The bare essentials | Christos Bokoros | TEDxAcademy
Μεταγραφή: Chryssa R. Takahashi Επιμέλεια: Lucas Kaimaras
Χαίρετε.
Πρώτη φορά καλείται ζωγράφος στο βήμα αυτής εδώ της διοργάνωσης.
Αισθάνομαι την τιμή της πρόσκλησης να είμαι εδώ μπροστά σας και να σας μιλώ,
απόηχο κυρίως της τελευταίας μου έκθεσης που είχε τίτλο «Τα στοιχειώδη».
Σ' αυτήν την ενότητα έργων φιλοδόξησα
να αποδώσω ένα αίσθημα πνευματικότητας,
παριστώντας μόνο υλικότητα του απτού κόσμου γύρω μας.
Έτσι ώστε να αναδειχτούν στοιχειώδεις αξίες της ζωής μας.
Τα βλέπετε στην οθόνη, εικόνες απ' τα έργα αυτής της έκθεσης. Όσο μπορεί να αποδοθεί σε μια ψηφιακή φευγαλέα εικόνα
η υλικότητα την οποία επεδίωξα.
Γιατί όλα αυτά τα έργα ήταν ζωγραφισμένα
πάνω σε χρησιμοποιημένα μακρόστενα ξύλα από ορεινές γέφυρες.
Δύσκολα περάσματα.
Κάθε ένα ξύλο, κάθε ένα έργο, μια γέφυρα.
Κατόρθωμα του ανθρώπου να υπερβεί μια δυσκολία.
Το μήκος και η στενότητα των ξύλων επιλέχθηκαν για να επισημάνουν
το μήκος και τη στενότητα της οδού που διανύουμε
για να φτάσουμε στην άλλη όχθη, απέναντι.
Ζωγραφισμένοι άνθρωποι σαν κι εμάς, εν μέση οδώ, πάνω τους,
κοπιώντες και πεφορτισμένοι.
Στο βάθος, μια πόρτα μισάνοιχτη στο φως.
Μια χαραμάδα φωτός, η οποία μας προσκαλούσε να προχωρήσουμε.
Πίσω της, ένα λιτό γεύμα για συντροφιά, ένα στρωμένο κρεββάτι,
νερό να ευπρεπιστούμε, πετσέτα, σαπούνι,
καθρεφτάκι να δούμε το πρόσωπό μας καθαρό
και η πόρτα μισάνοιχτη.
Εισάγοντας το κοινό στον σκοτεινό διάδρομο πριν απ' το φως,
έλεγα τότε πως παιδευόμουν με το μέτρο στο ζητούμενο του ανθρώπου.
Είχα ένα όραμα.
Ονειρευόμουνα μια μικρή ευημερία.
Να απολαμβάνουμε τα απολύτως αναγκαία στη ζωή μας.
Πώς όταν κουρασμένοι και πεινασμένοι,
καθόμαστε και βάζουμε στο στόμα μας μια μπουκιά ψωμί, μια ρώγα σταφύλι
κι αισθανόμαστε να πλημμυρίζει, να ξεχειλίζει από ευδαιμονία η γεύση;
Κάτι τέτοιο είχα στον νου μου.
Να ορθώσουμε το ανάστημά μας απαλλαγμένοι απ' τα περιττά.
Να ανατρέψουμε την κρίση, κρινόμενοι.
Και κρίνοντας, να προκρίνουμε το στοιχειώδες, το ουσιώδες.
Με αυτή την επιθυμία μου ήτανε η έκθεση αυτή να μην είναι απλώς
ένα αισθητικό θέαμα,
αλλά να στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά των μετεχόντων.
Να ανακουφίζει το βλέμμα στην ύλη των έργων
και στην πειστικότητα της ζωγραφικής
και να διεγείρει την έφεσή μας προς το υψηλό και το κύριο,
γιατί έχουμε βαθιά μέσα μας την τάση του ύψους, της ανάτασης.
Να ανεβούμε λίγο ψηλότερα.
Να κατανοήσουμε ένα υψηλότερο νόημα βίου.
Κατά βάθος είναι η επιθυμία μας,
να ακυρώσουμε τον θάνατο πριν μας καταβάλει εκείνος.
Να τον προλάβουμε αναστημένοι εν ζωή.
Να μην σερνόμαστε.
Ένιωθα την ανάγκη να απελευθερωθούμε,
να απαλλαγούμε από την τυραννία του εφήμερου. Απ' την τυραννία του εφήμερου, το οποίο συντηρεί τη μετριότητα
και την αφθονία του περιττού.
Αλλά η ποιότητά μας δεν είναι εφήμερη.
Δεν είμαστε ακριβώς ανταλλάξιμοι.
