Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (2)
Το καταδέχεσαι όμως;
- Τι να του κάνω;
- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.
- Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.
Η Γνώση γέλασε.
- Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα. - Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί. - Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.
- Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω
Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους.
- Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού. Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά.