×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Conan Doyle, A. - Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ, 6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (1)

6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (1)

Ο Αϊζα Γουίτνεϋ, αδελφός του μακαρίτη Ελάϊας Γουίτνεϋ, D. D., Διευθυντή της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Γεωργίου, ήταν παρα-εξαρτημένος από το όπιο. Το συνήθειο τον κατέλαβε, όπως αντιλαμβάνομαι, από κάποια ανόητη μανία όταν ήταν στο κολέγιο· γιατί έχοντας διαβάσει την περιγραφή του Ντε Κουϊνσυ σχετικά με τα όνειρα και τις αισθήσεις του, είχε ποτίσει τον καπνό του με λάβδανο σε μια απόπειρα να παράγει τα ίδια αποτελέσματα. Ανακάλυψε, όπως πολλοί από όσους το είχαν κάνει, πως η χρήση είναι ευκολότερο να επιτευχθεί από όσο να την ξεφορτωθείς, και για πολλά χρόνια εξακολούθησε να είναι σκλάβος στο ναρκωτικό, ένα αντικείμενο ανάμεικτου τρόμου και οίκτου για τους φίλους και συγγενείς του. Μπορώ να τον δω και τώρα, με ωχρό, κρεμασμένο πρόσωπο, πεσμένα βλέφαρα, και κόρες σα καρφίτσες, σωριασμένο σε μια πολυθρόνα, ναυάγιο και ερείπιο ενός ευγενή ανθρώπου.

Μια νύχτα —τον Ιούνιο του '89— το κουδούνι μου χτύπησε, περίπου την ώρα που κάποιος αφήνει το πρώτο του χασμουρητό και κοιτάζει το ρολόι. Ανακάθισα στην πολυθρόνα μου, κι η γυναίκα μου ακούμπησε το πλεχτό της στην ποδιά της κι έκανε μια μικρή γκριμάτσα απογοήτευσης.

«Ασθενής!» είπε. «Θα πρέπει να βγεις.»

Μούγκρισα, γιατί μόλις είχα γυρίσει από μια κουραστική μέρα.

Ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει, μερικές βιαστικές κουβέντες, και έπειτα γρήγορα βήματα πάνω στο μουσαμά. Η πόρτα μας άνοιξε απότομα, και μια κυρία, ενδεδυμένη με σκουρόχρωμα ρούχα, και μαύρο βέλο, μπήκε στο δωμάτιο.

«Θα συγχωρήσετε την τόσο προχωρημένης ώρας επίσκεψη μου,» άρχισε, κι ύστερα, χάνοντας εντελώς τον αυτοέλεγχο της, έτρεξε, έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της γυναίκας μου, και έκλαψε πάνω στον ώμο της. «Ω, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα!» φώναξε· «Θέλω τόσο πολύ λίγη βοήθεια.»

«Μα,» είπε η γυναίκα μου, τραβώντας το πέπλο της, «είναι η Κέιτ Γουίτνεϋ. Πόσο με τρόμαξες, Κέιτ! Δεν είχα ιδέα ποια ήσουν όταν μπήκες μέσα.»

«Δεν ήξερα τι να κάνω, έτσι ήρθα ευθύς σε εσάς.» Έτσι γινόταν πάντα. Κόσμος που βρισκόταν σε απόγνωση ερχόντουσαν στη γυναίκα σαν πουλιά στο φάρο.

«Πολύ γλυκό εκ μέρους σου να έρθεις. Τώρα, θα πιεις λίγο κρασί με νερό, και θα βολευτείς εδώ λέγοντας τα όλα σε μας. Ή θα ‘θελες μήπως να στείλω τον Τζέιμς να πάει για ύπνο;»

«Ω, όχι, όχι! Θέλω τη συμβουλή και τη βοήθεια του γιατρού, επίσης. Πρόκειται για τον Άϊζα. Έχει να έρθει σπίτι εδώ και δυο μέρες. Φοβάμαι τόσο για αυτόν!»

Δεν ήταν η πρώτη φορά που μας μιλούσε για τα προβλήματα του συζύγου της, σε μένα ως γιατρό, στη γυναίκα μου σαν παλιά φίλη και συμμαθήτρια. Την ηρεμήσαμε και την καθησυχάσαμε με όποια λόγια μπορούσαμε να βρούμε. Ήξερε που βρισκόταν ο σύζυγος της; Ήταν δυνατόν να τον φέρουμε πίσω κοντά της;

Κατά τα φαινόμενα ήταν. Είχε τη σιγουρότερη πληροφόρηση πως τελευταία έκανε, όταν τον έπιανε η κρίση, χρήση ενός τεκέ οπίου στην άλλη μεριά στα ανατολικά της Πόλης. Ως στιγμής τα όργια του περιορίζονταν πάντοτε στη μια μέρα, κι ερχόταν πάλι πίσω, τρέμοντας και σμπαραλιασμένος το βράδυ. Όμως τώρα η κρίση τον είχε κρατήσει για σαράντα-οχτώ ώρες, και κειτόταν εκεί, αναμφίβολα μες τα αποβράσματα του λιμανιού, αναπνέοντας το δηλητήριο ή κοιμόταν αποδιώχνοντας την επίδραση του. Εκεί θα βρισκόταν, ήταν βέβαιη για αυτό, στο μπαρ του Χρυσού, στο δρόμο του Άνω Σουάνταμ. Όμως τι να έκανε; Πως μπορούσε, μια νέα και συνεσταλμένη γυναίκα, να κυκλοφορήσει σε ένα τέτοιο μέρος και να ξεκολλήσει τον άνθρωπο της ανάμεσα από τα καθάρματα που τον περιέβαλαν;

Αυτή ήταν η κατάσταση, και φυσικά υπήρχε ένας και μόνος τρόπος για να λυθεί. Γιατί να μην την συνόδευα σε εκείνο το μέρος; Και κατόπιν, σαν δεύτερη σκέψη, και γιατί καν να ερχόταν; Ήμουν ο ιατρικός σύμβουλος του Αϊζα Γουίτνεϋ, και συνεπώς είχα επιρροή πάνω του. Θα τα κατάφερνα καλύτερα αν ήμουν μόνος. Της έδωσα το λόγο μου πως θα τον έστελνα σπίτι σε κάνα δυο ώρες με ένα αμάξι αν βρισκόταν όντως στην διεύθυνση την οποία μου είχε δώσει. Και έτσι σε δέκα λεπτά είχα αφήσει την πολυθρόνα μου και το ευχάριστο καθιστικό πίσω μου, και έσπευδα ανατολικά με μια δίτροχη σε ένα παράξενο θέλημα, όπως μου φαινόταν την ώρα εκείνη, αν και μόνο το μέλλον θα έδειχνε πόσο παράξενο επρόκειτο να αποδειχθεί.

Ωστόσο δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία στο πρώτο στάδιο της περιπέτειας μου. Ο δρόμος του Άνω Σουάνταμ είναι ένα ελεεινό σοκάκι που παραμονεύει πίσω από τις μεγάλες αποβάθρες που είναι αραδιασμένες στη βόρεια πλευρά του ποταμού στα ανατολικά της γέφυρας του Λονδίνου. Ανάμεσα σε μια αποθήκη ρούχων και ένα καπηλειό, προσεγγιζόμενο από μια απότομη σκάλα που οδηγούσε σε ένα σκοτεινό άνοιγμα σα το στόμιο ενός σπηλαίου, βγήκα το άντρο το οποίο αναζητούσα. Παραγγέλνοντας στην άμαξα μου να περιμένει, κατηφόρισα τα σκαλοπάτια, φθαρμένα στο κέντρο από την αδιάκοπη ροή μεθυσμένων ποδιών· και υπό το τρεμουλιαστό φως μιας λάμπας πετρελαίου πάνω από την πόρτα βγήκα το μάνδαλο και εισήλθα σε ένα μακρύ, χαμηλό δωμάτιο, φορτωμένο βαριά από τον καφετί καπνό του όπιου, και χωρισμένο με αράδες από ξύλινες κουκέτες, σα καμπούνι πλοίου μεταναστών.

Μέσα από το μισοσκόταδο μπορούσες να διακρίνεις αμυδρά μια ιδέα από σώματα ξαπλωμένα σε περίεργα απίστευτες στάσεις, γερμένους ώμους, λυγισμένα γόνατα, κεφάλια ριγμένα πίσω, και πηγούνια προτεταμένα, και που και που ένα μαύρο, μουντό μάτι στραμμένο πάνω στο νεοφερμένο. Μέσα από τις σκοτεινές σκιές λαμπύριζαν μικροί κόκκινοι κύκλοι από φως, πότε έντονα, πότε αχνά, καθώς το φλεγόμενο δηλητήριο πύρωνε ή ξεθώριαζε μες τα κοιλώματα των μεταλλικών τσιμπουκιών. Οι περισσότεροι κείτονταν σιωπηλά, μα άλλοι μουρμούριζαν, κι άλλοι μιλούσαν παρέα σε μια περίεργη, υπόκωφη, μονότονη φωνή με τις κουβέντες τους να έρχονται σε ξεσπάσματα, και κατόπιν ξαφνικά να σβήνουν στη σιωπή, καθένας μουρμουρώντας τις ίδιες του τις σκέψεις και δίνοντας ελάχιστη σημασία στις κουβέντες του πλαϊνού του. Στην άλλη μεριά βρισκόταν ένα μικρό μαγκάλι με πυρωμένα κάρβουνα, πλάι στο οποίο σε ένα τρίποδο ξύλινο σκαμνί καθόταν ένας ψηλός, λιανός γέρος, με το σαγόνι του να αναπαύεται πάνω στις γροθιές του, και με τους αγκώνες του στα γόνατα του, ατενίζοντας την φωτιά.

Καθώς μπήκα, ένας κιτρινιάρικος Μαλαισιανός φροντιστής είχε βιαστεί να ‘ρθει με μια πίπα για μένα και μια δόση από το ναρκωτικό, καλώντας με σε μια άδεια κουκέτα.

«Σε ευχαριστώ. Δεν ήρθα να μείνω,» είπε. «Είναι κάποιος φίλος μου εδώ, ο Κύριος Άϊζα Γουίτνεϋ, και επιθυμώ να του μιλήσω.»

Υπήρξε μια κίνηση και ένα επιφώνημα από τα δεξιά μου, και καταβάλλοντας προσπάθεια μέσα στο σκοτάδι διέκρινα τον Γουίτνεϋ, ωχρό, τσακισμένο, και απεριποίητο, να με κοιτάζει.

«Θεέ μου! Είναι ο Γουώτσον,» είπε. Βρισκόταν σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση αντίδρασης, με κάθε νεύρο του σε υπερδιέγερση. «Να σου πω, Γουώτσον, τι ώρα είναι;»

«Κοντά έντεκα.»

«Ποιας μέρας;»

«Της Παρασκευής, 19ης του Ιούνη.»

«Μα τους ουρανούς! Είχα την εντύπωση πως ήταν Τετάρτη. Είναι Τετάρτη. Γιατί θέλεις να τρομάξεις τον ανθρωπάκο;» Βύθισε το κεφάλι στα χέρια και άρχισε να κλαίει με λυγμούς σε στριγκό τόνο.

