Η γοητεία της τόλμης: Γιάννης Μπουτάρης at TEDxAcademy - YouTube
Μεταγραφή: Popi Revisiou Επιμέλεια: Chryssa R. Takahashi
Όταν με πήρε η Νίκη Συροπούλου για να μετέχω στο TEDx,
είπα, τι γυρεύω εγώ εδώ σ'αυτό.
Δεν ξέρω καν κομπιούτερ να χρησιμοποιώ, δεν χρησιμοποιώ κομπιούτερ,
δεν μπορώ, δεν ξέρω, μ'ενοχλεί, με στεναχωρεί η βραδύτητα, όλο...
Εξακολουθώ και έχω το τεφτέρι μου.
Παρ'όλα αυτά όταν κάθησα και το σκέφτηκα,
πέρα από το τιμητικό,
και βέβαια είναι πάντοτε κολακευτικό όταν σε τιμάει κάποιος,
είπα, ναι, θα το κάνω και θα πω δυο πράγματα από τη ζωή μου
τα οποία μπορεί να είναι βοηθητικά.
Θα σας μιλήσω για το φόβο.
Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα όπως όλοι ξέρουμε.
Ένα συναίσθημα πάρα πολύ βασικό και πολύ απλό.
Και όπως όλα τα απλά τα πράγματα, είναι πάρα πολύ πολύπλοκο.
Ο φόβος έχει δύο κόρες.
Η μία η κόρη είναι η Απραξία.
Η Απραξία έχει σαν αποτέλεσμα
να σε παραλύει, να σε αποπροσανατολίζει,
να σε πανικοβάλλει και τελικά να σε οδηγεί ίσως και στο θάνατο.
Η άλλη η κόρη είναι η Δράση.
Αυτή η οποία σε κάνει να βγεις από κάποια αδιέξοδα.
Η Δράση βέβαια μπορεί να σε οδηγήσει
να πέσεις και με το κεφάλι πάνω στον τοίχο.
Αλλά αυτό εντάξει, περπατάει.
Είμαι Σαββατογεννημένος. (Γέλια)
Και είμαι πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος.
Γεννήθηκα σε μία μεγαλοαστική, με οικονομική άνεση οικογένεια.
Eίχα πάρα πολύ καλούς γονιούς.
H μάνα μου ζει ακόμα.
Είναι 94 χρονών και με φωνάζει Γιαννάκη.
Και όταν της λέω «Δεν θα με φωνάζεις Γιαννάκη,
θα με φωνάζεις κύριε Δήμαρχε». (Γέλια)
(Χειροκρότημα)
Και έτσι, καλό σχολείο,
με μία οικογενειακή επιχείρηση που κληρονόμησα από τον παππού μου,
που έκανε πολύ καλά κρασιά,
αφοσιωμένη στην ποιότητα και λοιπά
και είχα και την τύχη να έχω και έναν πάρα πολύ καλό αδερφό,
όπου για πάρα πολλά χρόνια λειτουργούσαμε σαν ένα πράμα.
Ηταν πως είναι ένα νόμισμα το οποίο έχει κορώνα - γράμμα,
είναι κίβδυλο, είναι φωτογραφία
όταν έχει μόνο τη μία όψη.
Το νόμισμα πρέπει να έχει δύο όψεις για να λειτουργεί.
Και έτσι από πολύ νωρίς μεγαλωμένοι
μέσα σε μία ατμόσφαιρα επιχειρηματική θα έλεγα.
Η μια πλευρά της οικογένειας ήταν στα καπνά,
η άλλη οικογένεια στα κρασιά.
Εμείς ακολουθήσαμε τον κλάδο των κρασιών.
Η κατάσταση στον κλάδο τη δεκαετία του '60 ήταν...
είχε 60-70 οινοποιεία στην Ελλάδα, ήταν μεγάλα,
ήτανε κυρίως ποσοτικά οινοποιεία,
δεν ήταν ποιοτικά οινοποιεία
και δεν είχανε σχέση με τους αμπελουργούς.
Οι αμπελουργοί δεν ήταν συμμέτοχοι στο να φτιάξουν το κρασί.
Ήτανε απέναντι.
