4. V. Σπαραγμός στο σαλόνι
Όμως στο σαλόνι η κουβέντα είχε τελειώσει πια. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ήταν πολύ ταραγμένη, αν και είχε ύφος αποφασιστικό. Τη στιγμή που μπήκε ο Αλιόσα και η κυρία Χοχλάκοβα, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σηκωνότανε να φύγει. Το πρόσωπό του ήταν κάπως χλωμό κι ο Αλιόσα τον κοίταξε ανήσυχος. Και τούτο γιατί εδώ πέρα ο Αλιόσα θα ξεκαθάριζε μιαν αμφιβολία του, ένα αίνιγμα που τον ανησυχούσε, που τον βασάνιζε εδώ και κάμποσον καιρό. Εδώ κι ένα μήνα τώρα του είχαν πει από πολλές μεριές πως ο αδερφός του ο Ιβάν αγαπάει την Κατερίνα Ιβάνοβνα και, το σπουδαιότερο, πως πραγματικά έχει σκοπό να του τη «βουτήξει» του Μίτκα. ως την τελευταία στιγμή αυτή η σκέψη του φαινόταν κάτι τερατώδες, που ωστόσο τον ανησυχούσε πολύ. Αγαπούσε και τους δυο αδερφούς του και φοβότανε μια τέτοια αντιζηλία ανάμεσά τους. Όμως ο ίδιος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς του 'χε πει καθαρά χτες πως είναι ευχαριστημένος που 'χει αντίζηλο τον Ιβάν και πως αυτό θα τον βοηθήσει (τον Ντιμήτρι) σε πολλά πράγματα. Σε τι λοιπόν θα τον βοηθήσει; Να παντρευτεί την Γκρούσενκα; Όμως αυτό το θεωρούσε ο Αλιόσα σαν μια πράξη έσχατης απελπισίας. Εξάλλου ο Αλιόσα πίστευε ως τα χτες το βράδυ πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα αγαπάει επίμονα και μέχρι πάθους τον αδερφό του τον Ντιμήτρι. Όμως αυτό το πίστευε μονάχα ως χτες το βράδυ. Σα να μην έφταναν αυτά, του φαινόταν συνεχώς, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πως αυτή δεν μπορούσε ν' αγαπάει έναν άνθρωπο σαν τον Ιβάν, μα αγαπάει τον αδερφό του τον Ντιμήτρι, έτσι ακριβώς όπως είναι, ακριβώς επειδή είναι ό,τι είναι, παρ' όλο που μια τέτοια αγάπη ήταν αφύσικη. Όμως χτες, όταν έγινε η σκηνή με την Γκρούσενκα, κάτι άλλο του πέρασε από το μυαλό.
Η λέξη «σπαραγμός», που μόλις πριν από λίγο είχε προφέρει η κυρία Χοχλάκοβα τον έκανε σχεδόν ν' αναπηδήσει γιατί εκείνη ακριβώς τη νύχτα, καθώς μισοξύπνησε την αυγή, πρόφερε κι αυτός ξαφνικά απαντώντας, καθώς φαίνεται, στ' όνειρό του: «σπαραγμός, σπαραγμός»! Όλη τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο του τη χτεσινή σκηνή, που έγινε στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνα. Τώρα η αναπάντεχη και θετική διαβεβαίωση της κυρίας Χοχλάκοβα πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα αγαπάει τον Ιβάν και πως μονάχη της, επίτηδες, για κάποιο λόγο, «σπαράζει» και ξεσκίζει την καρδιά της, ξεγελάει τον εαυτό της, βασανίζεται νομίζοντας πως τάχα αγαπάει τον Ντιμήτρι ενώ στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται γι' αυτόν τίποτα άλλο από ευγνωμοσύνη, έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα:
«Ίσως ακριβώς σ' αυτά τα λόγια να βρίσκεται η αλήθεια!»
Μα σε μια τέτοια περίπτωση ποια είναι η θέση του Ιβάν; O Αλιόσα ένιωθε ενστιχτώδικα πως ένας χαρακτήρας σαν της Κατερίνας Ιβάνοβνα έχει ανάγκη να εξουσιάζει κάποιον και θα μπορούσε να εξουσιάζει μονάχα έναν άνθρωπο σαν τον Ντιμήτρι κι όχι σαν τον Ιβάν. Γιατί μονάχα ο Ντιμήτρι θα μπορούσε (έστω και ύστερα από πολύ καιρό) να υποταχτεί στη θέλησή της «για την ίδια την ευτυχία του» (πράγμα που θα το ευχότανε μάλιστα ο Αλιόσα), μα ο Ιβάν όχι, ο Ιβάν δε θα υποταζόταν ποτέ σ' αυτήν, μα και η υποταγή τούτη δε θα του 'φερνε την ευτυχία. Έτσι νόμιζε ο Αλιόσα πως είναι ο Ιβάν. Όλες αυτές οι αμφιβολίες και οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του τη στιγμή που έμπαινε στο σαλόνι. Σκέφτηκε και κάτι άλλο ακόμα:
«Κι αν δεν αγαπάει κανέναν, ούτε τον έναν ούτε τον άλλον;»
Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως ο Αλιόσα ντρεπόταν κατά κάποιο τρόπο γι' αυτές τις σκέψεις του και μεμφόταν τον εαυτό του όταν τύχαινε και του περνούσαν από το μυαλό αυτόν τον τελευταίο μήνα.
