8. Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής...
Τις Πέμπτες δεν κατεβαίνουμε πιά στη σάλα, σαν τις άλλες χρονιές, στις επισκέψεις της θείας Δέσποινας. Έτσι αποφάσισαν ο παππούς κι ο μπαμπάς.
– Παιδιά είναι, μπορεί να τους ξεφύγει καμιά κουβέντα, λένε.
Μα κι οι επισκέψεις δεν έρχονται πιά ταχτικά, όπως πρώτα. Μια φορά το μήνα, κάποτε ούτε κι αυτή. Η θεία Δέσποινα λέει με παράπονο, πως φταίνε γι' αυτό... εκείνοι. Ο Νίκος και το καπλάνι, φαντάζομαι πως εννοεί. Έτσι, το καπλάνι το βλέπουμε πιά που και που σα θυμηθεί η Σταματίνα να μας φωνάξει, όταν καθαρίζει τη σάλα. Γι' αυτό παραξενεύτηκα, όταν με φώναξε κάποια μέρα κρυφά και μου λέει:
– Θες να δει το καπλάνι; Έχω το κλειδί της βιτρίνας.
Δεν είχανε περάσει καλά καλά τρεις μέρες, που έπλυνε τα τζάμια της βιτρίνας και μας πήρε στη σάλα να το δούμε.
– Μια στιγμή να φωνάξω τη Μυρτώ.
Η Σταματίνα όμως δε μ' άφησε, γιατί, λέει, η Μυρτώ είναι απάνω με τη θεία Δέσποινα κι εκείνη βιάζεται. Θα μ' ανοίξει μονάχα μια στιγμή να το δω.
Άνοιξε και μόνο που δεν έβαλα φωνή: Το καπλάνι είχε ανάμεσα στα δόντια του ένα άσπρο χαρτάκι!! Σαν και τότε! Το χέρι μου έτρεμε, καθώς το 'χωνα να τραβήξω το χαρτί - όχι τόσο γιατί φοβόμουνα τα σουβλερά του δόντια, μα γιατί ανυπομονούσα να δω το μήνυμα.
ΑΓΟΡΑΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΨΙΑΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ. ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΟΝΗ. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ.
– Δες, λέω στη Σταματίνα, το «μόνη» είναι υπογραμμισμένο δυό φορές.
– Λοιπόν, να πας μόνη, κάνει αδιάφορα εκείνη.
– Να μην το πω ούτε στη Μυρτώ!
– Έτσι λέει το χαρτί, ΜΟΝΗ, εξηγεί εκείνη.
Χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά μου, που νόμιζα πως θα σπάσει, Σαν είχαμε πάρει το πρώτο μήνυμα από το καπλάνι και ξεκινούσαμε για το Μύλο με το Μισό Φτερό, έμοιαζε πιότερο με παιχνίδι· κι έπειτα, ήμασταν όλοι κι ο Νώλης, που μαζί του δε φοβάται κανείς. Άραγε να περίμενα το Νώλη, όταν θα 'ρθει για μάθημα να πάμε μαζί; Μα το μήνυμα έλεγε ΣΗΜΕΡΑ, ΜΟΝΗ.
Το ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής είναι ένα στενό, πίσω από το σπίτι μας. Και τι δεν μπορεί ν' αγοράσει κανείς εκεί μέσα! Έκτος από τα είδη του σχολείου, έχει και πουλιά ακόμα με χρυσωμένα κλουβιά και σοκολάτες με λοταρία, που άμα βρεις μέσα μιάν εικόνα ενός σπάνιου λουλουδιού, μπορείς να κερδίσεις ένα τέτοιο κλουβί με το πουλάκι μαζί. Ο παππούς λέει, πως όλες μας οι «αποταμιεύσεις», της Μυρτώς και μένα, στην κυρία Αγγελική πηγαίνουν. Δεν είμαστε όμως τυχερές, γιατί ποτέ δε μας έπεσε το σπάνιο λουλούδι.
Τι άραγε θα 'βρισκα τώρα, στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής; Μήπιος γράμμα από το Νίκο, μέσα στο τετράδιο που θα αγόραζα; Δεν μ' άρεσε καθόλου που πήγαινα μόνη μου χωρίς κανένα παιδί. Έτσι δεν είχε γούστο.
