X. Ο Τούριν στο Νάργκοθροντ (2)
Ο Τούριν πρόσεξε ότι η φιλία του Γκουίντορ απέναντί του είχε αρχίσει να ψυχραίνεται. Και απορούσε επίσης γιατί, ενώ στην αρχή έδειχνε να φεύγουν από πάνω του τα δεινά και η φρίκη της Άνγκμπαντ, τώρα έδειχνε να πέφτει ξανά σε έγνοιες και θλίψη. Και σκέφτηκε, μπορεί να τον θλίβει το γεγονός ότι εναντιώνομαι στις συμβουλές του και ότι επικράτησα. Μακάρι να μην ήταν έτσι. Γιατί αγαπούσε τον Γκουίντορ ως οδηγό και θεραπευτή του και πλημμύριζε από οίκτο γι' αυτόν. Όμως εκείνες τις μέρες η λάμψη της Φιντούιλας θάμπωσε κι αυτή, τα βήματά της ήταν αργά και το πρόσωπό της σοβαρό, και έγινε χλωμή και αδύνατη. Και ο Τούριν, βλέποντάς το αυτό, συμπέρανε ότι τα λόγια του Γκουίντορ είχαν ενσταλάξει το φόβο στην καρδιά της για το τι μπορεί να φέρει το μέλλον.
Στην πραγματικότητα η Φιντούιλας ήταν διχασμένη. Γιατί τιμούσε τον Γκουίντορ και τον λυπόταν και δεν ήθελε να προσθέσει ούτε ένα δάκρυ ακόμη στα δεινά του. Αλλά ενάντια στη θέλησή της η αγάπη της για τον Τούριν μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και σκεφτόταν τον Μπέρεν και τη Λούθιεν. Όμως ο Τούριν δεν ήταν σαν τον Μπέρεν! Δεν την περιφρονούσε και χαιρόταν με τη συντροφιά της, αλλά η Φιντούιλας ήξερε ότι δεν έχει μέσα του την αγάπη που ήθελε αυτή. Ο νους του και η καρδιά του ήταν αλλού, σε ποτάμια και ανοιξιάτικες μέρες στο μακρινό παρελθόν.
Τότε ο Τούριν μίλησε στη Φιντούιλας και είπε:
«Μην αφήνεις τα λόγια του Γκουίντορ να σε τρομάζουν. Υπέφερε στο σκοτάδι της Άνγκμπαντ. Και είναι δύσκολο για κάποιον τόσο γενναίο να είναι έτσι ανάπηρος και αργός αναγκαστικά. Χρειάζεται κάθε παρηγοριά και χρόνο για να θεραπευτεί».
«Το γνωρίζω καλά», του απάντησε.
«Όμως θα του εξασφαλίσουμε αυτόν το χρόνο!», είπε ο Τούριν. «Το Νάργκοθροντ θα συνεχίσει να στέκει! Ο Μόργκοθ ο Φαύλος δεν μπορεί να ξαναβγεί ποτέ από την Άνγκμπαντ και είναι υποχρεωμένος να στηρίζεται στους υπηρέτες του. Έτσι λέει η Μέλιαν του Ντόριαθ. Αυτοί αποτελούν τα δάχτυλα των χεριών του. Και θα τα χτυπάμε και θα τα κόβουμε μέχρι να τραβήξει μέσα τα νύχια του. Το Νάργκοθροντ θα συνεχίσει να στέκει όρθιο!»
«Ίσως», είπε αυτή. «Θα συνεχίσει να στέκεται, αν μπορέσεις να το πετύχεις αυτό. Αλλά πρόσεχε, Θούριν. Η καρδιά μου είναι βαριά όταν πηγαίνεις στη μάχη, μήπως ορφανέψει το Νάργκοθροντ».
Μετά ο Τούριν αναζήτησε τον Γκουίντορ και του είπε:
«Γκουίντορ, αγαπημένε φίλε, πέφτεις πάλι στη θλίψη. Μην το κάνεις αυτό! Γιατί η γιατρειά σου θα φωτίζει τα σπίτια των συγγενών σου και την ομορφιά της Φιντούιλας»,
Τότε ο Γκουίντορ κοίταξε τον Τούριν αλλά δεν έλεγε τίποτα και το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» είπε ο Τούριν, «Συχνά τα μάτια σου με κοιτάζουν παράξενα τελευταία. Με ποιον τρόπο σου προκάλεσα θλίψη; Εναντιώθηκα στις συμβουλές σου. Όμως ένας άντρας πρέπει να λέει αυτό που θεωρεί σωστό, όχι να κρύβει την αλήθεια που πιστεύει για οποιονδήποτε προσωπικό λόγο. Θα προτιμούσα να συμφωνούσαμε. Γιατί σου οφείλω μεγάλο χρέος και δεν θα το ξεχάσω».