«Τι καταλαβαίνω εγώ από έρωτα και γυναίκες και πώς μπορώ να βγάζω τέτοια συμπεράσματα;» έλεγε στον εαυτό του ύστερα από κάθε τέτοια σκέψη ή υπόθεση. Μα παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να μην τα σκέφτεται. Καταλάβαινε ενστιχτώδικα πως τώρα τούτη η αντιζηλία των δυο αδερφών του θα 'χει μεγάλη επίδραση στη μοίρα τους, πως είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό που από αυτό εξαρτιόνται πολλά πράματα. «Η μια οχιά θα φάει την άλλη» είχε πει χτες ο Ιβάν όταν μιλούσε νευριασμένος για τον πατέρα και τον Ντιμήτρι. Θα πει λοιπόν πως τον Ντιμήτρι τον θεωρεί οχιά και ίσως αυτό να συμβαίνει από πολύν καιρό πια. Μήπως απ' τον καιρό που ο Ιβάν γνώρισε την Κατερίνα Ιβάνοβνα; Βέβαια, τούτα τα λόγια του ξέφυγαν του Ιβάν και τα είπε χωρίς να το θέλει, γι' αυτό ακριβώς είχαν μεγαλύτερη σημασία. Αν είναι έτσι, τότε τι ομόνοια θα μπορούσε να υπάρξει; Μήπως τάχα δεν είναι αυτό μια καινούργια αφορμή εχθρότητας και μίσους μέσα στην οικογένειά τους; Και, το σπουδαιότερο, ποιον απ' όλους πρέπει να λυπηθεί αυτός ο Αλιόσα; Τι πρέπει να ευχηθεί για τον καθένα τους; Τους αγαπάει και τους δυο, μα τι να ευχηθεί στον καθένα τους μέσα σ' αυτές τις τρομερές αντιφάσεις; Μέσα σ' αυτόν τον λαβύρινθο θα μπορούσε κανείς να χαθεί εντελώς, και η καρδιά του Αλιόσα δεν μπορούσε να υποφέρει την αβεβαιότητα, γιατί η αγάπη του ήταν πάντα ενεργητική. Δεν μπορούσε ν' αγαπάει παθητικά. Μόλις αγαπούσε, άρχιζε αμέσως και να βοηθάει. Μα γι' αυτό θα 'πρεπε να βάλει ένα σκοπό, θα 'πρεπε να ξέρει θετικά τι είναι καλό και χρήσιμο για τον καθένα τους και, όταν πια θα 'ταν σίγουρος πως ο σκοπός του ήταν σωστός, ν' αρχίσει να τους βοηθάει. Μα αντί για ξεκαθαρισμένο σκοπό όλα ήταν μπερδεμένα και θολά. «Σπαραγμός», μόλις τώρα την προφέρανε τούτη τη λέξη! Μα τι μπορούσε να καταλάβει αυτός ακόμα και σε τούτον το σπαραγμό; Ακόμα και την πρώτη λέξη σ' όλο αυτό το μπέρδεμα δεν την καταλάβαινε!
Βλέποντας τον Αλιόσα, η Κατερίνα Ιβάνοβνα είπε γρήγορα και χαρούμενα στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χε κιόλας σηκωθεί να φύγει:
— Ένα λεπτό! Μείνετε ένα λεπτό ακόμα. Θέλω ν' ακούσω τη γνώμη αυτού του ανθρώπου που του 'χω απόλυτη εμπιστοσύνη. Κατερίνα Οσίποβνα, μη φεύγετε ούτε εσείς, πρόσθεσε γυρίζοντας στην κυρία Χοχλάκοβα.
Έβαλε τον Αλιόσα να καθίσει κοντά της— η κυρία Χοχλάκοβα έκατσε απέναντί του, δίπλα στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Εδώ είστε όλοι οι φίλοι μου, άλλον δεν έχω στον κόσμο καλοί μου φίλοι, άρχισε με ζέση και στη φωνή της τρέμανε ειλικρινά δάκρυα πόνου.
O Αλιόσα ένιωσε στη στιγμή πως η καρδιά του στράφηκε με το μέρος της.
— Εσείς, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, εσείς ήσασταν χτες μάρτυρας εκείνης της... φρίκης και είδατε πώς φέρθηκα εγώ. Σεις δεν το είδατε αυτό, Ιβάν Φιοντόροβιτς, μα αυτός το είδε. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε για μένα χτες, ξέρω όμως ένα μονάχα, πως αν γινόταν σήμερα, τούτη τη στιγμή, αυτό που 'γινε χτες, εγώ θα 'νιωθα τα ίδια πράγματα, θα 'λεγα τα ίδια λόγια και θα 'κανα τις ίδιες χειρονομίες. Τις θυμάστε τις χειρονομίες μου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς— σεις ο ίδιος με συγκρατήσατε σε μιαν απ' αυτές... (Λέγοντάς τα αυτά κοκκίνισε και τα μάτια της λάμψανε). Σας το λέω καθαρά, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πως δεν μπορώ να τα υποφέρω αυτά. Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, εγώ δεν ξέρω καλά καλά αν τον αγαπώ τώρα εκείνον. Άρχισα να τον λυπάμαι, αυτό είναι κακό σημάδι όταν πρόκειται για έρωτα. Αν τον αγαπούσα, αν εξακολουθούσα να τον αγαπώ, τότε ίσως να μην τον λυπόμουνα τώρα, μα απεναντίας να τον μισούσα...
Η φωνή της άρχισε να τρέμει και τα ματόκλαδά της νοτίσανε. Η καρδιά του Αλιόσα ανατρίχιασε: «Αυτή η κοπέλα λέει την αλήθεια και είναι ειλικρινής», σκέφτηκε, «και... και δεν αγαπάει πια τον Ντιμήτρι!»
— Έτσι, έτσι είναι! αναφώνησε η κυρία Χοχλάκοβα.