Η κυρα-Αγγελική ήξερε πως μ' αρέσουν τα πουλιά και μ' άφηνε πολλές φορές να χτυπώ με το δάχτυλο τα κάγκελα του κλουβιού τους και κείνα να 'ρχονται να μου τσιμπάνε το χέρι. Μόλις ζήτησα τετράδια, εκείνη χαμογέλασε και μου λέει:
– Έλα να σου δείξω ένα καινούριο πουλί.
Με πήρε και με πήγε σε μια μικρή πορτούλα, που ήτανε στο βάθος του μαγαζιού. Την άνοιξε και μου έγνεψε να μπω μέσα.
– Μέλισσα!
Κάποιος μίλησε. Κάποιος, που με φώναζε Μέλισσα, γιατί μεγάλωσα πιά. Τα μάτια μου θαμπωμένα από τον ήλιο δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στο μισοσκότεινο καμαράκι. Μα, πριν συνηθίσω καλά στο σκοτάδι, δυο χέρια με σήκωσαν ψηλά...
– Αχ , τσίχλα, τσίχλα! Πουπουλάκι είσαι. Δε θα βάλεις δυο δράμια κρέας απάνω σου;
Δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από τη σαστιμάρα μου. Τι γύρευε ο Νίκος στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής!
– Βλέπεις, δεν έφυγα ακόμα, λέει και χαμογελάει (τον διακρίνω τώρα), σαν να 'ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να βρίσκεται κειδά, στο σκοτεινό δωματιάκι, ανάμεσα σε άδεια κουτιά, στοίβες τετράδια και κλουβιά.
Άρχισε να με ρωτάει για όλους στο σπίτι, και για την Άρτεμη και το Νώλη, μα πιότερο ήθελε να μάθει γι' αυτούς τους «εξόριστους», όπως τους έλεγε ο Νωλης, που μένανε στο τσαρδάκι τους.
– Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό, που μόνο εσύ κι ο Νώλης να το ξέρετε; είπε ο Νίκος και με κοίταξε σοβαρά σοβαρά στα μάτια.
Βέβαια και μπορούσα, μα ήτανε πολύ βαρύ να 'χω κι άλλο μυστικό από τη Μυρτώ. Φτάνει που είχα του Νώλη! Κι Εδώ δεν είναι Λαμαγάρι, να μπορώ να τρέχω ό,τι ώρα θέλω, στην ακρογιαλιά, να σκάβω λακκουβάκια στην άμμο και να φωνάζω, εκεί μέσα, τα μυστικά μου.
– Ούτε στη Μυρτώ δεν κάνει να τα πω;
– Σε κανέναν, λέει ο Νίκος, ακόμα πιο σοβαρά.
Έδωσα το λόγο μου, με βαριά καρδιά. Ο Νίκος πήρε από την τσέπη του ένα κουτί τσιγάρα, έσχισε την ταινία, το άνοιξε, έβαλε μέσα κάτω από το χρυσόχαρτο ένα διπλωμένο χαρτάκι και ξανακόλλησε την ταινία.
– Να το δώσει ο Νώλης στους εξόριστους, λέει και μου κρύβει το κουτί στην τσέπη. Μόλις σου ξαναφέρει πίσω το κουτί, έλα πάλι ν' αγοράσεις τετράδια. Ξέρω πως δεν είναι παιχνίδια αυτά για παιδιά, συνεχίζει. Μα ζούμε σε πολύ πολύ δύσκολους καιρούς.
Σα ρώτησε μετά τα νέα μας απ' το σχολείο, έμοιαζε πάλι με τον παλιό Νίκο, που τραγουδούσε κι έπαιζε μαζί μας παιχνίδια ξένοιαστα, για παιδιά, που δεν ήταν ανάγκη να τα κρύβεις από κανέναν. Εγώ του τα διηγήθηκα όλα: για το σχολείο, για τον Αλέξη και τον μπαμπά του...
Ο Νίκος στεναχωρέθηκε πολύ, σαν του είπα πως η Μυρτώ θέλει να γίνει αρχηγός. Δε μ' άφησε να του πω κι άλλα, για να μην ανησυχούν στο σπίτι, που έλειψα τόση ώρα.
– Θα μείνεις ακόμα πολύ στο νησί; τον ρώτησα.
– Εξαρτάται, απάντησε κείνος και μου χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά.
