κεφάλαιο 4ο
Μια χλωμή ηλικιωμένη γυναίκα πέρασε από την πόρτα με ένα νέο άντρα εγκληματικής όψης από πίσω κοντά της.
Η φωνή της γυναίκας έτρεμε και είπε, “Καλό απόγευμα, μπορώ να σε βοηθήσω;”
Η Ντέιζη προσποιήθηκε ότι δεν είχε καν δει τον άντρα και αυτοσχεδίασε,
“Διάβαζα τούτο το βιβλίο και είδα ακριβώς το σωστό τύπο γραφείου που έψαχνα.
Έχετε κάτι σαν αυτό; Νομίζω ότι είναι Γεωργιανό.”
Η Ντέιζη έδειξε στην κυρία μια φωτογραφία όχι ενός γραφείου αλλά μιας καρέκλας, και το κράτησε με τέτοιο τρόπο ώστε ο άντρας να μην μπορεί να το δει.
Η γυναίκα μπερδεύτηκε να δει τη φωτογραφία μιας καρέκλας αντί ενός γραφείου.
Ο άντρας είχε το χέρι του στην τσέπη του σαν να κρατούσε όπλο αλλά έκανε μια προσπάθεια να φανεί αδιάφορος και κάθισε κάτω.
Καθώς το έκανε αυτό, η Ντέιζη έκλεισε το μάτι της στην ιδιοκτήτρια του μαγαζιού η οποία απάντησε, “Όχι, λυπάμαι, δεν έχω τίποτα σε τούτο τον τύπο.”
Η Ντέιζη επέμενε, “Αν σου παρουσιαστεί κάτι θα μπορούσες να με ενημερώσεις;
Θα γράψω την διεύθυνση και το αριθμό τηλεφώνου μου.”
Η Ντέιζη έγραψε: “Παρακαλώ μην φοβάσαι.
Η αστυνομία είναι στο δρόμο. Δεν θα σε αφήσω μόνη.” Η γυναίκα διάβασε το μήνυμα και κοίταξε την Ντέιζη με πονηρό τρόπο.
“Αλλά έχω κάτι άλλο που ίσως αρμόζει για το σκοπό σου.
Θα ήθελες να το δεις; Είναι εκεί, στη βιτρίνα του μαγαζιού.”
Με αυτόν τον τρόπο οι δύο γυναίκες ήρθαν πιο κοντά στην είσοδο του μαγαζιού.
Ο κακοποιός καθόταν ακόμα στην καρέκλα με το χέρι του στην τσέπη του, αλλά εξετάζοντας και τις δύο έντονα.
Τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού συσπώνταν νευρικά.
Η Ντέιζη τότε παρατήρησε ότι υπήρχε μια τεράστια ντουλάπα τοποθετημένη στην μέση του μαγαζιού και περίμενε την σωστή στιγμή.
Η καταστηματάρχης συνέχισε την συζήτηση για έπιπλα αντίκες και η Ντέιζη υποκρίθηκε να ενδιαφέρεται για αυτά που έλεγε.