×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (2)

ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (2)

"Σας φέρνω κάτι για ενέχυρο. Να το...", της είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα παλιό πλακουτσωτό ρολόι ασημένιο. Στο καπάκι του ήτανε χαραγμένη η υδρόγειος και η αλυσίδα του ήτανε ατσαλένια.

"Μα το άλλο ενέχυρο πάει πια. Η προθεσμία έληξε εδώ και τρεις ημέρες". "Θα σας πληρώσω τους τόκους ενός μηνός ακόμα, κάνετε λίγη υπομονή". "Θα κάνω υπομονή, παιδί μου, αν θέλω, αλλά απ' αυτή τη στιγμή είμαι ελεύθερη να το πουλήσω". "Τι δίνετε για τούτο το ρολόι, Αλιόνα Ιβάνοβνα;". "Χμ. Μου φέρνετε όλο κάτι ψευτοπράγματα που δεν αξίζουν δεκάρα. Το ξέρετε, φίλε μου, ότι την άλλη φορά σας έδωσα δυο ρούβλια, για ένα δαχτυλίδι που μπορεί να τ' αγοράσει κανείς καινούργιο με ενάμισυ;". "Δώστε μου τέσσερα ρούβλια και θα το πάρω πίσω. Είναι ενθύμιο του πατέρα μου τούτο το ρολόι, θα πάρω πολύ γρήγορα χρήματα". "Αν θέλετε, σας δίνω ενάμισυ ρούβλι και τους τόκους θα τους πληρώσετε προκαταβολικά...". "Ενάμισυ ρούβλι! ", φώναξε ο νέος. "Αν θέλεις άφησε το, αν δεν θέλεις παρ' το". Η γριά του το 'δώσε. Εκείνος το πήρε, κι ήτανε τόσο μεγάλη η ταραχή του, ώστε ετοιμάστηκε να φύγει. Αμέσως όμως άλλαξε γνώμη, καθώς σκέφτηκε πως δεν είχε να πάει πουθενά αλλού. Εξ άλλου είχε έρθει και για κάποιον άλλο σκοπό.

"Δώστε τα μου", έκανε απότομα. Η γριά έψαξε στην τσέπη της, για να πάρει τα κλειδιά και μπήκε στο άλλο δωμάτιο, πίσω από το παραβάν. Μόλις έμεινε μόνος του στην κάμαρα, έστησε τ'αυτί του με περιέργεια κι άρχισε να κάνει με το μυαλό του διαφόρους υπολογισμούς και συνδυασμούς. Την άκουσε ν' ανοίγει τον κομμό, "θα πρέπει να 'ναι το πάνω-πάνω συρτάρι", είπε μέσα του. "Τα κλειδιά, λοιπόν, τα βάζει στη δεξιά της τσέπη... Είναι όλα μαζί περασμένα σ' έναν ατσαλένιο κρίκο... Και υπάρχει ένα κλειδί τρεις φορές μεγαλύτερο απ' τ' άλλα με μύτη δαντελλωτή, που, φυσικά δεν είναι του κομμού... Συνεπώς, θα υπάρχει κι άλλη μια κρυψώνα ή κανένα χρηματοκιβώτιο... Περίεργο! Όλα τα χρηματοκιβώτια έχουν τέτοια κλειδιά... Τί σιχαμένα, ωστόσο,είναι όλα αυτά! Η γριά ξαναγύρισε. "Λοιπόν, γιόκα μου. Έχουμε και λέμε.. δέκα καπίκια για κάθε ρούβλι και για κάθε μήνα, μας κάνουν δέκα πέντε καπίκια για το ενάμισυ ρούβλι, που πρέπει να τα κρατήσω, αφού παίρνω τον τόκο προκαταβολικά. Επί πλέον, πρέπει να προσθέσουμε ακόμα είκοσι καπίκια για δυο ρούβλια που σας δάνεισα Έχουμε, λοιπόν, το όλον τριάντα πέντε καπίκια. Συνεπώς έχετε να παίρνετε για το ρολόι ένα ρούβλι και δεκαπέντε καπίκια το όλον. Να, πάρτε τα". "Μα πώς! Ένα ρούβλι και δέκα πέντε καπίκια θα πάρω τώρα;". "Ακριβώς". Ο νέος δεν επέμεινε και πήρε τα λεφτά. Κοίταξε τη γριά και δεν βιαζότανε να φύγει. Φαινότανε σα να 'θελε να πει ή να κάνει κάτι ακόμα, αλλά ούτε και ο ίδιος έδειχνε να ξέρει τι ακριβώς ήτανε αυτό. "Αλιόνα Ιβάνοβνα. αυτές τις μέρες ίσως να σας φέρω ακόμα κάτι... κάτι ασημένιο... Μια πολύ όμορφη σιγαροθήκη-, όταν θα μου την επιστρέψει κάποιος φίλος μου..". "Καλά, τα ξαναλέμε τότε, γιόκα μου". "Χαίρετε... Και είσαστε πάντοτε μόνη σας στο σπίτι; Δε σας κρατάει ποτέ η αδελφή σας συντροφιά;", ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, καθώς προχωρούσε κατά το χωλ για να φύγει. "Τι σας νοιάζει εσάς για την αδελφή μου;". "Ω! Δε με νοιάζει καθόλου. Μη νομίζετε δηλαδή.. Χαίρετε, Αλιόνα Ιβάνοβνα! Βγήκε έξω και η ταραχή του όλο και μεγάλωνε. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, σταμάτησε πολλές φορές σα να θυμότανε κάτι που τον άφηνε άναυδο. Τέλος έφτασε στο δρόμο και φώναξε:

"Ω, θεέ μου! Τί φοβερά που είναι όλα αυτά! Μπορεί ποτέ... είναι ποτέ δυνατόν εγώ.. Όχι, είναι μια βλακεία, ένας παραλογισμός, πρόσθεσε αποφασιστικά. Μα, στ' αλήθεια, λοιπόν, μου πέρασε απ' το μυαλό μια τόσο απαίσια ιδέα; Τί φρίκη που μπορεί να κλείνει η καρδιά μου μέσα της! Το χειρότερο απ' όλα είναι η βρωμιά. Είναι βρώμικη, σιχαμένη, αηδιαστική όλη αυτή η ιστορία... Και να σκέφτεται κανείς πως έναν ολόκληρο μήνα!... Δεν έβρισκε πια ούτε λόγια ούτε επιφωνήματα, που να μπορούν να εκφράσουνε τα συναισθήματα που τον συγκλόνιζαν. Η απέραντη αηδία, που άρχισε να βασανίζει και να σφίγγει την ψυχή του, καθώς πήγαινε στη γριά, έπαιρνε τέτοια ένταση και τέτοια έκταση, που δεν ήξερε πια πώς θα γλύτωνε από την αγωνία της.

Προχωρούσε, βαδίζοντας πάνω στο πεζοδρόμιο σα μεθυσμένος, δίχως να καταλαβαίνει ότι σκόνταφτε πάνω στους διαβάτες. Στον επόμενο δρόμο συνήλθε.

Καθώς περπατούσε, κοιτάζοντας τριγύρω, είδε πως βρισκότανε μπροστά σ' ένα καπηλειό. Η είσοδος ήτανε στο πεζοδρόμιο και υπήρχε μια στενή σκάλα που έβγαζε κάτω, στο υπόγειο.

Τη στιγμή εκείνη έβγαιναν από μέσα δυο μεθυσμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα βρίζονταν. Ο Ρασκόλνικωφ, δίχως να το σκεφθεί καθόλου, κατέβηκε τα σκαλιά. Δεν είχε ποτέ του ξαναμπεί σε καπηλειό, τώρα όμως το κεφάλι του βούιζε. Εξ άλλου, ένιωθε να τον βασανίζει και μια δίψα φλογερή.

Λαχταρούσε να πιεί δροσερή μπίρα, ωστόσο, απέδιδε αυτή την ξαφνική αδυναμία του στην πείνα.

