×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 2 (2)

Μέρος 2 (2)

«Σ' αυτές ακόμη τις δυο-τρεις μέρες (που τις άφησα να περάσουνε για να δώσω καιρό στο κοριτσάκι να ησυχάσει), έκαμα και μια κλεψιά, για να λυτρωθώ, χωρίς άλλο, από την ιδέα που μου ‘χε καρφωθεί στο νου, ή και μονάχα για να κάμω γούστο. Αυτή η κλεψιά ήταν η μοναδική που ‘χω κάμει στη ζωή μου.

«Σε δυο από τα επιπλωμένα δωμάτια που νοικιαζόντανε στο σπίτι μας, καθότανε ένας υπάλληλος με την οικογένειά του. Ήταν άνθρωπος καμιά σαρανταριά χρονών, όχι πολύ κοντός, και με καλό παρουσιαστικό, άλλα φτωχός. Δεν είχαμε σχέσεις πολλές, και φοβότανε τη βρωμοπαρέα μου.

«Μόλις είχε πάρει το μισθό του - εικοσιπέντε ρούβλια. Είχα πραγματικά ανάγκη από παράδες τη στιγμή εκείνη (μ' όλο που θα ‘παιρνε σίγουρα χρήματα σε τρεις μέρες με το ταχυδρομείο), έτσι που μπορεί να πιστέψει κανείς πως έκλεψα από ανάγκη, κι όχι για να κάμω γούστο. Η κλεψιά μου έγινε με θρασύτητα και, σα να πούμε, στα φανερά: μπήκα στην κάμαρα του υπαλλήλου τη στιγμή που έτρωγε με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του στο άλλο το δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα της εισόδου, ήταν απιθωμένη σε μια καρέκλα η ρεντιγκότα του υπαλλήλου, η στολή του. Η σκέψη εκείνη μου καρφώθηκε άξαφνα στο μυαλό, καθώς περνούσα στο διάδρομο. Έχωσα το χέρι μου στην από μέσα τσέπη της ρεντιγκότας κ' έβγαλα από κει το πορτοφόλι. Ο υπάλληλος όμως άκουσε τον ελαφρό θόρυβο που είχα κάμει κ' έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα της διπλανής κάμαρας. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδε το κίνημα μου, όχι όμως καθαρά, και δεν πίστεψε, βέβαια, μήτε στα ίδια του τα μάτια. Του εξήγησα πως περνώντας από την ανοιχτή του πόρτα, μπήκα μέσα για να ιδώ την ώρα στο ρολόγι του τοίχου. «Δε δουλεύει», έκαμε εκείνος κι αποτραβήχτηκε.

«Είχα την εποχή εκείνη πολλή όρεξη για πιοτό, και κέρασα όλη τη βρωμοπαρέα μου. Πέταξα το πορτοφόλι στο δρόμο και κράτησα τα χαρτονομίσματα. Είχε μέσα τρία τραπεζογραμμάτια κόκκινα των δέκα ρουβλιών και δυο κίτρινα του ενός, τριανταδυό ρούβλια όλα-όλα. Χάλασα αμέσως το ένα από τα κόκκινα κ' έστειλα να μας φέρουνε σαμπάνια, έπειτα ξόδεψα το δεύτερο κόκκινο, κ' υστέρα το τρίτο.

«Τέσσερις ώρες, απάνω-κάτω, αργότερα, κατά το βράδυ, ο υπάλληλος με απάντησε στο διάδρομο, και με ζύγωσε.

-Νικόλα Βσεβολόδοβιτς, μου είπε, μπήκατε στην κάμαρα μου λίγες ώρες πριν· μήπως ρίξατε, χωρίς να το θέλετε, τη στολή μου που ήτανε σε μια καρέκλα... κοντά στην πόρτα;

-Ναι.

-Καταγής;

-Στην αρχή στην καρέκλα, κ' υστέρα χάμω.

-Και σεις τη σηκώσατε;

-Τη σήκωσα. Λοιπόν, τι άλλο θέλετε από μένα;

-Μα... αν είν' έτσι, αυτό ήταν όλο...

«Δεν τόλμησε ν' αποσώσει τη σκέψη του και δεν είπε μάλιστα τίποτα σε κανένα, τόσο οι άνθρωποι αυτοί δείχνονται δειλοί πολλές φορές. Έπειτα, όλοι οι άλλοι νοικάρηδες με φοβόντανε πολύ και με σεβόντανε. Έκαμα γούστο υστέρα να καρφώνω τα μάτια μου απάνω του, αργότερα όμως κι αυτό δε μου ‘κανε πια κέφι.

«Ύστερα από τρεις μέρες, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Η μητέρα ετοιμαζότανε να βγει έξω μ' ένα χοντρό πακέτο. Ο άντρας δε βρισκότανε φυσικά, στο σπίτι κ' έμεινα μονάχος με τη Ματριόσα.

