×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Conan Doyle, A. - Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ, 7. Η Περιπέτεια του Γαλάζιου Γρανάτη (2)

7. Η Περιπέτεια του Γαλάζιου Γρανάτη (2)

Είχα καθυστερήσει σε κάποια περίπτωση, και ήταν λίγο μετά τις έξι και μισή όταν βρέθηκα στην οδό Μπέϊκερ και πάλι. Καθώς πλησίασα το σπίτι είδα έναν ψηλό άντρα με σκοτσέζικο μπερέ και ένα παλτό κουμπωμένο ως το σαγόνι να περιμένει έξω από το φωτεινό ημικύκλιο το οποίο έπεφτε από το φεγγίτη. Μόλις έφθασα η πόρτα άνοιξε, και μας οδήγησαν στο δωμάτιο του Χολμς.

«Ο Κύριος Χένρυ Μπέϊκερ, πιστεύω,» είπε εκείνος, καθώς σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και χαιρέτησε τον επισκέπτη του με τον άνετο αέρα της προσήνειας την οποία τόσο άμεσα προσλάμβανε. «Παρακαλώ καθίστε σε αυτή την καρέκλα πλάι στη φωτιά, Κύριε Μπέϊκερ. Είναι κρύα βραδιά, και παρατηρώ πως η κυκλοφορία σας είναι περισσότερο προσαρμοσμένη στο καλοκαίρι από ότι στο χειμώνα. Α, Γουώτσον, ήρθες στην κατάλληλη στιγμή. Είναι αυτό το καπέλο σας, Κύριε Μπέϊκερ;»

«Μάλιστα, κύριε, είναι αναμφίβολα το καπέλο μου.»

Επρόκειτο για μεγαλόσωμο άνθρωπο με στρογγυλεμένους ώμους, ένα συμπαγές κεφάλι, και ένα φαρδύ, έξυπνο πρόσωπο, που κατέληγε σε μια μυτερή γενειάδα από γκριζαρισμένο καστανό. Μια ιδέα κόκκινου στη μύτη και τα μάγουλα του, με ένα ελαφρύ τρέμουλο στο προτεταμένο του χέρι, υπενθύμισε την εικασία του Χολμς σχετικά με τις συνήθειες του. Η ξεθωριασμένη μαύρη ρεντιγκότα του ήταν κουμπωμένη ως επάνω, με το κολάρο ανασηκωμένο, και οι λιπόσαρκοι καρποί του προεξείχαν από τα μανίκια του δίχως ίχνος μανσέτας ή πουκαμίσου. Μιλούσε με έναν αργό κοφτό τρόπο, επιλέγοντας τις λέξεις του προσεκτικά, και έδινε την εντύπωση γενικά ενός ανθρώπου της γνώσης και των γραμμάτων ο οποίος είχε υποστεί πολλά δεινά στα χέρια της μοίρας.

«Κρατήσαμε στην κατοχή μας τα αντικείμενα για μερικές ημέρες,» είπε ο Χολμς, «επειδή αναμέναμε να δούμε μια αγγελία σας που να δίνει τη διεύθυνση σας. Βρίσκομαι σε πλήρη αμηχανία μαθαίνοντας τώρα γιατί δεν βάλατε αγγελία.»

Ο επισκέπτης μας άφησε ένα μάλλον ντροπιασμένο γέλιο. «Τα σελίνια δεν ήταν ήταν τόσο απλόχερα για μένα όσο ήταν κάποτε,» σχολίασε. «Δεν είχα αμφιβολία πως εκείνη η συμμορία των τραμπούκων που μου επιτέθηκαν θα είχαν πάρει μαζί τους τόσο το καπέλο όσο και το πουλί. Δεν νοιάστηκα να ξοδέψω περισσότερα χρήματα σε μια απέλπιδη απόπειρα να τα ανακτήσω.»

«Φυσικά. Επί τη ευκαιρία, σχετικά με το πουλί, αναγκαστήκαμε να το φάμε.»

«Να το φάτε!» Ο επισκέπτης μας μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του στην αναστάτωση του.

«Ναι, θα ήταν εντελώς άχρηστο για όλους αν δεν το είχαμε κάνει. Όμως υποθέτω πως αυτή η άλλη χήνα επί του τραπεζιού, η οποία έχει περίπου το ίδιο βάρος και είναι απολύτως φρέσκια, θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σας εξίσου καλά;»

«Ω, βεβαίως, βεβαίως,» απάντησε ο Κύριος Μπέϊκερ με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Φυσικά, έχουμε ακόμη τα φτερά, τα πόδια, την σγάρα, και λοιπά από το δικό σας πουλί, έτσι αν επιθυμείτε—»

Ο άντρας ξέσπασε σε ένα εγκάρδιο γέλιο. «Ίσως να μου ήταν χρήσιμα ως ενθύμια της περιπέτειας μου,» είπε, «όμως πέραν αυτού ιδέα δεν έχω ποια χρήση τα (disjecta membra) της (late acquaintance) θα έχουν για μένα. Όχι, κύριε, πιστεύω πως, με την άδεια σας, θα περιορίσω τις προθέσεις μου στο εξαίσιο πουλί το οποίο παρατηρώ στο τραπεζάκι.»

Ο Σέρλοκ Χολμς μου έριξε μια διαπεραστική ματιά με ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων του.

«Ορίστε το καπέλο σας, τότε, και ορίστε το πουλί σας,» είπε. «Επί τη ευκαιρία, θα σας έκανε κόπο να μου πείτε από πού πήρατε το άλλο; Είμαι κομμάτι λάτρης των πουλερικών, και σπανίως είδα μια καλύτερα θρεμμένη χήνα.»

«Βεβαίως, κύριε,» είπε ο Μπέϊκερ, ο οποίος είχε σηκωθεί και χώσει την μόλις αποκτημένη ιδιοκτησία κάτω από τη μασχάλη του. «Είναι μερικοί από εμάς που συχνάζουμε στο πανδοχείο Alpha πλησίον του μουσείου—θα είμαστε στο ίδιο το μουσείο κατά τη διάρκεια της ημέρας, καταλαβαίνετε. Αυτό το χρόνο ο καλός μας οικοδεσπότης, ο Γουϊντιγκέητ κατ' όνομα, θέσπισε μια λέσχη χήνας, στον οποίο, έναντι ανταλλάγματος μερικών πενών κάθε εβδομάδα, θα έπαιρνε ο καθένας μας ένα πουλί τα Χριστούγεννα. Οι πέννες μου είχαν δοθεί στην ώρα τους, και τα υπόλοιπα σαν είναι γνωστά. Σας είμαι υποχρεωμένος, κύριε, γιατί ένα σκοτσέζικος μπερές δεν πηγαίνει ούτε με τα χρόνια μου ούτε με τη σοβαρότητα μου.» Με μια κωμική έπαρση συμπεριφοράς υποκλίθηκε σοβαρά και στους δυο μας και αποχώρησε.

«Αυτά λοιπόν με τον Κύριο Χένρυ Μπέϊκερ,» είπε ο Χολμς, όταν είχε κλείσει την πόρτα πίσω του. «Είναι απολύτως βέβαιο πως δεν γνωρίζει το παραμικρό σχετικά με το ζήτημα. Πεινάς, Γουώτσον;»

«Όχι ιδιαίτερα.»

«Τότε προτείνω να αλλάξουμε το δείπνο με ένα απόδειπνο και να ακολουθήσουμε αυτό το ίχνος για όσο είναι ακόμη φρέσκο.»

«Ασφαλώς.»

Ήταν μια παγερή νύχτα, έτσι φορέσαμε τις χλαίνες μας και τυλίξαμε τα κασκόλ μας γύρω από τους λαιμούς μας. Έξω, τα αστέρια έλαμπαν παγερά σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό, κι η ανάσα των περαστικών έβγαινε σαν καπνός όπως βολές από πιστόλι. Τα πατήματα μας αντηχούσαν τριζάτα και δυνατά καθώς διασχίσαμε τη συνοικία των γιατρών, την οδό Γουίμπολ, την οδό Χάρλεϋ, και συνεπώς μέσω της οδού Γουίγκμορ στην οδό Οξφορντ. Σε ένα τέταρτο της ώρας βρισκόμασταν στο Μπλούμσμπερι στο πανδοχείο Alpha, το οποίο είναι ένα μικρό καπηλειό στη γωνία μιας από τις οδούς που κατηφορίζουν προς το Χόλμπορν. Ο Χολμς έσπρωξε ανοίγοντας την πόρτα του μπαρ και παρήγγειλε δυο ποτήρια μπύρας από το κοκκινοπρόσωπο, ζωσμένο με άσπρη ποδιά κάπελα.

«Η μπύρα σας θα πρέπει να ‘ναι εξαίρετη αν είναι τόσο καλή όσο οι χήνες σας,» είπε.

«Οι χήνες μου!» Ο άντρας έδειξε έκπληκτος.

«Ναι. Μιλούσα μόλις προ μισής ώρας με τον Κύριο Χένρυ Μπέϊκερ, ο οποίος είναι μέλος της λέσχης χήνας σας.»

«Α! μάλιστα, καταλαβαίνω. Μα βλέπετε, κύριε, δεν είναι δικές μας χήνες.»

«Αλήθεια! Ποιανού, τότε;»

«Βασικά, αγόρασα δυο ντουζίνες από έναν πωλητή στο Κόβεντ Γκάρντεν.»

«Αλήθεια; Γνωρίζω μερικούς από αυτούς. Ποιος ήταν;»

«Μπρεκινρίτζ είναι το όνομα του.»

«Α! Δεν τον ξέρω αυτόν. Λοιπόν, στην καλή σου υγεία κάπελα, και ευημερία στο σπίτι σου. Καληνύχτα.»

«Τώρα για τον Κύριο Μπρεκιρίτζ,» συνέχισε, κουμπώνοντας το παλτό του καθώς βγήκαμε στον παγωμένο αέρα. «Θυμήσου, Γουώτσον πως μολονότι έχουμε ένα τόσο οικείο πράμα όπως μια χήνα στο ένα άκρο της αλυσίδας, έχουμε στο άλλο έναν άνθρωπο ο οποίος μετά βεβαιότητας θα πάρει επτά χρόνια ποινικής κάθειρξης εκτός κι αν κατορθώσουμε να εδραιώσουμε την αθωότητα του. Υφίσταται η πιθανότητα πως η έρευνα μας ίσως μονάχα να επιβεβαιώσει την ενοχή του όμως, σε κάθε περίπτωση, έχουμε μια γραμμή έρευνας η οποία παραβλέφθηκε από την αστυνομία, και την οποία μια μοναδική τύχη έφερε στα χέρια μας. Ας την ακολουθήσουμε ως το πικρό της τέλος. Πρόσωπα προς το νότο, λοιπόν, και βήμα ταχύ!»

