×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Conan Doyle, A. - Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ, 9. Η Περιπέτεια του Αντίχειρα του Μηχανικού (1)

9. Η Περιπέτεια του Αντίχειρα του Μηχανικού (1)

Από όλα τα προβλήματα τα οποία ανετέθησαν στο φίλο μου, τον Κύριο Σέρλοκ Χολμς, προς επίλυση κατά τους χρόνους της στενής φιλίας μας, υπήρξαν μόνον δυο για τις οποίες διετέλεσα ως το μέσο για την παρουσίαση τους ενώπιον του—εκείνης του αντίχειρα του Κυρίου Χάθερλυ, και εκείνης της παράνοιας του Συνταγματάρχη Γουορμπάρτον. Εξ αυτών η τελευταία ενδεχομένως να παρείχε ένα καλύτερο πεδίο για έναν διεισδυτικό και πρωτότυπο παρατηρητή, όμως η άλλη υπήρχε τόσο παράξενη κατά το έναυσμα της και τόσο δραματική στις λεπτομέρειες της ώστε να κρίνεται περισσότερο αξιόλογη ώστε να καταγραφεί, έστω κι αν προσέφερε στο φίλο μου ελάχιστα ανοίγματα για εκείνες τις επαγωγικές μεθόδους συλλογισμού υπό τις οποίες επέτυχε τόσο αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Η ιστορία έχει, πιστεύω, ειπωθεί περισσότερο από μια φορές στις εφημερίδες, ωστόσο, όπως όλες οι παρόμοιες αφηγήσεις, το αποτέλεσμα της είναι λιγότερο εκπληκτικό όταν παρατεθεί εν τω συνόλω της σε ένα μοναδικό μισόστηλο κειμένου από όσο όταν τα γεγονότα αργά εξελίσσονται ενώπιον σας, και το μυστήριο ξεδιαλύνεται σταδιακά καθώς κάθε νέα ανακάλυψη προσφέρει ένα βήμα το οποίο οδηγεί στην πλήρη αλήθεια. Την περίοδο εκείνη οι συγκυρίες μου έκαναν ιδιαίτερα βαθιά εντύπωση, και η πάροδος των δυο ετών ελάχιστα εξυπηρέτησε στο να αποδυναμώσει την επιρροή.

Επρόκειτο για το καλοκαίρι του '89, ελάχιστα κατόπιν του γάμου μου, όταν εσυνέβησαν τα γεγονότα τα οποία πρόκειται να συνοψίσω. Είχα επιστρέψει στη δημόσια άσκηση τους επαγγέλματος μου και είχα τελικά εγκαταλείψει τον Χολμς στο διαμέρισμα του στην οδό Μπέϊκερ, μολονότι συνεχώς τον επισκεπτόμουν και περιστασιακά ακόμη τον είχα πείσει να αφήσει τις μποέμικες συνήθειες του ώστε να έρθει και να μας επισκεφθεί. Η εργασία μου σταθερά αυξανόταν, και καθώς συνέβαινε να ζω σε όχι μεγάλη απόσταση από τον Σταθμό Πάντινγκτον, είχα ορισμένους ασθενείς μεταξύ των στελεχών. Ένας εξ αυτών, τον οποίο είχα θεραπεύσει εκ μιας οδυνηρής και επίμονης αρρώστιας, δεν κουραζόταν ποτέ να διαλαλεί τις αρετές του και να επιχειρεί να μου στείλει κάθε πάσχοντα επί του οποίου είχε κάποια επιρροή.

Ένα πρωινό, λίγο πριν τις επτά, ξύπνησα από το χτύπημα της υπηρέτρια στην πόρτα μου για να μου ανακοινώσει πως δυο άντρες είχαν έρθει από το Πάντινγκτον και περίμεναν στο ιατρείο. Ντύθηκα εσπευσμένα, γιατί ήξερα από πείρα πως οι σιδηροδρομικές περιπτώσεις σπανίως ήταν ασήμαντες, και βιάστηκα να κατέβω. Καθώς κατέβαινα, ο παλιός μου σύμμαχος, ο φύλακας, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του εντελώς.

«Τον έχω μέσα,» ψιθύρισε, τινάζοντας τον αντίχειρα του πάνω από τον ώμο του, «είναι εντάξει.»

«Τι τρέχει, τότε;» Ρώτησα, γιατί η συμπεριφορά του υπέβαλε πως επρόκειτο για κάποιο περίεργο πλάσμα το οποίο είχε παγιδεύσει στο δωμάτιο μου.

«Είναι καινούργιος ασθενής,» ψιθύρισε. «Σκέφθηκα να τον φέρω από εδώ ο ίδιος· έτσι που να μην ξεγλιστρήσει. Εκεί είναι, όλα καλά κι ωραία. Πρέπει να φύγω τώρα, Γιατρέ· έχω τα καθήκοντα μου, όπως ακριβώς κι εσύ.» Και έφυγε ευθύς, ο έμπιστος κράχτης, δίχως καν να μου δώσει το χρόνο να τον ευχαριστήσω.

Μπήκα στο ιατρείο μου και βρήκα έναν κύριο καθισμένο πλάι στο γραφείο. Ήταν λιτά ντυμένος με κουστούμι από τουΐντ με μια τραγιάσκα την οποία είχε ακουμπήσει πάνω στα βιβλία μου. Γύρω από το ένα χέρι του είχε ένα μαντήλι τυλιγμένο, το οποίο ήταν διάστικτο από σταγόνες αίματος. Ήταν νέος, όχι περισσότερο από εικοσιπέντε, θα έλεγα, με ένα ισχυρό, αρρενωπό πρόσωπο· ωστόσο ήταν υπερβολικά χλωμός και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που υπέφερε από κάποιο δυνατό εκνευρισμό, ο οποίος χρειαζόταν όλη του την διανοητική δύναμη για να ελέγξει.

«Συγνώμη που σας ξυπνήσαμε τόσο νωρίς, Γιατρέ,» είπε, «όμως είχα ένα ιδιαιτέρως σοβαρό ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ήρθα με το τραίνο το πρωί, και ρωτώντας στο Πάντινγκτον σχετικά με το που θα μπορούσα να βρω έναν γιατρό, ένας αξιέπαινος τύπος πολύ ευγενικά με συνόδευσε εδώ. Έδωσα στην υπηρέτρια μια κάρτα, όμως βλέπω ότι την άφησε στο τραπεζάκι.»

Την σήκωσα και της έριξα μια ματιά.

«Κύριος Βίκτωρ Χάθερλυ,

Υδραυλικός Εγκαταστάσεων,

16Α, Οδός Βικτώρια (3ος όροφος).»

Επρόκειτο περί του ονόματος, του τίτλου, και της κατοικίας του πρωινού μου επισκέπτη. «Με συγχωρείτε που σας κράτησα σε αναμονή,» είπα, καθώς κάθισα στην πολυθρόνα μου. «Μόλις ήρθατε από ένα νυχτερινό ταξίδι, όπως αντιλαμβάνομαι, το οποίο αποτελεί από μόνο του μια μονότονη απασχόληση.»

«Ω, η νύχτα δεν θα μπορούσε να αποκαλεστεί μονότονη,» είπε, και γέλασε. Γέλασε εγκάρδια, με ένα ψηλό, καμπανιστό τόνο, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και (shaking his sides). Όλα μου τα ιατρικά ένστικτα εγέρθηκαν ενάντια σε εκείνο το γέλιο.

«Σταμάτα!» φώναξα· «Ηρέμησε!» και έβαλα λίγο νερό από μια καράφα.

Ήταν ανούσιο, ωστόσο. Είχε βυθιστεί σε ένα από εκείνα τα υστερικά ξεσπάσματα που επιπίπτουν επί μιας ισχυρής κράσης όταν κάποια μεγάλη κρίση έχει τελειώσει. Σύντομα ήρθε στα συγκαλά του και πάλι, πολύ εξασθενημένος και χλωμός.

«Γελοιοποιήθηκα,» είπε με κομμένη ανάσα.

«Διόλου. Πιες αυτό.» Έριξα μια γουλιά μπράντυ μέσα στο νερό, και το χρώμα άρχισε να επιστρέφει στα άχρωμα μάγουλα του.