«Σου λέω πως είναι Παρασκευή, άνθρωπε. Η γυναίκα σου σε περίμενε για δυο μέρες. Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι!»

«Ντρέπομαι. Μα τα ‘χεις μπλέξει, Γουώτσον, γιατί βρίσκομαι εδώ μονάχα λίγες ώρες, τρεις πίπες, τέσσερις πίπες—ξεχνώ πόσες. Μα θα ‘ρθω σπίτι μαζί σου. Δεν θα τρόμαζα την Κέιτ — την καημενούλα την Κέιτ. Δώσε μου το χέρι σου! Έχεις αμάξι;»

«Ναι, έχω ένα να περιμένει.»

«Τότε θα πάω σ' αυτό. Όμως κάτι πρέπει να χρωστάω. Βρες τι χρωστάω, Γουώτσον. Είμαι εντελώς χαμένος. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα μόνος μου.»

Κατηφόρισα το στενό διάδρομο ανάμεσα στη διπλή σειρά των κοιμισμένων, κρατώντας την ανάσα μου για να κλείσω έξω τις αηδιαστικές, αποχαυνωτικές αναθυμιάσεις του ναρκωτικού, και ψάχνοντας για το αφεντικό. Καθώς περνούσα τον ψηλό άντρα που καθόταν πλάι στο μαγκάλι ένοιωθε ένα άξαφνο τράβηγμα στο πουκάμισο μου, και μια χαμηλή φωνή ψιθύρισε, «Προσπέρνα με, και έπειτα κοίταξε πίσω.» Οι λέξεις αντήχησαν ξεκάθαρα στο αυτί μου. Κοίταξα κάτω. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει μονάχα από τον γέρο στο πλάι μου, κι όμως καθόταν το ίδιο απορροφημένος όπως πάντα, υπερβολικά λεπτός, υπερβολικά ρυτιδωμένος, σκυφτός από τα χρόνια, με μια πίπα οπίου να κρέμεται ανάμεσα στα γόνατα του, σαν να του είχε πέσει σε πλήρη αποχαύνωση από τα δάκτυλα του. Έκανα δυο βήματα εμπρός και κοίταξα πίσω. Χρειάστηκα όλον τον αυτοέλεγχο μου για με αποτρέψω από το να ξεσπάσω σε μια κραυγή έκπληξης. Είχε στρέψει την ράχη του ώστε να κανείς δεν μπορούσε να τον δει παρά μόνο εγώ. Η μορφή του είχε ξεκαθαρίσει, οι ρυτίδες είχαν χαθεί, τα μουντά μάτια είχαν ανακτήσει την φλόγα τους, και εκεί, καθισμένος πλάι στη φωτιά και χαμογελώντας στην έκπληξη μου, δεν βρισκόταν άλλος από τον Σέρλοκ Χολμς. Μου έκανε ένα αμυδρό νεύμα να τον πλησιάσω, και στην στιγμή, καθώς μισο-έστρεψε το πρόσωπο του προς την παρέα και πάλι, βυθίστηκε σε μια αβέβαιη (doddering), (loose-lipped) άνοια.

«Χολμς!» ψιθύρισα, «τι στο καλό κάνεις εσύ σε τούτο το καταγώγιο;»

«Όσο πιο χαμηλά μπορείς,» απάντησε· «Έχω τέλεια αυτιά. Αν θα είχες την ευγενή καλοσύνη να ξεφορτωθείς αυτόν τον μεθυσμένο φίλο σου θα ήμουν εξαιρετικά ευτυχής να κουβεντιάσω λιγάκι μαζί σου.»

«Έχω ένα αμάξι απέξω.»

«Τότε παρακαλώ στείλε τον σπίτι του μ' αυτό. Μπορείς με σιγουριά να τον εμπιστευτείς, γιατί δείχνει πολύ υποτονικός για να μπλεχθεί σε οποιαδήποτε διαβολιά. Θα σου συνιστούσα να στείλεις επίσης ένα μήνυμα με τον αμαξά στη γυναίκα σου για να της πεις πως συνέδεσες την τύχη σου με μένα. Αν με περιμένεις απέξω θα είμαι μαζί σου σε πέντε λεπτά.»

Ήταν δύσκολο να αρνηθώ καθένα από τα αίτηματα του Σέρλοκ Χολμς, γιατί ήταν πάντοτε τόσο υπερβολικά οριστικά, και τοποθετημένα με έναν τόσο ακριβή και δεξιοτεχνικό τρόπο. Ένοιωσα, ωστόσο, πως μόλις ο Γουίτνεϋ περιοριζόταν στην άμαξα η αποστολή πρακτικά είχε λήξει· και για τα υπόλοιπα, δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο από το ακολουθήσω το φίλο μου σε μια από εκείνες τις μοναδικές του περιπέτειες οι οποίες αποτελούσαν την συνήθη κατάσταση της ύπαρξης του. Σε λίγα λεπτά είχα γράψει ένα σημείωμα, πληρώσει το λογαριασμό του Γουίτνεϋ, τον είχαν οδηγήσει στο αμάξι, και τον είχα παρακολουθήσει να απομακρύνεται μέσα στο σκοτάδι. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μια σαραβαλιασμένη μορφή είχε ξεπροβάλει από το καταγώγιο του όπιου, και κατηφόριζα το δρόμο με τον Σέρλοκ Χολμς. Για δυο δρόμους είχε ακολουθήσει σερνάμενος με γυρτή ράχη και ένα αβέβαιο βήμα. Έπειτα, ρίχνοντας μια βιαστική ματιά γύρω, ίσιωσε και ξέσπασε σε ένα γερό γέλιο.

«Υποθέτω, Γουώτσον,» είπε, «πως φαντάζεσαι ότι πρόσθεσα και το κάπνισμα οπίου στις ενέσεις κοκαΐνης, και όλες τις άλλες μικρές μου αδυναμίες επί των οποίων μου έκανες τη χάρη να μου προσφέρεις τις ιατρικές σου απόψεις.»

«Το βέβαιον είναι πως εξεπλάγην βρίσκοντας σε εκεί.»

«Όμως όχι περισσότερο από εμένα να βρω εσένα.»

«Ήρθα να βρω ένα φίλο.»

«Και εγώ να βρω έναν εχθρό.»

«Έναν εχθρό;»

«Ναί· έναν από τους φυσικούς εχθρούς μου, ή, να πω, το φυσικό μου θήραμα. Εν συντομία, Γουώτσον, βρίσκομαι εν τω μέσω μιας ιδιαίτερα σημαντικής έρευνας, και ήλπιζα να βρω κάποιο στοιχείων στα ασυνάρτητα παραληρήματα εκείνων των ζαβλακωμένων, όπως έχω κάνει και παλαιότερα. Αν είχα αναγνωριστεί σε εκείνο το καταγώγιο η ζωή δεν θα ούτε άξιζε να την αγοράσεις για μια ώρα· γιατί το έχω χρησιμοποιήσει ξανά για τους σκοπούς μου, και ο μπαγαπόντης ο Λασκάρ που το λειτουργεί έχει ορκιστεί εκδίκηση. Υπάρχει μια καταπακτή στο πίσω μέρος του κτιρίου, κοντά στη γωνία της Προβλήτα του Πώλ ο οποίος μπορεί να πει περίεργες ιστορίες σχετικά με το τι έχει περάσει από μέσα της κάποιες αφέγγαρες νύχτες.»

«Πως! Δεν εννοείς σώματα;»

«Αχ, σώματα, Γουώτσον. Θα ήμασταν πλούσιοι αν είχαμε 1000 λίρες για κάθε φτωχοδιάβολο που καθάρισαν σε εκείνο το καταγώγιο. Πρόκειται για την πλέον αποτρόπαιη δολοφονική παγίδα ολόκληρης της όχθης, και φοβάμαι πως ο Νέβιλ Σ. Κλέρ μπήκε μέσα και ποτέ δεν ξαναβγήκε. Όμως το αμάξι μας πρέπει να είναι εδώ.» Έβαλε τα δυο δάκτυλα ανάμεσα στα δόντια του και σφύριξε διαπεραστικά —ένα σινιάλο το οποίο απαντήθηκε από ένα παρόμοιο σφύριγμα στην απόσταση, ακολουθούμενο σύντομα από το κροτάλισμα τροχών και το κουδούνισμα οπλών αλόγων.

«Λοιπόν, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, καθώς ένα ψηλό δίτροχο αμάξι όρμησε μέσα από το σκοτάδι, ρίχνοντας δυο χρυσές σήραγγες κίτρινου φωτός από τις πλευρικές του λάμπες. «Θα έρθεις μαζί μου, έτσι;»

«Αν μπορώ να φανώ χρήσιμος.»

«Ω, ένας έμπιστος σύντροφος είναι πάντοτε χρήσιμος· και ένας χρονικογράφος είναι ακόμη περισσότερο. Το δωμάτιο μου στο Κέδροι έχει δυο κρεβάτια.»

«Οι Κέδροι;»

«Ναι· πρόκειται για το σπίτι του Κυρίου Σ. Κλερ. Διαμένω εκεί για την διεξαγωγή της έρευνας.»

«Που είναι, λοιπόν;»

«Κοντά στο Λή, στο Κέντ. Έχουμε ένα δρόμο δέκα χιλιομέτρων μπροστά μας.»

«Μα είμαι εντελώς στο σκοτάδι.»

«Φυσικά είσαι. Θα τα μάθεις όλα αμέσως. Πήδα πάνω. Εντάξει, Τζων· δεν θα σε χρειαστούμε. Ορίστε μισή κορώνα. Περίμενε με αύριο, περί τις έντεκα. Άσε το κεφάλι της. Άντε γεια, λοιπόν!»

Χτύπησε στιγμιαία το άλογο με το καμτσίκι, και ορμήσαμε μπρος μέσω της ατέλειωτης διαδρομής ήρεμων και ερημωμένων δρόμων, με τον κατασκότεινο ποταμό να ρέει νωχελικά από κάτω μας. Μακρύτερα απλωνόταν άλλη μια μουντή ερημιά από τούβλα και πίσσα, η σιγαλιά της διακοπτόμενη μόνο από το βαρύ, ταχτικό βηματισμό του αστυνομικού, ή των τραγουδιών και των φωνών από κάποια αργοπορημένη παρέα γλεντζέδων. Ένα χλωμό απομεινάρι παρασυρόταν αργά στον ουρανό, και ένα δυο άστρα λαμπύριζαν αχνά εδώ κι εκεί μέσα από τα ανοίγματα των σύννεφων. Ο Χολμς οδηγούσε σιωπηλός με το κεφάλι του βυθισμένο στο στήθος, και τον αέρα ανθρώπου που είναι χαμένος στις σκέψεις, ενώ εγώ καθόμουν πλάι του, περίεργος να μάθω τι να ήταν αυτή η νέα αναζήτηση η οποία έδειχνε να θέτει υπό δοκιμασία τις δυνάμεις του τόσο βαριά, και όμως φοβούμενος να διακόψω την ροή των σκέψεων του. Είχαμε ταξιδέψει αρκετά χιλιόμετρα, και αρχίζαμε να φτάνουμε στις παρυφές της ζώνης των προαστιακών κατοικιών, όταν τραντάχτηκε, ανασήκωσε τους ώμους του, και άναψε την πίπα του με τον αέρα ανθρώπου που έχει ικανοποιηθεί πως ενεργεί προς το καλύτερο.

