×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 2 (1)

Μέρος 2 (1)

Ο τύπος των φύλλων εκείνων φανέρωνε, αληθινά, πως είχανε τυπωθεί στο εξωτερικό. Ήτανε τρεις κόλες κοινού χαρτιού επιστολής, σε σχήμα φυλλαδίου. Θα είχε στοιχειοθετηθεί φυσικά σε κανένα ρούσικο τυπογραφείο του εξωτερικού, γιατί τα φύλλα μοιάζανε σαν προκήρυξη.

Ο τίτλος έλεγε: «Από μέρος του Σταυρόγκιν».

Αντιγράφω κατά λέξη το έγγραφο τούτο, στο διήγημα μου. Φρόντισα ωστόσο να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη, που ήταν πάρα πολλά, τόσο που με ξάφνισαν, γιατί αυτός που τα έγραψε ήταν, μ' όλα τούτα, άνθρωπος μορφωμένος και διαβασμένος μάλιστα πολύ. Δεν πείραξα όμως καθόλου το ύφος, κι ας είχε και σολοικισμούς, ακόμη και ασάφειες. Είναι οπωσδήποτε φανερό, πως αυτός που τα ‘γραψε δεν ήτανε συγγραφέας. Θα προσθέσω ακόμα μια παρατήρηση, μ' όλο που προτρέχω απ' τη διήγηση. Το έγγραφο αυτό, είναι, κατά την ιδέα μου, προϊόν ανθρώπου, που όταν έγραφε βρισκότανε σε κρίση· το έργο του είναι δημιούργημα του δαιμονίου που τον κατείχε. Το συναίσθημα που τον έσπρωξε να γράψει το έγγραφο αυτό, είναι απαράλλαχτο σαν κ' εκείνο που νοιώθει ένας άρρωστος που υποφέρει από πόνους δυνατούς και που στριφογυρίζει στο κρεβάτι του για να ξαπλωθεί με τρόπο τέτοιο, που να νοιώσει κάποιο ξαλάφρωμα ή, αν όχι ξαλάφρωμα, κάποια μεταβολή του πόνου. Κι άμα το πετύχει, δε συλλογιέται, βέβαια, πια, αν είναι όμορφη ή αν είναι καλή η θέση που πήρε.

Η κυρίαρχη σκέψη του εγγράφου αυτού συνίσταται στην τρομαχτική ανάγκη της τιμωρίας, του σταυρώματος, του βασανισμού μπροστά σε κόσμο.

Από την άλλη πάλι τη μεριά, ολόκληρο το έγγραφο είναι ταυτόχρονα έργο στασιαστού, ανθρώπου απελπισμένου, μ' όλο που φαίνεται πως γράφτηκε γι' άλλο σκοπό. Ο συγγραφέας δηλώνει πως «δεν μπόρεσε να μη γράψει»· πως ήταν «αναγκασμένος να γράψει», κι αυτό φαίνεται λογικό.

Θα ήθελε, σίγουρα να παρέλθει απ' αυτού το ποτήριον τούτο, άλλα κάτι τον έδενε μ' αυτό, τον έδενε πραγματικά, κ' έτσι, άρπαξε την ευκαιρία καινούργιας μανίας, σωστής επανάστασης. Ναι, ο άρρωστος αναταράζεται στο κρεβάτι του και πολεμά ν' αναπληρώσει έναν πόνο μ' άλλον πόνο. Από κει παίρνει αφορμή ο αγώνας του κατά της κοινωνίας, αγώνας που θα του εξασφαλίσει μια θέση, πιο υποφερτή, και τότε ρίχνει στην κοινωνία το γάντι του. Το γεγονός και μόνο της συντάξεως παρόμοιου εγγράφου είναι πρόκληση κατά της κοινωνίας απροσδόκητη και ασυγχώρητη. Διακρίνεις μέσα σ' αυτό μια δίψα μια πρόκληση ενός οποιουδήποτε αντιπάλου.

Μπορεί ακόμη να υποτεθεί, πως τα φύλλα αυτά, τα προορισμένα για το φως της δημοσιότητας, είναι πράξη προσβλητική, ιδιόρρυθμη. Οπωσδήποτε, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει, πως, μ' όλα ταύτα το έγγραφο είναι πλαστό, πως μ' άλλα λόγια όλα όσα λέγονται εκεί μέσα είναι απ' αρχής ως στο τέλος παραμύθι. Δίχως άλλο, η αλήθεια πρέπει, να ζητηθεί ανάμεσα από τα δυο άκρα.

Μα θαρρώ, πως πάρα πολύ έχω προκρίνει τα πράγματα και πως το σίγουρο είναι να ξαναγυρίσουμε στο έγγραφο το ίδιο.

Ιδού τι διάβασε ο Τύχων :

«Από μέρους του Στανρόγκιν.