Διασχίσαμε το Χόλμπορν , κατεβήκαμε την οδό Εντέλ, και έτσι μέσα από ένα λαβύρινθο από φτωχογειτονιές για την αγορά του Κόβεντ Γκάρντεν. Ένας από τους μεγαλύτερους πάγκους έφερε το όνομα του Μπρεκινρίτζ πάνω του, και ο ιδιοκτήτης ένα αλογομούρης άντρας, με σουβλερό πρόσωπο και ψαλιδισμένες φαβορίτες βοηθούσε ένα αγόρι να τοποθετήσει τα παντζούρια.

«Καλησπέρα. Είναι μια κρύα βραδιά,» είπε ο Χολμς.

Ο πωλητής ένευσε και έριξε μια ερωτηματική ματιά στον σύντροφο μου.

«Ξεπουλήσατε όλες τις χήνες, βλέπω,» συνέχισε ο Σέρλοκ Χολμς, υποδεικνύοντας τους γυμνούς μαρμάρινους πάγκους.

«Αύριο σου δίνω και πεντακόσιες.»

«Δεν μου κάνει.»

«Τότε, υπάρχουν μερικές στον πάγκο που φέγγει το γκάζι.»

«Α, μα μου συνέστησαν εσένα.»

«Ποιος;»

«Ο ιδιοκτήτης του Alpha.”

«Ω, ναι· του έστειλα κάνα δυο ντουζίνες.»

«Φίνα πουλιά ήταν, όντως. Κι από πού τα βρήκες;»

Προς έκπληξη μου η ερώτηση προκάλεσε ένα ξέσπασμα θυμού από τον πωλητή.

«Έλα τώρα, κύριε,» είπε εκείνος, με το κεφάλι του ορθωμένο και τα χέρια του στη μέση, «που το πας; Ας το ξεκαθαρίσουμε, εδώ και τώρα.»

«Είναι αρκετά ξεκάθαρα. Θα ήθελα να μάθω ποιος σου πούλησε τις χήνες που προμήθευσες στο Alpha.»

«Ωραία τότε, δεν πρόκειται να σου πω. Τι λες τώρα!»

«Ω, πρόκειται για ασήμαντο ζήτημα· όμως δεν ξέρω γιατί ξανάβεις τόσο για κάτι τόσο ανούσιο.»

«Ξανάβω! Κι εσύ θα ξάναβες, ίσως, αν σου φορτώνονταν όπως εμένα. Όταν πληρώνω τόσα χρήματα για μια καλή παρτίδα θα πρέπει να παίρνει ένα τέλος η ιστορία· όμως είναι ‘Που είναι οι χήνες;' Και ‘Σε ποιόν πούλησες τις χήνες;' και ‘Πόσα θέλεις για τις χήνες;' Θα φανταζόταν κανείς πως αυτές ήταν οι μοναδικές χήνες στον κόσμο, ακούγοντας όλο το ντόρο που γίνεται για πάρτη τους.»

«Λοιπόν, δεν έχω καμία σχέση με όποιους άλλους ανθρώπους έκαναν ερωτήσεις,» είπε ο Χολμς (carelessly). «Αν δεν μας πεις το θέμα έληξε, αυτό είναι όλο. Όμως είμαι πάντοτε έτοιμος να στηρίξω τη γνώμη μου όταν αφορά τα πουλερικά, και στοιχηματίζω ένα πεντάρι πως το πουλί που έφαγα ήταν θρεμμένο στο ύπαιθρο.»

«Καλώς τότε, έχασες το πεντάρι σου, γιατί είναι θρεμμένο στην πόλη,» γάβγισε ο πωλητής.

«Δεν έχει καμία σχέση.»

«Λέω πως έχει.»

«Δεν το πιστεύω.»

«Θαρρείς πως ξέρεις περισσότερα για τα πουλερικά από μένα, που ασχολούμαι μαζί τους από τότε που ήμουν μπόμπιρας; Σου λέω, πως εκείνα τα πουλιά που πήγαν στο Alpha ήταν μεγαλωμένα στην πόλη.»

«Ποτέ δεν θα έπειθες να το πιστέψω.»

«Βάζεις στοίχημα, τότε;»

«Απλά θα πάρω τα χρήματα σου, γιατί ξέρω πως έχω δίκιο. Όπως θα στοιχηματίσω μια χρυσή, απλά για να σου μάθω να μην είσαι πεισματάρης.»

Ο πωλητής γέλασε βλοσυρά. «Φέρε μου τα βιβλία, Μπιλ,» είπε.

Το μικρό αγόρι έφερε εκεί ένα μικρό λεπτό τόμο και έναν μεγάλο λιγδιασμένο, ακουμπώντας μαζί κάτω από την κρεμαστή λάμπα.

«Τώρα, λοιπόν, Κύριε Κοκορόμυαλε,» είπε ο πωλητής, «νόμισα πως μου ‘χαν τελειώσει οι χήνες, όμως προτού τελειώσω θα δεις πως υπάρχει ακόμη μια στο μαγαζί. Βλέπεις αυτό το βιβλιαράκι;»

«Λοιπόν;»

«Αυτή είναι η λίστα του κόσμου από τους οποίους αγοράζω. Βλέπεις; Ορίστε, λοιπόν, εδώ σε αυτή τη σελίδα είναι οι αγρότες, και οι αριθμοί πλάι στα ονόματα τους δείχνουν τους λογαριασμούς τους στο μεγάλο καθολικό. Το λοιπόν! Βλέπεις την άλλη σελίδα με το κόκκινο μελάνι; Λοιπόν, αυτή είναι μια λίστα των προμηθευτών από την πόλη. Τώρα, κοίτα εκείνο το τρίτο όνομα. Απλά διάβασε μου το.»

«Κυρία Οάκσοτ, 117, Οδός Μπρίξτον—249,» διάβασε ο Χολμς.

«Ακριβώς έτσι. Τώρα γύρνα να το βρεις στο καθολικό.»

Ο Χολμς γύρισε στην υποδεικνυόμενη σελίδα. «Ορίστε, ‘Κυρία. Οακσότ, 117, Οδός Μπρίξτον, προμηθευτής αυγών και πουλερικών.»

«Τώρα, λοιπόν, τι λέει η τελευταία εγγραφή;»

«'Δεκέμβριος, 22η. Είκοσι-τέσσερις χήνες προς 7σ. 6δ.

«Ακριβώς έτσι. Ορίστε. Και από κάτω;»

«'Πουλήθηκαν στον Κύριο Γουϊντιγκέιτ του Alpha, προς 12σ.

«Τι έχεις να πεις τώρα;»

Ο Σέρλοκ Χολμς έδειξε βαθύτατα δυσαρεστημένος. Τράβηξε μια χρυσή λίρα από την τσέπη του και την πέταξε πάνω στην πλάκα, αποχωρώντας με τον αέρα ανθρώπου του οποίου η αηδία είναι υπερβολικά βαθιά για να εκφραστεί με λόγια. Μερικά μέτρα μακρύτερα σταμάτησε κάτω από ένα στύλο και γέλασε με τον έντονο, αθόρυβο τρόπο ο οποίος αποτελούσε χαρακτηριστικό του.

«Όταν βλέπεις έναν άντρα με φαβορίτες αυτής της κοψιάς και το ('Pink ‘un' ???) να ξεπετάγεται από την τσέπη του μπορείς πάντοτε να τον σύρεις σε ένα στοίχημα,» είπε. «Τολμώ να πω πως αν είχα βάλει 100 λίρες κάτω μπροστά του, ο άνθρωπος δεν θα μου είχε δώσει πληρέστερες πληροφορίες από όσο αυτές που του πήρα με την ιδέα πως με πήγαινε στοίχημα. Λοιπόν, Γουώτσον, πλησιάζουμε, φαντάζομαι, στο τέλος της αναζήτησης μας και το μοναδικό σημείο το οποίο παραμένει είναι να προσδιορίσουμε αν θα ‘πρεπε να πάμε μέχρι εκείνη την Κυρία Οακσότ απόψε, ή αν θα ‘πρεπε να το φυλάξουμε για αύριο. Είναι σαφές από όσα εκείνος ο μουτρωμένος τύπος είπε πως υπάρχουν κι άλλοι εκτός από εμάς που ανησυχούν αναφορικά με το ζήτημα, και εγώ θα ‘πρεπε—»

Τα σχόλια του άξαφνα διεκόπησαν από έναν δυνατό σάλο που ξέσπασε από τον πάγκο που είχαμε μόλις αφήσει. Γυρίζοντας είδαμε έναν μικρό ποντικομούρη τύπο να στέκεται στο κέντρο του φωτεινού κύκλου το οποίο έπεφτε από την αιωρούμενη λάμπα, ενώ ο Μπρεκινρίτζ, ο πωλητής, πλαισιωμένος από την πόρτα του πάγκου του, κουνούσε τις γροθιές του προς την ζαρωμένη φιγούρα.

«Αρκετά μαζί σας και τις χήνες σας,» φώναξε. «Μακάρι να πάτε όλοι στο διάολο παρέα. Αν έρθετε να μου φορτωθείτε ξανά με τις κουταμάρες σας θα αμολήσω το σκύλο πάνω σας. Φέρτε την Κυρία Οακσότ εδώ, και θα της απαντήσω, όμως εσείς τι σχέση έχετε με όλα αυτά; Αγόρασα από σας τις χήνες;»

«Όχι· μα μια από αυτές ήταν δική μου όπως και να ‘ναι,» τσίριξε ο ανθρωπάκος.

«Ωραία, τότε, ζήτα την από την Κυρία Οακσότ.»

«Μου είπε την ζητήσω από εσάς.»

«Λοιπόν, μπορείς να τη ζητήσεις κι από το Βασιλιά της Πρωσίας, για όσο νοιάζομαι. Αρκετά το ανέχθηκα. Τσακιστείτε από δω!» Όρμησε αγριεμένα εμπρός, και ο ερωτών τράπηκε σε φυγή μέσα στο σκοτάδι.