«Έχεις το μεγαλειώδες δώρο της σιωπής, Γουώτσον,» είπε. «Σε καθιστά απολύτως αναντικατάστατο ως σύντροφο. Στο λόγο μου, είναι σπουδαίο πράγμα για μένα να έχω κάποιον να μιλήσω, γιατί οι δικές μου οι σκέψεις δεν είναι υπερβολικά ευχάριστες. Αναρωτιόμουν τι να πω σε εκείνη την καλή γυναίκα απόψε όταν με συναντήσει στην πόρτα.»

«Ξεχνάς πως δεν γνωρίζω τίποτα σχετικά.»

«Θα ‘χω αρκετό χρόνο για να σου αναφέρω τα γεγονότα της υπόθεσης προτού φτάσουμε στο Λη. Φαντάζει παράλογα απλή, και όμως, κάπως δεν βρίσκω τίποτα για να την προσεγγίσω. Υπάρχουν άφθονες άκρες, δεν τίθεται θέμα, ωστόσο δεν μπορώ να τις βάλω στο χέρια. Λοιπόν, θα σου αναφέρω την υπόθεση σαφώς και επακριβώς, Γουώτσον, και ίσως εσύ να δεις κάποια λάμψη εκεί που όλα είναι σκοτεινά για μένα.»

«Συνέχισε, τότε.»

«Μερικά χρόνια πριν —για να είμαι ακριβής, το Μάιο του 1884— ήρθε στο Λη ένας κύριος, ο Νέβιλ Σ. Κλέρ κατ' όνομα, ο οποίος εμφανιζόταν να έχει άφθονο χρήμα. Πήρε μια μεγάλη βίλα, διαμόρφωσε την περιοχή πολύ ωραία, και γενικά έζησε όμορφα κι ωραία. Βαθμιαία έκανε φίλους στην περιοχή, και το 1887 παντρεύτηκε την κόρη ενός ντόπιου ζυθοποιού, με την οποία έχει σήμερα δυο παιδιά. Δεν είχε κάποια απασχόληση, μα ενδιαφερόταν για αρκετές εταιρίες και πήγαινε στην πόλη κατά κανόνα στο πρωί, επιστρέφοντας με των 5:14 από την οδό Κάννον κάθε βράδυ. Ο κύριος Σ. Κλέρ είναι πλέον τριάντα εφτά ετών, άντρας με μετρημένες συνήθειες, καλός σύζυγος, πολύ στοργικός πατέρας, κι άνθρωπος δημοφιλής με όλους όσους τον γνωρίζουν. Μπορώ να προσθέσω πως όλα του τα χρέη επί της παρούσης, από όσο ήμασταν σε θέση να εξακριβώσουμε ανέρχονται στις 88 λίρες και 10 σελίνια, ενώ έχει 220 λίρες διαθέσιμες στην τράπεζα Κεφαλαίου και Αξιών. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, επομένως, να σκεφθώ πως οικονομικά προβλήματα τον βάραιναν.

«Την περασμένη Δευτέρα ο κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ πήγε στην πόλη κάπως νωρίτερα από το σύνηθες, σχολιάζοντας προτού ξεκινήσει πως είχε δυο σημαντικές αναθέσεις να πραγματοποιήσει, και πως το έφερνε στο μικρό του γιο ένα κουτί τουβλάκια. Τώρα, από την απλούστερη σύμπτωση, η σύζυγος του έλαβε ένα τηλεγράφημα την ίδια εκείνη Δευτέρα, πολύ σύντομα κατόπιν της αναχώρησης του, που ανέφερε πως ένα μικρό πακέτο υπολογίσιμης αξίας το οποίο ανέμενε την περίμενε στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας Άμπερντην. Τώρα, αν έχεις ξεψαχνίσει καλά το Λονδίνο σου, θα γνωρίζεις πως το γραφείο της εταιρείας βρίσκεται στην οδό Φρέσνο, το οποίο εκτείνεται μόλις έξω από την οδό Άνω Σουάνταμ, όπου με βρήκες απόψε. Η κυρία Σ. Κλαιρ πήρε το γεύμα της, ξεκίνησε για την Πόλη, έκανε μερικά ψώνια, πήγε στο γραφείο της εταιρείας, πήρε το πακέτο της, και βρέθηκε στις 4:35 ακριβώς να περπατά μέσα στην οδό Σουάνταμ επιστρέφοντας στο σταθμό. Με ακολουθείς μέχρι εδώ;»

«Είναι ξεκάθαρο.»

«Αν θυμάσαι, η Δευτέρα υπήρξε μια εξαιρετικά θερμή ημέρα, και η κυρία Σ. Κλέρ περπατούσε αργά, κοιτάζοντας γύρω της με την ελπίδα να δει κάποιο αμάξι, καθώς δεν της άρεσε καθόλου η γειτονιά στην οποία είχε βρεθεί. Ενώ περπατούσε καθαυτό τον τρόπο κατηφορίζοντας την οδό Σουάνταμ, άκουσε ξαφνικά ένα επιφώνημα ή κραυγή, και πάγωσε βλέποντας τον σύζυγο της να την κοιτάζει και, όπως της φάνηκε, να της κάνει νόημα από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Το παράθυρο ήταν ανοικτό, και εκείνη είδε ευκρινώς το πρόσωπο του, το οποίο περιγράφει ως τρομερά αναστατωμένο. Κούνησε τα χέρια του μανιασμένα προς το μέρος της, και κατόπιν εξαφανίσθηκε από το παράθυρο τόσο αιφνίδια ώστε της δόθηκε η εντύπωση πως είχε τραβηχτεί πίσω από κάποια ακατανίκητη δύναμη. Ένα ιδιάζον στοιχείο το οποίο χτύπησε στο οξύ γυναικείο της μάτι ήταν πως μολονότι φορούσε κάποιο σκούρο σακάκι, όπως αυτό με το οποίο είχε ξεκινήσει για την πόλη, δε φορούσε ούτε κολάρο, ούτε γραβάτα.»

«Πεπεισμένη πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του, όρμησε κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια —γιατί το σπίτι δεν ήταν άλλο από το καταγώγιο στο οποίο με βρήκες απόψε—και τρέχοντας μέσα από το μπροστινό δωμάτιο αποπειράθηκε να ανέβει τις σκάλες που οδηγούσαν στο πρώτο πάτωμα. Στη σκάλα, ωστόσο, συναντήθηκε με εκείνο το παλιοτόμαρο, τον Λασκάρ, για τον οποίο σου μίλησα, ο οποίος την έσπρωξε πίσω και, υποβοηθούμενος έναν Δανό, ο οποίος λειτουργεί σα βοηθός εκεί, την πέταξαν έξω στο δρόμο. Πλημμυρισμένη από τους πλέον ξέφρενους φόβους κι αμφιβολίες, κατηφόρισε τρέχοντας το δρόμο και, από σπάνια καλοτυχία, συνάντησε στο Φρέσνο μια ομάδα από αστυνομικούς με έναν επιθεωρητή, πηγαίνοντας όλοι τους στη βάρδια. Ο επιθεωρητής και δυο άντρες την συνόδεψαν πίσω, και παρά την συνεχιζόμενη αντίσταση του ιδιοκτήτη, έφτασαν μέχρι το δωμάτιο στο οποίο ο κύριος Σ. Κλέρ είχε τελευταία φορά θεαθεί. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του εκεί. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρο εκείνο το πάτωμα δεν υπήρχε κανείς παρεκτός ενός σακατεμένου κακομοίρη αποτρόπαιου παρουσιαστικού, ο οποίος κατά τα φαινόμενα, διέμενε εκεί. Τόσο εκείνος όσο και ο Λασκάρ ορκίζονταν πως κανείς άλλος δεν είχε έρθει στο εμπρόσθιο δωμάτιο κατά τη διάρκεια του απογεύματος. Τόσο ανυποχώρητη ήταν η άρνηση τους ώστε ο επιθεωρητής κλονίστηκε, και έφτασε σχεδόν να πιστέψει πως η κυρία Σ. Κλέρ είχε παραπλανηθεί όταν, με μια κραυγή, εκείνη τινάχτηκε προς ένα μικρό μεταλλικό κουτί το οποίο ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι και άνοιξε το καπάκι του. Από μέσα του ξεχύθηκε ένας χείμαρρος από παιδικά τουβλάκια. Επρόκειτο για το παιχνίδι το οποίο είχε υποσχεθεί να φέρει σπίτι.»

«Η ανακάλυψη αυτή, και η εμφανής σύγχυση την οποία εμφάνισε ο σακάτης, έκαναν τον επιθεωρητή να συνειδητοποιήσει πως το ζήτημα ήταν σοβαρό. Τα δωμάτια εξετάστηκαν σχολαστικά, και το αποτέλεσμα υπέδειξε πως ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το εμπρόσθιο δωμάτιο ήταν απλά επιπλωμένο σαν καθιστικό και οδηγούσε σε ένα μικρό υπνοδωμάτιο, το οποίο έβλεπε στο πίσω μέρος μιας από τις προβλήτες. Μεταξύ της προβλήτας και του παραθύρου του υπνοδωματίου υπάρχει μια στενή λωρίδα γης, η οποία είναι στεγνή με χαμηλή παλίρροια αλλά σκεπάζεται με την ψηλή παλίρροια με τουλάχιστον ενάμιση μέτρο νερό. Το παράθυρο του δωματίου ήταν πλατύ και άνοιγε από κάτω. Σε εξέταση ίχνη αίματος παρατηρήθηκαν στο πρεβάζι, και αρκετές σκόρπιες σταγόνες ήταν ορατές επί του πατώματος του υπνοδωματίου. Ριγμένα πίσω από μια κουρτίνα στο εμπρόσθιο δωμάτιο βρίσκονταν όλα τα ρούχα του κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ, εκτός του παλτού του. Οι μπότες του, οι κάλτσες του, το καπέλο του, και το ρολόι του— όλα ήταν εκεί. Δεν υπήρχαν ενδείξεις βίας σε κανένα από τα ενδύματα, και δεν υπήρχαν άλλα ίχνη του κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ. Έξω από το παράθυρο θα έπρεπε προφανώς να είχε ριχθεί διότι δεν στάθηκε δυνατόν να εντοπισθεί κάποια άλλη έξοδο, κι οι δυσοίωνες κηλίδες αίματος επί του πρεβαζιού ελάχιστες ελπίδες προσέφεραν πως θα υπήρχε περίπτωση να είχε σωθεί κολυμπώντας, γιατί η παλίρροια βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της τη στιγμή της τραγωδίας.»

