×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (1)

ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (1)

Μια μέρα, πάρα πολύ ζεστή, στις αρχές του Ιουλίου, ένας νέος βγήκε το βράδυ απ' το δωματιάκι που είχε νοικιασμένο στο στενό δρομάκι Σ., κατέβηκε τη σκάλα και, αργά-αργά, τράβηξε αναποφάσιστα κατά τη γέφυρα Κ. Τα κατάφερε να μην τον τρακάρει στη σκάλα η σπιτονοικοκυρά του.

Το δωμάτιο του ήτανε στη σοφίτα ενός ψηλού σπιτιού, που είχε πέντε πατώματα, κι έμοιαζε περισσότερο με ντουλάπι παρά με κατοικία. Η σπιτονοικοκυρά του, που τον είχε και οικότροφο, καθότανε στο κάτω πάτωμα. Έτσι, όταν έβγαινε έξω, ήτανε υποχρεωμένος να περνά μπροστά από την κουζίνα, που η πόρτα της έμενε πάντοτε σχεδόν ορθάνοιχτη, αντίκρυ απ' τη σκάλα. Κάθε φορά που περνούσε από κει, ένιωθε ένα φόβο άρρωστο, που τον έκανε να ντρέπεται και να ζαρώνει τα φρύδια του. Χρωστούσε κάμποσα λεφτά στη σπιτονοικοκυρά του και φοβότανε μήπως βρεθεί μύτη με μύτη μαζί της.

Όχι πως ήτανε φοβητσιάρης.

Ούτε κι ένιωθε πως γονάτισε - ίσα-ίσα μάλιστα. Ωστόσο, εδώ και κάμποσο καιρό, βρισκότανε σε μια νευρική υπερένταση, που έφτανε τα όρια της υποχονδρίας. Ζούσε τόσο πολύ κλεισμένος στον εαυτό του και σε μια τόσο ολοκληρωτική απομόνωση, ώστε φοβότανε να συναντήσει όχι μονάχα τη σπιτονοικοκυρά του, αλλά και κάθε άνθρωπο. Μ' όλο που τον είχε συντρίψει το βάρος της μιζέριας του, η φτώχεια έπαψε στο τέλος να τον βαραίνει. Είχε παρατήσει τις δουλειές που θα του εξασφάλιζαν το καθημερινό του ψωμί και δε φρόντιζε να το βγάλει με κανέναν άλλο τρόπο. Στην πραγματικότητα η σπιτονοικοκυρά του δεν τον τρόμαζε καθόλου – οσαδήποτε σχέδια κι αν κατάστρωνε εναντίον του. Το να τον σταματά όμως στο κεφαλόσκαλο, ν' ακούει τη συνηθισμένη της φλυαρία για πράγματα που δεν τον ενδιέφεραν, να του ξαναθυμίζει μ' επιμονή πως πρέπει να πληρώνει το νοίκι και να βρίσκεται στην ανάγκη να καταφεύγει σε διάφορες δικαιολογίες, να της ζητά συγνώμη, να της λέει ψέματα... Α, όχι! Καλύτερα θα ήτανε να ξεγλιστρήσει, πατώντας σα γάτα στις σκάλες, και να χαθεί στο δρόμο δίχως να τον ιδεί κανείς. Αυτή τη φορά μάλιστα, μόλις βρέθηκε έξω, παραξενεύτηκε κι ο ίδιος με το φόβο που τον έκανε να νιώθει η σπιτονοικοκυρά του.

"Να σχεδιάζεις τέτοια δουλειά και να σε πιάνει τόση ταραχή με το τίποτα!

", σκέφτηκε χαμογελώντας παράξενα. "Χμ... Αλήθεια, η τύχη του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του και την αφήνει να του ξεγλιστρήσει, μόνο και μόνο από τη δειλία του... Αυτό πια πρέπει να το πάρουμε σαν αξίωμα, θα 'θελα να ξέρω, τί είναι εκείνο που φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι. Το να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος, να πούνε δυο λόγια για το πιστεύω τους - αυτό σίγουρα θα το φοβούνται πάνω απ' όλα. Εξ άλλου, μου φαίνεται πως φλυαρώ πολύ. Και, ακριβώς, επειδή φλυαρώ δεν κάνω τίποτε, ή καλύτερα επειδή δεν έχω κάνει

τίποτε φλυαρώ.

Τον τελευταίο μήνα συνήθισα να φλυαρώ, γιατί ήμουνα αναγκασμένος να μένω ολόκληρες μέρες κλεισμένος στο καβούκι μου και να σκέφτομαι... να σκέφτομαι για όλα και για τίποτα. Για να ιδούμε... Γιατί πάω εκεί πέρα; Είμαι, στ' αλήθεια, ικανός να κάνω αυτό το έγκλημα; Είναι δυνατό να το 'χω βάλει σα σκοπό μου σοβαρά; Όχι δεν είναι σοβαρό. Βαυκαλίζομαι με μια φαντασίωση κι αυτό με διασκεδάζει. Ένα παιγνίδι, ναι! Μάλλον για παιγνίδι πρόκειται".

Στο δρόμο έκανε ζέστη τρομερή και η ατμόσφαιρα ήτανε αποπνικτική.

Ο σαματάς από τον συνωστισμό των ανθρώπων - τους έβλεπες-, οι ασβέστες που υπήρχαν παντού, οι σκαλωσιές, τα τούβλα, η σκόνη και κείνη η χαρακτηριστική μπόχα του καλοκαιριού, που την ξέρουν καλά οι κάτοικοι της Πετρούπολης, όσοι δεν έχουν τα μέσα να πάνε το καλοκαίρι εξοχή - όλες αυτές οι δυνατές εντυπώσεις κλόνισαν άσχημα τα νεύρα του που, και δίχως αυτές, ήτανε κιόλας αρκετά κλονισμένα. Οι ανυπόφορες μυρουδιές απ' τις ταβέρνες, που αφθονούν σ' αυτό το μέρος, οι μεθυσμένοι που συναντά κανείς σε κάθε βήμα του, ακόμα και τις εργάσιμες ημέρες, συμπλήρωναν αυτόν τον θλιβερό και αποκρουστικό πίνακα. Μια αίσθηση αηδίας πέρασε σαν αστραπή στα λεπτά χαρακτηριστικά του νέου. Πραγματικά, ήτανε πολύ καλοφτιαγμένος, με υπέροχα σκούρα μάτια, καστανά μαλλιά, λίγο πιο ψηλός απ' το κανονικό, με κορμί λεπτό και λυγερό. Γρήγορα, όμως, φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια σα να πέφτει σ' ένα είδος χαύνωσης, κι εξακολουθούσε να προχωρεί δίχως να βλέπει τίποτα τριγύρω και χωρίς, εξ άλλου, να 'χει και καμμιά όρεξη να ιδεί τίποτα. Πού και πού μονάχα μίλαγε μόνος του, κατά τη συνήθεια που, καθώς το παραδεχότανε κι ο ίδιος, είχε αποχτήσει. Καταλάβαινε τώρα πως σκοτείνιαζε κάπου-κάπου το μυαλό του και πως ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Εδώ και δυο μέρες δεν είχε φάει τίποτα σχεδόν.