« Εγώ, ο Νικόλας Σταυρόγκιν, απόστρατος αξιωματικός, έζησα στην Πετρούπολη το 186... περνώντας άσωτη ζωή, χωρίς να βρω σ' αυτή καμιά ευχαρίστηση. Για κάμποσον καιρό, κρατούσα εκεί τρεις κατοικίες. «Καθόμουνα ταχτικά σ' ένα σπίτι που νοίκιαζε δωμάτια επιπλωμένα, όπου κατοικούσε τότε κ' η Μαρία Λεβιαδκίν, που έγινε αργότερα νόμιμη γυναίκα μου. Τις άλλες τις κατοικίες τις είχα νοικιασμένες για βρωμοδουλειές: στη μια απ' αυτές δεχόμουνα μια κυρία που μ' αγαπούσε· στην άλλη την καμαριέρα της. Για κάμποσον καιρό με παρακινούσε η όρεξη να κάμω ν' απαντηθούμε στο σπίτι μου η κυρία και το κορίτσι. Επειδή ήξερα τους χαραχτήρες τους, λογάριαζα πως θα γλεντούσα κάπως με το ηλίθιο αυτό χωρατό.

«Για να προετοιμάσω το συναπάντημα τούτο, πήγαινα συχνότερα στην κάμαρα που κρατούσα σ' ένα μεγάλο σπίτι της οδού Γκοροχοβίγια, όπου ερχότανε πάντα η καμαριέρα. Η κάμαρά μου ήτανε στο τέταρτο πάτωμα, μέσα σε μια κατοικία φτωχονοικοκυραίων της Πετρούπολης. Οι νοικοκύρηδές μου βαστούσανε ένα δωμάτιο διπλανό, τόσο πολύ στενόχωρο, που αναγκαζόντανε ν' αφήνουνε ανοιχτή την πόρτα που συγκοινωνούσε με την κάμαρά μου. Ο άντρας, με γενειάδα μεγάλη και μακριά ρεντιγκότα, ήταν υπάλληλος σε κάποιο γραφείο, και ξεκινώντας το πρωί, δε γυρνούσε παρά τη νύχτα πίσω. Η γυναίκα καμιά σαρανταριά χρονών, ξήλωνε παλιά ρούχα και τα γύριζε από την ανάποδη, κ' έλειπε συχνά για να πηγαίνει να παραδώσει τη δουλειά της. Έμενα ολομόναχος με το κοριτσάκι τους, που φαινότανε ολότελα σαν παιδί. Τήνε λέγανε Ματριόσα. Ή μητέρα της την αγαπούσε, μα την έδερνε συχνά, και της έβγαζε τις φωνές για το τίποτα, όπως συνηθίζουνε αυτής της λογής οι γυναίκες. Η μικρούλα με υπηρετούσε και συγύριζε την κάμαρά μου.

«Δηλώνω πως έχω ξεχάσει τον αριθμό του σπιτιού. Ζήτησα πληροφορίες, κ' εκείνο που ξέρω σήμερα, είναι μονάχα πως το παλιό αυτό ακίνητο το γκρεμίσανε και πως στη θέση του, όπως και στη θέση δυο άλλων ακόμη παλιών σπιτιών. Χτίστηκε τώρα ένα μεγάλο σπίτι καινούργιο. Ξέχασα ακόμη και το όνομα των φτωχονοικοκυραίων εκείνων· μπορεί και να μην το ήξερα ποτέ μου. Θυμούμαι ωστόσο, πως τη γυναίκα τήνε λέγανε Στεπανίδα· τ' όνομα του ανδρός δεν το θυμούμαι, μήτε ξέρω τι απογίνανε κ' οι δυο τους. Φαντάζομαι, πως αν ψάξει κανείς, κι αν ζητήσει πληροφορίες στην αστυνομία της πρωτεύουσας, θα μπορούσε να ξαναβρεί τα χνάρια τους.

«Η κατοικία έβλεπε κατά την αυλή».

«Τα γεγονότα που θα ιστορήσω γίνανε τον Ιούνιο. Μια μέρα χάθηκε από το τραπέζι μου ένας σουγιάς, που δεν τον μεταχειριζόμουνα ποτέ μου· έστεκε εκεί απάνω χωρίς λόγο. Μίλησα για το χάσιμο αυτό στη νοικοκυρά, χωρίς να συλλογιστώ πως εκείνη θα ξυλοφόρτωνε την κόρη της. Είχε βγάλει κιόλας τις φωνές γιατί χάθηκε κάποιο κουρέλι και τα ‘χε βάλει με τη μικρή, θαρρώντας πως το ‘χε σουφρώσει για την κούκλα της. Όταν αργότερα το κουρέλι εκείνο βρέθηκε κάτω απ' το τραπεζομάντηλο, η μικρή δεν είπε ούτε ένα παράπονο που τιμωρήθηκε άδικα και κοιτούσε μονάχα σιωπηλή. Πρόσεξα, πως το έκανε επίτηδες, και τότε, για πρώτη φορά, κοίταξα καλύτερα το πρόσωπό της. Ως τότε δεν είχε προκαλέσει την προσοχή μου. Ήτανε ξανθουλή, με πρόσωπο γεμάτο από πανάδες, πρόσωπο πρόστυχο μα με κάποιαν έκφραση ολότελα παιδιάτικη και εξαιρετικά γλυκεία.

