×

LingQをより快適にするためCookieを使用しています。サイトの訪問により同意したと見なされます クッキーポリシー.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης

6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης

δ) O μυστηριώδης επισκέπτης.

Αυτός ο άνθρωπος ζούσε από καιρό πια στην πολιτεία μας, είχε σημαντική θέση, όλοι το εκτιμούσαν, πλούσιος, γνωστός για τη φιλανθρωπία του, έκανε μεγάλες δωρεές για το γηροκομείο και το ορφανοτροφείο κι έκανε και κρυφά ευεργεσίες, πράγμα που αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό του. Ήταν κάπου πενήντα χρονώ και είχε ύφος σχεδόν αυστηρό. Ήταν λιγομίλητος. Είχε παντρευτεί μόλις εδώ και δέκα χρόνια. Είχε πάρει μια νέα γυναίκα και είχε τρία μικρά παιδιά. Την άλλη μέρα το βράδι καθόμουν στο σπίτι μου, όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιό μου εκείνος ο ίδιος κύριος.

Εδώ πρέπει να προσθέσω πως δεν ζούσα πια στο παλιό μου διαμέρισμα. Μόλις υπέβαλα την παραίτησή μου νοίκιασα ένα άλλο σε μιας ηλικιωμένης κυρίας, χήρας δημοσίου υπαλλήλου, με υπηρεσία και τούτο γιατί, μόλις γύρισα απ' τη μονομαχία, είχα στείλει τον Αθανάση πίσω στο λόχο του, γιατί δεν μπορούσα να τον κοιτάζω στα μάτια ύστερα απ' όσα έγιναν, τόσο πολύ οι άνθρωποι του κόσμου έχουν την τάση να ντρέπονται για τις πιο δίκαιες πράξεις τους.

— Σας ακούω, μου λέει ο κύριος που μπήκε, μέρες τώρα στα διάφορα σπίτια με μεγάλη περιέργεια και θέλησα να σας γνωρίσω και προσωπικά για να μιλήσω μαζί σας ακόμα λεπτομερέστερα. Μπορείτε να μου κάνετε, ευγενέστατε κύριε, αυτή τη μεγάλη χάρη;

— Πώς, του λέω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση μάλιστα. Τιμή μου.

Του τα λέω αυτά μα σχεδόν είχα τρομάξει· τόσο παράξενος μου φάνηκε εκείνη την πρώτη φορά. Γιατί αν κι όλοι μ' ακούγανε με περιέργεια, κανείς δεν με είχε πλησιάσει με τόσο σοβαρό κι αυστηρό ύφος. Αυτός μάλιστα ήρθε και στο σπίτι μου. Έκατσε.

— Βλέπω πως έχετε, εξακολούθησε, τεράστια δύναμη χαρακτήρα γιατί άφοβα υπηρετήσατε την αλήθεια σε μιαν υπόθεση όπου εν ονόματι της αλήθειας σας διακινδυνεύατε να επισύρετε τη γενική καταφρόνια.

— Νομίζω πως μ' επαινείτε περισσότερο απ' όσο αξίζω του λέω εγώ.

— Όχι, κάθε άλλο, μου απαντάει. Πιστέψτε με πως είναι πολύ πιο δύσκολο απ' όσο το φαντάζεστε να κάνει κανείς αυτό που κάνατε. Και να σας πω την αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μου 'κανε εντύπωση και γι' αυτό ήρθα τώρα δω πέρα. Περιγράψτε μου, αν ίσως και δεν σας κακοφαίνεται η ανάρμοστη τούτη περιέργειά μου, τι ακριβώς νιώθατε τη στιγμή που αποφασίσατε, την ώρα της μονομαχίας, να ζητήσετε συγνώμη; Αν το θυμάστε φυσικά. Μη νομίσετε πως σας ρωτάω από επιπολαιότητα. Απεναντίας. Σας ρωτάω γιατί έχω το μυστικό σκοπό μου, που κατά πάσαν πιθανότητα θα σας τον εξηγήσω αργότερα, αν δώσει ο Θεός και γίνουμε στενότεροι φίλοι.

Όλη την ώρα που τα 'λεγε αυτά εγώ τον κοίταζα στο πρόσωπο και ξαφνικά ένιωσα πως του 'χω μεγάλη εμπιστοσύνη κι εκτός απ' αυτό ήμουν τρομερά περίεργος γιατί κατάλαβα πως κρύβει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό στην ψυχή του.

— Με ρωτάτε τι ακριβώς ένιωσα τη στιγμή που ζητούσα συγνώμη απ' τον αντίπαλό μου, του απαντάω. Μα καλύτερα να σας τα ιστορήσω απ' την αρχή. Είναι κάτι που δεν το είπα ακόμα σε κανέναν.

Και του διηγήθηκα όλα όσα γίνανε με τον Αθανάση και πώς έπεσα μπροστά του στα γόνατα και τον προσκύνησα.

— Απ' αυτό μπορείτε και μόνος σας να καταλάβετε, του είπα τελειώνοντας, πως στη μονομαχία μού ήταν εύκολο να κάνω αυτό που έκανα γιατί είχα αρχίσει απ' το σπίτι ακόμα και, μια και είχα πάρει αυτό το δρόμο, τα παρακάτω όχι μονάχα δεν ήταν για μένα δύσκολα μα απεναντίας χαρά και αγαλλίαση.

Μ' άκουσε αυτός και μου λέει κοιτάζοντάς με μ' ένα τέτοιο βλέμμα:

— Όλα αυτά είναι πολύ πολύ περίεργα, θα 'ρθω κι άλλη φορά να σας δω.

Από τότε ερχόταν σχεδόν κάθε βράδι. Θα γινόμασταν πολύ φίλοι αν μου μιλούσε και για τον εαυτό του. Μα για τον εαυτό του δεν έλεγε σχεδόν λέξη, όλο με ρωτούσε να του πω για μένα. Πάρ' όλα αυτά εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ και του άνοιξα την καρδιά μου γιατί σκέφτηκα: Ποιος ο λόγος να μάθω τα μυστικά του; Μου φτάνει που είναι δίκαιος άνθρωπος. Ύστερα, ενώ αυτός ήταν πιο σοβαρός, πολύ πιο μεγάλος από μένα, ερχόταν στο σπίτι μου, σε μένα τον νεαρό και δεν με περιφρονούσε. Έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα απ' αυτόν γιατί ήταν μεγάλο μυαλό.

— Το ότι η ζωή είναι Παράδεισος, μου 'λεγε ξαφνικά, αυτό το σκέφτομαι από καιρό.

Και ξαφνικά πρόσθεσε:

— Αυτό είναι το μόνο που σκέφτομαι.

Με κοιτάει και χαμογελάει.

— Είμαι πιο βέβαιος από σας γι' αυτό, αργότερα θα μάθετε το γιατί.

Τ' ακούω αυτό και σκέφτομαι:

«Φαίνεται πως κάτι θέλει να μου εξομολογηθεί».

— O Παράδεισος, μου λέει, είναι κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, τον έχω και γω εντός μου χι αν θελήσω, αύριο κιόλας, θα πραγματοποιηθεί για μένα στ' αλήθεια, για όλη μου πια τη ζωή. Τον κοιτάζω: μιλάει με συγκίνηση και με κοιτάζει μυστηριώδικα, σαν κάτι να με ρωτάει.

— Όσο για το ότι ο κάθε άνθρωπος φταίει για όλους και για όλα, εκτός απ' τις δικές του αμαρτίες, αυτό το σκεφτήκατε πολύ σωστά και είναι εκπληκτικό που μπορέσατε να συλλάβετε μια τέτοια σκέψη σ' όλη την πληρότητά της. Και στ' αλήθεια είναι σωστό πως, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν αυτή τη σκέψη, θα 'ρθει γι' αυτούς η βασιλεία των Ουρανών, όχι πια σαν όνειρο μα σαν πραγματικότητα.

— Μα πότε, αναφώνησα τότε εγώ με πίκρα, πότε θα γίνει αυτό; Και θα γίνει άραγε ποτέ; Μην είναι μονάχα ένα όνειρο;

— Νά λοιπόν που δεν πιστεύετε, μου λέει. Κηρύσσετε τούτη την ιδέα κι όμως σεις ο ίδιος δεν την πιστεύετε. Μάθετε όμως πως τούτο τ' όνειρο, όπως το λέτε, θα πραγματοποιηθεί, αυτό να το πιστεύετε. Μα όχι τώρα γιατί για το κάθε τι υπάρχει ο νόμος του. Αυτή η υπόθεση είναι ψυχικής, ψυχολογικής μορφής. Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο. Προτού να γίνεις πραγματικός αδερφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη. Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δε θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. O καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον. Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης.

— Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ.

— Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του απ' τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ' τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και. καταλήγει ν' απωθεί τους ομοίους του και ν' απωθείται απ' αυτούς. Καθένας χώρια μαζεύει πλούτη και σκέφτεται: τι δυνατός που είμαι τώρα και πόσο εξασφαλισμένος. Και δεν το ξέρει ο ανόητος πως όσο περισσότερο μαζεύει, τόσο περισσότερο βουλιάζει και χάνεται μες στην αδυναμία του. Και τούτο γιατί συνήθισε να υπολογίζει μονάχα στον εαυτό του, αποσπάστηκε απ' το σύνολο κι έμεινε μονάχος, έμαθε την ψυχή του να μην πιστεύει στην ανθρώπινη βοήθεια, στους ανθρώπους και στην ανθρωπότητα και το μόνο που σκιάζεται είναι μην τυχόν και χάσει τα λεφτά του και τα δικαιώματα που απόχτησε. O ανθρώπινος νους αρχίζει να ειρωνεύεται και να μην καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να σωθεί η προσωπικότητα με τις ατομικές μεμονωμένες προσπάθειες, μα με την πανανθρώπινη αλληλεγγύη. Μα θα 'ρθει το δίχως άλλο και το τέλος αυτής της φοβερής απομόνωσης και θα καταλάβουν όλοι με μιας πόσο αφύσικα χώρισαν ο ένας απ' τον άλλον. Και θα 'ναι τέτοιο το πνεύμα της εποχής που θ' απορούν που τόσο καιρό βρίσκονταν στο σκοτάδι και δε βλέπανε το φως. Τότε θα εμφανιστεί στον ουρανό το σημείον του Υιού του Ανθρώπου... Μα ως τότε πρέπει να κρατάμε γερά τη σημαία και, πού και πού πρέπει ο άνθρωπος να δίνει το παράδειγμα, έστω και μεμονωμένα, και να βγάζει την ψυχή του απ' την απομόνωση πραγματοποιώντας τον άθλο της αδερφικής συνένωσης, έστω κι αν τον πάρουνε για παράφρονα. Κι αυτό για να μην πεθάνει η μεγάλη ιδέα...

Με κάτι τέτοιες φλογερές και γεμάτες ενθουσιασμό συζητήσεις περνούσαν τα βράδια μας. Τόσο που αραίωσα πολύ τις επισκέψεις μου στ' άλλα σπίτια. Μα και η μόδα μου εξάλλου άρχισε να περνάει. Αυτό δεν το λέω σαν κατηγορία, γιατί όλοι εξακολουθούσαν να μ' αγαπούν και να μου φέρονται με φαιδρή οικειότητα. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε πως η μόδα είναι κάτι πολύ σημαντικό για τον κόσμο. Με τον μυστηριώδη όμως επισκέπτη μου άρχισα να ενθουσιάζομαι γιατί εκτός απ' την απόλαυση που μου 'δινε το φωτεινό μυαλό του, προαισθανόμουν πως είχε κάποιο μυστικό σχέδιο και πως ίσως να ετοιμάζεται για κάποιον σπουδαίο άθλο. Ίσως να του άρεσε που δεν έδειχνα φανερά την περιέργειά μου, που δεν τον ρωτούσα κι ούτε του 'κανα υπαινιγμούς για το μυστικό του. Μα στο τέλος παρατήρησα πως άρχισε κι ο ίδιος να βασανίζεται απ' την επιθυμία να μου αποκαλύψει κάτι. Αυτό έγινε πολύ φανερό ένα μήνα πάνω-κάτω από τότε που μου 'κανε την πρώτη του επίσκεψη.

— Το ξέρετε τάχα, μου 'πε μια φορά, πως στην πολιτεία απορούν πολύ μαζί μας και τους φαίνεται περίεργο που σας επισκέπτομαι τόσο συχνά; Όμως ας λένε ό,τι θέλουν. Σε λίγο όλα θα εξηγηθούν.

Μερικές φορές γινόταν ξαφνικά πολύ ανήσυχος και σχεδόν πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις σηκωνόταν κι έφευγε. Άλλοτε πάλι με κοίταζε για πολλή ώρα διαπεραστικά, τόσο που σκεφτόμουν:

«Κάτι θα μου πει τώρα».

Μα εκείνος άρχιζε να μιλάει για κάτι πολύ γνωστό και συνηθισμένο. Άρχισε να παραπονιέται επίσης συχνά πως του πονούσε το κεφάλι. Και νά που μια φορά, εντελώς αναπάντεχα, ύστερα από μια μεγάλη και φλογερή κουβέντα του, τον βλέπω ξαφνικά να χλωμιάζει, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια σύσπαση και με κοίταξε σάμπως τα μάτια του να καρφώθηκαν απάνω μου.

— Τι έχετε; του λέω, μήπως δεν αισθάνεστε καλά;

Γιατί μόλις πριν από λίγο είχε πει πως τον πονούσε το κεφάλι.

— Εγώ... ξέρετε... εγώ... έχω σκοτώσει άνθρωπο.

Το είπε και χαμογέλασε, ήταν άσπρος σαν την κιμωλία. Γιατί χαμογελάει; Αυτή ήταν η πρώτη πρώτη σκέψη που διαπέρασε την καρδιά μου πριν προφτάσω να συλλογιστώ τίποτ' άλλο. Χλώμιασα και γω:

— Τι... εσείς... του φωνάζω.

— Βλέπετε, μου απαντάει εκείνος με το χλωμό του χαμόγελο, πόσο δύσκολο μου ήταν να πω την πρώτη λέξη; Τώρα την είπα και νομίζω πως βρήκα το δρόμο. Θα προχωρήσω.