Κάθισε σε μιαν άκρη, σκοτεινή και βρώμικη, κοντά σ' ένα τραπέζι λιγδιασμένο και παράγγειλε μπίρα. Ήπιε λαίμαργα το πρώτο ποτήρι. Ένιωσε αμέσως μεγάλο ξαλάφρωμα και οι σκέψεις του έγιναν καθαρότερες. "Όλα αυτά είναι βλακείες", είπε μέσα του, κι αναφτερώθηκαν οι ελπίδες του. "Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχώ. Η αδιαθεσία ήτανε, απλούστατα, φυσική. Μια μπιρίτσα, λίγη γαλέτα, και σε μια στιγμή θα έχω ξαναβρεί όλη τη δύναμη του μυαλού μου, όλη τη διαύγεια των ιδεών μου, τη σταθερότητα των αποφάσεων μου. Πφ! Όλα αυτά είναι ολότελα ασήμαντα". Ωστόσο, ένιωθε αόριστα πως, κι αυτή ακόμα η αισιόδοξη διάθεση προς το καλύτερο, ήτανε κάτι το αρρωστημένο.

Εκείνη την ώρα η ταβέρνα είχε πολύ λίγο κόσμο. Εκτός από τους δυο μεθυσμένους, που είχε συναντήσει στη σκάλα, βγήκε ξωπίσω τους και κάποια παρέα από πέντε άντρες, που έσερναν μαζί τους και μια κοπέλλα, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν.

Όταν έφυγαν, απλώθηκε στην ταβέρνα ησυχία και ένιωθες πως υπήρχε μεγαλύτερη απλοχωριά. Ήτανε εκεί μέσα ένας μισομεθυσμένος, που στεκότανε μπροστά σ' ένα ποτήρι μπίρα και φαινότανε να 'ναι μικροαστός. Ο διπλανός του, ένας ψηλός και χοντρός άντρας, που φορούσε κοντογούνι και είχε γκρίζα γενειάδα, ήτανε στουπί στο μεθύσι και μισοκοιμότανε στον πάγκο. Κάθε τόσο όμως, σα να ξυπνούσε, άρχιζε να τρίζει ξαφνικά τα δάχτυλα του, απλώνοντας τα χέρια κι έκανε με το κορμί του ρυθμικές κινήσεις χωρίς, ωστόσο, να σηκώνεται από τον πάγκο. Ύστερα, μουρμούριζε ένα σαχλό τραγουδάκι, προσπαθώντας να θυμηθεί τα λόγια του που ήτανε αυτού εδώ του γούστου:

Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου...

Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου..

Ή ακόμα έλεγε, όταν ξαναξύπναγε:

Περνώντας απ' την Ποντιτζέσκαγια ξανάβρα το πουλί μου... Απολάμβανε όμως την ευτυχία του ολομόναχος. Σ' όλες του τις εκρήξεις, ο σιωπηλός σύντροφος του, κρατούσε μια στάση εχθρική και δύσπιστη. Υπήρχε εκεί μέσα κι ένα άλλο άτομο ακόμα, που φαινότανε σα συνταξιούχος μικροϋπάλληλος. Καθότανε παράμερα, έπινε από καιρό σε καιρό με μικρές γουλιές, κι άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται τριγύρω του. Φαινότανε κι εκείνος κάπως ταραγμένος.


ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (2) PART 1 CHAPTER 1 (2) PARTE 1 CAPÍTULO 1 (2)

"Σας φέρνω κάτι για ενέχυρο. "I bring you something to pledge. "Ik breng je iets voor pion. Να το...", της είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα παλιό πλακουτσωτό ρολόι ασημένιο. Here it is ... ", he told her and took out of his pocket an old silver plated watch. Doe het ... ", zei ze en haalde een oud verzilverd horloge uit haar zak. Στο καπάκι του ήτανε χαραγμένη η υδρόγειος και η αλυσίδα του ήτανε ατσαλένια. The globe was engraved on its lid and its chain was steel. Het deksel was gegraveerd op het deksel en de ketting was van staal.