Ήτανε τόσο άθλια ντυμένος, ώστε κάθε άλλος, όσο και να το 'χε συνηθίσει πια, θα ντρεπότανε να βγεί στο φως της ημέρας ντυμένος με τέτοια κουρέλια.

Είναι αλήθεια πως η γειτονιά αυτή δεν ήτανε από κείνες όπου παραξενεύεσαι όταν ιδείς έναν κακοντυμένο.

Η πλατεία της Σαναγοράς εκεί κοντά, τα ιδιόρρυθμα σπίτια και τα μαγαζιά που στιβάζονταν σ' εκείνους τους δρόμους και τα σοκάκια του κέντρου της Πετρούπολης, δημιουργούσανε μια τόσο παρδαλή εικόνα, με κάθε λογής σουλούπι, έτσι που κανένας πια δεν απορούσε για το ντύσιμο του άλλου.

Η ψυχή όμως αυτού του νέου ξεχείλιζε από μια περηφάνεια τόσο άγρια ώστε, παρ' όλη τη νεανική του ευαισθησία, δε ντρεπότανε να βγεί με τα κουρέλια του στο δρόμο. Το πράγμα άλλαζε όταν τύχαινε να συναντήσει κανένα γνωστό του ή κανέναν απ' τους παλιούς συμμαθητές του, που γενικά δεν του άρεσε να κάνει παρέα μαζί τους. Ωστόσο ένας μεθυσμένος που τον πήγαιναν, άγνωστο γιατί και πού, μέσα σ' ένα μεγάλο άδειο αραμπά, του φώναξε ξαφνικά καθώς περνούσε: "Ε, συ με το γερμανικό καπέλο! ", ουρλιάζοντας με όλη του τη δύναμη και δείχνοντας τον με το δάχτυλο. Ο νέος σταμάτησε απότομα και, με μια κίνηση νευρική, έφερε το χέρι στο καπέλο του. Ήτανε ένα καπέλο ψηλό και στρογγυλό, που το είχε αγοράσει από του Τσίμερμαν, τριμμένο όμως από την πολυκαιρία, κοκκινισμένο, γεμάτο τρύπες και λεκέδες, με πεσμένα τα μπορ, που κρέμονταν στο πλάι κατά τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο. Ωστόσο, εκείνο που ένιωσε δεν ήτανε καθόλου ντροπή. Ήτανε μάλλον τρόμος.

"Καλά το φοβόμουνα", μουρμούρισε μες στην ταραχή του.

"Το σκέφτηκα αυτό, να όμως που έγινε κάτι χειρότερο! Μια τέτοια ανοησία, το πιο ασήμαντο πραματάκι του κόσμου, μπορεί να χαλάσει όλη τη δουλειά! Ναι, τούτο δω το καπέλο με κάνει να ξεχωρίζω πολύ... Είναι γελοίο και γι' αυτό το λόγο το προσέχει ο άλλος... Μόνο μια τραγιάσκα θα ταίριαζε με τα κουρέλια μου, ή καλύτερα μια οποιαδήποτε στραπατσαρισμένη παλιορεπούμπλικα κι όχι τούτο δω τ' ακατονόμαστο πράμα. Κανένας δε φορεί τέτοιο καπέλο. Ξεχωρίζει από ένα βέρστι μακριά και ο καθένας ύστερα θα το θυμάται... Ναι, κάποιος θα το θυμηθεί και ύστερα ορίστε το πειστήριο του εγκλήματος... Ενώ, τώρα ακριβώς, πρέπει να περνάω όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητος. Οι λεπτομέρειες, οι λεπτομέρειες -εδώ είναι όλη η ουσία... Αλλά, ακριβώς, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες μπορούν να καταστρέψουνε τα πάντα...".

Δεν είχε να προχωρήσει πολύ, ήξερε ακόμα και πόσα βήματα έπρεπε να κάνει από την πόρτα του σπιτιού του: Εφτακόσια τριάντα ακριβώς.

Τα είχε μετρήσει από τότε ακόμα που το σχέδιο του βρισκότανε στην κατάσταση του ονείρου. Εκείνο τον καιρό, μάλιστα, δεν πίστευε πως μπορεί να γίνουνε πραγματικότητα κάτι τέτοια όνειρα.

Ερεθιζότανε μονάχα απ' την τερατώδη αλλά γοητευτική παρατολμία τους.

Από τότε, όμως, πέρασε ένας μήνας κι άρχισε να βλέπει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, διαφορετική. Παρ' όλο που στους μονολόγους του δεν έπαυε να κατηγορεί τον εαυτό του, για έλλειψη δραστηριότητας και για αναποφασιστικότητα, είχε συνηθίσει, άθελα του σχεδόν, να βλέπει το "τερατώδες όνειρο" σα μια πράξη που αξίζει να την κάνει κανείς, αν και εξακολουθούσε να 'χει ελάχιστη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Τώρα, θα έκανε την "πρόβα" της δουλειάς και η ταραχή του μεγάλωνε με το κάθε βήμα. Λιπόψυχα και μ' ένα νευρικό τρεμούλιασμα προχώρησε σ' ένα τεράστιο κτίριο, που από τη μια μεριά είχε το κανάλι και απ την άλλη την οδό... Στο σπίτι αυτό, που ήτανε χωρισμένο σε μικρά διαμερίσματα, έμεναν εργαζόμενοι όλων των επαγγελμάτων: Σιδεράδες, ράφτες, μάγειροι, διάφορες κατηγορίες Γερμανοί, κοινές γυναίκες, μικροϋπάλληλοι, κι έβλεπες ανθρώπους να πηγαινοέρχονται και να μπαινοβγαίνουν απ' την μια κι απ' την άλλη πόρτα και να διασχίζουν τις δυο αυλές του σπιτιού. Το ακίνητο είχε τρεις-τέσσερις θυρωρούς. Ο νέος χάρηκε πολύ που δε συνάντησε κανέναν απ' αυτούς. Αφού πέρασε την πόρτα, προχώρησε αμέσως κατά τη δεξιά σκάλα, χωρίς να τον ιδεί κανείς. Ήτανε σκοτεινή και στενή αυτή η σκαλίτσα υπηρεσίας, που την ήξερε πια και που ήτανε φτιαγμένη έτσι, ώστε να μην μπορεί να πει πως δεν του άρεσε: Μέσα σε τούτο το σκοτάδι ένιωθε πως δεν διατρέχει κίνδυνο ούτε κι απ' το πιο αδιάκριτο βλέμμα.

