×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Coelho - Ο αλχημιστής (AudioBookWorms), 1. Μέρος πρώτο

1. Μέρος πρώτο

Το ΑΓΟΡΙ το έλεγαν Σαντιάγο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε με το κοπάδι του μπροστά στην παλιά εγκαταλειμμένη εκκλησία. Η σκεπή της είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό και μια τεράστια συκομουριά είχε μεγαλώσει στο σημείο όπου παλιά υπήρχε το παρεκκλήσι.

Αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα. Έβαλε όλα τα πρόβατα να περάσουν από την ετοιμόρροπη πόρτα και στη συνέχεια τοποθέτησε μερικές σανίδες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανένα πρόβατο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δεν υπήρχαν λύκοι σ' εκείνη την περιοχή, αλλά μια φορά είχε ξεφύγει ένα ζώο τη νύχτα και αυτός είχε ξοδέψει όλη την επόμενη μέρα ψάχνοντας για το απολωλός πρόβατο.

Άπλωσε την κάπα του κάτω και ξάπλωσε, βάζοντας για μαξιλάρι το βιβλίο που είχε μόλις διαβάσει. Θυμήθηκε, πριν τον πάρει ο ύπνος, ότι έπρεπε ν' αρχίσει να διαβάζει πιο χοντρά βιβλία: δε διαβάζονταν τόσο γρήγορα και αποτελούσαν πιο βολικά μαξιλάρια για τη νύχτα.

Ήταν ακόμη σκοτεινά όταν ξύπνησε. Κοίταξε ψηλά και, μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή, είδε τα αστέρια να λάμπουν.

«Θα ήθελα να είχα κοιμηθεί λίγο ακόμα», σκέφτηκε. Είχε δει το ίδιο όνειρο μ' εκείνο της περασμένης εβδομάδας και άλλη μια φορά είχε ξυπνήσει πριν από το τέλος.

Σηκώθηκε και ήπιε μια γουλιά κρασί. Μετά πήρε την γκλίτσα του και βάλθηκε να ξυπνά τα πρόβατα που κοιμόνταν ακόμη. Είχε προσέξει ότι, μόλις ξυπνούσε, ξυπνούσαν ταυτόχρονα και τα περισσότερα ζώα. Σαν να υπήρχε μια μυστική δύναμη που ένωνε τη ζωή εκείνων των προβάτων, που εδώ και δυο χρόνια διέτρεχαν μαζί του τη γη, ψάχνοντας νερό και τροφή. «Μ' έχουν συνηθίσει τόσο πολύ, που γνωρίζουν όλα τα ωράρια μου», είπε χαμηλόφωνα. Συλλογίστηκε μια στιγμή και συμπέρανε ότι και το αντίθετο ήταν δυνατό: εκείνος να είχε συμμορφωθεί με το ωράριο των προβάτων.

Υπήρξαν όμως μερικά πρόβατα που αργούσαν πιο πολύ να σηκωθούν. Το αγόρι τα ξύπνησε ένα ένα με την γκλίτσα, φωνάζοντας το καθένα με το όνομά του.

Πάντα πίστευε ότι τα πρόβατα μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. Γι' αυτό τους διάβαζε καμιά φορά φωναχτά τα σημεία των βιβλίων που τον είχαν εντυπωσιάσει ή τους μιλούσε για τη μοναξιά ή τη χαρά της ζωής ενός βοσκού στον κάμπο ή σχολίαζε ό,τι καινούριο έβλεπε στις πόλεις απ' όπου περνούσε.

Τις τελευταίες δυο μέρες, όμως, είχε μία και μόνη έγνοια: το κορίτσι, την κόρη του εμπόρου, που έμενε στην πόλη όπου θα έφτανε σε τέσσερις μέρες. Είχε μείνει εκεί μόνο μία μέρα, πριν από ένα χρόνο. Ο έμπορος ήταν ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού υφασμάτων και ήθελε πάντα να κουρεύουν τα πρόβατα μπροστά του για να αποφεύγει τις απάτες. Κάποιος φίλος του είχε μιλήσει για το μαγαζί και ο βοσκός είχε οδηγήσει τα πρόβατά του εκεί.

-Πρέπει να πουλήσω λίγο μαλλί, είπε στον έμπορο.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο και ο έμπορος παρακάλεσε το βοσκό να περιμένει ως το βράδυ. Αυτός κάθισε στο σκαλοπάτι του μαγαζιού κι έβγαλε ένα βιβλίο από το δισάκι του.

-Δε φανταζόμουν ότι οι βοσκοί μπορούν να διαβάζουν βιβλία, είπε μια γυναικεία φωνή δίπλα του.

Ήταν μια κοπέλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα των γυναικών της Ανδαλουσίας, με ίσια μαύρα μαλλιά και μάτια που θύμιζαν κάπως τους παλιούς Μαυριτανούς κατακτητές.

-Τα πρόβατα διδάσκουν περισσότερα από τα βιβλία.

Συνέχισαν να συζητούν για περισσότερο από δυο ώρες. Η κοπέλα είπε ότι ήταν η κόρη του εμπόρου και του μίλησε για τη ζωή στο χωριό, όπου η κάθε ημέρα ήταν ίδια με την προηγουμένη. Ο βοσκός της μίλησε για την ύπαιθρο της Ανδαλουσίας και για ό,τι καινούριο είχε δει στις πόλεις από τις οποίες είχε περάσει. Αισθανόταν ευτυχισμένος που μιλούσε με κάποιον άλλο αντί με τα πρόβατά του.

-Πού έμαθες να διαβάζεις; ρώτησε κάποια στιγμή η κοπέλα.

-Όπου όλος ο κόσμος, απάντησε το αγόρι. Στο σχολείο.

-Αφού μπορείς και διαβάζεις, γιατί είσαι ένας απλός βοσκός;

Το αγόρι κατέφυγε σε κάποια υπεκφυγή για να μην απαντήσει στην ερώτηση. Ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα δε θα καταλάβαινε ποτέ. Συνέχισε τη διήγηση των ταξιδιών του και τα μικρά μαυριτανικά μάτια ανοιγόκλειναν από έκπληξη και θαυμασμό. Όσο περνούσε η ώρα, το αγόρι όλο και περισσότερο επιθυμούσε να μην τελειώσει ποτέ εκείνη η μέρα, να συνεχίσει να είναι απασχολημένος ο πατέρας της κοπέλας και να του πει να περιμένει τρεις μέρες. Κατάλαβε ότι αισθανόταν κάτι που δεν είχε αισθανθεί μέχρι τώρα: την επιθυμία να εγκατασταθεί για πάντα σε μια πόλη. Με το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά οι μέρες δε θα ήταν ποτέ ίδιες.

Τελικά, όμως, έφτασε ο έμπορος και του ζήτησε να κουρέψει τα πρόβατα. Στη συνέχεια, του πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και του είπε να ξανάρθει σ' ένα χρόνο.

Τώρα έμεναν μόνο τέσσερις μέρες για να φτάσει στο ίδιο χωριό. Ήταν αναστατωμένος και συνάμα επιφυλακτικός: ίσως να τον είχε ξεχάσει το κορίτσι. Τόσοι βοσκοί περνούσαν από κει για να πουλήσουν μαλλί.

-Δεν έχει σημασία, είπε το αγόρι στα πρόβατά του. Κι εγώ γνωρίζω άλλα κορίτσια σε άλλες πόλεις.

Ενδόμυχα όμως ήξερε ότι είχε σημασία. Και ότι οι βοσκοί, όπως οι ναύτες ή οι πλασιέ, γνώριζαν πάντα μια πόλη όπου ζούσε κάποιος ικανός να τους κάνει να ξεχάσουν τη χαρά τού να ταξιδεύεις ελεύθερα στον κόσμο.

Η ΜΕΡΑ γλυκοχάραζε και ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατά του προς τον ήλιο. «Ποτέ δεν έχουν ανάγκη να πάρουν μια απόφαση», σκέφτηκε. «Ίσως γι' αυτό να μένουν πάντα δίπλα μου». Η μόνη ανάγκη που αισθάνονταν τα πρόβατα ήταν για νερό και τροφή. Όσο καιρό το αγόρι θα γνώριζε τα καλύτερα βοσκοτόπια της Ανδαλουσίας, θα ήταν πάντα φίλοι του. Ακόμη κι αν οι μέρες ήταν όλες ίδιες, με ατέλειωτες ώρες να σέρνονται μεταξύ ανατολής και δύσης· ακόμη κι αν δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ένα έστω βιβλίο σ' όλη τους τη μικρή ζωή και δε γνώριζαν τη γλώσσα των ανθρώπων που διηγούνταν τα νέα στα χωριά. Ήταν ευχαριστημένα με το νερό και την τροφή κι αυτό τους ήταν αρκετό. Ως ανταλλαγή προσέφεραν γενναιόδωρα το μαλλί, τη συντροφιά και -πότε πότε- το κρέας τους.

«Αν κάποια στιγμή μεταμορφωνόμουν σε τέρας και αποφάσιζα να τα σφάξω ένα ένα, δε θα το έπαιρναν είδηση παρά όταν θα είχε σφαχτεί σχεδόν όλο το κοπάδι», σκέφτηκε το αγόρι. «Γιατί μου έχουν εμπιστοσύνη και σταμάτησαν να εμπιστεύονται το ένστικτό τους. Μόνο και μόνο επειδή τα οδηγώ προς την τροφή».