«Και τώρα όσον αφορά τους κακούργους που εμφανίζονταν να είναι άμεσα εμπλεκόμενοι με το ζήτημα. Ο Λασκάρ είναι γνωστό πως πρόκειται περί άνθρωπου της πλέον ποταπής προέλευσης, όμως καθώς, βάση της ιστορίας της κυρίας Σ. Κλερ, ήταν γνωστό πως βρισκόταν στη σκάλα εντός μερικών στιγμών από την εμφάνιση του συζύγου της στο παράθυρο, δύσκολα θα μπορούσε να είχε καταστεί κάτι περισσότερο από συνεργό στο έγκλημα. Η υπεράσπιση του ήταν αυτή της απόλυτης άγνοιας, και προέβαλε πως δεν είχε καμία γνώση για τις πράξεις του Χιου Μπούν, του νοικάρη του, και πως δεν μπορούσε να λογοδοτήσει για κανένα λόγο για την παρουσία των ρούχων του αγνοούμενου κυρίου.»

«Αυτά λοιπόν για το διευθυντή Λασκάρ. Τώρα σχετικά με τον δυσοίωνο σακάτη που ζει επί του δεύτερου πατώματος του τεκέ, και ο οποίος ήταν σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που είδε με τα μάτια του τον Νέβιλ Σ. Κλερ. Το όνομα του είναι Χιου Μπούν, και το αποτρόπαιο πρόσωπο του είναι γνώριμο σε κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί αρκετά στην Πόλη. Είναι επαγγελματίας επαίτης, αν και για να αποφύγει τους κανονισμούς της αστυνομίας προφασίζεται πως είναι μικροπωλητής σπίρτων (wax vestas???). Κάπου λίγα βήματα παρακάτω στην οδό Θρεντνήντλ, επί της αριστερής πλευράς, υπάρχει, όπως ενδεχομένως να έχεις παρατηρήσει, μια μικρή εσοχή στον τοίχο. Εκεί είναι που αυτό το πλάσμα παίρνει καθημερινά θέση, οκλαδόν με το μικρό του εμπόρευμα σπίρτων στην ποδιά του, και καθώς αποτελεί οικτρό θέαμα μια μικρή βροχή γενναιοδωρίας πέφτει μέσα στη λιγδιασμένη δερμάτινη τραγιάσκα του η οποία αναπαύεται ακουμπισμένη στο πεζοδρόμιο πλάι του. Παρακολούθησα τον τύπο περισσότερο από μια φορά προτού καν σκεφθώ να προβώ σε επαγγελματική γνωριμία, και εξεπλάγην από την σοδιά την οποία δρέπει σε σύντομο διάστημα. Η εμφάνιση του, βλέπεις, είναι τόσο αξιοπερίεργη ώστε κανείς δεν περνά δίχως να τον παρατηρήσει. Μια τούφα πορτοκαλί (???) μαλλιών, χλωμό πρόσωπο παραμορφωμένο από μια φριχτή ουλή, η οποία, από τη σύσπαση, έχει ανασηκώσει την εξωτερική πλευρά του άνω χείλους του, ένα σαγόνι μπουλντόγκ, κι ένα ζευγάρι ιδιαίτερα διεισδυτικών μαύρων ματιών, τα οποία παρουσιάζουν μια ιδιάζουσα αντίθεση προς το χρώμα των μαλλιών του, όλα τον κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσα από το κοινό πλήθος των ζητιάνων και το ίδιο, επίσης, και το πνεύμα του, γιατί είναι πάντοτε έτοιμος με μια απάντηση σε κάθε τσόφλι που του πετιέται από τους περαστικούς. Αυτός είναι ο άνθρωπος ο οποίος πλέον μάθαμε πως υπήρξε νοικάρης στον τεκέ του οπίου, και που υπήρξε ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον κύριο τον οποίο αναζητούμε.»

«Μα ένας σακάτης!» είπα εγώ. «Τι θα είχε κάνει με το ένα του χέρι ενάντια σε έναν άντρα στα καλά του;»

«Είναι σακάτης υπό την έννοια πως περπατά χωλαίνοντας· μα κατά τα άλλα εμφανίζεται να είναι ένας δυνατός και καλοζωισμένος άνθρωπος. Σίγουρα η ιατρική σου πείρα θα σου έλεγε, Γουώτσον, πως η αδυναμία σε ένα άκρο συχνά αντισταθμίζεται από εξαιρετική δύναμη στα άλλα.»

«Παρακαλώ συνέχισε την αφήγηση σου.»

«Η Κυρία Σ. Κλέρ είχε λιποθυμήσει στη θέα του αίματος επί του παραθύρου, και συνοδεύτηκε σπίτι σε μια άμαξα από την αστυνομία, καθώς η παρουσία της δεν θα τους συνέδραμε στις έρευνες τους. Ο επιθεωρητής Μπάρτον, ο οποίος τέθηκε υπεύθυνος της υπόθεσης, προέβη σε μια εξονυχιστική εξέταση του κτιρίου, δίχως όμως να βρει κάτι το οποίο θα έριχνε κάποιο φως επί του ζητήματος. Ένα σφάλμα έγινε με το να μην συλληφθεί ο Μπουν άμεσα, καθώς του δόθηκαν έτσι μερικά λεπτά κατά την διάρκεια των οποίων θα μπορούσε να έχει επικοινωνήσει με τον φίλο του, τον Λασκάρ, ωστόσο το λάθος διορθώθηκε σύντομα, και συνελήφθηκε και ψάχτηκε, δίχως κάτι να ανεβρεθεί το οποίο να τον ενοχοποιεί. Υπήρχαν, είναι αλήθεια, κάποιες σταγόνες αίματος πάνω στο δεξί του μανίκι, όμως έδειξε το παράμεσο του δαχτυλιδιού, ο οποίος είχε κοπεί κοντά στο νύχι, και εξήγησε πως το αίμα είχε προέρθει από εκεί, προσθέτοντας πως προ ολίγου είχε βρεθεί στο παράθυρο, και πως οι κηλίδες οι οποίες είχαν παρατηρηθεί προέρχονταν αναμφίβολα από την ίδια πηγή. Αρνήθηκε εντονότατα πως είχε δει ποτέ τον Κύριο Σ. Κλερ και ορκίστηκε πως η παρουσία των ρούχων στο δωμάτιο του αποτελούσε τόσο μυστήριο και για εκείνον όσο και για την αστυνομία. Όσο για τον ισχυρισμό της κυρίας Σ. Κλερ πως είχε πραγματικά δει το σύζυγο της στο παράθυρο, δήλωσε πως πρέπει να ήταν είτε τρελή ήταν να ονειρευόταν. Μεταφέρθηκε, διαμαρτυρόμενος εντόνως, στο αστυνομικό τμήμα, ενώ ο επιθεωρητής παρέμεινε στο χώρο με την ελπίδα πως η υποχώρηση της παλίρροιας ίσως να προσέφερε ορισμένα φρέσκα στοιχεία.

«Και έτσι έγινε, μολονότι ούτε κατ' ιδέα δεν βρήκαν επί του βούρκου ότι φοβούνταν πως θα έβρισκαν. Επρόκειτο για το παλτό του Νέβιλ Σ. Κλερ, και όχι ο Νέβιλ Σ. Κλερ, που ανακαλύφθηκε καθώς η παλίρροια υποχώρησε. Και τι πιστεύεις πως ανακάλυψαν στις τσέπες του;»

«Αδυνατώ να φαντασθώ.»

«Όχι, δεν πιστεύω πως θα το μάντευες. Κάθε τσέπη παραγεμισμένη με πέννες και μισόπεννα –421 πέννες και 270 μισόπεννα. Δεν αποτελούσε μυστήριο γιατί δεν είχε παρασυρθεί από την παλίρροια. Όμως ένα ανθρώπινο σώμα είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Υπάρχει ένα αγριεμένο ρεύμα μεταξύ της προβλήτας και του σπιτιού. Έδειχνε πιθανό αρκετά πως το βαρύ παλτό είχε παραμείνει όταν το γυμνό σώμα είχε παρασυρθεί μέσα στο ποτάμι.

«Μα όπως αντιλαμβάνομαι όλα τα υπόλοιπα ρούχα βρέθηκαν στο δωμάτιο. Να ήταν το σώμα ντυμένο μονάχα με το παλτό;»

«Όχι, αγαπητέ, όμως τα στοιχεία ενδεχομένως να στηρίζονταν φαινομενικά. Υπέθεσε πως αυτός ο άνθρωπος, ο Μπούν, είχε ρίξει τον Νέβιλ Σ. Κλερ από το παράθυρο, δεν υπάρχει μάτι ανθρώπινο το οποίο να είδε το έγκλημα. Τι θα έκανε τότε; Θα του ερχόταν φυσικά στη στιγμή πως έπρεπε να ξεφορτωθεί τα ρούχα που θα τον μαρτυρούσαν. Θα άρπαζε το παλτό, λοιπόν, και θα ήταν έτοιμος να το πετάξει έξω, όταν θα του ερχόταν στο μυαλό πως θα επέπλεε και δεν θα βυθιζόταν. Έχει ελάχιστο χρόνο, γιατί έχει ακούσει την ανακατωσούρα από κάτω όταν η σύζυγος προσπάθησε να ανέβει δια της βίας, και ίσως να έχει ήδη ακούσει από τον Λασκάρ, τον συνεργό του, πως η αστυνομία έρχεται από το δρόμο. Δεν υπάρχει στιγμή για χάσιμο. Ορμά σε κάποια κρυψώνα, όπου είχε συσσωρεύσει τους καρπούς της επαιτείας του, και παραχώνει όλα τα νομίσματα που προλαβαίνει να πιάσει στα χέρια του μέσα στις τσέπες για να σιγουρέψει πως το παλτό θα βυθισθεί. Το πετάει έξω, και θα είχε κάνει το ίδιο και για τα υπόλοιπα ρούχα αν δεν είχε ακούσει βιαστικά βήματα από κάτω, και είχε μόνο το χρόνο να κλείσει το παράθυρο πριν η αστυνομία εμφανισθεί.»

«Σίγουρα ακούγεται εφικτό.»

«Λοιπόν, θα το δεχθούμε ως λειτουργική υπόθεση ελλείψει καλύτερης. Ο Μπούν, όπως σου ανέφερα, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο τμήμα, όμως δεν μπορούσε να παρουσιασθεί πως υπήρξε κάποιο προηγούμενο ενάντια του. Ήταν γνωστός για χρόνια ως επαγγελματίας επαίτης, όμως η ζωή του εμφανιζόταν να είναι πολύ ήρεμη και αθώα. Εκεί μένει το ζήτημα επί του παρόντος, και τα ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν—τι δουλειά είχε ο Νέβιλ Σ. Κλερ στον τεκέ, τι του συνέβη όταν βρέθηκε εκεί, που βρίσκεται τώρα, και τι έχει, ο Χιου Μπούν να κάνει με την εξαφάνιση του— απέχουν περισσότερο παρά ποτέ κάποιας απάντησης. Ομολογώ πως αδυνατώ να θυμηθώ κάποια υπόθεση εντός των εμπειριών μου η οποία να έδειχνε στην πρώτη ματιά τόσο απλή και όμως η οποία να παρουσίασε τέτοιες δυσκολίες.»