Έκανα πολύν καιρό να τον πιστέψω μα στο τέλος τον πίστεψα όταν ήρθε τρεις βραδιές συνέχεια και μου τα ιστόρησε όλα με λεπτομέρειες. Νόμισα πως είχαν σαλέψει τα λογικά του, μα στο τέλος με μεγάλη μου λύπη και κατάπληξη πείστηκα. Είχε κάνει ένα μεγάλο και τρομερό έγκλημα πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Είχε σκοτώσει μια πλούσια κυρία, νέα και πολύ όμορφη, μια χήρα που είχε χτήματα κι ένα σπίτι στην πολιτεία. Είχε νιώσει γι' αυτήν μεγάλο έρωτα, της τον είχε εξομολογηθεί και πάσχιζε να την πείσει να παντρευτούν. Όμως αυτή είχε δώσει πια σ' άλλον την καρδιά της, σ' έναν αξιωματικό με σημαντικό βαθμό, που τότε βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία, μα που θα γύριζε γρήγορα. Αυτή απόρριψε την πρότασή του και τον παρακάλεσε να μην ξαναπάει σπίτι της. Αυτός, ξέροντας τα κατατόπια του σπιτιού της, μπήκε στο δωμάτιό της νύχτα, σκαρφαλώνοντας απ' τον κήπο στη σκεπή. Αυτό ήταν πολύ τολμηρό γιατί κινδύνευε να τον δουν. Μα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τα εγκλήματα που γίνονται με πρωτόφαντη τόλμη πετυχαίνουν καλύτερα απ' τ' άλλα.

Μπήκε στη σοφίτα από 'να φεγγίτη και κατέβηκε στις κάμαρες από μια μικρή σκάλα που κατέληγε σε μια πόρτα. Ήξερε πως πολλές φορές οι υπηρέτες ξεχνούσαν να την κλειδώσουν.

Και πράγματι την πέτυχε ανοιχτή. Φτάνοντας κάτω προχώρησε ψαχουλευτά μέσα στο σκοτάδι ως την κρεβατοκάμαρά της όπου έκαιγε ένα καντήλι. Λες κι έγινε επίτηδες, οι δυό καμαριέρες της το 'χαν σκάσει χωρίς την άδειά της για να πάνε σ' ένα γλεντάκι που γινόταν εκεί κοντά, κάποια γιορτή. Οι άλλοι υπηρέτες και οι υπηρέτριες κοιμόνταν στην κουζίνα και στα δωμάτιά τους στο κάτω πάτωμα. Μόλις είδε την κοιμισμένη άναψε το πάθος του, μα ύστερα τον κυρίεψε η μανία της ζήλιας και της εκδίκησης και, χωρίς πια να ξέρει τι κάνει, σαν μεθυσμένος, την πλησίασε και της κάρφωσε το μαχαίρι ίσα στην καρδιά, έτσι που αυτή δεν έβγαλε ούτε μια φωνή. Ύστερα με μια καταχθόνια, εγκληματική πονηριά τα ταχτοποίησε όλα έτσι που να στρέψει τις υπόνοιες ενάντια στους υπηρέτες: έκανε ακόμα και τη μικροπρέπεια να πάρει το πορτοφόλι της- πήρε τα κλειδιά κάτω απ' το μαξιλάρι της κι άνοιξε το κομό απ' όπου άρπαξε μερικά πράγματα, ακριβώς όπως θα 'κανε κι ένας αμόρφωτος υπηρέτης. Άφησε δηλαδή τα χρεόγραφα και τις ομολογίες και πήρε μονάχα τα μετρητά, πήρε και μερικά χρυσαφικά, τα πιο μεγάλα, αφήνοντας εκείνα που 'χαν δεκαπλάσια αξία μα ήταν μικρά. Πήρε και μερικά άλλα για δικό του ενθύμιο, μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. Αφού τέλειωσε αυτή την τρομερή δουλειά, έφυγε απ' το σπίτι όπως είχε έρθει. Ούτε την άλλη μέρα, όταν μαθεύτηκε το έγκλημα, ούτε κι αργότερα δεν πέρασε από κανενός το νου να υποπτευθεί τον πραγματικό ένοχο! Γιατί δεν ήξερε κανένας ούτε και πως την αγαπούσε, γιατί πάντα του ήταν σιωπηλός και ερμητικός και δεν είχε ούτε ένα φίλο ν' ανοίξει την καρδιά του. Νόμιζαν πως είναι μονάχα γνώριμος της σκοτωμένης και μάλιστα όχι πολύ στενός, γιατί τις τελευταίες δυο βδομάδες δεν την είχε επισκεφτεί ούτε μια φορά. Υποπτεύθηκαν αμέσως τον δουλοπάροικο υπηρέτη της, τον Πιοτρ. Κι όλες οι ενδείξεις βρέθηκαν να 'ναι εναντίον του. Γιατί αυτός ήξερε —και η κυρία του δεν το 'κρυβε— πως θα τον έστελνε για φαντάρο μαζί με άλλους που 'χε υποχρέωση να δώσει απ' τους δουλοπάροικούς της στο στρατό. Ήταν εξάλλου κι εργένης και κακής διαγωγής. Μια φορά, όντας μεθυσμένος σ' ένα καπηλειό, είχε πει πως θα τη σκότωνε. Και δυο μέρες πριν απ' το έγκλημα το 'χε σκάσει και ζούσε κάπου κρυμμένος στην πολιτεία. Την άλλη μέρα κιόλας τον βρήκανε στουπί στο μεθύσι να κοίτεται στο δρόμο, στην έξοδο της πολιτείας, μ' ένα μαχαίρι στην τσέπη. Η δεξιά του παλάμη ήταν ματωμένη. Αυτός βεβαίωνε πως είχε ανοίξει η μύτη του, μα δεν τον πίστεψαν. Οι καμαριέρες ομολόγησαν πως είχαν πάει στο γλέντι και πως η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή ως την ώρα που γυρίσανε. Βρέθηκαν άλλες παρόμοιες ενδείξεις και συλλάβανε τον αθώο υπηρέτη. Άρχισε η δίκη μα αυτός έπεσε άρρωστος βαριά με πυρετό και σε μια βδομάδα πέθανε χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση κι όλοι, οι δικαστές κι ο κόσμος, ήταν βέβαιοι πως ο ένοχος ήταν ο υπηρέτης. Από δω και ύστερα άρχισε η τιμωρία.

O μυστηριώδης επισκέπτης, που 'χε γίνει πια φίλος μου, μου εξομολογήθηκε πως στην αρχή δε βασανίστηκε καθόλου από τύψεις. Υπόφερε πολύ καιρό όχι για το έγκλημα μα μονάχα απ' τη λύπη του που σκότωσε την αγαπημένη γυναίκα, που αυτή δεν υπήρχε πια, που σκοτώνοντάς την σκότωσε ό,τι αγαπούσε ενώ η φωτιά του πάθους του εξακολουθούσε να τον καίει. Μα σχεδόν καθόλου δεν σκεφτόταν τότε για το αθώο χυμένο αίμα και για τον σκοτωμένο άνθρωπο. Εξάλλου η σκέψη πως το θύμα του θα μπορούσε να ανήκει σ' έναν άλλον του φαινόταν αφόρητη και γι' αυτό για πολύ καιρό ήταν πεισμένος κατάβαθα πως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Στην αρχή τον βασάνισε κάπως η σύλληψη του υπηρέτη, μα η αρρώστια κι ο γρήγορος θάνατος του κρατούμενου τον ησυχάσανε. Γιατί ήταν φανερό (έτσι σκεφτόταν τότε) πως πέθανε όχι απ' τη φυλακή ή απ' το φόβο μα γιατί είχε κρυώσει και είχε αρπάξει εκείνη την αρρώστια τις μέρες ακριβώς που το 'χε σκάσει και κυλιόταν ολόκληρη νύχτα στουπί στο μεθύσι πάνω στο νοτισμένο χώμα. Τα λεφτά και τα πράγματα που 'χε κλέψει δεν τον τάραζαν και τόσο (έτσι σκεφτόταν αυτός) γιατί δεν είχε πρόθεση να κλέψει μα να στρέψει αλλού τις υπόνοιες. Το κλεμμένο ποσό ήταν ασήμαντο κι αυτός ύστερα από λίγο δώρισε όλο αυτό το ποσό και πολύ περισσότερα σ' ένα νοσοκομείο της πολιτείας μας που 'χε ιδρυθεί εκείνο τον καιρό. Το 'κανε επίτηδες για να ησυχάσει τη συνείδησή του σχετικά με την κλοπή και είναι αξιοσημείωτο πως για αρκετό καιρό έμεινε πραγματικά ήσυχος. (Αυτό μου το βεβαίωσε ο ίδιος). Ρίχτηκε τότε με μεγάλη ενεργητικότητα στην δουλειά. Ζήτησε μονάχος του απ' την υπηρεσία του να του αναθέσουν μια δύσκολη αποστολή που τον απορρόφησε δυο χρόνια κι έχοντας δυνατό χαρακτήρα ξεχνούσε σχεδόν αυτά που 'χαν γίνει. Κι όταν τα θυμόταν, προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται καθόλου. Ρίχτηκε και στη φιλανθρωπία, έκανε πολλά καλά για την πολιτεία μας και πολλές δωρεές· έγινε γνωστός και στις πρωτεύουσες, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τον εκλέξανε μάλιστα μέλος των εκεί φιλανθρωπικών σωματείων. Μα τέλος άρχισε να πέφτει σε βασανιστική συλλογή, τόσο που δεν μπορούσε να υποφέρει πια.

Τότε του άρεσε μια πολύ όμορφη και μυαλωμένη κοπέλα και την παντρεύτηκε βιαστικά, ελπίζοντας πως με το γάμο θα διαλύσει την αγωνία που δοκίμαζε στη μοναξιά του, πως παίρνοντας καινούργιο δρόμο και εκπληρώνοντας με ζήλο τα καθήκοντά του απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά του θα ξεχάσει οριστικά τα παλιά. Μα έγινε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που περίμενε. Απ' τον πρώτο κιόλας μήνα του γάμου, άρχισε να τον βασανίζει τούτη η αδιάκοπη σκέψη:

«Νά, μ' αγαπάει η γυναίκα μου, μα τι θα γινόταν αν τυχόν και μάθαινε;»

Όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο παιδί και του το είπε, αυτός ξαφνικά ταράχτηκε:

«Δίνω ζωή, όμως εγώ ο ίδιος έχω αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου».

Άρχισαν τα παιδιά:

«Με τι δικαίωμα μπορώ να τ' αγαπώ, να τα διδάσκω και να τ' ανατρέφω; Πώς μπορώ να τους μιλήσω για αρετή; Εγώ έχυσα αίμα».

Τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται πολύ όμορφα, θέλει να τα χαϊδέψει.

«Κι όμως δεν μπορώ να κοιτάζω τ' αθώα, καθάρια τους πρόσωπα. Δεν τ' αξίζω.»

Τέλος, άρχισε να βλέπει μπροστά του την απειλητική και ζοφερή οπτασία της σκοτωμένης, της αδικοχαμένης νεανικής ζωής της, το αίμα που ζητούσε εκδίκηση. Άρχισε να βλέπει τρομερά όνειρα. Μα έχοντας δυνατή καρδιά υπόμεινε για πολύ καιρό αυτό το μαρτύριο:

«Θα τα εξαγοράσω όλα μ' αυτό μου το μυστικό μαρτύριο». Μα και τούτη η ελπίδα ήταν μάταιη: όσο περνούσε ο καιρός τόσο το μαρτύριό του γινόταν μεγαλύτερο. O κόσμος άρχισε να τον εκτιμάει για την φιλανθρωπική του δράση, αν κι όλοι φοβόνταν τον αυστηρό και σκυθρωπό του χαρακτήρα, μα όσο πιο πολύ τον εκτιμούσαν τόσο περισσότερο του γινόταν αυτό ανυπόφορο. Μου εξομολογήθηκε πως άρχισε να σκέφτεται ν' αυτοκτονήσει. Μα αντί γι' αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του μια άλλη σκέψη, μια σκέψη που στην αρχή την έβρισκε απραγματοποίητη κι ακαταλόγιστη μα που στο τέλος τόσο σφηνώθηκε στην καρδιά του που δεν μπορούσε πια να την αποσπάσει. Ονειρευόταν να κάνει τούτο: να βγει μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να πει σ' όλους πως είχε σκοτώσει. Κάπου τρία χρόνια έζησε μ' αυτή τη σκέψη, ονειρευόταν αυτή την πράξη με διάφορες μορφές. Τέλος, πίστεψε μ' όλη του την καρδιά πως όταν θα ομολογήσει δημόσια το έγκλημα, θα θεραπεύσει και θα γαληνέψει την ψυχή του για πάντα. Μα όταν έφτασε να πιστέψει κάτι τέτοιο ένιωσε φρίκη. Γιατί πώς να εκτελέσει την απόφασή του; Και ξαφνικά έγινε εκείνο το περιστατικό στη μονομαχία μου.

— Βλέποντας εσάς, τ' αποφάσισα.

Εγώ τον κοιτάζω καλά καλά.

— Μα πώς μπόρεσε, φώναξα σμίγοντας τα χέρια μου, ένα τόσο ασήμαντο περιστατικό να σας γεννήσει μια τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα;

— Η αποφασιστικότητά μου γεννιόταν τρία ολόκληρα χρόνια, μου απαντάει, και η δική σας περίπτωση στάθηκε μονάχα μια αφορμή. Βλέποντας εσάς, κατηγόρησα τον εαυτό μου και σας ζήλεψα, πρόφερε με κάποιαν αυστηρότητα μάλιστα.

— Μα δεν θα σας πιστέψει κανείς, παρατήρησα εγώ. Περάσανε δεκατέσσερα χρόνια.

— Έχω αποδείξεις μεγάλες. Θα τις παρουσιάσω.

Έκλαψα τότε και τον ασπάστηκα.

— Ένα πράγμα πέστε μου μονάχα, ένα μόνο! μου είπε (λες κι από μένα εξαρτιόνταν τώρα όλα) : Η γυναίκα μου, τα παιδιά! Η γυναίκα ίσως και να πεθάνει απ' την λύπη της και τα παιδιά, αν και δε θα χάσουν τους τίτλους ευγενείας και τα χτήματα, θα μείνουν για πάντα τα παιδιά ενός κατεργίτη! Και η ανάμνηση, τι ανάμνηση θα μείνει στην καρδιά τους από μένα; Εγώ σωπαίνω.

— Και να τους αποχωριστώ; Να τους αφήσω για πάντα; Γιατί θα πρέπει για πάντα, για πάντα να τους χάσω!

Κάθομαι γω και ψιθυρίζω μέσα μου μια προσευχή. Τέλος σηκώθηκα. Ένιωσα κάποιο φόβο.

— Λοιπόν; μου λέει και με κοιτάζει.

— Πηγαίνετε, του λέω, κι ομολογήστε το. Όλα θα περάσουν, μονάχα η αλήθεια θα μείνει. Τα παιδιά θα καταλάβουν, όταν θα μεγαλώσουν, πόσο τρανή αποφασιστικότητα υπήρχε στη μεγαλοψυχία σας.