«Καλύτερα!» είπε. «Και τώρα, Γιατρέ, ίσως να είχατε την καλοσύνη να φροντίσετε τον αντίχειρα μου, ή μάλλον το μέρος που βρισκόταν ο αντίχειρας μου.»

Ξετύλιξε το μαντίλι και άπλωσε το δάκτυλο του. Έκανε ακόμη και τα σκληραγωγημένα νεύρα μου να ανατριχιάσουν κοιτάζοντας το. Υπήρχαν τέσσερα προτεταμένα δάκτυλα και μια φρικτή κόκκινη, σπογγώδης επιφάνεια εκεί που ο αντίχειρας θα έπρεπε να βρίσκεται. Είχε πελεκηθεί ή κοπεί σύρριζα.

«Μα το Θεό!» φώναξα, «είναι ένα άσχημο τραύμα. Θα πρέπει να αιμορράγησε σημαντικά.»

«Μάλιστα, έτσι έγινε. Λιποθύμησα όταν συνέβη, και πιστεύω πως θα πρέπει να ήμουν αναίσθητος για πολύ ώρα. Όταν συνήλθα ανακάλυψα πως αιμορραγούσε ακόμη, έτσι έδεσα την μια άκρη του μαντηλιού μου πολύ σφικτά γύρω από τον καρπό μου και το στερέωσα με ένα κλαδάκι.»

«Έξοχα! Θα έπρεπε να ήσουν χειρουργός.»

«Είναι θέμα υδραυλικής, βλέπετε, και εμπίπτει στην αρμοδιότητα μου.»

«Έγινε,» είπα, εξετάζοντας το τραύμα, «από ένα πολύ βαρύ και αιχμηρό αντικείμενο.»

«Ένα πράγμα σα μπαλτά,» είπε εκείνος.

«Ατύχημα, υποθέτω;»

«Διόλου.»

«Πως! Εγκληματική επίθεση;»

«Πολύ εγκληματική όντως.»

«Μου προκαλείτε φρίκη.»

Σφούγγισα το τραύμα, το καθάρισα, το επίδεσα, και τέλος το κάλυψα με αρκετό βαμβάκι και αποστειρωμένους επιδέσμους. Ακουμπούσε πίσω δίχως ούτε να μορφάζει, μολονότι δάγκωνε το χείλι του κατά διαστήματα.

«Πως είναι;» ρώτησα όταν είχα τελειώσει.

«Άψογο! Μεταξύ του μπράντυ σας και του επιδέσμου σας, νοιώθω καινούργιος άνθρωπος. Ήμουν πολύ αδύναμος, όμως είχα περάσει αρκετά.»

«Ίσως να ήταν καλύτερα να μη μιλήσετε για το ζήτημα. Είναι εμφανές πως δοκιμάζει την αντοχή των νεύρων σας.»

«Ω, όχι, όχι τώρα. Θα πρέπει να πω την ιστορία μου στην αστυνομία· ωστόσο μεταξύ μας, αν δεν υπήρχε το ιδιαίτερα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο του τραύματος μου, θα εκπλησσόμουν αν πίστευαν την κατάθεση μου, γιατί είναι εξαιρετικά ιδιάζουσα, και δεν έχω πολλά να δείξω με τα οποία να την υποστηρίξω· και, ακόμη κι αν με πιστέψουν, τα στοιχεία τα οποία μπορώ να τους δώσω είναι τόσο ασαφή ώστε ζήτημα είναι αν η δικαιοσύνη θα αποδοθεί.»

«Αχα!» αναφώνησα, «αν πρόκειται για οτιδήποτε υπό την μορφή ενός προβλήματος το οποίο επιθυμείτε να φτάσετε στη λύση του, θα σας συνιστούσα εντόνως να πάτε στο φίλο μου, τον Κύριο Σέρλοκ Χολμς, πριν απευθυνθείτε στην επίσημη αστυνομία.»

«Ω, έχω ακούσει για αυτό τον τύπο,» απάντησε ο επισκέπτης μου, «και θα χαιρόμουν πολύ αν αναλάμβανε το ζήτημα, μολονότι φυσικά θα πρέπει να χρησιμοποιήσω και την επίσημη αστυνομία επίσης. Θα μου δώσετε μια σύσταση για εκείνον;»

«Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα σας πάω από εκεί ο ίδιος.»

«Θα σας ήμουν αφάνταστα υπόχρεος.»

«Θα καλέσουμε ένα αμάξι και θα πάμε παρέα. Θα φτάσουμε μόλις στην ώρα για να πάρουμε ένα μικρό πρωινό μαζί του. Νοιώθετε ικανός για αυτό;»

«Μάλιστα· δεν θα ησυχάσω μέχρι να πω την ιστορία μου.»

«Τότε η υπηρέτρια μου θα καλέσει ένα αμάξι, και θα είμαι μαζί σε μια στιγμή.» Όρμησα επάνω, εξήγησα το ζήτημα συντόμως στη γυναίκα μου, και σε πέντε λεπτά βρισκόμασταν εντός μιας δίτροχης, οδηγώντας με τον νέο μου γνωστό στην οδό Μπέϊκερ.

Ο Σέρλοκ Χολμς, όπως το ανέμενα, τεμπέλιαζε στο καθιστικό του με την ρόμπα του, διαβάζοντας την στήλη αγγελιών των Times και καπνίζοντας την προ του πρωινού πίπα του, η οποία απαρτιζόταν από όλα τα απομεινάρια της περασμένης μέρας, όλα τους προσεχτικά στεγνωμένα και συγκεντρωμένα στην γωνιά του γεισώματος. Μας δέχθηκε με τον ήρεμο ευγενικό τρόπο του, παρήγγειλε φρέσκο μπέικον και αυγά, και μας έκανε παρέα σε ένα γενναίο πρόγευμα. Όταν είχε ολοκληρωθεί έβαλε τον νέο μας γνωστό να καθίσει στον καναπέ, τοποθέτησε ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι του, και ακούμπησε ένα ποτήρι μπράντυ σε απόσταση χεριού.

«Είναι εύκολο να αντιληφθώ πως η εμπειρία σας δεν υπήρξε διόλου κοινή, Κύριε Χάθερλυ,» είπε. «Παρακαλώ, ξαπλώστε εκεί και νοιώστε σα στο σπίτι σας. Πείτε μας ότι μπορείτε, μα σταματήστε όταν κουραστείτε και τονωθείτε με ένα μικρό τονωτικό.»

«Σας ευχαριστώ,» είπε ο ασθενής μου, «μα νοιώθω άλλος άνθρωπος αφότου ο γιατρός με μπαντάρισε, και πιστεύω πως το πρόγευμα σας ολοκλήρωσε τη θεραπεία. Θα πάρω όσο το δυνατόν λιγότερο από τον πολύτιμο χρόνο σας, έτσι θα ξεκινήσω αμέσως την αναφορά μου στις ιδιάζουσες εμπειρίες μου.»

Ο Χολμς κάθισε στη μεγάλη του πολυθρόνα με μια κουρασμένη, σκοτισμένη (heavy-lidded) έκφραση η οποία έκρυψε στο πέπλο της την οξύτατη και ανυπόμονη φύση του, ενώ εγώ κάθισα απέναντι του, και ακούσαμε σιωπηλοί την παράξενη ιστορία την οποία ο επισκέπτης μας εξέθεσε λεπτομερώς.

«Θα πρέπει να ξέρετε,» είπε, «πως είμαι ορφανός και εργένης, διαμένοντας μόνος σε διαμέρισμα του Λονδίνου. Επαγγελματικά είμαι υδραυλικός μηχανικός (hydraulic engineer), και είχα σημαντική εμπειρία στη δουλειά μου κατά την διάρκεια των επτά χρόνων που ήμουν μαθητευόμενος στην Βέννερ & Μάθεσον, την ξακουστή φίρμα, του Γκρήνουιτς. Δυο χρόνια πριν, έχοντας ολοκληρώσει τη θητεία μου, και έχοντας επίσης αποκτήσει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό μέσω του θανάτου του καημένου του πατέρα μου, αποφάσισα να ξεκινήσω τη δική μου δουλειά και βρήκα επαγγελματικό χώρο στην οδό Βικτώρια.