«Δεν θα το ξεχάσεις;», είπε ο Γκουίντορ. «Παρ' όλα αυτά οι πράξεις σου και οι συμβουλές σου άλλαξαν το σπίτι μου και τους δικούς μου. Η σκιά σου έχει απλωθεί πάνω τους. Γιατί να είμαι χαρούμενος, εγώ που τα έχασα όλα από σένα;».
Ο Τούριν δεν κατάλαβε αυτά τα λόγια και υπέθεσε μόνο ότι ο Γκουίντορ είχε ενοχληθεί από τη θέση που είχε πάρει ο ίδιος στην καρδιά και τα σχέδια του βασιλιά.
--
Αλλά όταν έφυγε ο Τούριν, ο Γκουίντορ έμεινε μόνος μέσα σε σκοτεινές σκέψεις και καταράστηκε τον Μόργκοθ που μπορούσε να καταδιώκει τους εχθρούς του με τέτοια δεινά, όπου κι αν πάνε.
«Και τώρα επιτέλους», είπε, «πιστεύω τη φήμη της Άνγκμπαντ ότι ο Μόργκοθ καταράστηκε τον Χούριν και όλους τους συγγενείς του» . Και πήγε και βρήκε τη Φιντούιλας και της είπε:
«Θλίψη και αμφιβολία υπάρχουν πάνω σου. Και πολύ συχνά τώρα σε χάνω και αρχίζω να βλέπω ότι με αποφεύγεις. Αφού δεν μου λες την αιτία, πρέπει να τη μαντέψω. Κόρη του οίκου του Φινάρφιν, μην αφήνεις καμιά θλίψη να μπει ανάμεσά μας. Γιατί αν και ο Μόργκοθ κατέστρεψε τη ζωή μου, σ' αγαπώ ακόμη. Πήγαινε όμως όπου σε οδηγεί η αγάπη. Γιατί εγώ τώρα είμαι ανίκανος να σε παντρευτώ. Και ούτε η δύναμή μου ούτε οι συμβουλές μου δεν έχουν καμιά αξία πια».
Τότε η Φιντούιλας έκλαψε.
«Μη κλαις ακόμη!», είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά πρόσεξε μήπως υπάρξει αιτία για κλάμα. Δεν είναι ταιριαστό για τα Πρεσβύτερα Τέκνα του Ιλούβαταρ να παντρεύονται τα Νεότερα. Ούτε είναι συνετό, γιατί οι Άνθρωποι είναι βραχύβιοι και χάνονται γρήγορα, για να μας αφήσουν σε χηρεία όσο θα διαρκεί ο κόσμος. Ούτε η μοίρα το υπομένει, παρά μόνο αν συμβεί μία ή δυο φορές, για κάποιο ανώτερο λόγο του πεπρωμένου που εμείς δεν μπορούμε ν' αντιληφθούμε.
»Ομως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο Μπέρεν, έστω και αν είναι εξίσου όμορφος και εξίσου γενναίος. Μια κατάρα είναι απλωμένη πάνω του, μια σκοτεινή καταδίκη. Μην μπεις κι εσύ σ' αυτήν! Και αν το κάνεις, η αγάπη σου θα σε προδώσει και θα σε οδηγήσει σε πίκρες και στο θάνατο. Γιατί, άκουσέ με! Αν και είναι όντως Αγκάργαεν, γιος του Ούμαρθ, το πραγματικό του όνομα είναι Τούριν, γιος του Χούριν, εκείνου που ο Μόργκοθ κρατά στην Άνγκμπαντ και έχει καταραστεί όλους τους συγγενείς του. Μην αμφισβητείς τη δύναμη του Μόργκοθ Μπαούγκλιρ! Δεν το βλέπεις αυτό γραμμένο πάνω μου;».
Τότε η Φιντούιλας σηκώθηκε και, όντως, είχε βασιλική εμφάνιση.
«Τα μάτια σου είναι θαμπωμένα, Γκουίντορ», είπε. «Δεν βλέπεις ούτε καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί εδώ. Πρέπει τώρα να υποστώ διπλή ντροπή για να σου αποκαλύψω την αλήθεια; Γιατί αγαπώ εσένα, Γκουίντορ, και ντρέπομαι που δεν σ' αγαπώ πιο πολύ, αλλά έχω κυριευτεί από μιαν αγάπη ακόμη μεγαλύτερη, από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω. Δεν την επεδίωξα και πολύν καιρό τώρα την παραμερίζω. Αλλά αν εγώ έχω μέσα μου οίκτο για τα δικά σου τραύματα, έχε κι εσύ για τα δικά μου. Ο Τούριν δεν με αγαπά ούτε θα με αγαπήσει».