Το αγόρι άρχισε να απορεί για τις ίδιες του τις σκέψεις, να τις βρίσκει παράξενες. Ίσως η εκκλησία, μ' αυτή τη συκομουριά που φύτρωνε μέσα της, να ήταν στοιχειωμένη. Αυτή ήταν άραγε η αιτία που είχε δει δεύτερη φορά το ίδιο όνειρο και που ένιωθε ένα αίσθημα θυμού εναντίον των προβάτων, των πάντα τόσο πιστών φίλων του. Ήπιε λίγο κρασί που είχε περισσέψει από το δείπνο της προηγούμενης μέρας και έσφιξε την κάπα στο σώμα του. Ήξερε ότι σε λίγες ώρες, με τον ήλιο στο ζενίθ, θα έκανε τόση ζέστη, που δε θα μπορούσε να οδηγήσει τα πρόβατα μέσα στον κάμπο. Ήταν η ώρα που όλη η Ισπανία κοιμόταν το καλοκαίρι. Η ζέστη κρατούσε μέχρι τη νύχτα κι ως τότε θα έπρεπε να κουβαλάει την κάπα. Παρ' όλα αυτά, όποτε του ερχόταν να διαμαρτυρηθεί για το βάρος της, θυμόταν ότι χάρη σ' εκείνη δεν κρύωνε τα χαράματα, την αυγή.

«Πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα απρόβλεπτα του καιρού», σκεφτόταν τότε και ένιωθε ευγνωμοσύνη για το βάρος της κάπας του.

Η κάπα είχε ένα λόγο ύπαρξης· το ίδιο και το αγόρι. Δυο χρόνια τώρα στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας και ήξερε ήδη απέξω όλες τις πόλεις της περιοχής κι ήταν αυτό που έδινε νόημα στη ζωή του: να ταξιδεύει. Αυτή τη φορά είχε σκοπό να εξηγήσει στην κοπέλα πώς ένας απλός βοσκός ήξερε να διαβάζει: μέχρι τα δεκαέξι του ήταν σε μια ιερατική σχολή. Οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν παπά, κάτι που θα έκανε περήφανη μια αγροτική οικογένεια, που πάλευε μόνο για την τροφή και το νερό, όπως τα πρόβατα του. Έμαθε λατινικά, ισπανικά και θεολογία. Από μικρό παιδί όμως το όνειρό του ήταν να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτό ήταν σπουδαιότερο από το να γνωρίσει το θεό ή τις αμαρτίες των ανθρώπων. Κάποιο απόγευμα που είχε επισκεφτεί την οικογένεια του, είχε βρει το θάρρος να πει του πατέρα του ότι δεν ήθελε να γίνει παπάς. Να ταξιδεύει, αυτό ήθελε!

-Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο έχουν περάσει απ' αυτό το χωριό, γιε μου, είπε ο πατέρας. Αναζητούν καινούρια πράγματα, αλλά παραμένουν ίδιοι. Ανεβαίνουν στο λόφο για να επισκεφτούν το κάστρο και ανακαλύπτουν ότι το παρελθόν είναι καλύτερο κι απ' το παρόν. Έχουν μαλλιά ξανθά ή σκούρο δέρμα, όμως είναι ίδιοι με τους ανθρώπους του χωριού μας.

-Μα εγώ δε γνωρίζω τα κάστρα των χωρών τους, αποκρίθηκε το αγόρι.

-Αυτοί οι άνθρωποι, όταν γνωρίζουν τους κάμπους και τις γυναίκες μας, λένε ότι θα ήθελαν να ζουν εδώ για πάντα, συνέχισε ο πατέρας.

-Θέλω να γνωρίσω τις γυναίκες και τις χώρες απ' όπου ήρθαν, είπε το αγόρι. Γιατί ποτέ δε μένουν εδώ μαζί μας.

-Οι άνθρωποι αυτοί έχουν επάνω τους ένα γεμάτο πορτοφόλι, είπε ξανά ο πατέρας. Από μας μόνο οι βοσκοί ταξιδεύουν.

-Τότε θα γίνω βοσκός.

Ο πατέρας δεν είπε τίποτε άλλο. Την επομένη του έδωσε μια τσάντα με τρία παλιά χρυσά ισπανικά νομίσματα.

-Τα βρήκα κάποτε στον κάμπο. Θα τα χάριζα στην εκκλησία, για προίκα σου. Αγόρασε ένα κοπάδι και γύρισε τον κόσμο μέχρι να μάθεις ότι το κάστρο μας είναι το πιο σπουδαίο και οι γυναίκες μας οι πιο όμορφες.

Του έδωσε την ευχή του. Και στα μάτια του πατέρα του το αγόρι διάβασε την επιθυμία κι εκείνου να γυρίσει τον κόσμο. Μια επιθυμία ακόμη ζωντανή, παρά τις δεκάδες χρόνια που είχε προσπαθήσει να τη θάψει καθώς συνέχιζε να πίνει, να τρώει και να κοιμάται στο ίδιο μέρος.

Ο ορίζοντας βάφτηκε κόκκινος και μετά βγήκε ο ήλιος. Το αγόρι θυμήθηκε τη συζήτηση με τον πατέρα του και αισθάνθηκε χαρούμενο. Ήδη είχε γνωρίσει πολλά κάστρα και πολλές γυναίκες (καμιά όμως σαν εκείνη που τον περίμενε σε δυο μέρες). Είχε μια κάπα, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ανταλλάξει με ένα άλλο κι ένα κοπάδι πρόβατα. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι κάθε μέρα πραγματοποιούσε το μεγάλο όνειρο της ζωής του: να ταξιδεύει. Αν τυχόν βαριόταν τους κάμπους της Ανδαλουσίας, θα μπορούσε να πουλήσει τα πρόβατά του και να γίνει ναύτης. Αν βαριόταν τη θάλασσα, θα είχε στο μεταξύ γνωρίσει πολλές πόλεις, πολλές γυναίκες, πολλές ευκαιρίες να γίνει ευτυχισμένος.

«Δεν καταλαβαίνω πώς ψάχνουν για το Θεό στην ιερατική σχολή», σκέφτηκε ενώ κοιτούσε τον ήλιο που έβγαινε. Όποτε ήταν δυνατό, προσπαθούσε ν' ακολουθεί ένα διαφορετικό δρομολόγιο. Δεν είχε ξαναβρεθεί σ' εκείνη την εκκλησία, αν και είχε περάσει τόσες φορές από κει. Ο κόσμος ήταν απέραντος και ατελείωτος και, αν εκείνος αφηνόταν, μόνο για λίγο, να οδηγηθεί από τα πρόβατα, στο τέλος θα ανακάλυπτε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.

«Το πρόβλημα είναι ότι εκείνα δεν καταλαβαίνουν ότι κάθε μέρα ακολουθούσαν έναν καινούριο δρόμο. Δεν αντιλαμβάνονται ότι άλλαξαν τα βοσκοτόπια, ότι οι εποχές είναι διαφορετικές, γιατί μόνο το νερό και η τροφή τα νοιάζει. Ίσως να συμβαίνει το ίδιο με όλους μας. Ακόμη και με μένα, που δε σκέφτομαι άλλες γυναίκες από τότε που γνώρισα την κόρη του εμπόρου».

Κοίταξε τον ουρανό· σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα βρισκόταν στην Ταρίφα πριν από το μεσημέρι. Εκεί θα μπορούσε να αλλάξει το βιβλίο του με έναν πιο χοντρό τόμο, να γεμίσει το μπουκάλι με κρασί, να ξυριστεί και να κουρευτεί· έπρεπε να προετοιμαστεί για τη συνάντηση με την κοπέλα και δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να τον έχει προφτάσει ένας άλλος βοσκός με περισσότερα πρόβατα και να έχει ζητήσει το χέρι της.

«Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή», συλλογίστηκε, ενώ κοιτούσε ξανά τον ουρανό και επιτάχυνε το βήμα του. Μόλις είχε θυμηθεί ότι στην Ταρίφα ζούσε μια γριά που ερμήνευε όνειρα. Εκείνο το βράδυ, ξανάδε το ίδιο όνειρο με την προηγουμένη νύχτα.

Η ΓΡΙΑ οδήγησε το αγόρι στο βάθος του σπιτιού, σε ένα δωμάτιο το οποίο χώριζε από το σαλόνι μια κουρτίνα από πολύχρωμο πλαστικό. Εκεί μέσα υπήρχε ένα τραπέζι, μια εικόνα του Χριστού και δυο καρέκλες.

Η γριά κάθισε και του υπέδειξε να κάνει το ίδιο. Στη συνέχεια έπιασε τα δυο χέρια του αγοριού και προσευχήθηκε χαμηλόφωνα.

Ακουγόταν σαν προσευχή τσιγγάνας. Το αγόρι είχε ξανασυναντήσει πολλούς τσιγγάνους στο δρόμο του· ταξίδευαν και αυτοί, όμως δεν είχαν πρόβατα. Ο κόσμος έλεγε ότι οι τσιγγάνοι ζούσαν εξαπατώντας τους άλλους. Λεγόταν επίσης ότι είχαν κάνει συμφωνία με δαίμονες και ότι απήγαν μικρά παιδιά για να τα χρησιμοποιήσουν ως σκλάβους στους μυστηριώδεις καταυλισμούς τους. Όταν ήταν μικρό παιδί, ο νεαρός βοσκός ένιωθε τρόμο στην ιδέα ότι μπορεί να τον απαγάγουν τσιγγάνοι και αυτός ο παλιός φόβος εκδηλώθηκε ξανά, καθώς η γριά τού κρατούσε τα χέρια.

«Υπάρχει, όμως, η εικόνα του Χριστού», σκέφτηκε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν ήθελε ν' αρχίσει να τρέμει το χέρι του, μην τυχόν και αντιληφθεί η γριά το φόβο του. Είπε σιωπηλά ένα «Πάτερ Ημών».

-Ενδιαφέρον, είπε η γριά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χέρι του αγοριού. Και πάλι σώπασε.

Το αγόρι γινόταν όλο και πιο νευρικό. Άθελα του τα χεριά του άρχισαν να τρέμουν και η γριά το κατάλαβε. Τράβηξε γρήγορα τα χέρια του.

-Δεν ήρθα εδώ για να διαβάσεις το χέρι μου, είπε, μετανιώνοντας κιόλας που είχε πατήσει σε αυτό το σπίτι.

Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να πληρώσει την επίσκεψη και να φύγει χωρίς να μάθει τίποτε. Αναμφίβολα, έδινε πολλή σημασία σε αυτό το όνειρο που είχε δει δυο φορές.