Αγοράζαν τα σταφύλια στις πιο χαμηλές δυνατές τιμές
για να πουλήσουν χαμηλές τιμές στα κρασιά.
Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή,
βέβαια με κάποιες πολλές, έτσι, εξωτερικές παρουσίες,
εδώ πρέπει να αναφέρω δύο ονόματα
δεν μπορώ να μην τ'αναφέρω:
Ένα τον Κώστα τον Κεφαλά που ήταν χημικός,
φίλος του μπαμπά μου, γυμνασιάρχης
και μου'μαθε στην κυριολεξία γράμματα.
Και η άλλη είναι η Σταυρούλα Κουράκου Δραγώνα,
είναι χημικός οινολόγος
και αυτή πολλά χρόνια στο Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου διευθύντρια,
και αυτή ήταν ο μέντοράς μου αν θέλετε, στα κρασιά.
Τους οφείλω και τους δύο τεράστια ευγνωμοσύνη,
γιατί δεν μου μάθανε μόνο κρασιά,
μου μάθανε να σκέφτομαι και αλλιώς κιόλας.
Να μη σας τα πολυλογώ,
όταν κάποια στιγμή μπήκα στη δουλειά,
μπήκα πρώτα εγώ και μετά ο αδερφός μου,
και συνειδητοποίησα ότι το αμπέλι είναι αυτό που κάνει το κρασί
και δεν είναι το εργοστάσιο.
Ξεκίνησα την πρώτη τρέλα
να κάνω το πρώτο μεγάλο αμπέλι στη Νάουσα.
Το πρώτο είχε γίνει, το είχε κάνει ο Καρράς
στη Χαλκιδική, πολύ μεγάλο αμπέλι.
Αλλά ο Καρράς δεν ήταν της δουλειάς,
ο Καρράς ήταν εφοπλιστής.
Εμείς ξεκινήσαμε και κάναμε
το πρώτο αμπέλι στη Νάουσα, με έναν τεράστιο φόβο.
Βρίζαν οι δικοί μου,
«Που πας να μπλέξεις με τους χωριάτες μες στις λάσπες».
Σε όλες τις φάσεις αυτής όλης της ιστορίας του κρασιού,
υπήρχε πάντοτε ο φόβος γι'αυτό το καινούργιο
που πηγαίναμε να κάνουμε.
Περάσαμε πάρα πολλές καλές στιγμές στη δουλειά.
Και κάποια στιγμή,
και αυτό εν τέλει φαίνεται ότι γίνεται πάντοτε,
με μία ασυμφωνία που έρχεται,
άρχισε να εμφανίζεται, χρηματιστήρια,
οινοπνευματώδη, μεγάλες εταιρίες, διανομές, απίστευτα πράγματα.
Όταν αυτή η ασυμφωνία έφτασε σε ένα σημείο,
όπου ξυπνούσα το πρωί και αντί να χαμογελάω
έλεγα: «Ωχ πάλι σήμερα».
Και το πάλι σήμερα,
ήταν το ότι είχαμε μόνιμους καυγάδες με τον αδερφό μου.
Και είπα κάποια στιγμή, δεν γίνεται αυτό το πράγμα,
κάτι πρέπει να κάνω.
Ήταν χρόνια αυτή η απραξία, ήταν χρόνια αυτή η απραξία.
Και θα καταλάβετε μετά
και πως λειτουργούσε αυτή η απραξία.
Ώσπου είπα κάποια στιγμή ότι δεν γίνεται άλλο
και αυτό έγινε το '96.
Δεν γίνεται άλλο, πρέπει να σταματήσω αυτή τη μιζέρια.
Και σταμάτησε αυτή η μιζέρια, με χωρισμό.
Και έτσι πήρα το αμπέλι που είχα φυτέψει εγώ
και χωρίσαμε.
Και έκανα μία άλλη εταιρεία.
Εν συνεχεία, μετά από δύο χρόνια ήρθαν και τα δύο μου τα παιδιά, ο Στέλιος και ο Μιχάλης
Αλλά όταν έγινε ο χωρισμός, το θυμάμαι σαν και τώρα,
σας το λέω και ανατριχιάζω, ήμουνα μόνος επάνω στο κτήμα
και ήταν και σούρωπο και καθόμουν σε ένα πεζούλι.