«Τα παράθυρα που βλέπανε κατά την αυλή, ήταν ορθάνοιχτα. Στο σπίτι καθόντανε ένα σωρό τεχνίτες, κ' έτσι, όλη τη μέρα, απ' όλα τα πατώματα ανέβαινε ο θόρυβος των σφυριών και των τραγουδιών. Πέρασε μια ώρα. Η Ματριόσα, καθισμένη σ' ένα μικρό πάγκο, στην καμαρούλα, μου έστριβε τη ράχη κ' ήταν αφοσιωμένη σε κάποιο ράψιμο. Άξαφνα άρχισε να τραγουδά με σιγανή φωνή· της ερχότανε κάπου-κάπου τέτοιο κέφι. Έβγαλα το ρολόγι μου. Ήταν δύο η ώρα. Ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σηκώθηκα και τη ζύγωσα σιγά-σιγά.

«Το πεζούλι των παραθύρων ήτανε στολισμένο με πολλές γλάστρες από γεράνια κι ο ήλιος έλαμπε ζωηρά. Κάθισα σιμά της, χάμω στο πάτωμα. Πήρα το χέρι της και το φίλησα, την ανάγκασα να ξανακαθίσει κι άρχισα να την κοιτάζω μες στα μάτια. Το κίνημά μου, που της φίλησα το χέρι. την έκαμε στην αρχή να γελάσει σαν παιδί, για ένα όμως δευτερόλεπτο μονάχα γιατί ξανασηκώθηκε απάνω μ' ένα πήδημα, και τόσο τρομαγμένη τούτη τη φορά, που το πρόσωπό της ζάρωσε σπασμωδικά. Με κοίταζε με μάτια ακίνητα, γεμάτα τρομάρα, και τα χείλια της σουφρώσανε, σα να ήθελε να κλάψει· δε φώναξε όμως.

«Φίλησα και πάλι το χέρι της και την πήρα στα γόνατά μου· τότε αποτραβήχτηκε, ύστερα χαμογέλασε σα να ντρεπότανε, μα με χαμόγελο βιασμένο. Όλο το πρόσωπό της κατακοκκίνισε από ντροπή. Της ψιθύρισα κ' εγώ δε θυμούμαι πια τί λόγια, και γέλασα, Άξαφνα έγινε κάτι παράξενο, κάτι που με ξάφνισε εξαιρετικά και που ποτέ μου δε θα το ξεχάσω: η μικρή έβαλε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου κι άρχισε τώρα κι αυτή να με φιλά με θέρμη. Το πρόσωπό της φανέρωνε αληθινή έκσταση. Σηκώθηκα έξω φρενών, τόση εντύπωση μου έκαμε τούτο, σ' ένα πλασματάκι τόσο μικρό, κι άξαφνα αισθάνθηκα οίκτο.

«Όταν όλα τελειώσανε, η Ματριόσα φάνηκε πολύ ταραγμένη. Δεν προσπάθησα να την ησυχάσω και δεν τη χάιδεψα πια. Με κοιτούσε χαμογελώντας δειλά. Το πρόσωπό της μου φάνηκε άξαφνα ηλίθιο. Η ταραχή της γινότανε ολοένα μεγαλύτερη. Τέλος, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά, με την όψη γυρισμένη κατά τον τοίχο. Φοβόμουνα μήπως την πιάσει καινούργια τρομάρα, και βγήκα σιγανά-σιγανά απ' το σπίτι.

«Θαρρώ, πως ό,τι έγινε θα της έκαμε εντύπωση αφάνταστης φρίκης, καθώς ήταν τόσο φοβερά τρομαγμένη. Μ' όλο που θα ήτανε συνηθισμένη ν' ακούει, κι απ' τον καιρό που ήτανε στην κούνια ακόμα, βρισιές αισχρές, είμαι ωστόσο σίγουρος, πως δεν τις καταλάβαινε καθόλου. Είχε τώρα, δίχως άλλο, την πεποίθηση, πως έκαμε κάποιο έγκλημα ανήκουστο και πως ήτανε βαθύτατα ένοχη: «Σκότωσα το Θεό,» έλεγε.

«Τη νύχτα εκείνη, χτυπήθηκα στην ταβέρνα, όπως ανάφερα πάρα πάνω. Μα το πρωί, ξύπνησα στο δωμάτιό μου το επιπλωμένο, όπου μ' έφερε η Λιεβιαδκίν. Η πρώτη μου η σκέψη ήταν: τα διηγήθηκε τάχα όλα η μικρή, ή όχι;

«Η στιγμή εκείνη ήτανε για μένα στιγμή αληθινού τρόμου, μολονότι όχι και πολύ έντονου ακόμη. Ήμουνα πολύ καλοκέφαλος εκείνο το πρωί, καλός με όλους, κι όλη η βρωμοπαρέα ήτανε ευχαριστημένη μαζί μου. Άλλα τους άφησα όλους, και πήγα στη Γκοροχοβίγια.

«Την απάντησα κάτω, στην είσοδο. Γύριζε πίσω από το μανάβη, όπου είχε πάει ν' αγοράσει ραδίκια. Καθώς με είδε, χίμησε κατατρομαγμένη στη σκάλα. Δεν ήτανε φόβος εκείνος, ήτανε τρόμος σιωπηλός.