Όταν γύρισα στο σπίτι, τους βρήκα όλους άνω κάτω. Μονάχα της Μυρτώς τα μάτια γυάλιζαν από χαρά. Θα γινόταν αρχηγός. Έτσι είπε ο μπαμπάς! Γύρισε από τη δουλειά του κι έλεγε, πως τον κάλεσε ο διευθυντής του, ο κύριος Περικλής, και του έκανε παρατήρηση επειδή του παραπονέθηκε ο κύριος Καρανάσης, πως δεν αφήνει τη Μυρτώ να γίνει μια από τις πρώτες φαλαγγίτισσες του νησιού μας. Ο μπαμπάς δικαιολογήθηκε, πως είναι ακόμα μικρή... άμα πάει στο Γυμνάσιο... Τότε, ο κύριος Περικλής του είπε, πως ο κύριος Καρανάσης τη διάλεξε, ας είναι και μικρή, γιατί είναι ψηλή και είναι το πιο όμορφο κοριτσάκι στο σχολείο. Θέλουν να της ράψουν στολή φαλαγγίτισσας, να τη βγάλουν φωτογραφίες να τις στείλουν σ' όλα τα περιοδικά του κόσμου, να τις βάλουν στο εξώφυλλο.
Είπε ο κύριος Περικλής, ότι θα προβιβάσει και τον μπαμπά, ενώ αν δεν αφήσει τη Μυρτώ... δεν ξέρει, μπορεί αυτό να έχει συνέπειες στη δουλειά του.
– Αυτό έλειπε, λέει ο παππούς έξω φρένων, να δούμε το παιδί μας στα φασιστικά περιοδικά να φιγουράρει. Ντροπή!
– Είναι φοβερό να το σκεφτείς, μίλησε κι η μαμά ακόμα, και βούρκωσε.
– Μα θα χάσω τη θέση μου, καταλάβατε; φώναξε ο μπαμπάς. Ο κύριος Περικλής το είπε καθαρά: Θα έχει συνέπειες. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο καιρό, θα γίνει υποχρεωτικό και θα πάνε όλα τα παιδιά.
– Τουλάχιστο να μην έχουμε το ρεζίλι να είμαστε πρώτοι, θύμωσε ο παππούς. Όταν άρχισε να μιλάει η θεία Δέσποινα και να λέει πάλι, πως θα το μετανιώσουν, αν εμποδίσουν τη Μυρτώ από τέτοια τύχη, μας στείλανε εμάς στο δωμάτιό μας. Ακούγαμε τις φωνές τους ως απάνω. Πριν γίνει δικτατορία ποτέ δε μιλούσε κανείς απότομα στον άλλον.
– Άκουσες που θα με βάλουν και στα περιοδικά; καμάρωνε η Μυρτώ, λες και είχε μπει κιόλας. Θα μου ράψουν και στολή!...
Κι εγώ να μην μπορώ να της πω, πως είδα τον Νίκο και πως δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου που θέλει να γίνει αρχηγός!
– Τα συγχαρητήριά μου, λέει η Σταματίνα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Θα γίνεις αρχηγός, κυρία Μυρτώ, ο πατέρας σου το αποφάσισε. Που να κόβονταν τα πόδια του βάθρακα, που μας κάθισε στο σβέρκο, μουρμούρισε ύστερα όλο νεύρα.
– ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ, λέει η Μυρτώ. ΕΥ-ΠΟ: θα γίνω αρχηγός.
Κι από τη χαρά της, δίνει μια κλοτσιά στα σκεπάσματά της.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, μουρμουρίζω εγώ και κουκουλώνομαι από το κεφάλι.
ΛΥ-ΠΟ, γιατί έχω μυστικά από τη Μυρτώ. ΛΥ-ΠΟ, γιατί στο σπίτι οι μεγάλοι τσακώνονται. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Νίκος κρύβεται σ' ένα σκονισμένο καμαράκι. ΛΥ-ΠΟ, γιατί ο Αλέξης έρχεται πέντε μέρες τώρα στο σχολείο με δανεικά παπούτσια.
Στις τριάντα Οχτωβρίου δεν είχαμε μαθήματα, γιατί είναι η γιορτή της «αποταμιεύσεως». Ο παππούς ήτανε έξω φρένων.
– Δε φτάνουν, λέει, τόσοι άγιοι, που κάθε τόσο έχετε αργία, προστέθηκε τώρα και η αποταμίευση!
Θα γινότανε στο σχολείο γιορτή κείνη τη μέρα. Πριν μια βδομάδα, ο κύριος Καρανάσης μας έβγαλε ολόκληρο λόγο για την αποταμίευση. Δε θυμάμαι καθόλου τι είπε, γιατί παίζαμε με τον Αλέξη «ναυμαχίες» και μου βούλιαζε όλο τη ναυαρχίδα. Αποταμίευση όμως θα πει να κρύβεις χρήματα. Έπρεπε όλοι να γράψουμε έκθεση και τις καλύτερες θα τις διάβαζαν τη μέρα της γιορτής.
