2. Μια υπόθεση ταυτότητας (1)
«Αγαπητέ μου φίλε,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς καθώς καθίσαμε ένθεν και ένθεν της φωτιάς στο διαμέρισμα του στην οδό Μπέϊκερ, «η ζωή είναι απείρως παραδοξότερη από οτιδήποτε το οποίο το μυαλό του ανθρώπου θα μπορούσε να επινοήσει. Ούτε που θα τολμούσαμε να διανοηθούμε τα πράγματα τα οποία αποτελούν όντως απλές κοινοτοπίες της ύπαρξης. Αν μπορούσαμε να πετάξουμε έξω από το παράθυρο χέρι με χέρι, να αιωρηθούμε πάνω από τη μεγάλη πόλη, ανασηκώνοντας απαλά τις στέγες, και να κρυφοκοιτάξουμε τα αλλόκοτα πράγματα που συμβαίνουν, τις παράδοξες συμπτώσεις, τα μηχανεύματα, τις παρεξηγήσεις, τις θεσπέσιες αλληλουχίες γεγονότων, που εργάζονται διαμέσου γενεών, κι οδηγούν στα πλέον ακραία αποτελέσματα, θα καθιστούσαν κάθε φαντασία με όλες τις συμβατικότητες της και τις εκ των προτέρων υπολογισμένες εκβάσεις εντελώς ξεπερασμένες και ανώφελες.»
«Και όμως δεν πείθομαι από αυτό,» απάντησα. «Οι υποθέσεις που έρχονται στο φως στις εφημερίδες είναι, κατά κανόνα, παγερές αρκετά, κι εξίσου κοινές. Έχουμε στις αστυνομικές αναφορές μας ρεαλισμό εξωθημένο στα άκρα, κι εντούτοις το αποτέλεσμα δεν είναι, οφείλεται να ομολογηθεί, ούτε συναρπαστικό ούτε καλλιτεχνικό.»
«Μια συγκεκριμένη επιλογή με διακριτικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ενός ρεαλιστικού αποτελέσματος,» σχολίασε ο Χολμς. «Αυτό απουσιάζει στην αστυνομική αναφορά, όπου μεγαλύτερη βαρύτητα αποτίθεται, ενδεχομένως, επί των αοριστολογιών του δικαστή από όσο επί των λεπτομερειών, οι οποίες για ένα παρατηρητή περιέχουν τη ζωτική ουσία του όλου ζητήματος. Δεδομένου αυτού, δεν υπάρχει τίποτα τόσο αφύσικο όσο το κοινότοπο.»
Χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι μου. «Δε μπορώ ακριβώς να καταλάβω αυτή σου τη σκέψη,» είπα. «Φυσικά, στη θέση σου, ως ανεπίσημου σύμβουλου και βοηθού καθενός ο οποίος είναι εντελώς μπλεγμένος, σε έκταση τριών ηπείρων, έρχεσαι σε επαφή με όλα όσα τελούν παράδοξα και αλλόκοτα. Όμως ορίστε» —σήκωσα την πρωινή εφημερίδα από το πάτωμα— «ας το θέσουμε υπό πρακτική δοκιμασία. Εδώ έχω τον πρώτο τίτλο στον οποίο έρχομαι. ‘Αναλγησία συζύγου προς τη σύζυγο του.' Έχει κάπου μισή στήλη κείμενο, όπως γνωρίζω δίχως να το διαβάσω πως σου είναι απολύτως γνωστό. Υπάρχει, φυσικά, η άλλη γυναίκα, το ποτό, το σπρώξιμο, το χτύπημα, η μελανιά, η φιλικά προσκείμενη αδελφή ή σπιτονοικοκυρά. Ο πλέον άξεστος των δημοσιογράφων δε θα μπορούσε να εφεύρει τίποτα πιο χοντροειδές.»
«Ειλικρινά, το παράδειγμα σου είναι ιδιαιτέρως ατυχές για το επιχείρημα σου,» είπε ο Χολμς, παίρνοντας την εφημερίδα και ρίχνοντας της μια ματιά. «Πρόκειται για την υπόθεση διαζυγίου Ντάντας, και, όπως τυγχάνει, ανέλαβα να ξεκαθαρίσω ορισμένα ζητήματα σχετιζόμενα με αυτήν. Ο σύζυγος ήταν αντιαλκοολικός , δεν υπήρχε άλλη γυναίκα, και η συμπεριφορά για τη διατύπωση παραπόνου ήταν πως είχε βαθμιαία αποκτήσει τη συνήθεια να τελειώνει κάθε του γεύμα βγάζοντας τη μασέλα του και πετώντας τη στη σύζυγο του, το οποίο, θα συμφωνήσεις, δεν αποτελεί ενέργεια που ενδεχομένως θα προκύψει στη φαντασία του μέσου αφηγητή. Πάρε μια πρέζα ταμπάκου, γιατρέ, και παραδέξου πως σε αποστόμωσα στο παράδειγμα σου.»
