7. Κουκουβάγιες και βασιλιάδες...
Πάντα μας άρεσαν οι πρώτες μέρες που γυρίζαμε στη χώρα. Ξαναβρίσκαμε την κάμαρά μας, τα παιχνίδια μας και το καπλάνι. Εκείνο καθόταν στη βιτρίνα και, θαρρείς, μόλις μας έβλεπε, το γαλάζιο του μάτι σαν να ζωντάνευε.
Φέτος όμως για δυο πράγματα δεν έκανε να κουβεντιάζουμε στο σπίτι: Για το Νίκο και για το καπλάνι.
– Σε αρκετούς μπελάδες μας έβαλε, έλεγε η θεία Δέσποινα.
Και δεν μπορούσες να καταλάβεις πότε το 'λεγε για το Νίκο και πότε για το καπλάνι.
Η Σταματίνα όμως, την άλλη μέρα που φτάσαμε στη χώρα κι είχε πάρει από τη θεία Δέσποινα το κλειδί να πλύνει τα τζάμια της βιτρίνας, μας φώναξε κι εμάς.
Στην αρχή φοβήθηκα ν' απλώσω το χέρι μου να χαϊδέψω το καπλάνι. Πρώτη άγγιξε η Μυρτώ τα μουστάκια του κι ύστερα τα νύχια του.
– Είναι καταληθινά! μουρμουρίζει.
Τ' άγγιξα κι εγώ. Τα νύχια του ήτανε σκληρά, γυρισμένα προς τα έξω. Ύστερα το χάιδεψα. Το τρίχωμά του, άμα το χαϊδεύεις από τη μια μεριά είναι λείο και γυαλιστερό. Η Μυρτώ λέει πως τα μάτια του είναι χάντρινα. Εγώ δεν τ' άγγιξα, μα έσκυψα πολύ κοντά και μου φάνηκε πως με κοίταζαν. Γυάλιζαν παράξενα, το ένα γαλανό γαλανό και το άλλο κατάμαυρο. Το στόμα του καπλανιού ήταν μισοανοιγμένο, τα δόντια του σουβλερά και μυτερά.
– Κοίτα! λέει η Μυρτώ. Κάτι έχει ανάμεσα στα δόντια του!
Έβαλε προσεχτικά το χέρι της και τράβηξε ένα άσπρο χαρτάκι.
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ. ΚΑΛΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ
Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τη Σταματίνα, που χτυπούσε με φόρα μια πολυθρόνα με το ξεσκονόπανο. Όσο κι αν τη σταυρώσαμε να μας πει τι ξέρει για το Νίκο, αν θα τον ξαναδούμε και πότε, εκείνη έσφιγγε πεισμωμένη τα χείλια της.
– Εμένα μη μ' ανακατεύετε, λέει. Δεν είπε η θεία σας: «Καπλάνι και Νίκος απαγορεύεται»;
Εμείς δεν την ξαναρωτήσαμε, για πολλές μέρες, όχι γιατί πιστέψαμε πως αλήθεια δεν ήξερε τίποτα, μα είχαμε φούριες με το σχολείο, που θ' άνοιγε σε μια βδομάδα. Το σχολείο που θα πηγαίναμε δεν είναι πολύ μακριά από το σπίτι μας. Βρίσκεται πάνω στην προκυμαία. Οι τάξεις, που είναι στο απάνω πάτωμα, θα μπορούν να βλέπουν τα βαπόρια που πηγαινοέρχονται. Στο μπαλκόνι έχει μια πινακίδα με τεράστια μαύρα γράμματα:
ΙΔΙΩΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ «Ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ» ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΑΝΑΣΗ
Πήγαμε, με τη μαμά και τον παππού, να γραφτούμε. Δεν ξέρω γιατί, ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται σαν μπήκαμε μέσα στο γραφείο του διευθυντή. Γύρω γύρω στο δωμάτιο στέκονταν πάνω σε ράφια βαλσαμωμένα πουλιά και στους τοίχους κρέμονταν φωτογραφίες των βασιλιάδων. Αλήθεια, δίκιο είχε η Σταματίνα: έμοιαζε με βάτραχο! Ο δικτάτοράς μας. Κοίταξα τη φωτογραφία του, που κρεμόταν τεράστια στη μέση του τοίχου, κι από κάτω ένα ραφάκι με μια βαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Ο κύριος Καρανάσης, ο διευθυντής, καθότανε στο γραφείο του και κοίταζε σοβαρός κι αγέλαστος. Φορούσε ένα μαύρο κουστούμι (σαν αυτό που έχει ο παππούς και το φοράει μόνο όταν πηγαίνει σε καμιά κηδεία). Πριν απ' όλα μίλησε με τη μαμά, για την έκπτωση, που θα έκανε στα δίδαχτρα!
– Βλέπετε, εγώ δεν ενδιαφέρομαι για το κέρδος. Θέλω να 'χω παιδιά καλών οικογενειών στο σχολείο μου.
Κοιταχτήκαμε με τη Μυρτώ, γιατί πρώτη φορά ακούγαμε πως είμαστε καλών οικογενειών! Ο κ. Καρανάσης άρχισε να μας ρωτά γραμματική και αριθμητική και είδε που απαντούσαμε σωστά. Γύρισε και είπε στον παππού:
– Σας συγχαίρω, κύριε, τις προετοιμάσατε άριστα.