Είχαν υπογραφεί όλες οι διαδικασίες του χωρισμού
και είπα : «Τι έκανες τώρα;
Που έμπλεξες; Τι σε περιμένει τώρα;»
Με έλουζε κρύος ιδρώτας απ'το φόβο.
Και βέβαια, ακολούθησα τη μικρή κόρη του Φόβου,
ακολούθησα την Τόλμη.
Είπα ναι, εντάξει και μετά, μόνος είμαι,
μόνο είναι και το αμπέλι,
μαζί θα πάμε και θα κάνουμε ότι είναι να κάνουμε.
Και όταν ήρθαν τα παιδιά,
δεν χρησιμοποίησα το όνομά μου.
Το θεώρησα ανήθικο να χρησιμοποιήσω το όνομά μου σε ανταγωνισμό
με την εταιρεία την οποία ήταν του παππού.
Δεν ήταν μόνο δικιά μου.
Αυτή προχώρησε και ήταν και των μετόχων,
ήταν στο χρηματιστήριο η εταιρεία.
Όπου εγώ είπα:
«Αποφάσισες να χωρίσεις, εντάξει, ξεκίνα, κάνε αυτή τη δουλειά, ξέρεις»,
δεν μπορούσα να κάνω άλλη δουλειά.
Και όταν ήρθαν και τα παιδιά,
αποφασίσαμε και βγάλαμε τα προιόντα του κτήματος
με άλλο όνομα.
Και έτσι προχώρησε,
και αυτή τη στιγμή η εταιρεία πάει μια χαρά,
και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Και έτσι έκλεισε αυτό το είδος,
που λέγεται ο φόβος ο επαγγελματικός.
Η περίοδος αυτή ήτανε πραγματικά εξαιρετικά δημιουργική.
Την ευχαριστήθηκα.
Τώρα πια που δεν είμαι στη δουλειά,
πηγαίνω στο κτήμα
ίσα - ίσα για να ευχαριστηθώ λιγάκι την ατμόσφαιρα, το αυτό,
για να βρω κανα κουσούρι, γιατί πάντα βρίσκεις κουσούρια,
και αισθάνομαι πάρα πολύ καλά που ξεπέρασα αυτούς τους φόβους,
τους επαγγελματικούς,
αυτό που λένε το επαγγελματικό, επιχειρηματικό ρίσκο.
Δυό πράγματα για την οικογένεια,
τη δικιά μου πια οικογένεια.
Ερωτεύτηκα στα 14 δεκατέσσερα,
συνήθως σ'αυτή την ηλικία ερωτεύονται,
παρ'όλο που εκείνη τη περίοδο, τη δεκαετία του 80',
εγώ το 56 ήμουνα 14,
ήτανε μία περίοδος
όπου τα αγοράκια με τα κοριτσάκια δεν βλεπόντουσαν.
Ήτανε και τα σχολεία, δεν ήτανε μεικτά όπως είναι σήμερα.
Τα κοριτσάκια τα βλέπαμε σε καμιά παρέλαση,
σε κανένα πάρτυ και αυτό αν επιτρεπότανε κι από τους γονείς.
Εν συνεχεία, πολιόρκησα την δεσποινίδα τότε με ραβασάκια, με μηνύματα, με με με με.
Απίστευτα ωραίες τρέλες. Ήταν η πολιορκία της Τροίας.
Και μετά από δύο χρόνια έγινε ότι ήταν να γίνει,
δηλαδή τα φτιάξαμε. (Γέλια)
Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί, παντρευτήκαμε το '64, κάναμε 3 παιδιά.
Στο δρόμο όμως, αλλάξαμε πορείες.
Εγώ ήμουνα με τα μούτρα πεσμένος στη δουλειά.
Σας είπα, να φυτεύεις αμπέλια σ'όλη την Ελλάδα,
δεν είναι η πιο εύκολη ιστορία.
Η Αθηνά ήτανε με τα παιδιά,
είχε τα τρία τα παιδιά τα δικά μας και άλλα 15 των φιλενάδων της.
Είχε μια τρομερή αγάπη για τα παιδιά.
Και εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε
ότι είχαμε απομακρυνθεί τελείως ο ένας απ'τον άλλον.
