×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Ντοστογιέφσκι - Το όνειρο ενός γελοίου, Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (5)

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (5)

Ναι, ναι, στο τέλος, τους διέφθειρα όλους! Πώς έγινε αυτό; — δεν ξέρω, μα το θυμάμαι πολύ καλά. Το όνειρό μου που διέσχισα χιλιάδες χρόνια, έχει αφήσει μέσα μου ένα αίσθημα συνεχείας∙ το μόνο που ξέρω, είναι πως εγώ ήμουν η αιτία του πρώτου αμαρτήματος. Σα μολυσματική αρρώστια, σαν ένα μόριο χολέρας που μπορεί να μολύνει ολόκληρη αυτοκρατορία, έτσι και ‘γώ μόλυνα με την παρουσία μου την γη της ευτυχίας που ως τα τότες ήτανε αθώα. Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα, και μάθανε την ομορφιά του ψέματος. Ίσως, όλ' αυτά ν' αρέσανε πολύ αθώα, για τ' αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, κι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου, μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ' στην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο. Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα... Α, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα: αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν ν' απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων. Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες. Μάθανε τ' είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή. Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ' στα δάση και τους εχθρεύτηκαν. Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου. Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες. Μάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψη. Ποθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. Κι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη. Σα γίνανε κακοί, τότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα, για να εξασφαλίσουν το σεβασμό γι' αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο. Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοι. Κοροϊδεύαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο. Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά, κι όμως, τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα! μ' όλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μ' όλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, μ' όλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα. Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ' αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θ' αρνιόνταν. Σ' αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμε, κλαίμε κι υποφέρουμε γι' αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσει, και που ούτε τ' όνομά του δεν ξέρουμε. Μα έχομε την επιστήμη και χάρη σ' αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, και τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ' το συναίσθημα, κι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ' τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία.» Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν' αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά. Και τότε, ο καθένας τους αγαπούσε τόσο ζηλότυπα την προσωπικότητά του που προσπαθούσε να εξευτελίσει και να ταπεινώσει με κάθε μέσο την προσωπικότητα των άλλων∙ ήτανε ζήτημα ζωής. Εμφανίστηκε η δουλεία, και μάλιστα και η εθελοδουλεία. Οι αδύνατοι υποτάχθηκαν πρόθυμα στους ισχυρότερους, φτάνει αυτοί να τους βοηθούσαν να συντρίψουν τους πιο αδύνατους απ' αυτούς. Εμφανίστηκαν και οι δίκαιοι, που ήρθαν σ' αυτούς τους ανθρώπους για να τους μιλήσουν, θρηνώντας για την αλαζονεία τους και κατηγορώντας τους που έχασαν το μέτρο και την αρμονία, που χάσανε την αιδημοσύνη τους. Μα τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν. Το αίμα των αγίων έτρεξε πάνω στα προαύλια των ναών. Εξ άλλου, ήρθαν κι άλλοι που σκέφτηκαν ν' αποκαταστήσουν την αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους σε τρόπο που, χωρίς ο καθένας να παύει να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον του, να μην αποτελεί ωστόσο εμπόδιο και ενόχληση για τους άλλους και όλοι μαζί να σχηματίσουν ένα είδος κοινωνίας όπου να ζούσανε μονιασμένοι. Μακρόχρονοι πόλεμοι υποδαυλίστηκαν για να επιβληθεί αυτή η αρχή. Οι μαχητές δεν πιστεύανε λιγότερο σταθερά πως η επιστήμη, η σοφία και το συναίσθημα της προσωπικής ασφάλειας θα αναγκάζανε επιτέλους τους ανθρώπους να συμφωνήσουν για τις βάσεις μιας λογικής κοινωνίας και γι' αυτό, στο μεταξύ, για να επισπεύσουν τα πράγματα, οι «πούροι» προσπαθούσαν να απαλλαγούν απ' όλους όσοι δεν ήτανε πούροι και δεν καταλάβαιναν την ιδέα τους, για να μην εμποδίζουν το θρίαμβό τους. Μα γρήγορα εξασθένισε το συναίσθημα της προσωπικής αυτοσυντήρησης, κι ανέβηκαν οι αλαζόνες κι οι φιλήδονοι που απαιτούσαν όλα, ή τίποτα. Και για ν' αποκτήσουν αυτά τα όλα, χρειάστηκε να καταφύγουν στην αγριότητα, κι όταν δεν πετύχαιναν, στην αυτοκτονία. Έγιναν θρησκείες για τη λατρεία της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής, εν ονόματι της αιώνιας γαλήνης στους κόλπους του μηδενός. Τελικά, αυτοί οι άνθρωποι κουράστηκαν από τον χωρίς νόημα μόχθο και τα πρόσωπά τους πήρανε τα στίγματα της οδύνης∙ έτσι, αυτοί οι άνθρωποι διακήρυξαν πως η οδύνη, είναι ομορφιά, αφού μόνο απ' την οδύνη υπάρχει η σκέψη, άρχισαν να υμνούν την οδύνη στα τραγούδια τους. Εγώ τριγύριζα απελπισμένος ανάμεσά τους κι έκλαιγα γι' αυτούς, μα τώρα τους αγαπούσα ίσως περισσότερο από πριν, τότε που τα πρόσωπά τους δεν είχανε γνωρίσει την οδύνη και ήτανε αθώα και τόσο ωραία. Ξανάρχισα ν' αγαπάω τη βρώμικη γης τους πιο πολύ από τότες που ήτανε παράδεισος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε ο πόνος. Αλλοίμονο, πάντα μου αγάπησα τον πόνο και τη θλίψη, μα μόνο για μένα, κι έκλαψα για κείνους και τους λυπόμουν. Άπλωνα τα χέρια μου σ' αυτούς και κατηγορούσα τον εαυτό μου μέσ' στην απελπισία μου και περιφρονούσα τον εαυτό μου. Τους είπα πως εγώ τα είχα κάνει όλ' αυτά, εγώ και μόνο, πως εγώ τους είχα φέρει τη διαφθορά, τη πανούκλα και το ψέμα! Τους παρακάλεσα να με σταυρώσουν, και τους είπα πως να φτιάξουν το σταυρό. Δεν μπορούσα, δεν είχα τη δύναμη να σκοτωθώ, μα ήθελα να πάρω πάνω μου όλους τους πόνους, ποθούσα την οδύνη και ποθούσα να χύσω μέσα σ' αυτή την οδύνη ακόμα και την τελευταία ρανίδα απ' το αίμα μου. Μα εκείνοι καγχάζανε, και στο τέλος με πήρανε για τρελό μυστικιστή. Έτσι, αυτοί με δικαιολογούσανε και λέγανε πως απόκτησαν εκείνο που γυρεύανε, και πως δε μπορούσε παρά να γίνει αυτό που έγινε. Στο τέλος, μου δηλώσανε πως άρχισαν να με βρίσκουν επικίνδυνο και πως αν δε σώπαινα θα με κλείνανε στο φρενοκομείο. Και τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τόσο δυνατή θλίψη που σφίχτηκε η καρδιά μου, ένοιωσα πως θα πέθαινα, και τότε ∙∙∙ τότε ξύπνησα.


Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (5) Dream of a Jester - Dostoevsky (5) Sueño de un bufón - Dostoievski (5) Sen błazna - Dostojewski (5)

Ναι, ναι, στο τέλος, τους διέφθειρα όλους! Yes, yes, in the end, I corrupted them all! Πώς έγινε αυτό; — δεν ξέρω, μα το θυμάμαι πολύ καλά. How did that happen?- I don't know, but I remember it very well. Το όνειρό μου που διέσχισα χιλιάδες χρόνια, έχει αφήσει μέσα μου ένα αίσθημα συνεχείας∙ το μόνο που ξέρω, είναι πως εγώ ήμουν η αιτία του πρώτου αμαρτήματος. My dream that I have traversed thousands of years has left me with a sense of continuity; all I know is that I was the cause of the first sin. Σα μολυσματική αρρώστια, σαν ένα μόριο χολέρας που μπορεί να μολύνει ολόκληρη αυτοκρατορία, έτσι και ‘γώ μόλυνα με την παρουσία μου την γη της ευτυχίας που ως τα τότες ήτανε αθώα. Like a contagious disease, like a cholera molecule that can infect an entire empire, so too I have polluted with my presence the land of happiness that until recently was innocent. Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα, και μάθανε την ομορφιά του ψέματος. They learned to lie and they liked lying, and they learned the beauty of lying. Ίσως, όλ' αυτά ν' αρέσανε πολύ αθώα, για τ' αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, κι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου, μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ' στην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο. Perhaps they liked all this too innocently, for the sake of jokes, out of simple amusement, like a pleasant game, and perhaps really because of some molecule, but this molecule penetrated into their hearts and seemed pleasant to them. Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα... Α, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα: αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν ν' απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται. After a while, jealousy was born, jealousy gave birth to jealousy, jealousy gave birth to cruelty... Ah, I don't know, I don't remember, but soon, very quickly, the first blood was shed: this astonished them, frightened them, and they began to move away from each other, and to separate. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων. Alliances were formed, but against each other. Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες. There were accusations and accusations. Μάθανε τ' είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή. They have learned shame, and have made shame a virtue. Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της. A sense of honour was born in them, and every alliance raised its banner. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ' στα δάση και τους εχθρεύτηκαν. They began to mistreat the animals, and the animals fled from them to hide in the woods, and they became their enemies. Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου. It began a century of struggles for selfishness, individualism, personality, the distinction between mine and yours. Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες. They started speaking different languages. Μάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψη. They learned sorrow and loved sorrow. Ποθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. They despised suffering and said that only through suffering can truth be obtained. Κι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη. And science made its appearance. Σα γίνανε κακοί, τότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα, για να εξασφαλίσουν το σεβασμό γι' αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο. Once they became criminals, they invented justice and established complete codes to maintain it, and then, to ensure respect for those codes, they established the guillotine. Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοι. Now, they vaguely remembered what they had lost, and even refused to believe that they had once been innocent and happy. Κοροϊδεύαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο. They were constantly mocking the fact that they might have been happy before, and saying it was a dream. Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά, κι όμως, τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα! And indeed, they could not imagine it tangibly or virtually, and yet, what a wondrous and strange thing! μ' όλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μ' όλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, μ' όλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα. though they had lost faith in their old happiness, though they said it was a fairy tale for baby children, yet so great was their desire to regain innocence and happiness, that they knelt before the desires of their hearts, built temples and prayed to their idea, their "desire", even though they knew it was unrealized, but they never ceased to worship it with prayers and tears. Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ' αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θ' αρνιόνταν. And yet, if they could return to that state of innocence and happiness they had lost, and if they were vaguely shown and asked if they really wanted to return - they would surely refuse. Σ' αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμε, κλαίμε κι υποφέρουμε γι' αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσει, και που ούτε τ' όνομά του δεν ξέρουμε. That's what they would answer me: "We are liars, wicked and unjust; we know it, we weep and suffer for it, and therefore we inflict on ourselves tortures and punishments worse perhaps than those which the Merciful Judge will inflict on us when he judges us, and whose name we do not even know. Μα έχομε την επιστήμη και χάρη σ' αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, και τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητά. But we have science and thanks to science we will find the truth again, and then we will accept it consciously. Η γνώση είναι ανώτερη απ' το συναίσθημα, κι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ' τη ζωή. Knowledge is superior to feeling, and the consciousness of life is superior to life. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία.» Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν' αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά. Science will give us wisdom, wisdom will reveal the laws, and knowledge of the laws of happiness is above happiness." These things were said, and, after such words, everyone began again to love himself with ever more selfish love, for it would be impossible for them to do otherwise. Και τότε, ο καθένας τους αγαπούσε τόσο ζηλότυπα την προσωπικότητά του που προσπαθούσε να εξευτελίσει και να ταπεινώσει με κάθε μέσο την προσωπικότητα των άλλων∙ ήτανε ζήτημα ζωής. And then, each of them was so jealous of his own personality that he tried to humiliate and degrade the personality of others by any means; it was a matter of life. Εμφανίστηκε η δουλεία, και μάλιστα και η εθελοδουλεία. Slavery appeared, and even voluntary slavery. Οι αδύνατοι υποτάχθηκαν πρόθυμα στους ισχυρότερους, φτάνει αυτοί να τους βοηθούσαν να συντρίψουν τους πιο αδύνατους απ' αυτούς. The weak willingly submitted to the stronger ones, as long as they helped them to crush the weaker ones. Εμφανίστηκαν και οι δίκαιοι, που ήρθαν σ' αυτούς τους ανθρώπους για να τους μιλήσουν, θρηνώντας για την αλαζονεία τους και κατηγορώντας τους που έχασαν το μέτρο και την αρμονία, που χάσανε την αιδημοσύνη τους. The righteous also appeared, who came to these people to speak to them, lamenting their arrogance and accusing them of having lost moderation and harmony, of having lost their reverence. Μα τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν. But they were laughed at and stoned. Το αίμα των αγίων έτρεξε πάνω στα προαύλια των ναών. The blood of the saints ran over the courtyards of the temples. Εξ άλλου, ήρθαν κι άλλοι που σκέφτηκαν ν' αποκαταστήσουν την αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους σε τρόπο που, χωρίς ο καθένας να παύει να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον του, να μην αποτελεί ωστόσο εμπόδιο και ενόχληση για τους άλλους και όλοι μαζί να σχηματίσουν ένα είδος κοινωνίας όπου να ζούσανε μονιασμένοι. On the other hand, others came along who thought to restore harmony between people in such a way that, without each one ceasing to love himself more than his neighbour, he would not be a hindrance and a nuisance to others and together they would form a kind of society in which they would live as one. Μακρόχρονοι πόλεμοι υποδαυλίστηκαν για να επιβληθεί αυτή η αρχή. Long wars were fomented to impose this principle. Οι μαχητές δεν πιστεύανε λιγότερο σταθερά πως η επιστήμη, η σοφία και το συναίσθημα της προσωπικής ασφάλειας θα αναγκάζανε επιτέλους τους ανθρώπους να συμφωνήσουν για τις βάσεις μιας λογικής κοινωνίας και γι' αυτό, στο μεταξύ, για να επισπεύσουν τα πράγματα, οι «πούροι» προσπαθούσαν να απαλλαγούν απ' όλους όσοι δεν ήτανε πούροι και δεν καταλάβαιναν την ιδέα τους, για να μην εμποδίζουν το θρίαμβό τους. The militants no less firmly believed that science, wisdom and a sense of personal security would finally force people to agree on the foundations of a rational society, and so, in the meantime, to speed things up, the "puros" tried to get rid of all those who were not puros and did not understand their idea, so as not to hinder their triumph. Μα γρήγορα εξασθένισε το συναίσθημα της προσωπικής αυτοσυντήρησης, κι ανέβηκαν οι αλαζόνες κι οι φιλήδονοι που απαιτούσαν όλα, ή τίποτα. But quickly the feeling of personal self-preservation faded, and the arrogant and the self-righteous who demanded all or nothing rose up. Και για ν' αποκτήσουν αυτά τα όλα, χρειάστηκε να καταφύγουν στην αγριότητα, κι όταν δεν πετύχαιναν, στην αυτοκτονία. And to get all of this, they had to resort to savagery, and when that didn't work, to suicide. Έγιναν θρησκείες για τη λατρεία της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής, εν ονόματι της αιώνιας γαλήνης στους κόλπους του μηδενός. They became religions for the worship of nothingness and self-destruction, in the name of eternal peace in the bosom of nothingness. Τελικά, αυτοί οι άνθρωποι κουράστηκαν από τον χωρίς νόημα μόχθο και τα πρόσωπά τους πήρανε τα στίγματα της οδύνης∙ έτσι, αυτοί οι άνθρωποι διακήρυξαν πως η οδύνη, είναι ομορφιά, αφού μόνο απ' την οδύνη υπάρχει η σκέψη, άρχισαν να υμνούν την οδύνη στα τραγούδια τους. Eventually, these people grew tired of the meaningless toil and their faces became stained with the stigmata of suffering; so, these people proclaimed that suffering is beauty, since only from suffering there is thought, they began to sing the praises of suffering in their songs. Εγώ τριγύριζα απελπισμένος ανάμεσά τους κι έκλαιγα γι' αυτούς, μα τώρα τους αγαπούσα ίσως περισσότερο από πριν, τότε που τα πρόσωπά τους δεν είχανε γνωρίσει την οδύνη και ήτανε αθώα και τόσο ωραία. I wandered desperately among them and cried for them, but now I loved them perhaps more than before, when their faces had not known suffering and were innocent and so beautiful. Ξανάρχισα ν' αγαπάω τη βρώμικη γης τους πιο πολύ από τότες που ήτανε παράδεισος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε ο πόνος. I began to love their dirty land again more than when it was paradise, only because the pain came. Αλλοίμονο, πάντα μου αγάπησα τον πόνο και τη θλίψη, μα μόνο για μένα, κι έκλαψα για κείνους και τους λυπόμουν. Alas, I have always loved pain and sorrow, but only for myself, and I have wept for them and pitied them. Άπλωνα τα χέρια μου σ' αυτούς και κατηγορούσα τον εαυτό μου μέσ' στην απελπισία μου και περιφρονούσα τον εαυτό μου. I stretched out my hands to them and blamed myself in my despair and despised myself. Τους είπα πως εγώ τα είχα κάνει όλ' αυτά, εγώ και μόνο, πως εγώ τους είχα φέρει τη διαφθορά, τη πανούκλα και το ψέμα! I told them that I had done it all, I alone, that I had brought them corruption, plague and lies! Τους παρακάλεσα να με σταυρώσουν, και τους είπα πως να φτιάξουν το σταυρό. I begged them to crucify me, and I told them how to make the cross. Δεν μπορούσα, δεν είχα τη δύναμη να σκοτωθώ, μα ήθελα να πάρω πάνω μου όλους τους πόνους, ποθούσα την οδύνη και ποθούσα να χύσω μέσα σ' αυτή την οδύνη ακόμα και την τελευταία ρανίδα απ' το αίμα μου. I couldn't, I didn't have the strength to kill myself, but I wanted to take all the pain, I longed for the suffering and I longed to pour into that suffering even the last drop of my blood. Μα εκείνοι καγχάζανε, και στο τέλος με πήρανε για τρελό μυστικιστή. But they chuckled, and in the end they took me for a crazy mystic. Έτσι, αυτοί με δικαιολογούσανε και λέγανε πως απόκτησαν εκείνο που γυρεύανε, και πως δε μπορούσε παρά να γίνει αυτό που έγινε. So, they would excuse me and say that they had got what they were looking for, and that it couldn't help but happen. Στο τέλος, μου δηλώσανε πως άρχισαν να με βρίσκουν επικίνδυνο και πως αν δε σώπαινα θα με κλείνανε στο φρενοκομείο. In the end, they told me that they began to find me dangerous and that if I didn't keep quiet they would lock me up in the madhouse. Και τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τόσο δυνατή θλίψη που σφίχτηκε η καρδιά μου, ένοιωσα πως θα πέθαινα, και τότε ∙∙∙ τότε ξύπνησα. And then my soul was filled with such great sorrow that my heart tightened, I felt like I was going to die, and then I woke up.