Νομίζαμε πως τελείωσε η εξέταση, μα ξαφνικά ο κύριος Καρανάσης έδειξε με το χέρι του τους βασιλιάδες, στον τοίχο και ρώτησε τη Μυρτώ να του πει, ποιος είναι ο καθένας. Η Μυρτώ τους ήξερε όλους. Τις χειμωνιάτικες βραδιές, όταν είχε πολύ κρύο, η θεία Δέσποινα μας έπαιρνε στην κάμαρά της, οπού έκαιγε ένα μεγάλο, μπρούτζινο μαγκάλι, και μας άρχιζε τις ιστορίες για τους βασιλιάδες. Είχε κι ένα μεγάλο άλμπουμ με φωτογραφίες και μας τους έδειχνε έναν έναν. Εγώ βαριόμουνα πολύ, γιατί, άμα δεν είναι στα παραμύθια αλλά αληθινοί βασιλιάδες, δεν έχει καθόλου γούστο. Περίμενα πως και πως ν' ακούσω το ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ, για να καταλάβω πως τέλειωσε ο παππούς τη μελέτη του κι είχε όρεξη να διηγηθεί μύθους. Δυσκολευόμουνα, βέβαια, ν' αποφασίσω να φύγω, γιατί ήτανε τόσο ζεστά στο δωμάτιο της θείας Δέσποινας κι έπειτα, αφού τέλειωνε με τους βασιλιάδες της, άνοιγε ένα ντουλάπι και μας έδινε γλυκό πελτέ και νεραντζάκι. Στου παππού όχι μόνο δεν άναβε καμιά φωτιά, μα είχε κι ολάνοιχτο το παράθυρο και δεν είχε κανένα ντουλάπι με λιχουδιές.
Ήξερε όμως τον Άδμητο και την Άλκηστη, τον Περσέα και την Ανδρομέδα και μύθους, μύθους που δεν τέλειωναν ποτέ! Μόλις μ' έβλεπε να μπαίνω στο δωμάτιό του, έκλεινε το παράθυρο και μου 'δινε μια κουβέρτα να κουκουλωθώ. Στην αρχή έτρεμα από το κρύο και θυμόμουνα το μαγκάλι με τα φλογάτα κάρβουνα και τη Μυρτώ να κουταλιάζει το γλυκό. Μα σαν άρχιζε ο παππούς να διηγιέται, δε λυπόμουνα πιά καθόλου, ούτε για τη ζέστη ούτε για τις λιχουδιές που άφησα.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν τα ήξερε ο κύριος Καρανάσης. Δεν ήξερε πως ο παππούς αγαπούσε τον Περικλή και τη Δημοκρατία και δε χώνευε κανένα βασιλιά, ούτε αρχαίο, πόσο μάλιστα τον σημερινό, που δεν είναι καν Έλληνας, παρά μας τον κουβαλήσανε από τη Δανία, όπως έλεγε ο παππούς.
– Σας συγχαίρω, ξαναλέει, λοιπόν, ο διευθυντής νομίζοντας, πως ο παππούς έμαθε στη Μυρτώ για τους βασιλιάδες. Ύστερα, γύρισε στη Μυρτώ: Αν είσαι καλή πάντα, γρήγορα θα σε κάνουμε αρχηγό. Ο κυβερνήτης μας ίδρυσε οργάνωση νεολαίας!
--
Στο δρόμο που γυρίζαμε στο σπίτι, ο παππούς κι η μαμά δεν έβγαζαν λέξη. Η Μυρτώ κι εγώ φλυαρούσαμε. Η Μυρτώ πέταγε από τη χαρά της, που θα την κάνουν αρχηγό κι ας μην ήξερε ακόμα σε τι θα 'ναι αρχηγός.
– Εσύ κατάλαβες που θα με κάνουν αρχηγό; ρώτησε τον παππού.
– Θα τα πούμε στο σπίτι, της απάντησε κείνος και συνέχισε σιωπηλά το δρόμο.
Στο σπίτι, όμως, δεν είπαμε τίποτα, η, μάλλον πολλά, που εμείς δεν μπορούσαμε να τα καταλάβουμε. Γιατί, από τότε που έγινε δικτατορία, άλλα λέει ο μπαμπάς, άλλα ο παππούς, άλλα η θεία Δέσποινα. Μονάχα η μαμά δε μιλάει, μα το καταλαβαίνουμε πως μέσα της συμφωνεί με τον παππού. Εμένα μου φάνηκε, πάντως, πολύ αστείο να συζητάνε τόσο σοβαρά οι μεγάλοι, για το αν θα γίνει αρχηγός η Μυρτώ. Ούτε καταλάβαμε, τι είναι η οργάνωση της νεολαίας, που έλεγε ο παππούς, πως θα 'ναι φοβερό να υποχρεώσουν τα παιδιά να πάνε.
Το βράδυ, σαν πέσαμε να κοιμηθούμε, η Μυρτώ ήταν όλο χαρά και με πείραζε, που είμαι κοντά οχτώ χρονώ και δε σκέφτηκα ακόμα τι θα γίνω, σα μεγαλώσω.