«Τη στιγμή που έμπαινα στην κάμαρα μου, είχε προφτάσει κιόλας η μητέρα της να την μπατσίσει, που έτρεχε «σα ζουρλοκόριτσο». Για την ώρα λοιπόν δεν ήξερε κανείς τίποτα. Η Ματριόσα κρύφτηκε κάπου, και δε φανερώθηκε καθόλου όλο τον καιρό, που έμεινα εκεί. Ύστερα από μια ώρα έφυγα.

«Αλλά, κατά το βράδυ, ένοιωσα πάλι φόβο, και φόβο πολύ πιο δυνατό. Εκείνο που με βασάνιζε απάνω απ' όλα, ήταν πως φοβόμουνα και πως είχα συνείδηση ότι φοβούμαι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φοβερό και πιο ηλίθιο από τούτο. Ποτέ μου, μήτε πρωτύτερα, μήτε αργότερα, δεν ένοιωσα τέτοιο φόβο. Τούτη τη φορά έτρεμα κυριολεχτικά, κ' είχα συναίσθηση της ταπεινότητάς μου.

«Αν μπορούσα, θα τίναζα τα μυαλά μου· αισθανόμουν όμως, πως ήμουν ανάξιος του θανάτου. Είναι αλήθεια, πως σκοτώνονται πολλοί από φόβο, κι άλλοι από φόβο εξακολουθούνε να ζουν. Κ' ύστερα, το βράδυ, σαν έμεινα ολομόναχος στην κάμαρά μου, ένοιωσα τέτοιο μίσος για κείνην, που πήρα την απόφαση να τη σκοτώσω. Με το σκοπό τούτο έτρεξα τότε στην Γκοροχοβίγια. Στο δρόμο έβαζα, με το νου μου πώς θα τη χτυπήσω και πώς θα την ξεγελάσω. Το μίσος μου το φούντωνε πιο πολύ το χαμόγελο της, όπως το ‘βλεπα και με τη φαντασία μου. Τη σιχαινόμουνα που ρίχτηκε στο λαιμό μου, ποιος ξέρει τι έχοντας στο νου της.

«Σαν έφτασα όμως στο κανάλι της Φοντάνκας, ένοιωσα να μην είμαι στα καλά μου. Έπειτα κάποια καινούργια σκέψη πέρασε απ' το νου μου, σκέψη που ήταν τρομερή ίσια-ίσια, επειδή καταλάβαινα τη σημασία της. Γύρισα πίσω στο σπίτι μου και ξαπλώθηκα στο κρεβάτι μου με ρίγη πυρετού και τρέμοντας από τον τρόμο μου, τόσο που έπαψα ακόμη να μισώ πια τη μικρή. Δεν ήθελα πια να τη σκοτώσω, κι αυτή ήταν η καινούργια σκέψη που μου ήρθε στη Φοντάνκα. Τότε πρόσεξα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, πως ο φόβος, όταν φτάσει στη μεγαλύτερη ένταση του, διώχνει το μίσος και κάθε αίσθημα εκδίκησης,

«Ξύπνησα κατά το μεσημέρι, αρκετά καλούτσικα στην υγεία μου, απορώντας μάλιστα με τα χθεσινά αισθήματα. Ντράπηκα που θέλησα να γίνω φονιάς. Ωστόσο δεν ήμουν καθόλου στα κέφια μου, και μ' όλη μου την αντιπάθεια, ήμουν αναγκασμένος να πάω στη Γκοροχοβίγια. Θυμούμαι, πως τη στιγμή εκείνη, ένοιωσα πολύ δυνατή διάθεση να τσακωθώ άγρια με κανέναν. Μα, σαν έφτασα στην κάμαρά μου στη Γκοροχοβίγια, βρήκα εκεί την καμαριέρα, τη Νίνα εκείνην, που ερχότανε σπίτι μου συχνά και που με περίμενε από μια ώρα,

«Δεν τ' αγαπούσα καθόλου αυτό το κορίτσι· γι' αυτό τη βρήκα και κάπως δειλιασμένη, σα να φοβότανε μήπως με δυσαρεστούσε με τη βίζιτά της. Ερχότανε πάντα με τέτοιο φόβο. Τούτη όμως τη φορά ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που τη βρήκα, κι αυτό την ενθουσίασε. Ήταν αρκετά νόστιμη, ντροπαλή όμως κ' είχε τους τρόπους εκείνους που εκτιμούν πολύ οι μικροαστοί. Τις βρήκα και τις δυο μπρος σε δυο φλιτζάνια καφέ, κ' η νοικοκυρά μου ήταν ενθουσιασμένη με την ευχάριστη κουβέντα τους.

«Σε μια γωνιά της άλλης κάμαρας, πήρε το μάτι μου τη Ματριόσα· ήταν ορθή, κοιτάζοντας δίχως να σηκώνει τα μάτια στη μητέρα της και την ξένη. Άμα μπήκα μέσα, δεν κρύφτηκε, όπως την άλλη τη φορά· τούτο μου ‘καμε εντύπωση, και καρφώθηκε βαθιά μες στο μυαλό μου. Μου φάνηκε μονάχα πως είχε αδυνατήσει πολύ και πως την έκαιγε η θέρμη. Μίλησα με μεγάλη εγκαρδιότητα με τη Νίνα, έτσι που έφυγε καταχαρούμενη. Βγήκαμε όξω μαζί.