«Υποθέτω πως ο καθένας βρίσκει το πρώτο του εργασιακό ανεξάρτητο ξεκίνημα μια τρομερή εμπειρία. Για μένα ήταν εξαιρετικά τρομερό. Κατά τη διάρκεια δυο ετών είχα τρεις συμβουλευτικές αναθέσεις και μια μικρή δουλειά, και αυτό είναι όλο ότι μου έφερε το επάγγελμα του. Οι μικτές μου εισπράξεις ανέρχονται στις 27 λίρες και 10σ. Κάθε ημέρα, από τις εννέα το πρωί μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, περίμενα στο μικρό μου γραφείο, μέχρι που τελικά άρχισα να αποκαρδιώνομαι, και άρχισα να πιστεύω πως δε θα έπρεπε ποτέ μου να έχω αρχίσει να ασκώ το επάγγελμα.

«Χθες, ωστόσο, πάνω που σκεφτόμουν να αφήσω το γραφείο, ο υπάλληλος μου μπήκε να αναφέρει πως υπήρχε ένας κύριος έξω ο οποίος ήθελε να με δει για δουλειά. Έφερε και μια κάρτα, επίσης, με το όνομα ‘Συνταγματάρχης Λαϊσάντερ Σταρκ' τυπωμένο πάνω της. Ακριβώς πίσω του ήρθε ο συνταγματάρχης ο ίδιος, ένας άνθρωπος μάλλον άνω του μετρίου αναστήματος, αλλά μιας εξαιρετικής ισχνότητας. Δε νομίζω πως είδα ποτέ μου έναν τόσο λεπτό άνθρωπο. Όλο του το πρόσωπο κατέληγε σε μύτη και σαγόνι, και το δέρμα των μάγουλων του ήταν τραβηγμένο αρκετά πάνω από τα προτεταμένα του οστά. Εντούτοις η σκελετική αυτή μορφή του έδειχνε να αποτελεί τη φυσική του κατάσταση, και δεν προερχόταν από αρρώστια, γιατί το μάτι του ήταν λαμπερό, το βήμα του ζωντανό, και η συμπεριφορά του όλο σιγουριά. Ήταν ντυμένος απλά αλλά τακτικά, και η ηλικία, θα έλεγα, πρέπει να ήταν πιο κοντά στα σαράντα από ότι στα τριάντα.

«'Ο Κύριος Χάθερλυ;' Είπε, με κάτι από Γερμανική προφορά. ‘Σας συνέστησαν σε εμένα, Κύριε Χάθερλυ, ως άνθρωπο που δεν είναι μόνο ικανός επαγγελματίας αλλά επίσης διακριτικός και ικανός να διαφυλάξει ένα μυστικό.'

«Υποκλίθηκα, νιώθοντας τόσο κολακευμένος όπως κάθε νεαρός σε μια τέτοια αναφορά. ‘Επιτρέπεται να ρωτήσω ποιος μου προσέδωσε έναν τόσο καλό χαρακτήρα;'

«Βασικά, ίσως είναι καλύτερα να μη σας το πω τουλάχιστον για την ώρα. Γνωρίζω εκ της ιδίας πηγής πως είστε επίσης ορφανός και εργένης και διαμένετε μόνος στο Λονδίνο.'

«'Απολύτως σωστό,' απάντησα· ‘όμως συγχωρείστε με αν πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι πως όλα αυτά σχετίζονται με τα επαγγελματικά μου προσόντα. Όπως καταλαβαίνω επιθυμείτε να μου μιλήσετε για ένα επαγγελματικό ζήτημα;»

«Αναμφίβολα. Όμως θα ανακαλύψετε πως όλα όσα αναφέρω είναι όντως καίρια. Έχω μια επαγγελματική ανάθεση για εσάς, ωστόσο η απόλυτη εχεμύθεια είναι ουσιαστικότατη—απόλυτη εχεμύθεια, καταλαβαίνετε, και φυσικά, την αναμένουμε περισσότερο από έναν άνθρωπο που είναι μόνο από ότι από κάποιον που ζει στους κόλπους της οικογενείας του.'

«'Αν υποσχεθώ να φυλάξω ένα μυστικό,' είπα, ‘τότε μπορείτε απολύτως να θεωρήσετε πως θα το πράξω.'

«Με κοίταξε ιδιαίτερα έντονα καθώς μιλούσα, και μου φάνηκε πως ποτέ δεν είχα δει έναν τόσο καχύποπτο και ανακριτικό μάτι.

«'Υπόσχεστε, λοιπόν;' Είπε, εντέλει.

«'Μάλιστα, υπόσχομαι.'

«'Απόλυτη και πλήρη σιωπή πριν, κατά τη διάρκεια, και κατόπιν; Καμία αναφορά στο ζήτημα, είτε σε λόγο είτε σε γραπτό;'»

«'Σας έδωσα ήδη τον λόγο μου.

«'Πολύ καλά.' Ξαφνικά τινάχτηκε πάνω, και διασχίζοντας σαν αστραπή το δωμάτιο άνοιξε την πόρτα. Ο διάδρομος απέξω ήταν άδειος.»

«Δεν τρέχει τίποτα,' είπε, επιστρέφοντας. ‘Ξέρω πως οι υπάλληλοι είναι μερικές φορές περίεργοι όσον αφορά τις υποθέσεις των αφεντικών τους. Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια.' Τράβηξε την καρέκλα του πολύ κοντά στη δική μου και άρχισε να με παρατηρεί και πάλι με την ίδια ανακριτική και στοχαστική ματιά.»

«Ένα συναίσθημα απέχθειας, και κάτι συναφές του τρόμου είχε αρχίσει να αναδύεται μέσα μου στις παραξενιές αυτού του ισχνού άντρα. Ακόμη κι ο φόβος να χάσω ένα πελάτη δε μπορούσε να συγκρατήσει την επίδειξη της ανυπομονησίας μου.»

«Παρακαλώ όπως μου δηλώσετε την εργασία σας, κύριε,' είπα· ‘ο χρόνος μου είναι πολύτιμος.' Ο Θεός να με συγχωρήσει για αυτή την στερνή πρόταση, μα τα λόγια ήρθαν στα χείλη μου.»

«'Πως θα σας φαίνονταν πενήντα γκινέες για μιας νύχτας δουλειά;' Ρώτησε.»

«'Θαυμάσια.

«Λέω μιας νύχτας δουλειά, όμως μιας ώρας θα ήταν πλησιέστερα στην πραγματικότητα. Απλά θέλω την γνώμη σας για μια υδραυλική πρέσα η οποία τέθηκε εκτός λειτουργίας. Αν μας δείξετε τι πρόβλημα έχει σύντομα θα τη διορθώσουμε οι ίδιοι. Τι λέτε για μια τέτοια εργασία;'»

«'Η δουλειά εμφανίζεται ελαφριά και η πληρωμή γενναιόδωρη.‘»

«'Ακριβώς έτσι. Θα επιθυμούσαμε να έρθετε απόψε με το τελευταίο τραίνο.

«'Που να έρθω;'»

«Στο Εΐφορντ, στο Μπέρκσάϊρ. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος κοντά στα σύνορα του Όξφορντσάϊρ, και εντός επτά μιλίων από το Ρέντινγκ. Φεύγει ένα τραίνο από το Πάντινγκτον το οποίο θα σας φέρει εκεί περίπου στις 11:15.'

«'Πολύ καλά.

«Θα κατέβω με μια άμαξα για να σας συναντήσω.

«Υπάρχει δρόμος, δηλαδή;'»

«Ναι, το μικρό μας μέρος είναι αρκετά έξω στο ύπαιθρο. Απέχει επτά γεμάτα μίλια από το Σταθμό του Εΐφορντ.

«'Τότε δεν θα προλάβουμε να πάμε εκεί πριν τα μεσάνυχτα. Υποθέτω πως δεν θα υπήρχε περίπτωση για τραίνο πίσω. Θα υποχρεωθώ να μείνω εκεί την νύχτα.

«'Ναι, με άνεση θα σας προσφέρουμε μια στρωματσάδα.

«'Είναι ιδιαιτέρως άβολο. Δεν γίνεται να έρθω σε κάποια πιότερο βολική ώρα;'»

«Κρίναμε πως είναι καλύτερα να έρθετε αργά. Προς αποζημίωση για την όποια αναστάτωση σας θα πληρώσουμε εσάς, έναν νεαρό κι άγνωστο άνθρωπο, μια αμοιβή που θα αγόραζε μια γνωμοδότηση από τους επικεφαλείς του επαγγέλματος σας. Ωστόσο, φυσικά, αν θα θέλετε να αποτραβηχτείτε από την εργασία, έχετε άφθονο χρόνο να το πράξετε.

