3.1 Το μεγάλο νέο... Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. Εμείς περιμέναμε ανυπόμονα, πότε θ' αρχίσουν τα ξεσκονίσματα στη σάλα, για ν' ανοίξει η Σταματίνα τη βιτρίνα και να δούμε το καπλάνι. Είχε αρχίσει ζέστη για τα καλά. Η θάλασσα γέμισε βάρκες και βενζινάκατους. Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου βαρετό, έστω κι αν καθόμασταν ολόκληρη την Κυριακή στην τζαμωτή.
Μπορούσαμε να βλέπουμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται —άλλες με τα κουπιά, άλλες μ' ολάνοιχτα πανιά - και να παρακολουθούμε τις βενζινάκατους που παράβγαιναν η μια την άλλη, σηκώνοντας πίσω τους αφρό. Βέβαια, στην εξοχή ήτανε άλλο πράγμα: μπορούσαμε να μπούμε κι εμείς στις βάρκες και να καθόμαστε στην πλώρη, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό. Μετρούσα, πως είχαμε ακόμα δέκα μέρες για να φύγουμε (γιατί κάθε χρόνο φεύγαμε την ίδια ημερομηνία), όταν άκουσα τη μαμά να λέει της θείας Δέσποινας:
- Δεν τις παίρνεις να φύγετε; Φέτος άρχισε πολύ νωρίς το καλοκαίρι.
Πέταξα από τη χαρά μου κι έτρεξα να το πω στη Μυρτώ.
- Σαχλαμάρες, λέει εκείνη. Κάθε χρόνο, φεύγουμε στις δέκα του Ιούνη.
- Η μαμά είπε, πως έχει ζέστη και...
- Σαχλαμάρες, ξανάπε η Μυρτώ.
Έτρεξε, όμως, να ρωτήσει τη θεία Δέσποινα, αν είναι αλήθεια.
Γύρισε φουριόζα και λαχανιασμένη από την τρεχάλα.
- Έχω να σου πω ένα νέο, να σε κάνω να πηδήσεις! Όχι αυτό, που είπες εσύ: Θα πάμε σχολείο! τσιρίζει τώρα η Μυρτώ και χοροπηδά στο ένα πόδι. Σε αληθινό σχολείο. Τώρα ήρθε ο μπαμπάς από τη δουλειά και το είπε. Ο κύριος Περικλής μίλησε στον κύριο Καρανάση και θα μας πάρει στο σχολείο του με έκπτωση.
- Πως με έκπτωση; τρόμαξα εγώ, γιατί δεν είχα πολυκαταλάβει τι θα πει.
- Να, θα πληρώνουμε πιο λίγο, εξηγεί η Μυρτώ. Κι έτσι θα φτάνει το βαλάντιό μας. Εσένα όμως δε θα σε πάρουνε, γιατί δεν ξέρεις ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα.
Κατάλαβα πως με πείραζε, μα δεν είχα όρεξη για καβγά. Πήγαμε να βρούμε τους μεγάλους, που κάθονταν όλοι την τραπεζαρία γύρω στο μεγάλο τραπέζι. Θέλαμε να τους ρωτήσουμε λεπτομέρειες για το σχολείο, μα κανένας δε μας απάντησε, γιατί η μαμά είχε βγάλει χαρτί και μολύβι και λογάριαζε: Τόσο για τα δίδαχτρα (με την έκπτωση βέβαια), τόσο για τα εκπαιδευτικά τέλη (χωρίς έκπτωση) τόσο για ποδιές, τόσο για σάκες κι ένα σωρό άλλα βαρετά πράγματα.
- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω σιγά στη Μυρτώ.
Όταν μπήκαμε στη σάλα, στην αρχή δε βλέπαμε καθόλου, γιατί οι βυσσινιές βελούδινες κουρτίνες ήτανε κλειστές. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τότε... τρομάξαμε κι οι δυο τόσο πολύ, που πιαστήκαμε από τα χέρια και σταθήκαμε σαν μαρμαρωμένες. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Δε στεκότανε πια, όπως πρώτα, με το κεφάλι προς τον τοίχο, αλλά έτσι που να κοιτάζει το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα.
Δε λέγαμε τίποτα η μια στην άλλη. Μια στιγμή, σκέφτηκα, πως ίσως εμένα να μου φάνηκε έτσι, μα η Μυρτώ μου έσφιγγε δυνατά το χέρι και κατάλαβα πως φοβότανε.
- Είδες; κατάφερα να πω.
- Ναι, ψιθυρίζει εκείνη.
Βγήκαμε τρεχάτες από τη σάλα και πήγαμε στην κουζίνα να βρούμε τη Σταματίνα.