— Σταθείτε, καλή μου Κατερίνα Οσίποβνα, δεν είπα ακόμα το σπουδαιότερο, δεν είπα την απόφαση που πήρα τούτη τη νύχτα. Νιώθω πως ίσως η απόφασή μου να είναι τρομερή για μένα, μα προαισθάνομαι πως τίποτα δε θα με κάνει ν' αλλάξω γνώμη, τίποτα. Και θα μείνω σ' αυτό πιστή σ' όλη μου τη ζωή. Έτσι θα γίνει. O καλός, ο αγαθός, ο πιστός και μεγαλόψυχος σύμβουλός μου, ο τόσο βαθύς γνώστης της ανθρώπινης καρδιάς, ο μοναδικός μου φίλος, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, επιδοκιμάζει την απόφασή μου και την επαινεί... Αυτός ξέρει τι αποφάσισα.
— Ναι, την επιδοκιμάζω, πρόφερε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς με σιγανή και σταθερή φωνή.
— Μα θέλω κι ο Αλιόσα... αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, με συγχωρείτε που σας είπα σκέτα Αλιόσα, θέλω τώρα να μου πει κι ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς μπροστά στους δυο μου φίλους αν έχω δίκιο ή όχι. Έχω ένα ενστιχτώδικο προαίσθημα πως εσείς, Αλιόσα καλούλη μου, αδερφέ μου (γιατί είστε στ' αλήθεια αδερφός μου) — είπε αυτή ενθουσιασμένα πιάνοντας το κρύο του χέρι με το δικό της που έκαιγε—, προαισθάνομαι πως η απόφασή σας, η επιδοκιμασία σας, παρ' όλα μου τα βάσανα, θα μου δώσει την ησυχία, γιατί όταν εσείς θα μιλήσετε θα ηρεμήσω και θα υποταχτώ, αυτό το προαισθάνομαι!
— Δεν ξέρω τι θα με ρωτήσετε, είπε ο Αλιόσα κοκκινίζοντας, ξέρω μονάχα πως σας αγαπώ και θέλω τούτη τη στιγμή την ευτυχία σας περισσότερο απ' την δική μου!... Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα απ' αυτά,... βιάστηκε να προσθέσει άγνωστο γιατί.
— Σ' αυτές τις υποθέσεις, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σ' αυτές τις υποθέσεις, το σπουδαιότερο είναι τώρα η τιμή και το καθήκον και κάτι άλλο που δεν το ξέρω μα που είναι κάτι ανώτερο, ίσως ανώτερο κι από το καθήκον. Η καρδιά μου μιλάει γι' αυτό το αναπότρεπτο συναίσθημα που μ' έχει κυριέψει και δεν μπορώ να του αντισταθώ. Η απόφασή μου είναι πολύ σύντομη, δυο λόγια έχω να πω μονάχα: κι αν ακόμα εκείνος παντρευτεί εκείνο το... υποκείμενο (άρχισε να λέει επίσημα), που ποτέ, ποτέ δε θα τη συγχωρέσω, και τότε ακόμα δε θα τον εγκαταλείψω! Από δω και πέρα ποτέ, ποτέ πια δεν θα τον αφήσω! πρόφερε με κάποιον σπαραχτικό, βασανισμένο ενθουσιασμό. Δεν πρόκειται δηλαδή να τον παίρνω από πίσω, να βρίσκομαι κάθε στιγμή μπροστά του και να τον βασανίζω. Ω, όχι, θα πάω σ' άλλη πολιτεία, όπου θέλετε θα πάω, μα σ' όλη μου τη ζωή, σ' όλη μου τη ζωή θα τον παρακολουθώ ακούραστα. Κι όταν εκείνος θα γίνει δυστυχισμένος με την άλλη, κι αυτό θα γίνει σύντομα και σίγουρα, τότε ας έρθει σε μένα και θα βρει έναν φίλο, μιαν αδερφή... Μονάχα αδερφή φυσικά κι έτσι θα μείνω για πάντα· μα αυτός θα πειστεί επιτέλους πως αυτή η αδερφή είναι πραγματικά αδερφή του, που τον αγαπάει και που θυσίασε όλη της τη ζωή για χάρη του.
Θα καταφέρω στο τέλος να με νιώσει και να μου τα λέει όλα, χωρίς να ντρέπεται! ξεφώνισε με παραφορά. Θα γίνω ο Θεός του και θα προσεύχεται σε μένα κι αυτό είναι το ελάχιστο που θα μου χρωστάει για την απιστία του και για όλα εκείνα που υπέφερα χτες εξαιτίας του. Κι ας βλέπει σ' όλη του τη ζωή πως εγώ, όσο ζω, θα του είμαι πιστή και θα κρατήσω το λόγο που του 'δωσα, παρ' όλο που αυτός στάθηκε άπιστος και με πρόδωσε. Θα είμαι... Θα γίνω το μέσο για την ευτυχία του (ή όπως αλλιώς το λένε αυτό), θα γίνω το εργαλείο, η μηχανή για την ευτυχία του κι αυτό για όλη μου τη ζωή, για όλη μου τη ζωή. Κι αυτός να το βλέπει σ' όλη του τη ζωή! Νά όλη κι όλη η απόφασή μου! O Ιβάν Φιοντόροβιτς με επιδοκιμάζει απόλυτα.
Πνιγόταν. Ίσως να 'θελε να εκφράσει τη σκέψη της πολύ πιο αξιόπρεπα, πιο φυσικά και με περισσότερη τέχνη, μα έτσι που βιάστηκε όλα έγιναν πιο ωμά. Πολλά ειπώθηκαν από νεανική ανωριμότητα, πολλά είχαν την αιτία τους στο χτεσινό ερεθισμό κι άλλα τα είπε από ανάγκη να περηφανευτεί. Αυτό το κατάλαβε και η ίδια. Το πρόσωπό της ξαφνικά σκυθρώπιασε, τα μάτια της έδειξαν πως δεν ήταν καλά. O Αλιόσα τα 'νιωσε αμέσως όλα αυτά κι αισθάνθηκε οίκτο. Τότε μίλησε ο αδερφός του Ιβάν.