"Αφού φοβάμαι τώρα τόσο πολύ τί θα γινότανε αν τύχαινε κι ερχόμουνα εδώ για να το κάνω στ' αλήθεια;", είπε μέσα του, δίχως να το θέλει, μόλις έφτασε στο τέταρτο πάτωμα.

Εκεί, κάτι απολυμένοι φαντάροι, που έκαναν τώρα τον αχθοφόρο, του 'φραζαν το δρόμο: Μετακόμιζαν τα έπιπλα ενός διαμερίσματος, όπου έμενε – το ήξερε - ένας Γερμανός υπάλληλος με την οικογένεια του. "Φεύγει, λοιπόν, ο Γερμανός. Συνεπώς, για κάμποσο διάστημα, δε θα υπάρχει άλλος κάτοικος σ' αυτό το πλατύσκαλο, εκτός απ' τη γριά. Καλό είναι να ξέρουμε... για κάθε ενδεχόμενο", είπε πάλι μέσα του, και χτύπησε στην πόρτα της γριάς. Το χερούλι αντήχησε τρεμουλιαστά, λες και ήτανε καμωμένο όχι από μπρούντζο, αλλά από λαμαρίνα. Έτσι είναι όλα σχεδόν τα χερούλια στις πόρτες των μικρών διαμερισμάτων, σ' αυτού του είδους τα ακίνητα. Ο ιδιαίτερος ήχος του χερουλιού, που τον είχε ξεχάσει, του θύμισε κάτι που το 'φέρε στο νου του ολοκάθαρα... Και, ξαφνικά, ανατρίχιασε - σε τέτοια υπερένταση βρίσκονταν τα νεύρα του αυτή τη φορά! Σε λίγο η πόρτα μισάνοιξε σιγά και η γυναίκα, που καθότανε εκεί μέσα, κοίταξε προσεχτικά και με ολοφάνερη δυσπιστία τον παρείσακτο μέσα απ' το μισάνοιχτο θυρόφυλλο: Μες στο μισοσκόταδο μονάχα τα μικρά ματάκια της γυάλιζαν. Καθώς όμως είδε πως υπήρχε κόσμος στο κεφαλόσκαλο, σιγουρεύτηκε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα. Ο νέος πέρασε το κατώφλι και προχώρησε σ' ένα σκοτεινό χωλ, που κοβότανε στα δυο από ένα χώρισμα. Πίσω απ' αυτό υπήρχε μια κουζινίτσα πολύ μικρή. Η γριά στεκότανε μπροστά του, αμίλητη, και τον κοίταζε ερωτηματικά. Ήτανε μια γριούλα κοντή και ξερακιανή, καμμιά εξηνταριά χρονών, με μάτια διαπεραστικά, αγριωπά στην έκφραση, και με μια μύτη κοντή και σουβλερή. Το κεφάλι της ήτανε ξεσκέπαστο και τα γκριζωπά μαλλιά της γυάλιζαν απ' το πολύ λάδι. Ένα φανελένιο κουρέλι περιτριγύριζε τον αδύνατο, μακρουλό λαιμό της, που έμοιαζε με πόδι κότας. Παρ' όλη τη ζέστη, κρεμότανε στους ώμους της μια γούνα ξεφτισμένη και λερωμένη. Κάθε τόσο έβηχε και βόγγαγε. Φαίνεται πως ο νέος την κοίταζε πολύ παράξενα, γιατί στα μάτια της παρουσιάστηκε ξαφνικά η ίδια εκείνη έκφραση δυσπιστίας.

"Φοιτητής Ρασκόλνικωφ, ήρθα στο σπίτι σας πριν από ένα μήνα", βιάστηκε να ψιθυρίσει ο νέος, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, θυμήθηκε πως έπρεπε να της φερθεί ευγενικά.

"Το θυμάμαι, παιδί μου, θυμάμαι πολύ καλά πως έχετε ξαναρθεί", απάντησε η γριά, προφέροντας την κάθε λέξη καθαρά και χωρίς να πάψει να τον κοιτάζει φιλύποπτα.

"Ναι... Και ξανάρχομαι τώρα για μια παρόμοια μικροδουλίτσα", συνέχισε ο Ρασκόλνικωφ, λίγο ταραγμένος και κατάπληκτος με τη δυσπιστία που του 'δειχνε η γριά.

"Ίσως να 'ναι έτσι πάντοτε, στο κάτω-κάτω", σκέφτηκε μ' ένα δυσάρεστο συναίσθημα.

"Μόνο που την άλλη φορά δεν το πρόσεξα". Η γριά σώπασε σα να σκεφτότανε. Ύστερα, του 'δείξε την πόρτα της κάμαρας και τραβήχτηκε από μπροστά του λέγοντας: "Περάστε, παιδί μου".

Η κάμαρα όπου τον έμπασε ήτανε μικρή και ταπετσαρισμένη με κίτρινο χαρτόνι.

Στα παράθυρα υπήρχαν γεράνια και μεταξωτές κουρτίνες. Εκείνη την ώρα ο ήλιος που βασίλευε πλημμύριζε το δωμάτιο με άπλετο φως. "Έτσι θα λάμπει, σίγουρα, ο ήλιος και εκεί", είπε άθελα από μέσα του ο Ρασκόλνικωφ. Και με μια γρήγορη ματιά εξέτασε ολόκληρο το δωμάτιο, για να το χαράξει όσο γινότανε πιο βαθειά στη μνήμη του. Αλλά δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό τούτο το δωμάτιο. Όλη κι όλη η επίπλωση του, που ήτανε ξύλινη και παλιά, ήτανε ένα ντιβάνι πλατύ από ξύλο με ράχη αψιδωτή, ένα οβάλ τραπέζι κοντά στο ντιβάνι, ένα τραπεζάκι τουαλέτας με ένα καθρέφτη κρεμασμένο στο χώρισμα, ανάμεσα στα δυο παράθυρα, μερικά καθίσματα γύρω-γύρω και δυο-τρεις πίνακες με κορνίζες παλιωμένες. Παράσταιναν κάτι Γερμανιδούλες, που κρατούσαν στα χέρια τους πουλιά. Αυτή ήτανε όλη κι όλη η επίπλωση. Σε μια γωνιά, μπροστά σε μια μικρή εικόνα, έκαιγε ένα καντήλι. Παντού βασίλευε απόλυτη καθαριότητα. Τα έπιπλα και το πάτωμα ήτανε περασμένα με κερί και γυάλιζαν. "Βλέπει κανείς πως έχει περάσει από εδώ η Ελισάβετ", σκέφθηκε ο Ρασκόλνικωφ. Σ' ολόκληρο το διαμέρισμα δεν θα μπορούσες να βρεις ίχνος σκόνης.