Δε περίμενα, φυσικά, να διαβαστεί η έκθεσή μου. Η κυρία Ειρήνη μου βάζει πάντα άριστα στις εκθέσεις, μα τούτη τη φορά δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Έβλεπα και τον Αλέξη, πλάι μου, που μουτζούρωνε και ξαναμουτζούρωνε το χαρτί του. Τι να πεις για την αποταμίευση! Πως θα παίρναμε, όμως, κουλούρι κι εγώ κι ο Αλέξης, δε το φανταζόμαστε. Αυτές τις εκθέσεις τις βαθμολογούσε ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης.
– Τι σας ήρθε και γράψατε τέτοια πράγματα, μας είπε στεναχωρεμένα η κυρία Ειρήνη, σαν μας επέστρεψε τα τετράδια. Δε με ρωτούσατε;
«Δι' ανόητους σκέψεις, άνευ περιεχομένου», έγραφε ο κύριος Καρανάσης με κόκκινο μολύβι κάτω από την έκθεσή μου. Και από του Αλέξη ακριβώς το ίδιο.
Ο Αλέξης είχε γράψει για ένα θείο του, πολύ πλούσιο, που όλο φύλαγε τα λεπτά του σε κάτι κουτιά. Δεν ξόδευε πεντάρα, ντυνότανε κουρέλια και τέλος τα κρυμμένα λεπτά τα έφαγαν τα ποντίκια. Εγώ έγραψα για ένα κοριτσάκι, που, όταν της έδιναν ν' αγοράσει σοκολάτες, εκείνο έκρυβε τα λεπτά και, σα μεγάλωσε, αρρώστησε κι οι γιατροί της είπαν να μην τρώει γλυκά. Κι έτσι, ποτέ στη ζωή του δε δοκίμασε σοκολάτα.
Η Μυρτώ πήρε άριστα και στη γιορτή θα διαβάζανε την έκθεσή της. Ήτανε η καλύτερη σ' όλο το δημοτικό.
– Αφού εσύ, της λέω, δεν κρύβεις ποτέ σου μια δεκάρα κι αγοράζεις πενάκια κι ένα σωρό τενεκεδάκια από την κυρα-Αγγελική, πως έγραψες ότι «ο άνθρωπος, αποταμιεύοντας, γίνεται χρήσιμος στον εαυτό του και την κοινωνία;»
– Εγώ έγραψα, ό,τι μας είπε ο κύριος Καρανάσης, απάντησε εκείνη. Όχι σαν και σένα και τον Αλέξη, που γίνατε ρεζίλι σ' όλο το σχολείο.
– Ξέρεις τι είπε ο μπαμπάς μου; μου λέει ο Αλέξης, την άλλη μέρα. Πως, αν ήτανε κείνος στη θέση του κύριου Καρανάση, θα μας έβαζε άριστα.
Το περίεργο είναι πως κι ο παππούς το ίδιο είπε.
– Αν είχαμε στο σπίτι μας έστω κι ένα φλιτζάνι του καφέ χωρίς σπασμένο χέρι, μου εμπιστεύεται ο Αλέξης, θα καλούσαμε τον παππού σου. Ο μπαμπάς μου θέλει πολύ να τον γνωρίσει.
Εγώ τον έπεισα, πως τον παππού δεν τον νοιάζει καθόλου, μα καθόλου, γι' αυτά τα πράγματα και πως εκείνος έχει στο γραφείο του ένα χοντρό φλιτζάνι με σπασμένο χέρι και πίνει τον καφέ του. Σε άλλο, λέει, δεν τον ευχαριστιέται.
– Θα μιλήσω τότε με τη μητέρα μου, λέει σοβαρά ο Αλέξης.
Δεν πρόλαβαν, όμως, να τον καλέσουν και γνωρίστηκαν στο μεταξύ αλλού ο παππούς κι ο πατέρας του Αλέξη.
Η θάλασσα και ο ουρανός δεν ξεχώριζαν. Είχαν γίνει σαν μια γκριζωπή κουρτίνα, που δεν ήξερες που άρχιζε και που τέλειωνε. Άσπρα μεγάλα κύματα πηδούσανε κι έσπαγαν στο λιμενοβραχίονα.