«Η μητέρα ήταν δυσαρεστημένη που δεν έβλεπε την κόρη να της παραπονιέται για την άδικη τιμωρία. Κ' έτσι το περιστατικό του σουγιά της χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι. Ήταν απελπισμένη που τιμώρησε δίχως λόγο το παιδί της. Έβγαλε μερικές βέργες απ' τη σκούπα της κ' έδειρε μ' αυτές την κόρη της τόσο δυνατά, που μείνανε κόκκινα χνάρια στο πετσί της. Και το ‘καμε αυτό μπροστά μου, μ' όλο που η κόρη της ήτανε κιόλας δώδεκα χρονών. Η Ματριόσα δεν έβγαλε φωνές που τις έφαγε, σίγουρα επειδή ήμουνα κ' εγώ μπροστά στο καταχείρισμά της, σε κάθε όμως χτύπημα έβγαζε ένα παράξενο αναφιλητό σα λόξιγκα, κ' εξακολούθησε να ‘χει λόξιγκα και μιαν ώρα ακόμα αργότερα.

«Ωστόσο, είχε συμβεί τούτο στην αρχή: την ίδια τη στιγμή που η νοικοκυρά όρμησε στη σκούπα για να βγάλει μερικές βέργες, εγώ ξαναβρήκα το σουγιά στο κρεβάτι μου, όπου θα είχε πέσει σίγουρα από το τραπέζι. Αμέσως μου ήρθε η ιδέα να μην το μαρτυρήσω για να ξυλοκοπηθεί το κοριτσάκι. Την απόφαση αυτή την πήρα μονομιάς· σε στιγμές παρόμοιες, λες και μου σβήνει η πνοή... Μα είμαι αποφασισμένος να τα ιστορήσω όλα καθαρά και ξάστερα, για να μη μείνει τίποτα κρυφό.

«Κάθε κατάσταση εξαιρετικά άθλια, τρομερά ταπεινωτική και πρόστυχη, κι απάνω απ' όλα τα γελοία, όπου μου ‘τυχε να βρεθώ, προκαλούσε μέσα μου θυμό μεγάλο, μα και κάποια ηδονή ανέκφραστη ταυτόχρονα. Το ίδιο πάθαινα και στις στιγμές που έκανα καμιά παλιανθρωπιά, ή που βρισκόμουνα σε κίνδυνο. Αν είχα κλέψει τίποτα, θα αισθανόμουνα την ώρα της κλοπής κάποια μέθη μπροστά στο βάθος της ατιμίας μου. Εκείνο που σε τέτοιες περιστάσεις μ' ευχαριστούσε, δεν ήταν η ατιμωτική πράξη - όχι - αλλά η εξαίρετη ηδονή που μου ‘δινε το οξύ συναίσθημα της προστυχιάς μου. Το ίδιο μου τύχαινε κάθε φορά, που, τη στιγμή της μονομαχίας, περίμενα, τον πυροβολισμό του αντιπάλου μου: ένοιωθα συναίσθημα παρόμοιο. Ομολογώ, πως το συναίσθημα αυτό το γύρεψα συχνά επίτηδες, γιατί έχει απάνω μου πολύ δυνατήν επίδραση. Όταν δεχόμουνα κανένα ράπισμα (κ' έχω δεχθεί δυο φορές μπάτσους στη ζωή μου), ένοιωθα και πάλι το ίδιο συναίσθημα, κι ας μ' έπιανε αγανάχτηση. Άμα καταφέρνεις όμως να κράτησης το θυμό σου, τότε η ευχαρίστηση ξεπερνά κάθε ηδονή που μπορείς να φανταστείς.

«Ποτέ μου δε μίλησα σε κανέναν, φυλάχτηκα μάλιστα. να μην κάμω ποτέ μήτε τον παραμικρότερο υπαινιγμό γι' αυτή μου την αθλιότητα, την έκρυψα πάντα σαν ντροπή μου. Όταν με χτυπήσανε κάποτε και με σύρανε από τα μαλλιά σε μια ταβέρνα της Πετρούπολης, δεν ένοιωσα το συναίσθημα αυτό της ντροπής, αλλά μονάχα φοβερό θυμό, μ' όλο που δεν ήμουνα μεθυσμένος. Αν, από την άλλη μεριά, ο Γάλλος εκείνος υποκόμης, που, στο εξωτερικό, με μπάτσισε, και που του κομμάτιασα, σε μονομαχία, το κάτω του σαγόνι, αν ο υποκόμης αυτός μ' έπιανε από τα μαλλιά και μ' έριχνε κατά γης, θα ένοιωθα τότε σίγουρα ηδονή μεθυστική κι όχι θυμό.

«Όλα τούτα τα λέω για να μάθουν όλοι, πως το συναίσθημα εκείνο ποτέ δε με κυριαρχούσε ολότελα, και πως διατηρούσα πάντα και τέλεια τη συνείδησή μου. Αν το ήθελα, θα μπορούσα να εξουσιάσω το συναίσθημα εκείνο, ακόμα κι όταν έφτανε στη μεγαλύτερη έντασή του, μα ποτέ δε μου ήρθε τέτοια διάθεση. Είμαι πεπεισμένος πως θα κατάφερνα να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου, σαν αγνός καλόγερος, μ' όλο που είμαι προικισμένος με κτηνώδη ηδυπάθεια, που πάντα την ερέθιζα μέσα μου. Επιμένω λοιπόν να δηλώσω, πως δεν έχω καμιά πρόθεση να δικαιολογήσω τα κρίματά μου, ούτε με την επίδραση του παρελθόντος, ούτε με το ανεύθυνο μυαλό αρρωστημένου.