"Μονάχα κάτι τέτοιες γριές, κακές και χήρες, ζούνε σε τόση καθαριότητα", συνέχισε μέσα του ο Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας λοξά με περιέργεια ένα παραβάν από βαμβακερό ύφασμα, που έκρυβε μια πόρτα.

Απ' αυτή έμπαινες σε μια μικρότερη καμαρούλα, όπου βρισκότανε το κρεβάτι και ο κομμός της γριάς και όπου αυτός δεν είχε μπεί ποτέ. Αυτά τα δυο δωμάτια ήτανε όλο κι όλο το διαμέρισμα.

"Τί θέλετε;", ρώτησε ξερά η γριά, που μπήκε κι αυτή στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στον επισκέπτη της, για να τον εξετάζει καλύτερα κατάφατσα.


ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (1) TEIL 1 KAPITEL 1 (1) PART 1 CHAPTER 1 (1) PARTE 1 CAPÍTULO 1 (1)

Μια μέρα, πάρα πολύ ζεστή, στις αρχές του Ιουλίου, ένας νέος βγήκε το βράδυ απ' το δωματιάκι που είχε νοικιασμένο στο στενό δρομάκι Σ., κατέβηκε τη σκάλα και, αργά-αργά, τράβηξε αναποφάσιστα κατά τη γέφυρα Κ. Τα κατάφερε να μην τον τρακάρει στη σκάλα η σπιτονοικοκυρά του. An einem sehr heißen Tag Anfang Juli kam nachts ein junger Mann aus dem kleinen Zimmer, das er in der engen Gasse S. gemietet hatte, ging die Treppe hinunter und ging langsam und langsam unentschlossen auf die Brücke zu K. Er schaffte es nicht, dass seine Wirtin ihn auf der Treppe stürzte. One day, very hot, in early July, a young man came out in the evening from the little room he had rented in the narrow alley S., went down the stairs and, slowly and slowly, pulled himself indecisively towards the bridge K. He managed to avoid being crushed on the stairs by his landlady. Um dia, muito quente, no início de julho, um jovem saiu do quarto que havia alugado no beco estreito de S. à noite, desceu as escadas e, lentamente, puxou indeciso pela ponte K. Ele conseguiu não sua senhoria o joga escada acima. Bir gün, çok sıcak, Temmuz başında, dar bir sokakta bulunan odadan akşamları genç bir adam çıktı, merdiveni indi ve yavaş yavaş yavaş yavaş K. köprüsünden kaldırdı. merdiven veya ev sahibi sürünüyor.

Το δωμάτιο του ήτανε στη σοφίτα ενός ψηλού σπιτιού, που είχε πέντε πατώματα, κι έμοιαζε περισσότερο με ντουλάπι παρά με κατοικία. His room was in the attic of a tall house that had five floors and looked more like a closet than a house. Odası, beş katı olan ve bir evden daha dolaba benzeyen uzun bir evin tavan arasındaydı. Η σπιτονοικοκυρά του, που τον είχε και οικότροφο, καθότανε στο κάτω πάτωμα. His landlady, who also had a housekeeper, sat down on the floor. Bir stajyer olan ev sahibesi, alt katta oturdu. Έτσι, όταν έβγαινε έξω, ήτανε υποχρεωμένος να περνά μπροστά από την κουζίνα, που η πόρτα της έμενε πάντοτε σχεδόν ορθάνοιχτη, αντίκρυ απ' τη σκάλα. So when she went out, she had to walk in front of the kitchen, where her door was always almost open, opposite the staircase. Bu yüzden dışarıdayken, kapısının her zaman neredeyse açık olduğu mutfağın önünde merdivenlerden geçmek zorunda kaldı. Κάθε φορά που περνούσε από κει, ένιωθε ένα φόβο άρρωστο, που τον έκανε να ντρέπεται και να ζαρώνει τα φρύδια του. Every time he passed by, he felt a sick fear that made him ashamed and wrinkle his eyebrows. Ne zaman etrafta dolaştıysa, hasta olma korkusu duydu, bu da onu utandırdı ve kaşlarını kırdı. Χρωστούσε κάμποσα λεφτά στη σπιτονοικοκυρά του και φοβότανε μήπως βρεθεί μύτη με μύτη μαζί της. He was giving some money to his landlord, and he feared finding a nose with her. Ev sahibine biraz para veriyordu ve onunla bir burun bulmaktan korkuyordu.

Όχι πως ήτανε φοβητσιάρης. Not that they were cowardly. Onun bir kararsız olduğu değildi.

Ούτε κι ένιωθε πως γονάτισε - ίσα-ίσα μάλιστα. He did not even feel kneeling-even-so. Öyle diz çökse bile hissetmedi. Ωστόσο, εδώ και κάμποσο καιρό, βρισκότανε σε μια νευρική υπερένταση, που έφτανε τα όρια της υποχονδρίας. However, for some time, it was in a nervous strain, reaching the limits of hypochondria. Bununla birlikte, bir süredir hipokondri sınırlarına ulaşan sinirsel bir gerginlik vardı. Ζούσε τόσο πολύ κλεισμένος στον εαυτό του και σε μια τόσο ολοκληρωτική απομόνωση, ώστε φοβότανε να συναντήσει όχι μονάχα τη σπιτονοικοκυρά του, αλλά και κάθε άνθρωπο. He lived so close to himself and to such a complete isolation that he feared to meet not only his landlord, but every man. Kendisine o kadar yakın yaşadı ki, sadece ev sahibiyle değil, her insanla tanışmaktan korktuğu kadar tam bir tecrit. Μ' όλο που τον είχε συντρίψει το βάρος της μιζέριας του, η φτώχεια έπαψε στο τέλος να τον βαραίνει. Despite the fact that he was overwhelmed by the misery of his misery, poverty ceased in the end. Είχε παρατήσει τις δουλειές που θα του εξασφάλιζαν το καθημερινό του ψωμί και δε φρόντιζε να το βγάλει με κανέναν άλλο τρόπο. He had given up the chores that would ensure his daily bread and did not take care of it in any other way. Στην πραγματικότητα η σπιτονοικοκυρά του δεν τον τρόμαζε καθόλου – οσαδήποτε σχέδια κι αν κατάστρωνε εναντίον του. In fact, his landlord did not scare him at all - any plans he made against him. Το να τον σταματά όμως στο κεφαλόσκαλο, ν' ακούει τη συνηθισμένη της φλυαρία για πράγματα που δεν τον ενδιέφεραν, να του ξαναθυμίζει μ' επιμονή πως πρέπει να πληρώνει το νοίκι και να βρίσκεται στην ανάγκη να καταφεύγει σε διάφορες δικαιολογίες, να της ζητά συγνώμη, να της λέει ψέματα... Α, όχι! But stopping him in the head, listening to his usual chatter for things that did not interest him, reminding him with the persistence that he should pay the rent and be in the need to resort to various excuses, to apologize to her, to lie to her ... Oh, no! Καλύτερα θα ήτανε να ξεγλιστρήσει, πατώντας σα γάτα στις σκάλες, και να χαθεί στο δρόμο δίχως να τον ιδεί κανείς. It would be better to sneak out, pressing like a cat on the stairs, and get lost in the street without being seen. Αυτή τη φορά μάλιστα, μόλις βρέθηκε έξω, παραξενεύτηκε κι ο ίδιος με το φόβο που τον έκανε να νιώθει η σπιτονοικοκυρά του. This time, as soon as he was out, he was also surprised by the fear that his landlord feared.