-Ήρθες να με ρωτήσεις για τα όνειρα, είπε η γριά. Και τα όνειρα είναι η γλώσσα του Θεού. Όταν Εκείνος μιλά τη γλώσσα των ανθρώπων, μπορώ να την ερευνήσω. Αν όμως μιλά τη γλώσσα της ψυχής σου, μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις. Εγώ την επίσκεψη θα την εισπράξω, έτσι κι αλλιώς.

«Άλλο κόλπο κι αυτό», σκέφτηκε το αγόρι. Όμως, αποφάσισε να το διακινδυνέψει. Ένας βοσκός αντιμετωπίζει πάντα τον κίνδυνο των λύκων ή της ανομβρίας και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το επάγγελμά του πιο συναρπαστικό.

-Είδα δυο φορές το ίδιο όνειρο, είπε. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σ' ένα βοσκοτόπι με τα πρόβατά μου και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί κι άρχισε να παίζει με τα ζώα. Δε μου αρέσει να πειράζουν τα πρόβατα μου, γιατί φοβούνται τους ανθρώπους που δεν ξέρουν. Τα μικρά παιδιά όμως καταφέρνουν πάντα ν' αγγίζουν τα ζώα χωρίς να τα τρομάζουν. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνουν τα ζώα την ηλικία των ανθρώπων.

-Μίλα μόνο για το όνειρο σου, είπε η γριά. Έχω το φαγητό πάνω στη φωτιά. Εξάλλου, δεν έχεις πολλά λεφτά και δεν μπορείς να με απασχολείς τόση ώρα.

-Το μικρό παιδί συνέχισε να παίζει για λίγη ακόμη ώρα με τα πρόβατα, είπε το αγόρι κάπως συνεσταλμένα. Ξαφνικά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στις πυραμίδες της Αιγύπτου.

Το αγόρι περίμενε λίγο, μήπως η γριά δεν ήξερε τι θα πει πυραμίδες της Αιγύπτου. Η γριά όμως παρέμεινε σιωπηλή.

-Εκεί, στις πυραμίδες της Αιγύπτου -πρόφερε αργά τις τρεις τελευταίες λέξεις, για να τις καταλάβει καλά η γριά- το μικρό παιδί μου είπε: «Αν έρθεις μέχρι εδώ, θα βρεις έναν κρυμμένο θησαυρό». Και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μου δείξει το ακριβές σημείο, εγώ ξύπνησα. Και τις δυο φορές.

Η γριά έμεινε σιωπηλή για ένα διάστημα. Μετά ξανάπιασε τα χέρια του αγοριού και τα ξαναμελέτησε προσεχτικά.

-Δε θα σου πάρω λεφτά, είπε η γριά. Αλλά θέλω το ένα δέκατο του θησαυρού, αν ποτέ τον βρεις.

Το αγόρι γέλασε χαρούμενο.

Δε θα ξόδευε τώρα τα λίγα λεφτά που είχε, χάρη σ' ένα όνειρο που μιλούσε για κρυμμένους θησαυρούς! Η γριά θα ήταν σίγουρα τσιγγάνα και οι τσιγγάνοι είναι ανόητοι.

-Τι σημαίνει το όνειρο; ρώτησε το αγόρι.

-Πρέπει πρώτα να ορκιστείς. Να ορκιστείς ότι θα μου δώσεις το ένα δέκατο του θησαυρού ως αντάλλαγμα για όσα θα σου πω.

Το αγόρι ορκίστηκε. Η γριά τού ζήτησε να επαναλάβει τον όρκο κοιτώντας την εικόνα του Χριστού.

-Πρόκειται για ένα όνειρο της γλώσσας των ανθρώπων, είπε εκείνη. Μπορώ να το ερμηνεύσω, είναι όμως μία πολύ δύσκολη ερμηνεία. Γι' αυτό, νομίζω ότι αξίζω ένα μερίδιο από ό,τι βρεις.

»Η ερμηνεία είναι η εξής: πρέπει να πας μέχρι τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Δεν έχω ξανακούσει γι' αυτές, αλλά, για να σου τις δείξει ένα παιδί, θα πει ότι υπάρχουν. Εκεί θα βρεις ένα θησαυρό που θα σε κάνει πλούσιο.

Το αγόρι ξαφνιάστηκε και στη συνέχεια νευρίασε. Δεν είχε έρθει στη γριά για να μάθει τόσο λίγα. Τελικά θυμήθηκε ότι δεν πλήρωνε τίποτε.

-Άδικα έχασα την ώρα μου, είπε.

-Γι' αυτό σου είπα ότι το όνειρό σου είναι δύσκολο. Τα απλά πράγματα είναι τα πιο ασυνήθιστα και μόνο οι σοφοί τα διακρίνουν. Μια που δεν είμαι καμιά σοφή, πρέπει να γνωρίζω άλλες τέχνες, σαν τη χειρομαντεία.

-Και πώς θα φτάσω μέχρι την Αίγυπτο;

-Το μόνο που κάνω είναι να ερμηνεύω τα όνειρα. Δεν έχω τη δύναμη να τα μετατρέψω σε πραγματικότητα. Γι' αυτό είμαι υποχρεωμένη να ζω με όσα μου δίνουν οι κόρες μου.

-Κι αν δε φτάσω μέχρι την Αίγυπτο;

-Δε θα πληρωθώ. Δε θα είναι και η πρώτη φορά. Και η γριά δεν είπε τίποτε άλλο. Παρακάλεσε το αγόρι να περάσει έξω. Αρκετά είχε ασχοληθεί μαζί του.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ έφυγε απογοητευμένο και αποφασισμένο να μην πιστέψει ποτέ πια σε όνειρα. Θυμήθηκε ότι είχε ένα σωρό δουλειές. Πήγε να φάει κάτι, άλλαξε το βιβλίο του μ' ένα πιο χοντρό βιβλίο και κάθισε σ' ένα παγκάκι της πλατείας για να απολαύσει το καινούριο κρασί που είχε αγοράσει. Ήταν ζεστή μέρα και το κρασί -αδιερεύνητο μυστήριο!- κατάφερε να τον δροσίσει λίγο. Είχε αφήσει τα πρόβατα στην είσοδο της πόλης, στο μαντρί ενός καινούριου φίλου του. Γνώριζε πολύ κόσμο σ' εκείνα τα μέρη και αυτός ήταν ο λόγος που του άρεσαν τα ταξίδια. Αποκτάς καινούριους φίλους και δεν είναι ανάγκη να βρίσκεσαι μαζί τους κάθε μέρα. Όταν βλέπεις πάντα τα ίδια πρόσωπα -κι αυτό συνέβη στην ιερατική σχολή-, καταλήγεις στο να γίνουν κομμάτι της ζωής σου. Κι όταν γίνουν κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να την αλλάξουν. Αν δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, γκρινιάζουν. Κι αυτό γιατί όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ξέρουν το πώς πρέπει να ζούμε τη δική μας ζωή. Κανείς όμως δε γνωρίζει πώς πρέπει να ζει τη ζωή του. Σαν τη γριά που ερμήνευε τα όνειρα, αλλά δε γνώριζε πώς να τα μετατρέψει σε πραγματικότητα.

Αποφάσισε να περιμένει να γείρει ο ήλιος λίγο προς τη δύση πριν τραβήξει με τα πρόβατά του προς τον κάμπο. Σε τρεις μέρες θα συναντούσε την κόρη του εμπόρου.

Άρχισε να διαβάζει το βιβλίο που του είχε δώσει ο ιερέας της Ταρίφας. Ήταν ένα χοντρό βιβλίο όπου από την πρώτη κιόλας σελίδα γινόταν λόγος για μια κηδεία. Επιπλέον, τα πρόσωπα είχαν πολύπλοκα ονόματα. Αν κάποτε έγραφε βιβλία, σκέφτηκε, θα φρόντιζε να παρουσιάζει ένα ένα τα πρόσωπα, για να μην αναγκάζει τους αναγνώστες ν' αποστηθίζουν όλα τα ονόματα ταυτόχρονα.

Ενώ είχε καταφέρει να συγκεντρωθεί στο διάβασμα -και ήταν ευχάριστο, γιατί γινόταν λόγος για μια κηδεία στο χιόνι, κάτι που του μετέδιδε ένα αίσθημα ψύχρας κάτω από εκείνο τον καυτό ήλιο-, ένας γέρος ήρθε, κάθισε δίπλα του και άρχισε να του μιλάει.

-Τι κάνουν αυτοί εκεί; ρώτησε ο γέρος δείχνοντας τους ανθρώπους στην πλατεία.

-Εργάζονται, απάντησε κοφτά το αγόρι και προσποιήθηκε ότι είχε βυθιστεί ξανά στο διάβασμα. Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν ότι έπρεπε να κουρέψει τα πρόβατα μπροστά στην κόρη του εμπόρου, για να διαπιστώσει εκείνη πόσο ικανός ήταν. Πόσες φορές είχε φανταστεί αυτή τη σκηνή· και κάθε φορά το κορίτσι τον κοιτούσε με θαυμασμό, όταν εκείνος άρχιζε να της εξηγεί ότι τα πρόβατα πρέπει να τα κουρεύουμε από τα πίσω προς τα εμπρός. Προσπαθούσε επίσης να θυμηθεί μερικές καλές ιστορίες που θα της διηγιόταν καθώς θα κούρευε τα πρόβατα. Τις περισσότερες τις είχε διαβάσει σε βιβλία, αλλά θα τις διηγιόταν σαν να ήταν δικά του βιώματα. Εκείνη δε θα καταλάβαινε τη διαφορά, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει βιβλία.

Ο γέρος όμως συνέχισε να επιμένει. Είπε ότι ένιωθε κουρασμένος και διψασμένος και ζήτησε απ' το αγόρι μια γουλιά κρασί. Το αγόρι τού πρόσφερε το μπουκάλι· ίσως έτσι τον άφηνε ήσυχο.