6. Ο Άνθρωπος με το Στραβό Χείλος (1) 6. The Man with the Crooked Lip (1)

Ο Αϊζα Γουίτνεϋ, αδελφός του μακαρίτη Ελάϊας Γουίτνεϋ, D. D., Διευθυντή της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Γεωργίου, ήταν παρα-εξαρτημένος από το όπιο. Το συνήθειο τον κατέλαβε, όπως αντιλαμβάνομαι, από κάποια ανόητη μανία όταν ήταν στο κολέγιο· γιατί έχοντας διαβάσει την περιγραφή του Ντε Κουϊνσυ σχετικά με τα όνειρα και τις αισθήσεις του, είχε ποτίσει τον καπνό του με λάβδανο σε μια απόπειρα να παράγει τα ίδια αποτελέσματα. Ανακάλυψε, όπως πολλοί από όσους το είχαν κάνει, πως η χρήση είναι ευκολότερο να επιτευχθεί από όσο να την ξεφορτωθείς, και για πολλά χρόνια εξακολούθησε να είναι σκλάβος στο ναρκωτικό, ένα αντικείμενο ανάμεικτου τρόμου και οίκτου για τους φίλους και συγγενείς του. Μπορώ να τον δω και τώρα, με ωχρό, κρεμασμένο πρόσωπο, πεσμένα βλέφαρα, και κόρες σα καρφίτσες, σωριασμένο σε μια πολυθρόνα, ναυάγιο και ερείπιο ενός ευγενή ανθρώπου.

Μια νύχτα —τον Ιούνιο του '89— το κουδούνι μου χτύπησε, περίπου την ώρα που κάποιος αφήνει το πρώτο του χασμουρητό και κοιτάζει το ρολόι. Ανακάθισα στην πολυθρόνα μου, κι η γυναίκα μου ακούμπησε το πλεχτό της στην ποδιά της κι έκανε μια μικρή γκριμάτσα απογοήτευσης.

«Ασθενής!» είπε. «Θα πρέπει να βγεις.»

Μούγκρισα, γιατί μόλις είχα γυρίσει από μια κουραστική μέρα.

Ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει, μερικές βιαστικές κουβέντες, και έπειτα γρήγορα βήματα πάνω στο μουσαμά. Η πόρτα μας άνοιξε απότομα, και μια κυρία, ενδεδυμένη με σκουρόχρωμα ρούχα, και μαύρο βέλο, μπήκε στο δωμάτιο.

«Θα συγχωρήσετε την τόσο προχωρημένης ώρας επίσκεψη μου,» άρχισε, κι ύστερα, χάνοντας εντελώς τον αυτοέλεγχο της, έτρεξε, έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της γυναίκας μου, και έκλαψε πάνω στον ώμο της. «Ω, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα!» φώναξε· «Θέλω τόσο πολύ λίγη βοήθεια.»

«Μα,» είπε η γυναίκα μου, τραβώντας το πέπλο της, «είναι η Κέιτ Γουίτνεϋ. Πόσο με τρόμαξες, Κέιτ! Δεν είχα ιδέα ποια ήσουν όταν μπήκες μέσα.»

«Δεν ήξερα τι να κάνω, έτσι ήρθα ευθύς σε εσάς.» Έτσι γινόταν πάντα. Κόσμος που βρισκόταν σε απόγνωση ερχόντουσαν στη γυναίκα σαν πουλιά στο φάρο.

«Πολύ γλυκό εκ μέρους σου να έρθεις. Τώρα, θα πιεις λίγο κρασί με νερό, και θα βολευτείς εδώ λέγοντας τα όλα σε μας. Ή θα ‘θελες μήπως να στείλω τον Τζέιμς να πάει για ύπνο;»

«Ω, όχι, όχι! Θέλω τη συμβουλή και τη βοήθεια του γιατρού, επίσης. Πρόκειται για τον Άϊζα. Έχει να έρθει σπίτι εδώ και δυο μέρες. Φοβάμαι τόσο για αυτόν!»

Δεν ήταν η πρώτη φορά που μας μιλούσε για τα προβλήματα του συζύγου της, σε μένα ως γιατρό, στη γυναίκα μου σαν παλιά φίλη και συμμαθήτρια. Την ηρεμήσαμε και την καθησυχάσαμε με όποια λόγια μπορούσαμε να βρούμε. Ήξερε που βρισκόταν ο σύζυγος της; Ήταν δυνατόν να τον φέρουμε πίσω κοντά της;

Κατά τα φαινόμενα ήταν. Είχε τη σιγουρότερη πληροφόρηση πως τελευταία έκανε, όταν τον έπιανε η κρίση, χρήση ενός τεκέ οπίου στην άλλη μεριά στα ανατολικά της Πόλης. Ως στιγμής τα όργια του περιορίζονταν πάντοτε στη μια μέρα, κι ερχόταν πάλι πίσω, τρέμοντας και σμπαραλιασμένος το βράδυ. Όμως τώρα η κρίση τον είχε κρατήσει για σαράντα-οχτώ ώρες, και κειτόταν εκεί, αναμφίβολα μες τα αποβράσματα του λιμανιού, αναπνέοντας το δηλητήριο ή κοιμόταν αποδιώχνοντας την επίδραση του. Εκεί θα βρισκόταν, ήταν βέβαιη για αυτό, στο μπαρ του Χρυσού, στο δρόμο του Άνω Σουάνταμ. Όμως τι να έκανε; Πως μπορούσε, μια νέα και συνεσταλμένη γυναίκα, να κυκλοφορήσει σε ένα τέτοιο μέρος και να ξεκολλήσει τον άνθρωπο της ανάμεσα από τα καθάρματα που τον περιέβαλαν;

Αυτή ήταν η κατάσταση, και φυσικά υπήρχε ένας και μόνος τρόπος για να λυθεί. Γιατί να μην την συνόδευα σε εκείνο το μέρος; Και κατόπιν, σαν δεύτερη σκέψη, και γιατί καν να ερχόταν; Ήμουν ο ιατρικός σύμβουλος του Αϊζα Γουίτνεϋ, και συνεπώς είχα επιρροή πάνω του. Θα τα κατάφερνα καλύτερα αν ήμουν μόνος. Της έδωσα το λόγο μου πως θα τον έστελνα σπίτι σε κάνα δυο ώρες με ένα αμάξι αν βρισκόταν όντως στην διεύθυνση την οποία μου είχε δώσει. Και έτσι σε δέκα λεπτά είχα αφήσει την πολυθρόνα μου και το ευχάριστο καθιστικό πίσω μου, και έσπευδα ανατολικά με μια δίτροχη σε ένα παράξενο θέλημα, όπως μου φαινόταν την ώρα εκείνη, αν και μόνο το μέλλον θα έδειχνε πόσο παράξενο επρόκειτο να αποδειχθεί.

Ωστόσο δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία στο πρώτο στάδιο της περιπέτειας μου. Ο δρόμος του Άνω Σουάνταμ είναι ένα ελεεινό σοκάκι που παραμονεύει πίσω από τις μεγάλες αποβάθρες που είναι αραδιασμένες στη βόρεια πλευρά του ποταμού στα ανατολικά της γέφυρας του Λονδίνου. Ανάμεσα σε μια αποθήκη ρούχων και ένα καπηλειό, προσεγγιζόμενο από μια απότομη σκάλα που οδηγούσε σε ένα σκοτεινό άνοιγμα σα το στόμιο ενός σπηλαίου, βγήκα το άντρο το οποίο αναζητούσα. Παραγγέλνοντας στην άμαξα μου να περιμένει, κατηφόρισα τα σκαλοπάτια, φθαρμένα στο κέντρο από την αδιάκοπη ροή μεθυσμένων ποδιών· και υπό το τρεμουλιαστό φως μιας λάμπας πετρελαίου πάνω από την πόρτα βγήκα το μάνδαλο και εισήλθα σε ένα μακρύ, χαμηλό δωμάτιο, φορτωμένο βαριά από τον καφετί καπνό του όπιου, και χωρισμένο με αράδες από ξύλινες κουκέτες, σα καμπούνι πλοίου μεταναστών.

Μέσα από το μισοσκόταδο μπορούσες να διακρίνεις αμυδρά μια ιδέα από σώματα ξαπλωμένα σε περίεργα απίστευτες στάσεις, γερμένους ώμους, λυγισμένα γόνατα, κεφάλια ριγμένα πίσω, και πηγούνια προτεταμένα, και που και που ένα μαύρο, μουντό μάτι στραμμένο πάνω στο νεοφερμένο. Μέσα από τις σκοτεινές σκιές λαμπύριζαν μικροί κόκκινοι κύκλοι από φως, πότε έντονα, πότε αχνά, καθώς το φλεγόμενο δηλητήριο πύρωνε ή ξεθώριαζε μες τα κοιλώματα των μεταλλικών τσιμπουκιών. Οι περισσότεροι κείτονταν σιωπηλά, μα άλλοι μουρμούριζαν, κι άλλοι μιλούσαν παρέα σε μια περίεργη, υπόκωφη, μονότονη φωνή με τις κουβέντες τους να έρχονται σε ξεσπάσματα, και κατόπιν ξαφνικά να σβήνουν στη σιωπή, καθένας μουρμουρώντας τις ίδιες του τις σκέψεις και δίνοντας ελάχιστη σημασία στις κουβέντες του πλαϊνού του. Στην άλλη μεριά βρισκόταν ένα μικρό μαγκάλι με πυρωμένα κάρβουνα, πλάι στο οποίο σε ένα τρίποδο ξύλινο σκαμνί καθόταν ένας ψηλός, λιανός γέρος, με το σαγόνι του να αναπαύεται πάνω στις γροθιές του, και με τους αγκώνες του στα γόνατα του, ατενίζοντας την φωτιά.

Καθώς μπήκα, ένας κιτρινιάρικος Μαλαισιανός φροντιστής είχε βιαστεί να ‘ρθει με μια πίπα για μένα και μια δόση από το ναρκωτικό, καλώντας με σε μια άδεια κουκέτα.

«Σε ευχαριστώ. Δεν ήρθα να μείνω,» είπε. «Είναι κάποιος φίλος μου εδώ, ο Κύριος Άϊζα Γουίτνεϋ, και επιθυμώ να του μιλήσω.»

Υπήρξε μια κίνηση και ένα επιφώνημα από τα δεξιά μου, και καταβάλλοντας προσπάθεια μέσα στο σκοτάδι διέκρινα τον Γουίτνεϋ, ωχρό, τσακισμένο, και απεριποίητο, να με κοιτάζει.

«Θεέ μου! Είναι ο Γουώτσον,» είπε. Βρισκόταν σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση αντίδρασης, με κάθε νεύρο του σε υπερδιέγερση. «Να σου πω, Γουώτσον, τι ώρα είναι;»

«Κοντά έντεκα.»

«Ποιας μέρας;»

«Της Παρασκευής, 19ης του Ιούνη.»

«Μα τους ουρανούς! Είχα την εντύπωση πως ήταν Τετάρτη. Είναι Τετάρτη. Γιατί θέλεις να τρομάξεις τον ανθρωπάκο;» Βύθισε το κεφάλι στα χέρια και άρχισε να κλαίει με λυγμούς σε στριγκό τόνο.