"Να σχεδιάζεις τέτοια δουλειά και να σε πιάνει τόση ταραχή με το τίποτα! "Einen solchen Job machen und sich so über nichts aufregen! "To design such a job and to get so much trouble with nothing! "Om een baan als deze te plannen en zo opgewonden te raken over niets!

", σκέφτηκε χαμογελώντας παράξενα. "he thought, smiling strangely. "Χμ... Αλήθεια, η τύχη του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του και την αφήνει να του ξεγλιστρήσει, μόνο και μόνο από τη δειλία του... Αυτό πια πρέπει να το πάρουμε σαν αξίωμα, θα 'θελα να ξέρω, τί είναι εκείνο που φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι. "Hmm ... Indeed, man's fortunes are in his hands and let him get away from him only by his cowardice ... That's what we have to take as an axiom, I want to know, what is that people who are most afraid. Το να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος, να πούνε δυο λόγια για το πιστεύω τους - αυτό σίγουρα θα το φοβούνται πάνω απ' όλα. To take a step forward, to say a word about their belief - they will certainly fear it above all. Εξ άλλου, μου φαίνεται πως φλυαρώ πολύ. Besides, it seems to me that I am screaming a lot. Και, ακριβώς, επειδή φλυαρώ δεν κάνω τίποτε, ή καλύτερα επειδή δεν έχω κάνει And, just because I'm screaming I do nothing, or better because I have not done it

τίποτε φλυαρώ. I'm not talking about anything.

Τον τελευταίο μήνα συνήθισα να φλυαρώ, γιατί ήμουνα αναγκασμένος να μένω ολόκληρες μέρες κλεισμένος στο καβούκι μου και να σκέφτομαι... να σκέφτομαι για όλα και για τίποτα. In the last month, I used to chat, because I had to spend all my days on my couch and think ... thinking about everything and nothing. Για να ιδούμε... Γιατί πάω εκεί πέρα; Είμαι, στ' αλήθεια, ικανός να κάνω αυτό το έγκλημα; Είναι δυνατό να το 'χω βάλει σα σκοπό μου σοβαρά; Όχι δεν είναι σοβαρό. To see ... Why am I going over there? Am I really capable of doing this crime? Is it possible to put it on my purpose seriously? No, it's not serious. Βαυκαλίζομαι με μια φαντασίωση κι αυτό με διασκεδάζει. I love a fantasy and that amuses me. Ένα παιγνίδι, ναι! A game, yes! Μάλλον για παιγνίδι πρόκειται". Probably a game is going ".

Στο δρόμο έκανε ζέστη τρομερή και η ατμόσφαιρα ήτανε αποπνικτική. On the way, the heat was terrible and the atmosphere was stuffy.

Ο σαματάς από τον συνωστισμό των ανθρώπων - τους έβλεπες-, οι ασβέστες που υπήρχαν παντού, οι σκαλωσιές, τα τούβλα, η σκόνη και κείνη η χαρακτηριστική μπόχα του καλοκαιριού, που την ξέρουν καλά οι κάτοικοι της Πετρούπολης, όσοι δεν έχουν τα μέσα να πάνε το καλοκαίρι εξοχή - όλες αυτές οι δυνατές εντυπώσεις κλόνισαν άσχημα τα νεύρα του που, και δίχως αυτές, ήτανε κιόλας αρκετά κλονισμένα. By the crowd of people - you saw them - the lime trees that were everywhere, the scaffolding, the bricks, the dust and that typical summer pitch, well known to the Petrograd people, those who do not have the means to go summer countryside - all of these strong impressions sharpened his nerves which, and without them, were already quite shaken. Οι ανυπόφορες μυρουδιές απ' τις ταβέρνες, που αφθονούν σ' αυτό το μέρος, οι μεθυσμένοι που συναντά κανείς σε κάθε βήμα του, ακόμα και τις εργάσιμες ημέρες, συμπλήρωναν αυτόν τον θλιβερό και αποκρουστικό πίνακα. The inconvenient smells of the taverns that abound in this place, the drunks you meet at every step, even on business days, filled this sad and foul board. Μια αίσθηση αηδίας πέρασε σαν αστραπή στα λεπτά χαρακτηριστικά του νέου. A sense of disgust flashed through the young man's fine features. Πραγματικά, ήτανε πολύ καλοφτιαγμένος, με υπέροχα σκούρα μάτια, καστανά μαλλιά, λίγο πιο ψηλός απ' το κανονικό, με κορμί λεπτό και λυγερό. Really, he was very well made, with wonderfully dark eyes, brown hair, a little taller than normal, with a slim and slender body. Γρήγορα, όμως, φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια σα να πέφτει σ' ένα είδος χαύνωσης, κι εξακολουθούσε να προχωρεί δίχως να βλέπει τίποτα τριγύρω και χωρίς, εξ άλλου, να 'χει και καμμιά όρεξη να ιδεί τίποτα. Soon, however, it seemed as if he was immersed in a daydream or, to be more precise, a kind of humiliation, and he continued to move forward without seeing anything around and without, on the other hand, having any appetite to see anything. Πού και πού μονάχα μίλαγε μόνος του, κατά τη συνήθεια που, καθώς το παραδεχότανε κι ο ίδιος, είχε αποχτήσει. Where and when he only spoke to himself, in the habit that, as he himself admitted, he had acquired. Καταλάβαινε τώρα πως σκοτείνιαζε κάπου-κάπου το μυαλό του και πως ένιωθε μεγάλη αδυναμία. He now understood that his mind was getting darker somewhere and that he felt very weak. Εδώ και δυο μέρες δεν είχε φάει τίποτα σχεδόν. For almost two days now, he had eaten almost nothing.