Πρότεινε την ταμπακέρα του από παλιό χρυσό, με ένα μεγάλο αμέθυστο στο κέντρο του καλύμματος. Το μεγαλείο της ερχόταν σε εξαιρετική αντίθεση προς τους ανεπιτήδευτους τρόπους του και την απλή ζωή ώστε δε μπόρεσα να μη το σχολιάσω.
«Αχ,» είπε εκείνος, «ξέχασα πως δε σε είχα δει για μερικές βδομάδες. Πρόκειται για ένα μικρό αναμνηστικό από το Βασιλιά της Βοημίας προς αντάλλαγμα για τη συνεισφορά μου στην υπόθεση των εγγράφων της Αϊρίν Άντλερ.»
«Και το δαχτυλίδι;» ρώτησα, ρίχνοντας ένα βλέμμα στο αξιοθαύμαστο μπριλάντι που λαμπύριζε στο δάκτυλο του.
«Είναι από τη βασιλική οικογένεια της Ολλανδίας, μολονότι το ζήτημα για το οποίο τους εξυπηρέτησα ήταν τέτοιας λεπτότητας ώστε δε μπορώ να το εμπιστευθώ ούτε καν σε σένα, που ήσουν αρκετά καλός να καταγράψεις ένα δυο από τα προβληματάκια μου.»
«Και έχεις κάτι εύκαιρο τούτη τη στιγμή;» ρώτησα με ενδιαφέρον.
«Κάπου δέκα με δώδεκα, ωστόσο κανένα το οποίο να παρουσιάζει κάποιο χαρακτηριστικό ενδιαφέροντος. Είναι σημαντικά, καταλαβαίνεις, δίχως να είναι ενδιαφέροντα. Όντως, ανακάλυψα πως συνήθως στα ασήμαντα ζητήματα είναι που υπάρχει χώρος για την παρατήρηση, και για τη σύντομη ανάλυση του αιτίου και του αποτελέσματος το οποίο δίνει τη χάρη σε μια έρευνα. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν την τάση να είναι απλούστερα, επειδή όσο μεγαλύτερο το έγκλημα τόσο πιο εμφανές, κατά κανόνα, είναι το κίνητρο. Σε αυτές τις υποθέσεις, εκτός ενός μάλλον περίπλοκου ζητήματος το οποίο μου παραπέμφθηκε από τη Μασσαλία, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να παρουσιάζει κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Υπάρχει περίπτωση, ωστόσο, πως ενδέχεται να έχω κάτι καλύτερο πριν περάσουν λίγα λεπτά, διότι αυτή είναι μια από τις πελάτισσες μου, αν δεν πέφτω τελείως έξω.»
Είχε σηκωθεί από τη θέση του και στεκόταν ανάμεσα στις μισάνοιχτες κουρτίνες κοιτώντας κάτω τον μουντό, ουδέτερης απόχρωσης, Λονδρέζικο δρόμο. Κοιτώντας πάνω από τον ώμο του, είδα πως στο πεζοδρόμιο απέναντι στεκόταν μια εύσωμη γυναίκα με ένα βαρύ γούνινο μποά γύρω από το λαιμό της, και ένα μεγάλο φιδιστό φτερό σε ένα καπέλο με πλατύ γείσο το οποίο ήταν πλαγίως τοποθετημένο κατά τη μόδα της Δούκισσας του Ντεβονσάϊρ πάνω από το αυτί της. Κάτω από αυτή την σπουδαία πανοπλία έριχνε νευρικές κλεφτές ματιές κατά ένα νευρικό, διστακτικό τρόπο προς τα παράθυρα μας, ενώ το σώμα της ταλαντευόταν μπρος πίσω, και τα δάχτυλα της έπαιζαν με τα κουμπιά του γαντιού της. Ξάφνου, με μια ορμητική βουτιά, σα κολυμβήτρια που αφήνει την όχθη, διέσχισε βιαστικά το δρόμο, και ακούσαμε το κοφτό κουδούνισμα στην πόρτα.