— Είπα μονάχα τη γνώμη μου, είπε αυτός. Κάθε άλλη θα το 'κανε αυτό με σπαραγμό καρδιάς, πιέζοντας τον εαυτό της, βασανίζοντας τον εαυτό της, μα εσείς όχι. Κάθε άλλη θα 'χε άδικο μα εσείς έχετε δίκιο. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το αποδείξω αυτό μα βλέπω πως εσείς είστε εντελώς ειλικρινής και γι' αυτό έχετε δίκιο...
— Όμως αυτό συμβαίνει μονάχα τούτη τη στιγμή... και τι είναι τούτη η στιγμή; Μονάχα η χτεσινή προσβολή, νά τι είναι τούτη η στιγμή! δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί η κυρία Χοχλάκοβα που, καθώς φαίνεται, δεν ήθελε ν' ανακατευτεί μα δεν τα κατάφερε να σωπάσει και είπε την αληθινή της σκέψη.
— Σωστά, σωστά, διέκοψε ο Ιβάν με κάποια ζέση και κάπως θυμωμένος γιατί τον διακόψανε. Σωστά. Μα αν ήταν άλλη στη θέση της, θα 'παιρνε τούτη την απόφαση για μια στιγμή μονάχα, επειδή θα θυμόταν τη χτεσινή προσβολή, μα ο χαρακτήρας της Κατερίνας Ιβάνοβνα είναι τέτοιος που τούτη η στιγμή θα κρατήσει όλη της τη ζωή. Αυτό που για τους άλλους δεν είναι παρά μια υπόσχεση, γι' αυτήν είναι αιώνιο, καταθλιπτικό, ζοφερό ίσως, μα διαρκές καθήκον. Και όλη της η ζωή θα τρέφεται με την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος! Η ζωή σας, Κατερίνα Ιβάνοβνα, θα κυλήσει τώρα μέσα στη βασανιστική ενατένιση των αισθημάτων σας, του ηρωισμού σας και της θλίψης σας, μα στο τέλος το βάσανο αυτό θα μαλακώσει και η ζωή σας θα μεταβληθεί πια σε γλυκιά ενατένιση της μια για πάντα εκπληρωμένης σταθερής και περήφανης απόφασής σας. Γιατί, πραγματικά, στο είδος της αυτή η ενατένιση είναι περήφανη ή τουλάχιστον απελπισμένη, μα κυριαρχημένη από σας- κι αυτή η ενατένιση θα σας δώσει τελικά την πληρέστερη ικανοποίηση και θα σας συμφιλιώσει μ' όλα τ' άλλα...
Αυτά τα είπε με κάποια φανερή κακία και με κάποια σκόπιμη οργή, ίσως μάλιστα δίχως να θέλει και να κρύψει την πρόθεσή του πως μιλάει επίτηδες έτσι ειρωνικά.
— Ω, Θεέ μου, πόσο όλα αυτά δεν είναι έτσι, αναφώνησε και πάλι η κυρία Χοχλάκοβα.
— Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πέστε και σεις, λοιπόν, τη γνώμη σας! Πρέπει οπωσδήποτε να μάθω τι σκέφτεστε! φώναξε η Κατερίνα Ιβάνοβνα και ξαφνικά ξέσπασε σε κλάματα. O Αλιόσα σηκώθηκε από το ντιβάνι.
— Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα, συνέχισε αυτή κλαίγοντας. Είναι από την ταραχή, απ' τη σημερινή νύχτα, μα κοντά σε δυο τέτοιους φίλους, όπως εσείς κι ο αδερφός σας, αισθάνομαι ακόμα δυνατό τον εαυτό μου... γιατί ξέρω πως... και οι δυό σας ποτέ δε θα μ' εγκαταλείψετε.
— Δυστυχώς, εγώ αύριο κιόλας ίσως αναγκαστώ να φύγω για τη Μόσχα και να σας αφήσω για πολύ καιρό... Κι αυτό δυστυχώς είναι αδύνατο να μη γίνει... Είπε ξαφνικά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Αύριο θα φύγετε για τη Μόσχα; είπε η Κατερίνα Ιβάνοβνα και το πρόσωπό της αλλοιώθηκε μονομιάς, μα... μα, Θεέ μου, τι ευτυχισμένη σύμπτωση! ξεφώνισε και η φωνή της είχε γίνει στη στιγμή εντελώς αλλιώτικη χωρίς να μείνει ούτε ίχνος από δάκρια στο πρόσωπό της. Αυτή η αστραπιαία αλλαγή κατέπληξε τον Αλιόσα. Η κοπέλα που 'κλαιγε τώρα μόλις, σπαράζοντας για την προσβολή που της κάνανε, έδωσε τη θέση της σε μια γυναίκα που κυριαρχούσε εντελώς στον εαυτό της και ήταν για κάποια αιτία πολύ ευχαριστημένη, λες και ξάφνου κάτι την χαροποίησε.
— Ω, δεν είμαι ευτυχισμένη που θα σας χάσω, φυσικά, είπε αυτή σάμπως να 'θελε να δικαιολογηθεί μ' ένα θελκτικό χαμόγελο κοσμικής γυναίκας· ένας φίλος σαν και σας δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Απεναντίας, είμαι πολύ δυστυχισμένη που θα σας στερηθώ.
Πλησίασε ξαφνικά τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και πιάνοντας τα δυο του χέρια τα 'σφιξε εγκάρδια.