Όσο ζούμε, όλα είναι αθάνατα, και τα ζωντανά και τα πεθαμένα.
Η ψυχή μας ζει σε διευρυμένο τόπο και σε διεσταλμένο χρόνο.
Κάθε μας στιγμή σφύζει η αιωνιότητα άπειρου κόσμου.
Και το άπειρο δεν είναι ποσότητα, δεν είναι πλήθος αριθμών το άπειρο.
Είναι η βαθιά συνείδηση του ενός ου εστί χρεία.
Η συνείδηση της ενότητας σύμπαντος του κόσμου.
Καθένας σας κόσμος ολόκληρος.
Αγγείο πλήρες μυστηρίων.
Με απροσδόκητες δυνατότητες καταστροφής αλλά και ανεξάντλητη τη δύναμη της αγάπης.
Μετέωροι, ανάμεσά τους πορευόμαστε, πατώντας μια από δω, μια από κει.
Μια στο καλό, μια στο κακό.
Ψάχνοντας να βρούμε νήμα, να βρούμε βήμα,
να χαράξουμε τη δικιά μας διαδρομή.
Γεννήθηκα στην επαρχία κι εκεί μεγάλωσα.
Ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι ήτανε πρόσφυγες στη Μικρασιατική καταστροφή,
ανθρώπους οι οποίοι ζήσανε τον πόλεμο, την αντίσταση,
την κατοχή, τον εμφύλιο, τις συνέπειές τους, και σκέφτομαι ότι αν μας άκουγαν σήμερα
να παραπονιόμαστε για τη σημερινή κατάσταση,
αυτό που λέμε κρίση, μάλλον θα γέλαγαν.
Ζήσανε σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες
και τα κατάφεραν όχι απλώς να σταθούν όρθιοι,
αλλά να σπείρουνε μέλλον.
Η μαθητεία μου δίπλα τους ήτανε μαθητεία επιδιόρθωσης και ανόρθωσης.
Τίποτα τότε δεν ήταν για πέταμα.
Επιδιόρθωναν και ανόρθωναν τη ζωή τους.
Είτε αυτή ήταν ένα ρούχο που έπρεπε να το ξαναφτιάξουν, είτε ήταν ένα εργαλείο, ένα μηχάνημα, ένα έπιπλο, ένα σκεύος,
μια ανθρώπινη σχέση.
Και τώρα ακόμη, σκοντάφτετε σε δυσκολίες.
Κοιτάω καμιά φορά πίσω να πάρω θάρρος
και αναγνωρίζω την περηφάνια στο μεγαλείο της ολιγοσύνης τους. Βλέπω δηλαδή ένα χαμόγελο και ένα κλείσιμο του ματιού
και να μου γνέφουνε «Μπροστά μικρέ, προχώρα».
Ζωγράφιζα από μικρός, πριν πάω στο σχολείο.
Αλλά έφηβος, αρνήθηκα το χάρισμα, το θεωρούσα δεδομένο
και πίστεψα ότι το χρέος μου ήταν να παλέψω να αλλάξω τον κόσμο.
Έφυγα λοιπόν, από τον τόπο μου, νεοφώτιστος επαναστάτης,
σπούδασα νομικά, λοξοδρόμησα σε αδιέξοδα, αναποφάσιστος,
και εν τέλει κατέληξα στη σχολή καλών τεχνών,
αλλά με ένα αίσθημα ναυαγού κι εκεί.
Δεν έβρισκα άκρη, δεν έβρισκα επαφή.
Είχα το χάρισμα, αλλά δεν αισθανόμουνα
τις βεβαιότητες μιας στέρεης καλλιτεχνικής παιδείας να μου δίνει απαντήσεις.
Και βασανιζόμουνα να καταλάβω το τι και το γιατί της τέχνης.
Ευτυχώς λέω τώρα.
Ένιωθα λοιπόν, ότι η ζωγραφική, εκ φύσεως και εξ ανάγκης,
διαλέγεται με την αλήθεια και την αιωνιότητα.
Σ' αυτές προσδοκά.
Τι νόημα όμως μπορεί να έχει μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη σαν τη δική μας,
η οποία μας αναγκάζει να αντικαθιστούμε συνεχώς το νέο με το νεότερο
και να προσδοκούμε το ακόμη πιο νέο;
Πότε παλιώνει το νέο;
Κι ύστερα, τι νόημα μπορεί να έχει η ζωγραφική
σε ένα κοινό το οποίο ως επί το πλείστον δηλώνει αμήχανα ότι δεν ξέρει από τέχνη;
Σε ποιους, λοιπόν, απευθύνεται και τι τους απευθύνει;
Και προς τι αυτός ο καθολικός, ο οικουμενικός σεβασμός και θαυμασμός
στο υψηλό κύρος της τέχνης;
Με τέτοιους κόμπους στο μυαλό μου έμπλεξα τέχνη και ζωή
σε αρχαία μονοπάτια και παλίμψηστα ερωτήματα.