«Συνάντησα τα ίδια συμπτώματα και στο παρελθόν,» είπε ο Χολμς, ρίχνοντας το τσιγάρο του στη φωτιά. «Η ταλάντευση επί του πεζοδρομίου πάντοτε σημαίνει υπόθεση της καρδιάς. Θα ήθελε συμβουλή, όμως δεν είναι βέβαιη πως το ζήτημα δεν είναι υπερβολικά λεπτό για να συζητηθεί. Και όμως ακόμη κι εδώ μπορούμε να το διαχωρίσουμε. Όταν μια γυναίκα έχει αδικηθεί σοβαρά από έναν άντρα δεν αμφιταλαντεύεται πλέον, και το σύνηθες σύμπτωμα είναι ένα κομμένο σκοινί κουδουνιού. Στο προκείμενο μπορούμε να θεωρήσουμε πως υπάρχει ένα αισθηματικό ζήτημα, αλλά ότι η δεσποσύνη δεν είναι τόσο οργισμένη όσο μπλεγμένη, η θλιμμένη. Μα να έρχεται αυτοπροσώπως να επιλύσει τις απορίες μας.»
Καθώς τελείωσε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, και ο υπηρέτης μπήκε ανακοινώνοντας τη δεσποινίδα Μαίρη Σάδερλαντ, ενώ η ίδια η κυρία ορθωνόταν πίσω από τη μικρή μαύρη φιγούρα σαν εμπορικό με όλα τα πανιά ανοικτά πίσω από ένα μικροσκοπικό πιλότο. Ο Σέρλοκ Χολμς την καλωσόρισε με την άνετη ευγένεια η οποία τον διέκρινε, και, κλείνοντας την πόρτα κι οδηγώντας τη σε ένα κάθισμα, την κοίταξε με τον εξονυχιστικό και ωστόσο αφηρημένο τρόπο ο οποίος ήταν χαρακτηριστικός του.
«Δε βρίσκετε,» είπε, «πως με τη μειωμένη κοντινή σας όραση είναι κάπως κοπιαστικό να δακτυλογραφείτε τόσο πολύ;»
«Αρχικά με κούραζε,» απάντησε εκείνη, «όμως πλέον γνωρίζω που βρίσκονται τα γράμματα δίχως να κοιτάζω.» Κατόπιν, άξαφνα, συνειδητοποιώντας την πλήρη σημασία των λόγων του, ρίγησε εντόνως κι ανασήκωσε τα μάτια, με φόβο κι έκπληξη επί του πλατιού, προσηνούς προσώπου της. «Ακούσατε για μένα, κ. Χολμς,» φώναξε, «αλλιώς πως θα τα γνωρίζατε όλα αυτά;»
«Μη δίνετε σημασία,» είπε ο Χολμς γελώντας· «δουλειά μου είναι να γνωρίζω πράματα. Ίσως έχω εξασκηθεί να βλέπω ότι οι άλλοι παραβλέπουν. Ειδάλλως, γιατί θα ερχόσασταν να με συμβουλευτείτε;»
«Ήρθα σε εσάς, κύριε, επειδή άκουσα για εσάς από την κ. Έθεριτζ, της οποίας το σύζυγο ανακαλύψατε τόσο εύκολα όταν η αστυνομία και κάθε άλλος τον είχαν ξεγράψει θεωρώντας τον νεκρό. Ω, κ. Χολμς, εύχομαι να κάνετε το ίδιο και για μένα. Δεν είμαι πλούσια, όμως έχω ακόμη εκατό το χρόνο στην κατοχή μου, πέραν των λιγοστών που βγάζω από τη γραφομηχανή μου, και θα σας τα δώσω όλα για να μάθω τι απέγινε ο κ. Οσμερ Έιντζελ.»
«Γιατί ήρθατε ως εδώ να με συμβουλευτείτε με τέτοια βιασύνη;» ρώτησε ο Σέρλοκ Χολμς, με τα ακροδάχτυλα του ενωμένα και τα μάτια του στην οροφή.
Ξανά το ξαφνιασμένο βλέμμα φάνηκε στο μάλλον ανέκφραστο πρόσωπο της δεσποινίδας Μαίρη Σάδερλαντ. «Μάλιστα, έφυγα όντως βιαστικά από το σπίτι,» είπε, «διότι θύμωσα βλέποντας τον αψήφιστο τρόπο κατά τον οποίο ο κ. Γουίντιμπάνκ —δηλαδή, ο πατέρας μου—αντιμετώπισε το όλο θέμα. Δεν ήθελε να πάει στην αστυνομία, και δεν ήθελε να έρθει σε εσάς, και έτσι εντέλει, καθώς δεν έκανε τίποτα και συνεχώς έλεγε πως δεν έγινε και κάνα κακό, με εξόργισε, και απλά φόρεσα τα ρούχα μου και ήρθα ευθύς σε εσάς.»