— Μα νά τι με κάνει ευτυχισμένη: Πως τώρα θα μπορέσετε σεις ο ίδιος προσωπικά να ιστορήσετε στη Μόσχα, στη θεία μου και στην Αγάθια, όλη την κατάστασή μου, όλη την τρομερή μου θέση. Θα πείτε όλη την αλήθεια στην Αγάθια, μα στη θεία μου θα τα πείτε με τρόπο, έτσι όπως εσείς ξέρετε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δυστυχισμένη ήμουνα χτες και σήμερα το πρωί, γιατί δεν ήξερα πώς θα τους έγραφα τούτο το φοβερό γράμμα... γιατί στο γράμμα με κανέναν τρόπο δεν μπορείς να τα ιστορήσεις όλα αυτά... Μα τώρα θα μου είναι εύκολο να τα γράψω γιατί θα είστε και σεις εκεί πέρα και θα τους τα εξηγήσετε. Ω, πόσο είμαι χαρούμενη! Μα μονάχα γι' αυτόν τον λόγο είμαι χαρούμενη, πιστέψτε με. Φυσικά εσείς είστε αναντικατάστατος για μένα... Τρέχω τώρα αμέσως να γράψω το γράμμα, κατέληξε ξαφνικά κι έκανε μάλιστα ένα βήμα για να βγει απ' το δωμάτιο.
— Κι ο Αλιόσα; Και η γνώμη του Αλεξέι Φιοντόροβιτς, που τόσο πολύ θέλατε ν' ακούσετε; φώναξε η κυρία Χοχλάκοβα.
Τα λόγια της αντήχησαν κάπως θυμωμένα και φαρμακερά.
— Δεν το ξέχασα, κοντοστάθηκε ξάφνου η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Μα γιατί φέρεστε τόσο εχθρικά μαζί μου, Κατερίνα Οσίποβνα, σε μια τέτοια στιγμή; πρόφερε με πικρό και φλογερό παράπονο. Αυτό που είπα το ξαναβεβαιώνω. Η γνώμη του μου είναι απαραίτητη κι όχι μονάχα αυτό: χρειάζομαι την απόφασή του. Αυτό που θα πει, εκείνο και θα γίνει. Νά ως ποιο σημείο έχω ανάγκη τα λόγια σας, Αλεξέι Φιοντόροβιτς... Μα τι έχετε;
— Ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, δεν το χωράει ο νους μου αυτό, ξεφώνισε άξαφνα ο Αλιόσα με πίκρα.
— Τι, τι λοιπόν;
— Αυτός πάει στη Μόσχα κι εσείς φωνάξατε πως είστε χαρούμενη, επίτηδες το φωνάξατε! Και ύστερα αρχίσατε αμέσως να εξηγείτε πως δε χαίρεστε γι' αυτό μα πως απεναντίας λυπάστε που... χάνετε έναν φίλο, μα κι αυτό επίτηδες το υποκριθήκατε... παίζατε θέατρο, κωμωδία παίζατε!...
— Θέατρο; Πώς;... Τι σημαίνει αυτό; ξεφώνισε η Κατερίνα Ιβάνοβνα κατάπληκτη, κοκκινίζοντας και σμίγοντας τα φρύδια της.
— Μα όσο κι αν τον βεβαιώνετε πως λυπάστε γιατί χάνετε έναν φίλο, του λέτε όμως καταπρόσωπο πως είστε ευτυχισμένη που φεύγει... πρόφερε ασθμαίνοντας πια ο Αλιόσα.
Στεκόταν δίπλα στο τραπέζι και δεν έλεγε να κάτσει.
— Τι θέλετε να πείτε, δεν καταλαβαίνω...
— Μα ούτε κι ο ίδιος ξέρω... Έγινε κάτι ξαφνικό... σάμπως να φωτίστηκα αναπάντεχα... Ξέρω πως δεν κάνω καλά που τα λέω, όμως παρ' όλα αυτά θα τα πω, εξακολούθησε ο Αλιόσα με την ίδια τρεμάμενη φωνή που κοβόταν κάθε τόσο. Θέλω να πω τούτο: Πως ίσως εσείς να μην αγαπάτε καθόλου τον αδερφό μου τον Ντιμήτρι, ίσως ποτέ να μην τον αγαπήσατε... Μα κι ο Ντιμήτρι ίσως να μη σας αγαπάει καθόλου... κι αυτός ποτέ του... μονάχα σας σέβεται... Μα την αλήθεια, δεν ξέρω πώς τολμάω και τα λέω τώρα όλα αυτά, μα κάποιος πρέπει επιτέλους να πει την αλήθεια... γιατί κανένας εδώ πέρα δε θέλει να πει την αλήθεια.
— Ποια αλήθεια; ξεφώνισε η Κατερίνα Ιβάνοβνα και η φωνή της είχε κάποιον υστερικό τόνο.
— Νά ποια, ψιθύρισε ο Αλιόσα σα να πηδούσε στο κενό. Φωνάξτε τώρα τον Ντιμήτρι, εγώ θα τον βρω, κι ας έρθει εδώ κι ας σας πάρει απ' το χέρι. Ύστερα ας πάρει απ' το χέρι τον Ιβάν κι ας ενώσει τα χέρια σας. Γιατί σεις βασανίζετε τον Ιβάν μόνο και μόνο γιατί τον αγαπάτε... Και τον βασανίζετε γιατί πιέζετε τον εαυτό σας ν' αγαπήσετε τον Ντιμήτρι... μα αυτό είναι ψέμα... πασχίζετε να πείσετε τον εαυτό σας...
O Αλιόσα άφησε ατέλειωτη τη φράση και σώπασε.
— Είστε... είστε... είστε... ένας μικρός παλαβός, νά τι είστε! φώναξε η Κατερίνα Ιβάνοβνα.
