξανά κανένα από κείνα τα ξεσπάσματα του πάθους, από κείνα τα ξεχειλίσματα που τόσο συχνά πάθαινα άλλοτε. Μου ερχότανε η άγρια πιθυμιά να κάμω κι άλλο, καινούργιο έγκλημα, να γίνω μ' άλλα λόγια, δίγαμος (αφού ήμουνα πια παντρεμένος). Άλλα το έσκασα, σύμφωνα με τη συμβουλή μιας άλλης κόρης, που της τα είχα φανερώσει όλα απάνω-κάτω, ακόμα και το πως δεν αγαπούσα καθόλου εκείνην που λαχταρούσα να πάρω και πως δεν μπορούσα ν' αγαπήσω ψυχή. Έπειτα, και τούτο το καινούργιο έγκλημά μου δε θα με λύτρωνε καθόλου από τη Ματριόσα...

«Έτσι πήρα την απόφαση να τυπώσω τούτα δω τα φύλλα σε τριακόσια αντίτυπα, και να τα κουβαλήσω μαζί μου στη Ρωσία. Σαν έρθει η ώρα θα τα δείξω στην αστυνομία και στις τοπικές αρχές· θα στείλω ακόμα και στις εφημερίδες με την παράκληση να τα δημοσιέψουν, καθώς και σ' ένα σωρό πρόσωπα που με ξέρουνε, στην Πετρούπολη και σ' όλη τη Ρωσία. Θα βγει και μετάφραση στο εξωτερικό.

«Ξέρω, πως από την άποψη της ποινικής νομοθεσίας δεν έχω να πάθω τίποτα, ίσως μικροπράματα μονάχα· μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου κι άλλον κατήγορο δεν έχω· απόδειξη δεν υπάρχει καμιά, ή πολύ λίγες· τέλος η ιδέα της διανοητικής μου ανισορροπίας, που καρφώθηκε στα μυαλά όλων, καθώς και οι προσπάθειες των συγγενικών μου κύκλων να εκμεταλλευτούν τούτη την ιδέα, θα αποκλείσουν κάθε κίνδυνο ποινικής καταδιώξεως. Το δηλώνω και τούτο, ανάμεσα στ' άλλα, για να δείξω πως έχω ολότελα τα λογικά μου κ' έχω κι απόλυτη συναίσθηση της θέσεώς μου. Εκείνο όμως που θέλω, είναι να με αντικρίζουνε, τέτοιος που είμαι, όλοι που θα διαβάσουνε την εξομολόγησή μου, όπως θα τους αντικρίζω κ' εγώ. Όσο περισσότεροι είναι αυτοί τόσο το καλύτερο. Αν θα με ξαλαφρώσει τούτο, δεν το ξέρω. Άλλο όμως δε μου απόμεινε να κάμω.

«Ξαναλέω τούτο: αν γινότανε καμιά ερευνά καλή στ' αρχεία της αστυνομίας της Πετρούπολης, θα βρισκότανε, σήμερα κανένα χνάρι. Οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι που ήξερα μπορεί να κάθονται ακόμα στην πρωτεύουσα· το σπίτι τους θα το ‘βρισκε κανείς εύκολα. Ήτανε ανοιχτογάλανο. Εγώ όμως δε θα ταξιδέψω, δε θα πάω πουθενά και θα καθίσω κάμποσο καιρό (κάνα-δυο χρόνια) στο Σκβορεσνίκι, στο χτήμα της μητέρας μου. Άμα με γυρέψει κανείς θα παρουσιαστώ στη στιγμή.

Νικόλας Σταυρόγκιν»


Μέρος 2 (4) Part 2 (4)

«Ήταν ένας μικρός όρμος μαγευτικός του 'Ελληνικού αρχιπελάγους: γαλανά χαϊδευτικά κύματα, νησιά και βράχια, ακρογιαλιές ανθισμένες, μαγευτικό πανόραμα στο βάθος, κ' ηλιοβασίλεμα γλυκό - λόγια δε βρίσκεις να το παραστήσεις. Εδώ ήτανε το λίκνο των Ευρωπαίων, εδώ πρωτοπαίχτηκαν οι πρώτες σκηνές της μυθολογίας, εδώ ήταν ο επίγειος παράδεισος... Εδώ ζούσανε θεϊκά ωραίοι άνθρωποι. Ξυπνούσανε και κοιμόντανε ευτυχισμένοι κι αγνοί. Τα χαρωπά τραγούδια τους αντηχούσανε μέσα στις λόχμες, η τεράστια αφθονία ολόδροσων δυνάμεων, ξεσπούσε σ' έρωτα και σ' αθώες χαρές... Ο ήλιος πλημμυρούσε με τις αχτίνες του τα νησιά και τη θάλασσα, χαρούμενος που φώτιζε τα θεόμορφα παιδιά του. Όνειρο μαγευτικό. Όμορφη πλάνη. Όνειρο τρέλα, ομορφιά από τις πιο απίστευτες, που σ' αυτήν όμως αφιέρωσε αρχήθε η ανθρωπότητα όλες της τις δυνάμεις, που γι' αυτήν τα θυσίασε όλα, που γι' αυτήν σκοτώθηκαν και σταυρωθήκανε οι προφήτες της, και που χωρίς αυτήν οι λαοί δε θέλουνε να ζήσουν και δεν μπορούνε να πεθάνουν. Όλα αυτά μου φάνηκαν σα να τα ζούσα μέσα στ' όνειρό μου. Τί καλά-καλά, ονειρεύτηκα, δεν το ξέρω, οι βράχοι όμως, η θάλασσα οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, όλα αυτά ήτανε ακόμα μες στο μυαλό μου, όταν ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν υγρά, περιχυμένα από τα δάκρυα. Συναίσθημα αδοκίμαστης ως τότε ευτυχίας γέμιζε την καρδιά μου κάνοντας τη να πονεί.

