×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (1)

Ξύπνησε την άλλη μέρα, πολύ αργά, ύστερα από έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Ο ύπνος όμως αυτός δεν του ξανάδωσε τις δυνάμεις του. Ξυπνώντας, ήτανε κακόκεφος, νευριασμένος και η κάμαρα του του φάνηκε σιχαμένη. Έμοιαζε σαν κλούβα. Είχε μάκρος έξη βήματα και αξιοθρήνητη εμφάνιση με την κίτρινη και σκονισμένη ταπετσαρία της, που ήτανε παντού σκισμένη, τόσο χαμηλοτάβανη, ώστε ένας άντρας λίγο ψηλός, θα είχε πάντοτε το φόβο μη χτυπήσει το κεφάλι του στην οροφή.

Ανάλογη ήτανε και η επίπλωση της: Τρεις σπασμένες παλιοκαρέκλες, ένα τραπέζι στη γωνιά, ξύλινο και βαμμένο, όπου υπήρχαν κάτι βιβλία και τετράδια, που από τη σκόνη τους καταλάβαινες ότι πάει πολύς καιρός χωρίς να τ' ανοίξει κανένας, και τέλος έναν ασουλούπωτο σοφά, πολύ πλατύ, που έπιανε όλον σχεδόν τον τοίχο και το μισό δωμάτιο και είχε ένα σκέπασμα βαμβακερό, κουρελιασμένο. Τον χρήσιμο ποιούσε τώρα για ντιβάνι ο Ρασκόλνικωφ. Κοιμότανε κει πάνω, δίχως να γδυθεί πολλές φορές, χωρίς σεντόνια, ρίχνοντας από πάνω τον παλιό φοιτητικό του μανδύα κι έχοντας στο κεφάλι του ένα μικρό μαξιλαράκι, που το ανασήκωνε, χώνοντας από κάτω κάθε λογής εσώρουχα, καθαρά και βρώμικα. Μπροστά στο σοφά ήτανε ένα μικρό τραπέζι. Δε γινότανε να ξεπέσει κανείς πιο χαμηλά, στην ψυχική κατάσταση όμως που βρισκότανε τώρα ο Ρασκόλνικωφ, ο ξεπεσμός αυτός του έδινε μια ευχαρίστηση. Είχε αποτραβηχτεί απ' όλους τους ανθρώπους, σαν τη χελώνα που μαζεύεται στο καβούκι της. Τον νευρίαζε και τον ενοχλούσε ακόμα και κείνη η γυναίκα που συγύριζε κι ερχότανε καμμιά φορά να ρίξει μια ματιά και στην κάμαρα του. Έτσι γίνεται με μερικούς μονόχνωτους, όταν το μυαλό τους περιστρέφεται πάντοτε γύρω από κάποια σκέψη.

Δεκαπέντε μέρες τώρα η σπιτονοικοκυρά του έπαψε να του στέλνει φαγητό και, παρ' όλη την αναγκαστική νηστεία του, δεν είχε σκεφτεί ακόμα να πάει και να εξηγηθεί μαζί της. Η Ναστάσια, μοναδική υπηρέτρια και μαγείρισσα του σπιτιού, δεν ήτανε και πολύ δυσαρεστημένη από μια άποψη με τη στάση του νοικάρη τους, γιατί έπαψε ολότελα να του συγυρίζει το δωμάτιο και μόνο μια φορά κάθε οχτώ ημέρες τύχαινε να πιάσει στα χέρια της τη σκούπα. Αυτή ήρθε και τον ξύπνησε τώρα.

"Έλα, σήκω, τί κοιμάσαι έτσι;", του φώναξε. "Είναι πάνω από εννέα η ώρα. Σου φέρνω τσάι, θέλεις; θα ψοφήσεις απ' την πείνα".

Ο Ρασκόλνικωφ άνοιξε τα μάτια του. Είδε τη Ναστάσια και τον έπιασε τρεμούλα.

"Η σπιτονοικοκυρά μου το στέλνει το τσάι;", ρώτησε αργά-αργά κι ανασηκώθηκε στο ντιβάνι του, με ύφος ανθρώπου που υποφέρει.

"Η σπιτονοικοκυρά ακούς! Χμ! ".

Έβαλε μπροστά του τη ραγισμένη τσαγιέρα της, που είχε ακόμα μέσα λίγο τσάι και του άφησε δυο κομματάκια κιτρινισμένη ζάχαρη.

"Ναστάσια, να... πάρε, σε παρακαλώ", της είπε, ψάχνοντας στις τσέπες του (είχε κοιμηθεί ντυμένος), "και πήγαινε να μου αγοράσεις λίγο ψωμί. Να μου πάρεις ακόμα και λίγο σαλάμι, απ' το φτηνότερο που υπάρχει".

"Θα σου φέρω το ψωμί αμέσως αλλά, αντί σαλάμι, δε θα 'θελες καλύτερα μια λαχανόσουπα; Φτιάξαμε χθες λαχανόσουπα και είναι πρώτης τάξεως. Σου είχα φυλάξει χθες το βράδυ, αλλά γύρισες αργά. Η σούπα είναι πολύ καλή".

