×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (2)

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (2)

- Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε.

Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος.

- Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο.

Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. Μα στην πόρτα σταμάτησε.

- Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.

- Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις;

Και αλλάζοντας τόνο:

- Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!… Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο.

Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε

Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο.

Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρισμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει.

- Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.

- Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο.

Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε.

- Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει. - Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη

- Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς.

- Μυστήριο, Αφέντη μου.

- Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς.

Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω.

Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει.

- Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! είπε θυμωμένα.

Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος.

- Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.

Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος

- Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. Κάνει σίδερα.

- Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς.

- Τα έκανε τώρα τελευταία.

- Μα με τι; Με τι;

- Με τα σίδερα των καραβιών.

Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα. - Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.

Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:

- Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου! Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού

Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος.

Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα.

Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες.

Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει.

- Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.

Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός.

Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα.

- Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς

- Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.

- Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

- Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του. - Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση.

- Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.

- Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες.

Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:

- Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.

- Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει

Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό.

- Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα.

Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:

- Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια.

Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο.

Ο Βασιλιάς του έδειξε το γερο-φρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του.

- Δεν είναι καλά, είπε σιγά.

- Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια Δεν έχει στρατιώτες…

- Μα τι παραμύθια λες! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου.

Και γυρίζοντας στο γέρο:

- Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος. - Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.

- Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!

- Δεν έχει σωματάρχη!

- Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών.

- Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.

- Μα ο στρατός…

- Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! Μείναμε μεις οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ!

Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.

- Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν… Και αλλάζοντας τόνο:

- Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο. - Δεν ξέρω, Αφέντη Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ.

- Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια;

Κανείς δεν ήξερε να του πει.

Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του.

- Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.

Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος.

Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι.

Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό.

Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.

- Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.

Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.

- Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.

- Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.

Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:

- Ε!… βαρκάρη!… ξύπνα!…

Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.

- Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.

Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη

- Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.

Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.

- Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.

- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.

Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά. - Παρών! φώναξε.

- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.

- Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.

- Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;

- Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμέ- νος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά

Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.

- Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.

- Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!

Ο Αστόχαστος αναπήδησε.

- Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;

- «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο. Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.

- Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.

- Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι

- Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;

Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.

- Στα ξένα, είπε σύντομα.

- Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!

- Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.

- Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;

- Παρών, είπε πάλι ο κουλός.

Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:

- Στόλος, παρών.

Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:

- Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει.

Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.

- Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά Δούλος σας, Αφεντάδες μου!

- Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.

Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου.


ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (2)

- Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. - Father, he said at the end, he called the general. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε. He will give us the information we need.

Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος. The King rang the bell and immediately the supporter Polydoros appeared.

- Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο. - Immediately shouted the general, ordered the King, and resumed his nervous walk.

Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. The supporter bowed and made him leave. Μα στην πόρτα σταμάτησε. But at the door he stopped.

- Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.

- Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις;

Και αλλάζοντας τόνο: And changing the tone:

- Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! - Hm… I no longer know what they call him… What did Panourgakos want to go and kill the tin now! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!… Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο. He took care of them and knew all this in five fingers! Λοιπόν So he called the first cloakroom Katrakilakos.

Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε

Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο. Two minutes later he returned with the first cloakroom.

Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρισμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει. Mr. Katrakylakos was short and fat, with swollen drooping cheeks, and such a large belly that he could never pass by a door or a piece of furniture nearby without stumbling.

- Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.

- Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. - Master, Katrakilakos answered, trying in vain to bend his waist to bow. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο. Master, it has been two years that we no longer have a general.

Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. The King almost drowned in his indignation. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε. All his blood rushed to his head, and he bruised.

- Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει. - What do you say?… What do you say? he cried, and his voice was cut off and nothing else could articulate. - Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη It has been more than two years since he sold out his house and went abroad, where everyone knows him as the richest banker

- Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς. - And where did he find the coins? cried the King.

- Μυστήριο, Αφέντη μου.

- Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς. - The lieutenant shouted immediately, the King ordered nervously.

Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω. And he started walking up and down again.

Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει. But as she turned, with her arms crossed and her forehead bent and cloudy, she stumbled into the barrel-shaped abdomen of Mr. Katrakilakos, who had not had time to set her aside.

- Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! - So what do you do? Shout, I told you, the lieutenant! είπε θυμωμένα.

Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος. Without being disturbed, he tried again to bow to the first cloakroom.

- Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.

Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος

- Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What happened to the lieutenant? asked Vasilopoulos.

- Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. Κάνει σίδερα. She makes irons.

- Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς. - Where did he find so many coins? cried the King furiously.

- Τα έκανε τώρα τελευταία. - He did it last now.

- Μα με τι; Με τι; - But with what? With what;

- Με τα σίδερα των καραβιών. - With the irons of the ships.

Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα. He jumped up and ran to the door. - Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.

Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:

- Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου! Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού And he came running, with his mantle flying behind him, like an inflated sail of a ship.

Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος. Vassilopoulos followed him, and back away, panting and round, the first cloaker collapsed.

Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα. Polydoros, from the tower, marked the invitation with the big trumpet.

Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες. The King and his son ran without stopping to the barracks.

Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει. He was trying to understand the meaning of the purpose of the trumpet, which he had not heard for so many years.

- Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.

Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός. The old guard's knees were cut and he fell down while sitting.

Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. The second time, from above the tower, the supporter marked the invitation. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα. And suddenly, in the corner of the square, a lame man came out of a wine shop, ran to the barracks, pulled a rusty spear without a nose from under his mattress, and, arriving lame in front of the King and Vasilopoulos, presented his weapons.

- Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς - What is he; the King asked

- Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.

- Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς; Do you know who you are talking to?

- Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του. - Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. - So disappear before I get angry. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση. Now the army will come out, and rags like you should not be in the middle.

- Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός. "I am the army, Master," said the lame man again.

- Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες. - Is he crazy or cheeky? the King asked, turning to the guard who was sitting where he had fallen, walking barefoot in his pressed slippers.

Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:

- Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.

- Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει - Where is the guard? Where are the cavalry and the spearmen? Vassilopoulos asked softly, thinking that the guard had lost them out of fear.

Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό. But the old man reached out and pointed to the lame.

- Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. "Here is the guard, here is the army," he replied. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. I have no other soldier. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα. Go up to the barracks as you wish, to see if I am lying to you.

Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:

- Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. - Do you still remember the old years, my masters? Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια. They passed and they go and they will not come again. Pasaron y se van y no volverán.

Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο. At that moment, Mr. Katrakilakos arrived, red and sweaty from the run.

Ο Βασιλιάς του έδειξε το γερο-φρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του. The King showed him the old guard, who was still sitting, and with his hand we signaled that he had hit his head.

- Δεν είναι καλά, είπε σιγά.

- Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια Δεν έχει στρατιώτες…

- Μα τι παραμύθια λες! - But what fairy tales do you say! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. interrupted the King who began to get angry again. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου. Let the officers shout and I will show you what my army is.

Και γυρίζοντας στο γέρο: And turning to the old man:

- Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος. - Bring straight the general… the general… what do they call him? The name does not matter, bring a general, he shouted furiously. - Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.

- Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!

- Δεν έχει σωματάρχη!

- Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! - Call whoever you want, but call someone! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών. cried the King out of rage.

- Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.

- Μα ο στρατός…

- Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! - He no longer has an army, the army is over, the army is over, you are looking for him in evil, my Master! Μείναμε μεις οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ! The two of us stayed, my cook and I!

Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. The King grabbed his head with both hands.

- Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν… Και αλλάζοντας τόνο:

- Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο. - What do I pay for him? asked the first cloakroom. - Δεν ξέρω, Αφέντη Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. - I do not know, Master You made these accounts with the Chancellor. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ. I never saw them.

- Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια; Where are the ships?

Κανείς δεν ήξερε να του πει. Nobody knew to tell him.

Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του. With the corner of his cloak he wiped the sweat that stood like beads on his forehead.

- Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.

Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος. And with his son, he hurried to the river, while behind him, far away, downhill, followed the unhappy protovestiarios.

Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι. They reached the river that ran quietly and transparently, between the green forested shores, where they could not see home, no matter how far the eye went.

Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα Only two old shells tied ashore with a long rope, swayed lazily in the silver waters, joined and supported side by side with a wide plank nailed. Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό. In the bow of one slept an ass with its mouth open.

Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.

- Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα. - Let's go below, he said and took a few steps. - Vayamos abajo, dijo y dio unos pasos.

Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο. But he found no ships, no naval base.

- Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του. - Do you know where he is? the King asked Mr. Katrakilakos, who had arrived half-dead from the unusual toil of his morning.

- Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. "I do not know, Master, I have never been so far away," he replied panting. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται. But let's ask this sleeping fisherman.

Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε: And putting his hands in front of his mouth, like a funnel, he shouted:

- Ε!… βαρκάρη!… ξύπνα!…

Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε. The ass shook his own hand slowly, but did not wake up.

- Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.

Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη And pulling the rope, he approached the feluccas on the ground

- Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.

Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.

- Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.

- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.

Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά. With one leap, the ass rose and greeted militarily. - Παρών! - Present! φώναξε.

- Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει. - Where is the fleet and the port? the King asked again, thinking he had not understood.

- Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του. repeated the ass a little louder, without interrupting his greeting.

- Δεν καταλαβαίνει! - He does not understand! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. said the King, discouraged. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες; Man, do you hear me tell you? Where are the ships and sailors?

- Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμέ- νος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά - Present, present, present, cried the ass with so much force, that the veins of his throat swelled, while like a plank he was still saluting militarily.

Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του. Vasilopoulos tried to reach an agreement with him.

- Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε. "We are looking for the King's ships," he explained.

- Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! The Royal Fleet, "Tromara" and "Antara", present! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών! The Navy of the King's Master, present!

Ο Αστόχαστος αναπήδησε.

- Τι; φώναξε με φρίκη. - What; he shouted in horror. Τι ονόματα είπες; What names did you say?

- «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. - "Tromara" and "Andara", my dining room and bedroom. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο. At your disposal, when you plan to visit them, said the ass with a smile that separated his mouth from one ear to the other. Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.

- Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.

- Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι

- Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. He does not understand you. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος; Listen, my man, tell me where the lieutenant is sitting?

Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση. The ass stretched out its hand to the west.

- Στα ξένα, είπε σύντομα.

- Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή! - And the admiral… the admiral… an admiral to get the wish!

- Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.

- Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά; - Captains, sailors, ships, for God's sake, where are all these?

- Παρών, είπε πάλι ο κουλός.

Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες: And proudly pointing to the feluccas:

- Στόλος, παρών.

Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:

- Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! - Captain, sailor and so on, present! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει. Look no further, Master, he has not.

Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε. He picked up a board from inside his felucca and pushed it ashore, where he supported it.

- Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά Δούλος σας, Αφεντάδες μου! "Work hard in my little palace," he said with a wide smile, bent down and extending his hand to his chest with all his fingers open. Your slave, my masters!

- Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε. - Let's go home, father, said Vassilopoulos, we learned what we wanted to know.

Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου. And with their heads bowed they took the road to the tower.