«Αχά! Αυτό ίσως να μας γλιτώσει από μια επίσκεψη στην οδό Μπρίξτον,» ψιθύρισε ο Χολμς. «Έλα μαζί μου, και θα δούμε τι μπορεί να βγει από αυτόν τον τύπο.» Δρασκελίζοντας μέσα από διάσπαρτα πηγαδάκια κόσμου που τεμπέλιαζαν γύρω από τους φωτισμένους πάγκους, ο σύντροφος μου ταχύτατα πρόλαβε τον ανθρωπάκο και τον άγγιξε στον ώμο. Εκείνος στράφηκε απότομα, και είδα στο φως του γκαζιού πως κάθε ίχνος χρώματος είχε στερέψει από το πρόσωπο του.

«Ποιοι είστε εσείς, εκεί; Τι θέλετε;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Να με συγχωρείτε,» είπε ήρεμα ο Χόλμς, «μα δεν μπόρεσα να μην ακούσω τις ερωτήσεις τις οποίες θέσατε στον πωλητή μόλις τώρα. Πιστεύω πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω.»

«Εσείς; Ποιος είστε; Πως μπορείτε να γνωρίζετε οτιδήποτε σχετικό με το ζήτημα;»

«Το όνομα μου είναι Σέρλοκ Χολμς. Είναι δουλειά μου να γνωρίζω ότι οι άλλοι δεν γνωρίζουν.»

«Μα πως μπορεί να γνωρίζετε τίποτα σχετικά;»

«Συγγνώμη, γνωρίζω τα πάντα σχετικά. Επιχειρείτε να ακολουθήσετε κάποιες χήνες οι οποίες πουλήθηκαν από την Κυρία Οακσότ, της οδού Μπρίξτον, προς έναν έμπορο ονόματι Μπεκινρίτζ, από εκείνον εν συνεχεία στον Κύριο Γουίντιγκέητ, του Alpha, και από εκείνον στη λέσχη του, στην οποία ο Κύριος Χένρυ Μπέϊκερ είναι μέλος.»

«Ω, κύριε, είστε ο άνθρωπος που λαχταρούσα να συναντήσω,» φώναξε ο μικροκαμωμένος τύπος με απλωμένα χέρια και τρεμάμενα δάκτυλα. «Μόλις που μπορώ να σας εξηγήσω πόσο εμπλέκομαι σε αυτό το ζήτημα.»

Ο Σέρλοκ Χολμς έκανε νόημα σε μια τετράτροχη που περνούσε. «Στην περίπτωση αυτή καλύτερα να το συζητήσουμε σε ένα άνετο δωμάτιο από ότι σε ετούτη την ανεμοδαρμένη αγορά,» είπε. «Όμως, παρακαλώ, πείτε μου, πριν συνεχίσουμε, ποιόν έχω την ευχαρίστηση να βοηθώ.»

Ο άνθρωπος δίστασε προς στιγμής. «Το όνομα μου είναι Τζων Ρόμπινσον,» απάντησε με μια λοξή ματιά.

«Όχι, όχι· το πραγματικό όνομα,» είπε ο Χολμς ευχάριστα. «Είναι πάντοτε άβολο να δουλεύω με ένα ψευδώνυμο.»

«Ένα κοκκίνισμα ξεπήδησε στα λευκά μάγουλα του ξένου. «Καλώς τότε,» είπε, «το πραγματικό μου όνομα είναι Τζων Ράϊντερ.»

«Ακριβώς έτσι. Επικεφαλής του Ξενοδοχείου Κοσμοπόλιταν. Παρακαλώ περάστε στην άμαξα, και σύντομα θα είμαι σε θέση να σας πω όλα όσα θα θέλατε να μάθετε.»

Ο μικρόσωμος άντρας στάθηκε κοιτάζοντας μας εναλλάξ με εν μέρει φοβισμένα, εν μέρει αισιόδοξα μάτια, σαν κάποιος που δεν ήταν σίγουρος αν βρισκόταν εμπρός σε ένα θεόσταλτο δώρο ή σε μια καταστροφή. Κατόπιν ανέβηκε στην άμαξα, και σε μισή ώρα βρισκόμασταν πίσω στο καθιστικό στην οδό Μπέϊκερ. Τίποτα δεν είχε ειπωθεί κατά την διάρκεια της διαδρομής μας, όμως η εξημμένη, ρηχή αναπνοή του νέου μας συντρόφου, και τα σφιξίματα και ξεσφιξίματα των χεριών του, πρόδιδαν την νευρική ένταση εντός του.

«Να ‘μαστε!» είπε ο Χολμς εύθυμα καθώς μπήκαμε στο δωμάτιο. «Η φωνή δείχνει εξαιρετικά επίκαιρη με τέτοιο καιρό. Φαίνεστε παγωμένος, Κύριε Ράϊντερ. Παρακαλώ πάρτε την πολυθρόνα. Θα φορέσω μονάχα τις παντόφλες μου πριν αφοσιωθούμε στο ζητηματάκι σας. Τώρα, λοιπόν! Θέλετε να μάθετε τι απέγιναν εκείνες οι χήνες;»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Ή, μάλλον, έχω την εντύπωση, εκείνη η χήνα. Ήταν ένα το πουλί, φαντάζομαι το οποίο σας ενδιαφέρει—λευκό, με μια μαύρη ρίγα στην ουρά.»

Ο Ράϊντερ ρίγησε από την έξαψη. «Ω, κύριε,» αναφώνησε, «μπορείτε να μου πείτε που πήγε;»

«Ήρθε εδώ.»

«Εδώ;»

«Ναι, και ένα πλέον αξιοθαύμαστο πουλί αποδείχθηκε. Δεν αμφιβάλω που ενδιαφέρεστε για αυτό. Άφησε ένα αυγό όταν πέθανε—το ομορφότερο, λαμπερότερο γαλάζιο αυγό που ειδώθηκε ποτέ. Το έχω εδώ στο μουσείο μου.»

Ο επισκέπτης μας στάθηκε παραπατώντας και άδραξε το γείσο με το δεξί του χέρι. Ο Χολμς ξεκλείδωσε την κάσα του και κράτησε το γαλάζιο γρανάτη, ο οποίος έλαμπε σαν άστρο, με μια παγερή λαμπρή, πολύπλευρη ακτινοβολία. Ο Ράϊντερ στάθηκε έκθαμβος με ένα τραβηγμένο πρόσωπο, αβέβαιος αν θα έπρεπε να προβάλει αξίωση ή να το αποκηρύξει.

«Το παιχνίδι τελείωσε, Ράϊντερ,» είπε ο Χολμς ήρεμα. «Κρατήσου άνθρωπε, θα πέσεις στη φωτιά! Δώσε του ένα χέρι να επιστρέψει στην καρέκλα του, Γουώτσον. Δεν έχει αρκετό αίμα για πάει μέσα για αδίκημα με (impunity). Δώσε του μια τζούρα Μπράντυ. Λοιπόν! Τώρα δείχνει κομμάτι περισσότερο άνθρωπος. Τέτοια τσιλιβήθρα που είναι, φυσικά!»

Για μια στιγμή είχε τρεκλίσει και σχεδόν πέσει, όμως το μπράντυ έφερε ιδέα χρώματος στα μάγουλα του, και κάθισε κοιτάζοντας με τρομοκρατημένα μάτια τον κατήγορο του.

«Έχω σχεδόν κάθε κρίκο στα χέρια μου, και όλες τις αποδείξεις τις οποίες ενδεχομένως να χρειαζόμουν, έτσι υπάρχουν ελάχιστα που έχεις να μου πεις. Ωστόσο, αυτά τα ελάχιστα ίσως κάλλιστα να διασαφηνισθούν ώστε να ολοκληρώσουν την υπόθεση. Έχεις ακούσει, Ράιντερ, για αυτόν τον γαλάζιο λίθο της Κοντέσας του Μορκάρ;»

«Ήταν η Κάθριν Κιούζακ που μου μίλησε για αυτόν,» είπε με (crackling??) φωνή.

«Μάλιστα—η υπηρεσία της δεσποσύνης. Λοιπόν, ο πειρασμός του ξαφνικού πλούτου τόσο εύκολα αποκτημένου υπήρξε πολύ για σένα, όπως υπήρξε και για καλύτερους άντρες πριν από σένα· όμως δεν ήσουν ιδιαίτερα προσεκτικός στα μέσα που χρησιμοποίησες. Μου φαίνεται, Ράϊντερ, πως υπάρχει η στόφα ενός αρκετά καλού κακοποιού μέσα σου. Ήξερες πως εκείνος ο άντρας, ο Χόρνερ, ο υδραυλικός, είχε αναμιχθεί με κάποιο άλλο ζήτημα στο παρελθόν, και πως η υποψία θα έπεφτε πάνω ευκολότερα πάνω του. Τι έκανες, τότε; Πραγματοποίησες μια δουλίτσα στο δωμάτιο της κυρίας—εσύ και η συνεργός σου η Κιούζακ—και κανόνισες να είναι ο άνθρωπος που θα κληθεί. Τότε, όταν είχε φύγει, διέρρηξες την κοσμηματοθήκη, σήμανες συναγερμό, και έβαλες να συλληφθεί ο ατυχής εκείνος άντρας. Κατόπιν—»

Ο Ράϊντερ ρίχτηκε ξαφνικά πάνω στο χαλί και έσφιξε τα γόνατα του συντρόφου μου. «Για όνομα του Θεού, δείξτε έλεος!» στρίγκλισε. «Σκεφθείτε τον πατέρα μου! Την μητέρα μου! Θα τους έκανε την καρδιά κομμάτια. Ποτέ δεν παραστράτησα στο παρελθόν. Ποτέ δεν θα το ξανακάνω. Το ορκίζομαι. Το ορκίζομαι στη Βίβλο. Ω, μη με σύρετε στο δικαστήριο! Για όνομα του Θεού, μη!»

«Γύρνα πίσω στην καρέκλα σου!» είπε ο Χολμς αυστηρά. «Είναι υπέροχο το ότι μαζεύεσαι και σέρνεσαι τώρα, όμως ελάχιστα συλλογίστηκες τον κακομοίρη τον Χόρνερ στο λιμάνι για ένα έγκλημα για το οποίο δεν είχε ιδέα.»

«Θα φύγω, Κύριε Χολμς. Θα εγκαταλείψω τη χώρα, κύριε. Τότε η κατηγορία εναντίον του θα αναιρεθεί.»

«Χμ! Θα μιλήσουμε για αυτό. Και τώρα ας ακούσουμε μια ειλικρινή κατάθεση της επόμενης πράξης. Πως βρέθηκε ο λίθος μέσα στη χήνα, και πως βρέθηκε η χήνα στην αγορά; Πες μας την αλήθεια, γιατί μόνο προς αυτή τη μεριά έχεις κάποιες ελπίδες να σωθείς.»