Έφυγε τότε και φαινόταν πως πραγματικά είχε πάρει πια την απόφαση. Μα παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να 'ρχεται στο σπίτι μου δυο βδομάδες συνέχεια, κάθε βράδι· όλο ετοιμαζόταν, κι όλο δεν τα κατάφερνε να τ' αποφασίσει.

Καταβασάνισε την καρδιά μου. Μια ερχόταν αποφασισμένος κι έλεγε με συγκίνηση:

— Ξέρω πως θα κερδίσω τον Παράδεισο, θα τον κερδίσω μόλις ομολογήσω. Δεκατέσσερα χρόνια βρισκόμουν στην Κόλαση. Θέλω να τιμωρηθώ, θα δεχτώ τη δυστυχία και θ' αρχίσω να ζω. Με το ψέμα μπορείς να διαβείς όλον τον κόσμο, μα να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς. Τώρα όχι μονάχα τον πλησίον μου μα ούτε και τα παιδιά μου δεν τολμώ ν' αγαπήσω. Θεέ μου, ίσως τα παιδιά μου να καταλάβουν πόσο υπόφερα και να μη με καταδικάσουν! Δεν είναι μες στη δύναμη που βρίσκεται ο θεός, μα μέσα στην αλήθεια.

— Όλοι θα καταλάβουν τον άθλο σας, του λέω εγώ, κι αν όχι τώρα, θα τον καταλάβουν αργότερα, γιατί υπηρετήσατε την αλήθεια, την ανώτερη αλήθεια, όχι τη γήινη.

Έφευγε σάμπως ησυχασμένος, μα την άλλη μέρα ξαναρχόταν θυμωμένος, χλωμός και μιλούσε ειρωνικά:

— Κάθε φορά που μπαίνω στο δωμάτιό σας με κοιτάτε με περιέργεια: «Ακόμα», σα να μου λέτε, «δεν τ' ομολόγησες;» Περιμένετε, μη με καταφρονάτε και τόσο. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο σας φαίνεται. Ίσως να μην το κάνω και καθόλου. Δεν θα πάτε βέβαια να με καταγγείλετε τότε, ε;

Κι όμως εγώ όχι μονάχα δεν τον κοίταζα με περιέργεια μα φοβόμουνα να του ρίξω έστω και μια ματιά. πολύ με βασάνιζαν όλα αυτά, αρρώστησα σχεδόν, και η ψυχή μου ήταν γεμάτη δάκρια. Έχασα και τον ύπνο μου ακόμα.

— Έρχομαι τώρα, εξακολουθεί αυτός, απ' τη γυναίκα μου. Το καταλαβαίνετε τάχα τι θα πει μια σύζυγος; Όταν έφευγα τα παιδάκια φώναζαν πίσω μου: «Στο καλό, μπαμπά, να γυρίσετε γρήγορα να διαβάσουμε μαζί τα Παιδικά Αναγνώσματα». Όχι, αυτό δεν το καταλαβαίνετε εσείς! Τ' αλλουνού τα βάσανα δε σε κάνουν πιο σοφό.

Τα μάτια του αστράψανε, τα χείλη του τρεμούλιασαν. Ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι τόσο που τα πράγματα, που ήταν εκεί πάνω, αναπήδησαν. Ήταν τόσο ήσυχος άνθρωπος, αυτό πρώτη φορά του συνέβαινε.

— Μα είναι ανάγκη τάχα; ξεφώνισε αυτός. Χρειάζεται μήπως; Κανένας δεν καταδικάστηκε, κανέναν δεν στείλανε στο κάτεργο εξαιτίας μου, ο υπηρέτης πέθανε γιατί αρρώστησε. Για το χυμένο αίμα αυτοτιμωρήθηκα. Μα κι ούτε θα με πιστέψουν, δε θα με πιστέψουν ό,τι αποδείξεις κι αν τους φέρω. Είναι ανάγκη να το πω; Είναι ανάγκη; Για το χυμένο αίμα είμαι έτοιμος να βασανίζομαι σ' όλη μου τη ζωή, μονάχα δε θέλω να καταστρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Θα 'ταν δίκαιο τάχα να καταστραφούν κι αυτά μαζί μου; Μήπως τάχα κάνουμε λάθος; Ποια είναι η αλήθεια; Και θα την καταλάβουν άραγε αυτή την αλήθεια οι άνθρωποι, θα την εκτιμήσουν, θα την τιμήσουν; «Θεέ μου!» σκέφτομαι εγώ. «Την εκτίμηση των ανθρώπων συλλογίζεται σε μια τέτοια στιγμή!»

Και τόσο πολύ τον λυπήθηκα που νομίζω πως θα δεχόμουν να μοιραστώ τα βάσανά του μόνο και μόνο για να τον ξαλαφρώσω. Τον βλέπω που με κοιτάζει μανιασμένος. Ένιωσα φρίκη γιατί κατάλαβα, όχι μονάχα με το νου μα και με την ψυχή μου, πόσο κοστίζει μια τέτοια απόφαση.

— Αποφασίστε την τύχη μου, αναφώνησε και πάλι αυτός.

— Πηγαίνετε κι ομολογήστε τα, του ψιθύρισα εγώ.

Έχασα σχεδόν τη φωνή μου μα του το ψιθύρισα σταθερά. Πήρα τότε απ' το τραπέζι το Ευαγγέλιο, μια ρούσικη μετάφραση, και του 'δειξα το κατά Ιωάννην, κεφάλαιο XII, εδάφιον 24:

«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει».

Αυτό το εδάφιο το είχα διαβάσει λίγο πριν έρθει εκείνος.

Το διάβασε:

— Σωστά, λέει, μα χαμογέλασε πικρά: Ναι, σ' αυτά τα βιβλία,· λέει ύστερα από μικρή σιωπή, είναι καταπληκτικό τι μπορείς να συναντήσεις. Είναι εύκολο να τα χώνεις κάτω απ' τη μύτη του αλλουνού. Μα ποιος τα 'γραψε; Άνθρωπος τάχα;

— Το Άγιο Πνεύμα τα 'γραψε, του λέω.

— Εύκολο είναι να φλυαρεί κανείς, είπε και χαμογέλασε, μα τώρα σχεδόν με μίσος.

Πήρα ξανά το βιβλίο, τ' άνοιξα σ' άλλο μέρος και του 'δειξα την επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο X, εδάφιον 31. Αυτός διάβασε:

«Τρομερόν το εμπεσείν εις χείρας τού Θεού τού ζώντος».

Το διάβασε και πέταξε το βιβλίο τρέμοντας σύγκορμος.

— Τρομερό αυτό το εδάφιο, μου λέει. Δεν μπορείς να πεις, πετυχημένα το διαλέξατε. Σηκώθηκε: Λοιπόν, λέει, χαίρετε, ίσως και να μην ξανάρθω πια... θα ιδωθούμε στον Παράδεισο. Ώστε είναι δεκατέσσερα χρόνια που έχω «εμπέσει εις χείρας τού Θεού τού ζώντος». Έτσι λέγονται λοιπόν αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια. Αύριο θα παρακαλέσω αυτά τα χέρια να μ' αφήσουν...

Ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω και να τον ασπαστώ μα δεν τόλμησα, τόσο το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και το βλέμμα του βαρύ. Βγήκε.

«Θεέ μου», σκέφτηκα, «πού τραβάει αυτός ο άνθρωπος!» Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα κι έκλαψα γι' αυτόν στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη βοηθό και την προστάτιδα. Πέρασε κάπου μισή ώρα που έμεινα γονατισμένος και προσευχόμουνα με δάκρια, και ήταν αργά, μεσάνυχτα σχεδόν.

Τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ξαναμπαίνει. Εγώ τα 'χασα.

— Πού είχατε πάει λοιπόν; τον ρωτάω.

— Νομίζω, λέει, νομίζω πως κάτι ξέχασα... το μαντήλι μου, φαίνεται. Ε, κι αν δεν ξέχασα τίποτα, αφήστε με να κάτσω λίγο...

Κάθισε σε μια καρέκλα. Εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά του.

— Καθίστε, μου λέει, και σεις.

Κάθισα. Μείναμε έτσι κάπου δυο λεπτά, με κοίταζε επίμονα και ξαφνικά χαμογέλασε· αυτό το θυμόμουν πάντα, ύστερα σηκώθηκε, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε...

— Να θυμάσαι, μου λέει, πως ήρθα δω πέρα και για δεύτερη φορά. Ακούς; Να το θυμάσαι!

Πρώτη φορά μου μίλησε με το «συ». Κι έφυγε.

— Αύριο, σκέφτηκα εγώ.

Έτσι κι έγινε. Εκείνο το βράδι δεν το 'ξερα πως την άλλη μέρα είχε τα γενέθλιά του. Τις τελευταίες μέρες δεν έβγαινα απ' το σπίτι κι έτσι δεν μπορούσα από κανέναν να το μάθω. Κάθε τέτοια μέρα μαζεύονταν πάντα πολλοί γνωστοί στο σπίτι του, όλη η πολιτεία.

Έτσι έγινε και τώρα. Μετά το γεύμα σηκώθηκε, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί, μιαν επίσημη αυτοκαταγγελία προς τις Αρχές. Κι επειδή όλες οι Αρχές ήταν εκεί διάβασε το έγγραφο σ' όλους. Ήταν μια λεπτομερέστατη περιγραφή του εγκλήματος του: «Αποβάλλω τον εαυτό μου απ' την κοινωνία των ανθρώπων σαν τέρας που είμαι. O Θεός με επισκέφτηκε», είπε τελειώνοντας. «Θέλω να υποστώ το μαρτύριο!» Έφερε αμέσως ύστερα κι αράδιασε στο τραπέζι όλα εκείνα που θα του χρειάζονταν για ν' αποδείξει την ενοχή του και που τα φύλαγε δεκατέσσερα χρόνια: τα χρυσαφικά της σκοτωμένης, που τα 'χε πάρει θέλοντας να στρέψει αλλού τις υπόνοιες, ένα μενταγιόν και το σταυρό που 'χε βγάλει απ' το λαιμό της —στο μενταγιόν ήταν το πορτραίτο του αρραβωνιαστικού της— το σημειωματάριό της και τέλος δυο γράμματα: το ένα του αρραβωνιαστικού της, όπου της έγραφε πως θα 'ρθει γρήγορα, και τ' άλλο το δικό της όπου του απαντούσε, το 'χε μισοτελειώσει και το 'χε αφήσει στο τραπεζάκι για να το στείλει την άλλη μέρα. Και τα δυο γράμματα τα 'χε πάρει τότε μαζί του. Γιατί; Και γιατί τα φύλαγε ύστερα από δεκατέσσερα ολάκερα χρόνια αντί να τα καταστρέψει σαν τεκμήρια που ήταν; Και νά τι έγινε τότε: όλοι απόρησαν και φρίξανε, μα κανείς δε θέλησε να τον πιστέψει, αν κι όλοι τον άκουσαν με μεγάλη περιέργεια. Μα νόμιζαν πως έχουν μπροστά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και ύστερα από μερικές μέρες όλοι έμειναν σύμφωνοι πως ο καημένος είχε χάσει τα λογικά του. Οι Αρχές και το δικαστήριο δεν μπορούσαν να μη δώσουν συνέχεια στην υπόθεση μα σταμάτησαν κι αυτοί: αν και τα πράγματα και τα γράμματα που παρουσίασε γεννούσαν υπόνοιες, όμως έφτασαν στο συμπέρασμα πως κι αν ακόμα αυτά τ' αντικείμενα ήταν αυθεντικά και πάλι δε θα μπορούσε να στηριχθεί κατηγορία με βάση μονάχα αυτά. Μπορούσε εξάλλου όλα αυτά να του τα εμπιστεύτηκε η ίδια όταν ακόμα ζούσε, σαν γνωστός της που ήταν. Άκουσα πως η αυθεντικότητά τους πιστοποιήθηκε αργότερα απ' τις μαρτυρίες πολλών γνωστών και συγγενών της σκοτωμένης και πως γι' αυτό δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μα δεν ήταν γραφτό να ξεκαθαριστεί αυτή η υπόθεση. Ύστερα από πέντε μέρες μάθανε όλοι πως ο δύστυχος αρρώστησε και πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Δεν μπορώ να καταλάβω από τι αρρώστησε. Λέγανε πως ήταν κάποια καρδιακή πάθηση, μα έγινε ακόμα γνωστό πως το επίσημο ιατρικό συμβούλιο, ύστερα απ' την επιμονή της γυναίκας του, εξέτασε τη διανοητική του κατάσταση κι έβγαλε το συμπέρασμα πως υπήρχε μια κάποια διατάραξη. Εγώ δεν μαρτύρησα τίποτα, αν κι όλοι με πίεζαν με ερωτήσεις, μα όταν ζήτησα να τον επισκεφτώ δε μ' αφήνανε για πολύ καιρό, και πιο πολύ απ' όλους η γυναίκα του:

— Εσείς, μου 'λεγε, τον κάνατε άνω κάτω. Ήταν και πρώτα σκυθρωπός μα τον τελευταίο χρόνο όλοι παρατηρούσαν πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και φερόταν παράξενα κι εκείνην ακριβώς την εποχή φανήκατε και σεις και τον καταστρέψατε. Εσείς του πήρατε τα μυαλά με τα κηρύγματά σας, ένα μήνα ολόκληρο δεν έλειπε απ' το σπίτι σας.

Κι όχι μονάχα η γυναίκα του μα κι όλοι οι άλλοι στην πολιτεία ρίχτηκαν απάνω μου και με κατηγορούσαν.

— Εσείς φταίτε, μου λέγανε.

Όμως εγώ εξακολουθούσα να σωπαίνω, ευτυχισμένος μέσα μου να βλέπω να εκδηλώνεται η Θεία Χάρη σ' αυτόν τον άνθρωπο, που 'χε ορθωθεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του και τον είχε έτσι τιμωρήσει. Όσο για την τρέλα του, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τέλος μ' αφήσανε να τον δω· το ζήτησε ο ίδιος επίμονα, για να μ' αποχαιρετήσει. Μπήκα μέσα και είδα πως όχι μονάχα οι μέρες μα και οι ώρες του ήταν μετρημένες. Ήταν αδύνατος, κίτρινος, τα χέρια του τρέμανε, πνιγόταν, μα το βλέμμα του ήταν τρυφερό και χαρωπό.

— Τετέλεσται! μου είπε. Καιρό τώρα θέλω να σε δω. Γιατί δεν ερχόσουν;

Δεν του είπα πως δεν μ' αφήνανε.

