III. Τα λόγια του Χούριν και του Μόργκοθ
Με εντολή του Μόργκοθ, οι Ορκ μάζεψαν με μεγάλο μόχθο όλα τα κουφάρια των εχθρών τους και όλες τις πανοπλίες και τα όπλα τους, και τα στοίβαξαν σ' ένα σωρό στη μέση της πεδιάδας του Ανφάουγκλιθ, ένα μεγάλο λόφο που φαινόταν από μακριά, και οι Έλνταρ τον ονόμασαν Χάουδ-εν-Νίρναεθ. Αλλά χορτάρια φύτρωσαν και μεγάλωσαν, ψηλά και πράσινα, πάνω σ' εκείνον το λόφο μόνο από όλη την έρημο. Και κανένας υπηρέτης του Μόργκοθ δεν πάτησε ξανά το χώμα όπου σκούριασαν και θρυμματίστηκαν θαμμένα τα ξίφη των Έλνταρ και των Εντάιν. Το βασίλειο του Φίνγκον δεν υπήρχε πια και οι Γιοι του Φέανορ περιπλανιούνταν σαν φύλλα στον άνεμο. Στο Χίθλουμ δεν επέστρεψε κανείς από τους άνδρες του Οίκου του Χάντορ, ούτε έφτασαν νέα για τη μάχη και τη μοίρα των αρχόντων τους.
Αλλά ο Μόργκοθ έστειλε εκεί Ανθρώπους που είχε υπό την εξουσία του, τους μελαψούς Ανατολίτες. Και τους έκλεισε σ' εκείνη τη χώρα και τους απαγόρευε να βγουν. Το μόνο που τους έδωσε από τις πλούσιες ανταμοιβές που τους είχε υποσχεθεί για την προδοσία τους σε βάρος του Μαέδρος ήταν να λεηλατούν και να βασανίζουν τα παιδιά και τις γυναίκες του λαού του Χάντορ. Τα απομεινάρια από τους Έλνταρ του Χίθλουμ, όλοι όσοι δεν διέφυγαν στις ερημιές και τα βουνά, τους πήγε στην Άνγκμπαντ και τους έβαλε να δουλεύουν σαν δούλοι στα ορυχεία. Αλλά οι Ορκ κινούνταν ελεύθερα σε όλο το Βορρά και κατέβαιναν όλο και πιο νότια μπαίνοντας στο Μπελέριαντ. Εκεί απόμεναν ακόμη το Ντόριαθ και το Νάργκοθροντ. Όμως ο Μόργκοθ δεν τους έδινε σημασία, είτε γιατί ήξερε ελάχιστα πράγματα για αυτά τα μέρη είτε γιατί δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα τους στα σχέδια της κακίας του. Αυτός που απασχολούσε συνεχώς τη σκέψη του ήταν ο Τούργκον.
Οδηγήθηκε, λοιπόν, ο Χούριν μπροστά στον Μόργκοθ, γιατί ο Μόργκοθ ήξερε χάρη στις απόκρυφες τέχνες του και τους κατασκόπους του ότι ο Χούριν είχε τη φιλία του βασιλιά και ήθελε να τον φοβίσει με τα μάτια του. Αλλά ο Χούριν δεν έδειχνε φόβο και αψηφούσε τον Μόργκοθ. Έτσι ο Μόργκοθ τον αλυσόδεσε και τον υπέβαλε σε αργά βασανιστήρια. Μετά από λίγο όμως εμφανίστηκε να του προσφέρει την ελευθερία να πάει όπου θέλει, ή να του δίνει την εξουσία και την υψηλότερη ιεραρχική θέση από τους αρχηγούς του, αν του αποκάλυπτε πού βρισκόταν το οχυρό του Τούργκον και ό,τι άλλο γνώριζε για τα σχέδια του βασιλιά. Αλλά ο Χούριν ο Σταθερός τον χλεύασε λέγοντας:
“Τυφλός είσαι, Μόργκοθ Μπαούγκλιρ, και τυφλός θα μείνεις πάντα, βλέποντας μόνο το σκοτάδι. Δεν γνωρίζεις τι κυβερνά τις καρδιές των Ανθρώπων και, ακόμη κι αν το γνώριζες, δεν θα μπορούσες να το δώσεις. Όποιος αποδέχεται τις προτάσεις του Μόργκοθ είναι ανόητος. Θα πάρεις πρώτα αυτό που ζητάς, μα δεν θα δώσεις αυτό που υποσχέθηκες. Και αν σου έλεγα αυτό που μου ζητάς, η μοναδική μου ανταμοιβή θα ήταν ο θάνατος”.