- Ξεσκόνισες τη βιτρίνα; φωνάζουμε κι οι δυο μαζί.
- Τι ξεφωνίζετε; λέει εκείνη. Αν ήτανε, θα σας το έλεγα. Μα η θεία σας δε δίνει το κλειδί. Θέλει να την ξεσκονίσει μόνη της.
Βέβαια, τη θεία Δέσποινα δεν είχαμε σκοπό να τη ρωτήσουμε, γιατί σίγουρα θα μας έλεγε:
- Ναι, εγώ το γύρισα.
Ενώ, αν ρωτούσαμε το Νίκο, μπορεί να μας άρχιζε καμιά καινούρια ιστορία του καπλανιού, καμιά περιπέτεια - πως τάχατες γύρισε προς το παράθυρο, για να βλέπει το μαγικό καράβι που θα 'φτανε να το πάρει σε μακρινές χώρες.
*
Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Τη νύχτα μπορούμε να βλέπουμε από κει όλα τα φώτα της χώρας κι άμα έχει γαλήνη ακούγονται απόμακρα οι φωνές. Η εξοχή μας λεγόταν Λαμαγάρι, δεν είναι όμως καθαυτό χωριό. Εκεί ζούνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε «αποθήκες», και φυλάγουν εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουνε σε κάτι μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια, άλλα φτιαγμένα από πλίνθες κι άλλα από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.
Είναι και μερικά πέτρινα δίπατα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «Πύργους» κι ας έχουνε τρία δωμάτια μονάχα, όπως το δικό μας. Εκεί παραθερίζουνε όσοι έχουνε δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από μας, που δεν έχουμε μήτε ένα βαρέλι, που να μπορούμε σαν παλιώσει να το βάλουμε στη θάλασσα και να πλέμε μέσα σ' αυτό, σαν σε αληθινή βάρκα. Έχουμε όμως τον Πύργο μας στο Λαμαγάρι, γιατί κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, μα τις πούλησε για να σπουδάσει ο παππούς και ν' αγοράσει τους Αρχαίους του.
Μισή ώρα με τη βάρκα από τη χώρα και φτάναμε στο Λαμαγάρι. Κάθε χρόνο μηνούμε του κυρ Αντώνη, του βαρκάρη, κι έρχεται να μας πάρει με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του - μ' αυτό το παράξενο όνομα. Σαν τη γυναίκα του που πνίγηκε στη θάλασσα. Πολλές φορές, ο κυρ Αντώνης σαν ερχότανε να μας πάρει έφερνε μαζί και την κόρη του την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.
Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί ο μπαμπάς, που δεν έχει γεννηθεί σε νησί, φοβάται τόσο πολύ τη θάλασσα που δε μας αφήνει βήμα να κάνουμε μόνες μας. Και μας νομίζει τόσο κουτές, να πάμε να γλιστρήσουμε από το μουράγιο και να πέσουμε κατευθείαν με το κεφάλι στη θάλασσα, να πνιγούμε.
Η θεία Δέσποινα, πάλι, φτάνει να μη γεμίζουμε άμμους το σπίτι, να πλένουμε κάθε βράδυ τα πόδια μας πριν κοιμηθούμε —κι όσο για θάλασσα... «Καλό κάνει να ψηθεί το πετσί σας στο αλάτι». Κι ο παππούς, το μόνο που ζητάει από μας είναι να θυμόμαστε το βράδυ το αρχαίο ρητό που μας μαθαίνει κάθε πρωί, την ώρα που τρώμε.
Ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Λαμαγάρι και την παραμονή το βράδυ ο μπαμπάς μας φώναξε να μας πει τις δέκα εντολές, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ. Κάθε χρόνο μας έλεγε τα ίδια και τα είχαμε μάθει πια απέξω.
Οι δέκα εντολές [του μπαμπά]
1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.
2) Να μην περπατούμε ξιπόλητες.
3) Να μη μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.
4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.
5) Να μην τρώμε αγουρίδες.
6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια.
7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους.
8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια.
9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ' όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας.
10) Να μην τσακωνόμαστε.
Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι, μπαμπά.
Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Πως να κάνουμε όλα αυτά τα «Μη» που ήθελε ο μπαμπάς! Τότε, γιατί πηγαίναμε εξοχή; Έτσι, οι δέκα εντολές ήτανε μονάχα για τα Σαββατοκύριακα. Αυτές τις μέρες τις έχουμε βγάλει η «απελπισία» μας. Όταν συμφωνούνε τ' άλλα παιδιά να πάνε στα πέρα βραχάκια για καβούρια η πεταλίδες, εμείς τους λέμε: «Δε μπορούμε. Άρχισε η απελπισία μας».