Ήτανε τόσο άθλια ντυμένος, ώστε κάθε άλλος, όσο και να το 'χε συνηθίσει πια, θα ντρεπότανε να βγεί στο φως της ημέρας ντυμένος με τέτοια κουρέλια. He was so poorly dressed that everyone else, no matter how accustomed to it, would be ashamed to go out in the light of day dressed in such rags.

Είναι αλήθεια πως η γειτονιά αυτή δεν ήτανε από κείνες όπου παραξενεύεσαι όταν ιδείς έναν κακοντυμένο. It is true that this neighborhood was not one of those places where you are surprised when you see an ill-dressed person.

Η πλατεία της Σαναγοράς εκεί κοντά, τα ιδιόρρυθμα σπίτια και τα μαγαζιά που στιβάζονταν σ' εκείνους τους δρόμους και τα σοκάκια του κέντρου της Πετρούπολης, δημιουργούσανε μια τόσο παρδαλή εικόνα, με κάθε λογής σουλούπι, έτσι που κανένας πια δεν απορούσε για το ντύσιμο του άλλου. The nearby Sanagora Square, the quaint houses and shops lined the streets and alleys of downtown St. Petersburg, created such a puzzling image, with all sorts of clutter, that no one wondered what the other was wearing. .

Η ψυχή όμως αυτού του νέου ξεχείλιζε από μια περηφάνεια τόσο άγρια ώστε, παρ' όλη τη νεανική του ευαισθησία, δε ντρεπότανε να βγεί με τα κουρέλια του στο δρόμο. But the soul of this young man was so overwhelmed with pride that, in spite of his youthful sensitivity, he was not ashamed to go out on the street with his rags. Το πράγμα άλλαζε όταν τύχαινε να συναντήσει κανένα γνωστό του ή κανέναν απ' τους παλιούς συμμαθητές του, που γενικά δεν του άρεσε να κάνει παρέα μαζί τους. Things changed when he met any of his acquaintances or any of his old classmates, who generally did not like to hang out with them. Ωστόσο ένας μεθυσμένος που τον πήγαιναν, άγνωστο γιατί και πού, μέσα σ' ένα μεγάλο άδειο αραμπά, του φώναξε ξαφνικά καθώς περνούσε: "Ε, συ με το γερμανικό καπέλο! However, a drunk man who was taking him away, unknown why and where, in a large empty Arab, suddenly shouted at him as he passed: "Oh, with the German hat! ", ουρλιάζοντας με όλη του τη δύναμη και δείχνοντας τον με το δάχτυλο. ", screaming with all his might and pointing with his finger. Ο νέος σταμάτησε απότομα και, με μια κίνηση νευρική, έφερε το χέρι στο καπέλο του. The young man stopped abruptly and, with a nervous move, brought his hand to his hat. Ήτανε ένα καπέλο ψηλό και στρογγυλό, που το είχε αγοράσει από του Τσίμερμαν, τριμμένο όμως από την πολυκαιρία, κοκκινισμένο, γεμάτο τρύπες και λεκέδες, με πεσμένα τα μπορ, που κρέμονταν στο πλάι κατά τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο. It was a tall, round hat he had bought from Zimmermann, but scorched by the weather, blushed, full of holes and stains, with fallen bors, hanging sideways in the most deplorable way. Ωστόσο, εκείνο που ένιωσε δεν ήτανε καθόλου ντροπή. However, what he felt was no shame at all. Ήτανε μάλλον τρόμος. It was rather horror.

"Καλά το φοβόμουνα", μουρμούρισε μες στην ταραχή του. "I was afraid of it," he murmured in his trembling.

"Το σκέφτηκα αυτό, να όμως που έγινε κάτι χειρότερο! "I thought about it, but something worse happened! Μια τέτοια ανοησία, το πιο ασήμαντο πραματάκι του κόσμου, μπορεί να χαλάσει όλη τη δουλειά! Such foolishness, the world's most insignificant thing, can spoil all the work! Ναι, τούτο δω το καπέλο με κάνει να ξεχωρίζω πολύ... Είναι γελοίο και γι' αυτό το λόγο το προσέχει ο άλλος... Μόνο μια τραγιάσκα θα ταίριαζε με τα κουρέλια μου, ή καλύτερα μια οποιαδήποτε στραπατσαρισμένη παλιορεπούμπλικα κι όχι τούτο δω τ' ακατονόμαστο πράμα. Yes, that's the hat that makes me stand out ... It's ridiculous and that's why the other one is watching ... Only a jerk would fit with my rags, or better any shittered old man and not this one incomprehensible stuff. Κανένας δε φορεί τέτοιο καπέλο. No one is wearing such a hat. Ξεχωρίζει από ένα βέρστι μακριά και ο καθένας ύστερα θα το θυμάται... Ναι, κάποιος θα το θυμηθεί και ύστερα ορίστε το πειστήριο του εγκλήματος... Ενώ, τώρα ακριβώς, πρέπει να περνάω όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητος. It stands out from a vertigo away and everyone will then remember ... Yes, someone will remember it and then define the crime of crime ... While, now, I must go as unnoticed as possible. Οι λεπτομέρειες, οι λεπτομέρειες -εδώ είναι όλη η ουσία... Αλλά, ακριβώς, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες μπορούν να καταστρέψουνε τα πάντα...". The details, the details - here is the whole thing ... But, just such details can destroy everything ... ".

Δεν είχε να προχωρήσει πολύ, ήξερε ακόμα και πόσα βήματα έπρεπε να κάνει από την πόρτα του σπιτιού του: Εφτακόσια τριάντα ακριβώς. He didn't have much to go on, he even knew how many steps he had to take from the door of his house: Seven hundred and thirty.

Τα είχε μετρήσει από τότε ακόμα που το σχέδιο του βρισκότανε στην κατάσταση του ονείρου. He had measured them ever since his design was in the dream state. Εκείνο τον καιρό, μάλιστα, δεν πίστευε πως μπορεί να γίνουνε πραγματικότητα κάτι τέτοια όνειρα. At that time, indeed, he did not believe that such dreams could become reality.

Ερεθιζότανε μονάχα απ' την τερατώδη αλλά γοητευτική παρατολμία τους. He was only irritated by their monstrous but charming audacity.