Τότε ο Μόργκοθ γέλασε και είπε:
“Σε λίγο μπορεί να εκλιπαρείς να σου κάνω δώρο το θάνατο”. Μετά πήγε τον Χούριν στο Χάουδ-εν-Νίρναεθ και, καθώς ήταν πρόσφατα φτιαγμένο, το τύλιγε η δυσωδία του θανάτου. Και ο Μόργκοθ οδήγησε τον Χούριν στην κορφή του και του είπε να κοιτάξει δυτικά προς το Χίθλουμ και να σκεφτεί τη γυναίκα του και το γιο του και τους υπόλοιπους συγγενείς του.
“Γιατί τώρα ζουν στο βασίλειό μου”, είπε ο Μόργκοθ, “και είναι στο έλεός μου”.
“Δεν έχεις έλεος”, απάντησε ο Χούριν, “Αλλά δεν θα φτάσεις στον Τούργκον μέσα από αυτούς. Γιατί δεν γνωρίζουν τα μυστικά του”.
Τότε οργή πλημμύρισε τον Μόργκοθ και του είπε:
“Μπορώ όμως να φτάσω σ' εσένα και σ' όλο τον καταραμένο οίκο σου. Και θα σπάσεις και θα υποκύψεις στη θέλησή μου, έστω κι αν είστε όλοι φτιαγμένοι από ατσάλι”. Και πήρε ένα μακρύ σπαθί που κειτόταν εκεί και το έσπασε μπροστά στα μάτια του Χούριν και ένα θραύσμα τραυμάτισε το πρόσωπό του. Αλλά ο Χούριν δεν τρόμαξε. Τότε ο Μόργκοθ άπλωσε το μακρύ του χέρι προς το Ντορ-λόμιν και καταράστηκε τον Χούριν και τη Μόργουεν και τα παιδιά τους λέγοντας:
“Ιδού! Η σκιά της σκέψης μου θα απλώνεται πάνω τους όπου κι αν πάνε και το μίσος μου θα τους καταδιώκει ως τα πέρατα του κόσμου” .
Αλλά ο Χούριν είπε:
“Μιλάς μάταια. Γιατί δεν μπορείς να τους δεις ούτε να τους κυβερνήσεις από μακριά. Δεν μπορείς όσο έχεις αυτήν τη μορφή και επιθυμείς ακόμη να είσαι βασιλιάς ορατός πάνω στη γη”.
Τότε ο Μόργκοθ γύρισε στον Χούριν και είπε:
“Ανόητε, μικρέ μεταξύ των Ανθρώπων, των πιο ασήμαντων απ' οτιδήποτε εκφέρει λόγο! Έχεις δει τους Βάλαρ, έχεις μετρήσει τη δύναμη του Μάνγουε και της Βάρντα; Γνωρίζεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σκέψη τους; Ή νομίζεις ίσως ότι η σκέψη τους σε προστατεύει και μπορεί να σε θωρακίσει από μακριά; “
“Δεν ξέρω”, απάντησε ο Χούριν, “Αλλά μπορεί να είναι και έτσι, αν το θέλουν, Γιατί ο Αρχαίος Βασιλιάς δεν θα εκθρονιστεί όσο αντέχει η Άρντα”.
“Το είπες”, είπε ο Μόργκοθ, “ ο Αρχαίος Βασιλιάς είμαι Εγώ, Ο Μέλκορ, πρώτος και ισχυρότερος από όλους τους Βάλαρ, αυτός που υπήρξε πριν από τον κόσμο και τον δημιούργησε. Η σκιά του σκοπού μου απλώνεται στην Άρντα και όλα όσα υπάρχουν υποκύπτουν αργά και σίγουρα στη θέλησή μου. Αλλά όλους όσους αγαπάς η σκέψη μου θα τους βαραίνει σαν ένα σύννεφο Καταδίκης και θα τους βυθίσει στο σκοτάδι και την απόγνωση. Όπου κι αν πάνε, θα εμφανίζεται το κακό. Κάθε φορά που μιλούν, τα λόγια τους θα φέρνουν κακές συμβουλές. Ό,τι κι αν κάνουν θα στρέφεται εναντίον τους. Θα πεθάνουν χωρίς ελπίδα και θα καταριούνται και τη ζωή και το θάνατο”.