Όταν του 'φέρε τη σούπα, κι άρχισε ο Ρασκόλνικωφ να την τρώει, η Ναστάσια κάθισε κοντά του, στο σοφά, και έπιασε τη φλυαρία. Ήτανε από κείνες τις χωριατοπούλες που η γλώσσα τους πάει ροδάνι.

"Η Πρασκόβια Πάβλοβνα θέλει να σε πάει στην αστυνομία", είπε.

Το πρόσωπο του Ρασκόλνικωφ σκοτείνιασε

"Στην αστυνομία; Τι τής έκανα;".

"Δεν την πληρώνεις και δεν της αδειάζεις τη γωνιά, αυτό της έκανες!"

"Α, που να πάρει ο διάβολος! Αυτό μου 'λείπε τώρα", μούγκρισε ο Ρασκόλνικωφ ανάμεσα στα δόντια του. "Αλήθεια πάνω στην ώρα μου 'ρχεται κι αυτό... Το βλακόμουτρο! ", πρόσθεσε δυνατά, "θα περάσω σήμερα να την ιδώ και θα της μιλήσω".

"Όσο για βλακόμουτρο, είναι, όπως είμαι και γω. Του λόγου σου, όμως, που είσαι τόσο έξυπνος, γιατί κάθεσαι ολημερίς κλεισμένος εδώ μέσα, απρόκοφτε; Άλλοτε πήγαινες κι έκανες μαθήματα σε παιδιά, όπως έλεγες. Γιατί τώρα δεν κάνεις τίποτα;".

"Κάτι κάνω", απάντησε ανόρεχτα και ξερά ο Ρασκόλνικωφ.

"Τί κάνεις;".

"Μια δουλειά".

"Τί δουλειά;".

"Σκέφτομαι", απάντησε σοβαρά, ύστερα από μια μικρή παύση.

Η Ναστάσια έβαλε τα γέλια. Ήτανε τύπος εύθυμος και με το παραμικρό που θα της έλεγες τρανταζότανε από ένα γέλιο σιγανό, κουνώντας τόσο πολύ το κορμί της πέρα δώθε, ώστε στο τέλος ζαλιζότανε και η ίδια.

"Τουλάχιστον... βγαίνει τίποτα μ' αυτά που σκέφτεσαι;", μπόρεσε να πει στο τέλος.

"Δε μπορείς να κάνεις μαθήματα όταν δεν έχεις μπότες. Κι εξ άλλου τα βαριέμαι. Είναι για φτύσιμο".

"Όποιος φτύνει, φτύνει τα μούτρα του".

"Τα μαθήματα δεν πληρώνονται. Τί να τα κάνεις μερικά καπίκια;", εξακολούθησε αγριεμένα, σα ν' απαντούσε σε δικές του σκέψεις.

"Μπας κι ήθελες να πάρεις καμμιά περιουσία;".

"Ναι, μια περιουσία", της είπε, με φωνή παράξενη και σώπασε για λίγο.

"Ε, σιγά! Στ' αλήθεια με τρομάζεις - δεν τίς αποχτάνε έτσι τις περιουσίες. Να

πάω ή να μην πάω για το ψωμί;".

"Όπως αγαπάς! ".

"Α! Το ξέχασα! Ήρθε κι ένα γράμμα για σένα, χτες που έλειπες".

"Γράμμα; Για μένα; Από ποιον;".

"Από ποιον δεν έχω ιδέα. Έδωσα όμως απ' την τσέπη μου τρία καπίκια στο διανομέα, θα μου τα δώσεις τουλάχιστον;".

"Για τ' όνομα του θεού! Τρέχα γρήγορα και φέρε μου το", φώναξε ο Ρασκόλνικωφ με ταραχή, "θεέ μου! ".

Το γράμμα έφτασε σ' ένα λεφτό. Καλά το υποψιαζότανε, ήτανε από τη μητέρα του, που έμενε στην επαρχία Ρ... Χλώμιασε παίρνοντας το στα χέρια του. Από καιρό τώρα δεν έπαιρνε γράμματα, αλλά τη στιγμή αυτή ήτανε κάτι άλλο που του 'σφίγγε την καρδιά.

"Ναστάσια, φύγε, για τ' όνομα του θεού! Να τα τρία καπίκια σου, μόνο φύγε, φύγε γρήγορα, για τ' όνομα του θεού! ".

Το γράμμα έτρεμε ανάμεσα στα χέρια του. Δεν ήθελε να τ' ανοίξει μπροστά στην υπηρέτρια. Ένιωσε μια επιθυμία, να μείνει μόνος με το γράμμα.

'Όταν έφυγε η Ναστάσια, έφερε το γράμμα με μια γρήγορη κίνηση στα χείλη του και το φίλησε. Ύστερα στάθηκε και κοίταζε κάμποση ώρα τη διεύθυνση. Γνώρισε αμέσως τον αγαπημένο γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του, με τα ψιλά και λίγο κυρτά γράμματα της. Αυτή τον έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Δίσταζε και μάλιστα φαινότανε σα να φοβάται κάτι. Τέλος, το άνοιξε. Ήτανε μεγάλο και βαρύ – δυο πυκνογραμμένες κόλλες με ψιλούτσικα γραμματάκια. Είχε πληρώσει γραμματόσημο διπλό.