«Δυο μέρες δεν ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Είχα παρασκοτιστεί μ' όλα τούτα και βαριεστούσα τρομαχτικά. Έφτασα στο σημείο ν' αποφασίσω να δώσω μια και καλή ένα τέλος στην κατάσταση αυτή και να φύγω απ' την Πετρούπολη. Σαν ξαναπήγα όμως στη Γκοροχοβίγια για να ξενοικιάσω την κάμαρά μου, βρήκα τη νοικοκυρά πάρα πολύ στενοχωρεμένη. Η Ματριόσα ήταν από δυο μέρες άρρωστη κ' είχε παραμιλητά τη νύχτα. Φυσικά, ρώτησα αμέσως τι έλεγε στα παραμιλητά της. Μιλούσαμε με σιγανή φωνή μες στην κάμαρά μου. Η μάννα μου ψιθύρισε πως η μικρή έλεγε πράματα «τρομερά». «Σκότωσα το Θεό», έλεγε. Της είπα να πάω να φέρω γιατρό μ' έξοδα δικά μου, αλλά εκείνη αρνήθηκε, προσθέτοντας: «Με τη βοήθεια του Θεού, θα περάσει κι αυτό· δεν κάθεται όλη την ώρα ξαπλωμένη, τώρα δα είχε πάει κιόλας στον μπακάλη».

«Αποφάσισα να ξαναγυρίσω για να βρω τη Ματριόσα μονάχη της, γιατί η νοικοκυρά μου είπε, πως είχε κάπου να πάει κατά τις πέντε το βράδυ. Η αλήθεια είναι, πως δεν καταλάβαινα μήτε ο ίδιος καλά-καλά για πιο λόγο ήθελα να κάμω αυτήν τη βίζιτα.

«Έφαγα σ' ένα μαγέρικο. Στις τέσσερις και τέταρτο ακριβώς, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Έμπαινα πάντα ανοίγοντας την πόρτα με το κλειδί μου. Μονάχα η Ματριόσα ήτανε μέσα. Ήταν ξαπλωμένη στο σκοτεινό καμαρίνι, πίσω από ένα παραβάν, στο κρεβάτι της μητέρας της· την είδα που έβγαλε μια στιγμή το κεφάλι, μα έκαμα πως δεν την πήρα χαμπάρι. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Έκανε ζέστη, και μάλιστα ζέστη πολλή. Περπάτησα κάμποσο καιρό απάνω-κάτω στην κάμαρα, ύστερα κάθισα στο ντιβάνι.

«Τα θυμούμαι όλα, ως στην τελευταία στιγμή. Δεν καλοξέρω γιατί ένοιωθα ευχαρίστηση να μη μιλώ στο κορίτσι και να την κάνω να μαραζώνει. Έμεινα έτσι ώρα ολάκερη, όταν άξαφνα η μικρή σηκώθηκε γρήγορα, και βγήκε από πίσω από το παραβάν. Άκουσα τα δυο ποδάρια της που ακούμπησαν στο πάτωμα, έπειτα τα βιαστικά πατήματά της, και τέλος φάνηκε στο κατώφλι της κάμαράς μου. Ήμουν τόσο χυδαίος, που αισθάνθηκα χαρά καθώς την είδα να ‘ρχεται αυτή πρώτη. Ω! τι ανανδρία φανερώνανε όλα τούτα, και πόσο ντράπηκα! Έστεκε σιωπηλή και με κοιτούσε. Καθώς δεν την είχα ιδεί κάμποσες μέρες, πρόσεξα πως είχε αδυνατίσει πολύ. Τα μάτια της είχανε μεγαλώσει και μου φάνηκε στην αρχή πως καρφωνόντανε απάνω μου με μιαν αόριστη περιέργεια. Εξακολουθούσα να μένω καθιστός και να την εξετάζω.

«Άξαφνα ένοιωσα και πάλι μίσος εναντίον της. Σε λίγο σχημάτισα την ιδέα πως δε με φοβότανε πια καθόλου· ίσως να μην είχε καμιά συναίσθηση για τίποτα. Με μιας όμως άρχισε να κουνά το κεφάλι, όπως κάνουν τ' αφελή πλάσματα, που δεν έχουν τρόπους, όταν θέλουνε να κατηγορήσουνε κανένα για καμιά πράξη κακή. Ύστερα, απότομα πάλι, σήκωσε τη μικρή γροθιά της και με φοβέρισε από τη θέση της. Την πρώτη τη στιγμή, το κίνημα αυτό μου φάνηκε γελοίο, αλλά, αμέσως υστέρα από λίγο σηκώθηκα κ' έκαμα μερικά βήματα κατατρομαγμένος. Το πρόσωπό της φανέρωνε τέτοια απελπισία, που μου ‘κανε κόπο να τη βλέπω σ' ένα πλασματάκι τόσο μικρό. Εξακολούθησε να κινεί προς το μέρος μου τη μικρή γροθιά της και να λικνίζει μ' έκφραση κατηγόριας το κεφάλι.