Από τότε, όμως, πέρασε ένας μήνας κι άρχισε να βλέπει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, διαφορετική. Since then, however, a month has passed and he has begun to see events from a different perspective. Παρ' όλο που στους μονολόγους του δεν έπαυε να κατηγορεί τον εαυτό του, για έλλειψη δραστηριότητας και για αναποφασιστικότητα, είχε συνηθίσει, άθελα του σχεδόν, να βλέπει το "τερατώδες όνειρο" σα μια πράξη που αξίζει να την κάνει κανείς, αν και εξακολουθούσε να 'χει ελάχιστη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Although his monologues did not cease to blame himself, for lack of activity and for indecision, he had been accustomed, almost unwillingly, to see the "monstrous dream" as an act worth doing, even though he was still he has little confidence in himself. Τώρα, θα έκανε την "πρόβα" της δουλειάς και η ταραχή του μεγάλωνε με το κάθε βήμα. Now he would do the "rehearsal" of his work, and his agitation grew with every step. Λιπόψυχα και μ' ένα νευρικό τρεμούλιασμα προχώρησε σ' ένα τεράστιο κτίριο, που από τη μια μεριά είχε το κανάλι και απ την άλλη την οδό... Στο σπίτι αυτό, που ήτανε χωρισμένο σε μικρά διαμερίσματα, έμεναν εργαζόμενοι όλων των επαγγελμάτων: Σιδεράδες, ράφτες, μάγειροι, διάφορες κατηγορίες Γερμανοί, κοινές γυναίκες, μικροϋπάλληλοι, κι έβλεπες ανθρώπους να πηγαινοέρχονται και να μπαινοβγαίνουν απ' την μια κι απ' την άλλη πόρτα και να διασχίζουν τις δυο αυλές του σπιτιού. Foolishly and with a nervous trembling, he went to a huge building, which on the one hand had the canal and on the other the street ... In this house, which was divided into small flats, there were workers of all professions: Siderades, tailors, cooks, various categories of Germans, common women, small waiters, and seeing people going and going from one door to the other and crossing the two yards of the house. Το ακίνητο είχε τρεις-τέσσερις θυρωρούς. The property had three or four porters. Ο νέος χάρηκε πολύ που δε συνάντησε κανέναν απ' αυτούς. The young man was very happy that he did not meet any of them. Αφού πέρασε την πόρτα, προχώρησε αμέσως κατά τη δεξιά σκάλα, χωρίς να τον ιδεί κανείς. After passing the door, he proceeded immediately to the right staircase, without anyone seeing him. Ήτανε σκοτεινή και στενή αυτή η σκαλίτσα υπηρεσίας, που την ήξερε πια και που ήτανε φτιαγμένη έτσι, ώστε να μην μπορεί να πει πως δεν του άρεσε: Μέσα σε τούτο το σκοτάδι ένιωθε πως δεν διατρέχει κίνδυνο ούτε κι απ' το πιο αδιάκριτο βλέμμα. It was dark and close to this service scale, which he knew now and that was made so that he could not say that he did not like it: In this darkness he felt that he was not at risk of even the most unobtrusive look.

"Αφού φοβάμαι τώρα τόσο πολύ τί θα γινότανε αν τύχαινε κι ερχόμουνα εδώ για να το κάνω στ' αλήθεια;", είπε μέσα του, δίχως να το θέλει, μόλις έφτασε στο τέταρτο πάτωμα. "Since I'm so scared now, what would happen if I happened to come here to do it?" He said to himself, without wanting to, as soon as he reached the fourth floor.

Εκεί, κάτι απολυμένοι φαντάροι, που έκαναν τώρα τον αχθοφόρο, του 'φραζαν το δρόμο: Μετακόμιζαν τα έπιπλα ενός διαμερίσματος, όπου έμενε – το ήξερε - ένας Γερμανός υπάλληλος με την οικογένεια του. There, some fired soldiers, who now made the porter, were blocking the way: They moved the furniture of an apartment where a German employee with his family knew it. "Φεύγει, λοιπόν, ο Γερμανός. "So the German is leaving. Συνεπώς, για κάμποσο διάστημα, δε θα υπάρχει άλλος κάτοικος σ' αυτό το πλατύσκαλο, εκτός απ' τη γριά. Therefore, for some time, there will be no other inhabitant of this wide step, except the old woman. Καλό είναι να ξέρουμε... για κάθε ενδεχόμενο", είπε πάλι μέσα του, και χτύπησε στην πόρτα της γριάς. It's good to know ... just in case, "he said to himself again, and knocked on the old woman's door. Το χερούλι αντήχησε τρεμουλιαστά, λες και ήτανε καμωμένο όχι από μπρούντζο, αλλά από λαμαρίνα. The handle rested tremulously, as if it were made not of bronze but of sheet metal. Έτσι είναι όλα σχεδόν τα χερούλια στις πόρτες των μικρών διαμερισμάτων, σ' αυτού του είδους τα ακίνητα. So are almost all the handles on the doors of small apartments, in this type of real estate. Ο ιδιαίτερος ήχος του χερουλιού, που τον είχε ξεχάσει, του θύμισε κάτι που το 'φέρε στο νου του ολοκάθαρα... Και, ξαφνικά, ανατρίχιασε - σε τέτοια υπερένταση βρίσκονταν τα νεύρα του αυτή τη φορά! The strange sound of the handle that had forgotten him reminded him of something that he kept in his mind clearly ... And, suddenly, he shuddered - such an elongation was his nerves this time! Σε λίγο η πόρτα μισάνοιξε σιγά και η γυναίκα, που καθότανε εκεί μέσα, κοίταξε προσεχτικά και με ολοφάνερη δυσπιστία τον παρείσακτο μέσα απ' το μισάνοιχτο θυρόφυλλο: Μες στο μισοσκόταδο μονάχα τα μικρά ματάκια της γυάλιζαν. After a while, the door opened a little and the woman, who was sitting inside, looked carefully and with obvious disbelief at the intruder through the half-open door: Only in the semi-darkness did her little eyes shine. Καθώς όμως είδε πως υπήρχε κόσμος στο κεφαλόσκαλο, σιγουρεύτηκε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα. But as he saw that there was a world in the head, he made sure and opened the door wide. Ο νέος πέρασε το κατώφλι και προχώρησε σ' ένα σκοτεινό χωλ, που κοβότανε στα δυο από ένα χώρισμα. The young man crossed the threshold and proceeded to a dark hall, which was cut in two by a partition. Πίσω απ' αυτό υπήρχε μια κουζινίτσα πολύ μικρή. Behind it was a very small kitchen. Η γριά στεκότανε μπροστά του, αμίλητη, και τον κοίταζε ερωτηματικά. The old woman was standing in front of him, speechless, looking at him questioningly. Ήτανε μια γριούλα κοντή και ξερακιανή, καμμιά εξηνταριά χρονών, με μάτια διαπεραστικά, αγριωπά στην έκφραση, και με μια μύτη κοντή και σουβλερή. He was an old lady and a black-eyed woman, no more than sixty years old, with piercing eyes, wild on the expression, and with a short and soft nose. Το κεφάλι της ήτανε ξεσκέπαστο και τα γκριζωπά μαλλιά της γυάλιζαν απ' το πολύ λάδι. Her head was uncovered and her gray hair shone with a lot of oil. Ένα φανελένιο κουρέλι περιτριγύριζε τον αδύνατο, μακρουλό λαιμό της, που έμοιαζε με πόδι κότας. A fancy rag was surrounding her thin, long neck, which looked like a hen's leg. Παρ' όλη τη ζέστη, κρεμότανε στους ώμους της μια γούνα ξεφτισμένη και λερωμένη. Despite the heat, a furry and dirty fur hung on her shoulders. Κάθε τόσο έβηχε και βόγγαγε. Every so often he got up and ran. Φαίνεται πως ο νέος την κοίταζε πολύ παράξενα, γιατί στα μάτια της παρουσιάστηκε ξαφνικά η ίδια εκείνη έκφραση δυσπιστίας. It seems that the young man was looking at her very strangely, because in her eyes the same expression of disbelief suddenly appeared.