Ο Ράϊντερ πέρασε την γλώσσα πάνω από τα ξεραμένα χείλη του. «Θα σας τα αφηγηθώ όπως ακριβώς συνέβησαν, κύριε,» είπε. «Όταν ο Χόρνερ είχε συλληφθεί, μου φάνηκε πως το καλύτερο για μένα θα ήταν να απομακρυνθώ με το πετράδι αμέσως, γιατί δεν είχα ιδέα πότε η αστυνομία θα έβαζαν στο μυαλό τους να ψάξουν εμένα και το δωμάτιο μου. Δεν υπήρχε κανένα μέρος στο ξενοδοχείο που να ήταν ασφαλές. Βγήκα έξω, σα να πήγαινα για δουλειές, και έκανα κατά το σπίτι της αδελφής μου. Είχε παντρευτεί έναν άντρα ονόματι Οακσότ, και ζούσε στην οδό Μπρίξτον, όπου πάχαινε πουλερικά για την αγορά. Καθοδόν προς τα εκεί κάθε άνθρωπος που συναντούσα μου έμοιαζε για αστυνομικός ή επιθεωρητής, και, παρότι επρόκειτο για μια παγερή βραδιά, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο μου προτού να φτάσω στο δρόμο του Μπρίξτον. Η αδελφή μου με ρώτησε τι έτρεχε, και γιατί ήμουν τόσο χλωμός· μα της είπα πως ήμουν αναστατωμένος από την ληστεία του κοσμήματος στο ξενοδοχείο. Τότε πήγα στην πίσω αυλή και κάπνισα μια πίπα διερωτώμενος τι θα ήταν καλύτερα να πράξω.»

«Είχε ένα φίλο κάποτε ονόματι Μόντσλυ, ο οποίος χάλασε, και εκτίει την ποινή του στο Πέντονβιλ. Μια μέρα με είχε συναντήσει, και το γύρισε στην κουβέντα για τις μεθόδους των ληστών, και πως ξεφορτώνονταν αυτά που έκλεβαν. Ήξερα πως θα ήταν ειλικρινής μαζί μου, γιατί γνώριζα ένα-δυο πράγματα σχετικά μ' αυτόν· έτσι αποφάσισα με το μυαλό μου να πάω ίσια στο Κίλμπερν, όπου ζούσε, και να τον εμπιστευθώ. Θα μου έδειχνε πώς να μετατρέψω το πετράδι σε χρήματα. Όμως πως θα έφτασα εκεί ασφαλής; Σκέφτηκα τα μαρτύρια που είχα περάσει ερχόμενος από το ξενοδοχείο. Θα μπορούσα από στιγμή σε στιγμή να συλληφθώ και να ερευνηθώ, και νάτο το πετράδι στην τσέπη του σακακιού μου. Ακουμπούσα πάνω στον τοίχο εκείνη την ώρα και κοίταζα τις χήνες που γυρόφερναν τριγύρω από τα πόδια μου, και άξαφνα μια ιδέα μου ήρθε στο μυαλό που μου φανέρωσε πως θα μπορούσα να βάλω κάτω και τον καλύτερο επιθεωρητή που έζησε ποτέ.»

«Η αδελφή μου, μου είχε πει μερικές βδομάδες νωρίτερα πως θα μπορούσα να διαλέξω από τις χήνες για Χριστουγεννιάτικο δώρο, και ήξερα πως πάντοτε κρατούσε το λόγο της. Θα έπαιρνα τη χήνα μου τώρα, και μέσα της θα μετέφερα το πετράδι μου στο Κίλμπερν. Υπήρχε ένα μικρό υπόστεγο στην αυλή, και πίσω οδήγησα ένα από τα πουλιά— ένα φίνο μεγάλο, λευκό, με ραβδωτή ουρά. Το ‘πιασα κι ανοίγοντας το ράμφος, έχωσα το πετράδι στο λαιμό του όσο βαθύτερα έφτανε το δάχτυλο μου. Το πουλί κατάπιε, κι ένοιωσα το πετράδι να περνάει τον οισοφάγο του και να πέφτει στη σγάρα του. Όμως το ζωντανό πετάρισε και πάλεψε, και έξω ήρθε η αδελφή μου για να δει τι έτρεχα. Καθώς στράφηκα να της μιλήσω το ζώο ελευθερώθηκε και έτρεξε φτερουγίζοντας ανάμεσα στα άλλα.

«'Τι έκανες εκεί μ' αυτό το πουλί, Τζεμ;' Μου λέει.

«'Βασικά,' είπα ,'είπε πως θα μου ‘δινες ένα για τα Χριστούγεννα, και έψαχνα ποιο ήταν το παχύτερο.'

«'Α,' λέει εκείνη, ‘το δικό σου το έχουμε κρατήσει απέξω—το πουλί του Τζεμ, το φωνάζουμε. Είναι το μεγάλο λευκό εκεί πέρα. Υπάρχουν εικοσι-έξι από δαύτα, το οποίο μας ένα για σένα, και ένα για μας, και δυο ντουζίνες για την αγορά.'

«'Σε ευχαριστώ, Μάγκι,' είπα εγώ· ‘άλλα αν δεν σε πειράζει, θα προτιμούσα να ‘παιρνα αυτό που κρατούσα μόλις τώρα.'

«'Το άλλο είναι ενάμιση κιλό πιο βαρύ,' είπε εκείνη, ‘και το παχύναμε εξαιρετικά για σένα.'

«'Δεν πειράζει. Θα πάρω το άλλο, και θα το πάρω τώρα,' είπα εγώ.

«Α, καλά όπως θέλεις,' είπε εκείνη, κομμάτι μπουρινιασμένη. «Ποιο είναι αυτό που θέλεις, λοιπόν;»

«'Το λευκό με την ραβδωτή ουρά, ακριβώς στη μέση του κοπαδιού.'

«Α, πολύ καλά. Σκότωσε το και πάρε το μαζί σου.'

«Λοιπόν, έκανα αυτό που είπε, Κύριε Χολμς, και κουβάλησα το πουλί όλο το δρόμο μέχρι το Κίλμπερν. Είπα στο φιλαράκο μου τι είχα κάνει, γιατί επρόκειτο για άνθρωπο που ήταν εύκολο να του πεις κάτι τέτοιο. Γέλασε μέχρι που πνίγηκε, και πήραμε ένα μαχαίρι κι ανοίξαμε τη χήνα. Η καρδιά μου πάγωσε, γιατί δεν υπήρχε ίχνος του πετραδιού, και ήξερα πως κάποιο τρομερό λάθος είχε συμβεί. Άφησα το πουλί έτρεξα πίσω στην αδελφή μου, και βιάστηκα να πάω στην πίσω αυλή. Δεν υπήρχε ούτε ένα πουλί εκεί.

«'Που είναι όλα τους, Μάγκι;' Φώναξα.

«Πήγαν στον έμπορο, Τζεμ.'

«'Ποιόν έμπορο;»

«Τον Μπρέκινριτζ, του Κόβεντ Γκάρντεν.

«'Μα υπήρχε άλλο με ραβδωτή ουρά;' Ρώτησα, ‘το ίδιο σαν κι αυτό που διάλεξα;»

«Ναι, Τζεμ· υπήρχαν δυο με ραβδωτές ουρές, και ποτέ δεν κατάφερνα να τα ξεχωρίσω.'

«Λοιπόν, τότε φυσικά, τα κατάλαβα όλα, και έτρεξα όσο πιο γρήγορα βάσταγαν τα πόδια μου σε εκείνον τον άνθρωπο, τον Μπρεκινρίτζ· μα είχε πουλήσει την παρτίδα αμέσως, και ούτε λέξη δεν μου ΄λεγε για το πού είχαν πάει. Τον ακούσατε κι οι ίδιοι απόψε. Λοιπόν, κάθε φορά μου απαντούσε καθαυτό τον τρόπο.. Η αδελφή μου νομίζω πως τρελαίνομαι. Μερικές φορές το ίδιο κι εγώ. Και τώρα—και τώρα στιγματίστηκα κι ο ίδιος σαν κλέφτης, δίχως καν να έχω αγγίξει τον πλούτο για τον οποίο πούλησα την υπόληψη μου. Ο Θεός να με βοηθήσει! Ο Θεός να με βοηθήσει!» Ξέσπασε σε σπασμωδικούς λυγμούς, με το πρόσωπο του θαμμένο στα χέρια του.

Υπήρξε μια παρατεταμένη σιωπή, που έσπαζε μονάχα από την βαριά του αναπνοή κι από το μετρημένο χτύπημα των δακτύλων του Σέρλοκ Χολμς επί της άκρης του τραπεζιού.

Τότε ο φίλος μου σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα.

«Φύγε!» είπε.

«Πως, κύριε! Ω, ευλογημένος να ‘στε!»

«Όχι άλλες κουβέντες. Φύγε!»

Και δεν χρειάστηκαν περισσότερες κουβέντες.

Ακούστηκε μια φούρια και θόρυβος από τις σκάλες, το χτύπημα της πόρτας, και το ηχηρό κροτάλισμα πατημάτων από το δρόμο.

«Εν τέλει, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, απλώνοντας τα χέρια του για την πήλινη πίπα του, «δεν πληρώνομαι από την αστυνομία για να καλύπτω τις ανικανότητες τους. Αν ο Χόρνερ κινδύνευε θα ήταν διαφορετικό θέμα· όμως αυτός ο τύπος δεν θα εμφανιστεί ενάντια του, και η υπόθεση θα καταρρεύσει. Υποθέτω πως μετριάζω ένα αδίκημα, όμως είναι εξίσου πιθανό πως σώζω μια ψυχή. Ο τύπος αυτό δεν θα σφάλει ξανά· είναι τόσο τρομερά φοβισμένος. Στείλε τον στην φυλακή τώρα, και θα τον κάνεις φυλακόβιο για μια ζωή. Επιπλέον, είναι η περίοδος της συγχώρεσης. Η τύχη έφερε στο δρόμο μας ένα πλέον ιδιάζον και καπριτσιόζικο πρόβλημα, και η λύση αποτελεί και την ανταμοιβή του. Αν έχεις την καλοσύνη να χτυπήσεις το κουδούνι, Γιατρέ, θα αρχίσουμε μια ακόμη έρευνα, στην οποία, επίσης ένα πουλί θα αποτελέσει το βασικό χαρακτηριστικό.