– Δε θα 'ρθει η Άρτεμη σήμερα, λέω στη Μυρτώ, που κάθεται μαζί μου στην τζαμωτή και κοιτάμε το αφρισμένο πέλαγος.
– Ούτε κι ο Νώλης θα 'ρθει, συνέχισα και κοίταζα τη βροχή, που είχε κιόλας αρχίσει να χτυπάει στα τζάμια. Σκέφτηκα πως ο Νίκος θα περίμενε άδικα το κουτί από τα τσιγάρα κι άθελά μου μου ξέφυγε δυνατά:
– Κρίμα.
– Τι κρίμα; ρωτάει η Μυρτώ.
– Που δε θα 'ρθουν ο Νώλης κι η Άρτεμη.
– Εμένα δε με νοιάαααζει, τραγουδάει εκείνη. Τώρα, που θα γίνω φαλαγγίτισσα, θα κάνω παρέα μόνο με τα παιδιά της φάλαγγάς μας. Ο κύριος Καρανάσης είπε, πως τώρα πιά φίλοι μας κι αδέλφια θα 'ναι οι άλλοι φαλαγγίτες.
– Και θα τους αγαπάς αυτούς - πως τους είπε; - τους φαλαγγίτες σου πιο πολύ από μένα; ανησύχησα εγώ.
– Μποοοοορείιιιι, τραγουδάει τώρα με κορόνες η Μυρτώ.
Η βροχή ξέσπασε πιά με δύναμη κι οι αστραπές έπεφταν και χάνονταν στη θάλασσα, που φούσκωσε πιότερο ακόμα κι άφρισε και δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει την ήρεμη, γαλάζια, καλοκαιριάτικη θαλασσίτσα του Λαμαγαριού.
– Για δες, λέει η Μυρτώ. Κάποιος τρέχει, μέσα στη βροχή.
Ένα παιδί κουκουλωμένο μ' ένα τσουβάλι έτρεχε πλατσουρώντας στα νερά προς την πόρτα του σπιτιού μας. Δεν μπορεί να 'τανε άλλος από το Νώλη. Προτού ακούσιο ακόμα το κουδούνι να χτυπά, όρμησα στη σκάλα πηδώντας δύο δύο τα σκαλιά. Η Σταματίνα του είχε κιόλας ανοίξει και σταυροκοπιότανε. Μα τι Νώλης ήτανε κείνος. Μουσκεμένος ως το κόκαλο. Από παντού στάζανε νερά. Μονάχα τα παπούτσια του ήτανε ολόστεγνα, γιατί τα 'χε βγάλει, σ' όλο το δρόμο και τα 'χε κρύψει κάτω από τη μασχάλη του.
– Καλύτερα να μάθεις πιο λίγα γράμματα, μουρμουρίζει η Σταματίνα. Ν' αρπάξεις καμιά πνευμονία, να τρελαθεί η μάνα σου, η κακομοίρα.
Τον πήρε στην κουζίνα κι έτρεξε να του φέρει τίποτα ρούχα ώσπου να του στεγνώσει τα δικά του.
– Κοίταξε, λέει ο Νώλης, σαν έφυγε η Σταματίνα. Ούτε μια σταλιά δε βράχηκε.
Και μου δείχνει το κουτί από τα τσιγάρα του Νίκου.
Στο Νίκο πήγα μονάχα την άλλη μέρα, παρόλο που ο Νώλης επέμενε, πως πρέπει να του πάω τα τσιγάρα, όσο μπορώ πιο γρήγορα. Μα η βροχή δε σταματούσε και δεν μπορούσα να πω, πως πάω ν' αγοράσω τετρά δια με τέτοιον κατακλυσμό. Την άλλη μέρα είχε λιακάδα, σαν να 'τανε άνοιξη. Από το παράθυρο της τάξης μας κοίταζα τη θάλασσα, που ήτανε πάλι ολογάλανη κι οι βαρκούλες αρμένιζαν. Νόμιζα, πως όλοι θα 'πρεπε να 'χανε ξεχάσει τη χτεσινή μπόρα. Ο Αλέξης όμως τη θυμότανε. Κουτούλαγε από τη νύστα πάνω στο θρανίο και δυο φορές τον έσπρωξα με τον αγκώνα μου, ενώ πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος.
– Φταίει η χτεσινή βροχή, μου λέει στο διάλειμμα. Όλοι στο σπίτι δεν κλείσαμε μάτι, όλη τη νύχτα. Το χολ και το μπρος δωμάτιο πλημμύρισαν νερά και τ' αδειάζαμε με τους κουβάδες.