«Όταν η τιμωρία του κοριτσιού πήρε τέλος, έβαλα το σουγιά στην τσέπη του γιλέκου μου, βγήκα απ' το σπίτι χωρίς να πω λέξη και πήγα και τον πέταξα μακριά στο δρόμο, για να μη μάθει ποτέ κανείς πως τον είχα βρει.

«Ένοιωσα αμέσως πως αυτό που έκαμα ήτανε παλιανθρωπιά, και μ' όλο τούτο αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση, γιατί ένα συναίσθημα ακαθόριστο με φλόγισε σαν πυρωμένο σίδερο κ' έκανα γούστο.

«Περίμενα έπειτα δυο μέρες. Η μικρή, αφού έκλαψε, έγινε ακόμη περισσότερο σιωπηλή. Είμαι σίγουρος, πως δε μου κρατούσε καθόλου κακία, ένοιωθε όμως ντροπή που τιμωρήθηκε με τέτοιον τρόπο μπροστά μου. 'Ωστόσο, σαν υπάκουο παιδί που ήτανε τα ‘βαζε μονάχα με τον εαυτό της για το ντρόπιασμά της αυτό. Το σημειώνω τούτο, επειδή έχει σημασία για ό,τι θα διηγηθώ πάρα κάτω.

«Πέρασα τις δυο-τρεις αυτές ήμερες στην κυριότερη κατοικία μου. Ένα σωρό άνθρωποι καθόντανε στο σπίτι εκείνο που νοίκιαζε επιπλωμένα δωμάτια: υπάλληλοι χωρίς θέση ή υπάλληλοι κατώτεροι, γιατροί δίχως πελατεία, κάθε λογής Πολωνοί, που μαζευόντανε όλοι γύρω μου. Ζούσα μέσα σ' εκείνη τη χάβρα σαν ερημίτης, δηλαδή απομονωμένος μέσα στο μυαλό μου, τριγυρισμένος όμως ολημέρα από τσούρμο ολάκερο «συντρόφων», πολύ αφοσιωμένων σε μένα και που με λατρεύανε σχεδόν για τα χατίρι του πουγκιού μου. Θαρρώ, πως κάμαμε όλοι μαζί πολλές μπερμπαντιές, σε τρόπο που άλλοι νοικάρηδες μας φοβόντανε, δηλ. μας έδειχναν σεβασμό, κι ας κάναμε κακοήθειες πάρα πολύ τολμηρές κάπου-κάπου. Λιγουλάκι ακόμα να τραβούσαμε το σκοινί, θα ‘πρεπε να ετοιμάζομαι για κανένα ταξιδάκι αναψυχής ως στη Σιβηρία. Βαριεστούσα σε τέτοιο σημείο, που θα μπορούσα να πάω να κρεμαστώ· κι αν δε κρεμάστηκα, είναι γιατί περίμενα πάντα πως θα γίνει κάτι, όπως αυτό το κάτι το περίμενα και σ' όλη μου τη ζωή.

«Θυμούμαι, πως τότε ασχολήθηκα σοβαρά με τη θεολογία. Βάσταξε αυτό κάμποσον καιρό, ύστερα μου ξανάρθε η πλήξη, ίδια και χειρότερη.

«Όσο για τα πολιτικά μου τα φρονήματα, - αυτά κατασταλάζανε μέσα μου έτσι, που να μου γεννούν τη διάθεση να βάλω φουρνέλα στις τέσσερις άκρες του κόσμου και να τον τινάξω στον αέρα ολόκληρον, αν άξιζε, οπωσδήποτε, τον κόπο να το κάμω. Και τούτο όχι από καμιά ιδιαίτερη κακία, άλλα μονάχα από πλήξη. Δεν είμαι καθόλου σοσιαλιστής. Θαρρώ, πως όλη μου αυτή η διάθεση ήταν αρρώστια. Ο γιατρός Δομπρολιούβωφ, που καθότανε στο σπίτι εκείνο με τη φαμελιά του, μου αποκρίθηκε μια μέρα, όταν τόνε ρώτησα στα χωρατά αν υπάρχει κανένα φάρμακο, που να μπορεί να διεγείρει πολιτικές αρετές: «Για να διεγείρει πολιτικές αρετές, ίσως να μην υπάρχει κανένα· μα θα μπορούσε να βρεθεί φάρμακο που να διεγείρει τάσεις προς εγκλήματα». Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ με το αστείο του, μ' όλο που ήτανε φτωχός, κ' είχε απάνω στο κεφάλι του γυναίκα έγκυο και δυο κοριτσάκια ψόφια από την πείνα. Η αλήθεια όμως είναι πως αν δεν ήτανε οι άνθρωποι υπερβολικά ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, δε θα καταφέρνανε ποτέ να ζήσουν.