7. Η Περιπέτεια του Γαλάζιου Γρανάτη (2) 7. The Adventure of the Blue Garnet (2) 7. Mavi Lal Taşı Macerası (2)

Είχα καθυστερήσει σε κάποια περίπτωση, και ήταν λίγο μετά τις έξι και μισή όταν βρέθηκα στην οδό Μπέϊκερ και πάλι. Καθώς πλησίασα το σπίτι είδα έναν ψηλό άντρα με σκοτσέζικο μπερέ και ένα παλτό κουμπωμένο ως το σαγόνι να περιμένει έξω από το φωτεινό ημικύκλιο το οποίο έπεφτε από το φεγγίτη. Μόλις έφθασα η πόρτα άνοιξε, και μας οδήγησαν στο δωμάτιο του Χολμς.

«Ο Κύριος Χένρυ Μπέϊκερ, πιστεύω,» είπε εκείνος, καθώς σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και χαιρέτησε τον επισκέπτη του με τον άνετο αέρα της προσήνειας την οποία τόσο άμεσα προσλάμβανε. «Παρακαλώ καθίστε σε αυτή την καρέκλα πλάι στη φωτιά, Κύριε Μπέϊκερ. Είναι κρύα βραδιά, και παρατηρώ πως η κυκλοφορία σας είναι περισσότερο προσαρμοσμένη στο καλοκαίρι από ότι στο χειμώνα. Α, Γουώτσον, ήρθες στην κατάλληλη στιγμή. Είναι αυτό το καπέλο σας, Κύριε Μπέϊκερ;»

«Μάλιστα, κύριε, είναι αναμφίβολα το καπέλο μου.»

Επρόκειτο για μεγαλόσωμο άνθρωπο με στρογγυλεμένους ώμους, ένα συμπαγές κεφάλι, και ένα φαρδύ, έξυπνο πρόσωπο, που κατέληγε σε μια μυτερή γενειάδα από γκριζαρισμένο καστανό. Μια ιδέα κόκκινου στη μύτη και τα μάγουλα του, με ένα ελαφρύ τρέμουλο στο προτεταμένο του χέρι, υπενθύμισε την εικασία του Χολμς σχετικά με τις συνήθειες του. Η ξεθωριασμένη μαύρη ρεντιγκότα του ήταν κουμπωμένη ως επάνω, με το κολάρο ανασηκωμένο, και οι λιπόσαρκοι καρποί του προεξείχαν από τα μανίκια του δίχως ίχνος μανσέτας ή πουκαμίσου. Μιλούσε με έναν αργό κοφτό τρόπο, επιλέγοντας τις λέξεις του προσεκτικά, και έδινε την εντύπωση γενικά ενός ανθρώπου της γνώσης και των γραμμάτων ο οποίος είχε υποστεί πολλά δεινά στα χέρια της μοίρας.

«Κρατήσαμε στην κατοχή μας τα αντικείμενα για μερικές ημέρες,» είπε ο Χολμς, «επειδή αναμέναμε να δούμε μια αγγελία σας που να δίνει τη διεύθυνση σας. Βρίσκομαι σε πλήρη αμηχανία μαθαίνοντας τώρα γιατί δεν βάλατε αγγελία.»

Ο επισκέπτης μας άφησε ένα μάλλον ντροπιασμένο γέλιο. «Τα σελίνια δεν ήταν ήταν τόσο απλόχερα για μένα όσο ήταν κάποτε,» σχολίασε. «Δεν είχα αμφιβολία πως εκείνη η συμμορία των τραμπούκων που μου επιτέθηκαν θα είχαν πάρει μαζί τους τόσο το καπέλο όσο και το πουλί. Δεν νοιάστηκα να ξοδέψω περισσότερα χρήματα σε μια απέλπιδη απόπειρα να τα ανακτήσω.»

«Φυσικά. Επί τη ευκαιρία, σχετικά με το πουλί, αναγκαστήκαμε να το φάμε.»

«Να το φάτε!» Ο επισκέπτης μας μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του στην αναστάτωση του.

«Ναι, θα ήταν εντελώς άχρηστο για όλους αν δεν το είχαμε κάνει. Όμως υποθέτω πως αυτή η άλλη χήνα επί του τραπεζιού, η οποία έχει περίπου το ίδιο βάρος και είναι απολύτως φρέσκια, θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σας εξίσου καλά;»

«Ω, βεβαίως, βεβαίως,» απάντησε ο Κύριος Μπέϊκερ με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Φυσικά, έχουμε ακόμη τα φτερά, τα πόδια, την σγάρα, και λοιπά από το δικό σας πουλί, έτσι αν επιθυμείτε—»

Ο άντρας ξέσπασε σε ένα εγκάρδιο γέλιο. «Ίσως να μου ήταν χρήσιμα ως ενθύμια της περιπέτειας μου,» είπε, «όμως πέραν αυτού ιδέα δεν έχω ποια χρήση τα (disjecta membra) της (late acquaintance) θα έχουν για μένα. Όχι, κύριε, πιστεύω πως, με την άδεια σας, θα περιορίσω τις προθέσεις μου στο εξαίσιο πουλί το οποίο παρατηρώ στο τραπεζάκι.»

Ο Σέρλοκ Χολμς μου έριξε μια διαπεραστική ματιά με ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων του.

«Ορίστε το καπέλο σας, τότε, και ορίστε το πουλί σας,» είπε. «Επί τη ευκαιρία, θα σας έκανε κόπο να μου πείτε από πού πήρατε το άλλο; Είμαι κομμάτι λάτρης των πουλερικών, και σπανίως είδα μια καλύτερα θρεμμένη χήνα.»

«Βεβαίως, κύριε,» είπε ο Μπέϊκερ, ο οποίος είχε σηκωθεί και χώσει την μόλις αποκτημένη ιδιοκτησία κάτω από τη μασχάλη του. «Είναι μερικοί από εμάς που συχνάζουμε στο πανδοχείο Alpha πλησίον του μουσείου—θα είμαστε στο ίδιο το μουσείο κατά τη διάρκεια της ημέρας, καταλαβαίνετε. Αυτό το χρόνο ο καλός μας οικοδεσπότης, ο Γουϊντιγκέητ κατ' όνομα, θέσπισε μια λέσχη χήνας, στον οποίο, έναντι ανταλλάγματος μερικών πενών κάθε εβδομάδα, θα έπαιρνε ο καθένας μας ένα πουλί τα Χριστούγεννα. Οι πέννες μου είχαν δοθεί στην ώρα τους, και τα υπόλοιπα σαν είναι γνωστά. Σας είμαι υποχρεωμένος, κύριε, γιατί ένα σκοτσέζικος μπερές δεν πηγαίνει ούτε με τα χρόνια μου ούτε με τη σοβαρότητα μου.» Με μια κωμική έπαρση συμπεριφοράς υποκλίθηκε σοβαρά και στους δυο μας και αποχώρησε.

«Αυτά λοιπόν με τον Κύριο Χένρυ Μπέϊκερ,» είπε ο Χολμς, όταν είχε κλείσει την πόρτα πίσω του. «Είναι απολύτως βέβαιο πως δεν γνωρίζει το παραμικρό σχετικά με το ζήτημα. Πεινάς, Γουώτσον;»

«Όχι ιδιαίτερα.»

«Τότε προτείνω να αλλάξουμε το δείπνο με ένα απόδειπνο και να ακολουθήσουμε αυτό το ίχνος για όσο είναι ακόμη φρέσκο.»

«Ασφαλώς.»

Ήταν μια παγερή νύχτα, έτσι φορέσαμε τις χλαίνες μας και τυλίξαμε τα κασκόλ μας γύρω από τους λαιμούς μας. Έξω, τα αστέρια έλαμπαν παγερά σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό, κι η ανάσα των περαστικών έβγαινε σαν καπνός όπως βολές από πιστόλι. Τα πατήματα μας αντηχούσαν τριζάτα και δυνατά καθώς διασχίσαμε τη συνοικία των γιατρών, την οδό Γουίμπολ, την οδό Χάρλεϋ, και συνεπώς μέσω της οδού Γουίγκμορ στην οδό Οξφορντ. Σε ένα τέταρτο της ώρας βρισκόμασταν στο Μπλούμσμπερι στο πανδοχείο Alpha, το οποίο είναι ένα μικρό καπηλειό στη γωνία μιας από τις οδούς που κατηφορίζουν προς το Χόλμπορν. Ο Χολμς έσπρωξε ανοίγοντας την πόρτα του μπαρ και παρήγγειλε δυο ποτήρια μπύρας από το κοκκινοπρόσωπο, ζωσμένο με άσπρη ποδιά κάπελα.

«Η μπύρα σας θα πρέπει να ‘ναι εξαίρετη αν είναι τόσο καλή όσο οι χήνες σας,» είπε.

«Οι χήνες μου!» Ο άντρας έδειξε έκπληκτος.

«Ναι. Μιλούσα μόλις προ μισής ώρας με τον Κύριο Χένρυ Μπέϊκερ, ο οποίος είναι μέλος της λέσχης χήνας σας.»

«Α! μάλιστα, καταλαβαίνω. Μα βλέπετε, κύριε, δεν είναι δικές μας χήνες.»

«Αλήθεια! Ποιανού, τότε;»

«Βασικά, αγόρασα δυο ντουζίνες από έναν πωλητή στο Κόβεντ Γκάρντεν.»

«Αλήθεια; Γνωρίζω μερικούς από αυτούς. Ποιος ήταν;»

«Μπρεκινρίτζ είναι το όνομα του.»

«Α! Δεν τον ξέρω αυτόν. Λοιπόν, στην καλή σου υγεία κάπελα, και ευημερία στο σπίτι σου. Καληνύχτα.»

«Τώρα για τον Κύριο Μπρεκιρίτζ,» συνέχισε, κουμπώνοντας το παλτό του καθώς βγήκαμε στον παγωμένο αέρα. «Θυμήσου, Γουώτσον πως μολονότι έχουμε ένα τόσο οικείο πράμα όπως μια χήνα στο ένα άκρο της αλυσίδας, έχουμε στο άλλο έναν άνθρωπο ο οποίος μετά βεβαιότητας θα πάρει επτά χρόνια ποινικής κάθειρξης εκτός κι αν κατορθώσουμε να εδραιώσουμε την αθωότητα του. Υφίσταται η πιθανότητα πως η έρευνα μας ίσως μονάχα να επιβεβαιώσει την ενοχή του όμως, σε κάθε περίπτωση, έχουμε μια γραμμή έρευνας η οποία παραβλέφθηκε από την αστυνομία, και την οποία μια μοναδική τύχη έφερε στα χέρια μας. Ας την ακολουθήσουμε ως το πικρό της τέλος. Πρόσωπα προς το νότο, λοιπόν, και βήμα ταχύ!»