Ο γέρος όμως ήθελε οπωσδήποτε κουβέντα. Ρώτησε τι βιβλίο διάβαζε το αγόρι. Εκείνο σκέφτηκε να φερθεί με αγένεια και ν' αλλάξει παγκάκι, ο πατέρας του όμως το είχε μάθει να σέβεται τους πιο ηλικιωμένους. Κι έτσι έδειξε το βιβλίο στο γέρο για δυο λόγους: πρώτον, γιατί δεν μπορούσε να προφέρει τον τίτλο και, δεύτερον, αν ο γέρος δεν ήξερε να διαβάζει, από μόνος του θα άλλαζε παγκάκι, για να μην αισθάνεται ταπεινωμένος.

-Α! είπε ο γέρος περιεργαζόμενος το βιβλίο απ' όλες τις πλευρές, λες και επρόκειτο για παράξενο αντικείμενο. Είναι σπουδαίο βιβλίο, βαρετό όμως.

Το αγόρι ξαφνιάστηκε. Ώστε και ο γέρος ήξερε να διαβάζει και είχε μάλιστα διαβάσει κι εκείνο το βιβλίο. Και αν το βιβλίο, όπως έλεγε, ήταν βαρετό, τότε προλάβαινε να το αλλάξει με κάποιο άλλο.

-Πρόκειται για ένα βιβλίο που λέει ό,τι λένε σχεδόν όλα τα βιβλία, συνέχισε ο γέρος. Για την αδυναμία των ανθρώπων να ορίζουν την ίδια τους τη μοίρα. Στο τέλος, καταφέρνει να κάνει τους πάντες να πιστέψουν στο μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.

-Και ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου; ρώτησε έκπληκτο το αγόρι.

-Είναι το εξής: κάποια στιγμή χάνουμε την ικανότητα να ελέγχουμε τη ζωή μας και βρισκόμαστε στο έλεος της μοίρας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.

-Δε μου συνέβη κάτι τέτοιο, είπε το αγόρι. Ήθελαν να με κάνουν παπά κι εγώ αποφάσισα να γίνω βοσκός.

-Καλύτερα έτσι, είπε ο γέρος. Γιατί σου αρέσει να ταξιδεύεις.

«Μάντεψε τις σκέψεις μου», συλλογίστηκε το αγόρι. Ο γέρος, στο μεταξύ, ξεφύλλιζε το χοντρό βιβλίο, καθόλου διατεθειμένος να το δώσει πίσω. Το αγόρι πρόσεξε ότι ήταν παράξενα ντυμένος· έμοιαζε με Άραβα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο σ' εκείνη την περιοχή. Η Αφρική απείχε μόνο μερικές ώρες από την Ταρίφα· αρκούσε να διασχίσεις το μικρό στενό με μια βάρκα. Συχνά εμφανίζονταν Άραβες στην πόλη, ψώνιζαν και προσεύχονταν με παράξενο τρόπο πολλές φορές τη μέρα.


1. Μέρος πρώτο 1. Partie 1

Το ΑΓΟΡΙ το έλεγαν Σαντιάγο. THE BOY was called Santiago. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε με το κοπάδι του μπροστά στην παλιά εγκαταλειμμένη εκκλησία. It was getting dark when he arrived with his flock in front of the old abandoned church. Η σκεπή της είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό και μια τεράστια συκομουριά είχε μεγαλώσει στο σημείο όπου παλιά υπήρχε το παρεκκλήσι. Its roof had disappeared a long time ago and a huge fig tree had grown on the spot where the chapel once stood.

Αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα. He decided to spend the night there. Έβαλε όλα τα πρόβατα να περάσουν από την ετοιμόρροπη πόρτα και στη συνέχεια τοποθέτησε μερικές σανίδες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανένα πρόβατο κατά τη διάρκεια της νύχτας. He let all the sheep go through the dilapidated door and then placed some planks in such a way that no sheep could escape during the night. Δεν υπήρχαν λύκοι σ' εκείνη την περιοχή, αλλά μια φορά είχε ξεφύγει ένα ζώο τη νύχτα και αυτός είχε ξοδέψει όλη την επόμενη μέρα ψάχνοντας για το απολωλός πρόβατο. There were no wolves in that area, but once an animal had escaped at night and he had spent the whole next day looking for the lost sheep.

Άπλωσε την κάπα του κάτω και ξάπλωσε, βάζοντας για μαξιλάρι το βιβλίο που είχε μόλις διαβάσει. He spread his cloak down and lay down, putting on the pillow the book he had just read. Θυμήθηκε, πριν τον πάρει ο ύπνος, ότι έπρεπε ν' αρχίσει να διαβάζει πιο χοντρά βιβλία: δε διαβάζονταν τόσο γρήγορα και αποτελούσαν πιο βολικά μαξιλάρια για τη νύχτα. He remembered, before he fell asleep, that he had to start reading thicker books: they were not read as fast and were more comfortable pillows for the night.

Ήταν ακόμη σκοτεινά όταν ξύπνησε. It was still dark when he woke up. Κοίταξε ψηλά και, μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή, είδε τα αστέρια να λάμπουν. He looked up and, through the half-collapsed roof, saw the stars shining.

«Θα ήθελα να είχα κοιμηθεί λίγο ακόμα», σκέφτηκε. "I wish I had slept a little longer," he thought. Είχε δει το ίδιο όνειρο μ' εκείνο της περασμένης εβδομάδας και άλλη μια φορά είχε ξυπνήσει πριν από το τέλος. He had the same dream as last week and once again woke up before the end.

Σηκώθηκε και ήπιε μια γουλιά κρασί. He got up and drank a sip of wine. Μετά πήρε την γκλίτσα του και βάλθηκε να ξυπνά τα πρόβατα που κοιμόνταν ακόμη. Then he took his glitz and started waking the sheep that were still sleeping. Είχε προσέξει ότι, μόλις ξυπνούσε, ξυπνούσαν ταυτόχρονα και τα περισσότερα ζώα. He had noticed that as soon as he woke up, most of the animals woke up at the same time. Σαν να υπήρχε μια μυστική δύναμη που ένωνε τη ζωή εκείνων των προβάτων, που εδώ και δυο χρόνια διέτρεχαν μαζί του τη γη, ψάχνοντας νερό και τροφή. As if there was a secret force that united the lives of those sheep, who for two years had been wandering the earth with him, looking for water and food. «Μ' έχουν συνηθίσει τόσο πολύ, που γνωρίζουν όλα τα ωράρια μου», είπε χαμηλόφωνα. "They have become so used to me that they know all my schedules," he said softly. Συλλογίστηκε μια στιγμή και συμπέρανε ότι και το αντίθετο ήταν δυνατό: εκείνος να είχε συμμορφωθεί με το ωράριο των προβάτων. He thought for a moment and concluded that the opposite was possible: that he had complied with the sheep schedule.

Υπήρξαν όμως μερικά πρόβατα που αργούσαν πιο πολύ να σηκωθούν. But there were some sheep that took longer to get up. Το αγόρι τα ξύπνησε ένα ένα με την γκλίτσα, φωνάζοντας το καθένα με το όνομά του. The boy woke them up one by one with a sigh, shouting each one his name.

Πάντα πίστευε ότι τα πρόβατα μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. He always believed that sheep could understand what he was saying. Γι' αυτό τους διάβαζε καμιά φορά φωναχτά τα σημεία των βιβλίων που τον είχαν εντυπωσιάσει ή τους μιλούσε για τη μοναξιά ή τη χαρά της ζωής ενός βοσκού στον κάμπο ή σχολίαζε ό,τι καινούριο έβλεπε στις πόλεις απ' όπου περνούσε. That is why he sometimes read to them aloud the passages of the books that had impressed him or told them about the loneliness or joy of a shepherd's life in the plain or commented on what he saw new in the cities he passed through.

Τις τελευταίες δυο μέρες, όμως, είχε μία και μόνη έγνοια: το κορίτσι, την κόρη του εμπόρου, που έμενε στην πόλη όπου θα έφτανε σε τέσσερις μέρες. For the last two days, however, he had only one concern: the girl, the merchant's daughter, who lived in the city where she would arrive in four days. Είχε μείνει εκεί μόνο μία μέρα, πριν από ένα χρόνο. He had only been there one day, a year ago. Ο έμπορος ήταν ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού υφασμάτων και ήθελε πάντα να κουρεύουν τα πρόβατα μπροστά του για να αποφεύγει τις απάτες. The merchant owned a cloth shop and always wanted sheep to be sheared in front of him to avoid scams. Κάποιος φίλος του είχε μιλήσει για το μαγαζί και ο βοσκός είχε οδηγήσει τα πρόβατά του εκεί. A friend of his had talked about the shop and the shepherd had led his sheep there.

-Πρέπει να πουλήσω λίγο μαλλί, είπε στον έμπορο. "I have to sell some wool," he told the merchant.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο και ο έμπορος παρακάλεσε το βοσκό να περιμένει ως το βράδυ. The shop was full and the merchant begged the shepherd to wait until nightfall. Αυτός κάθισε στο σκαλοπάτι του μαγαζιού κι έβγαλε ένα βιβλίο από το δισάκι του. He sat on the steps of the store and pulled a book out of his tray.

-Δε φανταζόμουν ότι οι βοσκοί μπορούν να διαβάζουν βιβλία, είπε μια γυναικεία φωνή δίπλα του. "I did not imagine that shepherds could read books," said a female voice next to him.

Ήταν μια κοπέλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα των γυναικών της Ανδαλουσίας, με ίσια μαύρα μαλλιά και μάτια που θύμιζαν κάπως τους παλιούς Μαυριτανούς κατακτητές. She was a girl, a typical example of Andalusian women, with straight black hair and eyes somewhat reminiscent of the old Moorish conquerors.

-Τα πρόβατα διδάσκουν περισσότερα από τα βιβλία. -Sheep teach more than books.