Μέρος 2 (1) Part 2 (1) Partie 2 (1)

Ο τύπος των φύλλων εκείνων φανέρωνε, αληθινά, πως είχανε τυπωθεί στο εξωτερικό. Ήτανε τρεις κόλες κοινού χαρτιού επιστολής, σε σχήμα φυλλαδίου. Θα είχε στοιχειοθετηθεί φυσικά σε κανένα ρούσικο τυπογραφείο του εξωτερικού, γιατί τα φύλλα μοιάζανε σαν προκήρυξη.

Ο τίτλος έλεγε: «Από μέρος του Σταυρόγκιν».

Αντιγράφω κατά λέξη το έγγραφο τούτο, στο διήγημα μου. Φρόντισα ωστόσο να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη, που ήταν πάρα πολλά, τόσο που με ξάφνισαν, γιατί αυτός που τα έγραψε ήταν, μ' όλα τούτα, άνθρωπος μορφωμένος και διαβασμένος μάλιστα πολύ. Δεν πείραξα όμως καθόλου το ύφος, κι ας είχε και σολοικισμούς, ακόμη και ασάφειες. Είναι οπωσδήποτε φανερό, πως αυτός που τα ‘γραψε δεν ήτανε συγγραφέας. Θα προσθέσω ακόμα μια παρατήρηση, μ' όλο που προτρέχω απ' τη διήγηση. Το έγγραφο αυτό, είναι, κατά την ιδέα μου, προϊόν ανθρώπου, που όταν έγραφε βρισκότανε σε κρίση· το έργο του είναι δημιούργημα του δαιμονίου που τον κατείχε. Το συναίσθημα που τον έσπρωξε να γράψει το έγγραφο αυτό, είναι απαράλλαχτο σαν κ' εκείνο που νοιώθει ένας άρρωστος που υποφέρει από πόνους δυνατούς και που στριφογυρίζει στο κρεβάτι του για να ξαπλωθεί με τρόπο τέτοιο, που να νοιώσει κάποιο ξαλάφρωμα ή, αν όχι ξαλάφρωμα, κάποια μεταβολή του πόνου. Κι άμα το πετύχει, δε συλλογιέται, βέβαια, πια, αν είναι όμορφη ή αν είναι καλή η θέση που πήρε.

Η κυρίαρχη σκέψη του εγγράφου αυτού συνίσταται στην τρομαχτική ανάγκη της τιμωρίας, του σταυρώματος, του βασανισμού μπροστά σε κόσμο.

Από την άλλη πάλι τη μεριά, ολόκληρο το έγγραφο είναι ταυτόχρονα έργο στασιαστού, ανθρώπου απελπισμένου, μ' όλο που φαίνεται πως γράφτηκε γι' άλλο σκοπό. Ο συγγραφέας δηλώνει πως «δεν μπόρεσε να μη γράψει»· πως ήταν «αναγκασμένος να γράψει», κι αυτό φαίνεται λογικό.

Θα ήθελε, σίγουρα να παρέλθει απ' αυτού το ποτήριον τούτο, άλλα κάτι τον έδενε μ' αυτό, τον έδενε πραγματικά, κ' έτσι, άρπαξε την ευκαιρία καινούργιας μανίας, σωστής επανάστασης. Ναι, ο άρρωστος αναταράζεται στο κρεβάτι του και πολεμά ν' αναπληρώσει έναν πόνο μ' άλλον πόνο. Από κει παίρνει αφορμή ο αγώνας του κατά της κοινωνίας, αγώνας που θα του εξασφαλίσει μια θέση, πιο υποφερτή, και τότε ρίχνει στην κοινωνία το γάντι του. Το γεγονός και μόνο της συντάξεως παρόμοιου εγγράφου είναι πρόκληση κατά της κοινωνίας απροσδόκητη και ασυγχώρητη. Διακρίνεις μέσα σ' αυτό μια δίψα μια πρόκληση ενός οποιουδήποτε αντιπάλου.

Μπορεί ακόμη να υποτεθεί, πως τα φύλλα αυτά, τα προορισμένα για το φως της δημοσιότητας, είναι πράξη προσβλητική, ιδιόρρυθμη. Οπωσδήποτε, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει, πως, μ' όλα ταύτα το έγγραφο είναι πλαστό, πως μ' άλλα λόγια όλα όσα λέγονται εκεί μέσα είναι απ' αρχής ως στο τέλος παραμύθι. Δίχως άλλο, η αλήθεια πρέπει, να ζητηθεί ανάμεσα από τα δυο άκρα.

Μα θαρρώ, πως πάρα πολύ έχω προκρίνει τα πράγματα και πως το σίγουρο είναι να ξαναγυρίσουμε στο έγγραφο το ίδιο.

Ιδού τι διάβασε ο Τύχων :

«Από μέρους του Στανρόγκιν.