«Είχε βραδιάσει. Ο ήλιος που βασίλευε έριχνε μέσα από την πρασινάδα των λουλουδιών που ήταν σε γλάστρες, στο πεζούλι του παράθυρου, δεμάτι ολόκληρο από λοξές αχτίνες, κ' ήμουνα λουσμένος μες στο φως. Έκλεισα γρήγορα ξανά τα μάτια, διψώντας να βυθιστώ και πάλι στ' όνειρο, άξαφνα όμως, μέσα στο λαμπρό, ολόλαμπρο φως, είδα ένα μικρουλάκι στίγμα σκοτεινό. Το στίγμα αυτό πήρε μορφή και ξάφνου είδα ολοκάθαρα μια πολύ μικρή, κατακόκκινη αράχνη. Την είδα όπως την είχα αντικρίσει στο φύλλο του γερανιού, τότε που οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, μπαίνανε όπως τώρα από το παράθυρο. Ένοιωσα σα να ‘σκιζε μια μαχαιριά τις σάρκες μου, τινάχτηκα απάνω, και κάθισα στο κρεβάτι.

(Έτσι ήταν ό,τι είχα αισθανθεί τότε).

«Την είδα μπροστά μου (ω, όχι ξύπνιος. Ας ήτανε όραμα αληθινό), είδα τη Ματριόσα αδυνατισμένη, με μάτια κόκκινα απ' τη θέρμη, απαράλλαχτη όπως τότε, όταν έστεκε ορθή στο κατώφλι της κάμαράς μου, και, κουνώντας το κεφάλι, σήκωσε προς το μέρος μου τη μικρούτσικη γροθιά της. Τέτοιον πόνο δεν είχα νοιώσει άλλη φορά. Τη θλιβερή απελπισία του αβοήθητου, μικρόμυαλου ακόμη παιδιού, που με φοβέριζε (και με τι; αχ, Θεέ μου, τι μπορούσε να μου κάμει;) αλλά που, φυσικά, μόνο τον εαυτό του κατηγορούσε. Ποτέ μου δεν είχα νοιώσει τέτοιο πράμα...

«Έμενα έτσι ακίνητος, ως που νύχτωσε, ξεχνώντας πως οι ώρες περνούσανε. Να το ονομάσω τούτο τύψη, μετάνοια; Δεν ξέρω, και μήτε μπορώ σήμερα ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Μπορεί μάλιστα η θύμηση αυτή του κακού που έκαμα, να μη μου φέρνει αηδία. Μπορεί η θύμηση αύτη να ‘χει μέσα της κάτι ευχάριστο, κάτι που μπορεί να κεντά το πάθος μου. Όχι, το πιο ανυπόφορο για μένα είναι η οπτασία αυτή, καθώς τη βλέπω ίσια-ίσια στο κατώφλι, με τη γροθίτσα της σηκωμένη κι απειλητική, καθώς τη βλέπω έτσι μονάχα, σ' εκείνη μόνο τη στιγμή με το κίνημα μονάχα εκείνο του κεφαλιού... Αυτό, αυτό είναι για μένα ανυπόφορο, κ' η οπτασία αυτή μου φανερώνεται σχεδόν κάθε μέρα από τότε... Και δεν προβάλλει μονάχη της, άξαφνα: εγώ την προκαλώ, και δεν μπορώ να μην την προκαλέσω, μ' όλο που είναι το βασανιστήριο της ζωής μου. Ω! Να ήτανε κάνε βολετό να την έβλεπα μια φορά μονάχα αληθινά, ή σε κανένα είδος παραίσθηση...

«Έχω κι άλλες πολλές παλιές ανάμνησες, ακόμη πιο χειρότερες. Φέρθηκα πολύ πιο άτιμα με κάποια γυναίκα που πέθανε από το κακό της. Σκότωσα σε μονομαχία δυο ανθρώπους, που δε μου φταίξανε σε τίποτα. Μια μέρα πάλι με πρόσβαλε θανάσιμα ένας άλλος άνθρωπος και δεν εκδικήθηκα. Έχω στη συνείδησή μου μια δηλητηρίαση με προμελέτη, που πέτυχε κ' έμεινε άγνωστη (αν είναι ανάγκη, θα τα φανερώσω όλα τα καθέκαστα).

«Γιατί όμως καμιά από τις ανάμνησες αυτές δεν ξυπνά μέσα μου συναίσθημα παρόμοιο με τη θύμηση της Ματριόσας;

«Πλανήθηκα έπειτα εδώ κ' εκεί, ένα χρόνο ολάκερο απάνω-κάτω, πολεμώντας να βρω καμιά δουλειά. Ξέρω, πως θα μπορούσα να διώξω την οπτασία της κόρης, τη στιγμή που θα το ήθελα. Κρατώ ολότελα στα χέρια μου τη θέλησή μου όπως κι άλλοτε. Μα ίσια-ίσια ποτέ μου δεν το θέλησα αυτό, δεν το θέλω τώρα και δε θα το θελήσω. Το ξέρω από πριν. Θα τραβήξει έτσι η κατάσταση, ως στη μέρα που θα τρελαθώ.

«Δυο μήνες ύστερα από το θαυμαστό εκείνο όνειρό μου μού ήρθε και πάλι η διάθεση να ερωτευτώ στην Ελβετία μια νέα κοπέλα, ή σωστότερα να νοιώσω ξανά κανένα από κείνα τα ξεσπάσματα του πάθους, από κείνα τα ξεχειλίσματα που τόσο συχνά πάθαινα άλλοτε. Μου ερχότανε η άγρια πιθυμιά να κάμω κι άλλο, καινούργιο έγκλημα, να γίνω μ' άλλα λόγια, δίγαμος (αφού ήμουνα πια παντρεμένος). Άλλα το έσκασα, σύμφωνα με τη συμβουλή μιας άλλης κόρης, που της τα είχα φανερώσει όλα απάνω-κάτω, ακόμα και το πως δεν αγαπούσα καθόλου εκείνην που λαχταρούσα να πάρω και πως δεν μπορούσα ν' αγαπήσω ψυχή. Έπειτα, και τούτο το καινούργιο έγκλημά μου δε θα με λύτρωνε καθόλου από τη Ματριόσα...

«Έτσι πήρα την απόφαση να τυπώσω τούτα δω τα φύλλα σε τριακόσια αντίτυπα, και να τα κουβαλήσω μαζί μου στη Ρωσία. Σαν έρθει η ώρα θα τα δείξω στην αστυνομία και στις τοπικές αρχές· θα στείλω ακόμα και στις εφημερίδες με την παράκληση να τα δημοσιέψουν, καθώς και σ' ένα σωρό πρόσωπα που με ξέρουνε, στην Πετρούπολη και σ' όλη τη Ρωσία. Θα βγει και μετάφραση στο εξωτερικό.

«Ξέρω, πως από την άποψη της ποινικής νομοθεσίας δεν έχω να πάθω τίποτα, ίσως μικροπράματα μονάχα· μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου κι άλλον κατήγορο δεν έχω· απόδειξη δεν υπάρχει καμιά, ή πολύ λίγες· τέλος η ιδέα της διανοητικής μου ανισορροπίας, που καρφώθηκε στα μυαλά όλων, καθώς και οι προσπάθειες των συγγενικών μου κύκλων να εκμεταλλευτούν τούτη την ιδέα, θα αποκλείσουν κάθε κίνδυνο ποινικής καταδιώξεως. Το δηλώνω και τούτο, ανάμεσα στ' άλλα, για να δείξω πως έχω ολότελα τα λογικά μου κ' έχω κι απόλυτη συναίσθηση της θέσεώς μου. Εκείνο όμως που θέλω, είναι να με αντικρίζουνε, τέτοιος που είμαι, όλοι που θα διαβάσουνε την εξομολόγησή μου, όπως θα τους αντικρίζω κ' εγώ. Όσο περισσότεροι είναι αυτοί τόσο το καλύτερο. Αν θα με ξαλαφρώσει τούτο, δεν το ξέρω. Άλλο όμως δε μου απόμεινε να κάμω.

«Ξαναλέω τούτο: αν γινότανε καμιά ερευνά καλή στ' αρχεία της αστυνομίας της Πετρούπολης, θα βρισκότανε, σήμερα κανένα χνάρι. Οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι που ήξερα μπορεί να κάθονται ακόμα στην πρωτεύουσα· το σπίτι τους θα το ‘βρισκε κανείς εύκολα. Ήτανε ανοιχτογάλανο. Εγώ όμως δε θα ταξιδέψω, δε θα πάω πουθενά και θα καθίσω κάμποσο καιρό (κάνα-δυο χρόνια) στο Σκβορεσνίκι, στο χτήμα της μητέρας μου. Άμα με γυρέψει κανείς θα παρουσιαστώ στη στιγμή.

Νικόλας Σταυρόγκιν»