– Εσύ τι θα γίνεις; Κι εσύ δεν ξέρεις! απάντησα θυμωμένα.
– Πως δεν ξέρω; Αποφάσισα να γίνω αρχηγός!
– Αυτό δεν είναι επάγγελμα!
– Και πάρα είναι!
Ήθελα να της πω τότε, πως εγώ θα γίνω συγγραφέας, μα πάλι θα μου έλεγε πως συγγραφέας γεννιέται κανείς, δε γίνεται.
– Κι εσύ γεννήθηκες αρχηγός; ρώτησα όλο φούρκα.
Η Μυρτώ κάθισε πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού και λέει όλο ύφος:
– Ο αρχηγός δεν είναι συγγραφέας, ο αρχηγός μπορεί να γεννηθεί οτιδήποτε.
Εκεί στα κάγκελα τη βρήκε η Σταματίνα, σαν μπήκε στο δωμάτιό μας να κλείσει τα πατζούρια.
– Θα πιάσει μπόρα. Φύλαξε, θεέ μου, όποιον ταξιδεύει απόψε, μουρμούρισε.
Ξαφνικά, θυμήθηκε το Νίκο. Που να βρίσκεται άραγε; Και από το καπλάνι κανένα μήνυμα.
– Μήπως ο Νίκος ταξιδεύει απόψε; ρώτησα.
– Που σου 'ρθε, παιδάκι μου! έκανε κείνη ξαφνιασμένη.
– Γιατί είπες: Φύλαγε, θεέ μου, όποιον ταξιδεύει;
– Δεν ταξιδεύει, λέει τότε η Σταματίνα σοβαρά, μα πλέει σε φουρτούνες...
Έπειτα, το 'κλεισε πάλι το στόμα της κι ας ρωτούσαμε όσο θέλαμε να μάθουμε τι απόγινε ο Νίκος!
– ΛΥ-ΠΟ για το Νίκο, ΕΥ-ΠΟ, που θα πάμε σχολείο, λέει η Μυρτώ, σα μείναμε μόνες.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απαντάω εγώ, γιατί για το σχολείο δε χαιρόμουνα πιά. Ίσως φταίγανε οι βασιλιάδες κι οι βαλσαμωμένες κουκουβάγιες.
————
Την πρώτη Οχτωβρίου ο δρόμος γέμισε παιδιά με μπλε και μαύρες ποδιές. Εμείς φορούσαμε μπλε, με άσπρα γιακαδάκια. Τη δική μου δασκάλα τη λένε κυρία Ειρήνη και το παιδί που κάθεται πλάι μου στο θρανίο το λένε Αλέξη. Πολύ θα ήθελα να του πιάσω κουβέντα κάθε φορά, πριν μπει η κυρία Ειρήνη στην τάξη, μα κείνος καθόταν έτσι, που μου είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη. Πρόσεξα την ποδιά του που ήταν παλιά, ξεθωριασμένη, και τα παπούτσια του καταφαγωμένα στις μύτες. Σκέφτηκα, πως δε θα γίνουμε φίλοι κι έλεγα, τι καλά αντί του Αλέξη να πηγαίναμε με το Νώλη στο ίδιο σχολείο!
Είχε αρχίσει πιά το μάθημα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα στην τάξη ο κύριος Καρανάσης.
– Κυρία Ειρήνη, είπε στη δασκάλα μας, θα έχετε ακόμη μια μαθήτρια. Γόνο μιας των καλυτέρων οικογενειών της κοινωνίας μας.
Ήταν η Πιπίτσα! Κι ο κύριος Καρανάσης συνέχιζε να λέει χίλια δυό καλά γι' αυτή. Που να 'ξερε, πως αυτή ήτανε προδότρα και ψεύτρα.
Στο διάλειμμα η Πιπίτσα μου έκανε χαρές. Πήγαινε, λέει, σε άλλο σχολείο, μα σαν έμαθε πως ερχόμαστε εμείς σ' αυτό, χάλασε τον κόσμο να τη φέρουν κι εκείνη. Έτσι, θα 'χα όλο το χειμώνα το «μεγάλο μπελά» κοντά μου! Στο τελευταίο διάλειμμα με πλησίασε ο Αλέξης. Είναι ψηλός ψηλός, αδύνατος και πολύ χλωμός.
– Πως σε λένε; ρώτησε.
– Μέλισσα.
– Εκείνη η χοντρή (εννοούσε την Πιπίτσα), άκουσα πως σε φώναξε αλλιώς.
– Με είπε Μέλια. Είναι το χαϊδευτικό μου.
– Εγώ πως να σε φωνάζω;
– Όπως θέλεις.
– Μέλισσα τότε, Μέλια δε θα πει τίποτα.
– Έτσι λέει κι ο Νίκος.
– Ποιος είναι αυτός;
– Είναι... είναι ένα παιδί στη γειτονιά μας, είπα κομπιάζοντας και κοκκίνισα για το ψέμα.