«Σου λέω πως είναι Παρασκευή, άνθρωπε. Η γυναίκα σου σε περίμενε για δυο μέρες. Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι!»

«Ντρέπομαι. Μα τα ‘χεις μπλέξει, Γουώτσον, γιατί βρίσκομαι εδώ μονάχα λίγες ώρες, τρεις πίπες, τέσσερις πίπες—ξεχνώ πόσες. Μα θα ‘ρθω σπίτι μαζί σου. Δεν θα τρόμαζα την Κέιτ — την καημενούλα την Κέιτ. Δώσε μου το χέρι σου! Έχεις αμάξι;»

«Ναι, έχω ένα να περιμένει.»

«Τότε θα πάω σ' αυτό. Όμως κάτι πρέπει να χρωστάω. Βρες τι χρωστάω, Γουώτσον. Είμαι εντελώς χαμένος. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα μόνος μου.»

Κατηφόρισα το στενό διάδρομο ανάμεσα στη διπλή σειρά των κοιμισμένων, κρατώντας την ανάσα μου για να κλείσω έξω τις αηδιαστικές, αποχαυνωτικές αναθυμιάσεις του ναρκωτικού, και ψάχνοντας για το αφεντικό. Καθώς περνούσα τον ψηλό άντρα που καθόταν πλάι στο μαγκάλι ένοιωθε ένα άξαφνο τράβηγμα στο πουκάμισο μου, και μια χαμηλή φωνή ψιθύρισε, «Προσπέρνα με, και έπειτα κοίταξε πίσω.» Οι λέξεις αντήχησαν ξεκάθαρα στο αυτί μου. Κοίταξα κάτω. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει μονάχα από τον γέρο στο πλάι μου, κι όμως καθόταν το ίδιο απορροφημένος όπως πάντα, υπερβολικά λεπτός, υπερβολικά ρυτιδωμένος, σκυφτός από τα χρόνια, με μια πίπα οπίου να κρέμεται ανάμεσα στα γόνατα του, σαν να του είχε πέσει σε πλήρη αποχαύνωση από τα δάκτυλα του. Έκανα δυο βήματα εμπρός και κοίταξα πίσω. Χρειάστηκα όλον τον αυτοέλεγχο μου για με αποτρέψω από το να ξεσπάσω σε μια κραυγή έκπληξης. Είχε στρέψει την ράχη του ώστε να κανείς δεν μπορούσε να τον δει παρά μόνο εγώ. Η μορφή του είχε ξεκαθαρίσει, οι ρυτίδες είχαν χαθεί, τα μουντά μάτια είχαν ανακτήσει την φλόγα τους, και εκεί, καθισμένος πλάι στη φωτιά και χαμογελώντας στην έκπληξη μου, δεν βρισκόταν άλλος από τον Σέρλοκ Χολμς. Μου έκανε ένα αμυδρό νεύμα να τον πλησιάσω, και στην στιγμή, καθώς μισο-έστρεψε το πρόσωπο του προς την παρέα και πάλι, βυθίστηκε σε μια αβέβαιη (doddering), (loose-lipped) άνοια.

«Χολμς!» ψιθύρισα, «τι στο καλό κάνεις εσύ σε τούτο το καταγώγιο;»

«Όσο πιο χαμηλά μπορείς,» απάντησε· «Έχω τέλεια αυτιά. Αν θα είχες την ευγενή καλοσύνη να ξεφορτωθείς αυτόν τον μεθυσμένο φίλο σου θα ήμουν εξαιρετικά ευτυχής να κουβεντιάσω λιγάκι μαζί σου.»

«Έχω ένα αμάξι απέξω.»

«Τότε παρακαλώ στείλε τον σπίτι του μ' αυτό. Μπορείς με σιγουριά να τον εμπιστευτείς, γιατί δείχνει πολύ υποτονικός για να μπλεχθεί σε οποιαδήποτε διαβολιά. Θα σου συνιστούσα να στείλεις επίσης ένα μήνυμα με τον αμαξά στη γυναίκα σου για να της πεις πως συνέδεσες την τύχη σου με μένα. Αν με περιμένεις απέξω θα είμαι μαζί σου σε πέντε λεπτά.»

Ήταν δύσκολο να αρνηθώ καθένα από τα αίτηματα του Σέρλοκ Χολμς, γιατί ήταν πάντοτε τόσο υπερβολικά οριστικά, και τοποθετημένα με έναν τόσο ακριβή και δεξιοτεχνικό τρόπο. Ένοιωσα, ωστόσο, πως μόλις ο Γουίτνεϋ περιοριζόταν στην άμαξα η αποστολή πρακτικά είχε λήξει· και για τα υπόλοιπα, δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο από το ακολουθήσω το φίλο μου σε μια από εκείνες τις μοναδικές του περιπέτειες οι οποίες αποτελούσαν την συνήθη κατάσταση της ύπαρξης του. Σε λίγα λεπτά είχα γράψει ένα σημείωμα, πληρώσει το λογαριασμό του Γουίτνεϋ, τον είχαν οδηγήσει στο αμάξι, και τον είχα παρακολουθήσει να απομακρύνεται μέσα στο σκοτάδι. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μια σαραβαλιασμένη μορφή είχε ξεπροβάλει από το καταγώγιο του όπιου, και κατηφόριζα το δρόμο με τον Σέρλοκ Χολμς. Για δυο δρόμους είχε ακολουθήσει σερνάμενος με γυρτή ράχη και ένα αβέβαιο βήμα. Έπειτα, ρίχνοντας μια βιαστική ματιά γύρω, ίσιωσε και ξέσπασε σε ένα γερό γέλιο.

«Υποθέτω, Γουώτσον,» είπε, «πως φαντάζεσαι ότι πρόσθεσα και το κάπνισμα οπίου στις ενέσεις κοκαΐνης, και όλες τις άλλες μικρές μου αδυναμίες επί των οποίων μου έκανες τη χάρη να μου προσφέρεις τις ιατρικές σου απόψεις.»

«Το βέβαιον είναι πως εξεπλάγην βρίσκοντας σε εκεί.»

«Όμως όχι περισσότερο από εμένα να βρω εσένα.»

«Ήρθα να βρω ένα φίλο.»

«Και εγώ να βρω έναν εχθρό.»

«Έναν εχθρό;»

«Ναί· έναν από τους φυσικούς εχθρούς μου, ή, να πω, το φυσικό μου θήραμα. Εν συντομία, Γουώτσον, βρίσκομαι εν τω μέσω μιας ιδιαίτερα σημαντικής έρευνας, και ήλπιζα να βρω κάποιο στοιχείων στα ασυνάρτητα παραληρήματα εκείνων των ζαβλακωμένων, όπως έχω κάνει και παλαιότερα. Αν είχα αναγνωριστεί σε εκείνο το καταγώγιο η ζωή δεν θα ούτε άξιζε να την αγοράσεις για μια ώρα· γιατί το έχω χρησιμοποιήσει ξανά για τους σκοπούς μου, και ο μπαγαπόντης ο Λασκάρ που το λειτουργεί έχει ορκιστεί εκδίκηση. Υπάρχει μια καταπακτή στο πίσω μέρος του κτιρίου, κοντά στη γωνία της Προβλήτα του Πώλ ο οποίος μπορεί να πει περίεργες ιστορίες σχετικά με το τι έχει περάσει από μέσα της κάποιες αφέγγαρες νύχτες.»

«Πως! Δεν εννοείς σώματα;»

«Αχ, σώματα, Γουώτσον. Θα ήμασταν πλούσιοι αν είχαμε 1000 λίρες για κάθε φτωχοδιάβολο που καθάρισαν σε εκείνο το καταγώγιο. Πρόκειται για την πλέον αποτρόπαιη δολοφονική παγίδα ολόκληρης της όχθης, και φοβάμαι πως ο Νέβιλ Σ. Κλέρ μπήκε μέσα και ποτέ δεν ξαναβγήκε. Όμως το αμάξι μας πρέπει να είναι εδώ.» Έβαλε τα δυο δάκτυλα ανάμεσα στα δόντια του και σφύριξε διαπεραστικά —ένα σινιάλο το οποίο απαντήθηκε από ένα παρόμοιο σφύριγμα στην απόσταση, ακολουθούμενο σύντομα από το κροτάλισμα τροχών και το κουδούνισμα οπλών αλόγων.

«Λοιπόν, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, καθώς ένα ψηλό δίτροχο αμάξι όρμησε μέσα από το σκοτάδι, ρίχνοντας δυο χρυσές σήραγγες κίτρινου φωτός από τις πλευρικές του λάμπες. «Θα έρθεις μαζί μου, έτσι;»

«Αν μπορώ να φανώ χρήσιμος.»

«Ω, ένας έμπιστος σύντροφος είναι πάντοτε χρήσιμος· και ένας χρονικογράφος είναι ακόμη περισσότερο. Το δωμάτιο μου στο Κέδροι έχει δυο κρεβάτια.»

«Οι Κέδροι;»

«Ναι· πρόκειται για το σπίτι του Κυρίου Σ. Κλερ. Διαμένω εκεί για την διεξαγωγή της έρευνας.»

«Που είναι, λοιπόν;»

«Κοντά στο Λή, στο Κέντ. Έχουμε ένα δρόμο δέκα χιλιομέτρων μπροστά μας.»

«Μα είμαι εντελώς στο σκοτάδι.»

«Φυσικά είσαι. Θα τα μάθεις όλα αμέσως. Πήδα πάνω. Εντάξει, Τζων· δεν θα σε χρειαστούμε. Ορίστε μισή κορώνα. Περίμενε με αύριο, περί τις έντεκα. Άσε το κεφάλι της. Άντε γεια, λοιπόν!»

Χτύπησε στιγμιαία το άλογο με το καμτσίκι, και ορμήσαμε μπρος μέσω της ατέλειωτης διαδρομής ήρεμων και ερημωμένων δρόμων, με τον κατασκότεινο ποταμό να ρέει νωχελικά από κάτω μας. Μακρύτερα απλωνόταν άλλη μια μουντή ερημιά από τούβλα και πίσσα, η σιγαλιά της διακοπτόμενη μόνο από το βαρύ, ταχτικό βηματισμό του αστυνομικού, ή των τραγουδιών και των φωνών από κάποια αργοπορημένη παρέα γλεντζέδων. Ένα χλωμό απομεινάρι παρασυρόταν αργά στον ουρανό, και ένα δυο άστρα λαμπύριζαν αχνά εδώ κι εκεί μέσα από τα ανοίγματα των σύννεφων. Ο Χολμς οδηγούσε σιωπηλός με το κεφάλι του βυθισμένο στο στήθος, και τον αέρα ανθρώπου που είναι χαμένος στις σκέψεις, ενώ εγώ καθόμουν πλάι του, περίεργος να μάθω τι να ήταν αυτή η νέα αναζήτηση η οποία έδειχνε να θέτει υπό δοκιμασία τις δυνάμεις του τόσο βαριά, και όμως φοβούμενος να διακόψω την ροή των σκέψεων του. Είχαμε ταξιδέψει αρκετά χιλιόμετρα, και αρχίζαμε να φτάνουμε στις παρυφές της ζώνης των προαστιακών κατοικιών, όταν τραντάχτηκε, ανασήκωσε τους ώμους του, και άναψε την πίπα του με τον αέρα ανθρώπου που έχει ικανοποιηθεί πως ενεργεί προς το καλύτερο.