Και αντί να περνάμε καλά, δεν περνούσαμε καλά.
Και αυτό μας έφερε στο δίλλημα. Τι κάνουμε τώρα;
Θα συνεχίσουμε έτσι σ'αυτή τη μιζέρια και τη γκρίνια
και θα απομακρυνόμαστε
όσο πάει περισσότερο ο ένας απ'τον άλλον
μέχρις ότου βρεθεί κάποιος άλλος.
Γιατί αναγκαστικά θα βρισκόταν κάποιος άλλος.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρεθεί άλλος
οπότε θα χαλούσε και ο έρωτας.
Θα χαλούσε αυτή η εικόνα που είχαμε χτίσει.
Και αποφασίσαμε να χωρίσουμε.
Φόβος, όχι φόβος, τρόμος.
Απ'τη μια μεριά διότι πια έμενε ο καθένας μόνος.
Τι θα αντιμετωπίζαμε;
Τι θα ήταν αυτό το καινούργιο που θα αντιμετωπίζαμε.
Και από την άλλη μεριά,
η απόφαση ότι δεν πρέπει να χαλάσουμε κάτι που είχαμε.
Και ο μόνος τρόπος να μη χαλάσουμε κάτι που είχαμε
ήταν αυτός, να μείνουμε μόνοι.
Η μοναξιά είναι δύσκολο πράγμα.
Δεν λέω για τη μοναχικότητα.
Η μοναχικότητα είναι... πολλές φορές είναι και καλή,
αλλά η μοναξιά είναι δύσκολο πράγμα.
Μετά το χωρισμό, εγώ είχα μπει ήδη σε φάση αλκοολισμού.
Μετά το χωρισμό κάποια στιγμή
στα τέλη της δεκαετίας του 80'
πήγα και της είπα, «Δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα,
πρέπει να ξανασμίξουμε».
(Γέλια) (Χειροκροτήματα)
Και ξανασμίξαμε
και με βοήθησε πάρα πολύ στο θέμα του αλκοολισμού,
έκανε και αυτή πρόγραμμα συνεξαρτημένων,
προχωρήσαμε μαζί αυτό το κομμάτι της ζωή μας
και βέβαια η δεύτερη, η δεύτερη
- και αυτό είχε πάρα πολύ μεγάλο φόβο -
αυτή η προσέγγιση,
«Δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα, έλα πάλι να ζήσουμε μαζί».
Συζούσε με άλλον η άλλη,
ήταν εξαιρετικά τολμηρό να πας να της πεις
«Παράτα τον άλλον που είσαι τρία χρόνια μαζί
και έλα πάλι με μένα που είμαι πεταμμένος αλκοολικός».
Γιατί αυτό ήμουνα, πεταμμένος αλκοολικός.
Αλλά φαίνεται ότι η πρώτη απόφαση
που ήταν να χωρίσουμε
χωρίς να χαλάσουμε την αγάπη
φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο.
Εν πάση περιπτώσει δεν παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο.
Η ουσία είναι ότι ξανασμίξαμε
και περάσαμε τα επόμενα χρόνια
από το '90 ξέρω γω, απ΄ το '91 που πήγα στο πρόγραμμα
μέχρι το 2007 που πέθανε περάσαμε πραγματικά τα ωραιότερα χρόνια.
Και ήτανε πολύ ωραία χρόνια
γιατί πια ήταν επιλογή να είμαστε μαζί.
Δεν ήτανε ο τυχαίος ο έρωτας,
που έγινε αυτό μπαμ - μπουμ, παντρευτήκαμε
κάναμε παιδιά και τώρα τι κάνουμε.
Ήτανε πραγματική επιλογή
να περάσουμε τα υπόλοιπα χρόνια μαζί.
Και αυτό ήτανε η ανταμοιβή του τολμηρού πράγματος
ότι παράτα τον άλλον και έλα μαζί.
(Χειροκρότημα)
Μετά ήρθε η αρρώστια.
Η Αθηνά αρρώστησε το 2002 από καρκίνο και πέθανε το 2007.
Αυτά τα πέντε χρόνια,
όταν ζεις με μία ημερομηνία λήξης,
αποφάσισα ένα πράγμα,
ότι πρέπει αυτά τα χρόνια, πρέπει να είναι πολύ ωραία.