«Ο πατέρας σας,» είπε ο Χολμς, «ο πατριός σας, ασφαλώς, αφού το όνομα του είναι διαφορετικό.»
«Μάλιστα, ο πατριός μου. Τον αποκαλώ πατέρα, μολονότι ακούγεται αστείο, επίσης, γιατί είναι μόλις πέντε χρόνια και δυο μήνες μεγαλύτερος από εμένα.»
«Και η μητέρα σας είναι ζωντανή;»
«Ω, ναι, η μητέρα ζει και βασιλεύει. Δεν ήμουν και στα καλύτερα μου, κ. Χολμς, όταν παντρεύτηκε ξανά τόσο σύντομα από το θάνατο του πατέρα, και έναν άντρα που ήταν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια νεώτερος της. Ο πατέρας ήταν υδραυλικός στην οδό Τότεναμ Κορτ, και άφησε μια νοικοκυρεμένη δουλειά πίσω του, την οποία η μητέρα συνέχισε με τον κ. Χάρντι, τον επιστάτη· αλλά όταν ο κ. Γουίντιμπανκ ήρθε την έβαλε να πουλήσει την επιχείρηση, επειδή ήταν εξαιρετικά υπεράνω, ως εμπορικός αντιπρόσωπος κρασιών. Πήραν 4700 λίρες για την πελατεία και τον τόκο, οι οποίες δεν πλησίαζαν ούτε κατ' ιδέα το ποσό που ο πατέρας θα είχε πιάσει αν ζούσε ακόμη.»
Ανέμενα να δω τον Σέρλοκ Χολμς να ανυπομονεί από την ασυνάρτητη και όλο επουσιώδεις λεπτομέρειες αφήγηση, όμως, αντιθέτως είχε αφοσιωθεί ακούγοντας με τη μέγιστη συγκέντρωση της προσοχής του.
«Το δικό σας μικρό εισόδημα,» ρώτησε, «προέρχεται από την επιχείρηση;»
«Ω, όχι, κύριε. Είναι εντελώς ανεξάρτητο και μου αφέθηκε από το θείο μου τον Νέντ από το Οακλαντ. Προέρχεται από μετοχές τις Νέας Ζηλανδίας, αποδίδοντας 4 ½ τοις εκατό Δυόμισι χιλιάδες λίρες ήταν το ποσό, όμως μπορώ να αγγίξω μόνο το μέρισμα.»
«Μου προξενείτε εξαιρετικό ενδιαφέρον,» είπε ο Χολμς. «Και αφότου λαμβάνετε ένα τόσο μεγάλο ποσό όπως μια εκατοστή τον χρόνο, με ότι κερδίζετε από τις δουλειές σας, δίχως αμφιβολία ταξιδεύετε λιγάκι και κάνετε το κέφι σας κατά κάποιο τρόπο. Πιστεύω πως μια ελεύθερη κυρία μπορεί να τα βγάλει πέρα με ένα εισόδημα περί τις 60 λίρες.»
«Θα τα κατάφερνα και με πολύ λιγότερα από αυτά, κ. Χολμς, όμως όπως αντιλαμβάνεστε εφόσον ζω σπίτι δεν επιθυμώ να τους γίνομαι βάρος, και έτσι χρησιμοποιούν τα χρήματα για όσο ζω μαζί τους. Φυσικά, αυτό είναι μονάχα προσωρινό. Ο κ. Γουίντιμπάνκ τραβάει τον τόκο κάθε τετράμηνο και τα δίνει στην μητέρα μου, και θεωρώ πως τα βγάζω πέρα αρκετά καλά με όσα κερδίσω δακτυλογραφώντας. Μου αποφέρει δυο πέννες το φύλλο, και συχνά προλαβαίνω να βγάλω δεκαπέντε με είκοσι φύλλα τη μέρα.»
«Μου ξεκαθαρίσατε τη θέση σας απολύτως,» είπε ο Χολμς. «Αυτός είναι ο φίλος μου, Δρ. Γουώτσον, ενώπιον του οποίου μπορείτε να μιλήσετε τόσο ελεύθερα όσο και σε μένα τον ίδιο. Αν έχετε την καλοσύνη τώρα πείτε μας τα πάντα όσον αφορά τη σχέση σας με τον κ. Όσμερ Έϊντζελ.»