« Εγώ, ο Νικόλας Σταυρόγκιν, απόστρατος αξιωματικός, έζησα στην Πετρούπολη το 186... περνώντας άσωτη ζωή, χωρίς να βρω σ' αυτή καμιά ευχαρίστηση. Για κάμποσον καιρό, κρατούσα εκεί τρεις κατοικίες. «Καθόμουνα ταχτικά σ' ένα σπίτι που νοίκιαζε δωμάτια επιπλωμένα, όπου κατοικούσε τότε κ' η Μαρία Λεβιαδκίν, που έγινε αργότερα νόμιμη γυναίκα μου. Τις άλλες τις κατοικίες τις είχα νοικιασμένες για βρωμοδουλειές: στη μια απ' αυτές δεχόμουνα μια κυρία που μ' αγαπούσε· στην άλλη την καμαριέρα της. Για κάμποσον καιρό με παρακινούσε η όρεξη να κάμω ν' απαντηθούμε στο σπίτι μου η κυρία και το κορίτσι. Επειδή ήξερα τους χαραχτήρες τους, λογάριαζα πως θα γλεντούσα κάπως με το ηλίθιο αυτό χωρατό.

«Για να προετοιμάσω το συναπάντημα τούτο, πήγαινα συχνότερα στην κάμαρα που κρατούσα σ' ένα μεγάλο σπίτι της οδού Γκοροχοβίγια, όπου ερχότανε πάντα η καμαριέρα. Η κάμαρά μου ήτανε στο τέταρτο πάτωμα, μέσα σε μια κατοικία φτωχονοικοκυραίων της Πετρούπολης. Οι νοικοκύρηδές μου βαστούσανε ένα δωμάτιο διπλανό, τόσο πολύ στενόχωρο, που αναγκαζόντανε ν' αφήνουνε ανοιχτή την πόρτα που συγκοινωνούσε με την κάμαρά μου. Ο άντρας, με γενειάδα μεγάλη και μακριά ρεντιγκότα, ήταν υπάλληλος σε κάποιο γραφείο, και ξεκινώντας το πρωί, δε γυρνούσε παρά τη νύχτα πίσω. Η γυναίκα καμιά σαρανταριά χρονών, ξήλωνε παλιά ρούχα και τα γύριζε από την ανάποδη, κ' έλειπε συχνά για να πηγαίνει να παραδώσει τη δουλειά της. Έμενα ολομόναχος με το κοριτσάκι τους, που φαινότανε ολότελα σαν παιδί. Τήνε λέγανε Ματριόσα. Ή μητέρα της την αγαπούσε, μα την έδερνε συχνά, και της έβγαζε τις φωνές για το τίποτα, όπως συνηθίζουνε αυτής της λογής οι γυναίκες. Η μικρούλα με υπηρετούσε και συγύριζε την κάμαρά μου.

«Δηλώνω πως έχω ξεχάσει τον αριθμό του σπιτιού. Ζήτησα πληροφορίες, κ' εκείνο που ξέρω σήμερα, είναι μονάχα πως το παλιό αυτό ακίνητο το γκρεμίσανε και πως στη θέση του, όπως και στη θέση δυο άλλων ακόμη παλιών σπιτιών. Χτίστηκε τώρα ένα μεγάλο σπίτι καινούργιο. Ξέχασα ακόμη και το όνομα των φτωχονοικοκυραίων εκείνων· μπορεί και να μην το ήξερα ποτέ μου. Θυμούμαι ωστόσο, πως τη γυναίκα τήνε λέγανε Στεπανίδα· τ' όνομα του ανδρός δεν το θυμούμαι, μήτε ξέρω τι απογίνανε κ' οι δυο τους. Φαντάζομαι, πως αν ψάξει κανείς, κι αν ζητήσει πληροφορίες στην αστυνομία της πρωτεύουσας, θα μπορούσε να ξαναβρεί τα χνάρια τους.

«Η κατοικία έβλεπε κατά την αυλή».

«Τα γεγονότα που θα ιστορήσω γίνανε τον Ιούνιο. Μια μέρα χάθηκε από το τραπέζι μου ένας σουγιάς, που δεν τον μεταχειριζόμουνα ποτέ μου· έστεκε εκεί απάνω χωρίς λόγο. Μίλησα για το χάσιμο αυτό στη νοικοκυρά, χωρίς να συλλογιστώ πως εκείνη θα ξυλοφόρτωνε την κόρη της. Είχε βγάλει κιόλας τις φωνές γιατί χάθηκε κάποιο κουρέλι και τα ‘χε βάλει με τη μικρή, θαρρώντας πως το ‘χε σουφρώσει για την κούκλα της. Όταν αργότερα το κουρέλι εκείνο βρέθηκε κάτω απ' το τραπεζομάντηλο, η μικρή δεν είπε ούτε ένα παράπονο που τιμωρήθηκε άδικα και κοιτούσε μονάχα σιωπηλή. Πρόσεξα, πως το έκανε επίτηδες, και τότε, για πρώτη φορά, κοίταξα καλύτερα το πρόσωπό της. Ως τότε δεν είχε προκαλέσει την προσοχή μου. Ήτανε ξανθουλή, με πρόσωπο γεμάτο από πανάδες, πρόσωπο πρόστυχο μα με κάποιαν έκφραση ολότελα παιδιάτικη και εξαιρετικά γλυκεία.