«Σκέφτηκα τις πενήντα γκινέες, και πόσο χρήσιμες θα ήταν για μένα. ‘Καθόλου,' είπα, ‘Θα χαρώ να συμμορφωθώ με τις επιθυμίες σας. Θα ήθελα, ωστόσο, να κατανοήσω λίγο πιο ξεκάθαρα τι θέλετε να κάνω.'

«Πολύ καλά. Είναι πολύ φυσικό πως ή δέσμευση εχεμύθειας την οποία πήραμε από εσάς θα ξυπνούσε την περιέργεια σας. Δεν επιθυμώ να σας δεσμεύσω σε κάτι δίχως να παρατεθούν όλα ενώπιον σας. Να υποθέσω πως είμαστε απολύτως ασφαλείς από ωτακουστές;'»

«Τελείως.

«'Τότε το ζήτημα έχει ως εξής. Πιθανόν γνωρίζετε πως το χώμα fuller είναι ένα πολύτιμο προϊόν, και πως εντοπίζεται σε ένα ή δυο μέρη επί της Αγγλίας;'

«'Το έχω ακούσει.

«'Προ ολίγου καιρού αγόρασα μια μικρή έκταση —μια ιδιαίτερα μικρή έκταση—εντός δέκα μιλίων από το Ρέντινγκ. Υπήρξα τυχερός αρκετά να ανακαλύψω πως υπήρχε ένα κοίτασμα χώματος fuller σε ένα από τα χωράφια μου. Εξετάζοντας το, ωστόσο, βρήκα ότι το κοίταξα ήταν συγκριτικά μικρό, και πως σχημάτιζε έναν δεσμό μεταξύ δυο πολύ μεγαλυτέρων στα δεξιά και αριστερά—και τα δυο τους, ωστόσο, επί των εκτάσεων των γειτόνων μου. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι είχαν παντελή άγνοια του γεγονότος πως η γη τους περιείχε ό,τι ήταν εξίσου πολύτιμο όσο ένα χρυσωρυχείο. Φυσικά, ήταν προς όφελος μου να αγοράσω τη γη τους προτού ανακαλύψουν την πραγματική της αξία, όμως δυστυχώς δεν είχα διόλου κεφάλαιο με το οποίο να το πραγματοποιήσω. Εμπιστεύτηκα ορισμένους φίλους μου στο μυστικό, ωστόσο, και πρότειναν να εξορύξουμε αθόρυβα και με μυστικότητα το δικό μας μικρό κοίτασμα και πως καθαυτό τον τρόπο θα κερδίζαμε τα χρήματα τα οποία θα μας έδιναν την δυνατότητα να αγοράσουμε τα γειτονικά χωράφια. Αυτό κάνουμε εδώ και αρκετό καιρό, και έτσι για να μας βοηθήσει στις εργασίες μας στήσαμε μια υδραυλική πρέσα. Αυτή η πρέσα, όπως έχω ήδη εξηγήσει, έπαψε να λειτουργεί, και επιθυμούμε την συμβουλή σας επί του θέματος. Φυλάμε το μυστικό μας ιδιαιτέρως άγρυπνα, ωστόσο, και αν γινόταν γνωστό πως είχαμε προσκαλέσει υδραυλικούς μηχανολόγους στο μικρό μας σπίτι, σύντομα θα ξεσήκωσε ερωτήσεις, και τότε, αν τα στοιχεία έβγαιναν έξω, θα αποχαιρετούσαμε κάθε πιθανότητα να πάρουμε εκείνα τα χωράφια και να πραγματοποιήσουμε τα σχέδια μας. Για το λόγο αυτό σας έβαλα να υποσχεθείτε πως δεν θα πείτε σε ψυχή ζώσα πως θα πάτε στο Εϊφορντ απόψε. Να ελπίζω πως τα ξεκαθάρισα όλα;'»

«Σας ακολουθώ απολύτως,' είπα. ‘Το μόνο σημείο το οποίο αδυνατώ να κατανοήσω πλήρως είναι ποια θα μπορούσε να είναι η χρήση μιας υδραυλικής πρέσας στην εξόρυξη χώματος fuller, το οποίο, όπως κατανοώ, ανασκάπτεται σα χαλίκι από ένα νταμάρι.

«'Α!' είπε απρόσεκτα, ‘έχουμε τη δική μας μέθοδο. Συμπιέζουμε το χώμα σε τούβλα, έτσι ώστε να τα απομακρύνουμε δίχως να αποκαλύπτουμε τι είναι. Όμως πρόκειται περί μιας απλής λεπτομέρειας. Σας εμπιστεύθηκα πλήρως πλέον, Κύριε Χάθερλυ, και σας έδειξα πόσα σας εμπιστεύομαι.' Σηκώθηκε καθώς τελείωσε. ‘Θα σας περιμένω, τότε, στο Εϊφορντ στις 11:15.

«Ασφαλώς και θα είμαι εκεί.

«'Και ούτε κουβέντα σε κανέναν.' Με κοίταξε με ένα τελευταίο μακρύ, εξεταστικό βλέμμα, και έπειτα, σφίγγοντας το χέρι μου σε κρύα, υγρή χειραψία, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

«Λοιπόν, όταν τα σκέφθηκα όλα ψύχραιμα έμεινα υπερβολικά κατάπληκτος, όπως και οι δυο σας να σκέφτεστε, με αυτή την αιφνίδια ανάθεση η οποία μου είχε ανατεθεί. Αφενός, φυσικά, χαιρόμουν, γιατί η αμοιβή ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από ότι θα είχα ζητήσει αν είχα τιμολογήσει ο ίδιος τις υπηρεσίες μου, και υπήρχε περίπτωση πως αυτή η παραγγελία ενδεχομένως να οδηγούσε σε άλλες. Αφετέρου όμως, το πρόσωπο και η συμπεριφορά του πελάτη μου, μου είχε προξενήσει μια δυσάρεστη εντύπωση, και δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι πως η εξήγηση του σχετικά με το χώμα fuller δεν αρκούσε στο να δικαιολογεί την αναγκαιότητα για την άφιξη μου τα μεσάνυχτα, και την υπερβολική ανησυχία του να μην αναφέρω σε κανέναν την αποστολή μου. Ωστόσο, άφησα τους φόβους μου στην άκρη, έφαγα ένα γενναίο γεύμα, πήγα στο Πάντινγκτον, και ξεκίνησα, έχοντας υπακούσει κατά γράμμα την εντολή να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.»

«Στο Ρέντινγκ χρειάστηκε να αλλάξω όχι μόνο βαγόνι αλλά και σταθμό. Ωστόσο, είχα φτάσει εγκαίρως για το τελευταίο τραίνο προς το Εϊφορντ, και έφθασα στο μικρό μισοφωτισμένο σταθμό περί τις έντεκα η ώρα. Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης που κατέβηκε εκεί, και δεν υπήρχε κανείς άλλο στην πλατφόρμα εκτός από έναν μοναδικό νυσταλέο αχθοφόρο με μια λάμπα. Καθώς βγήκα από το παραπόρτι, ωστόσο, βρήκα το γνώριμο μου του πρωινού να με περιμένει στη σκιά επί της άλλης πλευράς. Δίχως μια λέξη μου άρπαξε το χέρι και με έσπρωξε σε μια άμαξα, η πόρτα της οποία ήταν ορθάνοικτη. Σήκωσε τα παράθυρα και στις δυο πλευρές, χτύπησε το ξύλο, και ξεκινήσαμε τόσο γρήγορα όσο πήγαινε το άλογο.»

«Ένα άλογο;» παρενέβη ο Χολμς.

«Μάλιστα, μόνο ένα.»

«Παρατηρήσατε το χρώμα;»

«Μάλιστα, το είδα από τα πλευρικά φώτα όταν μπήκα στην άμαξα. Ήταν ένα καστανό.»

«Κουρασμένο ή ξεκούραστο;»

«Ω, ξεκούραστο και βουρτσισμένο.»

«Σας ευχαριστώ. Συγνώμη που σας διέκοψα. Παρακαλώ συνεχίστε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δήλωση σας.»