"Αγαπημένε μου Ρόντια", του έγραφε η μητέρα του, "πέρασαν δυο μήνες δίχως να σου γράψω. Υπέφερα και γω γι' αυτό και πολλές νύχτες δε μπόρεσα να κλείσω μάτι καθώς το σκεφτόμουνα. Φυσικά, δε θα μου θυμώσεις πολύ, για τη μακρόχρονη κι αθέλητη σιωπή μου, ε; Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ. Εσένα μόνον έχουμε πια στον κόσμο, εγώ και η Ντουνιά, εσύ είσαι το παν για μας, όλη μας η ελπίδα, όλη μας η πίστη για το μέλλον. Πόσο πόνεσα όταν έμαθα ότι έχεις παρατήσει το Πανεπιστήμιο πολλούς μήνες, γιατί σου λείπουν τα μέσα να ζήσεις και ότι σταμάτησαν και τα μαθήματα σου καθώς και οι άλλοι σου πόροι! "Πώς μπορούσα να σε βοηθήσω με τα εκατόν είκοσι ρούβλια το χρόνο, που είναι η σύνταξη μου; Τα δεκαπέντε ρούβλια, που σου 'στειλα πριν από τέσσερις μήνες, τα είχα δανειστεί, καθώς το ξέρεις, από έναν έμπορα του τόπου μας, τον Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν. Είναι καλός άνθρωπος και ήτανε φίλος του πατέρα σου. Αλλά, καθώς του παραχώρησα το δικαίωμα να εισπράττει αυτός τη σύνταξη μου, αναγκάστηκα να περιμένω να εξοφληθεί το χρέος πρώτα, πράγμα που έγινε. Έτσι, στο διάστημα αυτό, δε μπόρεσα να σου στείλω τίποτα. Τώρα, όμως, δόξα τω θεώ, νομίζω πως θα μπορέσω να σου στείλω κάτι. Γενικά, βιάζομαι να σου πω ότι μπορούμε σήμερα να πούμε πως έχουμε λίγη τύχη. Και πρώτα-πρώτα, αγαπημένε μου Ρόντια, θα το φανταζόσουνα ότι η αδελφή σου μένει τώρα, πάνω από ένα μήνα, μαζί μου και ότι από δω και μπρος δε θα ξαναχωριστούμε πια; Δόξα τω θεώ, τα βάσανα της τέλειωσαν, θα στα πω όμως όλα με τη σειρά, για να μάθεις το πώς έγινε και το τί σου είχαμε κρύψει ως τώρα.

"Πριν από μήνες μου έγραψες πως είχες μάθει από κάπου ότι τη Ντουνιά την κακομεταχειρίζονταν τ' αφεντικά της, οι Σβιντριγκάιλωφ, και μου ζητούσες πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Τί μπορούσα όμως να σου απαντήσω τότε; Αν σου έγραφα όλη την αλήθεια, σίγουρα θα τα παράταγες όλα και θα ερχόσουνα εδώ, ακόμα και με τα πόδια, γιατί ξέρω το χαρακτήρα σου και τα αισθήματα σου: Δε θ' άφηνες εσύ να προσβάλλουν την αδελφή σου. Κι εγώ η ίδια ήμουνα αναστατωμένη, αλλά τί μπορούσα να κάνω; Κι ύστερα, δεν ήξερα τότε όλη την αλήθεια! Το χειρότερο απ' όλα ήτανε, πως η Ντουνιά, όταν μπήκε πέρυσι στο σπίτι τους σα δασκάλα, είχε πάρει εκατό ρούβλια προκαταβολή, που θα της τα κράταγαν λίγα-λίγα κάθε μήνα απ' το μισθό της. Συνεπώς, δε μπορούσε να παρατήσει τη θέση της, προτού να εξοφληθεί το χρέος. Τα λεφτά αυτά (τώρα μπορώ πια να στο πω, αγαπημένε μου Ρόντια) τα είχε πάρει κυρίως για να στείλει σε σένα τα εξήντα ρούβλια, που έλαβες πέρυσι. Σου είπαμε ψέματα και οι δυο μας, σου γράψαμε πως είναι από κάτι παλιές οικονομίες της Ντουνιάς, αλλά δεν ήτανε έτσι και τώρα σου λέω όλη την αλήθεια, γιατί ο θεός ευδόκησε ν' αλλάξει όλη η κατάσταση προς το καλύτερο και γιατί πρέπει να μάθεις πόσο σ' αγαπά η Ντουνιά και τί ασύγκριτη καρδιά έχει. Το γεγονός είναι ότι ο κ. Σβιντριγκάιλωφ της φερνότανε στις αρχές με πολλή χοντροκοπιά και της έλεγε στο τραπέζι κάθε λογής αγένειες και ειρωνείες. Αλλά δε θα επεκταθώ πολύ σ' αυτές τις οδυνηρές λεπτομέρειες, για να μη σε αναστατώσω ανώφελα, μια και όλα αυτά τέλειωσαν.