Διασχίσαμε το Χόλμπορν , κατεβήκαμε την οδό Εντέλ, και έτσι μέσα από ένα λαβύρινθο από φτωχογειτονιές για την αγορά του Κόβεντ Γκάρντεν. Ένας από τους μεγαλύτερους πάγκους έφερε το όνομα του Μπρεκινρίτζ πάνω του, και ο ιδιοκτήτης ένα αλογομούρης άντρας, με σουβλερό πρόσωπο και ψαλιδισμένες φαβορίτες βοηθούσε ένα αγόρι να τοποθετήσει τα παντζούρια.

«Καλησπέρα. Είναι μια κρύα βραδιά,» είπε ο Χολμς.

Ο πωλητής ένευσε και έριξε μια ερωτηματική ματιά στον σύντροφο μου.

«Ξεπουλήσατε όλες τις χήνες, βλέπω,» συνέχισε ο Σέρλοκ Χολμς, υποδεικνύοντας τους γυμνούς μαρμάρινους πάγκους.

«Αύριο σου δίνω και πεντακόσιες.»

«Δεν μου κάνει.»

«Τότε, υπάρχουν μερικές στον πάγκο που φέγγει το γκάζι.»

«Α, μα μου συνέστησαν εσένα.»

«Ποιος;»

«Ο ιδιοκτήτης του Alpha.”

«Ω, ναι· του έστειλα κάνα δυο ντουζίνες.»

«Φίνα πουλιά ήταν, όντως. Κι από πού τα βρήκες;»

Προς έκπληξη μου η ερώτηση προκάλεσε ένα ξέσπασμα θυμού από τον πωλητή.

«Έλα τώρα, κύριε,» είπε εκείνος, με το κεφάλι του ορθωμένο και τα χέρια του στη μέση, «που το πας; Ας το ξεκαθαρίσουμε, εδώ και τώρα.»

«Είναι αρκετά ξεκάθαρα. Θα ήθελα να μάθω ποιος σου πούλησε τις χήνες που προμήθευσες στο Alpha.»

«Ωραία τότε, δεν πρόκειται να σου πω. Τι λες τώρα!»

«Ω, πρόκειται για ασήμαντο ζήτημα· όμως δεν ξέρω γιατί ξανάβεις τόσο για κάτι τόσο ανούσιο.»

«Ξανάβω! Κι εσύ θα ξάναβες, ίσως, αν σου φορτώνονταν όπως εμένα. Όταν πληρώνω τόσα χρήματα για μια καλή παρτίδα θα πρέπει να παίρνει ένα τέλος η ιστορία· όμως είναι ‘Που είναι οι χήνες;' Και ‘Σε ποιόν πούλησες τις χήνες;' και ‘Πόσα θέλεις για τις χήνες;' Θα φανταζόταν κανείς πως αυτές ήταν οι μοναδικές χήνες στον κόσμο, ακούγοντας όλο το ντόρο που γίνεται για πάρτη τους.»

«Λοιπόν, δεν έχω καμία σχέση με όποιους άλλους ανθρώπους έκαναν ερωτήσεις,» είπε ο Χολμς (carelessly). «Αν δεν μας πεις το θέμα έληξε, αυτό είναι όλο. Όμως είμαι πάντοτε έτοιμος να στηρίξω τη γνώμη μου όταν αφορά τα πουλερικά, και στοιχηματίζω ένα πεντάρι πως το πουλί που έφαγα ήταν θρεμμένο στο ύπαιθρο.»

«Καλώς τότε, έχασες το πεντάρι σου, γιατί είναι θρεμμένο στην πόλη,» γάβγισε ο πωλητής.

«Δεν έχει καμία σχέση.»

«Λέω πως έχει.»

«Δεν το πιστεύω.»

«Θαρρείς πως ξέρεις περισσότερα για τα πουλερικά από μένα, που ασχολούμαι μαζί τους από τότε που ήμουν μπόμπιρας; Σου λέω, πως εκείνα τα πουλιά που πήγαν στο Alpha ήταν μεγαλωμένα στην πόλη.»

«Ποτέ δεν θα έπειθες να το πιστέψω.»

«Βάζεις στοίχημα, τότε;»

«Απλά θα πάρω τα χρήματα σου, γιατί ξέρω πως έχω δίκιο. Όπως θα στοιχηματίσω μια χρυσή, απλά για να σου μάθω να μην είσαι πεισματάρης.»

Ο πωλητής γέλασε βλοσυρά. «Φέρε μου τα βιβλία, Μπιλ,» είπε.

Το μικρό αγόρι έφερε εκεί ένα μικρό λεπτό τόμο και έναν μεγάλο λιγδιασμένο, ακουμπώντας μαζί κάτω από την κρεμαστή λάμπα.

«Τώρα, λοιπόν, Κύριε Κοκορόμυαλε,» είπε ο πωλητής, «νόμισα πως μου ‘χαν τελειώσει οι χήνες, όμως προτού τελειώσω θα δεις πως υπάρχει ακόμη μια στο μαγαζί. Βλέπεις αυτό το βιβλιαράκι;»

«Λοιπόν;»

«Αυτή είναι η λίστα του κόσμου από τους οποίους αγοράζω. Βλέπεις; Ορίστε, λοιπόν, εδώ σε αυτή τη σελίδα είναι οι αγρότες, και οι αριθμοί πλάι στα ονόματα τους δείχνουν τους λογαριασμούς τους στο μεγάλο καθολικό. Το λοιπόν! Βλέπεις την άλλη σελίδα με το κόκκινο μελάνι; Λοιπόν, αυτή είναι μια λίστα των προμηθευτών από την πόλη. Τώρα, κοίτα εκείνο το τρίτο όνομα. Απλά διάβασε μου το.»

«Κυρία Οάκσοτ, 117, Οδός Μπρίξτον—249,» διάβασε ο Χολμς.

«Ακριβώς έτσι. Τώρα γύρνα να το βρεις στο καθολικό.»

Ο Χολμς γύρισε στην υποδεικνυόμενη σελίδα. «Ορίστε, ‘Κυρία. Οακσότ, 117, Οδός Μπρίξτον, προμηθευτής αυγών και πουλερικών.»

«Τώρα, λοιπόν, τι λέει η τελευταία εγγραφή;»

«'Δεκέμβριος, 22η. Είκοσι-τέσσερις χήνες προς 7σ. 6δ.

«Ακριβώς έτσι. Ορίστε. Και από κάτω;»

«'Πουλήθηκαν στον Κύριο Γουϊντιγκέιτ του Alpha, προς 12σ.

«Τι έχεις να πεις τώρα;»

Ο Σέρλοκ Χολμς έδειξε βαθύτατα δυσαρεστημένος. Τράβηξε μια χρυσή λίρα από την τσέπη του και την πέταξε πάνω στην πλάκα, αποχωρώντας με τον αέρα ανθρώπου του οποίου η αηδία είναι υπερβολικά βαθιά για να εκφραστεί με λόγια. Μερικά μέτρα μακρύτερα σταμάτησε κάτω από ένα στύλο και γέλασε με τον έντονο, αθόρυβο τρόπο ο οποίος αποτελούσε χαρακτηριστικό του.

«Όταν βλέπεις έναν άντρα με φαβορίτες αυτής της κοψιάς και το ('Pink ‘un' ???) "When you see a man with sideburns of that cut and the ('Pink 'un' ???) να ξεπετάγεται από την τσέπη του μπορείς πάντοτε να τον σύρεις σε ένα στοίχημα,» είπε. popping out of his pocket you can always draw him into a bet," he said. «Τολμώ να πω πως αν είχα βάλει 100 λίρες κάτω μπροστά του, ο άνθρωπος δεν θα μου είχε δώσει πληρέστερες πληροφορίες από όσο αυτές που του πήρα με την ιδέα πως με πήγαινε στοίχημα. Λοιπόν, Γουώτσον, πλησιάζουμε, φαντάζομαι, στο τέλος της αναζήτησης μας και το μοναδικό σημείο το οποίο παραμένει είναι να προσδιορίσουμε αν θα ‘πρεπε να πάμε μέχρι εκείνη την Κυρία Οακσότ απόψε, ή αν θα ‘πρεπε να το φυλάξουμε για αύριο. Είναι σαφές από όσα εκείνος ο μουτρωμένος τύπος είπε πως υπάρχουν κι άλλοι εκτός από εμάς που ανησυχούν αναφορικά με το ζήτημα, και εγώ θα ‘πρεπε—»

Τα σχόλια του άξαφνα διεκόπησαν από έναν δυνατό σάλο που ξέσπασε από τον πάγκο που είχαμε μόλις αφήσει. Γυρίζοντας είδαμε έναν μικρό ποντικομούρη τύπο να στέκεται στο κέντρο του φωτεινού κύκλου το οποίο έπεφτε από την αιωρούμενη λάμπα, ενώ ο Μπρεκινρίτζ, ο πωλητής, πλαισιωμένος από την πόρτα του πάγκου του, κουνούσε τις γροθιές του προς την ζαρωμένη φιγούρα.

«Αρκετά μαζί σας και τις χήνες σας,» φώναξε. «Μακάρι να πάτε όλοι στο διάολο παρέα. Αν έρθετε να μου φορτωθείτε ξανά με τις κουταμάρες σας θα αμολήσω το σκύλο πάνω σας. Φέρτε την Κυρία Οακσότ εδώ, και θα της απαντήσω, όμως εσείς τι σχέση έχετε με όλα αυτά; Αγόρασα από σας τις χήνες;»

«Όχι· μα μια από αυτές ήταν δική μου όπως και να ‘ναι,» τσίριξε ο ανθρωπάκος.

«Ωραία, τότε, ζήτα την από την Κυρία Οακσότ.»

«Μου είπε την ζητήσω από εσάς.»

«Λοιπόν, μπορείς να τη ζητήσεις κι από το Βασιλιά της Πρωσίας, για όσο νοιάζομαι. Αρκετά το ανέχθηκα. Τσακιστείτε από δω!» Όρμησε αγριεμένα εμπρός, και ο ερωτών τράπηκε σε φυγή μέσα στο σκοτάδι.