Ύστερα ο Αλέξης με ρώτησε κάτι, που δεν το περίμενα καθόλου. Ρώτησε αν πληρώνουμε με έκπτωση, η κανονικά δίδαχτρα. Εγώ πήγα να θυμώσω. Τι τον ένοιαζε τι πληρώνουμε στο σχολείο; Μα κείνος δεν άφησε ν' απαντήσω, μόνο μου είπε ψιθυριστά σχεδόν:
– Εγώ είμαι με έκπτωση κι αν δε διορθωθώ στην αριθμητική φέτος, θα μ' αφήσουν στην ίδια τάξη.
– Καλά κι αν δεν ήσουνα με «έκπτωση», πως θα πέρναγες την τάξη; απόρησα εγώ.
Κι ο Αλέξης μου διηγήθηκε τα πιο παράξενα πράγματα, που συμβαίνουνε στο σχολείο του κυρίου Καρανάση. Εκείνος είναι από την πρώτη τάξη σ' αυτόν και ξέρει. Όποιο παιδί πληρώνει κανονικά δίδαχτρα δεν τ' αφήνουν ποτέ στην ίδια τάξη κι ας είναι κουμπούρας. Όποιος είναι με έκπτωση, λιγάκι να μην πάει καλά κιν-δυ-νεύ-ει. Το είπε έτσι ο Αλέξης το «κινδυνεύει», τονίζοντας μια μια τι: συλλαβές, που τρόμαξα.
– Και μείς είμαστε με έκπτωση, τόλμησα να πω.
– Ποιοι εσείς;
– Εγώ και η αδελφή μου. Έχω μια αδελφή στην πέμπτη τάξη. Αυτή δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Είναι πολύ καλή μαθήτρια. Ξέρει και πόσους στήμονες έχει η μηλέα.
– Είσαι καυχησιάρα!
Πήγα να του απαντήσω, μα χτύπησε κείνη την ώρα το κουδούνι να μπούμε στην τάξη.
Δεν καλοάρχισε το μάθημα και μπήκε πάλι στην τάξη ο κύριος Καρανάσης με τη μαμά της Πιπίτσας αυτή τη φορά. Η μαμά της Πιπίτσας άρχισε να κάθεται σ' ένα ένα τα θρανία, για να δει, που δε φυσάει κι από που βλέπει καλύτερα στον πίνακα, για να βάλουν εκεί την Πιπίτσα να καθίσει. Ευτυχώς δεν τη βάλανε μαζί μου. Όχι πως είμαι ενθουσιασμένη, που κάθομαι με τον Αλέξη, μα από την Πιπίτσα...!
– Κανονικά δίδαχτρα, μου ψιθυρίζει ο Αλέξης και γνέφει το κεφάλι κατά τη μεριά της Πιπίτσας.
--
– Πολύ το αγαπώ το σχολείο μας! λέει η Μυρτώ το μεσημέρι, την ώρα που καθίσαμε όλοι μας στο τραπέζι.
– Δεν το αγαπώ καθόλου αυτό το σχολείο, λέω. Μονάχα η δασκάλα μας μοιάζει πολύ καλή.
– Ας συμφωνούσατε μια φορά σε κάτι! μας μάλωσε ο μπαμπάς.
Η Μυρτώ ήτανε ενθουσιασμένη, γιατί δεν κάνανε σχεδόν καθόλου μάθημα, αλλά μάζεψαν πέντε έξι παιδιά από την τάξη τους και από τις μεγάλες τάξεις και τους μίλησε ο κύριος Καρανάσης, πως πρέπει να λάχει η τιμή στο σχολείο μας να οργανώσει μια από τις πρώτες φάλαγγες της «Νεολαίας», που ίδρυσε ο δικτάτοράς μας.
– Σας είπανε, πως είναι υποχρεωτικό; ρώτησε ο παππούς.
– Όχι όποιος θέλει. Μα, αν πάμε μείς από τώρα, θα μας κάνουν αρχηγούς με τρία χρυσά άστρα. Να σαν κι αυτά.
Άνοιξε η Μυρτώ τη φούχτα της κι είχε μέσα τρία αστέρια, που έλαμπαν σαν αληθινό χρυσάφι.
– Που τα βρήκες; ρώτησε η μαμά.
– Στο ψιλικατζίδικο.
Η αλήθεια είναι πως της Μυρτώς της αρέσουνε πολύ τα γυαλιστερά πράγματα. Έχει ένα ολόκληρο κουτί με χρυσά πενάκια κι αλίμονο, αν δεν έχεις να γράψεις, και της ζητήσεις κανένα. Όταν μας δίνουν, καμιά φορά, λεπτά να πάρουμε ό,τι θέμε, η Μυρτώ θα πάει στο ψιλικατζίδικο και θα πάρει ό,τι... χρυσό βρει.
– Αφού δεν είναι υποχρεωτικό, λέει ο παππούς σοβαρά, να καθίσεις στ' αυγά σου κι ας λάχει σε άλλους η τιμή να είναι οι πρώτοι. Ελπίζω κι ο μπαμπάς σου να 'χει την ίδια γνώμη.
– Μόνον αργότερα, αν είναι υποχρεωτικό, συμφωνεί κι ο μπαμπάς.
– Τότε θα 'χουν γίνει όλοι και δε θα γίνω πιά αρχηγός! κλαψουρίζει η Μυρτώ.
– Γιατί κόβετε την πρωτοβουλία του παιδιού; μπήκε στην κουβέντα κι η θεία Δέσποινα.