Συνέχισαν να συζητούν για περισσότερο από δυο ώρες. They continued talking for more than two hours. Η κοπέλα είπε ότι ήταν η κόρη του εμπόρου και του μίλησε για τη ζωή στο χωριό, όπου η κάθε ημέρα ήταν ίδια με την προηγουμένη. The girl said she was the merchant's daughter and told him about life in the village, where every day was the same as the previous one. Ο βοσκός της μίλησε για την ύπαιθρο της Ανδαλουσίας και για ό,τι καινούριο είχε δει στις πόλεις από τις οποίες είχε περάσει. The shepherd told her about the Andalusian countryside and what she had seen in the cities she had visited. Αισθανόταν ευτυχισμένος που μιλούσε με κάποιον άλλο αντί με τα πρόβατά του. He felt happy talking to someone else instead of his sheep.

-Πού έμαθες να διαβάζεις; ρώτησε κάποια στιγμή η κοπέλα. -Where did you learn to read? the girl asked at one point.

-Όπου όλος ο κόσμος, απάντησε το αγόρι. "Where everyone is," the boy replied. Στο σχολείο. To school.

-Αφού μπορείς και διαβάζεις, γιατί είσαι ένας απλός βοσκός; -Since you can read, why are you a simple shepherd?

Το αγόρι κατέφυγε σε κάποια υπεκφυγή για να μην απαντήσει στην ερώτηση. The boy resorted to some evasion to not answer the question. Ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα δε θα καταλάβαινε ποτέ. He was sure the girl would never understand. Συνέχισε τη διήγηση των ταξιδιών του και τα μικρά μαυριτανικά μάτια ανοιγόκλειναν από έκπληξη και θαυμασμό. He continued to narrate his travels and the little Moorish eyes opened and closed in surprise and admiration. Όσο περνούσε η ώρα, το αγόρι όλο και περισσότερο επιθυμούσε να μην τελειώσει ποτέ εκείνη η μέρα, να συνεχίσει να είναι απασχολημένος ο πατέρας της κοπέλας και να του πει να περιμένει τρεις μέρες. As time went on, the boy increasingly wished that day would never end, that the girl's father would continue to be busy and tell him to wait three days. Κατάλαβε ότι αισθανόταν κάτι που δεν είχε αισθανθεί μέχρι τώρα: την επιθυμία να εγκατασταθεί για πάντα σε μια πόλη. He realized that he was feeling something he had not felt before: the desire to settle in a city forever. Με το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά οι μέρες δε θα ήταν ποτέ ίδιες. With the girl with black hair the days would never be the same.

Τελικά, όμως, έφτασε ο έμπορος και του ζήτησε να κουρέψει τα πρόβατα. Eventually, however, the merchant arrived and asked him to shear the sheep. Στη συνέχεια, του πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και του είπε να ξανάρθει σ' ένα χρόνο. Then he paid him what he owed and told him to come back in a year.

Τώρα έμεναν μόνο τέσσερις μέρες για να φτάσει στο ίδιο χωριό. Now he had only four days to reach the same village. Ήταν αναστατωμένος και συνάμα επιφυλακτικός: ίσως να τον είχε ξεχάσει το κορίτσι. He was upset and at the same time cautious: maybe the girl had forgotten him. Τόσοι βοσκοί περνούσαν από κει για να πουλήσουν μαλλί. So many shepherds passed by to sell wool.

-Δεν έχει σημασία, είπε το αγόρι στα πρόβατά του. "It does not matter," said the boy to his sheep. Κι εγώ γνωρίζω άλλα κορίτσια σε άλλες πόλεις. I also know other girls in other cities.

Ενδόμυχα όμως ήξερε ότι είχε σημασία. But inwardly he knew it mattered. Και ότι οι βοσκοί, όπως οι ναύτες ή οι πλασιέ, γνώριζαν πάντα μια πόλη όπου ζούσε κάποιος ικανός να τους κάνει να ξεχάσουν τη χαρά τού να ταξιδεύεις ελεύθερα στον κόσμο. And that shepherds, like sailors or playboys, have always known a city where someone lived capable of making them forget the joy of traveling the world freely.

Η ΜΕΡΑ γλυκοχάραζε και ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατά του προς τον ήλιο. DAY was sweet and the shepherd led his sheep to the sun. «Ποτέ δεν έχουν ανάγκη να πάρουν μια απόφαση», σκέφτηκε. "They never need to make a decision," he thought. «Ίσως γι' αυτό να μένουν πάντα δίπλα μου». "Maybe that's why they always stay by my side." Η μόνη ανάγκη που αισθάνονταν τα πρόβατα ήταν για νερό και τροφή. The only need the sheep felt was for water and food. Όσο καιρό το αγόρι θα γνώριζε τα καλύτερα βοσκοτόπια της Ανδαλουσίας, θα ήταν πάντα φίλοι του. As long as the boy knew the best pastures of Andalusia, they would always be his friends. Ακόμη κι αν οι μέρες ήταν όλες ίδιες, με ατέλειωτες ώρες να σέρνονται μεταξύ ανατολής και δύσης· ακόμη κι αν δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ένα έστω βιβλίο σ' όλη τους τη μικρή ζωή και δε γνώριζαν τη γλώσσα των ανθρώπων που διηγούνταν τα νέα στα χωριά. Even if the days were all the same, with endless hours wandering between east and west; even if they had never read a single book in their entire little life and did not know the language of the people who told the news in the villages . Ήταν ευχαριστημένα με το νερό και την τροφή κι αυτό τους ήταν αρκετό. They were happy with the water and the food and that was enough for them. Ως ανταλλαγή προσέφεραν γενναιόδωρα το μαλλί, τη συντροφιά και -πότε πότε- το κρέας τους. In exchange, they generously offered their wool, companionship and - when - their meat.

«Αν κάποια στιγμή μεταμορφωνόμουν σε τέρας και αποφάσιζα να τα σφάξω ένα ένα, δε θα το έπαιρναν είδηση παρά όταν θα είχε σφαχτεί σχεδόν όλο το κοπάδι», σκέφτηκε το αγόρι. "If at some point I transformed into a monster and decided to slaughter them one by one, they would not hear about it until almost the whole herd had been slaughtered," the boy thought. «Γιατί μου έχουν εμπιστοσύνη και σταμάτησαν να εμπιστεύονται το ένστικτό τους. "Because they trust me and they stopped trusting their instinct. Μόνο και μόνο επειδή τα οδηγώ προς την τροφή». "Just because I lead them to food."

Το αγόρι άρχισε να απορεί για τις ίδιες του τις σκέψεις, να τις βρίσκει παράξενες. The boy began to wonder about his own thoughts, to find them strange. Ίσως η εκκλησία, μ' αυτή τη συκομουριά που φύτρωνε μέσα της, να ήταν στοιχειωμένη. Maybe the church, with this fig tree growing inside it, was haunted. Αυτή ήταν άραγε η αιτία που είχε δει δεύτερη φορά το ίδιο όνειρο και που ένιωθε ένα αίσθημα θυμού εναντίον των προβάτων, των πάντα τόσο πιστών φίλων του. Was this the reason why he had seen the same dream for the second time and that he felt a sense of anger towards the sheep, his always so loyal friends. Ήπιε λίγο κρασί που είχε περισσέψει από το δείπνο της προηγούμενης μέρας και έσφιξε την κάπα στο σώμα του. He drank some wine left over from the previous day's dinner and tightened the cloak on his body. Ήξερε ότι σε λίγες ώρες, με τον ήλιο στο ζενίθ, θα έκανε τόση ζέστη, που δε θα μπορούσε να οδηγήσει τα πρόβατα μέσα στον κάμπο. He knew that in a few hours, with the sun at its zenith, it would be so hot that he could not lead the sheep into the plain. Ήταν η ώρα που όλη η Ισπανία κοιμόταν το καλοκαίρι. It was the time when all of Spain slept in the summer. Η ζέστη κρατούσε μέχρι τη νύχτα κι ως τότε θα έπρεπε να κουβαλάει την κάπα. The heat lasted until night and until then he had to carry the cape. Παρ' όλα αυτά, όποτε του ερχόταν να διαμαρτυρηθεί για το βάρος της, θυμόταν ότι χάρη σ' εκείνη δεν κρύωνε τα χαράματα, την αυγή. Nevertheless, whenever he came to complain about her weight, he remembered that thanks to her he did not get cold at dawn, at dawn.

«Πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα απρόβλεπτα του καιρού», σκεφτόταν τότε και ένιωθε ευγνωμοσύνη για το βάρος της κάπας του. "We must always be prepared for the unpredictability of the weather," he thought at the time, feeling grateful for the weight of his cloak.

Η κάπα είχε ένα λόγο ύπαρξης· το ίδιο και το αγόρι. The cape had a reason to exist; so did the boy. Δυο χρόνια τώρα στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας και ήξερε ήδη απέξω όλες τις πόλεις της περιοχής κι ήταν αυτό που έδινε νόημα στη ζωή του: να ταξιδεύει. Two years now in the plains of Andalusia and he already knew all the cities in the area and that was what gave meaning to his life: to travel. Αυτή τη φορά είχε σκοπό να εξηγήσει στην κοπέλα πώς ένας απλός βοσκός ήξερε να διαβάζει: μέχρι τα δεκαέξι του ήταν σε μια ιερατική σχολή. This time he intended to explain to the girl how a simple shepherd knew how to read: he was in a seminary until he was sixteen. Οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν παπά, κάτι που θα έκανε περήφανη μια αγροτική οικογένεια, που πάλευε μόνο για την τροφή και το νερό, όπως τα πρόβατα του. His parents wanted to make him a priest, something that would make a rural family proud, fighting only for food and water, like his sheep. Έμαθε λατινικά, ισπανικά και θεολογία. He learned Latin, Spanish and theology. Από μικρό παιδί όμως το όνειρό του ήταν να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτό ήταν σπουδαιότερο από το να γνωρίσει το θεό ή τις αμαρτίες των ανθρώπων. From a young age, however, his dream was to know the world, and that was more important than knowing God or the sins of men. Κάποιο απόγευμα που είχε επισκεφτεί την οικογένεια του, είχε βρει το θάρρος να πει του πατέρα του ότι δεν ήθελε να γίνει παπάς. One afternoon when he visited his family, he had found the courage to tell his father that he did not want to become a priest. Να ταξιδεύει, αυτό ήθελε! To travel, that's what he wanted!

-Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο έχουν περάσει απ' αυτό το χωριό, γιε μου, είπε ο πατέρας. "People from all over the world have passed through this village, my son," said the father. Αναζητούν καινούρια πράγματα, αλλά παραμένουν ίδιοι. They are looking for new things, but they remain the same. Ανεβαίνουν στο λόφο για να επισκεφτούν το κάστρο και ανακαλύπτουν ότι το παρελθόν είναι καλύτερο κι απ' το παρόν. They climb the hill to visit the castle and discover that the past is better than the present. Έχουν μαλλιά ξανθά ή σκούρο δέρμα, όμως είναι ίδιοι με τους ανθρώπους του χωριού μας. They have blond hair or dark skin, but they are the same as the people of our village.

-Μα εγώ δε γνωρίζω τα κάστρα των χωρών τους, αποκρίθηκε το αγόρι. "But I do not know the castles of their countries," replied the boy.

-Αυτοί οι άνθρωποι, όταν γνωρίζουν τους κάμπους και τις γυναίκες μας, λένε ότι θα ήθελαν να ζουν εδώ για πάντα, συνέχισε ο πατέρας. "These people, when they know the plains and our women, say they would like to live here forever," the father continued.

-Θέλω να γνωρίσω τις γυναίκες και τις χώρες απ' όπου ήρθαν, είπε το αγόρι. "I want to get to know the women and the countries they came from," said the boy. Γιατί ποτέ δε μένουν εδώ μαζί μας. Because they never stay here with us.

-Οι άνθρωποι αυτοί έχουν επάνω τους ένα γεμάτο πορτοφόλι, είπε ξανά ο πατέρας. "These people have a full wallet on them," the father said again. Από μας μόνο οι βοσκοί ταξιδεύουν. Only the shepherds of us travel.

-Τότε θα γίνω βοσκός. -Then I will become a shepherd.

Ο πατέρας δεν είπε τίποτε άλλο. The father said nothing else. Την επομένη του έδωσε μια τσάντα με τρία παλιά χρυσά ισπανικά νομίσματα. The next day he gave him a bag with three old Spanish gold coins.

-Τα βρήκα κάποτε στον κάμπο. - I once found them in the plain. Θα τα χάριζα στην εκκλησία, για προίκα σου. I would give them to the church, for your dowry. Αγόρασε ένα κοπάδι και γύρισε τον κόσμο μέχρι να μάθεις ότι το κάστρο μας είναι το πιο σπουδαίο και οι γυναίκες μας οι πιο όμορφες. Buy a herd and travel the world until you learn that our castle is the most important and our women the most beautiful.

Του έδωσε την ευχή του. She gave him his wish. Και στα μάτια του πατέρα του το αγόρι διάβασε την επιθυμία κι εκείνου να γυρίσει τον κόσμο. And in the eyes of his father the boy read his desire to go around the world. Μια επιθυμία ακόμη ζωντανή, παρά τις δεκάδες χρόνια που είχε προσπαθήσει να τη θάψει καθώς συνέχιζε να πίνει, να τρώει και να κοιμάται στο ίδιο μέρος. A desire still alive, despite the decades he had tried to bury it as he continued to drink, eat and sleep in the same place.

Ο ορίζοντας βάφτηκε κόκκινος και μετά βγήκε ο ήλιος. The horizon was painted red and then the sun came out. Το αγόρι θυμήθηκε τη συζήτηση με τον πατέρα του και αισθάνθηκε χαρούμενο. The boy remembered the conversation with his father and felt happy. Ήδη είχε γνωρίσει πολλά κάστρα και πολλές γυναίκες (καμιά όμως σαν εκείνη που τον περίμενε σε δυο μέρες). He had already met many castles and many women (but none like the one who was waiting for him in two days). Είχε μια κάπα, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ανταλλάξει με ένα άλλο κι ένα κοπάδι πρόβατα. He had a cape, a book that he could exchange with another and a flock of sheep. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι κάθε μέρα πραγματοποιούσε το μεγάλο όνειρο της ζωής του: να ταξιδεύει. The most important thing, however, was that every day he realized the big dream of his life: to travel. Αν τυχόν βαριόταν τους κάμπους της Ανδαλουσίας, θα μπορούσε να πουλήσει τα πρόβατά του και να γίνει ναύτης. If he got bored in the plains of Andalusia, he could sell his sheep and become a sailor. Αν βαριόταν τη θάλασσα, θα είχε στο μεταξύ γνωρίσει πολλές πόλεις, πολλές γυναίκες, πολλές ευκαιρίες να γίνει ευτυχισμένος. If he was bored with the sea, he would have met many cities, many women, many opportunities to become happy.

«Δεν καταλαβαίνω πώς ψάχνουν για το Θεό στην ιερατική σχολή», σκέφτηκε ενώ κοιτούσε τον ήλιο που έβγαινε. "I do not understand how they look for God in the seminary," he thought as he watched the rising sun. Όποτε ήταν δυνατό, προσπαθούσε ν' ακολουθεί ένα διαφορετικό δρομολόγιο. Whenever possible he should have had a different route. Δεν είχε ξαναβρεθεί σ' εκείνη την εκκλησία, αν και είχε περάσει τόσες φορές από κει. He had never been to that church before, although he had been there so many times. Ο κόσμος ήταν απέραντος και ατελείωτος και, αν εκείνος αφηνόταν, μόνο για λίγο, να οδηγηθεί από τα πρόβατα, στο τέλος θα ανακάλυπτε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. The world was vast and endless and, if he was allowed to be led by the sheep for a while, in the end he would discover other interesting things.

«Το πρόβλημα είναι ότι εκείνα δεν καταλαβαίνουν ότι κάθε μέρα ακολουθούσαν έναν καινούριο δρόμο. "The problem is that they do not understand that every day they were following a new path. Δεν αντιλαμβάνονται ότι άλλαξαν τα βοσκοτόπια, ότι οι εποχές είναι διαφορετικές, γιατί μόνο το νερό και η τροφή τα νοιάζει. They do not realize that the pastures have changed, that the seasons are different, because they only care about water and food. Ίσως να συμβαίνει το ίδιο με όλους μας. Maybe the same thing happens to all of us. Ακόμη και με μένα, που δε σκέφτομαι άλλες γυναίκες από τότε που γνώρισα την κόρη του εμπόρου». "Even with me, who has not thought of other women since I met the merchant's daughter."

Κοίταξε τον ουρανό· σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα βρισκόταν στην Ταρίφα πριν από το μεσημέρι. He looked at the sky; according to his calculations, he would be in Tarifa before noon. Εκεί θα μπορούσε να αλλάξει το βιβλίο του με έναν πιο χοντρό τόμο, να γεμίσει το μπουκάλι με κρασί, να ξυριστεί και να κουρευτεί· έπρεπε να προετοιμαστεί για τη συνάντηση με την κοπέλα και δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να τον έχει προφτάσει ένας άλλος βοσκός με περισσότερα πρόβατα και να έχει ζητήσει το χέρι της. There he could change his book into a thicker volume, fill the bottle with wine, shave and get a haircut; shepherd with more sheep and has asked for her hand.

«Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή», συλλογίστηκε, ενώ κοιτούσε ξανά τον ουρανό και επιτάχυνε το βήμα του. "It is the possibility to realize a dream, which gives interest in life", he thought, while looking at the sky again and accelerating his step. Μόλις είχε θυμηθεί ότι στην Ταρίφα ζούσε μια γριά που ερμήνευε όνειρα. He had just remembered that in Tarifa lived an old woman who interpreted dreams. Εκείνο το βράδυ, ξανάδε το ίδιο όνειρο με την προηγουμένη νύχτα. That night, he had the same dream again as the night before.

Η ΓΡΙΑ οδήγησε το αγόρι στο βάθος του σπιτιού, σε ένα δωμάτιο το οποίο χώριζε από το σαλόνι μια κουρτίνα από πολύχρωμο πλαστικό. The OLD woman led the boy to the back of the house, to a room which was separated from the living room by a curtain of colorful plastic. Εκεί μέσα υπήρχε ένα τραπέζι, μια εικόνα του Χριστού και δυο καρέκλες. Inside there was a table, an image of Christ and two chairs.

Η γριά κάθισε και του υπέδειξε να κάνει το ίδιο. The old woman sat down and motioned for him to do the same. Στη συνέχεια έπιασε τα δυο χέρια του αγοριού και προσευχήθηκε χαμηλόφωνα. Then he took the boy's two hands and prayed in a low voice.

Ακουγόταν σαν προσευχή τσιγγάνας. It sounded like a gypsy prayer. Το αγόρι είχε ξανασυναντήσει πολλούς τσιγγάνους στο δρόμο του· ταξίδευαν και αυτοί, όμως δεν είχαν πρόβατα. The boy had met many gypsies on his way; they were traveling too, but they had no sheep. Ο κόσμος έλεγε ότι οι τσιγγάνοι ζούσαν εξαπατώντας τους άλλους. People said that gypsies lived by deceiving others. Λεγόταν επίσης ότι είχαν κάνει συμφωνία με δαίμονες και ότι απήγαν μικρά παιδιά για να τα χρησιμοποιήσουν ως σκλάβους στους μυστηριώδεις καταυλισμούς τους. It was also said that they had made a deal with demons and that small children had been abducted to be used as slaves in their mysterious camps. Όταν ήταν μικρό παιδί, ο νεαρός βοσκός ένιωθε τρόμο στην ιδέα ότι μπορεί να τον απαγάγουν τσιγγάνοι και αυτός ο παλιός φόβος εκδηλώθηκε ξανά, καθώς η γριά τού κρατούσε τα χέρια. When he was a small child, the young shepherd was terrified that he might be abducted by gypsies, and this old fear resurfaced as the old woman held his hands.

«Υπάρχει, όμως, η εικόνα του Χριστού», σκέφτηκε προσπαθώντας να ηρεμήσει. "But there is the image of Christ," he thought, trying to calm down. Δεν ήθελε ν' αρχίσει να τρέμει το χέρι του, μην τυχόν και αντιληφθεί η γριά το φόβο του. He did not want his hand to start shaking, lest the old woman realize his fear. Είπε σιωπηλά ένα «Πάτερ Ημών». He silently said a "Our Father".