Μ' ένα λόγο, παρ' όλο που η Μάρθα Πετρόβνα, η γυναίκα του Σβιντριγκάιλωφ, καθώς και όλα τ' άλλα μέλη της οικογένειας, φέρνονταν στη Ντουνιά με σεβασμό και καλοσύνη, η θέση της γινότανε πολύ δύσκολη, ιδίως όταν ο κ. Σβιντριγκάιλωφ βρισκότανε υπό την επήρεια του Βάκχου, κατά την παλιά του συνήθεια που είχε αποκτήσει στο στρατό. Αλλά, τι' έγινε ύστερα; Να φανταστείς ότι από πολύν καιρό αυτός ο μανιακός είχε πάθος για τη Ντουνιά, αλλά το 'κρύβε κάτω από τους χοντρούς τρόπους κι απ' την περιφρόνηση που της έδειχνε. Ίσως να ντρεπότανε για τον ίδιο του τον εαυτό και να τρόμαζε, βλέποντας πως ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, ηλικιωμένος και οικογενειάρχης, έτρεφε τόσο παράλογες ελπίδες. Και γι' αυτό χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος, γινόταν έξαλλος με τη Ντουνιά.

Ίσως πάλι να πήγαινε να ρίξει στάχτη στα μάτια των άλλων, με όλες αυτές τις χοντροκοπιές και τις κοροϊδίες. Στο τέλος όμως δε μπόρεσε να κρατηθεί και είχε το θράσος να κάνει στη Ντουνιά ανοιχτά ανήθικες προτάσεις, δίνοντας της του κόσμου τις υποσχέσεις, πως θα την ανταμείψει και, κυρίως, πως θα τα παρατήσει όλα και θα φύγει μαζί της σ' ένα άλλο χτήμα του ή και στο εξωτερικό. Μπορείς να φανταστείς το τί τράβηξε η Ντουνιά! Να παρατήσει αμέσως τη θέση της, δεν ήτανε δυνατόν, όχι μονάχα για το χρέος, αλλά και γιατί δεν ήθελε να λυπήσει τη Μάρθα Πετρόβνα, που θα μπορούσε ξαφνικά να υποψιαστεί, οπότε θα γίνονταν μαλλιά κουβάρια μες στο σπίτι. Εξ άλλου, θα ξέσπαγε σε βάρος της Ντουνιάς μεγάλο σκάνδαλο - δε μπορεί ποτέ να πέρναγε ανώδυνα αυτό το πράγμα.

"Για διάφορους λόγους η Ντουνιά δε μπορούσε να φύγει απ' αυτό το απαίσιο σπίτι, προτού περάσουν έξη βδομάδες, το λιγότερο. Ξέρεις, βέβαια, την αδερφή σου, ξέρεις πόσο φρόνιμη είναι και τι σταθερό χαρακτήρα έχει. Η Ντουνιά μπορεί να υποφέρει πολλά κι έχει αρκετό θάρρος, για να μη λυγίσει, ακόμα και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις. Απέφυγε μάλιστα να μου τα γράψει όλα αυτά, για να μη με στενοχωρήσει, αν και αλληλογραφούσαμε συχνά. Η Μάρθα Πετρόβνα έπιασε κατά τύχη τον άντρα της στον κήπο, σε μια στιγμή που αυτός ικέτευε τη Ντουνιά, αλλά παρανόησε τα πράγματα και κατηγόρησε τη Ντουνιά, με την υποψία ότι αυτή ήτανε η αιτία όλων. Έγινε τότε εκεί, στον κήπο, μια τρομερή σκηνή. Η Μάρθα Πετρόβνα δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε κι έφτασε ως το σημείο να χτυπήσει τη Ντουνιά, την έβριζε μια ώρα ολόκληρη και στο τέλος διέταξε να τη στείλουνε στην πόλη, στο σπίτι μας, μέσα σ' ένα χωριάτικο κάρο, όπου είχαν πετάξει όλα της τα πράματα, ρούχα, εσώρουχα, ανακατωμένα, δίχως να τα ταχτοποιήσουν κάπου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (1) CAPÍTULO 3 (1)

Ξύπνησε την άλλη μέρα, πολύ αργά, ύστερα από έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες. He woke up the next day, very late, after a night full of nightmares. Se despertó al día siguiente, muy tarde, después de una noche llena de pesadillas. Ο ύπνος όμως αυτός δεν του ξανάδωσε τις δυνάμεις του. But this sleep did not give him his strength again. Pero este sueño no le devolvió las fuerzas. Ξυπνώντας, ήτανε κακόκεφος, νευριασμένος και η κάμαρα του του φάνηκε σιχαμένη. Waking up, he was in a bad mood, angry and his arch looked disgusted. Al despertar, estaba de mal humor, enojado y su arco lucía disgustado. Έμοιαζε σαν κλούβα. Parecía una jaula. Είχε μάκρος έξη βήματα και αξιοθρήνητη εμφάνιση με την κίτρινη και σκονισμένη ταπετσαρία της, που ήτανε παντού σκισμένη, τόσο χαμηλοτάβανη, ώστε ένας άντρας λίγο ψηλός, θα είχε πάντοτε το φόβο μη χτυπήσει το κεφάλι του στην οροφή. She was six steps tall and looked miserable with her yellow and dusty wallpaper, which was torn everywhere, so low that a man a little tall would always be afraid of hitting his head on the ceiling. Medía seis pasos y se veía miserable con su empapelado amarillo y polvoriento, que estaba rasgado por todas partes, tan bajo que un hombre un poco alto siempre tendría miedo de golpearse la cabeza con el techo.