Μέρος 2 (2) Part 2 (2)

«Σ' αυτές ακόμη τις δυο-τρεις μέρες (που τις άφησα να περάσουνε για να δώσω καιρό στο κοριτσάκι να ησυχάσει), έκαμα και μια κλεψιά, για να λυτρωθώ, χωρίς άλλο, από την ιδέα που μου ‘χε καρφωθεί στο νου, ή και μονάχα για να κάμω γούστο. Αυτή η κλεψιά ήταν η μοναδική που ‘χω κάμει στη ζωή μου.

«Σε δυο από τα επιπλωμένα δωμάτια που νοικιαζόντανε στο σπίτι μας, καθότανε ένας υπάλληλος με την οικογένειά του. Ήταν άνθρωπος καμιά σαρανταριά χρονών, όχι πολύ κοντός, και με καλό παρουσιαστικό, άλλα φτωχός. Δεν είχαμε σχέσεις πολλές, και φοβότανε τη βρωμοπαρέα μου.

«Μόλις είχε πάρει το μισθό του - εικοσιπέντε ρούβλια. Είχα πραγματικά ανάγκη από παράδες τη στιγμή εκείνη (μ' όλο που θα ‘παιρνε σίγουρα χρήματα σε τρεις μέρες με το ταχυδρομείο), έτσι που μπορεί να πιστέψει κανείς πως έκλεψα από ανάγκη, κι όχι για να κάμω γούστο. Η κλεψιά μου έγινε με θρασύτητα και, σα να πούμε, στα φανερά: μπήκα στην κάμαρα του υπαλλήλου τη στιγμή που έτρωγε με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του στο άλλο το δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα της εισόδου, ήταν απιθωμένη σε μια καρέκλα η ρεντιγκότα του υπαλλήλου, η στολή του. Η σκέψη εκείνη μου καρφώθηκε άξαφνα στο μυαλό, καθώς περνούσα στο διάδρομο. Έχωσα το χέρι μου στην από μέσα τσέπη της ρεντιγκότας κ' έβγαλα από κει το πορτοφόλι. Ο υπάλληλος όμως άκουσε τον ελαφρό θόρυβο που είχα κάμει κ' έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα της διπλανής κάμαρας. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδε το κίνημα μου, όχι όμως καθαρά, και δεν πίστεψε, βέβαια, μήτε στα ίδια του τα μάτια. Του εξήγησα πως περνώντας από την ανοιχτή του πόρτα, μπήκα μέσα για να ιδώ την ώρα στο ρολόγι του τοίχου. «Δε δουλεύει», έκαμε εκείνος κι αποτραβήχτηκε.

«Είχα την εποχή εκείνη πολλή όρεξη για πιοτό, και κέρασα όλη τη βρωμοπαρέα μου. Πέταξα το πορτοφόλι στο δρόμο και κράτησα τα χαρτονομίσματα. Είχε μέσα τρία τραπεζογραμμάτια κόκκινα των δέκα ρουβλιών και δυο κίτρινα του ενός, τριανταδυό ρούβλια όλα-όλα. Χάλασα αμέσως το ένα από τα κόκκινα κ' έστειλα να μας φέρουνε σαμπάνια, έπειτα ξόδεψα το δεύτερο κόκκινο, κ' υστέρα το τρίτο.

«Τέσσερις ώρες, απάνω-κάτω, αργότερα, κατά το βράδυ, ο υπάλληλος με απάντησε στο διάδρομο, και με ζύγωσε.

-Νικόλα Βσεβολόδοβιτς, μου είπε, μπήκατε στην κάμαρα μου λίγες ώρες πριν· μήπως ρίξατε, χωρίς να το θέλετε, τη στολή μου που ήτανε σε μια καρέκλα... κοντά στην πόρτα;

-Ναι.

-Καταγής;

-Στην αρχή στην καρέκλα, κ' υστέρα χάμω.

-Και σεις τη σηκώσατε;

-Τη σήκωσα. Λοιπόν, τι άλλο θέλετε από μένα;

-Μα... αν είν' έτσι, αυτό ήταν όλο...

«Δεν τόλμησε ν' αποσώσει τη σκέψη του και δεν είπε μάλιστα τίποτα σε κανένα, τόσο οι άνθρωποι αυτοί δείχνονται δειλοί πολλές φορές. Έπειτα, όλοι οι άλλοι νοικάρηδες με φοβόντανε πολύ και με σεβόντανε. Έκαμα γούστο υστέρα να καρφώνω τα μάτια μου απάνω του, αργότερα όμως κι αυτό δε μου ‘κανε πια κέφι.

«Ύστερα από τρεις μέρες, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Η μητέρα ετοιμαζότανε να βγει έξω μ' ένα χοντρό πακέτο. Ο άντρας δε βρισκότανε φυσικά, στο σπίτι κ' έμεινα μονάχος με τη Ματριόσα.