«Έχεις το μεγαλειώδες δώρο της σιωπής, Γουώτσον,» είπε. «Σε καθιστά απολύτως αναντικατάστατο ως σύντροφο. Στο λόγο μου, είναι σπουδαίο πράγμα για μένα να έχω κάποιον να μιλήσω, γιατί οι δικές μου οι σκέψεις δεν είναι υπερβολικά ευχάριστες. Αναρωτιόμουν τι να πω σε εκείνη την καλή γυναίκα απόψε όταν με συναντήσει στην πόρτα.»

«Ξεχνάς πως δεν γνωρίζω τίποτα σχετικά.»

«Θα ‘χω αρκετό χρόνο για να σου αναφέρω τα γεγονότα της υπόθεσης προτού φτάσουμε στο Λη. Φαντάζει παράλογα απλή, και όμως, κάπως δεν βρίσκω τίποτα για να την προσεγγίσω. Υπάρχουν άφθονες άκρες, δεν τίθεται θέμα, ωστόσο δεν μπορώ να τις βάλω στο χέρια. Λοιπόν, θα σου αναφέρω την υπόθεση σαφώς και επακριβώς, Γουώτσον, και ίσως εσύ να δεις κάποια λάμψη εκεί που όλα είναι σκοτεινά για μένα.»

«Συνέχισε, τότε.»

«Μερικά χρόνια πριν —για να είμαι ακριβής, το Μάιο του 1884— ήρθε στο Λη ένας κύριος, ο Νέβιλ Σ. Κλέρ κατ' όνομα, ο οποίος εμφανιζόταν να έχει άφθονο χρήμα. Πήρε μια μεγάλη βίλα, διαμόρφωσε την περιοχή πολύ ωραία, και γενικά έζησε όμορφα κι ωραία. Βαθμιαία έκανε φίλους στην περιοχή, και το 1887 παντρεύτηκε την κόρη ενός ντόπιου ζυθοποιού, με την οποία έχει σήμερα δυο παιδιά. Δεν είχε κάποια απασχόληση, μα ενδιαφερόταν για αρκετές εταιρίες και πήγαινε στην πόλη κατά κανόνα στο πρωί, επιστρέφοντας με των 5:14 από την οδό Κάννον κάθε βράδυ. Ο κύριος Σ. Κλέρ είναι πλέον τριάντα εφτά ετών, άντρας με μετρημένες συνήθειες, καλός σύζυγος, πολύ στοργικός πατέρας, κι άνθρωπος δημοφιλής με όλους όσους τον γνωρίζουν. Μπορώ να προσθέσω πως όλα του τα χρέη επί της παρούσης, από όσο ήμασταν σε θέση να εξακριβώσουμε ανέρχονται στις 88 λίρες και 10 σελίνια, ενώ έχει 220 λίρες διαθέσιμες στην τράπεζα Κεφαλαίου και Αξιών. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, επομένως, να σκεφθώ πως οικονομικά προβλήματα τον βάραιναν.

«Την περασμένη Δευτέρα ο κύριος Νέβιλ Σ. Κλερ πήγε στην πόλη κάπως νωρίτερα από το σύνηθες, σχολιάζοντας προτού ξεκινήσει πως είχε δυο σημαντικές αναθέσεις να πραγματοποιήσει, και πως το έφερνε στο μικρό του γιο ένα κουτί τουβλάκια. Τώρα, από την απλούστερη σύμπτωση, η σύζυγος του έλαβε ένα τηλεγράφημα την ίδια εκείνη Δευτέρα, πολύ σύντομα κατόπιν της αναχώρησης του, που ανέφερε πως ένα μικρό πακέτο υπολογίσιμης αξίας το οποίο ανέμενε την περίμενε στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας Άμπερντην. Τώρα, αν έχεις ξεψαχνίσει καλά το Λονδίνο σου, θα γνωρίζεις πως το γραφείο της εταιρείας βρίσκεται στην οδό Φρέσνο, το οποίο εκτείνεται μόλις έξω από την οδό Άνω Σουάνταμ, όπου με βρήκες απόψε. Η κυρία Σ. Κλαιρ πήρε το γεύμα της, ξεκίνησε για την Πόλη, έκανε μερικά ψώνια, πήγε στο γραφείο της εταιρείας, πήρε το πακέτο της, και βρέθηκε στις 4:35 ακριβώς να περπατά μέσα στην οδό Σουάνταμ επιστρέφοντας στο σταθμό. Με ακολουθείς μέχρι εδώ;»

«Είναι ξεκάθαρο.»

«Αν θυμάσαι, η Δευτέρα υπήρξε μια εξαιρετικά θερμή ημέρα, και η κυρία Σ. Κλέρ περπατούσε αργά, κοιτάζοντας γύρω της με την ελπίδα να δει κάποιο αμάξι, καθώς δεν της άρεσε καθόλου η γειτονιά στην οποία είχε βρεθεί. Ενώ περπατούσε καθαυτό τον τρόπο κατηφορίζοντας την οδό Σουάνταμ, άκουσε ξαφνικά ένα επιφώνημα ή κραυγή, και πάγωσε βλέποντας τον σύζυγο της να την κοιτάζει και, όπως της φάνηκε, να της κάνει νόημα από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Το παράθυρο ήταν ανοικτό, και εκείνη είδε ευκρινώς το πρόσωπο του, το οποίο περιγράφει ως τρομερά αναστατωμένο. Κούνησε τα χέρια του μανιασμένα προς το μέρος της, και κατόπιν εξαφανίσθηκε από το παράθυρο τόσο αιφνίδια ώστε της δόθηκε η εντύπωση πως είχε τραβηχτεί πίσω από κάποια ακατανίκητη δύναμη. Ένα ιδιάζον στοιχείο το οποίο χτύπησε στο οξύ γυναικείο της μάτι ήταν πως μολονότι φορούσε κάποιο σκούρο σακάκι, όπως αυτό με το οποίο είχε ξεκινήσει για την πόλη, δε φορούσε ούτε κολάρο, ούτε γραβάτα.»

«Πεπεισμένη πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του, όρμησε κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια —γιατί το σπίτι δεν ήταν άλλο από το καταγώγιο στο οποίο με βρήκες απόψε—και τρέχοντας μέσα από το μπροστινό δωμάτιο αποπειράθηκε να ανέβει τις σκάλες που οδηγούσαν στο πρώτο πάτωμα. Στη σκάλα, ωστόσο, συναντήθηκε με εκείνο το παλιοτόμαρο, τον Λασκάρ, για τον οποίο σου μίλησα, ο οποίος την έσπρωξε πίσω και, υποβοηθούμενος έναν Δανό, ο οποίος λειτουργεί σα βοηθός εκεί, την πέταξαν έξω στο δρόμο. Πλημμυρισμένη από τους πλέον ξέφρενους φόβους κι αμφιβολίες, κατηφόρισε τρέχοντας το δρόμο και, από σπάνια καλοτυχία, συνάντησε στο Φρέσνο μια ομάδα από αστυνομικούς με έναν επιθεωρητή, πηγαίνοντας όλοι τους στη βάρδια. Ο επιθεωρητής και δυο άντρες την συνόδεψαν πίσω, και παρά την συνεχιζόμενη αντίσταση του ιδιοκτήτη, έφτασαν μέχρι το δωμάτιο στο οποίο ο κύριος Σ. Κλέρ είχε τελευταία φορά θεαθεί. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του εκεί. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρο εκείνο το πάτωμα δεν υπήρχε κανείς παρεκτός ενός σακατεμένου κακομοίρη αποτρόπαιου παρουσιαστικού, ο οποίος κατά τα φαινόμενα, διέμενε εκεί. Τόσο εκείνος όσο και ο Λασκάρ ορκίζονταν πως κανείς άλλος δεν είχε έρθει στο εμπρόσθιο δωμάτιο κατά τη διάρκεια του απογεύματος. Τόσο ανυποχώρητη ήταν η άρνηση τους ώστε ο επιθεωρητής κλονίστηκε, και έφτασε σχεδόν να πιστέψει πως η κυρία Σ. Κλέρ είχε παραπλανηθεί όταν, με μια κραυγή, εκείνη τινάχτηκε προς ένα μικρό μεταλλικό κουτί το οποίο ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι και άνοιξε το καπάκι του. Από μέσα του ξεχύθηκε ένας χείμαρρος από παιδικά τουβλάκια. Επρόκειτο για το παιχνίδι το οποίο είχε υποσχεθεί να φέρει σπίτι.»

«Η ανακάλυψη αυτή, και η εμφανής σύγχυση την οποία εμφάνισε ο σακάτης, έκαναν τον επιθεωρητή να συνειδητοποιήσει πως το ζήτημα ήταν σοβαρό. Τα δωμάτια εξετάστηκαν σχολαστικά, και το αποτέλεσμα υπέδειξε πως ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το εμπρόσθιο δωμάτιο ήταν απλά επιπλωμένο σαν καθιστικό και οδηγούσε σε ένα μικρό υπνοδωμάτιο, το οποίο έβλεπε στο πίσω μέρος μιας από τις προβλήτες. Μεταξύ της προβλήτας και του παραθύρου του υπνοδωματίου υπάρχει μια στενή λωρίδα γης, η οποία είναι στεγνή με χαμηλή παλίρροια αλλά σκεπάζεται με την ψηλή παλίρροια με τουλάχιστον ενάμιση μέτρο νερό. Το παράθυρο του δωματίου ήταν πλατύ και άνοιγε από κάτω. Σε εξέταση ίχνη αίματος παρατηρήθηκαν στο πρεβάζι, και αρκετές σκόρπιες σταγόνες ήταν ορατές επί του πατώματος του υπνοδωματίου. Ριγμένα πίσω από μια κουρτίνα στο εμπρόσθιο δωμάτιο βρίσκονταν όλα τα ρούχα του κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ, εκτός του παλτού του. Οι μπότες του, οι κάλτσες του, το καπέλο του, και το ρολόι του— όλα ήταν εκεί. Δεν υπήρχαν ενδείξεις βίας σε κανένα από τα ενδύματα, και δεν υπήρχαν άλλα ίχνη του κυρίου Νέβιλ Σ. Κλερ. Έξω από το παράθυρο θα έπρεπε προφανώς να είχε ριχθεί διότι δεν στάθηκε δυνατόν να εντοπισθεί κάποια άλλη έξοδο, κι οι δυσοίωνες κηλίδες αίματος επί του πρεβαζιού ελάχιστες ελπίδες προσέφεραν πως θα υπήρχε περίπτωση να είχε σωθεί κολυμπώντας, γιατί η παλίρροια βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της τη στιγμή της τραγωδίας.»