Έβγαινε από χημειοθεραπείες και πηγαίναμε στο ΙΚΕΑ να ψωνίσει,
μπούρδες, σαχλαμάρες, ό,τι έβρισκε.
Αγοράζαμε περούκες χρωματιστές και τις φορούσε σαν καπέλα.
Διασκεδάζαμε αυτή την ημερομηνία λήξης.
Την κοροϊδεύαμε, την ημερομηνία λήξης.
Αυτή ήτανε η αντίδραση, η αντίδραση,
η δράση δηλαδή, εν τέλει,
τολμάς να κοροϊδεύεις το θάνατο.
Δεν με νοιάζει αν θα πεθάνω.
Θέλω μέχρι να πεθάνω να περάσω καλά.
Αυτό ήτανε ένα στοιχείο το οποίο χαρακτήρισε πολύ αυτή τη περίοδο.
και αυτό βέβαια βασίστηκε στην προσευχή που έχουμε οι αλκοολικοί:
ότι «Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη, δώσε μου το κουράγιο, τη γαλήνη
να δέχομαι πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω,
τη δύναμη να αλλάξω τα πράγματα που μπορώ,
και τη σοφία να αναγνωρίζω τη διαφορά».
Και εν συνεχεία μετά το θάνατο, ένας απίστευτος φόβος.
Ο φόβος της μοναξιάς. Δεν είχα γνωρίσει μοναξιά.
Μοναχικότητα, επαναλαμβάνω, την ήξερα.
Τη ζούσα. Μ'άρεσε.
Αλλά μοναξιά και όταν χάνεις ένα σύντροφο ζωής...
50 χρόνια ήμασταν μαζί.
Η μοναξιά σε τρομάζει.
Και όταν γυρνάς στο σπίτι το βράδυ
κι εσύ ανάβεις τα φώτα, δεν έχει φως,
αυτό είναι δύσκολο πράγμα.
Και σε τρομάζει, σε φοβίζει.
Πώς θα πάει παρακάτω.
Μετά από δύο χρόνια πένθους,
είπα, δεν γίνεται άλλο,
πρέπει ν'αναζητήσω άλλο σύντροφο.
Και φυσικά φοβόμουνα.
Τι φοβόμουνα;
Φοβόμουνα κατ'αρχήν την όποια απόρριψη.
Ήμουνα γέρος.
Στα 70 σου δεν βρίσκεις εύκολα σύντροφο.
Και επειδή πλέον δεν είχα παραιτηθεί από την ερωτική διάθεση...
(Χειροκρότημα)
...έπεισα τον εαυτό μου
το ότι δεν πρέπει να ψάξω αντικατάσταση.
Ένας σύντροφος δεν είναι ένα ζευγάρι παπούτσια που χάλασε,
το πετάς, πας στο μαγαζί και παίρνεις καινούργιο και είσαι μια χαρά.
Ο σύντροφος είναι η οικειότητα,
είναι η θαλπωρή, είναι η τρυφερότητα, είναι ο έρωτας,
είναι όλα μαζί.
Επομένως είναι άλλο το πρότυπο, άλλο το μοντέλο που πρέπει να ψάξω να βρω τώρα.
Αγωνία, φόβος, αναζήτηση, απογοητεύσεις τερατώδεις.
Ώσπου τελικά, και είναι στην αίθουσα αυτή
και την ευχαριστώ που είναι,
βρήκα την καινούργια σύντοφό μου.
Και έτσι χαμογελάω πάλι και έχω την εντύπωση
σίγουρα ότι και η Αθηνά χαμογελάει και η άλλη χαμογελάει.
(Χειροκρότημα)
Εγώ γεννήθηκα μεσα στο αλκοόλ.
Ποτέ όμως δεν έπινα.
Δοκίμαζα. Tο ούζο το σιχαινόμουνα.
Αλλά ποτέ δεν έπινα, έτσι να πω ότι θα κάτσω να πιω ας πούμε.
Είχα μεθύσει μερικές φορές
έτσι στο σχολείο, σ'εκδρομές, σε τέτοια, όπως όλοι.
Αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα
όταν άλλαξε και λίγο και ο τρόπος ζωής,
εμφανιστήκανε τα μπαράκια, τα ουίσκια ήταν όλο και πιο πολύ επιθετικά
στην κατανάλωση, οι νέοι τρόποι ζωής,
αγοράκια κοριτσάκια όλοι μαζί, φλερτ
και κυρίως αυτή τη περίοδο που ήμουνα χωρισμένος, το '80 και μετά
και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουνα λίγο διαφορετικός στο ποτό
απ'ότι ήτανε ο διπλανός μου.
Έπινα λίγο παραπάνω.
Έπινα και κρυφά, έπινα στο σπίτι κρυφά.
Πριν βγω δηλαδή έπαιρνα κανά δυο έτσι για να στρώσω δήθεν.
Και κατάλαβα κάποια στιγμή ότι το αλκοόλ,
το πιοτό αυτό ήτανε ένα καταφύγιο των φόβων μου,
που φοβόμουνα να μιλήσω στο διπλανό μου.
Φοβόμουνα να φλερτάρω την κυρία τάδε.
Φοβόμουνα να πω τη γνώμη μου
σε κάποια κατάσταση.
Με το αλκοόλ όμως τα ξεχνάς όλα.
Το αλκοόλ λειτουργεί σαν καταφύγιο.
Γι'αυτό είναι και μαγική η ιδιότητα του αλκοόλ, η ύπαρξη του αλκοόλ.
Γιατί είναι και καλό και κακό, από κάποια σημείο και μετά
και ειδικά για τα κρασιά έχουμε αυτή τη λογική.
Τότε υπήρχε και ένα πρόγραμμα μεγάλο ευρωπαϊκό,
το «Wine in moderation» γιατί και πότε το κρασί,
που εντελεί είναι ένα γεωργικό προϊόν με αλκοόλ,
γιατί και πότε το κρασί αντί να είναι ευχάριστο είναι δυσάρεστο.
Αυτή λοιπόν η ιστορία όλη, το ότι το αλκοόλ είναι καταφύγιο για τους φόβους,
όταν το συνειδητοποίησα, μετά από χρόνια πολλά,
είχα φτάσει στο σημείο και έπινα μπύρα για πρωϊνό,
δεν έπινα καφέ το πρωί,
γιατί έπρεπε να έχω ένα ποσό αλκοόλ στον οργανισμό μου
για να μπορέσω να λειτουργήσω,
να αντιμετωπίσω τα πράγματα.
Φοβόμουνα.
Και τόλμησα τότε,
μέσα σε όλη αυτή τη γκλαμουριά που μου έδινε,
πετυχημένος επιχειρηματίας, είχα κάνει τον ΑΡΚΤΟΥΡΟ,
περιβαλλοντική οργάνωση, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης,
ενώσεις πολιτών, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι δραστηριότητα,
και είπα εγώ, θα πάω και θα κάνω πρόγραμμα απεξάρτησης.
Και εν συνεχεία ομολόγησα δημοσία αυτά που σας λέω τώρα,
ότι «Ναι, είμαι αλκοολικός».
Αυτό είναι το δωδέκατο βήμα των αλκοολικών.
Είναι η ομολογία, και βάσει αυτής της ομολογίας,
η δυνατότητα να παρέχεις βοήθεια
στον όποιον συνάνθρωπό σου έχει τέτοιου τύπου πρόβλημα,
ότι μπορεί να γίνει, κοίτα εμένα, έγινα.
Έχω 23 χρόνια να πιω.
23 χρόνια να βάλω αλκοόλ στο στόμα μου.
(Χειροκρότημα)
Και κλείνω με το αλκοόλ,
όπου ήταν μία... ειδικά αυτή η απόφαση,
το που είχα φτάσει στον πάτο και είπα
με φοβερό φόβο τι θα πει ο άλλος δίπλα, ας πούμε,
με φόβο τον αντίκτυπο που θα έχει όλη αυτή η ομολογία μου στη δουλειά.
Μιλάμε για το ΄90.
Ήταν στον ουρανό τα πράγματα.
Και όμως παρ'όλα αυτά τον ξεπέρασα αυτό το φόβο
διότι κάτι έπρεπε να κάνω.