Και πάλι συλλογίστηκα, πως δε θα γίνω συγγραφέας, να μένω σ' ένα σπίτι δέκα σκαλιά κάτω από τη γη.
Μόλις σχολάσαμε έτρεξα για τετράδια, στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Αγγελικής. Μπήκα στο καμαράκι και κατατρόμαξα. Καθόταν ένας άντρας, μ' ένα παχύ παχύ μουστάκι, σαν βούρτσα.
– Πολύ ευχάριστο, που δε με γνώρισες, γέλασε εκείνος και γνώρισα τη φωνή του Νίκου.
– Γιατί μασκαρεύτηκες έτσι; απόρησα.
– Τι; δε μου πάει; αστειεύτηκε.
Δεν μπορούσα να τον συνηθίσω και μου φαινόταν σαν ξένος.
Του 'δωσα το κουτί από τα τσιγάρα, εκείνος πήρε ένα χαρτάκι από μέσα, το διάβασε κι ύστερα το 'σκισε, μικρά κομματάκια, άναψε ένα σπίρτο και το 'καψε. Όταν του είπα, πως ο Νώλης το 'φερε μέσα στον κατακλυσμό τον είδα που στεναχωρέθηκε.
– Θέλεις να σου χαρίσω ένα κλουβί μ' ένα καναρίνι; άλλαξε ξαφνικά κουβέντα. Η κυρα-Αγγελική λέει, πως σ' αρέσουν.
- Και τι θα πω στο σπίτι;
– Μπορείς να πεις, πως σου 'πεσε στο λότο.
– Αυτό δεν είναι ψέμα; ρωτώ κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά δυνατά, γιατί πολύ το 'θελα το κλουβί με το καναρίνι. Όμως πάλι, τις σοκολάτες με τους λότους τις παίρναμε πάντα μαζί με τη Μυρτώ και μαζί τις ανοίγαμε και θα μου 'λεγε πως έκανα ζαβολιά.
– Είναι ψέμα, έχεις δίκιο, λέει ο Νίκος, και μου φάνηκε σαν να λυπήθηκε, που δεν μπορούσε να μου χαρίσει το καναρίνι,
Δε μ' άφηνε να φύγω. Ήθελε να μάθει καθετί που γίνεται στο σπίτι και στο σχολείο. Κι όταν του είπα, πως η Μυρτώ θα γίνει φαλαγγίτισσα, στις τέσσερις Νοεμβρίου, που θα είναι μεγάλη γιορτή στο σχολείο, γιατί κλείνουν τρεις μήνες, που έγινε δικτατορία, εκείνος δε θύμωσε με τη Μυρτώ. Κι όπως τότε, που θέλαμε να θάψουμε την Πιπίτσα, τα 'βαλε με μας, τώρα τα 'βαλε με τον κύριο Καρανάση, που ενώ κανένα σχολείο δε σχημάτισε ακόμα φάλαγγα, γιατί δεν πήγαιναν τα παιδιά, εκείνος ήθελε με το ζόρι να τη φτιάξει πρώτος.
Που τα 'ξερε όλα ο Νίκος, κλεισμένος στο καμαράκι με τα κλουβιά;
– Έρχεται το καπλάνι και μου τα λέει όλα, εξήγησε, σαν είδε την απορία μου.
Γύρισα στο σπίτι με τα τσιγάρα πάλι στην τσέπη. Πολύ μ' άρεσε να περπατώ μόνη μου, στα στενά δρομάκια της χώρας. Είναι τόσο στενά, που σαν απλώσεις τα δυό σου χέρια λίγο ακόμα και θ' αγγίξεις τα σπίτια απ' τη μια ως την άλλη μεριά! Κάτω, είναι στρωμένα με πλάκες αλλού τετράγωνες κι αλλού μακρουλές. Η Πιπίτσα λέει, πως δεν κάνει να πατούμε στις γραμμές που χωρίζουν τις πλάκες, γιατί θα παντρευτούμε Αράπη, σα μεγαλώσουμε. Σαχλαμάρες, βέβαια, μα μένα μ' αρέσει να πατώ στις μύτες, από πέτρα σε πέτρα, χωρίς ν' αγγίξω τις γραμμές και να λέω μια ευχή από μέσα μου.
– Ας γίνει να πάμε το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με το Νίκο! είπα σήμερα από μέσα μου κι έφτασα στο σπίτι χωρίς ν' αγγίξω ούτε μια γραμμή.