9. Η Περιπέτεια του Αντίχειρα του Μηχανικού (1) 9. The Adventure of the Engineer's Thumb (1)

Από όλα τα προβλήματα τα οποία ανετέθησαν στο φίλο μου, τον Κύριο Σέρλοκ Χολμς, προς επίλυση κατά τους χρόνους της στενής φιλίας μας, υπήρξαν μόνον δυο για τις οποίες διετέλεσα ως το μέσο για την παρουσίαση τους ενώπιον του—εκείνης του αντίχειρα του Κυρίου Χάθερλυ, και εκείνης της παράνοιας του Συνταγματάρχη Γουορμπάρτον. Εξ αυτών η τελευταία ενδεχομένως να παρείχε ένα καλύτερο πεδίο για έναν διεισδυτικό και πρωτότυπο παρατηρητή, όμως η άλλη υπήρχε τόσο παράξενη κατά το έναυσμα της και τόσο δραματική στις λεπτομέρειες της ώστε να κρίνεται περισσότερο αξιόλογη ώστε να καταγραφεί, έστω κι αν προσέφερε στο φίλο μου ελάχιστα ανοίγματα για εκείνες τις επαγωγικές μεθόδους συλλογισμού υπό τις οποίες επέτυχε τόσο αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Η ιστορία έχει, πιστεύω, ειπωθεί περισσότερο από μια φορές στις εφημερίδες, ωστόσο, όπως όλες οι παρόμοιες αφηγήσεις, το αποτέλεσμα της είναι λιγότερο εκπληκτικό όταν παρατεθεί εν τω συνόλω της σε ένα μοναδικό μισόστηλο κειμένου από όσο όταν τα γεγονότα αργά εξελίσσονται ενώπιον σας, και το μυστήριο ξεδιαλύνεται σταδιακά καθώς κάθε νέα ανακάλυψη προσφέρει ένα βήμα το οποίο οδηγεί στην πλήρη αλήθεια. Την περίοδο εκείνη οι συγκυρίες μου έκαναν ιδιαίτερα βαθιά εντύπωση, και η πάροδος των δυο ετών ελάχιστα εξυπηρέτησε στο να αποδυναμώσει την επιρροή.

Επρόκειτο για το καλοκαίρι του '89, ελάχιστα κατόπιν του γάμου μου, όταν εσυνέβησαν τα γεγονότα τα οποία πρόκειται να συνοψίσω. Είχα επιστρέψει στη δημόσια άσκηση τους επαγγέλματος μου και είχα τελικά εγκαταλείψει τον Χολμς στο διαμέρισμα του στην οδό Μπέϊκερ, μολονότι συνεχώς τον επισκεπτόμουν και περιστασιακά ακόμη τον είχα πείσει να αφήσει τις μποέμικες συνήθειες του ώστε να έρθει και να μας επισκεφθεί. Η εργασία μου σταθερά αυξανόταν, και καθώς συνέβαινε να ζω σε όχι μεγάλη απόσταση από τον Σταθμό Πάντινγκτον, είχα ορισμένους ασθενείς μεταξύ των στελεχών. Ένας εξ αυτών, τον οποίο είχα θεραπεύσει εκ μιας οδυνηρής και επίμονης αρρώστιας, δεν κουραζόταν ποτέ να διαλαλεί τις αρετές του και να επιχειρεί να μου στείλει κάθε πάσχοντα επί του οποίου είχε κάποια επιρροή.

Ένα πρωινό, λίγο πριν τις επτά, ξύπνησα από το χτύπημα της υπηρέτρια στην πόρτα μου για να μου ανακοινώσει πως δυο άντρες είχαν έρθει από το Πάντινγκτον και περίμεναν στο ιατρείο. Ντύθηκα εσπευσμένα, γιατί ήξερα από πείρα πως οι σιδηροδρομικές περιπτώσεις σπανίως ήταν ασήμαντες, και βιάστηκα να κατέβω. Καθώς κατέβαινα, ο παλιός μου σύμμαχος, ο φύλακας, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του εντελώς.

«Τον έχω μέσα,» ψιθύρισε, τινάζοντας τον αντίχειρα του πάνω από τον ώμο του, «είναι εντάξει.»

«Τι τρέχει, τότε;» Ρώτησα, γιατί η συμπεριφορά του υπέβαλε πως επρόκειτο για κάποιο περίεργο πλάσμα το οποίο είχε παγιδεύσει στο δωμάτιο μου.

«Είναι καινούργιος ασθενής,» ψιθύρισε. «Σκέφθηκα να τον φέρω από εδώ ο ίδιος· έτσι που να μην ξεγλιστρήσει. Εκεί είναι, όλα καλά κι ωραία. Πρέπει να φύγω τώρα, Γιατρέ· έχω τα καθήκοντα μου, όπως ακριβώς κι εσύ.» Και έφυγε ευθύς, ο έμπιστος κράχτης, δίχως καν να μου δώσει το χρόνο να τον ευχαριστήσω.

Μπήκα στο ιατρείο μου και βρήκα έναν κύριο καθισμένο πλάι στο γραφείο. Ήταν λιτά ντυμένος με κουστούμι από τουΐντ με μια τραγιάσκα την οποία είχε ακουμπήσει πάνω στα βιβλία μου. Γύρω από το ένα χέρι του είχε ένα μαντήλι τυλιγμένο, το οποίο ήταν διάστικτο από σταγόνες αίματος. Ήταν νέος, όχι περισσότερο από εικοσιπέντε, θα έλεγα, με ένα ισχυρό, αρρενωπό πρόσωπο· ωστόσο ήταν υπερβολικά χλωμός και μου έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που υπέφερε από κάποιο δυνατό εκνευρισμό, ο οποίος χρειαζόταν όλη του την διανοητική δύναμη για να ελέγξει.

«Συγνώμη που σας ξυπνήσαμε τόσο νωρίς, Γιατρέ,» είπε, «όμως είχα ένα ιδιαιτέρως σοβαρό ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ήρθα με το τραίνο το πρωί, και ρωτώντας στο Πάντινγκτον σχετικά με το που θα μπορούσα να βρω έναν γιατρό, ένας αξιέπαινος τύπος πολύ ευγενικά με συνόδευσε εδώ. Έδωσα στην υπηρέτρια μια κάρτα, όμως βλέπω ότι την άφησε στο τραπεζάκι.»

Την σήκωσα και της έριξα μια ματιά.

«Κύριος Βίκτωρ Χάθερλυ,

Υδραυλικός Εγκαταστάσεων,

16Α, Οδός Βικτώρια (3ος όροφος).»

Επρόκειτο περί του ονόματος, του τίτλου, και της κατοικίας του πρωινού μου επισκέπτη. «Με συγχωρείτε που σας κράτησα σε αναμονή,» είπα, καθώς κάθισα στην πολυθρόνα μου. «Μόλις ήρθατε από ένα νυχτερινό ταξίδι, όπως αντιλαμβάνομαι, το οποίο αποτελεί από μόνο του μια μονότονη απασχόληση.»

«Ω, η νύχτα δεν θα μπορούσε να αποκαλεστεί μονότονη,» είπε, και γέλασε. Γέλασε εγκάρδια, με ένα ψηλό, καμπανιστό τόνο, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και (shaking his sides). Όλα μου τα ιατρικά ένστικτα εγέρθηκαν ενάντια σε εκείνο το γέλιο.

«Σταμάτα!» φώναξα· «Ηρέμησε!» και έβαλα λίγο νερό από μια καράφα.

Ήταν ανούσιο, ωστόσο. Είχε βυθιστεί σε ένα από εκείνα τα υστερικά ξεσπάσματα που επιπίπτουν επί μιας ισχυρής κράσης όταν κάποια μεγάλη κρίση έχει τελειώσει. Σύντομα ήρθε στα συγκαλά του και πάλι, πολύ εξασθενημένος και χλωμός.

«Γελοιοποιήθηκα,» είπε με κομμένη ανάσα.

«Διόλου. Πιες αυτό.» Έριξα μια γουλιά μπράντυ μέσα στο νερό, και το χρώμα άρχισε να επιστρέφει στα άχρωμα μάγουλα του.

«Καλύτερα!» είπε. «Και τώρα, Γιατρέ, ίσως να είχατε την καλοσύνη να φροντίσετε τον αντίχειρα μου, ή μάλλον το μέρος που βρισκόταν ο αντίχειρας μου.»

Ξετύλιξε το μαντίλι και άπλωσε το δάκτυλο του. Έκανε ακόμη και τα σκληραγωγημένα νεύρα μου να ανατριχιάσουν κοιτάζοντας το. Υπήρχαν τέσσερα προτεταμένα δάκτυλα και μια φρικτή κόκκινη, σπογγώδης επιφάνεια εκεί που ο αντίχειρας θα έπρεπε να βρίσκεται. Είχε πελεκηθεί ή κοπεί σύρριζα.

«Μα το Θεό!» φώναξα, «είναι ένα άσχημο τραύμα. Θα πρέπει να αιμορράγησε σημαντικά.»

«Μάλιστα, έτσι έγινε. Λιποθύμησα όταν συνέβη, και πιστεύω πως θα πρέπει να ήμουν αναίσθητος για πολύ ώρα. Όταν συνήλθα ανακάλυψα πως αιμορραγούσε ακόμη, έτσι έδεσα την μια άκρη του μαντηλιού μου πολύ σφικτά γύρω από τον καρπό μου και το στερέωσα με ένα κλαδάκι.»

«Έξοχα! Θα έπρεπε να ήσουν χειρουργός.»

«Είναι θέμα υδραυλικής, βλέπετε, και εμπίπτει στην αρμοδιότητα μου.»

«Έγινε,» είπα, εξετάζοντας το τραύμα, «από ένα πολύ βαρύ και αιχμηρό αντικείμενο.»

«Ένα πράγμα σα μπαλτά,» είπε εκείνος.

«Ατύχημα, υποθέτω;»

«Διόλου.»

«Πως! Εγκληματική επίθεση;»

«Πολύ εγκληματική όντως.»

«Μου προκαλείτε φρίκη.»

Σφούγγισα το τραύμα, το καθάρισα, το επίδεσα, και τέλος το κάλυψα με αρκετό βαμβάκι και αποστειρωμένους επιδέσμους. Ακουμπούσε πίσω δίχως ούτε να μορφάζει, μολονότι δάγκωνε το χείλι του κατά διαστήματα.

«Πως είναι;» ρώτησα όταν είχα τελειώσει.

«Άψογο! Μεταξύ του μπράντυ σας και του επιδέσμου σας, νοιώθω καινούργιος άνθρωπος. Ήμουν πολύ αδύναμος, όμως είχα περάσει αρκετά.»

«Ίσως να ήταν καλύτερα να μη μιλήσετε για το ζήτημα. Είναι εμφανές πως δοκιμάζει την αντοχή των νεύρων σας.»

«Ω, όχι, όχι τώρα. Θα πρέπει να πω την ιστορία μου στην αστυνομία· ωστόσο μεταξύ μας, αν δεν υπήρχε το ιδιαίτερα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο του τραύματος μου, θα εκπλησσόμουν αν πίστευαν την κατάθεση μου, γιατί είναι εξαιρετικά ιδιάζουσα, και δεν έχω πολλά να δείξω με τα οποία να την υποστηρίξω· και, ακόμη κι αν με πιστέψουν, τα στοιχεία τα οποία μπορώ να τους δώσω είναι τόσο ασαφή ώστε ζήτημα είναι αν η δικαιοσύνη θα αποδοθεί.»

«Αχα!» αναφώνησα, «αν πρόκειται για οτιδήποτε υπό την μορφή ενός προβλήματος το οποίο επιθυμείτε να φτάσετε στη λύση του, θα σας συνιστούσα εντόνως να πάτε στο φίλο μου, τον Κύριο Σέρλοκ Χολμς, πριν απευθυνθείτε στην επίσημη αστυνομία.»

«Ω, έχω ακούσει για αυτό τον τύπο,» απάντησε ο επισκέπτης μου, «και θα χαιρόμουν πολύ αν αναλάμβανε το ζήτημα, μολονότι φυσικά θα πρέπει να χρησιμοποιήσω και την επίσημη αστυνομία επίσης. Θα μου δώσετε μια σύσταση για εκείνον;»

«Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα σας πάω από εκεί ο ίδιος.»

«Θα σας ήμουν αφάνταστα υπόχρεος.»

«Θα καλέσουμε ένα αμάξι και θα πάμε παρέα. Θα φτάσουμε μόλις στην ώρα για να πάρουμε ένα μικρό πρωινό μαζί του. Νοιώθετε ικανός για αυτό;»

«Μάλιστα· δεν θα ησυχάσω μέχρι να πω την ιστορία μου.»

«Τότε η υπηρέτρια μου θα καλέσει ένα αμάξι, και θα είμαι μαζί σε μια στιγμή.» Όρμησα επάνω, εξήγησα το ζήτημα συντόμως στη γυναίκα μου, και σε πέντε λεπτά βρισκόμασταν εντός μιας δίτροχης, οδηγώντας με τον νέο μου γνωστό στην οδό Μπέϊκερ.

Ο Σέρλοκ Χολμς, όπως το ανέμενα, τεμπέλιαζε στο καθιστικό του με την ρόμπα του, διαβάζοντας την στήλη αγγελιών των Times και καπνίζοντας την προ του πρωινού πίπα του, η οποία απαρτιζόταν από όλα τα απομεινάρια της περασμένης μέρας, όλα τους προσεχτικά στεγνωμένα και συγκεντρωμένα στην γωνιά του γεισώματος. Μας δέχθηκε με τον ήρεμο ευγενικό τρόπο του, παρήγγειλε φρέσκο μπέικον και αυγά, και μας έκανε παρέα σε ένα γενναίο πρόγευμα. Όταν είχε ολοκληρωθεί έβαλε τον νέο μας γνωστό να καθίσει στον καναπέ, τοποθέτησε ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι του, και ακούμπησε ένα ποτήρι μπράντυ σε απόσταση χεριού.

«Είναι εύκολο να αντιληφθώ πως η εμπειρία σας δεν υπήρξε διόλου κοινή, Κύριε Χάθερλυ,» είπε. «Παρακαλώ, ξαπλώστε εκεί και νοιώστε σα στο σπίτι σας. Πείτε μας ότι μπορείτε, μα σταματήστε όταν κουραστείτε και τονωθείτε με ένα μικρό τονωτικό.»

«Σας ευχαριστώ,» είπε ο ασθενής μου, «μα νοιώθω άλλος άνθρωπος αφότου ο γιατρός με μπαντάρισε, και πιστεύω πως το πρόγευμα σας ολοκλήρωσε τη θεραπεία. Θα πάρω όσο το δυνατόν λιγότερο από τον πολύτιμο χρόνο σας, έτσι θα ξεκινήσω αμέσως την αναφορά μου στις ιδιάζουσες εμπειρίες μου.»

Ο Χολμς κάθισε στη μεγάλη του πολυθρόνα με μια κουρασμένη, σκοτισμένη (heavy-lidded) έκφραση η οποία έκρυψε στο πέπλο της την οξύτατη και ανυπόμονη φύση του, ενώ εγώ κάθισα απέναντι του, και ακούσαμε σιωπηλοί την παράξενη ιστορία την οποία ο επισκέπτης μας εξέθεσε λεπτομερώς.

«Θα πρέπει να ξέρετε,» είπε, «πως είμαι ορφανός και εργένης, διαμένοντας μόνος σε διαμέρισμα του Λονδίνου. Επαγγελματικά είμαι υδραυλικός μηχανικός (hydraulic engineer), και είχα σημαντική εμπειρία στη δουλειά μου κατά την διάρκεια των επτά χρόνων που ήμουν μαθητευόμενος στην Βέννερ & Μάθεσον, την ξακουστή φίρμα, του Γκρήνουιτς. Δυο χρόνια πριν, έχοντας ολοκληρώσει τη θητεία μου, και έχοντας επίσης αποκτήσει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό μέσω του θανάτου του καημένου του πατέρα μου, αποφάσισα να ξεκινήσω τη δική μου δουλειά και βρήκα επαγγελματικό χώρο στην οδό Βικτώρια.

«Υποθέτω πως ο καθένας βρίσκει το πρώτο του εργασιακό ανεξάρτητο ξεκίνημα μια τρομερή εμπειρία. Για μένα ήταν εξαιρετικά τρομερό. Κατά τη διάρκεια δυο ετών είχα τρεις συμβουλευτικές αναθέσεις και μια μικρή δουλειά, και αυτό είναι όλο ότι μου έφερε το επάγγελμα του. Οι μικτές μου εισπράξεις ανέρχονται στις 27 λίρες και 10σ. Κάθε ημέρα, από τις εννέα το πρωί μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, περίμενα στο μικρό μου γραφείο, μέχρι που τελικά άρχισα να αποκαρδιώνομαι, και άρχισα να πιστεύω πως δε θα έπρεπε ποτέ μου να έχω αρχίσει να ασκώ το επάγγελμα.

«Χθες, ωστόσο, πάνω που σκεφτόμουν να αφήσω το γραφείο, ο υπάλληλος μου μπήκε να αναφέρει πως υπήρχε ένας κύριος έξω ο οποίος ήθελε να με δει για δουλειά. Έφερε και μια κάρτα, επίσης, με το όνομα ‘Συνταγματάρχης Λαϊσάντερ Σταρκ' τυπωμένο πάνω της. Ακριβώς πίσω του ήρθε ο συνταγματάρχης ο ίδιος, ένας άνθρωπος μάλλον άνω του μετρίου αναστήματος, αλλά μιας εξαιρετικής ισχνότητας. Δε νομίζω πως είδα ποτέ μου έναν τόσο λεπτό άνθρωπο. Όλο του το πρόσωπο κατέληγε σε μύτη και σαγόνι, και το δέρμα των μάγουλων του ήταν τραβηγμένο αρκετά πάνω από τα προτεταμένα του οστά. Εντούτοις η σκελετική αυτή μορφή του έδειχνε να αποτελεί τη φυσική του κατάσταση, και δεν προερχόταν από αρρώστια, γιατί το μάτι του ήταν λαμπερό, το βήμα του ζωντανό, και η συμπεριφορά του όλο σιγουριά. Ήταν ντυμένος απλά αλλά τακτικά, και η ηλικία, θα έλεγα, πρέπει να ήταν πιο κοντά στα σαράντα από ότι στα τριάντα.

«'Ο Κύριος Χάθερλυ;' Είπε, με κάτι από Γερμανική προφορά. ‘Σας συνέστησαν σε εμένα, Κύριε Χάθερλυ, ως άνθρωπο που δεν είναι μόνο ικανός επαγγελματίας αλλά επίσης διακριτικός και ικανός να διαφυλάξει ένα μυστικό.'

«Υποκλίθηκα, νιώθοντας τόσο κολακευμένος όπως κάθε νεαρός σε μια τέτοια αναφορά. ‘Επιτρέπεται να ρωτήσω ποιος μου προσέδωσε έναν τόσο καλό χαρακτήρα;'

«Βασικά, ίσως είναι καλύτερα να μη σας το πω τουλάχιστον για την ώρα. Γνωρίζω εκ της ιδίας πηγής πως είστε επίσης ορφανός και εργένης και διαμένετε μόνος στο Λονδίνο.'

«'Απολύτως σωστό,' απάντησα· ‘όμως συγχωρείστε με αν πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι πως όλα αυτά σχετίζονται με τα επαγγελματικά μου προσόντα. Όπως καταλαβαίνω επιθυμείτε να μου μιλήσετε για ένα επαγγελματικό ζήτημα;»

«Αναμφίβολα. Όμως θα ανακαλύψετε πως όλα όσα αναφέρω είναι όντως καίρια. Έχω μια επαγγελματική ανάθεση για εσάς, ωστόσο η απόλυτη εχεμύθεια είναι ουσιαστικότατη—απόλυτη εχεμύθεια, καταλαβαίνετε, και φυσικά, την αναμένουμε περισσότερο από έναν άνθρωπο που είναι μόνο από ότι από κάποιον που ζει στους κόλπους της οικογενείας του.'

«'Αν υποσχεθώ να φυλάξω ένα μυστικό,' είπα, ‘τότε μπορείτε απολύτως να θεωρήσετε πως θα το πράξω.'

«Με κοίταξε ιδιαίτερα έντονα καθώς μιλούσα, και μου φάνηκε πως ποτέ δεν είχα δει έναν τόσο καχύποπτο και ανακριτικό μάτι.

«'Υπόσχεστε, λοιπόν;' Είπε, εντέλει.

«'Μάλιστα, υπόσχομαι.'

«'Απόλυτη και πλήρη σιωπή πριν, κατά τη διάρκεια, και κατόπιν; Καμία αναφορά στο ζήτημα, είτε σε λόγο είτε σε γραπτό;'»

«'Σας έδωσα ήδη τον λόγο μου.

«'Πολύ καλά.' Ξαφνικά τινάχτηκε πάνω, και διασχίζοντας σαν αστραπή το δωμάτιο άνοιξε την πόρτα. Ο διάδρομος απέξω ήταν άδειος.»

«Δεν τρέχει τίποτα,' είπε, επιστρέφοντας. ‘Ξέρω πως οι υπάλληλοι είναι μερικές φορές περίεργοι όσον αφορά τις υποθέσεις των αφεντικών τους. Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια.' Τράβηξε την καρέκλα του πολύ κοντά στη δική μου και άρχισε να με παρατηρεί και πάλι με την ίδια ανακριτική και στοχαστική ματιά.»

«Ένα συναίσθημα απέχθειας, και κάτι συναφές του τρόμου είχε αρχίσει να αναδύεται μέσα μου στις παραξενιές αυτού του ισχνού άντρα. Ακόμη κι ο φόβος να χάσω ένα πελάτη δε μπορούσε να συγκρατήσει την επίδειξη της ανυπομονησίας μου.»

«Παρακαλώ όπως μου δηλώσετε την εργασία σας, κύριε,' είπα· ‘ο χρόνος μου είναι πολύτιμος.' Ο Θεός να με συγχωρήσει για αυτή την στερνή πρόταση, μα τα λόγια ήρθαν στα χείλη μου.»

«'Πως θα σας φαίνονταν πενήντα γκινέες για μιας νύχτας δουλειά;' Ρώτησε.»

«'Θαυμάσια.

«Λέω μιας νύχτας δουλειά, όμως μιας ώρας θα ήταν πλησιέστερα στην πραγματικότητα. Απλά θέλω την γνώμη σας για μια υδραυλική πρέσα η οποία τέθηκε εκτός λειτουργίας. Αν μας δείξετε τι πρόβλημα έχει σύντομα θα τη διορθώσουμε οι ίδιοι. Τι λέτε για μια τέτοια εργασία;'»

«'Η δουλειά εμφανίζεται ελαφριά και η πληρωμή γενναιόδωρη.‘»

«'Ακριβώς έτσι. Θα επιθυμούσαμε να έρθετε απόψε με το τελευταίο τραίνο.

«'Που να έρθω;'»

«Στο Εΐφορντ, στο Μπέρκσάϊρ. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος κοντά στα σύνορα του Όξφορντσάϊρ, και εντός επτά μιλίων από το Ρέντινγκ. Φεύγει ένα τραίνο από το Πάντινγκτον το οποίο θα σας φέρει εκεί περίπου στις 11:15.'

«'Πολύ καλά.

«Θα κατέβω με μια άμαξα για να σας συναντήσω.

«Υπάρχει δρόμος, δηλαδή;'»

«Ναι, το μικρό μας μέρος είναι αρκετά έξω στο ύπαιθρο. Απέχει επτά γεμάτα μίλια από το Σταθμό του Εΐφορντ.

«'Τότε δεν θα προλάβουμε να πάμε εκεί πριν τα μεσάνυχτα. Υποθέτω πως δεν θα υπήρχε περίπτωση για τραίνο πίσω. Θα υποχρεωθώ να μείνω εκεί την νύχτα.

«'Ναι, με άνεση θα σας προσφέρουμε μια στρωματσάδα.

«'Είναι ιδιαιτέρως άβολο. Δεν γίνεται να έρθω σε κάποια πιότερο βολική ώρα;'»

«Κρίναμε πως είναι καλύτερα να έρθετε αργά. Προς αποζημίωση για την όποια αναστάτωση σας θα πληρώσουμε εσάς, έναν νεαρό κι άγνωστο άνθρωπο, μια αμοιβή που θα αγόραζε μια γνωμοδότηση από τους επικεφαλείς του επαγγέλματος σας. Ωστόσο, φυσικά, αν θα θέλετε να αποτραβηχτείτε από την εργασία, έχετε άφθονο χρόνο να το πράξετε.

«Σκέφτηκα τις πενήντα γκινέες, και πόσο χρήσιμες θα ήταν για μένα. ‘Καθόλου,' είπα, ‘Θα χαρώ να συμμορφωθώ με τις επιθυμίες σας. Θα ήθελα, ωστόσο, να κατανοήσω λίγο πιο ξεκάθαρα τι θέλετε να κάνω.'

«Πολύ καλά. Είναι πολύ φυσικό πως ή δέσμευση εχεμύθειας την οποία πήραμε από εσάς θα ξυπνούσε την περιέργεια σας. Δεν επιθυμώ να σας δεσμεύσω σε κάτι δίχως να παρατεθούν όλα ενώπιον σας. Να υποθέσω πως είμαστε απολύτως ασφαλείς από ωτακουστές;'»

«Τελείως.

«'Τότε το ζήτημα έχει ως εξής. Πιθανόν γνωρίζετε πως το χώμα fuller είναι ένα πολύτιμο προϊόν, και πως εντοπίζεται σε ένα ή δυο μέρη επί της Αγγλίας;'

«'Το έχω ακούσει.

«'Προ ολίγου καιρού αγόρασα μια μικρή έκταση —μια ιδιαίτερα μικρή έκταση—εντός δέκα μιλίων από το Ρέντινγκ. Υπήρξα τυχερός αρκετά να ανακαλύψω πως υπήρχε ένα κοίτασμα χώματος fuller σε ένα από τα χωράφια μου. Εξετάζοντας το, ωστόσο, βρήκα ότι το κοίταξα ήταν συγκριτικά μικρό, και πως σχημάτιζε έναν δεσμό μεταξύ δυο πολύ μεγαλυτέρων στα δεξιά και αριστερά—και τα δυο τους, ωστόσο, επί των εκτάσεων των γειτόνων μου. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι είχαν παντελή άγνοια του γεγονότος πως η γη τους περιείχε ό,τι ήταν εξίσου πολύτιμο όσο ένα χρυσωρυχείο. Φυσικά, ήταν προς όφελος μου να αγοράσω τη γη τους προτού ανακαλύψουν την πραγματική της αξία, όμως δυστυχώς δεν είχα διόλου κεφάλαιο με το οποίο να το πραγματοποιήσω. Εμπιστεύτηκα ορισμένους φίλους μου στο μυστικό, ωστόσο, και πρότειναν να εξορύξουμε αθόρυβα και με μυστικότητα το δικό μας μικρό κοίτασμα και πως καθαυτό τον τρόπο θα κερδίζαμε τα χρήματα τα οποία θα μας έδιναν την δυνατότητα να αγοράσουμε τα γειτονικά χωράφια. Αυτό κάνουμε εδώ και αρκετό καιρό, και έτσι για να μας βοηθήσει στις εργασίες μας στήσαμε μια υδραυλική πρέσα. Αυτή η πρέσα, όπως έχω ήδη εξηγήσει, έπαψε να λειτουργεί, και επιθυμούμε την συμβουλή σας επί του θέματος. Φυλάμε το μυστικό μας ιδιαιτέρως άγρυπνα, ωστόσο, και αν γινόταν γνωστό πως είχαμε προσκαλέσει υδραυλικούς μηχανολόγους στο μικρό μας σπίτι, σύντομα θα ξεσήκωσε ερωτήσεις, και τότε, αν τα στοιχεία έβγαιναν έξω, θα αποχαιρετούσαμε κάθε πιθανότητα να πάρουμε εκείνα τα χωράφια και να πραγματοποιήσουμε τα σχέδια μας. Για το λόγο αυτό σας έβαλα να υποσχεθείτε πως δεν θα πείτε σε ψυχή ζώσα πως θα πάτε στο Εϊφορντ απόψε. Να ελπίζω πως τα ξεκαθάρισα όλα;'»

«Σας ακολουθώ απολύτως,' είπα. ‘Το μόνο σημείο το οποίο αδυνατώ να κατανοήσω πλήρως είναι ποια θα μπορούσε να είναι η χρήση μιας υδραυλικής πρέσας στην εξόρυξη χώματος fuller, το οποίο, όπως κατανοώ, ανασκάπτεται σα χαλίκι από ένα νταμάρι.

«'Α!' είπε απρόσεκτα, ‘έχουμε τη δική μας μέθοδο. Συμπιέζουμε το χώμα σε τούβλα, έτσι ώστε να τα απομακρύνουμε δίχως να αποκαλύπτουμε τι είναι. Όμως πρόκειται περί μιας απλής λεπτομέρειας. Σας εμπιστεύθηκα πλήρως πλέον, Κύριε Χάθερλυ, και σας έδειξα πόσα σας εμπιστεύομαι.' Σηκώθηκε καθώς τελείωσε. ‘Θα σας περιμένω, τότε, στο Εϊφορντ στις 11:15.

«Ασφαλώς και θα είμαι εκεί.

«'Και ούτε κουβέντα σε κανέναν.' Με κοίταξε με ένα τελευταίο μακρύ, εξεταστικό βλέμμα, και έπειτα, σφίγγοντας το χέρι μου σε κρύα, υγρή χειραψία, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

«Λοιπόν, όταν τα σκέφθηκα όλα ψύχραιμα έμεινα υπερβολικά κατάπληκτος, όπως και οι δυο σας να σκέφτεστε, με αυτή την αιφνίδια ανάθεση η οποία μου είχε ανατεθεί. Αφενός, φυσικά, χαιρόμουν, γιατί η αμοιβή ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από ότι θα είχα ζητήσει αν είχα τιμολογήσει ο ίδιος τις υπηρεσίες μου, και υπήρχε περίπτωση πως αυτή η παραγγελία ενδεχομένως να οδηγούσε σε άλλες. Αφετέρου όμως, το πρόσωπο και η συμπεριφορά του πελάτη μου, μου είχε προξενήσει μια δυσάρεστη εντύπωση, και δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι πως η εξήγηση του σχετικά με το χώμα fuller δεν αρκούσε στο να δικαιολογεί την αναγκαιότητα για την άφιξη μου τα μεσάνυχτα, και την υπερβολική ανησυχία του να μην αναφέρω σε κανέναν την αποστολή μου. Ωστόσο, άφησα τους φόβους μου στην άκρη, έφαγα ένα γενναίο γεύμα, πήγα στο Πάντινγκτον, και ξεκίνησα, έχοντας υπακούσει κατά γράμμα την εντολή να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.»

«Στο Ρέντινγκ χρειάστηκε να αλλάξω όχι μόνο βαγόνι αλλά και σταθμό. Ωστόσο, είχα φτάσει εγκαίρως για το τελευταίο τραίνο προς το Εϊφορντ, και έφθασα στο μικρό μισοφωτισμένο σταθμό περί τις έντεκα η ώρα. Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης που κατέβηκε εκεί, και δεν υπήρχε κανείς άλλο στην πλατφόρμα εκτός από έναν μοναδικό νυσταλέο αχθοφόρο με μια λάμπα. Καθώς βγήκα από το παραπόρτι, ωστόσο, βρήκα το γνώριμο μου του πρωινού να με περιμένει στη σκιά επί της άλλης πλευράς. Δίχως μια λέξη μου άρπαξε το χέρι και με έσπρωξε σε μια άμαξα, η πόρτα της οποία ήταν ορθάνοικτη. Σήκωσε τα παράθυρα και στις δυο πλευρές, χτύπησε το ξύλο, και ξεκινήσαμε τόσο γρήγορα όσο πήγαινε το άλογο.»

«Ένα άλογο;» παρενέβη ο Χολμς.

«Μάλιστα, μόνο ένα.»

«Παρατηρήσατε το χρώμα;»

«Μάλιστα, το είδα από τα πλευρικά φώτα όταν μπήκα στην άμαξα. Ήταν ένα καστανό.»

«Κουρασμένο ή ξεκούραστο;»

«Ω, ξεκούραστο και βουρτσισμένο.»

«Σας ευχαριστώ. Συγνώμη που σας διέκοψα. Παρακαλώ συνεχίστε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δήλωση σας.»