«Τα παράθυρα που βλέπανε κατά την αυλή, ήταν ορθάνοιχτα. Στο σπίτι καθόντανε ένα σωρό τεχνίτες, κ' έτσι, όλη τη μέρα, απ' όλα τα πατώματα ανέβαινε ο θόρυβος των σφυριών και των τραγουδιών. Πέρασε μια ώρα. Η Ματριόσα, καθισμένη σ' ένα μικρό πάγκο, στην καμαρούλα, μου έστριβε τη ράχη κ' ήταν αφοσιωμένη σε κάποιο ράψιμο. Άξαφνα άρχισε να τραγουδά με σιγανή φωνή· της ερχότανε κάπου-κάπου τέτοιο κέφι. Έβγαλα το ρολόγι μου. Ήταν δύο η ώρα. Ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σηκώθηκα και τη ζύγωσα σιγά-σιγά.

«Το πεζούλι των παραθύρων ήτανε στολισμένο με πολλές γλάστρες από γεράνια κι ο ήλιος έλαμπε ζωηρά. Κάθισα σιμά της, χάμω στο πάτωμα. Πήρα το χέρι της και το φίλησα, την ανάγκασα να ξανακαθίσει κι άρχισα να την κοιτάζω μες στα μάτια. Το κίνημά μου, που της φίλησα το χέρι. την έκαμε στην αρχή να γελάσει σαν παιδί, για ένα όμως δευτερόλεπτο μονάχα γιατί ξανασηκώθηκε απάνω μ' ένα πήδημα, και τόσο τρομαγμένη τούτη τη φορά, που το πρόσωπό της ζάρωσε σπασμωδικά. Με κοίταζε με μάτια ακίνητα, γεμάτα τρομάρα, και τα χείλια της σουφρώσανε, σα να ήθελε να κλάψει· δε φώναξε όμως.

«Φίλησα και πάλι το χέρι της και την πήρα στα γόνατά μου· τότε αποτραβήχτηκε, ύστερα χαμογέλασε σα να ντρεπότανε, μα με χαμόγελο βιασμένο. Όλο το πρόσωπό της κατακοκκίνισε από ντροπή. Της ψιθύρισα κ' εγώ δε θυμούμαι πια τί λόγια, και γέλασα, Άξαφνα έγινε κάτι παράξενο, κάτι που με ξάφνισε εξαιρετικά και που ποτέ μου δε θα το ξεχάσω: η μικρή έβαλε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου κι άρχισε τώρα κι αυτή να με φιλά με θέρμη. Το πρόσωπό της φανέρωνε αληθινή έκσταση. Σηκώθηκα έξω φρενών, τόση εντύπωση μου έκαμε τούτο, σ' ένα πλασματάκι τόσο μικρό, κι άξαφνα αισθάνθηκα οίκτο.

«Όταν όλα τελειώσανε, η Ματριόσα φάνηκε πολύ ταραγμένη. Δεν προσπάθησα να την ησυχάσω και δεν τη χάιδεψα πια. Με κοιτούσε χαμογελώντας δειλά. Το πρόσωπό της μου φάνηκε άξαφνα ηλίθιο. Η ταραχή της γινότανε ολοένα μεγαλύτερη. Τέλος, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά, με την όψη γυρισμένη κατά τον τοίχο. Φοβόμουνα μήπως την πιάσει καινούργια τρομάρα, και βγήκα σιγανά-σιγανά απ' το σπίτι.

«Θαρρώ, πως ό,τι έγινε θα της έκαμε εντύπωση αφάνταστης φρίκης, καθώς ήταν τόσο φοβερά τρομαγμένη. Μ' όλο που θα ήτανε συνηθισμένη ν' ακούει, κι απ' τον καιρό που ήτανε στην κούνια ακόμα, βρισιές αισχρές, είμαι ωστόσο σίγουρος, πως δεν τις καταλάβαινε καθόλου. Είχε τώρα, δίχως άλλο, την πεποίθηση, πως έκαμε κάποιο έγκλημα ανήκουστο και πως ήτανε βαθύτατα ένοχη: «Σκότωσα το Θεό,» έλεγε.

«Τη νύχτα εκείνη, χτυπήθηκα στην ταβέρνα, όπως ανάφερα πάρα πάνω. Μα το πρωί, ξύπνησα στο δωμάτιό μου το επιπλωμένο, όπου μ' έφερε η Λιεβιαδκίν. Η πρώτη μου η σκέψη ήταν: τα διηγήθηκε τάχα όλα η μικρή, ή όχι;

«Η στιγμή εκείνη ήτανε για μένα στιγμή αληθινού τρόμου, μολονότι όχι και πολύ έντονου ακόμη. Ήμουνα πολύ καλοκέφαλος εκείνο το πρωί, καλός με όλους, κι όλη η βρωμοπαρέα ήτανε ευχαριστημένη μαζί μου. Άλλα τους άφησα όλους, και πήγα στη Γκοροχοβίγια.

«Την απάντησα κάτω, στην είσοδο. Γύριζε πίσω από το μανάβη, όπου είχε πάει ν' αγοράσει ραδίκια. Καθώς με είδε, χίμησε κατατρομαγμένη στη σκάλα. Δεν ήτανε φόβος εκείνος, ήτανε τρόμος σιωπηλός.