Μα ο παππούς τη διέκοψε, όπως εκείνη τη μέρα, που έγινε δικτατορία:
– Λες ανοησίες, Δέσποινα!
Το βράδυ, η Μυρτώ έβαλε τα τρία αστέρια κάτω από το μαξιλάρι της κι έλεγε κλαίγοντας: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Μια μέρα, γυρνώντας από το σχολείο, βρήκαμε το Νώλη να κάνει μάθημα με τον παππού.
– Να δεις που θα 'ρθει κι η Άρτεμη, λέω στη Μυρτώ.
Καθίσαμε να κάνουμε τα μαθήματά μας γρήγορα γρήγορα και, σχεδόν πριν τελειώσουμε, έφτασε η Άρτεμη.
– Ήρθες να μάθεις ράψιμο; την πειράξαμε.
– Όχι, θα 'ρχεται ο κυρ Νώλης να σας βλέπει κι εγώ θα κάθομαι στο Λαμαγάρι, ψευτόκλαψε κείνη.
Η θεία Δέσποινα είχε βγει στα μαγαζιά κι έτσι η Σταματίνα μας άνοιξε τη μεγάλη σάλα, να δει η Άρτεμη το καπλάνι, Εκείνη ούτε του έδωσε σημασία.
Κοίταζε τον πολυέλαιο, που κρεμόταν στη μέση του ταβανιού, άγγιξε με το χέρι της τις βελουδένιες πολυθρόνες κι ύστερα ξετρελάθηκε να κοιτιέται στο μεγάλο καθρέφτη, με τη χρυσή του κορνίζα.
– Γειά σου, γλυκιά μου Άρτεμη! χαιρετούσε τον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη και μια έκανε υποκλίσεις, μια χόρευε.
– Μαρή σείς, μας λέει, πρώτη φορά βλέπω πως είμαι ολόκληρη.
Και δώστου να φέρνει βόλτες γύρου γύρου και να χορεύει.
Της Σταματίνας τα μάτια έτρεχαν δάκρυα, όσο την έβλεπε.
– Το πουλάκι μου, το πουλάκι μου, έλεγε. Να μην έχει δει ούτε πως είναι στον καθρέφτη!
– Όχι δα! γελάει η Άρτεμη. Τη μούρη μου τη βλέπω όλη ώρα. Μου 'χει φέρει ο πατέρας ένα καθρέφτη της τσέπης. Μα δεν ήξερα, πως είναι έτσι ωραίο να βλέπεις τον εαυτό σου ολάκερο. Καλέ, σαν κινηματογράφος! Είδα πέρυσι, μια φορά στη χώρα και τρελάθηκα, έτσι που κουνιούνταν οι φωτογραφίες, σαν αληθινοί άνθρωποι!
Στο τέλος κοίταξε και το καπλάνι,
– Σαν ζωντανό μοιάζει, μουρμούρισε.
Η Άρτεμη δεν ήθελε να ξεκολλήσει από τη σάλα κι έλεγε, πως τώρα, άμα θ' ακούει στα παραμύθια για τα παλάτια των βασιλιάδων, θα ξέρει πως μοιάζουν σα τη δίκιά μας σάλα. Που να την άκουγε η θεία Δέσποινα που όλο γκρινιάζει, πως πρέπει ν' αλλάξουμε τα έπιπλα. Το βελούδο στις πολυθρόνες ξεθώριασε πιά και ξέφτισε, οι σούστες του καναπέ χαλαρώθηκαν κι ο μπουφές, η κονσόλα, έχουν γεμίσει τρυπίτσες τρυπίτσες από το σαράκι, που τρώει το ξύλο τόσα χρόνια τώρα.
Ο Νώλης στο μεταξύ τέλειωσε το μάθημα και βιαζότανε να φύγει, να φτάσει στο Λαμαγάρι, πριν σκοτεινιάσει. Έκτος από τη θάλασσα, είχε κι ένα δρόμο από τη στεριά, που πήγαινε για το Λαμαγάρι. Ήταν ένας δρόμος κακοτράχαλος, όλο πέτρα.
– Κάθισε να πάμε μαζί, με τη βάρκα, του λέει η Άρτεμη. Σε λίγο θα 'ρθει ο πατέρας να με πάρει.
– Και το ράψιμο; της λέει η Σταματίνα. Η κυρία δε γύρισε ακόμα. Γιατί, όμως, δε μαθαίνεις κι εσύ γράμματα με το Νώλη; τη ρώτησε υστέρα.
– Γιατί, τότε είναι που δε θα με χωράει το τσαρδάκι μας και το Λαμαγάρι,
Πως μιλάει, καμιά φορά, σαν μεγάλη η Άρτεμη έτσι που νομίζεις πως δεν είναι παιδί.
Ο Νώλης και η Άρτεμη μας είπανε τα νέα του Λαγαμαριού. Εδώ και πέντε μέρες ζούνε τρεις ξένοι εκεί. Τους πήγανε μια μέρα οι χωροφύλακες και νοίκιασαν ένα μικρό καμαράκι, στο τσαρδάκι του Νώλη.
– Είναι εξόριστοι κομμουνιστές, λέει ο Νώλης και με κοιτάζει καλά καλά, σα να ήθελε να ρωτήσει αν έχω φυλάξει το μυστικό του.