Καθόμασταν στην τζαμωτή και περιμέναμε να φανεί ο κυρ Αντώνης να μας πάρει. Ένα σωρό βάρκες στη θάλασσα, μα την «Κρυσταλλία» την ξεχωρίσαμε αμέσως.
- Έρχεται, έρχεται! βάλαμε τις φωνές και κρεμαστήκαμε να δούμε αν είναι κι η Άρτεμη μαζί.
Σε λίγο, στο πλάι του κυρ Αντώνη, ξεχωρίσαμε μία κόκκινη κουκκίδα, που κουνιότανε πέρα δώθε. Ύστερα ακούστηκαν μακριές φωνές, μέσα από τη θάλασσα.
- Μυρτώωωωω! Μεεεελιά.
- Άρτεμηηηηη, ξελαρυγγιαζόμαστε μεις και τώρα πια τη βλέπουμε ξεκάθαρα τη φιλενάδα μας, με το κόκκινο φουστάνι της, να μας κουνάει χέρια και πόδια.
Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τ' αγκαλιάσματα.
- Σιγά θα μου μπατάρετε το σπίτι!
Έτσι λέει ο κυρ Αντώνης τη βάρκα του: «το σπίτι». Ίσως, γιατί, το καλοκαίρι κοιμάται κει μέσα.
Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα πιο μικρή από τη Μυρτώ. Έτσι την έχομε κι οι δυο μας φιλενάδα. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: Πως λένε το κάθε ψάρι, με τ' όνομά του, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα! Τι δόλωμα χρειάζεται το καθένα. Σε ποια βραχάκια έχει πεταλίδες και σε ποια κοντά πάνε τα γαριδάκια. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια. Κι αν την άφηνε ο κυρ Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει.
- Τι κάνει το καπλάνι; μας ψιθύρισε η Άρτεμη.
Τότε μείς τα είπαμε πια όλα: πως γύρισε κατά τη θάλασσα!
Στο μουράγιο ήτανε μαζεμένα τα παιδιά και μας περίμεναν. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλοι μαζί και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά, βγάλανε κάτι σφυρίχτρες από καλάμι κι αρχίσανε να σφυρίζουν. Η θεία Δέσποινα, ο παππούς κι ο κυρ Αντώνης τραβήξανε μπροστά, με τα πράγματα, για τον Πύργο μας και μεις ξοπίσω με τα παιδιά.
Στον πύργο μας περίμενε η Σταματίνα, που είχε έρθει μια μέρα πριν να καθαρίσει το σπίτι. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε πάνω σ' ένα ράφι.
- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.
Τρέξαμε κάτω «στ' αμπέλι του παππού» (το λέγανε έτσι, γιατί ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του), όπου μας περίμεναν τα παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, γιατί τις πρώτες μέρες, ώσπου να σκληραίνουν οι πατούσες, τα πόδια πονούσαν από τις πέτρες και τ' αγκάθια. Δε θέλαμε όμως να φοράμε παπούτσια, για να μοιάζουμε πιότερο με τα παιδιά από τα τσαρδάκια. Πάρα πολύ τ' αγαπούμε τα παιδιά κι ας λένε: «Μαρή Μυρτώ! Μαρή Μέλια!». Όταν βλέπουμε κανέναν ξένο στο δρόμο και μας ρωτάει κάτι, απαντούμε χωριάτικα, για να νομίζει πως είμαστε από τα τσαρδάκια.
Τα παιδιά, κάτω στ' αμπέλι, είχαν θρονιαστεί πάνω σε μια μεγάλη μυγδαλιά και μας περίμεναν. Τ' αμπέλι του παππού δεν έχει ούτε ένα τσαμπί σταφύλι: Είναι σπαρμένο ντοματιές. Στη μέση βρίσκεται μια τεράστια μυγδαλιά. Ο Νίκος μας είχε πει ολόκληρο παραμύθι για τούτο τ' αμπέλι. Μια φορά ήτανε γεμάτο κλήματα, που κάνανε ολόμαυρα σταφύλια. Η μυγδαλιά όμως στεναχωριότανε, που έβλεπε γύρω της όλο μαύρα χρώματα και σκοτεινά. Τότε μια νύχτα το καπλάνι, που είχε κοιμισμένο το μαύρο του μάτι κι έβλεπε με το γαλάζιο, ήρθε, ξερίζωσε τα σταφύλια και φύτεψε στ' αμπέλι κόκκινες, χαρούμενες ντομάτες, για να χαρεί η μυγδαλιά.
Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι όλοι ρώταγαν για το καπλάνι, που τους το 'χε κιόλας προλάβει η Άρτεμη, πως γύρισε μέσα στη βιτρίνα, να κοιτάζει κατά τη θάλασσα.