Ανάλογη ήτανε και η επίπλωση της: Τρεις σπασμένες παλιοκαρέκλες, ένα τραπέζι στη γωνιά, ξύλινο και βαμμένο, όπου υπήρχαν κάτι βιβλία και τετράδια, που από τη σκόνη τους καταλάβαινες ότι πάει πολύς καιρός χωρίς να τ' ανοίξει κανένας, και τέλος έναν ασουλούπωτο σοφά, πολύ πλατύ, που έπιανε όλον σχεδόν τον τοίχο και το μισό δωμάτιο και είχε ένα σκέπασμα βαμβακερό, κουρελιασμένο. Its furniture was similar: Three broken old chairs, a table in the corner, wooden and painted, where there were some books and notebooks, from the dust of which you understood that it takes a long time without anyone opening it, and finally an asulupoto wisely, very wide, which covered almost the entire wall and half the room and had a cotton cover, tattered. Τον χρήσιμο ποιούσε τώρα για ντιβάνι ο Ρασκόλνικωφ. Raskolnikov was now useful for the divan. Κοιμότανε κει πάνω, δίχως να γδυθεί πολλές φορές, χωρίς σεντόνια, ρίχνοντας από πάνω τον παλιό φοιτητικό του μανδύα κι έχοντας στο κεφάλι του ένα μικρό μαξιλαράκι, που το ανασήκωνε, χώνοντας από κάτω κάθε λογής εσώρουχα, καθαρά και βρώμικα. He slept up there, without undressing many times, without sheets, throwing over his old student cloak and having on his head a small pillow, which he lifted, pushing under all kinds of underwear, clean and dirty. Μπροστά στο σοφά ήτανε ένα μικρό τραπέζι. Δε γινότανε να ξεπέσει κανείς πιο χαμηλά, στην ψυχική κατάσταση όμως που βρισκότανε τώρα ο Ρασκόλνικωφ, ο ξεπεσμός αυτός του έδινε μια ευχαρίστηση. It was not possible to fall lower, but in the mental state that Raskolnikov was in now, this fall gave him a pleasure. Είχε αποτραβηχτεί απ' όλους τους ανθρώπους, σαν τη χελώνα που μαζεύεται στο καβούκι της. She had been withdrawn from all people, like a turtle gathering in its shell. Τον νευρίαζε και τον ενοχλούσε ακόμα και κείνη η γυναίκα που συγύριζε κι ερχότανε καμμιά φορά να ρίξει μια ματιά και στην κάμαρα του. He was annoyed and annoyed even by the woman who met and sometimes came to take a look at his arch. Έτσι γίνεται με μερικούς μονόχνωτους, όταν το μυαλό τους περιστρέφεται πάντοτε γύρω από κάποια σκέψη. This is what happens to some loners when their mind is always revolving around a thought.

Δεκαπέντε μέρες τώρα η σπιτονοικοκυρά του έπαψε να του στέλνει φαγητό και, παρ' όλη την αναγκαστική νηστεία του, δεν είχε σκεφτεί ακόμα να πάει και να εξηγηθεί μαζί της. Fifteen days now his landlady has stopped sending him food and, despite his forced fasting, he had not yet considered going and explaining to her. Η Ναστάσια, μοναδική υπηρέτρια και μαγείρισσα του σπιτιού, δεν ήτανε και πολύ δυσαρεστημένη από μια άποψη με τη στάση του νοικάρη τους, γιατί έπαψε ολότελα να του συγυρίζει το δωμάτιο και μόνο μια φορά κάθε οχτώ ημέρες τύχαινε να πιάσει στα χέρια της τη σκούπα. Αυτή ήρθε και τον ξύπνησε τώρα.

"Έλα, σήκω, τί κοιμάσαι έτσι;", του φώναξε. "Είναι πάνω από εννέα η ώρα. Σου φέρνω τσάι, θέλεις; θα ψοφήσεις απ' την πείνα".

Ο Ρασκόλνικωφ άνοιξε τα μάτια του. Είδε τη Ναστάσια και τον έπιασε τρεμούλα.

"Η σπιτονοικοκυρά μου το στέλνει το τσάι;", ρώτησε αργά-αργά κι ανασηκώθηκε στο ντιβάνι του, με ύφος ανθρώπου που υποφέρει.

"Η σπιτονοικοκυρά ακούς! Χμ! ".

Έβαλε μπροστά του τη ραγισμένη τσαγιέρα της, που είχε ακόμα μέσα λίγο τσάι και του άφησε δυο κομματάκια κιτρινισμένη ζάχαρη. She put in front of her cracked teapot, which still had some tea in it, and left him two pieces of yellowed sugar.

"Ναστάσια, να... πάρε, σε παρακαλώ", της είπε, ψάχνοντας στις τσέπες του (είχε κοιμηθεί ντυμένος), "και πήγαινε να μου αγοράσεις λίγο ψωμί. Να μου πάρεις ακόμα και λίγο σαλάμι, απ' το φτηνότερο που υπάρχει".