– Καλέ, μπολσεβίκοι είναι, έτσι είπε ο κυρ Παντελής ο χωροφύλακας, πετάγεται η Άρτεμη. Αν τους δείξεις, λέει, σταυρό, πέφτουνε χάμω ξεροί.
– Λες βλακείες! θυμώνει ο Νώλης.
Δεν ξέρω γιατί μα ο νους μου πέταξε στο Νίκο. Δεν ξέρουμε, αν είναι καν στη χώρα. Η Σταματίνα μπορεί κάτι να ξέρει, μα, σαν τη ρωτήσω, θα απαντήσει πάλι με τα λόγια της θείας Δέσποινας: Καπλάνι και Νίκος απαγορεύεται.
—————
Τρεις μέρες δεν ερχότανε σχολείο ο Αλέξης και η κυρία Ειρήνη μου είπε να πάω να ρωτήσω στο σπίτι του, αν είναι άρρωστος. Ίσως να έμεινε με τον μπαμπά του, συλλογίστηκα. Γιατί μου 'λεγε, πως πριν λίγες μέρες ήρθε ο μπαμπάς του από την Αθήνα. Δούλευε εκεί, μα τώρα θα μένει μαζί τους στο νησί. Το σπίτι του Αλέξη είναι δυο στενά πιο κάτω από το δικό μας. Μια φορά, πήγα ως εκεί μαζί του, για να μου δώσει ένα βιβλίο, μα δε μ' άφησε να μπω μέσα. Περίμενα απέξω, στο πεζοδρόμιο, και σαν μου έφερε το βιβλίο, μου λέει:
– Θέλεις να σου δείξω τη γάτα μου; Είναι της Αγκύρας.
Εγώ ήθελα. Και νόμισα, πως θα μου 'λεγε να μπω στο σπίτι του να τη δω. Μα κείνος χάθηκε πάλι στην πόρτα κι εγώ περίμενα πάλι στο δρόμο. Γύρισε αμέσως, αλλά χωρίς τη γάτα.
– Δεν τη βρήκα, λέει, Θα σ' τη δείξω καμιά άλλη φορά.
Γι' αυτό, όταν χτύπησα σήμερα το κουδούνι, χτυπούσε κι η καρδιά μου δυνατά κι έλεγα, μήπως βγει ο ίδιος ο Αλέξης και με κοιτάξει με το χλωμό χλωμό του πρόσωπο και πει:
– Τι θέλεις στην πόρτα μου;
Άνοιξε όμως η μαμά του. Είχε έρθει μια φορά να τον πάρει από το σχολείο και την είδα. Φορούσε ένα παλιό φόρεμα κι από πάνω μια ξεθωριασμένη κλαδωτή ποδιά. Με κοίταξε παράξενα, σαν να ρωτούσε τι θέλω.
– Με έστειλε η δασκάλα μας... η κυρία Ειρήνη, κατόρθωσα να πω. Να ρωτήσου για τον Αλέξη... αν είναι άρρωστος.
– Πέρασε να τον δεις, χαμογελάει εκείνη και παραμέρισε στην πόρτα.
Εγώ στάθηκα και δεν ήξερα τι να κάνω.
– Έλα μαζί μου, λέει η μαμά του Αλέξη και με πήρε από το χέρι,
Κατεβήκαμε μερικά σκαλιά και περάσαμε ένα μακρύ διάδρομο, που μόλις είχε χώρο να σταθεί κανείς, γιατί δεξιά κι αριστερά, χάμω στο πάτωμα, ήτανε στοιβαγμένα βιβλία, που έφταναν σχεδόν ως το ταβάνι. Η μαμά του Αλέξη άνοιξε μια πόρτα και μπήκαμε σ' ένα δωμάτιο. Κι εκεί είχε βιβλία, παντού βιβλία, κατάχαμα, πάνω σ' ένα μπαούλο, σε κάτι ράφια, ως και στο περβάζι του παραθύρου.
Τότε είδα για πρώτη φορά τον μπαμπά του Αλέξη. Καθότανε σ' ένα τραπέζι κι έγραφε. Είχε αναμμένη τη λάμπα, παρ' όλο που έξω έλαμπε ο ήλιος. Από το παράθυρο δεν έμπαινε σταλιά φως, γιατί το σπίτι ήταν υπόγειο.
– Δημήτρη, λέει η μαμά του Αλέξη, ήρθε ένα κοριτσάκι από την τάξη του Αλέξη, την έστειλε η δασκάλα να ρωτήσει...
Εκείνος σήκωσε τα μάτια του για να με δει και τότε εγώ ξαφνικά κατάλαβα. Ήτανε συγγραφέας... ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ.
– Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου; ρωτούσανε τα παιδιά στο σχολείο τον Αλέξη.
– Τίποτα, γράφει, απαντούσε κείνος.