Αλλά ο Χούριν απάντησε:
“Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Αυτά τα έλεγες πριν από πολύν καιρό στους πατέρες μας. Αλλά ξεφύγαμε από τη σκιά σου. Και τώρα διαθέτουμε γνώση για σένα, γιατί είδαμε τα πρόσωπα που έχουν δει το Φως και ακούσαμε τις φωνές που έχουν μιλήσει με τον Μάνγουε. Πριν από την Άρντα υπήρχες, ναι, αλλά υπήρχαν κι άλλοι επίσης. Και δεν τη δημιούργησες εσύ. Ούτε είσαι εσύ ο πιο ισχυρός. Γιατί ανάλωσες τη δύναμή σου για τον εαυτό σου και τη σπατάλησες για το κενό σου. Τώρα δεν είσαι τίποτε παραπάνω από έναν υπόδουλο των Βάλαρ που ξέφυγε και η αλυσίδα τους σε περιμένει ακόμη”.
“Έμαθες τα μαθήματα των δασκάλων σου απ' έξω”, είπε ο Μόργκοθ, “Αλλά αυτές οι παιδιάστικες παραδόσεις δεν θα σε βοηθήσουν τώρα που το έχουν σκάσει όλοι”.
“Ένα τελευταίο πράγμα θα σου πω τότε, δούλε Μόργκοθ”, είπε ο Χούριν, “και δεν προέρχεται από τις παραδόσεις των Έλνταρ, αλλά από την καρδιά μου την ώρα τούτη. Δεν είσαι ο Κύριος των Ανθρώπων και δεν θα γίνεις ποτέ, ακόμη και αν όλη η Άρντα και ο Μένελ περιέλθουν στην εξουσία σου. Δεν μπορείς να καταδιώξεις εκείνους που σε αρνούνται πέρα από τους Κύκλους του Κόσμου”.
“Δεν θα τους καταδιώξω πέρα από τους Κύκλους του Κόσμου”, είπε ο Μόργκοθ, “Γιατί πέρα από τους Κύκλους του Κόσμου υπάρχει το Τίποτα. Μέσα στους Κύκλους όμως δεν θα μου ξεφύγουν, μέχρι να εισέλθουν στο Τίποτα”.
“Λες ψέματα”, είπε ο Χούριν.
“Θα δεις και θα ομολογήσεις ότι δεν λέω ψέματα”, είπε ο Μόργκοθ. Και παίρνοντας τον Χούριν πίσω στην Άνγκμπαντ τον έβαλε σε κάθισμα από πέτρα σ' ένα ψηλό μέρος των Θανγκορόντριμ, απ' όπου έβλεπε μακριά στη Δύση τη γη του Χίθλουμ στα δυτικά και τις εκτάσεις του Μπελέριαντ στα νότια. Εκεί έμεινε δέσμιος της δύναμης του Μόργκοθ. Και ο Μόργκοθ στάθηκε δίπλα του και τον καταράστηκε πάλι και κατηύθηνε τη δύναμή του πάνω του ώστε να μην μπορεί να κινηθεί από κείνο το μέρος, ούτε να πεθάνει, μέχρι να τον ελευθερώσει.
“Κάτσε τώρα εκεί”, είπε ο Μόργκοθ, “και κοίταζε τις εκτάσεις όπου το κακό και η απόγνωση θα κυριέψουν εκείνους που μου παρέδωσες. Γιατί τόλμησες να με χλευάσεις και αμφισβήτησες τη δύναμη του Μέλκορ, του Κυρίου της μοίρας της Άρντα. Γι' αυτό θα βλέπεις με τα μάτια μου και θ' ακούς με τα αυτιά μου, και τίποτα δεν θα σου είναι κρυφό”.