«Τη στιγμή που έμπαινα στην κάμαρα μου, είχε προφτάσει κιόλας η μητέρα της να την μπατσίσει, που έτρεχε «σα ζουρλοκόριτσο». Για την ώρα λοιπόν δεν ήξερε κανείς τίποτα. Η Ματριόσα κρύφτηκε κάπου, και δε φανερώθηκε καθόλου όλο τον καιρό, που έμεινα εκεί. Ύστερα από μια ώρα έφυγα.

«Αλλά, κατά το βράδυ, ένοιωσα πάλι φόβο, και φόβο πολύ πιο δυνατό. Εκείνο που με βασάνιζε απάνω απ' όλα, ήταν πως φοβόμουνα και πως είχα συνείδηση ότι φοβούμαι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φοβερό και πιο ηλίθιο από τούτο. Ποτέ μου, μήτε πρωτύτερα, μήτε αργότερα, δεν ένοιωσα τέτοιο φόβο. Τούτη τη φορά έτρεμα κυριολεχτικά, κ' είχα συναίσθηση της ταπεινότητάς μου.

«Αν μπορούσα, θα τίναζα τα μυαλά μου· αισθανόμουν όμως, πως ήμουν ανάξιος του θανάτου. Είναι αλήθεια, πως σκοτώνονται πολλοί από φόβο, κι άλλοι από φόβο εξακολουθούνε να ζουν. Κ' ύστερα, το βράδυ, σαν έμεινα ολομόναχος στην κάμαρά μου, ένοιωσα τέτοιο μίσος για κείνην, που πήρα την απόφαση να τη σκοτώσω. Με το σκοπό τούτο έτρεξα τότε στην Γκοροχοβίγια. Στο δρόμο έβαζα, με το νου μου πώς θα τη χτυπήσω και πώς θα την ξεγελάσω. Το μίσος μου το φούντωνε πιο πολύ το χαμόγελο της, όπως το ‘βλεπα και με τη φαντασία μου. Τη σιχαινόμουνα που ρίχτηκε στο λαιμό μου, ποιος ξέρει τι έχοντας στο νου της.

«Σαν έφτασα όμως στο κανάλι της Φοντάνκας, ένοιωσα να μην είμαι στα καλά μου. Έπειτα κάποια καινούργια σκέψη πέρασε απ' το νου μου, σκέψη που ήταν τρομερή ίσια-ίσια, επειδή καταλάβαινα τη σημασία της. Γύρισα πίσω στο σπίτι μου και ξαπλώθηκα στο κρεβάτι μου με ρίγη πυρετού και τρέμοντας από τον τρόμο μου, τόσο που έπαψα ακόμη να μισώ πια τη μικρή. Δεν ήθελα πια να τη σκοτώσω, κι αυτή ήταν η καινούργια σκέψη που μου ήρθε στη Φοντάνκα. Τότε πρόσεξα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, πως ο φόβος, όταν φτάσει στη μεγαλύτερη ένταση του, διώχνει το μίσος και κάθε αίσθημα εκδίκησης,

«Ξύπνησα κατά το μεσημέρι, αρκετά καλούτσικα στην υγεία μου, απορώντας μάλιστα με τα χθεσινά αισθήματα. Ντράπηκα που θέλησα να γίνω φονιάς. Ωστόσο δεν ήμουν καθόλου στα κέφια μου, και μ' όλη μου την αντιπάθεια, ήμουν αναγκασμένος να πάω στη Γκοροχοβίγια. Θυμούμαι, πως τη στιγμή εκείνη, ένοιωσα πολύ δυνατή διάθεση να τσακωθώ άγρια με κανέναν. Μα, σαν έφτασα στην κάμαρά μου στη Γκοροχοβίγια, βρήκα εκεί την καμαριέρα, τη Νίνα εκείνην, που ερχότανε σπίτι μου συχνά και που με περίμενε από μια ώρα,

«Δεν τ' αγαπούσα καθόλου αυτό το κορίτσι· γι' αυτό τη βρήκα και κάπως δειλιασμένη, σα να φοβότανε μήπως με δυσαρεστούσε με τη βίζιτά της. Ερχότανε πάντα με τέτοιο φόβο. Τούτη όμως τη φορά ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που τη βρήκα, κι αυτό την ενθουσίασε. Ήταν αρκετά νόστιμη, ντροπαλή όμως κ' είχε τους τρόπους εκείνους που εκτιμούν πολύ οι μικροαστοί. Τις βρήκα και τις δυο μπρος σε δυο φλιτζάνια καφέ, κ' η νοικοκυρά μου ήταν ενθουσιασμένη με την ευχάριστη κουβέντα τους.

«Σε μια γωνιά της άλλης κάμαρας, πήρε το μάτι μου τη Ματριόσα· ήταν ορθή, κοιτάζοντας δίχως να σηκώνει τα μάτια στη μητέρα της και την ξένη. Άμα μπήκα μέσα, δεν κρύφτηκε, όπως την άλλη τη φορά· τούτο μου ‘καμε εντύπωση, και καρφώθηκε βαθιά μες στο μυαλό μου. Μου φάνηκε μονάχα πως είχε αδυνατήσει πολύ και πως την έκαιγε η θέρμη. Μίλησα με μεγάλη εγκαρδιότητα με τη Νίνα, έτσι που έφυγε καταχαρούμενη. Βγήκαμε όξω μαζί.