Δεν είχε πάει ο νους μου πως μπορεί να ήτανε συγγραφέας, μα τώρα το έβλεπα. Ήτανε χλωμός, σαν τον Αλέξη, μόνο που δεν είχε μακριά μαλλιά κι έγραφε με στυλό, αντί φτερό, όπως είχα δει μια φορά σ' ένα βιβλίο του παππού μια ζωγραφιά. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα συγγραφέα και τον κοίταζα μαρμαρωμένη. Εκείνος δεν έλεγε τίποτα κι εγώ, δεν ξέρω γιατί, άρχισα να τον φοβάμαι. Κι είπα μέσα μου, πως ποτέ, ποτέ δε θα γίνω συγγραφέας!
– Φαίνεται, πως σε φοβήθηκε η μικρή, είπε η μαμά του Αλέξη χαμογελώντας.
Τότε χαμογέλασε και κείνος. Τα μάτια του, σαν να ζωντάνεψαν ξαφνικά, γίνανε πολύ γελαστά και γύρω γύρω γέμισαν ψιλές ψιλές ζάρες.
– Εσύ είσαι που σε λένε Μέλισσα; ρώτησε.
– Μάλιστα, είπα ξεθαρρεμένα και χάρηκα που ο Αλέξης του είχε μιλήσει για μένα.
Πάνω στο ντιβάνι, κάτω από την κουβέρτα, κάτι σάλεψε. Δεν είχα πάρει είδηση, πως ήτανε κειδά κουλουριασμένος ο Αλέξης, με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια.
– Είναι άρρωστος; ρώτησα.
Ο Αλέξης ούτε κουνήθηκε. Η μαμά του πήγε κοντά του.
– Δε θα μιλήσεις στη Μέλισσα;
Ο μπαμπάς του άρχισε να του λέει ένα σωρό πράγματα κι εγώ τίποτα δεν μπορούσα να καταλάβω. Τού 'λεγε, πως πρέπει να 'ναι περήφανος, που δεν έχει καινούρια παπούτσια και πώς ο κύριος Καρανάσης πρέπει να ντρέπεται που του είπε: «Να μη σε ξαναδώ μ' αυτά τα σαράβαλα». Κι έλεγε ακόμα, πως εκείνος έφυγε από την Αθήνα κι άφησε την εφημερίδα που δούλευε γιατί δεν μπορούσε να γράφει αυτά που θέλουν εκείνοι και, καλύτερα, όλη η οικογένεια να περπατάει ξυπόλητη.
Μιλούσε πολύ δυνατά. Η μαμά του Αλέξη σηκώθηκε κι έκλεισε την πόρτα του δωματίου.
– Σιγά, Δημήτρη, μην ακούσει κανείς, είπε κι άρχισε να κλαίει.
Εγώ άρχισα να λέω πάλι, μέσα μου, πως ποτέ δε θα γίνω συγγραφέας... Μα ξαφνικά κατάλαβα: ο Αλέξης δεν ερχότανε σχολείο, γιατί είχε παπούτσια σαράβαλα. Τότε θυμήθηκα τα... βασανάκια της Μυρτώς. Η Μυρτώ χάλασε τον κόσμο να της πάρουν κάτι παπούτσια με κορδόνι —ολόιδια αγορίστικα. Η θεία Δέσποινα της τ' αγόρασε.
– Μου ορκίζεσαι, πως δε θα πεις τίποτε σε κανένα; μου λέει η Μυρτώ, την πρώτη κιόλας μέρα που τα φόρεσε.
Εγώ έδωσα το λόγο μου.
– Με χτυπάνε στις μύτες.
Έτσι, τα φοράει πότε πότε, για να μην τη ρωτήσει η μαμά τι τα έκανε, αφού τα ήθελε τόσο. Και όταν τα βάζει, λέει:
– Ας βάλω τα βασανάκια μου, σήμερα.
Έπρεπε να τα πω ολ' αυτά, να ρωτήσω ακόμα και τι νούμερο παπούτσι φοράει ο Αλέξης, μα ο μπαμπάς του ξανάγινε σοβαρός κι αμίλητος, η μαμά του έκλαιγε κι ο Αλέξης δε σάλευε μπρουμυτισμένος στα μαξιλάρια.
– Σε λένε, λοιπόν, Μέλισσα, έκοψε τη σιωπή ο μπαμπάς του, και πάλι τα μάτια του γίνανε γελαστά και γέμισαν ψιλές ζάρες γύρω γύρω.
Εγώ είπα, πως μ' έβγαλε ο παππούς, γιατί λέγανε τη γιαγιά και μιάν αρχαία βασίλισσα.
– Εσύ τους αγαπάς τους βασιλιάδες; ρωτάει ο μπαμπάς του Αλέξη.
Έμενα μ' έπιασε η φλυαρία μου και τα είπα όλα. Για τη θεία Δέσποινα και τη Μυρτώ, που τους αγαπάνε τους βασιλιάδες, για μένα και τον παππού, που δεν τους θέμε. Είπα ακόμα και για τον μπαμπά, που φοβήθηκε μη χάσει τη θέση του, σαν έγινε δικτατορία, και μας έβαλε ν' αλλάξουμε το όνομα του γατιού μας. Είπα και για τη Μυρτώ και τα αστέρια της, που θέλουνε να την κάνουνε αρχηγό κι ο παππούς είπε, «αφού δεν είναι υποχρεωτικό, να καθίσει στ' αυγά της». Μίλησα για το καπλάνι της βιτρίνας, για την Άρτεμη, που θαρρούσε πως η σάλα μας, με τις ξεφτισμένες βελούδινες πολυθρόνες, ήτανε σαν το παλάτι των βασιλιάδων στα παραμύθια. «Ο ξάδελφός μας ο Νίκος», πήγα να πω, μα στάθηκα και κοίταξα χαμένη γύρω μου.
Ο Αλέξης είχε βγάλει το κεφάλι του από τα μαξιλάρια, κι ανασκουμπισμένος με τους αγκώνες στο ντιβάνι, καθότανε και μ' άκουγε. Η μαμά του δεν έκλαιγε πιά, γελούσε κιόλας, κι ο μπαμπάς του γελούσε, γελούσε.
– Τι νούμερο παπούτσι φοράς, Αλέξη, άλλαξα κουβέντα βιαστικά και μίλησα για τα βασανάκια της Μυρτώς. Ο μπαμπάς του σηκώθηκε και με φίλησε στα δυό μάγουλα, υστέρα έγινε σοβαρός:
– Ίσως φταίω εγώ, Μέλισσα, που σε ρώτησα για τους βασιλιάδες, μα σε ξένους δεν πρέπει να μιλάς γι' αυτά τα πράγματα.
– Λέτε να χάσει ο μπαμπάς τη θέση του στην Τράπεζα; τον ρώτησα τρομοκρατημένη.
– Ησύχασε, λέει εκείνος. Δε θα γίνει τίποτα κακό. Εμείς είμαστε φίλοι σου, μα μη μιλάς σε ξένους.
– Δε μοιάζουν με κοριτσίστικα; μίλησε για πρώτη φορά ο Αλέξης.
– Καθόλου! τον καθησυχάζω. Ολόιδια αγορίστικα.
– Για λίγες μέρες... αν αφήνει η μαμά σου, λέει η μαμά του Αλέξη. Ύστερα, θα τα καταφέρουμε να του πάρουμε καινούρια.
Εγώ είπα πως η μαμά θα χαρεί, γιατί δεν της άρεσαν καθόλου για κορίτσι. Όσο για τη Μυρτώ, αυτή μονάχα τα χρυσά της πενάκια δε δίνει σε κανένα, και τ' άστρα της, όλα τ' άλλα πράγματά της δεν τη νοιάζει να τα χαρίζει.
– Η αδελφή σου είναι αυτή που ξέρει πόσους στήμονες έχει η μηλέα; γέλασε ο μπαμπάς του Αλέξη.
Μα όλα του τα είχε πει αυτός ο Αλέξης!...
Ο Αλέξης έβαλε τα «σαράβαλά» του, για να 'ρθει να πάρει τα «βασανάκια» της Μυρτώς, μη χάσει κι αύριο το σχολείο.
– Δε θα μπω μέσα στο σπίτι σου, γιατί ντρέπομαι, θα περιμένω στο δρόμο, μου είπε.
Κι όλη την ώρα που πηγαίναμε σπίτι, μου έλεγε:
– Να πεις στην αδελφή σου, για τρεις μέρες μόνο. Μετά θα μου πάρουνε.
Θαρρώ, πως θα προτιμούσε χίλιες φορές να φορεί τα «σαράβαλά» του, παρά να ζητάει ξένα παπούτσια, μα ο κύριος Καρανάσης έλεγε, πως είναι ντροπή για ολόκληρο το σχολείο να φορεί ο Αλέξης τέτοια παπούτσια. Αυτό καθόλου δεν το κατάλαβα.
– Πως σου φάνηκε ο μπαμπάς μου; Δεν είναι σπουδαίος; με ρώτησε ο Αλέξης, αφού είχαμε φτάσει πιά κοντά στο σπίτι.
– Καλός είναι, του λέω.
Όμως μέσα μου δεν ήξερα αν θέλω να γίνω συγγραφέας.
—————
Το βράδυ, σαν πέσαμε στα κρεβάτια μας, διηγήθηκα στη Μυρτώ για το σπίτι του Αλέξη:
– Είναι αληθινός συγγραφέας ο μπαμπάς του. Το γραφείο του είναι γεμάτο βιβλία και σκόνη. Εκείνος φορεί σακάκι με τρύπιους αγκώνες και γράφει με το φως της λάμπας, ενώ έξω φέγγει ο ήλιος.
– Εγώ δε θέλω να 'χαμε μπαμπά συγγραφέα, λέει η Μυρτώ. Γιατί, τότε, μπορεί να τρέχαμε και μείς στις γειτονιές να ζητάμε δανεικά παπούτσια.
Δεν της απάντησα, γιατί δεν ήξερα τι να πω, θυμήθηκα πως μου άρεσε πολύ έτσι όπως μιλούσε μαζί μου ο μπαμπάς του Αλέξη σαν να 'μασταν δυό φίλοι.
– ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! καληνυχτίζω τη Μυρτώ.
Είχα δει πρώτη φορά στη ζωή μου συγγραφέα και γι' αυτό ήμουνα ΕΥ-ΠΟ.
– ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απαντάει η Μυρτώ. Σήμερα είπα στον κύριο Καρανάση, πως δε θα γίνω η πρώτη φαλαγγίτισσα... έτσι, δε θα γίνω κι αρχηγός.