-Ενδιαφέρον, είπε η γριά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χέρι του αγοριού. "Interesting," said the old woman, without looking up from the boy's hand. Και πάλι σώπασε. He was silent again.

Το αγόρι γινόταν όλο και πιο νευρικό. The boy was getting more and more nervous. Άθελα του τα χεριά του άρχισαν να τρέμουν και η γριά το κατάλαβε. Involuntarily his hands began to tremble and the old woman understood. Τράβηξε γρήγορα τα χέρια του. He quickly pulled his hands away.

-Δεν ήρθα εδώ για να διαβάσεις το χέρι μου, είπε, μετανιώνοντας κιόλας που είχε πατήσει σε αυτό το σπίτι. "I did not come here to read my hand," he said, regretting that he had already stepped into this house.

Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να πληρώσει την επίσκεψη και να φύγει χωρίς να μάθει τίποτε. For a moment he thought it would be better to pay for the visit and leave without learning anything. Αναμφίβολα, έδινε πολλή σημασία σε αυτό το όνειρο που είχε δει δυο φορές. Undoubtedly, he attached great importance to this dream he had seen twice.

-Ήρθες να με ρωτήσεις για τα όνειρα, είπε η γριά. "You came to ask me about your dreams," said the old woman. Και τα όνειρα είναι η γλώσσα του Θεού. And dreams are the language of God. Όταν Εκείνος μιλά τη γλώσσα των ανθρώπων, μπορώ να την ερευνήσω. When He speaks the language of men, I can inquire into it. Αν όμως μιλά τη γλώσσα της ψυχής σου, μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις. But if he speaks the language of your soul, only you can understand. Εγώ την επίσκεψη θα την εισπράξω, έτσι κι αλλιώς. I will receive the visit, anyway.

«Άλλο κόλπο κι αυτό», σκέφτηκε το αγόρι. "Another trick, too," the boy thought. Όμως, αποφάσισε να το διακινδυνέψει. But he decided to risk it. Ένας βοσκός αντιμετωπίζει πάντα τον κίνδυνο των λύκων ή της ανομβρίας και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το επάγγελμά του πιο συναρπαστικό. A shepherd is always in danger of wolves or drought and that is what makes his profession more exciting.

-Είδα δυο φορές το ίδιο όνειρο, είπε. - I saw the same dream twice, he said. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σ' ένα βοσκοτόπι με τα πρόβατά μου και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί κι άρχισε να παίζει με τα ζώα. I dreamed that I was in a pasture with my sheep and suddenly a small child appeared and started playing with the animals. Δε μου αρέσει να πειράζουν τα πρόβατα μου, γιατί φοβούνται τους ανθρώπους που δεν ξέρουν. I do not like to tease my sheep, because they are afraid of people they do not know. Τα μικρά παιδιά όμως καταφέρνουν πάντα ν' αγγίζουν τα ζώα χωρίς να τα τρομάζουν. Young children, however, always manage to touch the animals without scaring them. Δεν ξέρω γιατί. I do not know why. Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνουν τα ζώα την ηλικία των ανθρώπων. I do not know how animals understand the age of humans.

-Μίλα μόνο για το όνειρο σου, είπε η γριά. "Only talk about your dream," said the old woman. Έχω το φαγητό πάνω στη φωτιά. I have the food on the fire. Εξάλλου, δεν έχεις πολλά λεφτά και δεν μπορείς να με απασχολείς τόση ώρα. After all, you do not have much money and you can not occupy me for so long.

-Το μικρό παιδί συνέχισε να παίζει για λίγη ακόμη ώρα με τα πρόβατα, είπε το αγόρι κάπως συνεσταλμένα. "The little boy continued to play with the sheep for a while longer," said the boy, somewhat timidly. Ξαφνικά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στις πυραμίδες της Αιγύπτου. He suddenly took me by the hand and led me to the pyramids of Egypt.

Το αγόρι περίμενε λίγο, μήπως η γριά δεν ήξερε τι θα πει πυραμίδες της Αιγύπτου. The boy waited a while, maybe the old woman did not know what to say about the pyramids of Egypt. Η γριά όμως παρέμεινε σιωπηλή. But the old woman remained silent.

-Εκεί, στις πυραμίδες της Αιγύπτου -πρόφερε αργά τις τρεις τελευταίες λέξεις, για να τις καταλάβει καλά η γριά- το μικρό παιδί μου είπε: «Αν έρθεις μέχρι εδώ, θα βρεις έναν κρυμμένο θησαυρό». - There, in the pyramids of Egypt - he slowly uttered the last three words, so that the old woman could understand them well - the little boy said to me: "If you come here, you will find a hidden treasure". Και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μου δείξει το ακριβές σημείο, εγώ ξύπνησα. And just as he was about to show me the exact spot, I woke up. Και τις δυο φορές. Both times.

Η γριά έμεινε σιωπηλή για ένα διάστημα. The old woman was silent for a while. Μετά ξανάπιασε τα χέρια του αγοριού και τα ξαναμελέτησε προσεχτικά. Then he grabbed the boy's hands again and studied them carefully again.

-Δε θα σου πάρω λεφτά, είπε η γριά. "I will not take your money," said the old woman. Αλλά θέλω το ένα δέκατο του θησαυρού, αν ποτέ τον βρεις. But I want a tenth of the treasure, if you ever find it.

Το αγόρι γέλασε χαρούμενο. The boy laughed happily.

Δε θα ξόδευε τώρα τα λίγα λεφτά που είχε, χάρη σ' ένα όνειρο που μιλούσε για κρυμμένους θησαυρούς! He would not spend the little money he had now, thanks to a dream that spoke of hidden treasures! Η γριά θα ήταν σίγουρα τσιγγάνα και οι τσιγγάνοι είναι ανόητοι. The old woman would definitely be a gypsy and the gypsies are fools.

-Τι σημαίνει το όνειρο; ρώτησε το αγόρι. -What does the dream mean? the boy asked.

-Πρέπει πρώτα να ορκιστείς. - You have to swear first. Να ορκιστείς ότι θα μου δώσεις το ένα δέκατο του θησαυρού ως αντάλλαγμα για όσα θα σου πω. Swear that you will give me one tenth of the treasure in exchange for what I will tell you.

Το αγόρι ορκίστηκε. The boy swore. Η γριά τού ζήτησε να επαναλάβει τον όρκο κοιτώντας την εικόνα του Χριστού. The old woman asked him to repeat the oath looking at the image of Christ.

-Πρόκειται για ένα όνειρο της γλώσσας των ανθρώπων, είπε εκείνη. "It's a dream of human language," she said. Μπορώ να το ερμηνεύσω, είναι όμως μία πολύ δύσκολη ερμηνεία. I can interpret it, but it is a very difficult interpretation. Γι' αυτό, νομίζω ότι αξίζω ένα μερίδιο από ό,τι βρεις. Therefore, I think I deserve a share of what you find.

»Η ερμηνεία είναι η εξής: πρέπει να πας μέχρι τις πυραμίδες της Αιγύπτου. The interpretation is this: you have to go to the pyramids of Egypt. Δεν έχω ξανακούσει γι' αυτές, αλλά, για να σου τις δείξει ένα παιδί, θα πει ότι υπάρχουν. I have never heard of them, but for a child to show them, he will say that they exist. Εκεί θα βρεις ένα θησαυρό που θα σε κάνει πλούσιο. There you will find a treasure that will make you rich.

Το αγόρι ξαφνιάστηκε και στη συνέχεια νευρίασε. The boy was surprised and then angry. Δεν είχε έρθει στη γριά για να μάθει τόσο λίγα. She had not come to the old woman to learn so little. Τελικά θυμήθηκε ότι δεν πλήρωνε τίποτε. He finally remembered that he was not paying anything.

-Άδικα έχασα την ώρα μου, είπε. "I wasted my time unfairly," he said.

-Γι' αυτό σου είπα ότι το όνειρό σου είναι δύσκολο. -That's why I told you that your dream is difficult. Τα απλά πράγματα είναι τα πιο ασυνήθιστα και μόνο οι σοφοί τα διακρίνουν. The simple things are the most unusual and only the wise can distinguish them. Μια που δεν είμαι καμιά σοφή, πρέπει να γνωρίζω άλλες τέχνες, σαν τη χειρομαντεία. Since I am not wise at all, I have to know other arts, such as palmistry.

-Και πώς θα φτάσω μέχρι την Αίγυπτο; -And how will I get to Egypt?

-Το μόνο που κάνω είναι να ερμηνεύω τα όνειρα. - All I do is interpret dreams. Δεν έχω τη δύναμη να τα μετατρέψω σε πραγματικότητα. I do not have the power to turn them into reality. Γι' αυτό είμαι υποχρεωμένη να ζω με όσα μου δίνουν οι κόρες μου. That is why I am obliged to live with what my daughters give me.

-Κι αν δε φτάσω μέχρι την Αίγυπτο; What if I do not reach Egypt?