«Η μητέρα ήταν δυσαρεστημένη που δεν έβλεπε την κόρη να της παραπονιέται για την άδικη τιμωρία. Κ' έτσι το περιστατικό του σουγιά της χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι. Ήταν απελπισμένη που τιμώρησε δίχως λόγο το παιδί της. Έβγαλε μερικές βέργες απ' τη σκούπα της κ' έδειρε μ' αυτές την κόρη της τόσο δυνατά, που μείνανε κόκκινα χνάρια στο πετσί της. Και το ‘καμε αυτό μπροστά μου, μ' όλο που η κόρη της ήτανε κιόλας δώδεκα χρονών. Η Ματριόσα δεν έβγαλε φωνές που τις έφαγε, σίγουρα επειδή ήμουνα κ' εγώ μπροστά στο καταχείρισμά της, σε κάθε όμως χτύπημα έβγαζε ένα παράξενο αναφιλητό σα λόξιγκα, κ' εξακολούθησε να ‘χει λόξιγκα και μιαν ώρα ακόμα αργότερα.

«Ωστόσο, είχε συμβεί τούτο στην αρχή: την ίδια τη στιγμή που η νοικοκυρά όρμησε στη σκούπα για να βγάλει μερικές βέργες, εγώ ξαναβρήκα το σουγιά στο κρεβάτι μου, όπου θα είχε πέσει σίγουρα από το τραπέζι. Αμέσως μου ήρθε η ιδέα να μην το μαρτυρήσω για να ξυλοκοπηθεί το κοριτσάκι. Την απόφαση αυτή την πήρα μονομιάς· σε στιγμές παρόμοιες, λες και μου σβήνει η πνοή... Μα είμαι αποφασισμένος να τα ιστορήσω όλα καθαρά και ξάστερα, για να μη μείνει τίποτα κρυφό.

«Κάθε κατάσταση εξαιρετικά άθλια, τρομερά ταπεινωτική και πρόστυχη, κι απάνω απ' όλα τα γελοία, όπου μου ‘τυχε να βρεθώ, προκαλούσε μέσα μου θυμό μεγάλο, μα και κάποια ηδονή ανέκφραστη ταυτόχρονα. Το ίδιο πάθαινα και στις στιγμές που έκανα καμιά παλιανθρωπιά, ή που βρισκόμουνα σε κίνδυνο. Αν είχα κλέψει τίποτα, θα αισθανόμουνα την ώρα της κλοπής κάποια μέθη μπροστά στο βάθος της ατιμίας μου. Εκείνο που σε τέτοιες περιστάσεις μ' ευχαριστούσε, δεν ήταν η ατιμωτική πράξη - όχι - αλλά η εξαίρετη ηδονή που μου ‘δινε το οξύ συναίσθημα της προστυχιάς μου. Το ίδιο μου τύχαινε κάθε φορά, που, τη στιγμή της μονομαχίας, περίμενα, τον πυροβολισμό του αντιπάλου μου: ένοιωθα συναίσθημα παρόμοιο. Ομολογώ, πως το συναίσθημα αυτό το γύρεψα συχνά επίτηδες, γιατί έχει απάνω μου πολύ δυνατήν επίδραση. Όταν δεχόμουνα κανένα ράπισμα (κ' έχω δεχθεί δυο φορές μπάτσους στη ζωή μου), ένοιωθα και πάλι το ίδιο συναίσθημα, κι ας μ' έπιανε αγανάχτηση. Άμα καταφέρνεις όμως να κράτησης το θυμό σου, τότε η ευχαρίστηση ξεπερνά κάθε ηδονή που μπορείς να φανταστείς.

«Ποτέ μου δε μίλησα σε κανέναν, φυλάχτηκα μάλιστα. να μην κάμω ποτέ μήτε τον παραμικρότερο υπαινιγμό γι' αυτή μου την αθλιότητα, την έκρυψα πάντα σαν ντροπή μου. Όταν με χτυπήσανε κάποτε και με σύρανε από τα μαλλιά σε μια ταβέρνα της Πετρούπολης, δεν ένοιωσα το συναίσθημα αυτό της ντροπής, αλλά μονάχα φοβερό θυμό, μ' όλο που δεν ήμουνα μεθυσμένος. Αν, από την άλλη μεριά, ο Γάλλος εκείνος υποκόμης, που, στο εξωτερικό, με μπάτσισε, και που του κομμάτιασα, σε μονομαχία, το κάτω του σαγόνι, αν ο υποκόμης αυτός μ' έπιανε από τα μαλλιά και μ' έριχνε κατά γης, θα ένοιωθα τότε σίγουρα ηδονή μεθυστική κι όχι θυμό.

«Όλα τούτα τα λέω για να μάθουν όλοι, πως το συναίσθημα εκείνο ποτέ δε με κυριαρχούσε ολότελα, και πως διατηρούσα πάντα και τέλεια τη συνείδησή μου. Αν το ήθελα, θα μπορούσα να εξουσιάσω το συναίσθημα εκείνο, ακόμα κι όταν έφτανε στη μεγαλύτερη έντασή του, μα ποτέ δε μου ήρθε τέτοια διάθεση. Είμαι πεπεισμένος πως θα κατάφερνα να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου, σαν αγνός καλόγερος, μ' όλο που είμαι προικισμένος με κτηνώδη ηδυπάθεια, που πάντα την ερέθιζα μέσα μου. Επιμένω λοιπόν να δηλώσω, πως δεν έχω καμιά πρόθεση να δικαιολογήσω τα κρίματά μου, ούτε με την επίδραση του παρελθόντος, ούτε με το ανεύθυνο μυαλό αρρωστημένου.

«Όταν η τιμωρία του κοριτσιού πήρε τέλος, έβαλα το σουγιά στην τσέπη του γιλέκου μου, βγήκα απ' το σπίτι χωρίς να πω λέξη και πήγα και τον πέταξα μακριά στο δρόμο, για να μη μάθει ποτέ κανείς πως τον είχα βρει.

«Ένοιωσα αμέσως πως αυτό που έκαμα ήτανε παλιανθρωπιά, και μ' όλο τούτο αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση, γιατί ένα συναίσθημα ακαθόριστο με φλόγισε σαν πυρωμένο σίδερο κ' έκανα γούστο.

«Περίμενα έπειτα δυο μέρες. Η μικρή, αφού έκλαψε, έγινε ακόμη περισσότερο σιωπηλή. Είμαι σίγουρος, πως δε μου κρατούσε καθόλου κακία, ένοιωθε όμως ντροπή που τιμωρήθηκε με τέτοιον τρόπο μπροστά μου. 'Ωστόσο, σαν υπάκουο παιδί που ήτανε τα ‘βαζε μονάχα με τον εαυτό της για το ντρόπιασμά της αυτό. Το σημειώνω τούτο, επειδή έχει σημασία για ό,τι θα διηγηθώ πάρα κάτω.

«Πέρασα τις δυο-τρεις αυτές ήμερες στην κυριότερη κατοικία μου. Ένα σωρό άνθρωποι καθόντανε στο σπίτι εκείνο που νοίκιαζε επιπλωμένα δωμάτια: υπάλληλοι χωρίς θέση ή υπάλληλοι κατώτεροι, γιατροί δίχως πελατεία, κάθε λογής Πολωνοί, που μαζευόντανε όλοι γύρω μου. Ζούσα μέσα σ' εκείνη τη χάβρα σαν ερημίτης, δηλαδή απομονωμένος μέσα στο μυαλό μου, τριγυρισμένος όμως ολημέρα από τσούρμο ολάκερο «συντρόφων», πολύ αφοσιωμένων σε μένα και που με λατρεύανε σχεδόν για τα χατίρι του πουγκιού μου. Θαρρώ, πως κάμαμε όλοι μαζί πολλές μπερμπαντιές, σε τρόπο που άλλοι νοικάρηδες μας φοβόντανε, δηλ. μας έδειχναν σεβασμό, κι ας κάναμε κακοήθειες πάρα πολύ τολμηρές κάπου-κάπου. Λιγουλάκι ακόμα να τραβούσαμε το σκοινί, θα ‘πρεπε να ετοιμάζομαι για κανένα ταξιδάκι αναψυχής ως στη Σιβηρία. Βαριεστούσα σε τέτοιο σημείο, που θα μπορούσα να πάω να κρεμαστώ· κι αν δε κρεμάστηκα, είναι γιατί περίμενα πάντα πως θα γίνει κάτι, όπως αυτό το κάτι το περίμενα και σ' όλη μου τη ζωή.

«Θυμούμαι, πως τότε ασχολήθηκα σοβαρά με τη θεολογία. Βάσταξε αυτό κάμποσον καιρό, ύστερα μου ξανάρθε η πλήξη, ίδια και χειρότερη.

«Όσο για τα πολιτικά μου τα φρονήματα, - αυτά κατασταλάζανε μέσα μου έτσι, που να μου γεννούν τη διάθεση να βάλω φουρνέλα στις τέσσερις άκρες του κόσμου και να τον τινάξω στον αέρα ολόκληρον, αν άξιζε, οπωσδήποτε, τον κόπο να το κάμω. Και τούτο όχι από καμιά ιδιαίτερη κακία, άλλα μονάχα από πλήξη. Δεν είμαι καθόλου σοσιαλιστής. Θαρρώ, πως όλη μου αυτή η διάθεση ήταν αρρώστια. Ο γιατρός Δομπρολιούβωφ, που καθότανε στο σπίτι εκείνο με τη φαμελιά του, μου αποκρίθηκε μια μέρα, όταν τόνε ρώτησα στα χωρατά αν υπάρχει κανένα φάρμακο, που να μπορεί να διεγείρει πολιτικές αρετές: «Για να διεγείρει πολιτικές αρετές, ίσως να μην υπάρχει κανένα· μα θα μπορούσε να βρεθεί φάρμακο που να διεγείρει τάσεις προς εγκλήματα». Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ με το αστείο του, μ' όλο που ήτανε φτωχός, κ' είχε απάνω στο κεφάλι του γυναίκα έγκυο και δυο κοριτσάκια ψόφια από την πείνα. Η αλήθεια όμως είναι πως αν δεν ήτανε οι άνθρωποι υπερβολικά ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, δε θα καταφέρνανε ποτέ να ζήσουν.