×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)

Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)

Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν.

- Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί.

Ο Βασιλιάς σταμάτησε.

- Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα.

Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ' ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα - Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε;

- Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει.

Η Βασίλισσα τα κρέμασε. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια.

Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη.

- Πουλιά! Πουλιά με μαρούλια! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. Το αγαπημένο μου φαγί! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! Φωνάξετε τον γρήγορα. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου;

- Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει.

Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της:

- Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα!

Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρα της.

Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθησε στο τραπέζι αναστενάζοντας.

Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν.

- Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει.

Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί.

- Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια!

- Και μένα, είπε η ξανθή.

Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθησε στη θέση της

Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη.

- Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα.

- Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη.

- Σ' αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου… Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο.

- Στρίγλα! φώναξε η Ζήλιω.

Και σ' ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνω-κάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα 'σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα.

Ο Βασιλιάς, με το πηρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή.

Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει

- Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα.

- Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος…

- Α, σε βαρέθηκα πια! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ' έχει πιάσει! Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ' αφήσεις εμένα στην ησυχία μου. Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε.

Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά.

Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα.

Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο.

- Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα Έρχεσαι μαζί μου;

Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε.

- Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε.

Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν' αγοράσουν όπλα. Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

- Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει;

Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια.

Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της.

- Ένα κυπρί, είπε.

Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε.

- Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Πάμε τώρα στο κελάρι.

Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα.

Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή.

- Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! είπε Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν' ανοίξει τέτοια πόρτα… - Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά.

- Λες και το έριξε δω επίτηδες, για να το βρούμε πιο εύκολα, πρόσθεσε γελώντας.

- Όπως άφησε και την εξώπορτα ανοιχτή, για να μπούμε μέσα ανεμπόδιστοι. Σαν πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.

Γύρισε το κλειδί, και η πόρτα άνοιξε.

Η κάμαρα όπου μπήκαν τ' αδέλφια ήταν μικρή, με χαμηλή στέγη και χωρίς παράθυρο. Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε τους τέσσερεις γυμνούς πέτρινους τοίχους.

Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι έχασκε με το σκέπασμα ανοιχτό.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε γύρω του

Χάμω, σε μια γωνιά, κάτι σα ν' άσπριζε. Το σήκωσε και το εξέτασε στο φως του φαναριού.

Ήταν ένα ξεχρυσωμένο μπαστουνάκι με κουκλίστικο κεφάλι στην άκρη, και στολισμένο με κορδέλες και κυπριά.

- Τι βρήκες; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Την υπογραφή του κλέφτη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Με άλλα λόγια, το σκήπτρο του Τζοτζέ. Εφθάσαμε αργά, Ειρηνούλα! Ο θησαυρός χάθηκε!

- Τι λες! φώναξε η αδελφή του.

- Λέγω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας το παιχνίδι που είχε βρει, πως ετούτο μας εξηγεί γιατί βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή, το κυπρί καταγής, το κλειδάκι εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. Μας εξηγεί και την παρουσία του Τζοτζέ κοντά στο πτώμα του Πανουργάκου. Παλαβός δεν ήταν ο νάνος, αλλά πρέπει να υποψιάζουνταν ή να ήξερε την ύπαρξη του θησαυρού στο κελάρι του αρχικαγκελάριου, και, πρωί-πρωί, την ώρα που πηγαίναμε μεις ανυποψίαστοι να βρούμε φαγί, άλλα κυνηγούσε αυτός Κατέβαινε στο βάραθρο κι έβρισκε το κλειδί εκεί που ήξερε πως είναι, δηλαδή στον κόρφο του πεθαμένου…

Περίλυπη κοίταζε η Ειρηνούλα το σκήπτρο του Τζοτζέ.

- Και τώρα; ρώτησε.

- Τώρα πάμε να ρωτήσομε αν τον είδε κανείς και από πού πήγαινε. Δεν πιστεύω να είναι δυνατόν να τον προφθάσω. Μα θέλω να δοκιμάσω.

Έκλεισαν το κελάρι και βγήκαν έξω.

Αντίκρυ από το σπίτι, στην πόρτα ενός φτωχικού μπακάλικου, ένα παιδί κουρελιασμένο και χλωμό μασούσε λίγο μαύρο ξερό ψωμί.

Το Βασιλόπουλο το σίμωσε και ρώτησε αν ήταν του μαγαζιού.

- Ναι!

αποκρίθηκε το παιδί, είναι το μπακάλικο του θειου μου, και σα λείπει στην ταβέρνα, το φυλάγω εγώ.

- Πες μου, είπε το Βασιλόπουλο, ξέρεις αν σήμερα το πρωί πέρασε από δω ο Τζοτζές του Βασιλιά;

- Ναι!

Ήλθε στο σπίτι του εξοχώτατου κυρ-Πανουργάκου

- Τον είδες να φεύγει; Βαστούσε τίποτα;

- Ναι!

Στον ώμο κρατούσε ένα σακούλι.

- Δεν τον ρώτησες τι είχε μέσα;

- Μπα! Πού να τολμήσω! Και άλλες φορές ήλθε στου κυρ-Πανουργάκου φορτωμένος, μα θύμωνε αν τον ρωτούσες τι είχε στο σακούλι του. Πού να ρωτήσω! Είναι κακός και πονηρός.

- Και πού πήγε; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Το παιδί έδειξε με το χέρι:

- Γύρισε κατά τον κάμπο. Ήταν βιαστικός κι έτρεχε.

Τ' αδέλφια ευχαρίστησαν κι έφυγαν. - Ώστε αυτός ήταν συνένοχος του Πανουργάκου, είπε το Βασιλόπουλο. Αυτός πρέπει να του κουβαλούσε τα πράματα που λίγα-λίγα τα έκλεβε από το παλάτι.

- Λες να τον προφθάσομε; ρώτησε η Ειρηνούλα

- Ποιος ξέρει;

Πήραν βιαστικά το δρόμο του κάμπου.

- Ωστόσο, δεν έχομε τύχη, είπε μελαγχολικά η Ειρηνούλα. Αν εφθάναμε λίγο νωρίτερα, θα βρίσκαμε το θησαυρό!

- Δεν παραδέχομαι τύχη και ατυχία σε αυτά, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Τύχη έχει εκείνος που ξέρει να κυβερνά τη βάρκα του σε μια φουρτούνα. Αν έχασα το θησαυρό, τον έχασα από λάθος μου… Και ξέρεις τι συλλογίζομαι, Ειρηνούλα; εξακολούθησε αποθαρρυμένος. Πως ποτέ δε θα καταφέρω να εκτελέσω το σκοπό μου, γιατί δεν ξέρω γράμματα! Χθες βράδυ, όταν βρήκα το γράμμα του Λαγόκαρδου, αν ήξερα να διαβάσω, θα τον κυνηγούσα ευθύς, ίσως τον πρόφθαινα. Και τότε θα τον εμπόδιζα να πάγει στους εχθρούς και να προδώσει. Αν ήξερα να διαβάσω, θα ερχόμουν αμέσως στο σπίτι του Πανουργάκου, θα σπούσα την πόρτα του κελαριού και θα έβρισκα το θησαυρό, που μας είναι τόσο αναγκαίος για να ξαναφτιάσουμε και να οπλίσομε στρατό. Τότε πρόφθαινα ακόμα. Ενώ σήμερα, όταν διάβασε ο πατέρας το γράμμα, ήταν πια αργά Ο Λαγόκαρδος ήταν μακριά και το κελάρι άδειο. Και τώρα θα έχει φθάσει ο Λαγόκαρδος στο βασίλειο του θείου Βασιλιάς θα έχει προδώσει. Και ποιος ξέρει τι φουρτούνες θα ξεσπάσουν στο δόλιον τόπο μας, φουρτούνες που μπορούσα να προλάβω αν ήξερα γράμματα!…

Η Ειρηνούλα έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του.

- Μη μιλάς έτσι! Μη λυπάσαι τόσο! είπε με δάκρυα στα μάτια. Δε φταις εσύ αν δεν ξέρεις γράμματα!

- Ως τώρα δεν είχα νιώσει ποτέ την ανάγκη να μάθω τίποτα, είπε το Βασιλόπουλο. Περνούσα τις μέρες μου στο δώμα, κοιτάζοντας τον ουρανό και τον κάμπο, ή κατέβαινα και τραβούσα σημάδι με τη σφενδόνα μου, και μόνη μου συλλογή ήταν να ξεφύγω από τους αιώνιους καβγάδες και τις μικροπρέπειες του παλατιού. Μα τώρα, αφότου κατέβηκα από το βουνό μας και πήγα ανάμεσα στους ανθρώπους, βλέπω, νιώθω την ανάγκη να μάθω… Και θα μάθω, εξακολούθησε με δύναμη. Θα πάγω στο δάσκαλο, θα δουλέψω μέρα-νύχτα, και θα μάθω! Αλλιώς δε θα εκτελέσω ποτέ το σκοπό μου.

Κάμποση ώρα πήγαιναν τ' αδέλφια. Παντού μοναξιά Κανέναν άνθρωπο δεν αντάμωσαν, ούτε στα χωράφια, ούτε στα δάση, για να ρωτήσουν από πού είχε περάσει ο Τζοτζές.

Βγαίνοντας από το δάσος, πέρασαν από ένα σπιτάκι μοναχικό. Στην πόρτα κάθουνταν ο νοικοκύρης με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, και κάπνιζε το τσιμπούκι του.

Το Βασιλόπουλο τον αναγνώρισε και στάθηκε να τον καλημερίσει.

- Πώς πάγει το κεφάλι, Κακομοιρίδη;

Ο άνθρωπος σηκώθηκε, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

- Η Παναγιά να σ' έχει καλά, παλικάρι μου, είπε συγκινημένος. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι σου χρεωστώ.

Και, βλέποντας την Ειρηνούλα, ρώτησε:

- Αδελφή σου είναι η παιδούλα;

- Ναι!

- Ορίστε στο φτωχικό μου λοιπόν, καθήστε να ξεκουραστείτε.

- Δεν έχω καιρό να σταματήσω, είπε το Βασιλόπουλο. Κυνηγώ κάποιον που τρέχει μπροστά μου, και που πρέπει να τον φθάσω

- Αν κυνηγάς κανένα σαν εσένα και μένα, θα τον πρόφθαινες ίσως. Μ' αν κυνηγάς κανέναν παλατιανό, θα έπρεπε να έχεις το άλογο του Τζοτζέ για να τον φθάσεις. - Άλογο; Ο Τζοτζές έχει άλογο; Πού τον είδες;

- Πέρασε από δω την αυγή. Πιλαλούσε το άλογο του σα δαιμονισμένο…

- Μα πού το βρήκε το άλογο; διέκοψε το Βασιλόπουλο.

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε.

- Οι παλατιανοί όλα τα βρίσκουν, έννοια σου, είπε. Και ο κυρ-Λαγόκαρδος με το άλογο πέρασε χθες τη νύχτα.

- Πήραν τον ίδιο δρόμο;

- Ναι!

Και περνώντας σήμερα, μου φώναξε ο νάνος αν είχα χαιρετίσματα για τον κυρ-Λαγόκαρδο, γιατί θα τον έβλεπε, λέει, γρήγορα.

Και παρατηρώντας το Βασιλόπουλο που έστεκε μαραμένο, με τα χέρια δεμένα:

- Μην κακοκαρδίζεις, παλικάρι μου, εξακολούθησε. Έλα μέσα με την αδελφή σου Του κάκου τον κυνηγάς, δεν τον προφθαίνεις πια!

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί.

- Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. Μα δεν έχω πια σίδερο. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματα της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελ- πίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του.

- Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε


Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)

Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν. When they arrived, in the middle of the day, they saw Irinoula, who was winking at them from the door.

- Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί. "The food is ready," she said happily, "tell me if I made it."

Ο Βασιλιάς σταμάτησε.

- Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα. We have it well as the Queen has learned.

Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. All of Irinoula's joy was extinguished. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της. Withered, she followed her father.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ' ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα Lieutenant Polycarp put the fruit in a bowl and placed it in front of the Queen - Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! - Ah, what nice raspberries and strawberries! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε; Which king or tycoon sent them to us?

- Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. "You all dream of tycoons and kings," said the King strangely, contemplating his ships and his uncle the King and the letter of Lagocardos, and they were in his misery. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει. The benefactor is dead, my lady, and his son is not giving.

Η Βασίλισσα τα κρέμασε. The Queen hung them. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια. She pushed her plate over and leaned on the back of her chair with grandeur.

Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη. But suddenly she smelled her yacht and her appetite was aroused.

- Πουλιά! Πουλιά με μαρούλια! Birds with lettuce! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. he shouted, forgetting nonsense and make-up. Το αγαπημένο μου φαγί! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! Well done to the cook who remembered! Φωνάξετε τον γρήγορα. Shout at him quickly. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου; I will appoint him… what shall I appoint him, my King?

- Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. "No need to look for titles," said the King sharply. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει. The cook did not bake it, nor do we have, it seems, a cook anymore. Irinoula made up her mind to replace it.

Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της: The Queen cried out in horror:

- Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα! My daughter is a cook!

Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρα της. Her nerves caught her again, she got up from the table and ran to her arch.

Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Irinoula looked at her brother and met his sad look. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθησε στο τραπέζι αναστενάζοντας. He wiped away a tear and sat down at the table sighing.

Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν. Suddenly, bells rang.

- Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει. "Run," said the King to the parachutes, "the Queen is shouting at you."

Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί. They stood up sullenly, glancing greedily at the yacht.

- Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια! - Irinoula, said the brunette flatteringly, take care of me a little, to enjoy your bright eyes!

- Και μένα, είπε η ξανθή. "Me too," said the blonde.

Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. But he was tired of adding anything else. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθησε στη θέση της She went to the door, let the other one pass, and lazily turned and sat down.

Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη. The first shot was fired immediately.

- Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. "The Queen is asking for yachni and cardamom," he said, winking at Pikrocholi. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα. Let's not forget, he says, strawberries, because he longs for them.

- Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη. "The Queen's nerves do not stand in front of the food," Pikrocholi said ironically.

- Σ' αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου… - In this, replied Jealous, she looks like your boss… Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο. Before finishing her sentence, Pikrocholi's glass flew over the table and found her on the forehead.

- Στρίγλα! - Strigla! φώναξε η Ζήλιω.

Και σ' ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνω-κάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα 'σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. And in a minute the table was turned upside down, the plates and glasses were crossing the arch, and the last ones would be broken, if Vassilopoulos did not manage to push Zilio to her arch and lock the door. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα. Then he grabbed the furious Pikrocholi and locked her in another room.

Ο Βασιλιάς, με το πηρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή. The King, with his fork upright in his hand, stared uneasily at the whole scene.

Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει As the two doors closed and the arch calmed down again, he took a second bird on his plate and began to eat it.

- Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα. - You do not eat? he asked his son, who was pensively looking at the donkey's head over the console.

- Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. "I'm thinking, father, that we must go down to Panourgakos' house," replied Vassilopoulos, "to immediately climb into his cellar and find the things he stole from us." Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος… We must sell them immediately, in order to be able, with the pennies we will receive, to arm the nation…

- Α, σε βαρέθηκα πια! - Oh, I'm bored of you now! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! I will be back with you in the morning! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. interrupted the King sadly. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ' έχει πιάσει! Leave me alone for a while, I do not know what has caught you! Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά. He got up and went and lay down on the sofa.

- Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ' αφήσεις εμένα στην ησυχία μου. - Go wherever you want, he added, it is enough to leave me alone. Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε.

Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά.

Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα. However, in the kitchen, Irinoula and Lieutenant Polykarpos, chatting and laughing, rinsed and wiped the glasses and dishes.

Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos found them there.

- Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα Έρχεσαι μαζί μου; - Irinoula, he said, I will go to the country Are you coming with me?

Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε. She immediately left her apron and followed him.

- Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε. "Let's go to Panourgakos," he told her.

Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν' αγοράσουν όπλα. And she was told what the letter of Lagokardos said and how much it was necessary to find the stolen treasure immediately, in order to buy weapons. Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. They went down to the country and went straight to the house of the chief chancellor. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

- Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει;

Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. But they found nothing but some old wooden furniture. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια. All the drawers and cupboards were opened, but it was empty.

Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της. Near the front door, Irinoula pressed something hard. She bent down, picked it up, and showed it to her brother.

- Ένα κυπρί, είπε. "A cypress," he said.

Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε. Vasilopoulos took it and looked at it.

- Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. "It's's," he replied. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. The royal crown is still visible, although gilded. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Nothing strange that Panourgakos found and took it in the hope that it would have value as well. Πάμε τώρα στο κελάρι.

Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα. They went down a narrow stone staircase and arrived in front of a small iron door.

Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή.

- Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! - Well he had hidden his treasures! είπε Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν' ανοίξει τέτοια πόρτα… he said We would have to shout blacksmiths to open such a door… - Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. "Unnecessary," said Irinoula, "and the key." Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά. And out of the blue he picked up an elegant key that fit properly in the lock.

- Λες και το έριξε δω επίτηδες, για να το βρούμε πιο εύκολα, πρόσθεσε γελώντας. - As if he threw it here on purpose, to find it easier, he added laughing.

- Όπως άφησε και την εξώπορτα ανοιχτή, για να μπούμε μέσα ανεμπόδιστοι. - As he left the front door open, to enter unhindered. Σαν πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. "Everything seems very easy to me," murmured Vasilopoulos.

Γύρισε το κλειδί, και η πόρτα άνοιξε. He turned the key, and the door opened.

Η κάμαρα όπου μπήκαν τ' αδέλφια ήταν μικρή, με χαμηλή στέγη και χωρίς παράθυρο. Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε τους τέσσερεις γυμνούς πέτρινους τοίχους. A lantern of origin was burning, and its trembling flame lit up the four bare stone walls.

Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι έχασκε με το σκέπασμα ανοιχτό. Side at the traffic light, an empty wooden chest was lost with the lid open.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε γύρω του

Χάμω, σε μια γωνιά, κάτι σα ν' άσπριζε. I was lost, in a corner, something seemed to be whitening. Το σήκωσε και το εξέτασε στο φως του φαναριού.

Ήταν ένα ξεχρυσωμένο μπαστουνάκι με κουκλίστικο κεφάλι στην άκρη, και στολισμένο με κορδέλες και κυπριά. It was a gilded stick with a dolly head on the edge, and adorned with ribbons and cypresses.

- Τι βρήκες; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Την υπογραφή του κλέφτη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - The signature of the thief, replied Vasilopoulos. Με άλλα λόγια, το σκήπτρο του Τζοτζέ. In other words, the scepter of Jodge. Εφθάσαμε αργά, Ειρηνούλα! Ο θησαυρός χάθηκε! The treasure is lost!

- Τι λες! φώναξε η αδελφή του.

- Λέγω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας το παιχνίδι που είχε βρει, πως ετούτο μας εξηγεί γιατί βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή, το κυπρί καταγής, το κλειδάκι εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. - I say, replied Vassilopoulos, pointing to the toy he had found, that this explains why we found the front door open, the cypress of origin, the key in front of the door, the light on and the cellar empty. Μας εξηγεί και την παρουσία του Τζοτζέ κοντά στο πτώμα του Πανουργάκου. He also explains the presence of Joze near the corpse of Panourgakos. Παλαβός δεν ήταν ο νάνος, αλλά πρέπει να υποψιάζουνταν ή να ήξερε την ύπαρξη του θησαυρού στο κελάρι του αρχικαγκελάριου, και, πρωί-πρωί, την ώρα που πηγαίναμε μεις ανυποψίαστοι να βρούμε φαγί, άλλα κυνηγούσε αυτός Κατέβαινε στο βάραθρο κι έβρισκε το κλειδί εκεί που ήξερε πως είναι, δηλαδή στον κόρφο του πεθαμένου… Palavos was not the dwarf, but he must have suspected or known the existence of the treasure in the cellar of the first chancellor, and, early in the morning, when we went unsuspectingly to find food, he would hunt. He would go down to the abyss and find the key where he knew it was, that is, at the peak of the dead…

Περίλυπη κοίταζε η Ειρηνούλα το σκήπτρο του Τζοτζέ. Irinoula was looking sadly at Joze's scepter.

- Και τώρα; ρώτησε.

- Τώρα πάμε να ρωτήσομε αν τον είδε κανείς και από πού πήγαινε. Δεν πιστεύω να είναι δυνατόν να τον προφθάσω. I do not think it is possible to catch up with him. Μα θέλω να δοκιμάσω.

Έκλεισαν το κελάρι και βγήκαν έξω.

Αντίκρυ από το σπίτι, στην πόρτα ενός φτωχικού μπακάλικου, ένα παιδί κουρελιασμένο και χλωμό μασούσε λίγο μαύρο ξερό ψωμί. Opposite the house, at the door of a poor grocery store, a ragged and pale child was chewing some black dry bread.

Το Βασιλόπουλο το σίμωσε και ρώτησε αν ήταν του μαγαζιού. Vasilopoulos picked it up and asked if it belonged to the store.

- Ναι!

αποκρίθηκε το παιδί, είναι το μπακάλικο του θειου μου, και σα λείπει στην ταβέρνα, το φυλάγω εγώ. replied the child, it is my uncle's grocery store, and if you miss it in the tavern, I take care of it.

- Πες μου, είπε το Βασιλόπουλο, ξέρεις αν σήμερα το πρωί πέρασε από δω ο Τζοτζές του Βασιλιά; "Tell me," said Vassilopoulos, "do you know if the King's Tzotzes passed through this morning?"

- Ναι!

Ήλθε στο σπίτι του εξοχώτατου κυρ-Πανουργάκου He came to the house of the most eminent Mr. Panourgakos

- Τον είδες να φεύγει; Βαστούσε τίποτα;

- Ναι!

Στον ώμο κρατούσε ένα σακούλι.

- Δεν τον ρώτησες τι είχε μέσα; - Didn't you ask him what was inside?

- Μπα! Πού να τολμήσω! Where to dare! Και άλλες φορές ήλθε στου κυρ-Πανουργάκου φορτωμένος, μα θύμωνε αν τον ρωτούσες τι είχε στο σακούλι του. Other times he came to Mr. Panourgakos loaded, but he was angry if you asked him what he had in his bag. Πού να ρωτήσω! Where to ask! Είναι κακός και πονηρός. He is evil and cunning.

- Και πού πήγε; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Το παιδί έδειξε με το χέρι:

- Γύρισε κατά τον κάμπο. - Turn around in the plain. Ήταν βιαστικός κι έτρεχε. He was in a hurry and was running.

Τ' αδέλφια ευχαρίστησαν κι έφυγαν. - Ώστε αυτός ήταν συνένοχος του Πανουργάκου, είπε το Βασιλόπουλο. - So he was an accomplice of Panourgakos, said Vassilopoulos. Αυτός πρέπει να του κουβαλούσε τα πράματα που λίγα-λίγα τα έκλεβε από το παλάτι. He must have carried with him the things he was gradually stealing from the palace.

- Λες να τον προφθάσομε; ρώτησε η Ειρηνούλα - Do you think we can catch up with him? Irinoula asked

- Ποιος ξέρει;

Πήραν βιαστικά το δρόμο του κάμπου.

- Ωστόσο, δεν έχομε τύχη, είπε μελαγχολικά η Ειρηνούλα. "However, we are not lucky," said Irinoula melancholy. Αν εφθάναμε λίγο νωρίτερα, θα βρίσκαμε το θησαυρό!

- Δεν παραδέχομαι τύχη και ατυχία σε αυτά, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - I do not admit luck and misfortune in them, replied Vasilopoulos. Τύχη έχει εκείνος που ξέρει να κυβερνά τη βάρκα του σε μια φουρτούνα. Lucky is the one who knows how to steer his boat in a storm. Αν έχασα το θησαυρό, τον έχασα από λάθος μου… Και ξέρεις τι συλλογίζομαι, Ειρηνούλα; εξακολούθησε αποθαρρυμένος. If I lost the treasure, I lost it by mistake… And you know what I think, Irinoula? continued discouraged. Πως ποτέ δε θα καταφέρω να εκτελέσω το σκοπό μου, γιατί δεν ξέρω γράμματα! How I will never be able to fulfill my purpose, because I do not know letters! Χθες βράδυ, όταν βρήκα το γράμμα του Λαγόκαρδου, αν ήξερα να διαβάσω, θα τον κυνηγούσα ευθύς, ίσως τον πρόφθαινα. Last night, when I found the letter of Lagocardos, if I knew how to read, I would chase him straight, maybe I would catch him. Και τότε θα τον εμπόδιζα να πάγει στους εχθρούς και να προδώσει. And then I would prevent him from going to the enemies and betraying. Αν ήξερα να διαβάσω, θα ερχόμουν αμέσως στο σπίτι του Πανουργάκου, θα σπούσα την πόρτα του κελαριού και θα έβρισκα το θησαυρό, που μας είναι τόσο αναγκαίος για να ξαναφτιάσουμε και να οπλίσομε στρατό. Τότε πρόφθαινα ακόμα. Then I was still catching up. Ενώ σήμερα, όταν διάβασε ο πατέρας το γράμμα, ήταν πια αργά Ο Λαγόκαρδος ήταν μακριά και το κελάρι άδειο. Και τώρα θα έχει φθάσει ο Λαγόκαρδος στο βασίλειο του θείου Βασιλιάς θα έχει προδώσει. And now that Lagocardos has arrived in the kingdom of the uncle King, he will have betrayed. Και ποιος ξέρει τι φουρτούνες θα ξεσπάσουν στο δόλιον τόπο μας, φουρτούνες που μπορούσα να προλάβω αν ήξερα γράμματα!… And who knows what storms will break out in our fraudulent place, storms that I could have caught if I knew letters!…

Η Ειρηνούλα έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του. Irinoula threw her arms around his neck.

- Μη μιλάς έτσι! Μη λυπάσαι τόσο! Do not be so sorry! είπε με δάκρυα στα μάτια. he said with tears in his eyes. Δε φταις εσύ αν δεν ξέρεις γράμματα! It's not your fault if you do not know the letters!

- Ως τώρα δεν είχα νιώσει ποτέ την ανάγκη να μάθω τίποτα, είπε το Βασιλόπουλο. "Until now I had never felt the need to know anything," said Vasilopoulos. Περνούσα τις μέρες μου στο δώμα, κοιτάζοντας τον ουρανό και τον κάμπο, ή κατέβαινα και τραβούσα σημάδι με τη σφενδόνα μου, και μόνη μου συλλογή ήταν να ξεφύγω από τους αιώνιους καβγάδες και τις μικροπρέπειες του παλατιού. I spent my days on the roof, looking at the sky and the plain, or going down and making a mark with my slingshot, and my only collection was to escape the eternal quarrels and pettiness of the palace. Μα τώρα, αφότου κατέβηκα από το βουνό μας και πήγα ανάμεσα στους ανθρώπους, βλέπω, νιώθω την ανάγκη να μάθω… Και θα μάθω, εξακολούθησε με δύναμη. But now, after I came down from our mountain and went among the people, I see, I feel the need to know… And I will learn, he continued with strength. Θα πάγω στο δάσκαλο, θα δουλέψω μέρα-νύχτα, και θα μάθω! I will freeze at the teacher, work day and night, and learn! Αλλιώς δε θα εκτελέσω ποτέ το σκοπό μου. Otherwise I will never fulfill my purpose.

Κάμποση ώρα πήγαιναν τ' αδέλφια. The brothers went for a while. Παντού μοναξιά Κανέναν άνθρωπο δεν αντάμωσαν, ούτε στα χωράφια, ούτε στα δάση, για να ρωτήσουν από πού είχε περάσει ο Τζοτζές. Loneliness everywhere No one was met, neither in the fields nor in the forests, to ask where Tzotzes had passed.

Βγαίνοντας από το δάσος, πέρασαν από ένα σπιτάκι μοναχικό. Leaving the forest, they passed a lonely house. Στην πόρτα κάθουνταν ο νοικοκύρης με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, και κάπνιζε το τσιμπούκι του. The householder was sitting at the door with his head tied, and he was smoking his mouthpiece.

Το Βασιλόπουλο τον αναγνώρισε και στάθηκε να τον καλημερίσει. Vasilopoulos recognized him and stood to greet him.

- Πώς πάγει το κεφάλι, Κακομοιρίδη; - How is your head, Kakomiridis?

Ο άνθρωπος σηκώθηκε, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.

- Η Παναγιά να σ' έχει καλά, παλικάρι μου, είπε συγκινημένος. "May the Virgin Mary be well with you, my lad," he said excitedly. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι σου χρεωστώ.

Και, βλέποντας την Ειρηνούλα, ρώτησε:

- Αδελφή σου είναι η παιδούλα; - Is your sister the kid?

- Ναι!

- Ορίστε στο φτωχικό μου λοιπόν, καθήστε να ξεκουραστείτε. - So to my poor, sit down to rest.

- Δεν έχω καιρό να σταματήσω, είπε το Βασιλόπουλο. Κυνηγώ κάποιον που τρέχει μπροστά μου, και που πρέπει να τον φθάσω

- Αν κυνηγάς κανένα σαν εσένα και μένα, θα τον πρόφθαινες ίσως. - If you chase someone like you and me, you might catch up with him. Μ' αν κυνηγάς κανέναν παλατιανό, θα έπρεπε να έχεις το άλογο του Τζοτζέ για να τον φθάσεις. If you are chasing a palace man, you must have Jodge's horse to reach him. - Άλογο; Ο Τζοτζές έχει άλογο; Πού τον είδες; - Horse? Does Jotz have a horse? Where did you see him;

- Πέρασε από δω την αυγή. - The dawn has passed from here. Πιλαλούσε το άλογο του σα δαιμονισμένο… He roared his horse like a demon…

- Μα πού το βρήκε το άλογο; διέκοψε το Βασιλόπουλο. - But where did the horse find it? interrupted Vassilopoulos.

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε.

- Οι παλατιανοί όλα τα βρίσκουν, έννοια σου, είπε. "The palatines find everything, you mean," he said. Και ο κυρ-Λαγόκαρδος με το άλογο πέρασε χθες τη νύχτα. And Mr. Lagocardos with the horse passed last night.

- Πήραν τον ίδιο δρόμο;

- Ναι!

Και περνώντας σήμερα, μου φώναξε ο νάνος αν είχα χαιρετίσματα για τον κυρ-Λαγόκαρδο, γιατί θα τον έβλεπε, λέει, γρήγορα. And passing today, the dwarf shouted at me if I had greetings for Mr. Lagocardos, because he would see him, he says, quickly.

Και παρατηρώντας το Βασιλόπουλο που έστεκε μαραμένο, με τα χέρια δεμένα: And observing Vasilopoulos standing withered, with his hands tied:

- Μην κακοκαρδίζεις, παλικάρι μου, εξακολούθησε. - Do not be upset, my lad, he continued. Έλα μέσα με την αδελφή σου Του κάκου τον κυνηγάς, δεν τον προφθαίνεις πια! Come in with your sister You are chasing the evil one, you can no longer catch him!

Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί. As soon as they entered the house, Kakomiridis's daughter made coffee, served it in iron cups, and placed it in front of them, in an iron pan.

Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί.

- Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. "Ame, blacksmithing is my art, my lad," replied Kakomiridis. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. Once upon a time, I made all the swords, shuttles and shields of the kingdom, I covered with iron and the big boats, which filled the river and bullied the neighborhood. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. As long as there was iron in my warehouse, I treated it and made my furniture, so that I could have a job and not sit down. Μα δεν έχω πια σίδερο. But I no longer have an iron. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματα της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου!

Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελ- πίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του. Vasilopoulos's eyes shone with new hopes that had been born in his heart.

- Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε - And first, when the palace ordered swords, where did you buy the iron? asked