"Μα το άλλο ενέχυρο πάει πια. "But the other pledge goes now. Η προθεσμία έληξε εδώ και τρεις ημέρες". The deadline has expired three days ago. " "Θα σας πληρώσω τους τόκους ενός μηνός ακόμα, κάνετε λίγη υπομονή". "I will pay you the interest for another month, be patient." "Θα κάνω υπομονή, παιδί μου, αν θέλω, αλλά απ' αυτή τη στιγμή είμαι ελεύθερη να το πουλήσω". "I will be patient, my child, if I want to, but from now on I am free to sell it." "Τι δίνετε για τούτο το ρολόι, Αλιόνα Ιβάνοβνα;". "What do you give this watch for this, Aljana Ivanovna?". "Χμ. "Hm. Μου φέρνετε όλο κάτι ψευτοπράγματα που δεν αξίζουν δεκάρα. You bring me all sorts of fake things that are not worth a penny. Το ξέρετε, φίλε μου, ότι την άλλη φορά σας έδωσα δυο ρούβλια, για ένα δαχτυλίδι που μπορεί να τ' αγοράσει κανείς καινούργιο με ενάμισυ;". Do you know, my friend, that the other time I gave you two rubles, for a ring that one can buy a new one and a half? ". "Δώστε μου τέσσερα ρούβλια και θα το πάρω πίσω. "Give me four rubles and I will take it back. Είναι ενθύμιο του πατέρα μου τούτο το ρολόι, θα πάρω πολύ γρήγορα χρήματα". This watch is my father's souvenir, I will get money very soon ". "Αν θέλετε, σας δίνω ενάμισυ ρούβλι και τους τόκους θα τους πληρώσετε προκαταβολικά...". "If you want, I will give you one and a half rubles and you will pay the interest in advance ...". "Ενάμισυ ρούβλι! "One and a half rubles! ", φώναξε ο νέος. cried the young man. "Αν θέλεις άφησε το, αν δεν θέλεις παρ' το". "If you want leave it, if you do not want it anyway". Η γριά του το 'δώσε. The old woman gave it to him. Εκείνος το πήρε, κι ήτανε τόσο μεγάλη η ταραχή του, ώστε ετοιμάστηκε να φύγει. He took it, and his commotion was so great that he prepared to leave. Αμέσως όμως άλλαξε γνώμη, καθώς σκέφτηκε πως δεν είχε να πάει πουθενά αλλού. But he immediately changed his mind, as he thought he had nowhere else to go. Εξ άλλου είχε έρθει και για κάποιον άλλο σκοπό. On the other hand, he had come for another purpose.