"Φοιτητής Ρασκόλνικωφ, ήρθα στο σπίτι σας πριν από ένα μήνα", βιάστηκε να ψιθυρίσει ο νέος, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, θυμήθηκε πως έπρεπε να της φερθεί ευγενικά. "Rasskolnikov, I came to your house a month ago," the young man railed to whisper, making a slight inclination, remembered that he should be kind to her.

"Το θυμάμαι, παιδί μου, θυμάμαι πολύ καλά πως έχετε ξαναρθεί", απάντησε η γριά, προφέροντας την κάθε λέξη καθαρά και χωρίς να πάψει να τον κοιτάζει φιλύποπτα. "I remember, my child, I remember very well that you came back," the old woman replied, uttering each word clearly and without ceasing to look at him suspiciously.

"Ναι... Και ξανάρχομαι τώρα για μια παρόμοια μικροδουλίτσα", συνέχισε ο Ρασκόλνικωφ, λίγο ταραγμένος και κατάπληκτος με τη δυσπιστία που του 'δειχνε η γριά. "Yes ... And I'm back now for a similar little job," Raskolnikov continued, a little confused and amazed at the distrust the old woman showed him.

"Ίσως να 'ναι έτσι πάντοτε, στο κάτω-κάτω", σκέφτηκε μ' ένα δυσάρεστο συναίσθημα. "Maybe it's always like that, after all," he thought with an unpleasant feeling.

"Μόνο που την άλλη φορά δεν το πρόσεξα". "Only the other time I did not notice." Η γριά σώπασε σα να σκεφτότανε. The old woman was silent as if thinking. Ύστερα, του 'δείξε την πόρτα της κάμαρας και τραβήχτηκε από μπροστά του λέγοντας: "Περάστε, παιδί μου". Then she showed him the arch door and pulled away from him, saying, "Come on, my child."

Η κάμαρα όπου τον έμπασε ήτανε μικρή και ταπετσαρισμένη με κίτρινο χαρτόνι. The chamber where he entered was small and upholstered in yellow cardboard.

Στα παράθυρα υπήρχαν γεράνια και μεταξωτές κουρτίνες. There were geraniums and silk curtains on the windows. Εκείνη την ώρα ο ήλιος που βασίλευε πλημμύριζε το δωμάτιο με άπλετο φως. At that time the prevailing sun was flooding the room with plenty of light. "Έτσι θα λάμπει, σίγουρα, ο ήλιος και εκεί", είπε άθελα από μέσα του ο Ρασκόλνικωφ. "This is how the sun will shine there, for sure," Raskolnikov said involuntarily. Και με μια γρήγορη ματιά εξέτασε ολόκληρο το δωμάτιο, για να το χαράξει όσο γινότανε πιο βαθειά στη μνήμη του. And with a quick glance, he examined the entire room to make it as deep as his memory. Αλλά δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό τούτο το δωμάτιο. But this room had nothing special. Όλη κι όλη η επίπλωση του, που ήτανε ξύλινη και παλιά, ήτανε ένα ντιβάνι πλατύ από ξύλο με ράχη αψιδωτή, ένα οβάλ τραπέζι κοντά στο ντιβάνι, ένα τραπεζάκι τουαλέτας με ένα καθρέφτη κρεμασμένο στο χώρισμα, ανάμεσα στα δυο παράθυρα, μερικά καθίσματα γύρω-γύρω και δυο-τρεις πίνακες με κορνίζες παλιωμένες. All his furniture, which was wooden and old, was a solid wood panel with an arched ridge, an oval table near the divan, a toilet table with a mirror hung in the partition, between the two windows, some seats around and two or three tables with framed frames. Παράσταιναν κάτι Γερμανιδούλες, που κρατούσαν στα χέρια τους πουλιά. German girls were present, holding birds in their hands. Αυτή ήτανε όλη κι όλη η επίπλωση. That was all the furniture. Σε μια γωνιά, μπροστά σε μια μικρή εικόνα, έκαιγε ένα καντήλι. In one corner, in front of a small picture, a candle was burning. Παντού βασίλευε απόλυτη καθαριότητα. Absolute cleanliness reigned everywhere. Τα έπιπλα και το πάτωμα ήτανε περασμένα με κερί και γυάλιζαν. The furniture and the floor were waxed and polished. "Βλέπει κανείς πως έχει περάσει από εδώ η Ελισάβετ", σκέφθηκε ο Ρασκόλνικωφ. "One can see that Elizabeth has passed through here," Raskolnikov thought. Σ' ολόκληρο το διαμέρισμα δεν θα μπορούσες να βρεις ίχνος σκόνης. You could not find a trace of dust in the whole apartment.

"Μονάχα κάτι τέτοιες γριές, κακές και χήρες, ζούνε σε τόση καθαριότητα", συνέχισε μέσα του ο Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας λοξά με περιέργεια ένα παραβάν από βαμβακερό ύφασμα, που έκρυβε μια πόρτα. "Only such goodies, bad and widowed, live in so much cleanliness," Raskolnikov continued, staggeringly gazing at a cloth of cotton cloth hiding a door.

Απ' αυτή έμπαινες σε μια μικρότερη καμαρούλα, όπου βρισκότανε το κρεβάτι και ο κομμός της γριάς και όπου αυτός δεν είχε μπεί ποτέ. From that you entered a smaller vault, where the bed and the hall of the candy were located and where he had never been. Αυτά τα δυο δωμάτια ήτανε όλο κι όλο το διαμέρισμα. These two rooms were all over the apartment.

"Τί θέλετε;", ρώτησε ξερά η γριά, που μπήκε κι αυτή στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στον επισκέπτη της, για να τον εξετάζει καλύτερα κατάφατσα. "What do you want?", Asked the old woman dryly, who also entered the room and stood in front of her visitor, to look at him better.