«Το λες αυτό», είπε ο Γκουίντορ. «για να διώξεις το φταίξιμο από κείνον που αγαπάς. Γιατί, τότε, σε αναζητά και κάθεται τόσο πολύ μαζί σου και πάντα είναι χαρούμενος όταν φεύγει;».
«Γιατί κι αυτός χρειάζεται παρηγοριά», είπε η Φιντούιλας, «και είναι ορφανεμένος από τους δικούς του. Και οι δυο σας έχετε τις ανάγκες σας. Αλλά τι γίνεται με τη Φιντούιλας; Δεν είναι αρκετό που υποχρεώνομαι να σου ομολογήσω και να σου αποκαλύψω ότι δεν με αγαπά, πρέπει να πεις ότι τα λέω αυτά για να σε ξεγελάσω;».
«Όχι, μια γυναίκα δεν ξεγελιέται εύκολα σε μια τέτοια περίπτωση», είπε ο Γκουίντορ. «Ούτε και θα βρεις πολλούς ν' αρνούνται ότι τους αγαπούν, αν κάτι τέτοιο αληθεύει».
«Αν κάποιος από τους τρεις μας είναι άπιστος, αυτή είμαι εγώ. Όχι όμως με τη θέλησή μου. Τι είναι αυτά που λες όμως για την κατάρα και τις φήμες της Άνγκμπαντ; Τι είναι αυτά που λες για θάνατο και καταστροφή; Ο Αντανέδελ είναι κραταιός μέσα στην ιστορία του Κόσμου και το ανάστημά του θα φτάσει ακόμη και τον Μόργκοθ κάποια μακρινή μέρα που θα 'ρθει».
«Είναι περήφανος», είπε ο Γκουίντορ.
«Αλλά είναι επίσης φιλεύσπλαχνος», είπε η Φιντούιλας. «Το έλεος δεν έχει ξυπνήσει ακόμη, αλλά μπορεί πάντα να διαπεράσει την καρδιά του και ποτέ δεν θα το αρνηθεί. Μπορεί το έλεος να παραμένει πάντα η μοναδική δίοδος. Αλλά δεν έχει έλεος για μένα. Με βλέπει με δέος, σαν να ήμουν μητέρα του και βασίλισσα».
Μπορεί η Φιντούιλας να μίλησε σωστά βλέποντας με τα διαπεραστικά μάτια των Έλνταρ. Και τώρα ο Τούριν, μην ξέροντας τι είχε συμβεί ανάμεσα στον Γκουίντορ και τη Φιντούιλας, ήταν ακόμη πιο ευγενικός μαζί της, γιατί εκείνη έδειχνε ακόμη πιο θλιμμένη. Αλλά μια φορά η Φιντούιλας του είπε:
«Θούριν Αντανέδελ, γιατί κρύβεις το όνομά σου από μένα; Αν ήξερα ποιος είσαι, δεν θα σε τιμούσα λιγότερο, αλλά θα είχα καταλάβει καλύτερα τη θλίψη σου».
«Τι εννοείς», είπε ο Τούριν. «Ποιος λες ότι είμαι;»
«Ο Τούριν, γιος του Χούριν Θάλιον, αρχηγού του Βορρά».
--
Όταν ο Τούριν έμαθε από τη Φιντούιλας τι συνέβη, εξοργίστηκε και είπε στον Γκουίντορ:
«Με αγάπη σε βλέπω γιατί μ' έσωσες και με προστάτεψες. Αλλά τώρα μου πρόσφερες κακή υπηρεσία, φίλε μου, να προδώσεις το αληθινό μου όνομα και να ρίξεις έτσι πάνω μου την κατάρα που με καταδιώκει και από την οποία ήθελα να κρυφτώ».
Αλλά ο Γκουίντορ απάντησε:
«Η καταδίκη βρίσκεται μέσα σου, όχι στ' όνομά σου» .
--
Εκείνο τον καιρό της ανάπαυλας και της ελπίδας, όταν χάρη στα κατορθώματα του Μόρμεγκιλ η δύναμη του Μόργκοθ αναχαιτίστηκε δυτικά του Σίριον και σ' όλα τα δάση υπήρχε ειρήνη, η Μόργουεν εγκατέλειψε επιτέλους το Ντορ-λόμιν με τη Νίενορ την κόρη της και αποπειράθηκε το μακρύ ταξίδι μέχρι τα ανάκτορα του Θίνγκολ. Εκεί την περίμενε νέα θλίψη, γιατί ανακάλυψε ότι ο Τούριν είχε φύγει και στο Ντόριαθ δεν είχαν έρθει ειδήσεις από τότε που το Δρακοκράνος εξαφανίστηκε από τις περιοχές δυτικά του Σίριον. Όμως η Μόργουεν παρέμεινε στο Ντόριαθ με τη Νίενορ, φιλοξενούμενες του Θίνγκολ και της Μέλιαν που τους φέρονταν με τιμές.