— O Θεός με λυπήθηκε και με φωνάζει κοντά του. Ξέρω πως πεθαίνω μα νιώθω χαρά και γαλήνη για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Ένιωσα με μιας στην ψυχή τον Παράδεισό μου μόλις έκανα αυτό που έπρεπε. Τώρα πια τολμάω ν' αγαπώ τα παιδιά μου και να τα φιλώ. Δεν με πιστεύουν, κανένας δε με πιστεύει, ούτε η γυναίκα μου, ούτε οι δικαστές μου. Και τα παιδιά μου ποτέ δε θα με πιστέψουν. Σ' αυτό βλέπω σίγουρα πως ο Θεός σπλαχνίστηκε τα παιδιά μου. Θα πεθάνω και τ' όνομά μου θα μείνει γι' αυτούς ακηλίδωτο. Τώρα προαισθάνομαι το Θεό, η καρδιά μου είναι χαρούμενη σαν να βρίσκεται στον Παράδεισο... έκανα το καθήκον μου...

Δεν μπορεί να μιλήσει, πνίγεται, μου σφίγγει δυνατά το χέρι, με κοιτάζει με φλογισμένο βλέμμα. Μα δεν κουβεντιάσαμε πολύ, η γυναίκα του όλο κι έμπαινε στο δωμάτιο να δει τι γίνεται. Όμως πρόφτασε και μου ψιθύρισε:

— Θυμάσαι που ξανάρθα τότε τα μεσάνυχτα; Και σου είπα να το θυμάσαι; Ξέρεις γιατί είχα έρθει; Για να σε σκοτώσω!

Εγώ ανατρίχιασα.

— Βγήκα τότε απ' το σπίτι σου και βρέθηκα στο σκοτάδι. Τριγύριζα στους δρόμους και πάλευα με τον εαυτό μου. Και ξαφνικά σε μίσησα τόσο που μου ήταν σχεδόν ανυπόφορο. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο μόνος που με κρατάει σφιχτοδεμένο, είναι κριτής μου, δεν μπορώ πια ν' αποφύγω την αυριανή μου τιμωρία, γιατί αυτός όλα τα ξέρει». Όχι πως φοβόμουν ότι θα με καταδώσεις (αυτό ούτε καν το σκέφτηκα), μα είπα: «Πώς θα μπορέσω να τον αντικρύσω, αν δεν ομολογήσω;» Κι αν ακόμα βρισκόσουν πέρα από εννιά βουνά, ζωντανός όμως, και πάλι θα μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη πως ζεις και τα ξέρεις όλα, και με κρίνεις. Σε μίσησα, λες και συ ήσουν η αιτία για όλα και συ έφταιγες. Ξαναγύρισα τότε, θυμόμουν πως είχες στο τραπέζι σου ένα εγχειρίδιο. Κάθισα και σε παρακάλεσα και σένα να κάτσεις, κι ένα ολόκληρο λεπτό σκεφτόμουν. Αν σε σκότωνα, θα χανόμουν και γω μ' αυτό το φόνο, έστω κι αν δεν έλεγα τίποτα για το προηγούμενο έγκλημα. Μα αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου κι ούτε ήθελα να το σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Σε μισούσα μονάχα και ήθελα να εκδικηθώ για όλα. Μα ο Κύριος νίκησε το Διάβολο στην καρδιά μου. Μάθε ωστόσο πως ποτέ δε βρέθηκες τόσο κοντά στο θάνατο.

Ύστερα από μια βδομάδα πέθανε. Όλη η πολιτεία συνόδεψε το φέρετρό του. O ιερέας της Μητρόπολης έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο. Κλαίγανε για την τρομερή αρρώστια που έκοψε το νήμα της ζωής του. Μα όλη η πολιτεία άρχισε να μ' εχθρεύεται μετά την κηδεία, τόσο που πάψανε να με δέχονται. Είναι αλήθεια πως μερικοί, στην αρχή λίγοι και σιγά σιγά όλο και περισσότεροι, άρχισαν να πιστεύουν πως μου είχε πει την αλήθεια και μ' επισκέφτονταν πολλές φορές και με ρωτούσαν με μεγάλη περιέργεια και χαρά: Γιατί του αρέσει του ανθρώπου να βλέπει να ταπεινώνεται και να ντροπιάζεται ένας που περνούσε γι' αναμάρτητος. Μα εγώ δεν είπα τίποτα και σε λίγο έφυγα εντελώς απ' την πολιτεία και σε πέντε μήνες ο Κύριος ο Θεός μου μ' αξίωσε ν' ακολουθήσω τον σίγουρο κι αγιασμένο δρόμο και ευλόγησα το αόρατο χέρι που μου 'χε τόσο καθαρά υποδείξει αυτό το δρόμο .Όσο για τον πολυβασανισμένο δούλο του Θεού Μιχαήλ, τον θυμάμαι κάθε μέρα στις προσευχές μου ως τώρα.

6. ΙΙ. δ) Ο μυστηριώδης επισκέπτης 6. II. d) The mysterious visitor 6. II. d) Le visiteur mystérieux

δ) O μυστηριώδης επισκέπτης. d) The mysterious visitor.

Αυτός ο άνθρωπος ζούσε από καιρό πια στην πολιτεία μας, είχε σημαντική θέση, όλοι το εκτιμούσαν, πλούσιος, γνωστός για τη φιλανθρωπία του, έκανε μεγάλες δωρεές για το γηροκομείο και το ορφανοτροφείο κι έκανε και κρυφά ευεργεσίες, πράγμα που αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό του. This man had long been living in our state, had an important position, appreciated by all, rich, known for his philanthropy, made large donations to the nursing home and orphanage, and also made secret benefactions, which was revealed after his death. Ήταν κάπου πενήντα χρονώ και είχε ύφος σχεδόν αυστηρό. He was about fifty years old and had an almost stern look on his face. Ήταν λιγομίλητος. He was taciturn. Είχε παντρευτεί μόλις εδώ και δέκα χρόνια. He had only been married for ten years. Είχε πάρει μια νέα γυναίκα και είχε τρία μικρά παιδιά. He had taken a young wife and had three young children. Την άλλη μέρα το βράδι καθόμουν στο σπίτι μου, όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιό μου εκείνος ο ίδιος κύριος. The next day in the evening I was sitting in my house, when suddenly the door opens and the same gentleman enters my room.

Εδώ πρέπει να προσθέσω πως δεν ζούσα πια στο παλιό μου διαμέρισμα. Here I must add that I was no longer living in my old apartment. Μόλις υπέβαλα την παραίτησή μου νοίκιασα ένα άλλο σε μιας ηλικιωμένης κυρίας, χήρας δημοσίου υπαλλήλου, με υπηρεσία και τούτο γιατί, μόλις γύρισα απ' τη μονομαχία, είχα στείλει τον Αθανάση πίσω στο λόχο του, γιατί δεν μπορούσα να τον κοιτάζω στα μάτια ύστερα απ' όσα έγιναν, τόσο πολύ οι άνθρωποι του κόσμου έχουν την τάση να ντρέπονται για τις πιο δίκαιες πράξεις τους. As soon as I submitted my resignation I rented another one to an old lady, a widow of a civil servant on duty, and that because, as soon as I returned from the duel, I had sent Athanasius back to his company, for I could not look him in the eye after what had happened, so much so that the people of the world are inclined to be ashamed of their most righteous actions.

— Σας ακούω, μου λέει ο κύριος που μπήκε, μέρες τώρα στα διάφορα σπίτια με μεγάλη περιέργεια και θέλησα να σας γνωρίσω και προσωπικά για να μιλήσω μαζί σας ακόμα λεπτομερέστερα. - I have been listening to you, says the gentleman who has been visiting the various houses for days now with great curiosity and I wanted to meet you personally to talk to you in more detail. Μπορείτε να μου κάνετε, ευγενέστατε κύριε, αυτή τη μεγάλη χάρη; Can you do me, kind sir, this great favour?

— Πώς, του λέω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση μάλιστα. - How, I say, with great pleasure. Τιμή μου.

Του τα λέω αυτά μα σχεδόν είχα τρομάξει· τόσο παράξενος μου φάνηκε εκείνη την πρώτη φορά. I tell him this, but I was almost scared; he seemed so strange that first time. Γιατί αν κι όλοι μ' ακούγανε με περιέργεια, κανείς δεν με είχε πλησιάσει με τόσο σοβαρό κι αυστηρό ύφος. For although everyone listened to me with curiosity, no one had approached me in such a serious and stern manner. Αυτός μάλιστα ήρθε και στο σπίτι μου. He even came to my house. Έκατσε.

— Βλέπω πως έχετε, εξακολούθησε, τεράστια δύναμη χαρακτήρα γιατί άφοβα υπηρετήσατε την αλήθεια σε μιαν υπόθεση όπου εν ονόματι της αλήθειας σας διακινδυνεύατε να επισύρετε τη γενική καταφρόνια. - I see that you have, he continued, enormous strength of character because you fearlessly served the truth in a case where in the name of your truth you risked bringing general scorn.

— Νομίζω πως μ' επαινείτε περισσότερο απ' όσο αξίζω του λέω εγώ. - I think you praise me more than I deserve, I say to him.

— Όχι, κάθε άλλο, μου απαντάει. - No, not at all, he replies. Πιστέψτε με πως είναι πολύ πιο δύσκολο απ' όσο το φαντάζεστε να κάνει κανείς αυτό που κάνατε. Believe me it is much harder than you can imagine to do what you have done. Και να σας πω την αλήθεια, αυτό ήταν το μόνο που μου 'κανε εντύπωση και γι' αυτό ήρθα τώρα δω πέρα. And to tell you the truth, that was the only thing that struck me and that's why I came over here now. Περιγράψτε μου, αν ίσως και δεν σας κακοφαίνεται η ανάρμοστη τούτη περιέργειά μου, τι ακριβώς νιώθατε τη στιγμή που αποφασίσατε, την ώρα της μονομαχίας, να ζητήσετε συγνώμη; Αν το θυμάστε φυσικά. Describe to me, if perhaps you don't mind my inappropriate curiosity, what exactly did you feel at the moment when you decided, at the time of the duel, to apologise?If you remember, of course. Μη νομίσετε πως σας ρωτάω από επιπολαιότητα. Don't think I'm asking you out of frivolity. Απεναντίας. On the contrary. Σας ρωτάω γιατί έχω το μυστικό σκοπό μου, που κατά πάσαν πιθανότητα θα σας τον εξηγήσω αργότερα, αν δώσει ο Θεός και γίνουμε στενότεροι φίλοι. I ask you because I have my secret purpose, which I will probably explain to you later, God willing, if we become closer friends.

Όλη την ώρα που τα 'λεγε αυτά εγώ τον κοίταζα στο πρόσωπο και ξαφνικά ένιωσα πως του 'χω μεγάλη εμπιστοσύνη κι εκτός απ' αυτό ήμουν τρομερά περίεργος γιατί κατάλαβα πως κρύβει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό στην ψυχή του. All the time he was saying this I was looking at his face and suddenly I felt that I trusted him a lot and besides that I was terribly curious because I understood that he was hiding some special secret in his soul.

— Με ρωτάτε τι ακριβώς ένιωσα τη στιγμή που ζητούσα συγνώμη απ' τον αντίπαλό μου, του απαντάω. - You ask me what exactly I felt at the moment I was apologizing to my opponent, I answer. Μα καλύτερα να σας τα ιστορήσω απ' την αρχή. But I'd better tell you from the beginning. Είναι κάτι που δεν το είπα ακόμα σε κανέναν. It's something I haven't told anyone yet.

Και του διηγήθηκα όλα όσα γίνανε με τον Αθανάση και πώς έπεσα μπροστά του στα γόνατα και τον προσκύνησα. And I told him everything that happened with Athanasius and how I fell on my knees before him and worshipped him.

— Απ' αυτό μπορείτε και μόνος σας να καταλάβετε, του είπα τελειώνοντας, πως στη μονομαχία μού ήταν εύκολο να κάνω αυτό που έκανα γιατί είχα αρχίσει απ' το σπίτι ακόμα και, μια και είχα πάρει αυτό το δρόμο, τα παρακάτω όχι μονάχα δεν ήταν για μένα δύσκολα μα απεναντίας χαρά και αγαλλίαση. - From this you can understand for yourselves, I said to him when I had finished, that in the duel it was easy for me to do what I was doing because I had begun at home and, since I had taken this road, the following was not only not difficult for me but on the contrary a joy and exultation.

Μ' άκουσε αυτός και μου λέει κοιτάζοντάς με μ' ένα τέτοιο βλέμμα: He heard me and said, looking at me with such a look:

— Όλα αυτά είναι πολύ πολύ περίεργα, θα 'ρθω κι άλλη φορά να σας δω. - This is all very very strange, I'll come back to see you again.

Από τότε ερχόταν σχεδόν κάθε βράδι. Since then he came almost every night. Θα γινόμασταν πολύ φίλοι αν μου μιλούσε και για τον εαυτό του. We would become great friends if he told me about himself. Μα για τον εαυτό του δεν έλεγε σχεδόν λέξη, όλο με ρωτούσε να του πω για μένα. But he hardly said a word about himself, always asking me to tell him about me. Πάρ' όλα αυτά εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ και του άνοιξα την καρδιά μου γιατί σκέφτηκα: Ποιος ο λόγος να μάθω τα μυστικά του; Μου φτάνει που είναι δίκαιος άνθρωπος. But I loved him very much and I opened my heart to him because I thought: what is the point of knowing his secrets?It is enough for me that he is a just man. Ύστερα, ενώ αυτός ήταν πιο σοβαρός, πολύ πιο μεγάλος από μένα, ερχόταν στο σπίτι μου, σε μένα τον νεαρό και δεν με περιφρονούσε. Then, while he was more serious, much older than me, he came to my house, to me, the young man, and he did not despise me. Έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα απ' αυτόν γιατί ήταν μεγάλο μυαλό. I learned many useful things from him because he was a great mind.

— Το ότι η ζωή είναι Παράδεισος, μου 'λεγε ξαφνικά, αυτό το σκέφτομαι από καιρό. - That life is paradise, he was suddenly telling me, I've been thinking about that for a long time.

Και ξαφνικά πρόσθεσε:

— Αυτό είναι το μόνο που σκέφτομαι. - That's all I can think of.

Με κοιτάει και χαμογελάει. He looks at me and smiles.

— Είμαι πιο βέβαιος από σας γι' αυτό, αργότερα θα μάθετε το γιατί. - I'm more sure of that than you are, later on you'll find out why.

Τ' ακούω αυτό και σκέφτομαι: I hear that and I think:

«Φαίνεται πως κάτι θέλει να μου εξομολογηθεί». "He seems to have something he wants to confess to me."

— O Παράδεισος, μου λέει, είναι κρυμμένος μέσα στον καθένα μας, τον έχω και γω εντός μου χι αν θελήσω, αύριο κιόλας, θα πραγματοποιηθεί για μένα στ' αλήθεια, για όλη μου πια τη ζωή. - Heaven, he says to me, is hidden in each of us, I have it within me too, and if I want it, tomorrow, it will come true for me, for my whole life. Τον κοιτάζω: μιλάει με συγκίνηση και με κοιτάζει μυστηριώδικα, σαν κάτι να με ρωτάει. I look at him: he speaks with emotion and looks at me mysteriously, as if asking me something.

— Όσο για το ότι ο κάθε άνθρωπος φταίει για όλους και για όλα, εκτός απ' τις δικές του αμαρτίες, αυτό το σκεφτήκατε πολύ σωστά και είναι εκπληκτικό που μπορέσατε να συλλάβετε μια τέτοια σκέψη σ' όλη την πληρότητά της. - As for every man being to blame for everyone and everything but his own sins, you have thought that very well and it is amazing that you could grasp such a thought in all its fullness. Και στ' αλήθεια είναι σωστό πως, όταν οι άνθρωποι καταλάβουν αυτή τη σκέψη, θα 'ρθει γι' αυτούς η βασιλεία των Ουρανών, όχι πια σαν όνειρο μα σαν πραγματικότητα. And it is indeed true that when people understand this thought, the kingdom of heaven will come to them, no longer as a dream but as a reality.

— Μα πότε, αναφώνησα τότε εγώ με πίκρα, πότε θα γίνει αυτό; Και θα γίνει άραγε ποτέ; Μην είναι μονάχα ένα όνειρο; - But when, I exclaimed bitterly, when will this happen?And will it ever happen?Is it not just a dream?

— Νά λοιπόν που δεν πιστεύετε, μου λέει. - "Well, you don't believe," he says. Κηρύσσετε τούτη την ιδέα κι όμως σεις ο ίδιος δεν την πιστεύετε. You preach this idea and yet you yourself do not believe it. Μάθετε όμως πως τούτο τ' όνειρο, όπως το λέτε, θα πραγματοποιηθεί, αυτό να το πιστεύετε. But know that this dream, as you call it, will come true, believe that. Μα όχι τώρα γιατί για το κάθε τι υπάρχει ο νόμος του. But not now, because for everything there is a law. Αυτή η υπόθεση είναι ψυχικής, ψυχολογικής μορφής. This case is of a psychological, psychological form. Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο. In order to rebuild the world on new foundations, people alone must take a different path. Προτού να γίνεις πραγματικός αδερφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη. Before you become a real brother to everyone else, no brotherhood will be established. Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δε θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Never and with no science, with no self-interest will people be able to divide their property and their rights so that everyone is happy. O καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον. Everyone will think they have little and will complain, envy and annihilate each other. Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. You ask when it will take place. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης. It will happen, but first the period of human isolation must end.

— Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ. - What isolation are you talking about?I ask him.

— Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. - For the isolation that now reigns everywhere and especially in our century, but which is not yet complete and its time has not yet passed. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του απ' τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Because now everyone tries to distinguish himself as much as he can from others, he wants to experience the fullness of life in himself, but these efforts do not result in the fullness of life but in total suicide, because instead of fulfilling his destiny, he falls into isolation. Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ' τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και. Everyone in our century has separated and become units, everyone withdraws to his monastery, everyone turns away from each other, hides and hides what he has and. καταλήγει ν' απωθεί τους ομοίους του και ν' απωθείται απ' αυτούς. ends up repelling his own kind and being repelled by them. Καθένας χώρια μαζεύει πλούτη και σκέφτεται: τι δυνατός που είμαι τώρα και πόσο εξασφαλισμένος. Everyone apart is accumulating wealth and thinking: how strong I am now and how secure. Και δεν το ξέρει ο ανόητος πως όσο περισσότερο μαζεύει, τόσο περισσότερο βουλιάζει και χάνεται μες στην αδυναμία του. And doesn't the fool know that the more he collects, the more he sinks and gets lost in his weakness. Και τούτο γιατί συνήθισε να υπολογίζει μονάχα στον εαυτό του, αποσπάστηκε απ' το σύνολο κι έμεινε μονάχος, έμαθε την ψυχή του να μην πιστεύει στην ανθρώπινη βοήθεια, στους ανθρώπους και στην ανθρωπότητα και το μόνο που σκιάζεται είναι μην τυχόν και χάσει τα λεφτά του και τα δικαιώματα που απόχτησε. And this is because he has become accustomed to counting only on himself, he has become detached from the whole and has remained alone, he has learned in his soul not to believe in human help, in people and in humanity, and the only thing he shadows is lest he should lose his money and the rights he has acquired. O ανθρώπινος νους αρχίζει να ειρωνεύεται και να μην καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να σωθεί η προσωπικότητα με τις ατομικές μεμονωμένες προσπάθειες, μα με την πανανθρώπινη αλληλεγγύη. The human mind begins to ironize and not to understand that it is not individual individual efforts that will save the personality, but universal solidarity. Μα θα 'ρθει το δίχως άλλο και το τέλος αυτής της φοβερής απομόνωσης και θα καταλάβουν όλοι με μιας πόσο αφύσικα χώρισαν ο ένας απ' τον άλλον. But the end of this terrible isolation will come sooner or later and they will all understand at once how unnaturally they have separated from each other. Και θα 'ναι τέτοιο το πνεύμα της εποχής που θ' απορούν που τόσο καιρό βρίσκονταν στο σκοτάδι και δε βλέπανε το φως. And such will be the spirit of the age that they will wonder why they have been in darkness for so long and have not seen the light. Τότε θα εμφανιστεί στον ουρανό το σημείον του Υιού του Ανθρώπου... Μα ως τότε πρέπει να κρατάμε γερά τη σημαία και, πού και πού πρέπει ο άνθρωπος να δίνει το παράδειγμα, έστω και μεμονωμένα, και να βγάζει την ψυχή του απ' την απομόνωση πραγματοποιώντας τον άθλο της αδερφικής συνένωσης, έστω κι αν τον πάρουνε για παράφρονα. Then the sign of the Son of Man will appear in heaven... But until then we must hold fast to the flag and, now and then, man must set an example, even if only individually, and bring his soul out of isolation by performing the feat of fraternal union, even if he is taken for a lunatic. Κι αυτό για να μην πεθάνει η μεγάλη ιδέα... And that's so the big idea doesn't die...

Με κάτι τέτοιες φλογερές και γεμάτες ενθουσιασμό συζητήσεις περνούσαν τα βράδια μας. It was with such fiery and enthusiastic discussions that our evenings were spent. Τόσο που αραίωσα πολύ τις επισκέψεις μου στ' άλλα σπίτια. So much so that I've thinned out my visits to the other houses. Μα και η μόδα μου εξάλλου άρχισε να περνάει. But besides, my fashion is starting to pass. Αυτό δεν το λέω σαν κατηγορία, γιατί όλοι εξακολουθούσαν να μ' αγαπούν και να μου φέρονται με φαιδρή οικειότητα. I don't say that as an accusation, because everyone still loved me and treated me with a certain familiarity. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε πως η μόδα είναι κάτι πολύ σημαντικό για τον κόσμο. However, we have to admit that fashion is a very important thing for the world. Με τον μυστηριώδη όμως επισκέπτη μου άρχισα να ενθουσιάζομαι γιατί εκτός απ' την απόλαυση που μου 'δινε το φωτεινό μυαλό του, προαισθανόμουν πως είχε κάποιο μυστικό σχέδιο και πως ίσως να ετοιμάζεται για κάποιον σπουδαίο άθλο. But with my mysterious visitor I began to get excited, for besides the pleasure his bright mind gave me, I suspected that he had some secret plan and that he might be preparing for some great feat. Ίσως να του άρεσε που δεν έδειχνα φανερά την περιέργειά μου, που δεν τον ρωτούσα κι ούτε του 'κανα υπαινιγμούς για το μυστικό του. Perhaps he liked the fact that I did not show my curiosity openly, that I did not ask him or hint at his secret. Μα στο τέλος παρατήρησα πως άρχισε κι ο ίδιος να βασανίζεται απ' την επιθυμία να μου αποκαλύψει κάτι. But in the end I noticed that he himself began to be tormented by the desire to reveal something to me. Αυτό έγινε πολύ φανερό ένα μήνα πάνω-κάτω από τότε που μου 'κανε την πρώτη του επίσκεψη. This became very obvious a month or so after he paid me his first visit.

— Το ξέρετε τάχα, μου 'πε μια φορά, πως στην πολιτεία απορούν πολύ μαζί μας και τους φαίνεται περίεργο που σας επισκέπτομαι τόσο συχνά; Όμως ας λένε ό,τι θέλουν. - Do you know, he once said to me, that in the state they are very surprised at us and think it strange that I visit you so often?But let them say what they like. Σε λίγο όλα θα εξηγηθούν. It will all be explained in a moment.

Μερικές φορές γινόταν ξαφνικά πολύ ανήσυχος και σχεδόν πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις σηκωνόταν κι έφευγε. Sometimes he would suddenly become very restless and almost always on those occasions he would get up and leave. Άλλοτε πάλι με κοίταζε για πολλή ώρα διαπεραστικά, τόσο που σκεφτόμουν: At other times he looked at me for a long time, so long that I thought:

«Κάτι θα μου πει τώρα». "He's going to tell me something now."

Μα εκείνος άρχιζε να μιλάει για κάτι πολύ γνωστό και συνηθισμένο. But he started talking about something very familiar and ordinary. Άρχισε να παραπονιέται επίσης συχνά πως του πονούσε το κεφάλι. He also began to complain frequently that his head hurt. Και νά που μια φορά, εντελώς αναπάντεχα, ύστερα από μια μεγάλη και φλογερή κουβέντα του, τον βλέπω ξαφνικά να χλωμιάζει, το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια σύσπαση και με κοίταξε σάμπως τα μάτια του να καρφώθηκαν απάνω μου. And then one time, quite unexpectedly, after a long and fiery conversation, I suddenly saw him turn pale, his face contorted by a contraction, and he looked at me as if his eyes were fixed on me.

— Τι έχετε; του λέω, μήπως δεν αισθάνεστε καλά; - What's wrong with you? I said, are you not feeling well?

Γιατί μόλις πριν από λίγο είχε πει πως τον πονούσε το κεφάλι. Because just a moment ago he had said that his head hurt.

— Εγώ... ξέρετε... εγώ... έχω σκοτώσει άνθρωπο. - I... you know... I... I've killed a man.

Το είπε και χαμογέλασε, ήταν άσπρος σαν την κιμωλία. He said it and smiled, he was white as chalk. Γιατί χαμογελάει; Αυτή ήταν η πρώτη πρώτη σκέψη που διαπέρασε την καρδιά μου πριν προφτάσω να συλλογιστώ τίποτ' άλλο. Why is he smiling?That was the first first thought that crossed my heart before I could think of anything else. Χλώμιασα και γω: I'm pale too:

— Τι... εσείς... του φωνάζω. - What... you... I yell at him.

— Βλέπετε, μου απαντάει εκείνος με το χλωμό του χαμόγελο, πόσο δύσκολο μου ήταν να πω την πρώτη λέξη; Τώρα την είπα και νομίζω πως βρήκα το δρόμο. - You see, he replies with his pale smile, how difficult it was for me to say the first word?Now I have said it and I think I have found the way. Θα προχωρήσω. I'll go ahead.

Έκανα πολύν καιρό να τον πιστέψω μα στο τέλος τον πίστεψα όταν ήρθε τρεις βραδιές συνέχεια και μου τα ιστόρησε όλα με λεπτομέρειες. It took me a long time to believe him but I finally did when he came three nights in a row and told me everything in detail. Νόμισα πως είχαν σαλέψει τα λογικά του, μα στο τέλος με μεγάλη μου λύπη και κατάπληξη πείστηκα. I thought he was out of his mind, but in the end, with great regret and astonishment, I was convinced. Είχε κάνει ένα μεγάλο και τρομερό έγκλημα πριν από δεκατέσσερα χρόνια. He had committed a great and terrible crime fourteen years ago. Είχε σκοτώσει μια πλούσια κυρία, νέα και πολύ όμορφη, μια χήρα που είχε χτήματα κι ένα σπίτι στην πολιτεία. He had killed a rich lady, young and very beautiful, a widow who had estates and a house in the state. Είχε νιώσει γι' αυτήν μεγάλο έρωτα, της τον είχε εξομολογηθεί και πάσχιζε να την πείσει να παντρευτούν. He had felt a great love for her, had confessed it to her and was trying to persuade her to marry him. Όμως αυτή είχε δώσει πια σ' άλλον την καρδιά της, σ' έναν αξιωματικό με σημαντικό βαθμό, που τότε βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία, μα που θα γύριζε γρήγορα. But she had now given her heart to another, an officer of considerable rank, who was then on some expedition, but who would soon return. Αυτή απόρριψε την πρότασή του και τον παρακάλεσε να μην ξαναπάει σπίτι της. She rejected his proposal and begged him not to go back to her house. Αυτός, ξέροντας τα κατατόπια του σπιτιού της, μπήκε στο δωμάτιό της νύχτα, σκαρφαλώνοντας απ' τον κήπο στη σκεπή. He, knowing the ways of her house, entered her room by night, climbing from the garden to the roof. Αυτό ήταν πολύ τολμηρό γιατί κινδύνευε να τον δουν. This was very bold because he was in danger of being seen. Μα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τα εγκλήματα που γίνονται με πρωτόφαντη τόλμη πετυχαίνουν καλύτερα απ' τ' άλλα. But, as is all too often the case, crimes committed with unprecedented daring succeed better than others.

Μπήκε στη σοφίτα από 'να φεγγίτη και κατέβηκε στις κάμαρες από μια μικρή σκάλα που κατέληγε σε μια πόρτα. He entered the attic through a skylight and went down to the chambers by a small staircase that ended in a door. Ήξερε πως πολλές φορές οι υπηρέτες ξεχνούσαν να την κλειδώσουν. He knew that sometimes the servants forgot to lock it.