«Αχά! Αυτό ίσως να μας γλιτώσει από μια επίσκεψη στην οδό Μπρίξτον,» ψιθύρισε ο Χολμς. «Έλα μαζί μου, και θα δούμε τι μπορεί να βγει από αυτόν τον τύπο.» Δρασκελίζοντας μέσα από διάσπαρτα πηγαδάκια κόσμου που τεμπέλιαζαν γύρω από τους φωτισμένους πάγκους, ο σύντροφος μου ταχύτατα πρόλαβε τον ανθρωπάκο και τον άγγιξε στον ώμο. Εκείνος στράφηκε απότομα, και είδα στο φως του γκαζιού πως κάθε ίχνος χρώματος είχε στερέψει από το πρόσωπο του.

«Ποιοι είστε εσείς, εκεί; Τι θέλετε;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Να με συγχωρείτε,» είπε ήρεμα ο Χόλμς, «μα δεν μπόρεσα να μην ακούσω τις ερωτήσεις τις οποίες θέσατε στον πωλητή μόλις τώρα. Πιστεύω πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω.»

«Εσείς; Ποιος είστε; Πως μπορείτε να γνωρίζετε οτιδήποτε σχετικό με το ζήτημα;»

«Το όνομα μου είναι Σέρλοκ Χολμς. Είναι δουλειά μου να γνωρίζω ότι οι άλλοι δεν γνωρίζουν.»

«Μα πως μπορεί να γνωρίζετε τίποτα σχετικά;»

«Συγγνώμη, γνωρίζω τα πάντα σχετικά. Επιχειρείτε να ακολουθήσετε κάποιες χήνες οι οποίες πουλήθηκαν από την Κυρία Οακσότ, της οδού Μπρίξτον, προς έναν έμπορο ονόματι Μπεκινρίτζ, από εκείνον εν συνεχεία στον Κύριο Γουίντιγκέητ, του Alpha, και από εκείνον στη λέσχη του, στην οποία ο Κύριος Χένρυ Μπέϊκερ είναι μέλος.»

«Ω, κύριε, είστε ο άνθρωπος που λαχταρούσα να συναντήσω,» φώναξε ο μικροκαμωμένος τύπος με απλωμένα χέρια και τρεμάμενα δάκτυλα. «Μόλις που μπορώ να σας εξηγήσω πόσο εμπλέκομαι σε αυτό το ζήτημα.»

Ο Σέρλοκ Χολμς έκανε νόημα σε μια τετράτροχη που περνούσε. «Στην περίπτωση αυτή καλύτερα να το συζητήσουμε σε ένα άνετο δωμάτιο από ότι σε ετούτη την ανεμοδαρμένη αγορά,» είπε. «Όμως, παρακαλώ, πείτε μου, πριν συνεχίσουμε, ποιόν έχω την ευχαρίστηση να βοηθώ.»

Ο άνθρωπος δίστασε προς στιγμής. «Το όνομα μου είναι Τζων Ρόμπινσον,» απάντησε με μια λοξή ματιά.

«Όχι, όχι· το πραγματικό όνομα,» είπε ο Χολμς ευχάριστα. «Είναι πάντοτε άβολο να δουλεύω με ένα ψευδώνυμο.»

«Ένα κοκκίνισμα ξεπήδησε στα λευκά μάγουλα του ξένου. «Καλώς τότε,» είπε, «το πραγματικό μου όνομα είναι Τζων Ράϊντερ.»

«Ακριβώς έτσι. Επικεφαλής του Ξενοδοχείου Κοσμοπόλιταν. Παρακαλώ περάστε στην άμαξα, και σύντομα θα είμαι σε θέση να σας πω όλα όσα θα θέλατε να μάθετε.»

Ο μικρόσωμος άντρας στάθηκε κοιτάζοντας μας εναλλάξ με εν μέρει φοβισμένα, εν μέρει αισιόδοξα μάτια, σαν κάποιος που δεν ήταν σίγουρος αν βρισκόταν εμπρός σε ένα θεόσταλτο δώρο ή σε μια καταστροφή. Κατόπιν ανέβηκε στην άμαξα, και σε μισή ώρα βρισκόμασταν πίσω στο καθιστικό στην οδό Μπέϊκερ. Τίποτα δεν είχε ειπωθεί κατά την διάρκεια της διαδρομής μας, όμως η εξημμένη, ρηχή αναπνοή του νέου μας συντρόφου, και τα σφιξίματα και ξεσφιξίματα των χεριών του, πρόδιδαν την νευρική ένταση εντός του.

«Να ‘μαστε!» είπε ο Χολμς εύθυμα καθώς μπήκαμε στο δωμάτιο. «Η φωνή δείχνει εξαιρετικά επίκαιρη με τέτοιο καιρό. Φαίνεστε παγωμένος, Κύριε Ράϊντερ. Παρακαλώ πάρτε την πολυθρόνα. Θα φορέσω μονάχα τις παντόφλες μου πριν αφοσιωθούμε στο ζητηματάκι σας. Τώρα, λοιπόν! Θέλετε να μάθετε τι απέγιναν εκείνες οι χήνες;»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Ή, μάλλον, έχω την εντύπωση, εκείνη η χήνα. Ήταν ένα το πουλί, φαντάζομαι το οποίο σας ενδιαφέρει—λευκό, με μια μαύρη ρίγα στην ουρά.»

Ο Ράϊντερ ρίγησε από την έξαψη. «Ω, κύριε,» αναφώνησε, «μπορείτε να μου πείτε που πήγε;»

«Ήρθε εδώ.»

«Εδώ;»

«Ναι, και ένα πλέον αξιοθαύμαστο πουλί αποδείχθηκε. Δεν αμφιβάλω που ενδιαφέρεστε για αυτό. Άφησε ένα αυγό όταν πέθανε—το ομορφότερο, λαμπερότερο γαλάζιο αυγό που ειδώθηκε ποτέ. Το έχω εδώ στο μουσείο μου.»

Ο επισκέπτης μας στάθηκε παραπατώντας και άδραξε το γείσο με το δεξί του χέρι. Ο Χολμς ξεκλείδωσε την κάσα του και κράτησε το γαλάζιο γρανάτη, ο οποίος έλαμπε σαν άστρο, με μια παγερή λαμπρή, πολύπλευρη ακτινοβολία. Ο Ράϊντερ στάθηκε έκθαμβος με ένα τραβηγμένο πρόσωπο, αβέβαιος αν θα έπρεπε να προβάλει αξίωση ή να το αποκηρύξει.

«Το παιχνίδι τελείωσε, Ράϊντερ,» είπε ο Χολμς ήρεμα. «Κρατήσου άνθρωπε, θα πέσεις στη φωτιά! Δώσε του ένα χέρι να επιστρέψει στην καρέκλα του, Γουώτσον. Δεν έχει αρκετό αίμα για πάει μέσα για αδίκημα με (impunity). Δώσε του μια τζούρα Μπράντυ. Λοιπόν! Τώρα δείχνει κομμάτι περισσότερο άνθρωπος. Τέτοια τσιλιβήθρα που είναι, φυσικά!»

Για μια στιγμή είχε τρεκλίσει και σχεδόν πέσει, όμως το μπράντυ έφερε ιδέα χρώματος στα μάγουλα του, και κάθισε κοιτάζοντας με τρομοκρατημένα μάτια τον κατήγορο του.

«Έχω σχεδόν κάθε κρίκο στα χέρια μου, και όλες τις αποδείξεις τις οποίες ενδεχομένως να χρειαζόμουν, έτσι υπάρχουν ελάχιστα που έχεις να μου πεις. Ωστόσο, αυτά τα ελάχιστα ίσως κάλλιστα να διασαφηνισθούν ώστε να ολοκληρώσουν την υπόθεση. Έχεις ακούσει, Ράιντερ, για αυτόν τον γαλάζιο λίθο της Κοντέσας του Μορκάρ;»

«Ήταν η Κάθριν Κιούζακ που μου μίλησε για αυτόν,» είπε με (crackling??) φωνή.

«Μάλιστα—η υπηρεσία της δεσποσύνης. Λοιπόν, ο πειρασμός του ξαφνικού πλούτου τόσο εύκολα αποκτημένου υπήρξε πολύ για σένα, όπως υπήρξε και για καλύτερους άντρες πριν από σένα· όμως δεν ήσουν ιδιαίτερα προσεκτικός στα μέσα που χρησιμοποίησες. Μου φαίνεται, Ράϊντερ, πως υπάρχει η στόφα ενός αρκετά καλού κακοποιού μέσα σου. Ήξερες πως εκείνος ο άντρας, ο Χόρνερ, ο υδραυλικός, είχε αναμιχθεί με κάποιο άλλο ζήτημα στο παρελθόν, και πως η υποψία θα έπεφτε πάνω ευκολότερα πάνω του. Τι έκανες, τότε; Πραγματοποίησες μια δουλίτσα στο δωμάτιο της κυρίας—εσύ και η συνεργός σου η Κιούζακ—και κανόνισες να είναι ο άνθρωπος που θα κληθεί. Τότε, όταν είχε φύγει, διέρρηξες την κοσμηματοθήκη, σήμανες συναγερμό, και έβαλες να συλληφθεί ο ατυχής εκείνος άντρας. Κατόπιν—»

Ο Ράϊντερ ρίχτηκε ξαφνικά πάνω στο χαλί και έσφιξε τα γόνατα του συντρόφου μου. «Για όνομα του Θεού, δείξτε έλεος!» στρίγκλισε. «Σκεφθείτε τον πατέρα μου! Την μητέρα μου! Θα τους έκανε την καρδιά κομμάτια. Ποτέ δεν παραστράτησα στο παρελθόν. Ποτέ δεν θα το ξανακάνω. Το ορκίζομαι. Το ορκίζομαι στη Βίβλο. Ω, μη με σύρετε στο δικαστήριο! Για όνομα του Θεού, μη!»

«Γύρνα πίσω στην καρέκλα σου!» είπε ο Χολμς αυστηρά. «Είναι υπέροχο το ότι μαζεύεσαι και σέρνεσαι τώρα, όμως ελάχιστα συλλογίστηκες τον κακομοίρη τον Χόρνερ στο λιμάνι για ένα έγκλημα για το οποίο δεν είχε ιδέα.»

«Θα φύγω, Κύριε Χολμς. Θα εγκαταλείψω τη χώρα, κύριε. Τότε η κατηγορία εναντίον του θα αναιρεθεί.»

«Χμ! Θα μιλήσουμε για αυτό. Και τώρα ας ακούσουμε μια ειλικρινή κατάθεση της επόμενης πράξης. Πως βρέθηκε ο λίθος μέσα στη χήνα, και πως βρέθηκε η χήνα στην αγορά; Πες μας την αλήθεια, γιατί μόνο προς αυτή τη μεριά έχεις κάποιες ελπίδες να σωθείς.»