«Και τώρα όσον αφορά τους κακούργους που εμφανίζονταν να είναι άμεσα εμπλεκόμενοι με το ζήτημα. Ο Λασκάρ είναι γνωστό πως πρόκειται περί άνθρωπου της πλέον ποταπής προέλευσης, όμως καθώς, βάση της ιστορίας της κυρίας Σ. Κλερ, ήταν γνωστό πως βρισκόταν στη σκάλα εντός μερικών στιγμών από την εμφάνιση του συζύγου της στο παράθυρο, δύσκολα θα μπορούσε να είχε καταστεί κάτι περισσότερο από συνεργό στο έγκλημα. Η υπεράσπιση του ήταν αυτή της απόλυτης άγνοιας, και προέβαλε πως δεν είχε καμία γνώση για τις πράξεις του Χιου Μπούν, του νοικάρη του, και πως δεν μπορούσε να λογοδοτήσει για κανένα λόγο για την παρουσία των ρούχων του αγνοούμενου κυρίου.»

«Αυτά λοιπόν για το διευθυντή Λασκάρ. Τώρα σχετικά με τον δυσοίωνο σακάτη που ζει επί του δεύτερου πατώματος του τεκέ, και ο οποίος ήταν σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που είδε με τα μάτια του τον Νέβιλ Σ. Κλερ. Το όνομα του είναι Χιου Μπούν, και το αποτρόπαιο πρόσωπο του είναι γνώριμο σε κάθε άνθρωπο που κυκλοφορεί αρκετά στην Πόλη. Είναι επαγγελματίας επαίτης, αν και για να αποφύγει τους κανονισμούς της αστυνομίας προφασίζεται πως είναι μικροπωλητής σπίρτων (wax vestas???). Κάπου λίγα βήματα παρακάτω στην οδό Θρεντνήντλ, επί της αριστερής πλευράς, υπάρχει, όπως ενδεχομένως να έχεις παρατηρήσει, μια μικρή εσοχή στον τοίχο. Εκεί είναι που αυτό το πλάσμα παίρνει καθημερινά θέση, οκλαδόν με το μικρό του εμπόρευμα σπίρτων στην ποδιά του, και καθώς αποτελεί οικτρό θέαμα μια μικρή βροχή γενναιοδωρίας πέφτει μέσα στη λιγδιασμένη δερμάτινη τραγιάσκα του η οποία αναπαύεται ακουμπισμένη στο πεζοδρόμιο πλάι του. Παρακολούθησα τον τύπο περισσότερο από μια φορά προτού καν σκεφθώ να προβώ σε επαγγελματική γνωριμία, και εξεπλάγην από την σοδιά την οποία δρέπει σε σύντομο διάστημα. Η εμφάνιση του, βλέπεις, είναι τόσο αξιοπερίεργη ώστε κανείς δεν περνά δίχως να τον παρατηρήσει. Μια τούφα πορτοκαλί (???) μαλλιών, χλωμό πρόσωπο παραμορφωμένο από μια φριχτή ουλή, η οποία, από τη σύσπαση, έχει ανασηκώσει την εξωτερική πλευρά του άνω χείλους του, ένα σαγόνι μπουλντόγκ, κι ένα ζευγάρι ιδιαίτερα διεισδυτικών μαύρων ματιών, τα οποία παρουσιάζουν μια ιδιάζουσα αντίθεση προς το χρώμα των μαλλιών του, όλα τον κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσα από το κοινό πλήθος των ζητιάνων και το ίδιο, επίσης, και το πνεύμα του, γιατί είναι πάντοτε έτοιμος με μια απάντηση σε κάθε τσόφλι που του πετιέται από τους περαστικούς. Αυτός είναι ο άνθρωπος ο οποίος πλέον μάθαμε πως υπήρξε νοικάρης στον τεκέ του οπίου, και που υπήρξε ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον κύριο τον οποίο αναζητούμε.»

«Μα ένας σακάτης!» είπα εγώ. «Τι θα είχε κάνει με το ένα του χέρι ενάντια σε έναν άντρα στα καλά του;»

«Είναι σακάτης υπό την έννοια πως περπατά χωλαίνοντας· μα κατά τα άλλα εμφανίζεται να είναι ένας δυνατός και καλοζωισμένος άνθρωπος. Σίγουρα η ιατρική σου πείρα θα σου έλεγε, Γουώτσον, πως η αδυναμία σε ένα άκρο συχνά αντισταθμίζεται από εξαιρετική δύναμη στα άλλα.»

«Παρακαλώ συνέχισε την αφήγηση σου.»

«Η Κυρία Σ. Κλέρ είχε λιποθυμήσει στη θέα του αίματος επί του παραθύρου, και συνοδεύτηκε σπίτι σε μια άμαξα από την αστυνομία, καθώς η παρουσία της δεν θα τους συνέδραμε στις έρευνες τους. Ο επιθεωρητής Μπάρτον, ο οποίος τέθηκε υπεύθυνος της υπόθεσης, προέβη σε μια εξονυχιστική εξέταση του κτιρίου, δίχως όμως να βρει κάτι το οποίο θα έριχνε κάποιο φως επί του ζητήματος. Ένα σφάλμα έγινε με το να μην συλληφθεί ο Μπουν άμεσα, καθώς του δόθηκαν έτσι μερικά λεπτά κατά την διάρκεια των οποίων θα μπορούσε να έχει επικοινωνήσει με τον φίλο του, τον Λασκάρ, ωστόσο το λάθος διορθώθηκε σύντομα, και συνελήφθηκε και ψάχτηκε, δίχως κάτι να ανεβρεθεί το οποίο να τον ενοχοποιεί. Υπήρχαν, είναι αλήθεια, κάποιες σταγόνες αίματος πάνω στο δεξί του μανίκι, όμως έδειξε το παράμεσο του δαχτυλιδιού, ο οποίος είχε κοπεί κοντά στο νύχι, και εξήγησε πως το αίμα είχε προέρθει από εκεί, προσθέτοντας πως προ ολίγου είχε βρεθεί στο παράθυρο, και πως οι κηλίδες οι οποίες είχαν παρατηρηθεί προέρχονταν αναμφίβολα από την ίδια πηγή. Αρνήθηκε εντονότατα πως είχε δει ποτέ τον Κύριο Σ. Κλερ και ορκίστηκε πως η παρουσία των ρούχων στο δωμάτιο του αποτελούσε τόσο μυστήριο και για εκείνον όσο και για την αστυνομία. Όσο για τον ισχυρισμό της κυρίας Σ. Κλερ πως είχε πραγματικά δει το σύζυγο της στο παράθυρο, δήλωσε πως πρέπει να ήταν είτε τρελή ήταν να ονειρευόταν. Μεταφέρθηκε, διαμαρτυρόμενος εντόνως, στο αστυνομικό τμήμα, ενώ ο επιθεωρητής παρέμεινε στο χώρο με την ελπίδα πως η υποχώρηση της παλίρροιας ίσως να προσέφερε ορισμένα φρέσκα στοιχεία.

«Και έτσι έγινε, μολονότι ούτε κατ' ιδέα δεν βρήκαν επί του βούρκου ότι φοβούνταν πως θα έβρισκαν. Επρόκειτο για το παλτό του Νέβιλ Σ. Κλερ, και όχι ο Νέβιλ Σ. Κλερ, που ανακαλύφθηκε καθώς η παλίρροια υποχώρησε. Και τι πιστεύεις πως ανακάλυψαν στις τσέπες του;»

«Αδυνατώ να φαντασθώ.»

«Όχι, δεν πιστεύω πως θα το μάντευες. Κάθε τσέπη παραγεμισμένη με πέννες και μισόπεννα –421 πέννες και 270 μισόπεννα. Δεν αποτελούσε μυστήριο γιατί δεν είχε παρασυρθεί από την παλίρροια. Όμως ένα ανθρώπινο σώμα είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Υπάρχει ένα αγριεμένο ρεύμα μεταξύ της προβλήτας και του σπιτιού. Έδειχνε πιθανό αρκετά πως το βαρύ παλτό είχε παραμείνει όταν το γυμνό σώμα είχε παρασυρθεί μέσα στο ποτάμι.

«Μα όπως αντιλαμβάνομαι όλα τα υπόλοιπα ρούχα βρέθηκαν στο δωμάτιο. Να ήταν το σώμα ντυμένο μονάχα με το παλτό;»

«Όχι, αγαπητέ, όμως τα στοιχεία ενδεχομένως να στηρίζονταν φαινομενικά. Υπέθεσε πως αυτός ο άνθρωπος, ο Μπούν, είχε ρίξει τον Νέβιλ Σ. Κλερ από το παράθυρο, δεν υπάρχει μάτι ανθρώπινο το οποίο να είδε το έγκλημα. Τι θα έκανε τότε; Θα του ερχόταν φυσικά στη στιγμή πως έπρεπε να ξεφορτωθεί τα ρούχα που θα τον μαρτυρούσαν. Θα άρπαζε το παλτό, λοιπόν, και θα ήταν έτοιμος να το πετάξει έξω, όταν θα του ερχόταν στο μυαλό πως θα επέπλεε και δεν θα βυθιζόταν. Έχει ελάχιστο χρόνο, γιατί έχει ακούσει την ανακατωσούρα από κάτω όταν η σύζυγος προσπάθησε να ανέβει δια της βίας, και ίσως να έχει ήδη ακούσει από τον Λασκάρ, τον συνεργό του, πως η αστυνομία έρχεται από το δρόμο. Δεν υπάρχει στιγμή για χάσιμο. Ορμά σε κάποια κρυψώνα, όπου είχε συσσωρεύσει τους καρπούς της επαιτείας του, και παραχώνει όλα τα νομίσματα που προλαβαίνει να πιάσει στα χέρια του μέσα στις τσέπες για να σιγουρέψει πως το παλτό θα βυθισθεί. Το πετάει έξω, και θα είχε κάνει το ίδιο και για τα υπόλοιπα ρούχα αν δεν είχε ακούσει βιαστικά βήματα από κάτω, και είχε μόνο το χρόνο να κλείσει το παράθυρο πριν η αστυνομία εμφανισθεί.»

«Σίγουρα ακούγεται εφικτό.»

«Λοιπόν, θα το δεχθούμε ως λειτουργική υπόθεση ελλείψει καλύτερης. Ο Μπούν, όπως σου ανέφερα, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο τμήμα, όμως δεν μπορούσε να παρουσιασθεί πως υπήρξε κάποιο προηγούμενο ενάντια του. Ήταν γνωστός για χρόνια ως επαγγελματίας επαίτης, όμως η ζωή του εμφανιζόταν να είναι πολύ ήρεμη και αθώα. Εκεί μένει το ζήτημα επί του παρόντος, και τα ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν—τι δουλειά είχε ο Νέβιλ Σ. Κλερ στον τεκέ, τι του συνέβη όταν βρέθηκε εκεί, που βρίσκεται τώρα, και τι έχει, ο Χιου Μπούν να κάνει με την εξαφάνιση του— απέχουν περισσότερο παρά ποτέ κάποιας απάντησης. Ομολογώ πως αδυνατώ να θυμηθώ κάποια υπόθεση εντός των εμπειριών μου η οποία να έδειχνε στην πρώτη ματιά τόσο απλή και όμως η οποία να παρουσίασε τέτοιες δυσκολίες.»