Και πράγματι την πέτυχε ανοιχτή. And indeed he did get it open. Φτάνοντας κάτω προχώρησε ψαχουλευτά μέσα στο σκοτάδι ως την κρεβατοκάμαρά της όπου έκαιγε ένα καντήλι. Reaching downstairs, she walked fumbling through the darkness to her bedroom where she was burning a candle. Λες κι έγινε επίτηδες, οι δυό καμαριέρες της το 'χαν σκάσει χωρίς την άδειά της για να πάνε σ' ένα γλεντάκι που γινόταν εκεί κοντά, κάποια γιορτή. As if it was on purpose, her two maids had run away without her permission to go to a party that was taking place nearby, some celebration. Οι άλλοι υπηρέτες και οι υπηρέτριες κοιμόνταν στην κουζίνα και στα δωμάτιά τους στο κάτω πάτωμα. The other servants and maids slept in the kitchen and in their rooms downstairs. Μόλις είδε την κοιμισμένη άναψε το πάθος του, μα ύστερα τον κυρίεψε η μανία της ζήλιας και της εκδίκησης και, χωρίς πια να ξέρει τι κάνει, σαν μεθυσμένος, την πλησίασε και της κάρφωσε το μαχαίρι ίσα στην καρδιά, έτσι που αυτή δεν έβγαλε ούτε μια φωνή. As soon as he saw the sleeping woman he kindled his passion, but then the fury of jealousy and revenge took hold of him, and, no longer knowing what he was doing, like a drunken man, he approached her and plunged the knife straight into her heart, so that she did not utter a sound. Ύστερα με μια καταχθόνια, εγκληματική πονηριά τα ταχτοποίησε όλα έτσι που να στρέψει τις υπόνοιες ενάντια στους υπηρέτες: έκανε ακόμα και τη μικροπρέπεια να πάρει το πορτοφόλι της- πήρε τα κλειδιά κάτω απ' το μαξιλάρι της κι άνοιξε το κομό απ' όπου άρπαξε μερικά πράγματα, ακριβώς όπως θα 'κανε κι ένας αμόρφωτος υπηρέτης. Then with a devilish, criminal cunning he arranged everything so as to turn suspicion against the servants: he even had the small decency to take her purse; he took the keys from under her pillow and opened the dresser from which he snatched a few things, just as an uneducated servant would have done. Άφησε δηλαδή τα χρεόγραφα και τις ομολογίες και πήρε μονάχα τα μετρητά, πήρε και μερικά χρυσαφικά, τα πιο μεγάλα, αφήνοντας εκείνα που 'χαν δεκαπλάσια αξία μα ήταν μικρά. So he left the bonds and the notes and took only the cash, he took some gold jewellery, the bigger ones, leaving those that were worth ten times as much but were small. Πήρε και μερικά άλλα για δικό του ενθύμιο, μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. He took a few others for his own keepsake, but we'll talk about that later. Αφού τέλειωσε αυτή την τρομερή δουλειά, έφυγε απ' το σπίτι όπως είχε έρθει. After he finished this terrible job, he left the house as he had come. Ούτε την άλλη μέρα, όταν μαθεύτηκε το έγκλημα, ούτε κι αργότερα δεν πέρασε από κανενός το νου να υποπτευθεί τον πραγματικό ένοχο! Neither the next day, when the crime was discovered, nor afterwards did it occur to anyone to suspect the real culprit! Γιατί δεν ήξερε κανένας ούτε και πως την αγαπούσε, γιατί πάντα του ήταν σιωπηλός και ερμητικός και δεν είχε ούτε ένα φίλο ν' ανοίξει την καρδιά του. Because no one knew how he loved her, because he was always silent and hermetic and had not a single friend to open his heart. Νόμιζαν πως είναι μονάχα γνώριμος της σκοτωμένης και μάλιστα όχι πολύ στενός, γιατί τις τελευταίες δυο βδομάδες δεν την είχε επισκεφτεί ούτε μια φορά. They thought he was only an acquaintance of the dead woman and not a very close one, because he had not visited her once in the last two weeks. Υποπτεύθηκαν αμέσως τον δουλοπάροικο υπηρέτη της, τον Πιοτρ. They immediately suspected her serf servant, Pyotr. Κι όλες οι ενδείξεις βρέθηκαν να 'ναι εναντίον του. And all the evidence was against him. Γιατί αυτός ήξερε —και η κυρία του δεν το 'κρυβε— πως θα τον έστελνε για φαντάρο μαζί με άλλους που 'χε υποχρέωση να δώσει απ' τους δουλοπάροικούς της στο στρατό. For he knew - and his mistress made no secret of it - that she would send him as a soldier along with others she had to give from her serfs to the army. Ήταν εξάλλου κι εργένης και κακής διαγωγής. He was also a bachelor and of bad behaviour. Μια φορά, όντας μεθυσμένος σ' ένα καπηλειό, είχε πει πως θα τη σκότωνε. Once, while drunk in a tavern, he said he was going to kill her. Και δυο μέρες πριν απ' το έγκλημα το 'χε σκάσει και ζούσε κάπου κρυμμένος στην πολιτεία. And two days before the crime, he had run away and was living in hiding somewhere in the state. Την άλλη μέρα κιόλας τον βρήκανε στουπί στο μεθύσι να κοίτεται στο δρόμο, στην έξοδο της πολιτείας, μ' ένα μαχαίρι στην τσέπη. The very next day they found him drunk and staring down the street at the state exit with a knife in his pocket. Η δεξιά του παλάμη ήταν ματωμένη. His right palm was bloody. Αυτός βεβαίωνε πως είχε ανοίξει η μύτη του, μα δεν τον πίστεψαν. He testified that his nose had been opened, but they didn't believe him. Οι καμαριέρες ομολόγησαν πως είχαν πάει στο γλέντι και πως η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή ως την ώρα που γυρίσανε. The maids confessed that they had gone to the party and that the front door had been left open until they returned. Βρέθηκαν άλλες παρόμοιες ενδείξεις και συλλάβανε τον αθώο υπηρέτη. Other similar evidence was found and the innocent servant was arrested. Άρχισε η δίκη μα αυτός έπεσε άρρωστος βαριά με πυρετό και σε μια βδομάδα πέθανε χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. The trial began but he fell ill with a heavy fever and within a week he died without regaining consciousness. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση κι όλοι, οι δικαστές κι ο κόσμος, ήταν βέβαιοι πως ο ένοχος ήταν ο υπηρέτης. So the case ended and everyone, the judges and the people, were sure that the guilty party was the servant. Από δω και ύστερα άρχισε η τιμωρία. From here on, the punishment began.

O μυστηριώδης επισκέπτης, που 'χε γίνει πια φίλος μου, μου εξομολογήθηκε πως στην αρχή δε βασανίστηκε καθόλου από τύψεις. The mysterious visitor, who had become my friend, confessed to me that at first he was not at all tormented by remorse. Υπόφερε πολύ καιρό όχι για το έγκλημα μα μονάχα απ' τη λύπη του που σκότωσε την αγαπημένη γυναίκα, που αυτή δεν υπήρχε πια, που σκοτώνοντάς την σκότωσε ό,τι αγαπούσε ενώ η φωτιά του πάθους του εξακολουθούσε να τον καίει. He suffered for a long time not for the crime but only out of regret for having killed the woman he loved, who no longer existed, for having killed everything he loved by killing her while the fire of his passion still burned. Μα σχεδόν καθόλου δεν σκεφτόταν τότε για το αθώο χυμένο αίμα και για τον σκοτωμένο άνθρωπο. But he hardly thought then about the innocent blood spilled and the man killed. Εξάλλου η σκέψη πως το θύμα του θα μπορούσε να ανήκει σ' έναν άλλον του φαινόταν αφόρητη και γι' αυτό για πολύ καιρό ήταν πεισμένος κατάβαθα πως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Besides, the thought that his victim could belong to another man seemed unbearable to him, and so for a long time he was convinced that he could not do otherwise. Στην αρχή τον βασάνισε κάπως η σύλληψη του υπηρέτη, μα η αρρώστια κι ο γρήγορος θάνατος του κρατούμενου τον ησυχάσανε. At first he was somewhat tormented by the arrest of the servant, but the illness and the prisoner's quick death calmed him down. Γιατί ήταν φανερό (έτσι σκεφτόταν τότε) πως πέθανε όχι απ' τη φυλακή ή απ' το φόβο μα γιατί είχε κρυώσει και είχε αρπάξει εκείνη την αρρώστια τις μέρες ακριβώς που το 'χε σκάσει και κυλιόταν ολόκληρη νύχτα στουπί στο μεθύσι πάνω στο νοτισμένο χώμα. For it was obvious (so he thought at the time) that he had died not from prison or from fear, but because he had caught a cold and had caught that disease the very days he had run away and rolled around all night in a drunken stupor on the wet ground. Τα λεφτά και τα πράγματα που 'χε κλέψει δεν τον τάραζαν και τόσο (έτσι σκεφτόταν αυτός) γιατί δεν είχε πρόθεση να κλέψει μα να στρέψει αλλού τις υπόνοιες. The money and the things he had stolen didn't bother him so much (he thought so) because he didn't intend to steal but to divert suspicion elsewhere. Το κλεμμένο ποσό ήταν ασήμαντο κι αυτός ύστερα από λίγο δώρισε όλο αυτό το ποσό και πολύ περισσότερα σ' ένα νοσοκομείο της πολιτείας μας που 'χε ιδρυθεί εκείνο τον καιρό. The amount stolen was insignificant and he soon donated all of that amount and much more to a hospital in our state that had been established at that time. Το 'κανε επίτηδες για να ησυχάσει τη συνείδησή του σχετικά με την κλοπή και είναι αξιοσημείωτο πως για αρκετό καιρό έμεινε πραγματικά ήσυχος. He did it on purpose to quiet his conscience about the theft and it is noteworthy that for some time he was really quiet. (Αυτό μου το βεβαίωσε ο ίδιος). (He assured me of this himself). Ρίχτηκε τότε με μεγάλη ενεργητικότητα στην δουλειά. He then threw himself energetically into the work. Ζήτησε μονάχος του απ' την υπηρεσία του να του αναθέσουν μια δύσκολη αποστολή που τον απορρόφησε δυο χρόνια κι έχοντας δυνατό χαρακτήρα ξεχνούσε σχεδόν αυτά που 'χαν γίνει. He asked his service alone to assign him a difficult mission that took him two years and, being of strong character, he almost forgot what had been done. Κι όταν τα θυμόταν, προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται καθόλου. And when he remembered them, he tried not to think about them at all. Ρίχτηκε και στη φιλανθρωπία, έκανε πολλά καλά για την πολιτεία μας και πολλές δωρεές· έγινε γνωστός και στις πρωτεύουσες, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τον εκλέξανε μάλιστα μέλος των εκεί φιλανθρωπικών σωματείων. He also threw himself into charity, did a lot of good for our state and many donations; he became known in the capitals, in Moscow and Petersburg, and was even elected a member of the charitable associations there. Μα τέλος άρχισε να πέφτει σε βασανιστική συλλογή, τόσο που δεν μπορούσε να υποφέρει πια. But at last he began to fall into a torturous collection, so much so that he could suffer no more.

Τότε του άρεσε μια πολύ όμορφη και μυαλωμένη κοπέλα και την παντρεύτηκε βιαστικά, ελπίζοντας πως με το γάμο θα διαλύσει την αγωνία που δοκίμαζε στη μοναξιά του, πως παίρνοντας καινούργιο δρόμο και εκπληρώνοντας με ζήλο τα καθήκοντά του απέναντι στη γυναίκα και στα παιδιά του θα ξεχάσει οριστικά τα παλιά. At that time he liked a very beautiful and intelligent girl and married her in haste, hoping that with the marriage he would dispel the anguish he had been experiencing in his loneliness, that by taking a new path and fulfilling his duties to his wife and children with zeal he would forget the old ones once and for all. Μα έγινε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που περίμενε. But the exact opposite of what he expected happened. Απ' τον πρώτο κιόλας μήνα του γάμου, άρχισε να τον βασανίζει τούτη η αδιάκοπη σκέψη: From the very first month of marriage, he began to be tormented by this incessant thought:

«Νά, μ' αγαπάει η γυναίκα μου, μα τι θα γινόταν αν τυχόν και μάθαινε;» "Well, my wife loves me, but what if she should find out?"

Όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο παιδί και του το είπε, αυτός ξαφνικά ταράχτηκε: When she became pregnant with her first child and told him, he suddenly became upset:

«Δίνω ζωή, όμως εγώ ο ίδιος έχω αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου». "I give life, but I myself have taken the life of a man."

Άρχισαν τα παιδιά: The children started:

«Με τι δικαίωμα μπορώ να τ' αγαπώ, να τα διδάσκω και να τ' ανατρέφω; Πώς μπορώ να τους μιλήσω για αρετή; Εγώ έχυσα αίμα». "What right have I to love them, to teach them, and to bring them up?How can I speak to them of virtue?I have shed blood."

Τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται πολύ όμορφα, θέλει να τα χαϊδέψει. The children grow up and become very beautiful, she wants to pet them.

«Κι όμως δεν μπορώ να κοιτάζω τ' αθώα, καθάρια τους πρόσωπα. "And yet I can't look at their innocent, clean faces. Δεν τ' αξίζω.» I don't deserve it."

Τέλος, άρχισε να βλέπει μπροστά του την απειλητική και ζοφερή οπτασία της σκοτωμένης, της αδικοχαμένης νεανικής ζωής της, το αίμα που ζητούσε εκδίκηση. Finally, he began to see before him the threatening and gloomy vision of her slain, her untold young life, the blood that sought revenge. Άρχισε να βλέπει τρομερά όνειρα. He began to have terrible dreams. Μα έχοντας δυνατή καρδιά υπόμεινε για πολύ καιρό αυτό το μαρτύριο: But having a strong heart, he endured this torment for a long time:

«Θα τα εξαγοράσω όλα μ' αυτό μου το μυστικό μαρτύριο». "I'll buy it all with this secret torture." Μα και τούτη η ελπίδα ήταν μάταιη: όσο περνούσε ο καιρός τόσο το μαρτύριό του γινόταν μεγαλύτερο. But even this hope was in vain: as time passed, his suffering grew greater. O κόσμος άρχισε να τον εκτιμάει για την φιλανθρωπική του δράση, αν κι όλοι φοβόνταν τον αυστηρό και σκυθρωπό του χαρακτήρα, μα όσο πιο πολύ τον εκτιμούσαν τόσο περισσότερο του γινόταν αυτό ανυπόφορο. People began to appreciate him for his charitable activities, although they were all afraid of his stern and sullen character, but the more they appreciated him the more he became intolerable. Μου εξομολογήθηκε πως άρχισε να σκέφτεται ν' αυτοκτονήσει. He confessed to me that he began to think about killing himself. Μα αντί γι' αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του μια άλλη σκέψη, μια σκέψη που στην αρχή την έβρισκε απραγματοποίητη κι ακαταλόγιστη μα που στο τέλος τόσο σφηνώθηκε στην καρδιά του που δεν μπορούσε πια να την αποσπάσει. But instead, another thought stuck in his heart, a thought that at first he found unrealized and irresponsible, but which in the end became so embedded in his heart that he could no longer tear it away. Ονειρευόταν να κάνει τούτο: να βγει μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να πει σ' όλους πως είχε σκοτώσει. He dreamed of doing this: to go out in front of the whole world and tell everyone that he had killed. Κάπου τρία χρόνια έζησε μ' αυτή τη σκέψη, ονειρευόταν αυτή την πράξη με διάφορες μορφές. For about three years he lived with this thought, dreaming of this act in various forms. Τέλος, πίστεψε μ' όλη του την καρδιά πως όταν θα ομολογήσει δημόσια το έγκλημα, θα θεραπεύσει και θα γαληνέψει την ψυχή του για πάντα. Finally, he believed with all his heart that when he confessed the crime publicly, it would heal and soothe his soul forever. Μα όταν έφτασε να πιστέψει κάτι τέτοιο ένιωσε φρίκη. But when he came to believe this, he was horrified. Γιατί πώς να εκτελέσει την απόφασή του; Και ξαφνικά έγινε εκείνο το περιστατικό στη μονομαχία μου. Because how could he carry out his decision?And suddenly there was this incident in my duel.