"Δώστε τα μου", έκανε απότομα. "Give it to me," he said curtly. Η γριά έψαξε στην τσέπη της, για να πάρει τα κλειδιά και μπήκε στο άλλο δωμάτιο, πίσω από το παραβάν. The old woman searched in her pocket to get the keys and entered the other room, behind the screen. Μόλις έμεινε μόνος του στην κάμαρα, έστησε τ’αυτί του με περιέργεια κι άρχισε να κάνει με το μυαλό του διαφόρους υπολογισμούς και συνδυασμούς. As soon as he was left alone in the chamber, he raised his ear with curiosity and began to make various calculations and combinations with his mind. Την άκουσε ν' ανοίγει τον κομμό, "θα πρέπει να 'ναι το πάνω-πάνω συρτάρι", είπε μέσα του. He heard her open the dresser, "it should be the top drawer," he said to himself. "Τα κλειδιά, λοιπόν, τα βάζει στη δεξιά της τσέπη... "So, she puts the keys in her right pocket ... Είναι όλα μαζί περασμένα σ' έναν ατσαλένιο κρίκο... Και υπάρχει ένα κλειδί τρεις φορές μεγαλύτερο απ' τ' άλλα με μύτη δαντελλωτή, που, φυσικά δεν είναι του κομμού... Συνεπώς, θα υπάρχει κι άλλη μια κρυψώνα ή κανένα χρηματοκιβώτιο... They are all passed together in a steel ring ... And there is a key three times bigger than the others with a lacy nose, which, of course, is not of the dresser ... Therefore, there will be another hiding place or no safe. .. Περίεργο! Strange! Όλα τα χρηματοκιβώτια έχουν τέτοια κλειδιά... Τί σιχαμένα, ωστόσο,είναι όλα αυτά! All safes have such keys ... How disgusting, however, all this is! Η γριά ξαναγύρισε. The old woman came back. "Λοιπόν, γιόκα μου. "Well, my yoke. Έχουμε και λέμε.. δέκα καπίκια για κάθε ρούβλι και για κάθε μήνα, μας κάνουν δέκα πέντε καπίκια για το ενάμισυ ρούβλι, που πρέπει να τα κρατήσω, αφού παίρνω τον τόκο προκαταβολικά. We have and we say .. ten kopecks for every ruble and for every month, they make us fifteen kopecks for the one and a half ruble, which I have to keep, since I take the interest in advance. Επί πλέον, πρέπει να προσθέσουμε ακόμα είκοσι καπίκια για δυο ρούβλια που σας δάνεισα Έχουμε, λοιπόν, το όλον τριάντα πέντε καπίκια. In addition, we have to add another twenty kopecks for the two rubles I lent you. So we have a total of thirty-five kopecks. Συνεπώς έχετε να παίρνετε για το ρολόι ένα ρούβλι και δεκαπέντε καπίκια το όλον. So you have to get a ruble for the watch and fifteen kopecks in total. Να, πάρτε τα". Yes, take them. " "Μα πώς! "But how! Ένα ρούβλι και δέκα πέντε καπίκια θα πάρω τώρα;". "Will I get a ruble and fifteen kopecks now?" "Ακριβώς". "Exactly". Ο νέος δεν επέμεινε και πήρε τα λεφτά. The young man did not insist and took the money. Κοίταξε τη γριά και δεν βιαζότανε να φύγει. He looked at the old woman and was in no hurry to leave. Φαινότανε σα να 'θελε να πει ή να κάνει κάτι ακόμα, αλλά ούτε και ο ίδιος έδειχνε να ξέρει τι ακριβώς ήτανε αυτό. He seemed to want to say or do something else, but he did not seem to know exactly what it was. "Αλιόνα Ιβάνοβνα. "Alyona Ivanovna. αυτές τις μέρες ίσως να σας φέρω ακόμα κάτι... κάτι ασημένιο... Μια πολύ όμορφη σιγαροθήκη-, όταν θα μου την επιστρέψει κάποιος φίλος μου..". these days maybe I can bring you something else ... something silver ... A very beautiful cigarette case-, when a friend of mine will return it to me .. ". "Καλά, τα ξαναλέμε τότε, γιόκα μου". "Well, we'll do it again then, my dear." "Χαίρετε... Και είσαστε πάντοτε μόνη σας στο σπίτι; Δε σας κρατάει ποτέ η αδελφή  σας  συντροφιά;",  ρώτησε  όσο  πιο  αδιάφορα  μπορούσε,  καθώς προχωρούσε κατά το χωλ για να φύγει. "Hello ... And are you always alone at home? Does your sister never keep you company?" He asked as indifferently as he walked down the hall to leave. "Τι σας νοιάζει εσάς για την αδελφή μου;". "What do you care about my sister?" "Ω! "Ω! Δε με νοιάζει καθόλου. I do not care at all. Μη νομίζετε δηλαδή.. Χαίρετε, Αλιόνα Ιβάνοβνα! Do not think so .. Hail, Alyona Ivanovna! Βγήκε έξω και η ταραχή του όλο και μεγάλωνε. He went out and his commotion grew. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, σταμάτησε πολλές φορές σα να θυμότανε κάτι που τον άφηνε άναυδο. As he descended the stairs, he stopped several times as if remembering something that left him speechless. Τέλος έφτασε στο δρόμο και φώναξε: Finally he reached the street and shouted:

"Ω, θεέ μου! "Oh my God! Τί φοβερά που είναι όλα αυτά! How awesome all this is! Μπορεί ποτέ... είναι ποτέ δυνατόν εγώ.. Όχι, είναι μια βλακεία, ένας παραλογισμός, πρόσθεσε αποφασιστικά. Maybe never ... it is never possible for me .. No, it is a stupidity, an absurdity, he added decisively. Μα, στ' αλήθεια, λοιπόν, μου πέρασε απ' το μυαλό μια τόσο απαίσια ιδέα; Τί φρίκη που μπορεί να κλείνει η καρδιά μου μέσα της! But, did such an awful idea really cross my mind? What a horror that can close my heart in it! Το χειρότερο απ' όλα είναι η βρωμιά. The worst of all is the dirt. Είναι βρώμικη, σιχαμένη, αηδιαστική όλη αυτή η ιστορία... Και να σκέφτεται κανείς πως έναν ολόκληρο μήνα!... This whole story is dirty, disgusting, disgusting ... And to think that a whole month! ... Δεν έβρισκε πια ούτε λόγια ούτε επιφωνήματα, που να μπορούν να εκφράσουνε τα συναισθήματα που τον συγκλόνιζαν. He could no longer find words or exclamations that could express the emotions that shook him. Η απέραντη αηδία, που άρχισε να βασανίζει και να σφίγγει την ψυχή του, καθώς πήγαινε στη γριά, έπαιρνε τέτοια ένταση και τέτοια έκταση, που δεν ήξερε πια πώς θα γλύτωνε από την αγωνία της. The immense disgust, which began to torment and tighten his soul, as he went to the old woman, took on such intensity and extent that he no longer knew how to escape from her agony.

Προχωρούσε, βαδίζοντας πάνω στο πεζοδρόμιο σα μεθυσμένος, δίχως να καταλαβαίνει ότι σκόνταφτε πάνω στους διαβάτες. He was walking on the sidewalk like a drunk, without realizing that he was stumbling on the passers-by. Στον επόμενο δρόμο συνήλθε. On the next street he met.

Καθώς περπατούσε, κοιτάζοντας τριγύρω, είδε πως βρισκότανε μπροστά σ' ένα καπηλειό. As he was walking, looking around, he saw that he was in front of a hut. Η είσοδος ήτανε στο πεζοδρόμιο και υπήρχε μια στενή σκάλα που έβγαζε κάτω, στο υπόγειο. The entrance was to the sidewalk and there was a narrow staircase leading down to the basement.

Τη στιγμή εκείνη έβγαιναν από μέσα δυο μεθυσμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα βρίζονταν. At that moment, two drunks came out from inside, holding each other while cursing at the same time. Ο Ρασκόλνικωφ, δίχως να το σκεφθεί καθόλου, κατέβηκε τα σκαλιά. Raskolnikov, without thinking at all, went down the stairs. Δεν είχε ποτέ του ξαναμπεί σε καπηλειό, τώρα όμως το κεφάλι του βούιζε. He had never been to a cave before, but now his head was buzzing. Εξ άλλου, ένιωθε να τον βασανίζει και μια δίψα φλογερή. On the other hand, he was tormented by a fiery thirst.

Λαχταρούσε να πιεί δροσερή μπίρα, ωστόσο, απέδιδε αυτή την ξαφνική αδυναμία του στην πείνα. He longed to drink a cool beer, however, he attributed this sudden weakness to hunger.