Το πρόσωπό της είχε χλομιάσει και τα χείλη της είχαν παραμορφωθεί από θυμό. O Ιβάν Φιοντόροβιτς έβαλε ξαφνικά τα γέλια και σηκώθηκε απ' τη θέση του. Κρατούσε το καπέλο του στο χέρι.
— Έκανες λάθος, καλέ μου Αλιόσα, είπε και το πρόσωπό του πήρε μιαν έκφραση που ως τα τώρα δεν είχε δει ποτέ του ο Αλιόσα.
Είχε μιαν έκφραση κάποιας νεανικής ειλικρίνειας κι ενός δυνατού, ασυγκράτητου κι ανεπιτήδευτου συναισθήματος.
— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα ποτέ δεν μ' αγαπούσε! Όλον τον καιρό το 'ξερε πως την αγαπώ, αν και ποτέ δεν της είπα λέξη για την αγάπη μου. Το 'ξερε μα δε μ' αγαπούσε. Ούτε και φίλος της ήμουν ποτέ, ούτε και για μια μέρα: αυτή η περήφανη γυναίκα δεν είχε ανάγκη τη φιλία μου. Με κρατούσε κοντά της για να εκδικείται στο πρόσωπό μου όλες τις προσβολές που της επέβαλε ο Ντιμήτρι, προσβολές που αρχίσανε απ' την πρώτη τους κιόλας συνάντηση... Γιατί και η πρώτη πρώτη τους συνάντηση έμεινε στην καρδιά της σαν μια προσβολή. Νά τι καρδιά έχει! Όλον αυτόν τον καιρό δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να την ακούω να μου μιλάει για τον έρωτα που νιώθει για κείνον. Τώρα φεύγω, μα πρέπει να ξέρετε, Κατερίνα Ιβάνοβνα, πως πραγματικά μονάχα εκείνον αγαπάτε κι όσο περισσότερο σας προσβάλλει, τόσο και πιο πολύ τον αγαπάτε. Αυτός είναι ο σπαραγμός σας. Τον αγαπάτε έτσι ακριβώς όπως είναι, τον αγαπάτε για τις προσβολές του. Αν διορθωνότανε, θα τον παρατούσατε αμέσως και θα παύατε εντελώς να τον αγαπάτε. Μα τον χρειάζεστε για να βλέπετε συνεχώς μπροστά σας τον ηρωισμό της πιστής αφοσίωσής σας και να τον κατηγορείτε για την απιστία του. Κι όλα αυτά απ' την περηφάνεια σας... Ω, έχετε ταπεινωθεί πολύ κι έχετε εξευτελιστεί, μα όλα αυτά γίνανε από περηφάνεια... Εγώ είμαι υπερβολικά νέος και σας αγαπούσα υπερβολικά. Το ξέρω πως αυτό δε θα 'πρεπε να σας το πω, θα 'ταν πολύ πιο αξιοπρεπές να σας αφήσω. Δε θα 'ταν και τόσο προσβλητικό για σας. Μα τώρα φεύγω και πάω μακριά και ποτέ δεν θα ξαναγυρίσω. Για πάντα φεύγω... Δε θέλω να μείνω μ' έναν άνθρωπο που σπαράζει... Άλλωστε, δεν ξέρω να μιλάω. Τα είπα όλα πια... Αντίο, Κατερίνα Ιβάνοβνα. Δεν πρέπει να θυμώνετε μαζί μου, γιατί εγώ είμαι εκατό φορές πιο τιμωρημένος από σας. Τιμωρημένος και μόνο γιατί δε θα σας ξαναδώ ποτέ πια. Αντίο. Δε θέλω να σφίξω το χέρι σας. Με βασανίζατε πολύ συνειδητά, τόσο που δεν μπορώ να σας συγχωρέσω αυτή την ώρα. Αργότερα ναι, μα τώρα όχι, δεν το θέλω το χέρι σας.
Den Dank, Dame, hegehr ich nicht.
(Δεν επιζητώ, κυρία μου, το ευχαριστώ σας),
πρόσθεσε μ' ένα σαρκαστικό χαμόγελο, αποδείχνοντας ταυτόχρονα πως κι αυτός μπορούσε να διαβάζει και να μαθαίνει απέξω τον Σίλερ, πράγμα που ως τα τότε δε θα το πίστευε ο Αλιόσα. Βγήκε απ' το δωμάτιο χωρίς καν ν' αποχαιρετήσει την οικοδέσποινα, την κυρία Χοχλάκοβα. O Αλιόσα έσμιξε τα χέρια του.
— Ιβάν, φώναξε σαν να τα 'χε χαμένα. Γύρισε πίσω, Ιβάν! Όχι, όχι, τώρα πια ποτέ δε θα γυρίσει, ξεφώνισε πάλι με πίκρα, και για όλα αυτά φταίω εγώ, εγώ άρχισα! O Ιβάν μίλησε με κακία. Δεν ήταν σωστά αυτά που είπε και δείχνανε κι ένα μίσος... Πρέπει να 'ρθει πάλι εδώ πέρα, να γυρίσει, να γυρίσει, ξεφώνιζε ο Αλιόσα σαν μισοπάλαβος.
Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έφυγε ξαφνικά και πήγε στο άλλο δωμάτιο.
— Καθόλου δε φταίτε εσείς— φερθήκατε υπέροχα· σαν άγγελος φερθήκατε, ψιθύρισε γρήγορα και μ' ενθουσιασμό στον Αλιόσα η κυρία Χοχλάκοβα. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να μη φύγει ο Ιβάν Φιοντόροβιτς...
Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά προς μεγάλη θλίψη του Αλιόσα. Μα η Κατερίνα Ιβάνοβνα γύρισε αμέσως. Κρατούσε στα χέρια της δυο χαρτονομίσματα των εκατό ρουβλίων.
— Θέλω να σας παρακαλέσω να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, άρχισε γυρίζοντας κατευθείαν στον Αλιόσα με μια φωνή φαινομενικά ήρεμη κι άχρωμη, λες και στ' αλήθεια δεν είχε συμβεί τίποτα πριν από λίγο. Εδώ και μια βδομάδα, —ναι, μια βδομάδα, νομίζω— ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς φέρθηκε πολύ απερίσκεπτα, έκανε μια πράξη άδικη, αποτρόπαιη. Υπάρχει εδώ πέρα ένα κακόφημο μέρος, μια ταβέρνα. Εκεί συνάντησε εκείνον τον απόστρατο λοχαγό, που ο πατέρας σας τον χρησιμοποιούσε για κάτι δουλειές. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θύμωσε για κάποιο λόγο μ' αυτόν το λοχαγό, τον άρπαξε απ' τα γένια και μπροστά σ' όλο τον κόσμο τον έσυρε έξω στο δρόμο, σ' αυτή την ταπεινωτική κατάσταση, και κει εξακολουθούσε να τον σέρνει και λένε πως ένα παιδί, ο γιος αυτού του λοχαγού, που είναι μαθητής, παιδάκι ακόμα, βλέποντάς το αυτό έτρεχε δίπλα του κι έκλαιγε γοερά και παρακαλούσε ν' αφήσουν τον πατέρα του· παρακαλούσε τον κάθε διαβάτη να υπερασπίσει τον πατέρα του, μα όλοι γελούσανε μαζί του. Με συγχωρείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, όμως δεν μπορώ να μην αγαναχτήσω όταν θυμηθώ αυτό το αδιάντροπο φέρσιμό του... ένα φέρσιμο που μονάχα από έναν Ντιμήτρι Καραμάζοβ μπορεί να το περιμένει κανείς, κι αυτό πάνω στην οργή του... και στα πάθη του! Ούτε και να το διηγηθώ δεν μπορώ, δεν είμαι σε θέση... Χάνω τα λόγια μου. Ζήτησα πληροφορίες γι' αυτόν τον δυστυχισμένο κι έμαθα πως είναι πολύ φτωχός. Το επίθετό του είναι Σνεγκιριόβ. Έκανε κάποιο παράπτωμα στην υπηρεσία του και τον καθαιρέσανε, δεν ξέρω πώς γίνανε όλα αυτά, και τώρα αυτός και η οικογένειά του με τα δυστυχισμένα άρρωστα παιδιά του και τη γυναίκα του, που άκουσα πως είναι τρελή, πεινάει κυριολεκτικά. Ζει πολλά χρόνια πια σ' αυτή την πολιτεία, κάνει κάποια δουλειά, κάπου ήτανε γραφιάς, μα τώρα δεν τον πληρώνουν. Σκέφτηκα εσάς, θέλω να πω πως... δεν ξέρω, τα μπερδεύω, ήθελα με μια λέξη να σας παρακαλέσω, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, να πάτε σπίτι του, να βρείτε κάποια πρόφαση, να πάτε σπίτι του, δηλαδή σ' αυτού του λοχαγού —ω, Θεέ μου, πώς τα μπερδεύω!— και με τακτ, με προσοχή, ακριβώς όπως εσείς μονάχα ξέρετε να τα καταφέρνετε (ο Αλιόσα ξαφνικά κοκκίνισε) να μπορέσετε να του δώσετε αυτή την ενίσχυση, νά, αυτά τα διακόσια ρούβλια. Σίγουρα θα τα δεχτεί... δηλαδή πρέπει να τον πείσετε να τα δεχτεί... Ναι, μα για σταθείτε. Σημειώστε πως αυτό δεν είναι μια δωροδοκία για να μην κάνει την καταγγελία —γιατί νομίζω πως είχε σκοπό να κάνει μήνυση—, γίνεται μονάχα από συμπάθεια, γίνεται γιατί θέλω να τον βοηθήσω, εγώ, εγώ, η αρραβωνιαστικιά του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κι όχι αυτός ο ίδιος... Με δυο λόγια εσείς θα τα καταφέρετε... θα πήγαινα μονάχη μου μα εσείς θα τα καταφέρετε πολύ καλύτερα από μένα. Κάθεται στην οδό Οζερνάγια, στο σπίτι της Καλμίκοβα... Για όνομα του Θεού, κάντε μου αυτή τη χάρη, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, κάντε την και τώρα... τώρα είμαι κάπως... κουρασμένη. Χαίρετε...
Του γύρισε τόσο γρήγορα και ξαφνικά την πλάτη και μπήκε στο άλλο δωμάτιο, που ο Αλιόσα δεν πρόφτασε να πει λέξη· κι όμως, ήθελε κάτι να της έλεγε, ήθελε να ζητήσει συγνώμη, να πάρει όλο το φταίξιμο πάνω του, κάτι να 'λεγε τελοσπάντων, γιατί ένιωθε τόσο ξέχειλη την καρδιά του και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να φύγει έτσι. Μα η κυρία Χοχλάκοβα τον πήρε απ' το χέρι και τον οδήγησε έξω. Στο χωλάκι τον σταμάτησε και πάλι, όπως κι όταν πρωτομπήκε.