"Θα σου φέρω το ψωμί αμέσως αλλά, αντί σαλάμι, δε θα 'θελες καλύτερα μια λαχανόσουπα; Φτιάξαμε χθες λαχανόσουπα και είναι πρώτης τάξεως. Σου είχα φυλάξει χθες το βράδυ, αλλά γύρισες αργά. I had guarded you last night, but you came back late. Η σούπα είναι πολύ καλή".

Όταν του 'φέρε τη σούπα, κι άρχισε ο Ρασκόλνικωφ να την τρώει, η Ναστάσια κάθισε κοντά του, στο σοφά, και έπιασε τη φλυαρία. Ήτανε από κείνες τις χωριατοπούλες που η γλώσσα τους πάει ροδάνι. She was one of those village girls whose language goes downhill.

"Η Πρασκόβια Πάβλοβνα θέλει να σε πάει στην αστυνομία", είπε. "Praskovia Pavlovna wants to take you to the police," he said.

Το πρόσωπο του Ρασκόλνικωφ σκοτείνιασε

"Στην αστυνομία; Τι τής έκανα;".

"Δεν την πληρώνεις και δεν της αδειάζεις τη γωνιά, αυτό της έκανες!"

"Α, που να πάρει ο διάβολος! Αυτό μου 'λείπε τώρα", μούγκρισε ο Ρασκόλνικωφ ανάμεσα στα δόντια του. "Αλήθεια πάνω στην ώρα μου 'ρχεται κι αυτό... Το βλακόμουτρο! "Really on time, this is coming too ... The idiot! ", πρόσθεσε δυνατά, "θα περάσω σήμερα να την ιδώ και θα της μιλήσω".

"Όσο για βλακόμουτρο, είναι, όπως είμαι και γω. "As for the idiot, he is, as I am and I know. Του λόγου σου, όμως, που είσαι τόσο έξυπνος, γιατί κάθεσαι ολημερίς κλεισμένος εδώ μέσα, απρόκοφτε; Άλλοτε πήγαινες κι έκανες μαθήματα σε παιδιά, όπως έλεγες. Γιατί τώρα δεν κάνεις τίποτα;".

"Κάτι κάνω", απάντησε ανόρεχτα και ξερά ο Ρασκόλνικωφ.

"Τί κάνεις;".

"Μια δουλειά".

"Τί δουλειά;".

"Σκέφτομαι", απάντησε σοβαρά, ύστερα από μια μικρή παύση.

Η Ναστάσια έβαλε τα γέλια. Ήτανε τύπος εύθυμος και με το παραμικρό που θα της έλεγες τρανταζότανε από ένα γέλιο σιγανό, κουνώντας τόσο πολύ το κορμί της πέρα δώθε, ώστε στο τέλος ζαλιζότανε και η ίδια.

"Τουλάχιστον... βγαίνει τίποτα μ' αυτά που σκέφτεσαι;", μπόρεσε να πει στο τέλος.

"Δε μπορείς να κάνεις μαθήματα όταν δεν έχεις μπότες. Κι εξ άλλου τα βαριέμαι. Είναι για φτύσιμο".

"Όποιος φτύνει, φτύνει τα μούτρα του". "Whoever spits, spits in his face."

"Τα μαθήματα δεν πληρώνονται. Τί να τα κάνεις μερικά καπίκια;", εξακολούθησε αγριεμένα, σα ν' απαντούσε σε δικές του σκέψεις.

"Μπας κι ήθελες να πάρεις καμμιά περιουσία;". "Did you want to take a fortune?".

"Ναι, μια περιουσία", της είπε, με φωνή παράξενη και σώπασε για λίγο.

"Ε, σιγά! Στ' αλήθεια με τρομάζεις - δεν τίς αποχτάνε έτσι τις περιουσίες. Να

πάω ή να μην πάω για το ψωμί;".

"Όπως αγαπάς! ".

"Α! Το ξέχασα! Ήρθε κι ένα γράμμα για σένα, χτες που έλειπες".

"Γράμμα; Για μένα; Από ποιον;".

"Από ποιον δεν έχω ιδέα. Έδωσα όμως απ' την τσέπη μου τρία καπίκια στο διανομέα, θα μου τα δώσεις τουλάχιστον;".

"Για τ' όνομα του θεού! Τρέχα γρήγορα και φέρε μου το", φώναξε ο Ρασκόλνικωφ με ταραχή, "θεέ μου! ".

Το γράμμα έφτασε σ' ένα λεφτό. Καλά το υποψιαζότανε, ήτανε από τη μητέρα του, που έμενε στην επαρχία Ρ... Χλώμιασε παίρνοντας το στα χέρια του. Από καιρό τώρα δεν έπαιρνε γράμματα, αλλά τη στιγμή αυτή ήτανε κάτι άλλο που του 'σφίγγε την καρδιά.

"Ναστάσια, φύγε, για τ' όνομα του θεού! Να τα τρία καπίκια σου, μόνο φύγε, φύγε γρήγορα, για τ' όνομα του θεού! ".