Ο Ράϊντερ πέρασε την γλώσσα πάνω από τα ξεραμένα χείλη του. «Θα σας τα αφηγηθώ όπως ακριβώς συνέβησαν, κύριε,» είπε. «Όταν ο Χόρνερ είχε συλληφθεί, μου φάνηκε πως το καλύτερο για μένα θα ήταν να απομακρυνθώ με το πετράδι αμέσως, γιατί δεν είχα ιδέα πότε η αστυνομία θα έβαζαν στο μυαλό τους να ψάξουν εμένα και το δωμάτιο μου. Δεν υπήρχε κανένα μέρος στο ξενοδοχείο που να ήταν ασφαλές. Βγήκα έξω, σα να πήγαινα για δουλειές, και έκανα κατά το σπίτι της αδελφής μου. Είχε παντρευτεί έναν άντρα ονόματι Οακσότ, και ζούσε στην οδό Μπρίξτον, όπου πάχαινε πουλερικά για την αγορά. Καθοδόν προς τα εκεί κάθε άνθρωπος που συναντούσα μου έμοιαζε για αστυνομικός ή επιθεωρητής, και, παρότι επρόκειτο για μια παγερή βραδιά, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο μου προτού να φτάσω στο δρόμο του Μπρίξτον. Η αδελφή μου με ρώτησε τι έτρεχε, και γιατί ήμουν τόσο χλωμός· μα της είπα πως ήμουν αναστατωμένος από την ληστεία του κοσμήματος στο ξενοδοχείο. Τότε πήγα στην πίσω αυλή και κάπνισα μια πίπα διερωτώμενος τι θα ήταν καλύτερα να πράξω.»

«Είχε ένα φίλο κάποτε ονόματι Μόντσλυ, ο οποίος χάλασε, και εκτίει την ποινή του στο Πέντονβιλ. Μια μέρα με είχε συναντήσει, και το γύρισε στην κουβέντα για τις μεθόδους των ληστών, και πως ξεφορτώνονταν αυτά που έκλεβαν. Ήξερα πως θα ήταν ειλικρινής μαζί μου, γιατί γνώριζα ένα-δυο πράγματα σχετικά μ' αυτόν· έτσι αποφάσισα με το μυαλό μου να πάω ίσια στο Κίλμπερν, όπου ζούσε, και να τον εμπιστευθώ. Θα μου έδειχνε πώς να μετατρέψω το πετράδι σε χρήματα. Όμως πως θα έφτασα εκεί ασφαλής; Σκέφτηκα τα μαρτύρια που είχα περάσει ερχόμενος από το ξενοδοχείο. Θα μπορούσα από στιγμή σε στιγμή να συλληφθώ και να ερευνηθώ, και νάτο το πετράδι στην τσέπη του σακακιού μου. Ακουμπούσα πάνω στον τοίχο εκείνη την ώρα και κοίταζα τις χήνες που γυρόφερναν τριγύρω από τα πόδια μου, και άξαφνα μια ιδέα μου ήρθε στο μυαλό που μου φανέρωσε πως θα μπορούσα να βάλω κάτω και τον καλύτερο επιθεωρητή που έζησε ποτέ.»

«Η αδελφή μου, μου είχε πει μερικές βδομάδες νωρίτερα πως θα μπορούσα να διαλέξω από τις χήνες για Χριστουγεννιάτικο δώρο, και ήξερα πως πάντοτε κρατούσε το λόγο της. Θα έπαιρνα τη χήνα μου τώρα, και μέσα της θα μετέφερα το πετράδι μου στο Κίλμπερν. Υπήρχε ένα μικρό υπόστεγο στην αυλή, και πίσω οδήγησα ένα από τα πουλιά— ένα φίνο μεγάλο, λευκό, με ραβδωτή ουρά. Το ‘πιασα κι ανοίγοντας το ράμφος, έχωσα το πετράδι στο λαιμό του όσο βαθύτερα έφτανε το δάχτυλο μου. Το πουλί κατάπιε, κι ένοιωσα το πετράδι να περνάει τον οισοφάγο του και να πέφτει στη σγάρα του. Όμως το ζωντανό πετάρισε και πάλεψε, και έξω ήρθε η αδελφή μου για να δει τι έτρεχα. Καθώς στράφηκα να της μιλήσω το ζώο ελευθερώθηκε και έτρεξε φτερουγίζοντας ανάμεσα στα άλλα.

«'Τι έκανες εκεί μ' αυτό το πουλί, Τζεμ;' Μου λέει.

«'Βασικά,' είπα ,'είπε πως θα μου ‘δινες ένα για τα Χριστούγεννα, και έψαχνα ποιο ήταν το παχύτερο.'

«'Α,' λέει εκείνη, ‘το δικό σου το έχουμε κρατήσει απέξω—το πουλί του Τζεμ, το φωνάζουμε. Είναι το μεγάλο λευκό εκεί πέρα. Υπάρχουν εικοσι-έξι από δαύτα, το οποίο μας ένα για σένα, και ένα για μας, και δυο ντουζίνες για την αγορά.'

«'Σε ευχαριστώ, Μάγκι,' είπα εγώ· ‘άλλα αν δεν σε πειράζει, θα προτιμούσα να ‘παιρνα αυτό που κρατούσα μόλις τώρα.'

«'Το άλλο είναι ενάμιση κιλό πιο βαρύ,' είπε εκείνη, ‘και το παχύναμε εξαιρετικά για σένα.'

«'Δεν πειράζει. Θα πάρω το άλλο, και θα το πάρω τώρα,' είπα εγώ.

«Α, καλά όπως θέλεις,' είπε εκείνη, κομμάτι μπουρινιασμένη. «Ποιο είναι αυτό που θέλεις, λοιπόν;»

«'Το λευκό με την ραβδωτή ουρά, ακριβώς στη μέση του κοπαδιού.'

«Α, πολύ καλά. Σκότωσε το και πάρε το μαζί σου.'

«Λοιπόν, έκανα αυτό που είπε, Κύριε Χολμς, και κουβάλησα το πουλί όλο το δρόμο μέχρι το Κίλμπερν. Είπα στο φιλαράκο μου τι είχα κάνει, γιατί επρόκειτο για άνθρωπο που ήταν εύκολο να του πεις κάτι τέτοιο. Γέλασε μέχρι που πνίγηκε, και πήραμε ένα μαχαίρι κι ανοίξαμε τη χήνα. Η καρδιά μου πάγωσε, γιατί δεν υπήρχε ίχνος του πετραδιού, και ήξερα πως κάποιο τρομερό λάθος είχε συμβεί. Άφησα το πουλί έτρεξα πίσω στην αδελφή μου, και βιάστηκα να πάω στην πίσω αυλή. Δεν υπήρχε ούτε ένα πουλί εκεί.

«'Που είναι όλα τους, Μάγκι;' Φώναξα.

«Πήγαν στον έμπορο, Τζεμ.'

«'Ποιόν έμπορο;»

«Τον Μπρέκινριτζ, του Κόβεντ Γκάρντεν.

«'Μα υπήρχε άλλο με ραβδωτή ουρά;' Ρώτησα, ‘το ίδιο σαν κι αυτό που διάλεξα;»

«Ναι, Τζεμ· υπήρχαν δυο με ραβδωτές ουρές, και ποτέ δεν κατάφερνα να τα ξεχωρίσω.'

«Λοιπόν, τότε φυσικά, τα κατάλαβα όλα, και έτρεξα όσο πιο γρήγορα βάσταγαν τα πόδια μου σε εκείνον τον άνθρωπο, τον Μπρεκινρίτζ· μα είχε πουλήσει την παρτίδα αμέσως, και ούτε λέξη δεν μου ΄λεγε για το πού είχαν πάει. Τον ακούσατε κι οι ίδιοι απόψε. Λοιπόν, κάθε φορά μου απαντούσε καθαυτό τον τρόπο.. Η αδελφή μου νομίζω πως τρελαίνομαι. Μερικές φορές το ίδιο κι εγώ. Και τώρα—και τώρα στιγματίστηκα κι ο ίδιος σαν κλέφτης, δίχως καν να έχω αγγίξει τον πλούτο για τον οποίο πούλησα την υπόληψη μου. Ο Θεός να με βοηθήσει! Ο Θεός να με βοηθήσει!» Ξέσπασε σε σπασμωδικούς λυγμούς, με το πρόσωπο του θαμμένο στα χέρια του.

Υπήρξε μια παρατεταμένη σιωπή, που έσπαζε μονάχα από την βαριά του αναπνοή κι από το μετρημένο χτύπημα των δακτύλων του Σέρλοκ Χολμς επί της άκρης του τραπεζιού.

Τότε ο φίλος μου σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα.

«Φύγε!» είπε.

«Πως, κύριε! Ω, ευλογημένος να ‘στε!»

«Όχι άλλες κουβέντες. Φύγε!»

Και δεν χρειάστηκαν περισσότερες κουβέντες.

Ακούστηκε μια φούρια και θόρυβος από τις σκάλες, το χτύπημα της πόρτας, και το ηχηρό κροτάλισμα πατημάτων από το δρόμο.

«Εν τέλει, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, απλώνοντας τα χέρια του για την πήλινη πίπα του, «δεν πληρώνομαι από την αστυνομία για να καλύπτω τις ανικανότητες τους. Αν ο Χόρνερ κινδύνευε θα ήταν διαφορετικό θέμα· όμως αυτός ο τύπος δεν θα εμφανιστεί ενάντια του, και η υπόθεση θα καταρρεύσει. Υποθέτω πως μετριάζω ένα αδίκημα, όμως είναι εξίσου πιθανό πως σώζω μια ψυχή. Ο τύπος αυτό δεν θα σφάλει ξανά· είναι τόσο τρομερά φοβισμένος. Στείλε τον στην φυλακή τώρα, και θα τον κάνεις φυλακόβιο για μια ζωή. Επιπλέον, είναι η περίοδος της συγχώρεσης. Η τύχη έφερε στο δρόμο μας ένα πλέον ιδιάζον και καπριτσιόζικο πρόβλημα, και η λύση αποτελεί και την ανταμοιβή του. Αν έχεις την καλοσύνη να χτυπήσεις το κουδούνι, Γιατρέ, θα αρχίσουμε μια ακόμη έρευνα, στην οποία, επίσης ένα πουλί θα αποτελέσει το βασικό χαρακτηριστικό. If you will be kind enough to ring the bell, Doctor, we will start another investigation, in which a bird will also be the main feature.