-Δε θα πληρωθώ. - I will not be paid. Δε θα είναι και η πρώτη φορά. It will not be the first time. Και η γριά δεν είπε τίποτε άλλο. And the old woman said nothing else. Παρακάλεσε το αγόρι να περάσει έξω. Ask the boy to go outside. Αρκετά είχε ασχοληθεί μαζί του. She had dealt with him a lot.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ έφυγε απογοητευμένο και αποφασισμένο να μην πιστέψει ποτέ πια σε όνειρα. THE BOY left disappointed and determined never to believe in dreams again. Θυμήθηκε ότι είχε ένα σωρό δουλειές. He remembered that he had a lot of work to do. Πήγε να φάει κάτι, άλλαξε το βιβλίο του μ' ένα πιο χοντρό βιβλίο και κάθισε σ' ένα παγκάκι της πλατείας για να απολαύσει το καινούριο κρασί που είχε αγοράσει. He went to eat something, changed his book to a thicker book and sat on a bench in the square to enjoy the new wine he had bought. Ήταν ζεστή μέρα και το κρασί -αδιερεύνητο μυστήριο!- κατάφερε να τον δροσίσει λίγο. It was a hot day and the wine - an unexplored mystery! - managed to cool him down a bit. Είχε αφήσει τα πρόβατα στην είσοδο της πόλης, στο μαντρί ενός καινούριου φίλου του. He had left the sheep at the entrance of the city, in the corral of a new friend. Γνώριζε πολύ κόσμο σ' εκείνα τα μέρη και αυτός ήταν ο λόγος που του άρεσαν τα ταξίδια. He knew a lot of people in those places and that was why he liked traveling. Αποκτάς καινούριους φίλους και δεν είναι ανάγκη να βρίσκεσαι μαζί τους κάθε μέρα. You make new friends and you do not have to be with them every day. Όταν βλέπεις πάντα τα ίδια πρόσωπα -κι αυτό συνέβη στην ιερατική σχολή-, καταλήγεις στο να γίνουν κομμάτι της ζωής σου. When you always see the same people - and this happened in the seminary - you end up becoming part of your life. Κι όταν γίνουν κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να την αλλάξουν. And when they become part of your life, they seek to change it. Αν δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, γκρινιάζουν. If you do not meet their expectations, they grumble. Κι αυτό γιατί όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ξέρουν το πώς πρέπει να ζούμε τη δική μας ζωή. This is because everyone else thinks they know how to live our lives. Κανείς όμως δε γνωρίζει πώς πρέπει να ζει τη ζωή του. But no one knows how to live his life. Σαν τη γριά που ερμήνευε τα όνειρα, αλλά δε γνώριζε πώς να τα μετατρέψει σε πραγματικότητα. Like the old woman who interpreted dreams, but did not know how to turn them into reality.

Αποφάσισε να περιμένει να γείρει ο ήλιος λίγο προς τη δύση πριν τραβήξει με τα πρόβατά του προς τον κάμπο. He decided to wait for the sun to set a little to the west before pulling his sheep towards the plain. Σε τρεις μέρες θα συναντούσε την κόρη του εμπόρου. In three days he would meet the merchant's daughter.

Άρχισε να διαβάζει το βιβλίο που του είχε δώσει ο ιερέας της Ταρίφας. He began to read the book given to him by the priest of Tarifa. Ήταν ένα χοντρό βιβλίο όπου από την πρώτη κιόλας σελίδα γινόταν λόγος για μια κηδεία. It was a thick book where from the very first page there was talk of a funeral. Επιπλέον, τα πρόσωπα είχαν πολύπλοκα ονόματα. In addition, the persons had complex names. Αν κάποτε έγραφε βιβλία, σκέφτηκε, θα φρόντιζε να παρουσιάζει ένα ένα τα πρόσωπα, για να μην αναγκάζει τους αναγνώστες ν' αποστηθίζουν όλα τα ονόματα ταυτόχρονα. If he ever wrote books, he thought, he would make sure to present the faces one by one, so as not to force the readers to memorize all the names at once.

Ενώ είχε καταφέρει να συγκεντρωθεί στο διάβασμα -και ήταν ευχάριστο, γιατί γινόταν λόγος για μια κηδεία στο χιόνι, κάτι που του μετέδιδε ένα αίσθημα ψύχρας κάτω από εκείνο τον καυτό ήλιο-, ένας γέρος ήρθε, κάθισε δίπλα του και άρχισε να του μιλάει. While he was concentrating on reading - and it was enjoyable, because there was talk of a funeral in the snow, something that conveyed a feeling of coldness under that hot sun - an old man came, sat down next to him and started talking to him.

-Τι κάνουν αυτοί εκεί; ρώτησε ο γέρος δείχνοντας τους ανθρώπους στην πλατεία. - What are they doing there? the old man asked, pointing to the people in the square.

-Εργάζονται, απάντησε κοφτά το αγόρι και προσποιήθηκε ότι είχε βυθιστεί ξανά στο διάβασμα. -They are working, the boy answered abruptly and pretended to be immersed in reading again. Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν ότι έπρεπε να κουρέψει τα πρόβατα μπροστά στην κόρη του εμπόρου, για να διαπιστώσει εκείνη πόσο ικανός ήταν. In fact, he thought he had to shear the sheep in front of the merchant's daughter to see how capable she was. Πόσες φορές είχε φανταστεί αυτή τη σκηνή· και κάθε φορά το κορίτσι τον κοιτούσε με θαυμασμό, όταν εκείνος άρχιζε να της εξηγεί ότι τα πρόβατα πρέπει να τα κουρεύουμε από τα πίσω προς τα εμπρός. How many times had he imagined this scene; and each time the girl looked at him with admiration, when he began to explain to her that the sheep should be sheared from back to front. Προσπαθούσε επίσης να θυμηθεί μερικές καλές ιστορίες που θα της διηγιόταν καθώς θα κούρευε τα πρόβατα. She was also trying to remember some good stories to tell her as she sheared the sheep. Τις περισσότερες τις είχε διαβάσει σε βιβλία, αλλά θα τις διηγιόταν σαν να ήταν δικά του βιώματα. He had read most of them in books, but he would tell them as if they were his own experiences. Εκείνη δε θα καταλάβαινε τη διαφορά, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει βιβλία. She would not understand the difference, because she did not know how to read books.

Ο γέρος όμως συνέχισε να επιμένει. But the old man continued to insist. Είπε ότι ένιωθε κουρασμένος και διψασμένος και ζήτησε απ' το αγόρι μια γουλιά κρασί. He said he felt tired and thirsty and asked the boy for a sip of wine. Το αγόρι τού πρόσφερε το μπουκάλι· ίσως έτσι τον άφηνε ήσυχο. The boy offered him the bottle; perhaps that was how he left him alone.

Ο γέρος όμως ήθελε οπωσδήποτε κουβέντα. But the old man definitely wanted a conversation. Ρώτησε τι βιβλίο διάβαζε το αγόρι. Ask what book the boy was reading. Εκείνο σκέφτηκε να φερθεί με αγένεια και ν' αλλάξει παγκάκι, ο πατέρας του όμως το είχε μάθει να σέβεται τους πιο ηλικιωμένους. He thought of behaving rudely and changing the bench, but his father had taught him to respect the older ones. Κι έτσι έδειξε το βιβλίο στο γέρο για δυο λόγους: πρώτον, γιατί δεν μπορούσε να προφέρει τον τίτλο και, δεύτερον, αν ο γέρος δεν ήξερε να διαβάζει, από μόνος του θα άλλαζε παγκάκι, για να μην αισθάνεται ταπεινωμένος. And so he showed the book to the old man for two reasons: first, because he could not pronounce the title and, second, if the old man did not know how to read, he would change the bench on his own, so as not to feel humiliated.

-Α! είπε ο γέρος περιεργαζόμενος το βιβλίο απ' όλες τις πλευρές, λες και επρόκειτο για παράξενο αντικείμενο. said the old man, curious about the book from all sides, as if it were a strange object. Είναι σπουδαίο βιβλίο, βαρετό όμως. It's a great book, but boring.

Το αγόρι ξαφνιάστηκε. The boy was surprised. Ώστε και ο γέρος ήξερε να διαβάζει και είχε μάλιστα διαβάσει κι εκείνο το βιβλίο. So that the old man knew how to read and had even read that book. Και αν το βιβλίο, όπως έλεγε, ήταν βαρετό, τότε προλάβαινε να το αλλάξει με κάποιο άλλο. And if the book, as he said, was boring, then he managed to change it with someone else.

-Πρόκειται για ένα βιβλίο που λέει ό,τι λένε σχεδόν όλα τα βιβλία, συνέχισε ο γέρος. - This is a book that says what almost all books say, the old man continued. Για την αδυναμία των ανθρώπων να ορίζουν την ίδια τους τη μοίρα. For the inability of people to determine their own destiny. Στο τέλος, καταφέρνει να κάνει τους πάντες να πιστέψουν στο μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου. In the end, he manages to get everyone to believe the biggest lie in the world.

-Και ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου; ρώτησε έκπληκτο το αγόρι. -And what is the biggest lie in the world? the boy asked in surprise.

-Είναι το εξής: κάποια στιγμή χάνουμε την ικανότητα να ελέγχουμε τη ζωή μας και βρισκόμαστε στο έλεος της μοίρας. -It is this: at some point we lose the ability to control our lives and we are at the mercy of fate. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου. This is the biggest lie in the world.

-Δε μου συνέβη κάτι τέτοιο, είπε το αγόρι. "Nothing like that happened to me," said the boy. Ήθελαν να με κάνουν παπά κι εγώ αποφάσισα να γίνω βοσκός. They wanted to make me a priest and I decided to become a shepherd.

-Καλύτερα έτσι, είπε ο γέρος. "Better that way," said the old man. Γιατί σου αρέσει να ταξιδεύεις. Because you like to travel.

«Μάντεψε τις σκέψεις μου», συλλογίστηκε το αγόρι. "Guess my thoughts," the boy thought. Ο γέρος, στο μεταξύ, ξεφύλλιζε το χοντρό βιβλίο, καθόλου διατεθειμένος να το δώσει πίσω. The old man, meanwhile, was flipping through the thick book, not at all willing to give it back. Το αγόρι πρόσεξε ότι ήταν παράξενα ντυμένος· έμοιαζε με Άραβα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο σ' εκείνη την περιοχή. The boy noticed that he was strangely dressed; he looked like an Arab, which was not uncommon in that area. Η Αφρική απείχε μόνο μερικές ώρες από την Ταρίφα· αρκούσε να διασχίσεις το μικρό στενό με μια βάρκα. Africa was only a few hours away from Tarifa; it was enough to cross the small strait by boat. Συχνά εμφανίζονταν Άραβες στην πόλη, ψώνιζαν και προσεύχονταν με παράξενο τρόπο πολλές φορές τη μέρα. Arabs often appeared in the city, shopping and praying strangely several times a day.