— Βλέποντας εσάς, τ' αποφάσισα. - Seeing you, I decided.

Εγώ τον κοιτάζω καλά καλά. I'm looking right at him.

— Μα πώς μπόρεσε, φώναξα σμίγοντας τα χέρια μου, ένα τόσο ασήμαντο περιστατικό να σας γεννήσει μια τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα; - But how could," I cried, wringing my hands, "such a trivial incident have given you such great determination?

— Η αποφασιστικότητά μου γεννιόταν τρία ολόκληρα χρόνια, μου απαντάει, και η δική σας περίπτωση στάθηκε μονάχα μια αφορμή. - My determination had been brewing for three years, he replied, and your case was only a trigger. Βλέποντας εσάς, κατηγόρησα τον εαυτό μου και σας ζήλεψα, πρόφερε με κάποιαν αυστηρότητα μάλιστα. Seeing you, I blamed myself and envied you, he said with some severity.

— Μα δεν θα σας πιστέψει κανείς, παρατήρησα εγώ. - But no one will believe you, I observed. Περάσανε δεκατέσσερα χρόνια. Fourteen years have passed.

— Έχω αποδείξεις μεγάλες. - I've got big receipts. Θα τις παρουσιάσω. I will present them.

Έκλαψα τότε και τον ασπάστηκα. I cried then and embraced him.

— Ένα πράγμα πέστε μου μονάχα, ένα μόνο! - Just tell me one thing, just one thing! μου είπε (λες κι από μένα εξαρτιόνταν τώρα όλα) : Η γυναίκα μου, τα παιδιά! he said to me (as if everything depended on me now) : My wife, my children! Η γυναίκα ίσως και να πεθάνει απ' την λύπη της και τα παιδιά, αν και δε θα χάσουν τους τίτλους ευγενείας και τα χτήματα, θα μείνουν για πάντα τα παιδιά ενός κατεργίτη! The woman may even die of sorrow, and the children, though they will not lose their titles of nobility and estates, will forever remain the children of a rascal! Και η ανάμνηση, τι ανάμνηση θα μείνει στην καρδιά τους από μένα; Εγώ σωπαίνω. And the memory, what memory will remain in their hearts of me?I am silent.

— Και να τους αποχωριστώ; Να τους αφήσω για πάντα; Γιατί θα πρέπει για πάντα, για πάντα να τους χάσω! - And should I part with them?Should I leave them forever?Because I will have to lose them forever, forever!

Κάθομαι γω και ψιθυρίζω μέσα μου μια προσευχή. I sit down and whisper a prayer inside me. Τέλος σηκώθηκα. Finally I got up. Ένιωσα κάποιο φόβο. I felt some fear.

— Λοιπόν; μου λέει και με κοιτάζει. - Well? he says and looks at me.

— Πηγαίνετε, του λέω, κι ομολογήστε το. - Go, I say, and confess it. Όλα θα περάσουν, μονάχα η αλήθεια θα μείνει. All will pass, only the truth will remain. Τα παιδιά θα καταλάβουν, όταν θα μεγαλώσουν, πόσο τρανή αποφασιστικότητα υπήρχε στη μεγαλοψυχία σας. Children will understand, when they grow up, how great a determination there was in your magnanimity.

Έφυγε τότε και φαινόταν πως πραγματικά είχε πάρει πια την απόφαση. He left then and it seemed that he had really made up his mind. Μα παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να 'ρχεται στο σπίτι μου δυο βδομάδες συνέχεια, κάθε βράδι· όλο ετοιμαζόταν, κι όλο δεν τα κατάφερνε να τ' αποφασίσει. But still he kept coming to my house every night for two weeks, every night; he was always getting ready, and always failing to make up his mind.

Καταβασάνισε την καρδιά μου. It has devoured my heart. Μια ερχόταν αποφασισμένος κι έλεγε με συγκίνηση: One came determined and said with emotion:

— Ξέρω πως θα κερδίσω τον Παράδεισο, θα τον κερδίσω μόλις ομολογήσω. - I know I'll win Heaven, I'll win it once I confess. Δεκατέσσερα χρόνια βρισκόμουν στην Κόλαση. Fourteen years I was in Hell. Θέλω να τιμωρηθώ, θα δεχτώ τη δυστυχία και θ' αρχίσω να ζω. I want to be punished, I'll accept the misery and start living. Με το ψέμα μπορείς να διαβείς όλον τον κόσμο, μα να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς. With a lie you can go all over the world, but you can't go back. Τώρα όχι μονάχα τον πλησίον μου μα ούτε και τα παιδιά μου δεν τολμώ ν' αγαπήσω. Now I dare not love not only my neighbor, but not even my children. Θεέ μου, ίσως τα παιδιά μου να καταλάβουν πόσο υπόφερα και να μη με καταδικάσουν! God, maybe my children will understand how much I suffered and not condemn me! Δεν είναι μες στη δύναμη που βρίσκεται ο θεός, μα μέσα στην αλήθεια. It is not in the power that God is found, but in the truth.

— Όλοι θα καταλάβουν τον άθλο σας, του λέω εγώ, κι αν όχι τώρα, θα τον καταλάβουν αργότερα, γιατί υπηρετήσατε την αλήθεια, την ανώτερη αλήθεια, όχι τη γήινη. - Everyone will understand your feat, I tell him, and if not now, they will understand it later, because you have served the truth, the higher truth, not the earthly truth.

Έφευγε σάμπως ησυχασμένος, μα την άλλη μέρα ξαναρχόταν θυμωμένος, χλωμός και μιλούσε ειρωνικά: He would leave, somewhat calmly, but the next day he would come back angry, pale and talking ironically:

— Κάθε φορά που μπαίνω στο δωμάτιό σας με κοιτάτε με περιέργεια: «Ακόμα», σα να μου λέτε, «δεν τ' ομολόγησες;» Περιμένετε, μη με καταφρονάτε και τόσο. - Every time I enter your room you look at me with curiosity: "Still", as if to say, "you haven't confessed? "Wait, don't despise me so much. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο σας φαίνεται. It's not as easy as it seems. Ίσως να μην το κάνω και καθόλου. Maybe I won't do it at all. Δεν θα πάτε βέβαια να με καταγγείλετε τότε, ε; You're not going to report me then, are you?

Κι όμως εγώ όχι μονάχα δεν τον κοίταζα με περιέργεια μα φοβόμουνα να του ρίξω έστω και μια ματιά. And yet I not only did not look at him with curiosity but I was afraid to even take a look at him. πολύ με βασάνιζαν όλα αυτά, αρρώστησα σχεδόν, και η ψυχή μου ήταν γεμάτη δάκρια. I was so tormented by all this, I was almost sick, and my soul was full of tears. Έχασα και τον ύπνο μου ακόμα. I even lost sleep over it.

— Έρχομαι τώρα, εξακολουθεί αυτός, απ' τη γυναίκα μου. - I come now, he continues, from my wife. Το καταλαβαίνετε τάχα τι θα πει μια σύζυγος; Όταν έφευγα τα παιδάκια φώναζαν πίσω μου: «Στο καλό, μπαμπά, να γυρίσετε γρήγορα να διαβάσουμε μαζί τα Παιδικά Αναγνώσματα». Do you understand what a wife will say?When I was leaving, the children were shouting behind me, "Goodbye, Daddy, come back quickly so that we can read the Children's Readings together." Όχι, αυτό δεν το καταλαβαίνετε εσείς! No, you don't understand that! Τ' αλλουνού τα βάσανα δε σε κάνουν πιο σοφό. Another man's troubles make thee no wiser.

Τα μάτια του αστράψανε, τα χείλη του τρεμούλιασαν. His eyes flashed, his lips quivered. Ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι τόσο που τα πράγματα, που ήταν εκεί πάνω, αναπήδησαν. Suddenly he slammed his fist on the table so hard that the things on the table bounced. Ήταν τόσο ήσυχος άνθρωπος, αυτό πρώτη φορά του συνέβαινε. He was such a quiet man, this was a first for him.

— Μα είναι ανάγκη τάχα; ξεφώνισε αυτός. - But is it really necessary? he exclaimed. Χρειάζεται μήπως; Κανένας δεν καταδικάστηκε, κανέναν δεν στείλανε στο κάτεργο εξαιτίας μου, ο υπηρέτης πέθανε γιατί αρρώστησε. Do I have to?No one was convicted, no one was sent to the jail because of me, the servant died because he got sick. Για το χυμένο αίμα αυτοτιμωρήθηκα. For the spilled blood I punished myself. Μα κι ούτε θα με πιστέψουν, δε θα με πιστέψουν ό,τι αποδείξεις κι αν τους φέρω. But they won't believe me either, they won't believe me no matter what proof I bring them. Είναι ανάγκη να το πω; Είναι ανάγκη; Για το χυμένο αίμα είμαι έτοιμος να βασανίζομαι σ' όλη μου τη ζωή, μονάχα δε θέλω να καταστρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Do I have to say it?Do I have to?For the spilled blood I am ready to be tortured all my life, only I don't want to destroy my wife and children. Θα 'ταν δίκαιο τάχα να καταστραφούν κι αυτά μαζί μου; Μήπως τάχα κάνουμε λάθος; Ποια είναι η αλήθεια; Και θα την καταλάβουν άραγε αυτή την αλήθεια οι άνθρωποι, θα την εκτιμήσουν, θα την τιμήσουν; «Θεέ μου!» σκέφτομαι εγώ. Would it be fair to destroy them with me?Are we wrong?What is the truth?And will people understand this truth, will they appreciate it, will they honour it? "My God!", I think. «Την εκτίμηση των ανθρώπων συλλογίζεται σε μια τέτοια στιγμή!» "The appreciation of the people contemplated at such a time!"

Και τόσο πολύ τον λυπήθηκα που νομίζω πως θα δεχόμουν να μοιραστώ τα βάσανά του μόνο και μόνο για να τον ξαλαφρώσω. And I felt so sorry for him that I think I would have agreed to share his suffering just to relieve him. Τον βλέπω που με κοιτάζει μανιασμένος. I see him looking at me frantically. Ένιωσα φρίκη γιατί κατάλαβα, όχι μονάχα με το νου μα και με την ψυχή μου, πόσο κοστίζει μια τέτοια απόφαση. I felt horror because I understood, not only in my mind but also in my soul, how much such a decision cost.

— Αποφασίστε την τύχη μου, αναφώνησε και πάλι αυτός. - Decide my fate, he exclaimed again.

— Πηγαίνετε κι ομολογήστε τα, του ψιθύρισα εγώ. - "Go and confess," I whispered to him.

Έχασα σχεδόν τη φωνή μου μα του το ψιθύρισα σταθερά. I almost lost my voice but I whispered it firmly. Πήρα τότε απ' το τραπέζι το Ευαγγέλιο, μια ρούσικη μετάφραση, και του 'δειξα το κατά Ιωάννην, κεφάλαιο XII, εδάφιον 24: I then took from the table the Gospel, a Russian translation, and showed him John, chapter XII, verse 24:

«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». "Amen, amen, I say unto you, except a grain of wheat fall to the ground and die, it abideth alone; but if it die, it bringeth forth much fruit."

Αυτό το εδάφιο το είχα διαβάσει λίγο πριν έρθει εκείνος. I had read this passage just before he came.

Το διάβασε:

— Σωστά, λέει, μα χαμογέλασε πικρά: Ναι, σ' αυτά τα βιβλία,· λέει ύστερα από μικρή σιωπή, είναι καταπληκτικό τι μπορείς να συναντήσεις. - Right, he says, but smiled bitterly: "Yes, in these books," he says after a short silence, "it's amazing what you can find. Είναι εύκολο να τα χώνεις κάτω απ' τη μύτη του αλλουνού. It's easy to shove it under someone else's nose. Μα ποιος τα 'γραψε; Άνθρωπος τάχα; But who wrote them? A man?

— Το Άγιο Πνεύμα τα 'γραψε, του λέω. - The Holy Spirit wrote it, I say to him.

— Εύκολο είναι να φλυαρεί κανείς, είπε και χαμογέλασε, μα τώρα σχεδόν με μίσος. - It's easy to blabber, he said and smiled, but now almost with hatred.

Πήρα ξανά το βιβλίο, τ' άνοιξα σ' άλλο μέρος και του 'δειξα την επιστολή προς Εβραίους, κεφάλαιο X, εδάφιον 31. I took the book again, opened it in another place, and showed him Hebrews, chapter X, verse 31. Αυτός διάβασε: He read:

«Τρομερόν το εμπεσείν εις χείρας τού Θεού τού ζώντος». "Terrible is it to fall into the hands of the living God."

Το διάβασε και πέταξε το βιβλίο τρέμοντας σύγκορμος. He read it and threw the book away, trembling.

— Τρομερό αυτό το εδάφιο, μου λέει. - That's a terrible passage, he tells me. Δεν μπορείς να πεις, πετυχημένα το διαλέξατε. You can't say, you've chosen it successfully. Σηκώθηκε: Λοιπόν, λέει, χαίρετε, ίσως και να μην ξανάρθω πια... θα ιδωθούμε στον Παράδεισο. He got up: well, he says, hello, maybe I won't come back anymore... we'll see each other in Heaven. Ώστε είναι δεκατέσσερα χρόνια που έχω «εμπέσει εις χείρας τού Θεού τού ζώντος». So it is fourteen years that I have "fallen into the hands of the living God." Έτσι λέγονται λοιπόν αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια. So that's what these fourteen years are called. Αύριο θα παρακαλέσω αυτά τα χέρια να μ' αφήσουν... Tomorrow I will beg these hands to let me go...

Ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω και να τον ασπαστώ μα δεν τόλμησα, τόσο το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και το βλέμμα του βαρύ. I was about to embrace him and embrace him but I didn't dare, his face was so distorted and his eyes were heavy. Βγήκε. It came out.

«Θεέ μου», σκέφτηκα, «πού τραβάει αυτός ο άνθρωπος!» Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα κι έκλαψα γι' αυτόν στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη βοηθό και την προστάτιδα. "My God," I thought, "where is this man going!"I fell on my knees before the icons and wept for him to the Blessed Virgin Mary, his helper and protector. Πέρασε κάπου μισή ώρα που έμεινα γονατισμένος και προσευχόμουνα με δάκρια, και ήταν αργά, μεσάνυχτα σχεδόν. It was about half an hour that I stayed on my knees and prayed with tears, and it was late, almost midnight.