Κάθισε σε μιαν άκρη, σκοτεινή και βρώμικη, κοντά σ' ένα τραπέζι λιγδιασμένο και παράγγειλε μπίρα. He sat on one edge, dark and dirty, near a greasy table and ordered a beer. Ήπιε λαίμαργα το πρώτο ποτήρι. He greedily drank the first glass. Ένιωσε αμέσως μεγάλο ξαλάφρωμα και οι σκέψεις του έγιναν καθαρότερες. He immediately felt a great relief and his thoughts became clearer. "Όλα αυτά είναι βλακείες", είπε μέσα του, κι αναφτερώθηκαν οι ελπίδες του. "All this is nonsense," he said to himself, and his hopes were raised. "Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχώ. "I have no reason to worry. Η αδιαθεσία ήτανε, απλούστατα, φυσική. The illness was, quite simply, natural. Μια μπιρίτσα, λίγη γαλέτα, και σε μια στιγμή θα έχω ξαναβρεί όλη τη δύναμη του μυαλού μου, όλη τη διαύγεια των ιδεών μου, τη σταθερότητα των αποφάσεων μου. A bitch, a little galet, and in a moment I will regain all the power of my mind, all the clarity of my ideas, the stability of my decisions. Πφ! Πφ! Όλα αυτά είναι ολότελα ασήμαντα". "All of this is completely trivial." Ωστόσο, ένιωθε αόριστα πως, κι αυτή ακόμα η αισιόδοξη διάθεση προς το καλύτερο, ήτανε κάτι το αρρωστημένο. However, he vaguely felt that even this optimistic mood for the better was something sick.

Εκείνη την ώρα η ταβέρνα είχε πολύ λίγο κόσμο. At that time the tavern was very crowded. Εκτός από τους δυο μεθυσμένους, που είχε συναντήσει στη σκάλα, βγήκε ξωπίσω τους και κάποια παρέα από πέντε άντρες, που έσερναν μαζί τους και μια κοπέλλα, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν. In addition to the two drunks, whom he had met on the stairs, a group of five men came out of them, dragging with them a girl, to the sounds of an accordion.

Όταν έφυγαν, απλώθηκε στην ταβέρνα ησυχία και ένιωθες πως υπήρχε μεγαλύτερη απλοχωριά. When they left, there was silence in the tavern and you felt that there was more space. Ήτανε εκεί μέσα ένας μισομεθυσμένος, που στεκότανε μπροστά σ' ένα ποτήρι μπίρα και φαινότανε να 'ναι μικροαστός. There was a half-drunk in there, standing in front of a glass of beer and looking like a petty bourgeois. Ο διπλανός του, ένας ψηλός και χοντρός άντρας, που φορούσε κοντογούνι και είχε γκρίζα γενειάδα, ήτανε στουπί στο μεθύσι και μισοκοιμότανε στον πάγκο. Next to him, a tall, fat man, wearing a short fur coat and a gray beard, was drunk and half asleep on the bench. Κάθε τόσο όμως, σα να ξυπνούσε, άρχιζε να τρίζει ξαφνικά τα δάχτυλα του, απλώνοντας τα χέρια κι έκανε με το κορμί του ρυθμικές κινήσεις χωρίς, ωστόσο, να σηκώνεται από τον πάγκο. Every now and then, as if waking up, he suddenly started rubbing his fingers, extending his arms and making rhythmic movements with his body without, however, getting up from the bench. Ύστερα, μουρμούριζε ένα σαχλό τραγουδάκι, προσπαθώντας να θυμηθεί τα λόγια του που ήτανε αυτού εδώ του γούστου: Then he murmured a shabby song, trying to remember his words that were of this taste here:

Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου... One year I cared for my wife ...

Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου.. For a year I was caressing my wife ..

Ή ακόμα έλεγε, όταν ξαναξύπναγε: Or even saying, when he woke up again:

Περνώντας απ' την Ποντιτζέσκαγια ξανάβρα το πουλί μου... Passing Poditzeskaya I found my bird again ... Απολάμβανε όμως την ευτυχία του ολομόναχος. But he enjoyed his happiness alone. Σ' όλες του τις εκρήξεις, ο σιωπηλός σύντροφος του, κρατούσε μια στάση εχθρική και δύσπιστη. In all his outbursts, his silent companion held a hostile and skeptical attitude. Υπήρχε εκεί μέσα κι ένα άλλο άτομο  ακόμα, που φαινότανε σα συνταξιούχος μικροϋπάλληλος. There was another person in there, who looked like a retired civil servant. Καθότανε παράμερα, έπινε από καιρό σε καιρό με μικρές γουλιές, κι άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται τριγύρω του. He sat aside, drank from time to time with small sips, and let his gaze wander around him. Φαινότανε κι εκείνος κάπως ταραγμένος. He also seemed a little confused.