— Ύστερα; ρωτά ο Νώλης.
— Τι ύστερα; λέμε μείς.
— Αχ, ας το 'βλεπα μια φορά το καπλάνι! στενάζει ο Νώλης. Κι ας ήτανε μέσα από τη βιτρίνα.
Μα για το καπλάνι δε μιλήσαμε άλλο. Γιατί ποιος, έκτος από το Νίκο, μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες του; Κι ο Νίκος σε λίγες μέρες θα έφτανε στο Λαμαγάρι.
Αρχίσαμε τα χοροπηδήματα και τα κλαδιά της μυγδαλιάς ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια. Αν μας έβλεπε κανείς θα ξεχώριζε, πως η Μυρτώ κι εγώ δεν είμαστε από τα τσαρδάκια. Τ' άλλα παιδιά είχανε κιόλας μαυρίσει. Τα χέρια τους και τα πόδια τους ξάσπριζαν από την αλμύρα της θάλασσας. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Άρτεμης, εκεί κοντά στις ρίζες, είχανε γίνει σχεδόν ξανθά από τους ήλιους. Σε λίγες, όμως, μέρες θα 'μασταν και μείς έτσι, σαν «μαυροτσούκαλα», που λέει κι ο μπαμπάς, και θα μιλούσαμε όπως μιλάνε στο Λαμαγάρι. Θα λέγαμε: Προύν', κταλ', σαπάν', σακατ'...
- Έρχεται, έρχεται ξεφώνισε ο Νώλης, στ' άξαφνα, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι.
Ήτανε η Πιπίτσα! Ένα άλλο κοριτσάκι από τη χώρα, που μένει κι αυτή σε Πύργο. Πιπίτσα! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο όνομα; Δεν τη χωνεύουμε καθόλου. Ο μπαμπάς της έχει σχεδόν όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του κι η Πιπίτσα φουσκώνει σαν διάνος όταν λέει τη λέξη: αποθήκες. Είναι σαν και μένα στα χρόνια, μα ούτε κολύμπι δεν ξέρει. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί, όπου πάμε, η μαμά της μας τη φορτώνει. Φάνηκε από πέρα, σειστή και λυγιστή. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει μια ψιλή ψιλή, κλαψιάρικη φωνή.
- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, σαν έφτασε κοντά.
- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; κορόιδεψε ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ολόιδια σαν της Πιπίτσας.
- Καλά, τσιρίζει εκείνη. Κοροϊδεύετε σείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα.
Στη βαρέλα! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. Από πέρυσι την παρακάλαγε ο Νώλης να ζητήσει από τον μπαμπά της μια παλιά βαρέλα του κρασιού. Ο Νώλης μας είχε πει, πως μπορούσε η βαρέλα να πλέει, σαν αληθινή βάρκα. Γι' αυτό και μεις λέγαμε, πως ήτανε κρίμα, που ο πατέρας του παππού πούλησε τις αποθήκες του. Δεν κράταγε μια βαρέλα τουλάχιστον!
- Μαρή, δε λες ψέματα; αγρίεψε ο Νώλης.
- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά, θέλω και δε θέλω, λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια.
Γι' αυτό δεν τη χωνεύουμε! Δε λέει σαν όλα τα παιδιά: «Λόγω τιμής» Μα: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά». «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες.
Αρχίσαμε να τη ρωτάμε για τη βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι, που βρίσκεται, πότε μπορούμε να την πάρουμε... Εκείνη μας κοίταζε αμίλητη, για να μας κάνει να σκάσουμε κι αφού έφαγε τα νύχια της από το ένα χέρι, είπε:
- Είναι, στην αποθήκη μας. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέμε, μπορούμε να την πάρουμε.
Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε:
- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς δεν πάμε πουθενά!
- Όοοχι. Όοοοχι! φωνάζουμε όλο μαζί.
- Ορκιστείτε.
- Ορκιζόμαστε!
- Όχι, όχι, διαμαρτύρεται κείνη. Να πείτε: Να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ' άντερα χυμένα έξω!
- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε, θύμωσε για καλά ο Νώλης. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου.
- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις, ούτε μια φορά, να παρακαλέσεις να σε παίξουμε, απειλεί η Μυρτώ.
- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα στην πλάτη, της φωνάζει ο Οδυσσέας.
- Καλέ, δεν την παρατάτε! λέει η Άρτεμη.
- Καλά, υποχωρεί κλαψουρίζοντας η Πιπίτσα. Πείτε μόνο: «Λόγω τιμής».
Έτσι είπαμε «Λόγω τιμής», μας έβαλε όμως να το πούμε από τρεις φορές ο καθένας.