Το γράμμα έτρεμε ανάμεσα στα χέρια του. Δεν ήθελε να τ' ανοίξει μπροστά στην υπηρέτρια. Ένιωσε μια επιθυμία, να μείνει μόνος με το γράμμα. He felt a desire to be left alone with the letter.

'Όταν έφυγε η Ναστάσια, έφερε το γράμμα με μια γρήγορη κίνηση στα χείλη του και το φίλησε. Ύστερα στάθηκε και κοίταζε κάμποση ώρα τη διεύθυνση. Γνώρισε αμέσως τον αγαπημένο γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του, με τα ψιλά και λίγο κυρτά γράμματα της. Αυτή τον έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Δίσταζε και μάλιστα φαινότανε σα να φοβάται κάτι. He hesitated and even seemed to be afraid of something. Τέλος, το άνοιξε. Ήτανε μεγάλο και βαρύ – δυο πυκνογραμμένες κόλλες με ψιλούτσικα γραμματάκια. Είχε πληρώσει γραμματόσημο διπλό.

"Αγαπημένε μου Ρόντια", του έγραφε η μητέρα του, "πέρασαν δυο μήνες δίχως να σου γράψω. Υπέφερα και γω γι' αυτό και πολλές νύχτες δε μπόρεσα να κλείσω μάτι καθώς το σκεφτόμουνα. Φυσικά, δε θα μου θυμώσεις πολύ, για τη μακρόχρονη κι αθέλητη σιωπή μου, ε; Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ. Εσένα μόνον έχουμε πια στον κόσμο, εγώ και η Ντουνιά, εσύ είσαι το παν για μας, όλη μας η ελπίδα, όλη μας η πίστη για το μέλλον. Πόσο πόνεσα όταν έμαθα ότι έχεις παρατήσει το Πανεπιστήμιο πολλούς μήνες, γιατί σου λείπουν τα μέσα να ζήσεις και ότι σταμάτησαν και τα μαθήματα σου καθώς και οι άλλοι σου πόροι! "Πώς μπορούσα να σε βοηθήσω με τα εκατόν είκοσι ρούβλια το χρόνο, που είναι η σύνταξη μου; Τα δεκαπέντε ρούβλια, που σου 'στειλα πριν από τέσσερις μήνες, τα είχα δανειστεί, καθώς το ξέρεις, από έναν έμπορα του τόπου μας, τον Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν. Είναι καλός άνθρωπος και ήτανε φίλος του πατέρα σου. Αλλά, καθώς του παραχώρησα το δικαίωμα να εισπράττει αυτός τη σύνταξη μου, αναγκάστηκα να περιμένω να εξοφληθεί το χρέος πρώτα, πράγμα που έγινε. Έτσι, στο διάστημα αυτό, δε μπόρεσα να σου στείλω τίποτα. Τώρα, όμως, δόξα τω θεώ, νομίζω πως θα μπορέσω να σου στείλω κάτι. Γενικά, βιάζομαι να σου πω ότι μπορούμε σήμερα να πούμε πως έχουμε λίγη τύχη. Και πρώτα-πρώτα, αγαπημένε μου Ρόντια, θα το φανταζόσουνα ότι η αδελφή σου μένει τώρα, πάνω από ένα μήνα, μαζί μου και ότι από δω και μπρος δε θα ξαναχωριστούμε πια; Δόξα τω θεώ, τα βάσανα της τέλειωσαν, θα στα πω όμως όλα με τη σειρά, για να μάθεις το πώς έγινε και το τί σου είχαμε κρύψει ως τώρα.

"Πριν από μήνες μου έγραψες πως είχες μάθει από κάπου ότι τη Ντουνιά την κακομεταχειρίζονταν τ' αφεντικά της, οι Σβιντριγκάιλωφ, και μου ζητούσες πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Τί μπορούσα όμως να σου απαντήσω τότε; Αν σου έγραφα όλη την αλήθεια, σίγουρα θα τα παράταγες όλα και θα ερχόσουνα εδώ, ακόμα και με τα πόδια, γιατί ξέρω το χαρακτήρα σου και τα αισθήματα σου: Δε θ' άφηνες εσύ να προσβάλλουν την αδελφή σου. Κι εγώ η ίδια ήμουνα αναστατωμένη, αλλά τί μπορούσα να κάνω; Κι ύστερα, δεν ήξερα τότε όλη την αλήθεια! Το χειρότερο απ' όλα ήτανε, πως η Ντουνιά, όταν μπήκε πέρυσι στο σπίτι τους σα δασκάλα, είχε πάρει εκατό ρούβλια προκαταβολή, που θα της τα κράταγαν λίγα-λίγα κάθε μήνα απ' το μισθό της. Συνεπώς, δε μπορούσε να παρατήσει τη θέση της, προτού να εξοφληθεί το χρέος. Τα λεφτά αυτά (τώρα μπορώ πια να στο πω, αγαπημένε μου Ρόντια) τα είχε πάρει κυρίως για να στείλει σε σένα τα εξήντα ρούβλια, που έλαβες πέρυσι. Σου είπαμε ψέματα και οι δυο μας, σου γράψαμε πως είναι από κάτι παλιές οικονομίες της Ντουνιάς, αλλά δεν ήτανε έτσι και τώρα σου λέω όλη την αλήθεια, γιατί ο θεός ευδόκησε ν' αλλάξει όλη η κατάσταση προς το καλύτερο και γιατί πρέπει να μάθεις πόσο σ' αγαπά η Ντουνιά και τί ασύγκριτη καρδιά έχει. Το γεγονός είναι ότι ο κ. Σβιντριγκάιλωφ της φερνότανε στις αρχές με πολλή χοντροκοπιά και της έλεγε στο τραπέζι κάθε λογής αγένειες και ειρωνείες. The fact is that Mr. Svindrigailov treated her in the beginning with a lot of roughness and told her all kinds of rudeness and irony on the table. Αλλά δε θα επεκταθώ πολύ σ' αυτές τις οδυνηρές λεπτομέρειες, για να μη σε αναστατώσω ανώφελα, μια και όλα αυτά τέλειωσαν. But I will not go into too much detail about these painful details, so as not to upset you in vain, since they are all over.