— Είναι περήφανη, παλεύει με τον εαυτό της, μα είναι καλή, υπέροχη, μεγαλόψυχη! αναφώνησε μισοψιθυρίζοντας η κυρία Χοχλάκοβα. Ω, πόσο την αγαπώ, ιδιαίτερα ορισμένες στιγμές και πόσο χαίρομαι και πάλι! Καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δεν το ξέρατε βέβαια, μάθετε λοιπόν πως όλες εμείς, (εγώ και οι δυο θείες της), όλες σας λέω, και η Lise ακόμα, παρακαλάμε και προσευχόμαστε να τα χαλάσει με τον αγαπητό σας Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, που δεν θέλει να την ξέρει και δεν την αγαπάει και να πάρει τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, αυτό το μορφωμένο και άξιο αυτόν νέο που την αγαπάει περισσότερο από το καθετί στον κόσμο. Ολόκληρη συνωμοσία σκαρώσαμε εδώ πέρα και ίσως αυτός να 'ναι ο λόγος που και γω δε φεύγω από τούτη την πολιτεία...
— Όμως αυτή έκλαψε και πάλι, πάλι προσβλήθηκε! ξεφώνισε ο Αλιόσα.
— Μην πιστεύετε στα δάκρια της γυναίκας, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, εγώ είμαι πάντοτε ενάντια στις γυναίκες σ' αυτές τις περιπτώσεις και πάντα υποστηρίζω τους άντρες.
— Μαμά, εσείς τον χαλάτε και τον καταστρέφετε, ακούστηκε η λεπτή φωνή της Lise πίσω από την πόρτα.
— Όχι, εγώ φταίω για όλα, εγώ είμαι η αιτία για όλα αυτά τα τρομερά πράγματα! έλεγε και ξανάλεγε απαρηγόρητος ο Αλιόσα σε μιαν έξαψη βασανιστικής ντροπής και υπόφερε για το φέρσιμό του, σκέπαζε μάλιστα το πρόσωπό του με τα χέρια.
— Απεναντίας. Σεις φερθήκατε σαν άγγελος, ναι, σαν άγγελος, αυτό μπορώ να το ξαναλέω χιλιάδες φορές.
— Μαμά, γιατί φέρθηκε σαν άγγελος; ακούστηκε και πάλι η φωνούλα της Lise.
— Μου 'ρθε ξαφνικά η σκέψη καθώς τα 'βλεπα όλα αυτά, εξακολούθησε ο Αλιόσα σαν να μην άκουσε τη Λίζα. Πως αυτή αγαπάει τον Ιβάν, κι έτσι είπα εκείνη την ανοησία... και τώρα τι θα γίνει;
— Μα με ποιον τι θα γίνει, τι θα γίνει; Με ποιον; ξεφώνισε η Lise. Μαμά, σίγουρα θέλετε να με σκοτώσετε. Σας ρωτάω και δε μου απαντάτε.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε τρέχοντας η καμαριέρα.
— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα είναι άσχημα, κλαίει... υστερική κρίση... χτυπιέται.
— Τι είναι; φώναξε η Lise με ταραγμένη τώρα φωνή. Μαμά εγώ θα πάθω κρίση κι όχι αυτή!
— Lise, για όνομα του Θεού, μη φωνάζεις, μη με σκοτώνεις. Είσαι ακόμα σε μιαν ηλικία που δεν επιτρέπεται να τα ξέρεις όλα όσα ξέρουν οι μεγάλοι, θα 'ρθω και θα στα πω όλα όσα είναι σωστό να μάθεις. Ω, Θεέ μου! Τρέχω, τρέχω... Υστερία, αυτό είναι καλό σημάδι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αυτό είναι υπέροχο, που της ήρθε κρίση. Έτσι χρειάζεται. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είμαι πάντα ενάντια στις γυναίκες, ενάντια σ' όλες αυτές τις υστερίες και τα γυναικεία δάκρυα. Γιούλια, τρέχα και πες πως έφτασα. Και πως αν έφυγε έτσι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς γι' αυτό φταίει η ίδια. Μα δε θα φύγει. Lise, για όνομα του Θεού, μη φωνάζεις! Α, ναι, δεν φωνάζεις εσύ, εγώ φωνάζω, συγχώρεσέ την τη μητέρα σου μα είμαι ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένη! Και το προσέξατε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τι νεαρός που φάνταζε πριν από λίγο ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, τη στιγμή που έβγαινε; Τα είπε όλα και βγήκε! Τον νόμιζα για σοφό, για ακαδημαϊκό και ξαφνικά φέρθηκε με τόση νεανική ορμή, με τόση ειλικρίνεια και απλότητα και ήταν όλα τόσο όμορφα, τόσο όμορφα, σαν να 'σασταν εσείς... Είπε κι εκείνο το γερμανικό στιχάκι, ακριβώς σαν και σας ήταν! Όμως τώρα τρέχω, τρέχω. Αλεξέι Φιοντόροβιτς, βιαστείτε να πάτε εκεί που σας έστειλε και γυρίστε το γρηγορότερο. Lise, μήπως θέλεις τίποτα; Για όνομα του Θεού μην καθυστερήσεις ούτε λεπτό τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, θα ξανάρθει αμέσως...
Η κυρία Χοχλάκοβα έτρεξε επιτέλους. O Αλιόσα, πριν φύγει, θέλησε ν' ανοίξει την πόρτα της Lise.
— Ποτέ! ξεφώνισε η Lise. Τώρα πια με κανέναν τρόπο δε θα ανοίξω! Μιλήστε μου, έτσι έξω απ' την πόρτα. Για ποιο λόγο μπήκατε στη χορεία των αγγέλων; Αυτό μονάχα θέλω να μάθω.
— Για μια τρομερή ανοησία, Lise! Χαίρετε.
— Σας απαγορεύω να φύγετε έτσι! ξεφώνισε η Lise.
— Lise, είμαι πολύ λυπημένος! Θα ξαναγυρίσω αμέσως, όμως είμαι πολύ, πολύ λυπημένος!
Και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.