Δεν μ'ένοιαζε η δουλειά. Δεν μ'ένοιαζε τίποτα.
Μ'ένοιαζε ο εαυτός μου που είχε φτάσει στον πάτο.
Και με την πράξη αυτή, ξέφυγα.
Και φτάνουμε στο τελευταίο που [θα] σας τυραννήσω, είναι τα κοινά.
Στα κοινά η εμπλοκή μου,
το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα,
ξεκίνησε από το σχολείο.
Ήμουνα στο σχολείο με τα μαθητικά συμβούλια, με τα αυτά
και συνειδητοποίησα πολύ αργότερα ότι τι είναι αυτό, τα κοινά, τα τα ...
οι σχολικές επιτροπές στα σχολεία,
στο στρατό είμαστε όλοι μαζί, είμαστε ένα κοπάδι.
Και αυτό το κοπάδι είναι καταφύγιο για το φόβο μας,
να μην βγω από το κοπάδι,
τι θα μείνει αν εγώ πω άλλα απ'τον άλλον.
Αυτό που έχουνε σήμερα στα σχολεία,
και που στο Δήμο Θεσσαλονίκης προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε
με όποιους τρόπους γίνεται. Το bullying που είναι για τα παιδιά.
Τα παιδιά που μένουν έξω από την ομάδα
και τα τυρρανάνε τα υπόλοιπα.
Πώς αυτός ο φόβος να μη μείνω έξω από την ομάδα,
αυτό είναι δύσκολο πράγμα.
Τόλμησα να βγω απ'αυτό το κοπάδι με την Ενωση Πολιτών,
με εμπλοκή στα συμβούλια του κλάδου
με με με, με διάφορα τέτοια,
ώσπου εν τέλει κατέληξα να με ενδιαφέρει πιο πολύ
η τοπική αυτοδιοίκηση.
Ποτέ δεν με ενδιέφερε η κεντρική πολιτική σκηνή.
Η τοπική αυτοδιοίκηση θεωρώ ότι είναι ο πυρήνας, το κύτταρο της κοινωνίας μας.
Κατέβηκα με την παράταξη τη δημοτική του ΚΚΕ.
Διότι κατ'αρχήν αυτός ήτανε πολύ φίλος μου.
Δεύτερον είχα μία πολύ μεγάλη εμπειρία επαγγελματική
γιατί τα σωματεία στα πιο πολλά εργοστάσια
που λειτουργούσα ήταν από το ΚΚΕ.
Και είχα συνειδητοποιήσει ότι ήτανε
η καλύτερη επαγγελματική συνείδηση
απ'τους εργαζόμενους που είναι βαθύτατα ΚΚΕ,
δεν υπάρχει, σας το λέω με πολύ μεγάλη υπογραφή.
Μετά, μετά λοιπόν απ' όλη αυτή την ιστορία
που το διασκέδασα πολύ
και δεν το λέω προεκλογικά
για να χαϊδέψω τα μάτια, τ' αυτιά του ΚΚΕ
γιατί έτσι κι αλλιώς το ΚΚΕ είναι 3-4%. Δε μετράει.
(Γέλια) (Χειροκρότημα)
Όταν μετά ξεκινήσαμε την προεκλογική εκστρατεία
και το πρώτο ήτανε, κατεβήκαμε μία ομάδα φίλων,
οι οποίοι άλλος ήτανε ΠΑΣΟΚ, άλλος ήτανε Συνασπισμός, τότε ΔΗΜΑΡ,
άλλος ήτανε με τη Ντόρα.
Ανεμομαζώματα, αλλά είπαμε όλοι ότι θα κατεβούμε
και δεν θα έχουμε εξάρτηση από τα κόμματα.
Καμία, δεν θα μας ελέγχουν τα κόμματα.
Γιατί; Γιατί τα κόμματα κάνουν τη ζημιά.
Τα κόμματα έχουνε πολιτικό κόστος,
τα κόμματα δεν λένε την αλήθεια.
Εμείς θέλουμε να λέμε την αλήθεια.
Και όσο τρόμο να μας προκαλεί, τ'ότι λέμε την αλήθεια,
όταν λές την αλήθεια, ποτέ μα ποτέ, δεν βγαίνεις χαμένος.