«Δυο μέρες δεν ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Είχα παρασκοτιστεί μ' όλα τούτα και βαριεστούσα τρομαχτικά. Έφτασα στο σημείο ν' αποφασίσω να δώσω μια και καλή ένα τέλος στην κατάσταση αυτή και να φύγω απ' την Πετρούπολη. Σαν ξαναπήγα όμως στη Γκοροχοβίγια για να ξενοικιάσω την κάμαρά μου, βρήκα τη νοικοκυρά πάρα πολύ στενοχωρεμένη. Η Ματριόσα ήταν από δυο μέρες άρρωστη κ' είχε παραμιλητά τη νύχτα. Φυσικά, ρώτησα αμέσως τι έλεγε στα παραμιλητά της. Μιλούσαμε με σιγανή φωνή μες στην κάμαρά μου. Η μάννα μου ψιθύρισε πως η μικρή έλεγε πράματα «τρομερά». «Σκότωσα το Θεό», έλεγε. Της είπα να πάω να φέρω γιατρό μ' έξοδα δικά μου, αλλά εκείνη αρνήθηκε, προσθέτοντας: «Με τη βοήθεια του Θεού, θα περάσει κι αυτό· δεν κάθεται όλη την ώρα ξαπλωμένη, τώρα δα είχε πάει κιόλας στον μπακάλη».

«Αποφάσισα να ξαναγυρίσω για να βρω τη Ματριόσα μονάχη της, γιατί η νοικοκυρά μου είπε, πως είχε κάπου να πάει κατά τις πέντε το βράδυ. Η αλήθεια είναι, πως δεν καταλάβαινα μήτε ο ίδιος καλά-καλά για πιο λόγο ήθελα να κάμω αυτήν τη βίζιτα.

«Έφαγα σ' ένα μαγέρικο. Στις τέσσερις και τέταρτο ακριβώς, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Έμπαινα πάντα ανοίγοντας την πόρτα με το κλειδί μου. Μονάχα η Ματριόσα ήτανε μέσα. Ήταν ξαπλωμένη στο σκοτεινό καμαρίνι, πίσω από ένα παραβάν, στο κρεβάτι της μητέρας της· την είδα που έβγαλε μια στιγμή το κεφάλι, μα έκαμα πως δεν την πήρα χαμπάρι. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Έκανε ζέστη, και μάλιστα ζέστη πολλή. Περπάτησα κάμποσο καιρό απάνω-κάτω στην κάμαρα, ύστερα κάθισα στο ντιβάνι.

«Τα θυμούμαι όλα, ως στην τελευταία στιγμή. Δεν καλοξέρω γιατί ένοιωθα ευχαρίστηση να μη μιλώ στο κορίτσι και να την κάνω να μαραζώνει. Έμεινα έτσι ώρα ολάκερη, όταν άξαφνα η μικρή σηκώθηκε γρήγορα, και βγήκε από πίσω από το παραβάν. Άκουσα τα δυο ποδάρια της που ακούμπησαν στο πάτωμα, έπειτα τα βιαστικά πατήματά της, και τέλος φάνηκε στο κατώφλι της κάμαράς μου. Ήμουν τόσο χυδαίος, που αισθάνθηκα χαρά καθώς την είδα να ‘ρχεται αυτή πρώτη. Ω! τι ανανδρία φανερώνανε όλα τούτα, και πόσο ντράπηκα! Έστεκε σιωπηλή και με κοιτούσε. Καθώς δεν την είχα ιδεί κάμποσες μέρες, πρόσεξα πως είχε αδυνατίσει πολύ. Τα μάτια της είχανε μεγαλώσει και μου φάνηκε στην αρχή πως καρφωνόντανε απάνω μου με μιαν αόριστη περιέργεια. Εξακολουθούσα να μένω καθιστός και να την εξετάζω.

«Άξαφνα ένοιωσα και πάλι μίσος εναντίον της. Σε λίγο σχημάτισα την ιδέα πως δε με φοβότανε πια καθόλου· ίσως να μην είχε καμιά συναίσθηση για τίποτα. Με μιας όμως άρχισε να κουνά το κεφάλι, όπως κάνουν τ' αφελή πλάσματα, που δεν έχουν τρόπους, όταν θέλουνε να κατηγορήσουνε κανένα για καμιά πράξη κακή. Ύστερα, απότομα πάλι, σήκωσε τη μικρή γροθιά της και με φοβέρισε από τη θέση της. Την πρώτη τη στιγμή, το κίνημα αυτό μου φάνηκε γελοίο, αλλά, αμέσως υστέρα από λίγο σηκώθηκα κ' έκαμα μερικά βήματα κατατρομαγμένος. Το πρόσωπό της φανέρωνε τέτοια απελπισία, που μου ‘κανε κόπο να τη βλέπω σ' ένα πλασματάκι τόσο μικρό. Εξακολούθησε να κινεί προς το μέρος μου τη μικρή γροθιά της και να λικνίζει μ' έκφραση κατηγόριας το κεφάλι.