Μ' ένα λόγο, παρ' όλο που η Μάρθα Πετρόβνα, η γυναίκα του Σβιντριγκάιλωφ, καθώς και όλα τ' άλλα μέλη της οικογένειας, φέρνονταν στη Ντουνιά με σεβασμό και καλοσύνη, η θέση της γινότανε πολύ δύσκολη, ιδίως όταν ο κ. Σβιντριγκάιλωφ βρισκότανε υπό την επήρεια του Βάκχου, κατά την παλιά του συνήθεια που είχε αποκτήσει στο στρατό. Αλλά, τι' έγινε ύστερα; Να φανταστείς ότι από πολύν καιρό αυτός ο μανιακός είχε πάθος για τη Ντουνιά, αλλά το 'κρύβε κάτω από τους χοντρούς τρόπους κι απ' την περιφρόνηση που της έδειχνε. Ίσως να ντρεπότανε για τον ίδιο του τον εαυτό και να τρόμαζε, βλέποντας πως ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, ηλικιωμένος και οικογενειάρχης, έτρεφε τόσο παράλογες ελπίδες. Και γι' αυτό χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος, γινόταν έξαλλος με τη Ντουνιά.

Ίσως πάλι να πήγαινε να ρίξει στάχτη στα μάτια των άλλων, με όλες αυτές τις χοντροκοπιές και τις κοροϊδίες. Στο τέλος όμως δε μπόρεσε να κρατηθεί και είχε το θράσος να κάνει στη Ντουνιά ανοιχτά ανήθικες προτάσεις, δίνοντας της του κόσμου τις υποσχέσεις, πως θα την ανταμείψει και, κυρίως, πως θα τα παρατήσει όλα και θα φύγει μαζί της σ' ένα άλλο χτήμα του ή και στο εξωτερικό. Μπορείς να φανταστείς το τί τράβηξε η Ντουνιά! Να παρατήσει αμέσως τη θέση της, δεν ήτανε δυνατόν, όχι μονάχα για το χρέος, αλλά και γιατί δεν ήθελε να λυπήσει τη Μάρθα Πετρόβνα, που θα μπορούσε ξαφνικά να υποψιαστεί, οπότε θα γίνονταν μαλλιά κουβάρια μες στο σπίτι. Εξ άλλου, θα ξέσπαγε σε βάρος της Ντουνιάς μεγάλο σκάνδαλο - δε μπορεί ποτέ να πέρναγε ανώδυνα αυτό το πράγμα. On the other hand, a big scandal would break out against Dounia - she could never have gone through this thing painlessly.

"Για διάφορους λόγους η Ντουνιά δε μπορούσε να φύγει απ' αυτό το απαίσιο σπίτι, προτού περάσουν έξη βδομάδες, το λιγότερο. Ξέρεις, βέβαια, την αδερφή σου, ξέρεις πόσο φρόνιμη είναι και τι σταθερό χαρακτήρα έχει. Η Ντουνιά μπορεί να υποφέρει πολλά κι έχει αρκετό θάρρος, για να μη λυγίσει, ακόμα και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις. Απέφυγε μάλιστα να μου τα γράψει όλα αυτά, για να μη με στενοχωρήσει, αν και αλληλογραφούσαμε συχνά. Η Μάρθα Πετρόβνα έπιασε κατά τύχη τον άντρα της στον κήπο, σε μια στιγμή που αυτός ικέτευε τη Ντουνιά, αλλά παρανόησε τα πράγματα και κατηγόρησε τη Ντουνιά, με την υποψία ότι αυτή ήτανε η αιτία όλων. Έγινε τότε εκεί, στον κήπο, μια τρομερή σκηνή. Η Μάρθα Πετρόβνα δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε κι έφτασε ως το σημείο να χτυπήσει τη Ντουνιά, την έβριζε μια ώρα ολόκληρη και στο τέλος διέταξε να τη στείλουνε στην πόλη, στο σπίτι μας, μέσα σ' ένα χωριάτικο κάρο, όπου είχαν πετάξει όλα της τα πράματα, ρούχα, εσώρουχα, ανακατωμένα, δίχως να τα ταχτοποιήσουν κάπου.