Πάντα βγαίνεις κερδισμένος.
(Χειροκρότημα)
Εν τέλει μέσα σε όλη αυτή την πορεία,
και στ'αλήθεια σας λέω, είναι μεγάλη πορεία,
συνειδητοποίησα ένα πράγμα:
Πώς αυτό το πράγμα, το οποίο σε όλη μου τη ζωή
με απασχολούσε, δεν λέω με τυρρανούσε,
μ'απασχολούσε όμως πολύ.
Ο φόβος, ο φόβος να αντιμετωπίσω κάτι καινούργιο,
ο φόβος να αλλάξω αυτό που έχω συνηθίσει,
άσχετα αν είναι καλό ή κακό,
άσχετα άμα πάει καλά ή κακά.
Όταν με ενοχλεί αυτή η κατάσταση η προηγούμενη,
πως θα την αλλάξω, ο φόβος να την αλλάξω,
γιατί δεν ξέρω τι θα αντιμετωπίσω στο μέλλον.
Συνειδητοποίησα ότι μόνον αν κάνεις φίλο το φόβο,
όταν κάνεις φίλο το φόβο,
όταν μπορείς εσύ να μεταχειρίζεσαι το φόβο
και όχι ο φόβος να μεταχειρίζεται εσένα,
μόνο τότε έχεις μία πιθανότητα
να φλερτάρεις ή να παντρευτείς με την κόρη που λέγεται Τόλμη.
Αλλιώς, θα σε φάει η μιζέρια.
Δηλαδή και αυτό το λέω με πλήρη συνείδηση, αυτό που σας λέω.
Πρέπει να συνομιλείς με το φόβο σου,
να τον αντιμετωπίζεις το φόβο σου,
να μην σε αφήνει να τον αφήνεις να σε κυριαρχεί.
Μετά αποφασίζεις.
Θα πας με την Απραξία, θα πας με την Τόλμη.
Είναι δικό σου πρόβλημα.
Και θα μου επιτρέψετε μία συμβουλή γιατί είμαι παππούς για τους πιο πολλούς από σας
και μπαμπάς για πολλούς από σας.
Λοιπόν η συμβουλή είναι:
Δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο
στη ζωή σας να συγκρίνεστε με κανέναν άλλον.
Εάν συγκριθείτε ας πούμε με τον Ομπάμα,
τό'χω γραμμένο στο σκονάκι,
εάν συγκριθείτε με τον Ομπάμα, θα αυτοκτονήσετε.
Ο άνθρωπος είναι 45-50 χρονών και είναι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τι σχέση έχουμε όλοι μας εδώ πέρα μέσα;
Εάν συγκριθείτε με το Μέγα Αλέξανδρο,
που είναι και το σήμα του Δήμου Θεσσαλονίκης,
θα αυτοκτονήσετε.
Ήταν 32 χρονών και ήταν κυρίαρχος του κόσμου.
Λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος,
δεν έχει νόημα να γίνονται τέτοιες συγκρίσεις.
Το θέμα είναι οτιδήποτε κάνετε σ'αυτόν τον κόσμο
και είναι συμβουλή πραγματικά,
μου το επιτρέπει,
αυτή τη λέξη μου την επιτρέπουν τα άσπρα μου τα μαλλιά.
Οτιδήποτα κάνετε σ'αυτόν τον κόσμο,
αποφασίστε ότι πρέπει να το ευχαριστιέστε, να'στε ευχαριστημένοι.
Μη κοιτάτε τι θα γίνει στο μέλλον.
Το μέλλον μου θυμίζει το ανέκδοτο με τον γρύλο, δεν ξέρω πόσοι το ξέρετε.
(Γέλια)
Αντιμετωπίστε τα πράγματα, συνειδητοποιείστε αυτό που κάνετε,
έχετε την άποψή σας, κάντε τις υποχωρήσεις σας,
αλλά ένα πράγμα να θυμάστε πάντοτε:
Ότι ο λόγος, για ποιο λόγο ήρθατε σ' αυτόν τον κόσμο, δεν το εξετάζουμε.
Ήρθατε όμως.
Tουλάχιστον στη διάρκεια που είστε, κοιτάξτε να περάστε καλά.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)