Τότε ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ξαναμπαίνει. Then suddenly the door opens and he comes back in. Εγώ τα 'χασα. I lost it.

— Πού είχατε πάει λοιπόν; τον ρωτάω. - So where had you been?", I ask him.

— Νομίζω, λέει, νομίζω πως κάτι ξέχασα... το μαντήλι μου, φαίνεται. - I think, he says, I think I forgot something... my handkerchief, it seems. Ε, κι αν δεν ξέχασα τίποτα, αφήστε με να κάτσω λίγο... Well, and if I haven't forgotten anything, let me sit down for a while...

Κάθισε σε μια καρέκλα. Εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά του. I was standing in front of him.

— Καθίστε, μου λέει, και σεις. - Sit down, he says, and you too.

Κάθισα. Μείναμε έτσι κάπου δυο λεπτά, με κοίταζε επίμονα και ξαφνικά χαμογέλασε· αυτό το θυμόμουν πάντα, ύστερα σηκώθηκε, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε... We stayed like that for about two minutes, he stared at me and suddenly he smiled; I always remembered that, then he got up, took me in his arms and kissed me...

— Να θυμάσαι, μου λέει, πως ήρθα δω πέρα και για δεύτερη φορά. - Remember, he says, I came here for the second time. Ακούς; Να το θυμάσαι! You hear me? Remember that!

Πρώτη φορά μου μίλησε με το «συ». First time he's ever spoken to me with an "I". Κι έφυγε.

— Αύριο, σκέφτηκα εγώ.

Έτσι κι έγινε. Εκείνο το βράδι δεν το 'ξερα πως την άλλη μέρα είχε τα γενέθλιά του. That night I didn't know it was his birthday the next day. Τις τελευταίες μέρες δεν έβγαινα απ' το σπίτι κι έτσι δεν μπορούσα από κανέναν να το μάθω. I hadn't been out of the house for the last few days, so I couldn't find out from anyone. Κάθε τέτοια μέρα μαζεύονταν πάντα πολλοί γνωστοί στο σπίτι του, όλη η πολιτεία. Every day like that, there were always a lot of people he knew at his house, the whole state.

Έτσι έγινε και τώρα. Μετά το γεύμα σηκώθηκε, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί, μιαν επίσημη αυτοκαταγγελία προς τις Αρχές. After lunch he stood up, holding a piece of paper in his hands, a formal self-report to the authorities. Κι επειδή όλες οι Αρχές ήταν εκεί διάβασε το έγγραφο σ' όλους. And because all the authorities were there, he read the document to everyone. Ήταν μια λεπτομερέστατη περιγραφή του εγκλήματος του: «Αποβάλλω τον εαυτό μου απ' την κοινωνία των ανθρώπων σαν τέρας που είμαι. It was a detailed description of his crime: "I expel myself from human society like the monster that I am. O Θεός με επισκέφτηκε», είπε τελειώνοντας. God has visited me," he finished. «Θέλω να υποστώ το μαρτύριο!» Έφερε αμέσως ύστερα κι αράδιασε στο τραπέζι όλα εκείνα που θα του χρειάζονταν για ν' αποδείξει την ενοχή του και που τα φύλαγε δεκατέσσερα χρόνια: τα χρυσαφικά της σκοτωμένης, που τα 'χε πάρει θέλοντας να στρέψει αλλού τις υπόνοιες, ένα μενταγιόν και το σταυρό που 'χε βγάλει απ' το λαιμό της —στο μενταγιόν ήταν το πορτραίτο του αρραβωνιαστικού της— το σημειωματάριό της και τέλος δυο γράμματα: το ένα του αρραβωνιαστικού της, όπου της έγραφε πως θα 'ρθει γρήγορα, και τ' άλλο το δικό της όπου του απαντούσε, το 'χε μισοτελειώσει και το 'χε αφήσει στο τραπεζάκι για να το στείλει την άλλη μέρα. "I want to suffer the torture!" He brought immediately afterwards and put on the table all the things he would need to prove his guilt and which he had kept for fourteen years: the jewellery of the murdered woman, which he had taken to divert suspicions, a locket and the cross he had taken from her neck - the locket had a portrait of her fiancé on it - her notebook and finally two letters: one from her fiancé, where he wrote that he would come quickly, and the other from her, where he answered him, half-finished, and half-finished. Και τα δυο γράμματα τα 'χε πάρει τότε μαζί του. He had taken both letters with him at that time. Γιατί; Και γιατί τα φύλαγε ύστερα από δεκατέσσερα ολάκερα χρόνια αντί να τα καταστρέψει σαν τεκμήρια που ήταν; Και νά τι έγινε τότε: όλοι απόρησαν και φρίξανε, μα κανείς δε θέλησε να τον πιστέψει, αν κι όλοι τον άκουσαν με μεγάλη περιέργεια. Why?And why did he keep them after fourteen whole years instead of destroying them as the evidence they were?And then what happened?Everyone was astonished and horrified, but no one wanted to believe him, although everyone listened to him with great curiosity. Μα νόμιζαν πως έχουν μπροστά τους έναν άρρωστο άνθρωπο και ύστερα από μερικές μέρες όλοι έμειναν σύμφωνοι πως ο καημένος είχε χάσει τα λογικά του. But they thought they were looking at a sick man, and after a few days everyone agreed that the poor man had lost his mind. Οι Αρχές και το δικαστήριο δεν μπορούσαν να μη δώσουν συνέχεια στην υπόθεση μα σταμάτησαν κι αυτοί: αν και τα πράγματα και τα γράμματα που παρουσίασε γεννούσαν υπόνοιες, όμως έφτασαν στο συμπέρασμα πως κι αν ακόμα αυτά τ' αντικείμενα ήταν αυθεντικά και πάλι δε θα μπορούσε να στηριχθεί κατηγορία με βάση μονάχα αυτά. The authorities and the court could not help but continue the case, but they too stopped: although the things and the letters he presented were suspicious, they came to the conclusion that even if these objects were authentic, an accusation could not be based on them alone. Μπορούσε εξάλλου όλα αυτά να του τα εμπιστεύτηκε η ίδια όταν ακόμα ζούσε, σαν γνωστός της που ήταν. After all, she could have confided all this to him herself when she was still alive, as an acquaintance of hers. Άκουσα πως η αυθεντικότητά τους πιστοποιήθηκε αργότερα απ' τις μαρτυρίες πολλών γνωστών και συγγενών της σκοτωμένης και πως γι' αυτό δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία. I heard that their authenticity was later confirmed by the testimonies of many acquaintances and relatives of the slain woman and that there could be no doubt about it. Μα δεν ήταν γραφτό να ξεκαθαριστεί αυτή η υπόθεση. But this was not meant to be cleared up. Ύστερα από πέντε μέρες μάθανε όλοι πως ο δύστυχος αρρώστησε και πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. After five days, everyone learned that the poor man had fallen ill and that his life was in danger. Δεν μπορώ να καταλάβω από τι αρρώστησε. I can't figure out what made him sick. Λέγανε πως ήταν κάποια καρδιακή πάθηση, μα έγινε ακόμα γνωστό πως το επίσημο ιατρικό συμβούλιο, ύστερα απ' την επιμονή της γυναίκας του, εξέτασε τη διανοητική του κατάσταση κι έβγαλε το συμπέρασμα πως υπήρχε μια κάποια διατάραξη. It was said to be a heart condition, but it was also known that the official medical board, at his wife's insistence, examined his mental state and concluded that there was some disorder. Εγώ δεν μαρτύρησα τίποτα, αν κι όλοι με πίεζαν με ερωτήσεις, μα όταν ζήτησα να τον επισκεφτώ δε μ' αφήνανε για πολύ καιρό, και πιο πολύ απ' όλους η γυναίκα του: I didn't give anything away, although everyone pressed me with questions, but when I asked to visit him they wouldn't let me stay long, and most of all his wife:

— Εσείς, μου 'λεγε, τον κάνατε άνω κάτω. - You, he said, were the ones who turned him upside down. Ήταν και πρώτα σκυθρωπός μα τον τελευταίο χρόνο όλοι παρατηρούσαν πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και φερόταν παράξενα κι εκείνην ακριβώς την εποχή φανήκατε και σεις και τον καταστρέψατε. He was sullen at first but in the last year everyone noticed that he was extremely agitated and acting strangely and at that very time you came along and destroyed him. Εσείς του πήρατε τα μυαλά με τα κηρύγματά σας, ένα μήνα ολόκληρο δεν έλειπε απ' το σπίτι σας. You took his mind away with your sermons, he was not absent from your house for a whole month.

Κι όχι μονάχα η γυναίκα του μα κι όλοι οι άλλοι στην πολιτεία ρίχτηκαν απάνω μου και με κατηγορούσαν.

— Εσείς φταίτε, μου λέγανε.

Όμως εγώ εξακολουθούσα να σωπαίνω, ευτυχισμένος μέσα μου να βλέπω να εκδηλώνεται η Θεία Χάρη σ' αυτόν τον άνθρωπο, που 'χε ορθωθεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του και τον είχε έτσι τιμωρήσει. Όσο για την τρέλα του, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τέλος μ' αφήσανε να τον δω· το ζήτησε ο ίδιος επίμονα, για να μ' αποχαιρετήσει. Μπήκα μέσα και είδα πως όχι μονάχα οι μέρες μα και οι ώρες του ήταν μετρημένες. Ήταν αδύνατος, κίτρινος, τα χέρια του τρέμανε, πνιγόταν, μα το βλέμμα του ήταν τρυφερό και χαρωπό.

— Τετέλεσται! μου είπε. Καιρό τώρα θέλω να σε δω. Γιατί δεν ερχόσουν;

Δεν του είπα πως δεν μ' αφήνανε.

— O Θεός με λυπήθηκε και με φωνάζει κοντά του. Ξέρω πως πεθαίνω μα νιώθω χαρά και γαλήνη για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια. Ένιωσα με μιας στην ψυχή τον Παράδεισό μου μόλις έκανα αυτό που έπρεπε. Τώρα πια τολμάω ν' αγαπώ τα παιδιά μου και να τα φιλώ. Δεν με πιστεύουν, κανένας δε με πιστεύει, ούτε η γυναίκα μου, ούτε οι δικαστές μου. Και τα παιδιά μου ποτέ δε θα με πιστέψουν. Σ' αυτό βλέπω σίγουρα πως ο Θεός σπλαχνίστηκε τα παιδιά μου. Θα πεθάνω και τ' όνομά μου θα μείνει γι' αυτούς ακηλίδωτο. Τώρα προαισθάνομαι το Θεό, η καρδιά μου είναι χαρούμενη σαν να βρίσκεται στον Παράδεισο... έκανα το καθήκον μου...

Δεν μπορεί να μιλήσει, πνίγεται, μου σφίγγει δυνατά το χέρι, με κοιτάζει με φλογισμένο βλέμμα. Μα δεν κουβεντιάσαμε πολύ, η γυναίκα του όλο κι έμπαινε στο δωμάτιο να δει τι γίνεται. Όμως πρόφτασε και μου ψιθύρισε:

— Θυμάσαι που ξανάρθα τότε τα μεσάνυχτα; Και σου είπα να το θυμάσαι; Ξέρεις γιατί είχα έρθει; Για να σε σκοτώσω!

Εγώ ανατρίχιασα.

— Βγήκα τότε απ' το σπίτι σου και βρέθηκα στο σκοτάδι. Τριγύριζα στους δρόμους και πάλευα με τον εαυτό μου. Και ξαφνικά σε μίσησα τόσο που μου ήταν σχεδόν ανυπόφορο. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο μόνος που με κρατάει σφιχτοδεμένο, είναι κριτής μου, δεν μπορώ πια ν' αποφύγω την αυριανή μου τιμωρία, γιατί αυτός όλα τα ξέρει». Όχι πως φοβόμουν ότι θα με καταδώσεις (αυτό ούτε καν το σκέφτηκα), μα είπα: «Πώς θα μπορέσω να τον αντικρύσω, αν δεν ομολογήσω;» Κι αν ακόμα βρισκόσουν πέρα από εννιά βουνά, ζωντανός όμως, και πάλι θα μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη πως ζεις και τα ξέρεις όλα, και με κρίνεις. Σε μίσησα, λες και συ ήσουν η αιτία για όλα και συ έφταιγες. Ξαναγύρισα τότε, θυμόμουν πως είχες στο τραπέζι σου ένα εγχειρίδιο. Κάθισα και σε παρακάλεσα και σένα να κάτσεις, κι ένα ολόκληρο λεπτό σκεφτόμουν. Αν σε σκότωνα, θα χανόμουν και γω μ' αυτό το φόνο, έστω κι αν δεν έλεγα τίποτα για το προηγούμενο έγκλημα. Μα αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου κι ούτε ήθελα να το σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Σε μισούσα μονάχα και ήθελα να εκδικηθώ για όλα. Μα ο Κύριος νίκησε το Διάβολο στην καρδιά μου. Μάθε ωστόσο πως ποτέ δε βρέθηκες τόσο κοντά στο θάνατο.

Ύστερα από μια βδομάδα πέθανε. Όλη η πολιτεία συνόδεψε το φέρετρό του. O ιερέας της Μητρόπολης έβγαλε έναν συγκινητικό λόγο. Κλαίγανε για την τρομερή αρρώστια που έκοψε το νήμα της ζωής του. Μα όλη η πολιτεία άρχισε να μ' εχθρεύεται μετά την κηδεία, τόσο που πάψανε να με δέχονται. Είναι αλήθεια πως μερικοί, στην αρχή λίγοι και σιγά σιγά όλο και περισσότεροι, άρχισαν να πιστεύουν πως μου είχε πει την αλήθεια και μ' επισκέφτονταν πολλές φορές και με ρωτούσαν με μεγάλη περιέργεια και χαρά: Γιατί του αρέσει του ανθρώπου να βλέπει να ταπεινώνεται και να ντροπιάζεται ένας που περνούσε γι' αναμάρτητος. Μα εγώ δεν είπα τίποτα και σε λίγο έφυγα εντελώς απ' την πολιτεία και σε πέντε μήνες ο Κύριος ο Θεός μου μ' αξίωσε ν' ακολουθήσω τον σίγουρο κι αγιασμένο δρόμο και ευλόγησα το αόρατο χέρι που μου 'χε τόσο καθαρά υποδείξει αυτό το δρόμο .Όσο για τον πολυβασανισμένο δούλο του Θεού Μιχαήλ, τον θυμάμαι κάθε μέρα στις προσευχές μου ως τώρα.