Έγινε η ζωγραφική μου πεδίο αυτογνωσίας.
Ένα φωτεινό παραπέτασμα στο χάος, ο δρόμος που με έφερε ως εδώ.
Είναι άδειο το σκοτάδι, αναρωτιόμουν βλέποντας το χάος.
Τι βλέπουμε στο φως;
Είναι η αναπαράσταση, παράσταση της τάσης μιας υπόστασης;
Είναι η επιφάνεια, προφάνεια του αφανούς;
Τι είναι προφανές και πώς παρίσταται;
Είναι σήμα ή σώμα το ον;
Μπορεί ο άνθρωπος να παραστήσει και κάτι πέρα του προφανούς;
Να εικονίσει το απόλυτο;
Έχει και πρόσωπο η αρετή, ή μόνο νόημα;
Και τι νόημα έχει η προσωπική έκφραση ενός καλλιτέχνη, ενός δημιουργού
αν δεν αντανακλάται στο έργο του
και η αντίληψη της κοινότητας για το υψηλό και το κύριο;
Ενέχει και πνεύμα ή είναι μόνο διακοσμητική η τέχνη;
Είναι αισθητική ή ηθική κατηγορία το υπέροχον κάλλος,
η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο;
Ή μήπως ο κόσμος μόνο σώζει την ομορφιά;
Αλλά τότε γιατί να υπάρχει ζωγραφική και να μην υπάρχει τίποτα;
Να διεγείρει συνειδήσεις;
Ή να μας καθησυχάζει;
Να συντηρεί το κατεστημένο ή να αναιρεί την αντίληψη του κόσμου;
Να είναι μοχλός εκπολιτισμού;
Ή μήπως είναι εργαλείο χειραγώγησης;
Να είναι σχεδία διαφυγής;
Αλλά, μπορεί να σωθεί κανένας μόνος;
Ή μήπως κιβωτός της κοινότητας;
Ποια τέχνη κάνει το ένα, ποια το άλλο;
Ποια εξυπηρετεί και ποιο σκοπό; Τίνος;
Αλλά ο κόσμος δεν είναι απέναντί μας για να δίνει απαντήσεις.
Ατυχή μόνο τα ερωτήματά μας και αντανακλά τα σημάδια μας.
Ωστόσο αυτά τα ερωτήματα είναι πολύτιμα για μας.
Από αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνουμε την υπόστασή μας.
Αυτά τα ερωτήματα φωτίζουν το πρόσωπό μας, να λάμψει, να φανεί.
Από αυτά τα ερωτήματα επίσης γεννιούνται τα έργα μας.
Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα χτίζονται.
Αυτά μας οδηγούν.
Και αυτά μας ανάγουν όπου θέλουμε να αναχθούμε.
Εμείς είμαστε η απάντηση στα ερωτήματά μας.
Με τα έργα μας, με τις πράξεις μας, με τη ζωή μας.
Εμείς τη φτιάχνουμε τη ζωή μας.
Εμείς φτιάχνουμε αυτό το παράδειγμα.
Τι είναι η ζωή μας; Ένα ποίημα είναι.
Ένα μάθημα. Επ' αγαθώ ή όχι, εμείς αποφασίζουμε.
Κι αν είναι γύρω μας ή μέσα μας σκοτάδι,
το στοιχειώδες μας ζητούμενο είναι η ελευθερία στο φως.
Βέβαια, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.
Θέλει επίσης υπομονή.
Να περιμένουμε να έρθει η ώρα της, να ωριμάσει.
Αλλά είναι στο χέρι μας.
Είναι κυρίως στο χέρι μας το να μη χάνουμε από τα μάτια μας το φως.
Γιατί πρέπει από κάπου να κρατηθούμε,
κάπου να πατήσουμε, κάπου να σταθούμε.
Μέχρι να καταφέρουμε να ρίξουμε μια γέφυρα πάνω από τη δυσκολία
και να διαβούμε μπρος.
Άφησα επίτηδες τελευταία εικόνα,
σαν σύνοψη όλων αυτών που σας είπα, μια επίμονη γρατζουνιά στο σκοτάδι.
Μέχρι να το χαράξει, μέχρι να δούμε φως.
Γιατί στο χέρι μας είναι το μέλλον που θα μοιραστούμε.
Ευχαριστώ που με ακούσατε.
(Χειροκρότημα)