Ένα αναψοκοκκίνισμα πέρασε από το πρόσωπο της δεσποινίδας Σάδερλαντ, και έπαιξε νευρικά με την άκρη του ταγιέρ της. «Τον συνάντησα αρχικά στον χορό των τεχνιτών φωταερίου,» είπε. «Έστελναν στον πατέρα μου εισιτήρια όταν ζούσε και κατόπιν μας θυμήθηκαν, και τα έστειλαν στη μητέρα. Ο κ. Γουίντιμπανκ δεν ήθελε να πάμε. Δεν ήθελε ποτέ να πάμε κάπου. Νευρίαζε αρκετά όταν ήθελα απλά να πάω σε κάποια εκδήλωση του κατηχητικού. Όμως αυτή τη φορά είχα αποφασίσει να πάω, και θα πήγαινα· γιατί τι δικαίωμα είχε να με αποτρέψει; Είπε πως δε ήταν πρέπων να γνωρίζουμε εκείνους τους ανθρώπους, όταν όλοι οι φίλοι του πατέρα επρόκειτο να είναι εκεί. Και είπε πως δεν είχα κάτι κατάλληλο να φορέσω, όταν είχα το πορφυρό φόρεμα μου που ούτε μια φορά δεν είχα βγάλει από το συρτάρι. Εντέλει, όταν τίποτα άλλο δε γινόταν, έφυγε για τη Γαλλία σε επαγγελματικό ταξίδι της εταιρείας, αλλά πήγαμε, η μητέρα και εγώ, με τον κ. Χάρντι, που ήταν κάποτε ο επιστάτης μας, και εκεί ήταν που συνάντησα τον κ. Όσμερ Έϊντζελ.»
«Υποθέτω,» είπε ο Χολμς, «πως όταν ο κ. Γουίντιμπανκ επέστρεψε από τη Γαλλία ενοχλήθηκε πολύ με το ότι είχατε πάει στο χορό.»
«Ω, βασικά, υπήρξε πολύ καλός σχετικά. Γέλασε, θυμάμαι, και ανασήκωσε τους ώμους του, και είπε πως δεν υπήρχε λόγο να αρνηθείς κάτι σε γυναίκα, επειδή θα περάσει το δικό της.»
«Καταλαβαίνω. Τότε στο χορό των τεχνιτών φωταερίου συναντήσατε, όπως αντιλαμβάνομαι, ένα κύριο ονομαζόμενο κ. Όσμερ Έϊντζελ.»
«Μάλιστα, κύριε. Τον συνάντησα εκείνο το βράδυ, και με επισκέφτηκε την επόμενη ημέρα για να ρωτήσει αν είχαμε επιστρέψει πίσω καλά, και κατόπιν αυτού τον συναντήσαμε — εννοώ κ. Χολμς, τον συνάντησα δυο φορές για περιπάτους, αλλά μετά ο πατέρας επέστρεψε ξανά, και ο κ. Όσμερ Έϊντζελ δε μπορούσε να έρθει σπίτι πλέον.»
«Όχι;»
«Βασικά, ξέρετε στον πατέρα δεν αρέσει τίποτα τέτοιο. Δεν ήθελε επισκέπτες αν μπορούσε να το αποφύγει, και συνήθιζε να λέει πως μια γυναίκα πρέπει να είναι ευτυχισμένη με τον οικογενειακό της κύκλο. Αλλά πάλι, όπως έλεγα στη μητέρα, μια γυναίκα θέλει το δικό της κύκλο καταρχάς, και εγώ δεν είχα ακόμη τον δικό μου.»
«Όμως τι συνέβη με τον κ. Όσμερ Έϊντζελ; Δεν επιχείρησε να σας δει;»
«Βασικά, ο πατέρας έφευγε και πάλι για την Γαλλία σε μια εβδομάδα, και ο Όσμερ έγραψε και είπε πως θα ήταν ασφαλέστερο και καλύτερο να μη βλεπόμασταν μέχρι να φύγει. Γράφαμε στο ενδιάμεσο, και συνήθιζε να γράφει καθημερινά. Έπαιρνα τα γράμματα του το πρωί, έτσι δεν υπήρχε λόγος να το μάθει ο πατέρας.»
«Ήσασταν αρραβωνιασμένη με τον κύριο κατά την περίοδο;»
«Ω, ναι, κ. Χολμς. Αρραβωνιαστήκαμε μετά από τον πρώτο μας περίπατο. Ο Όσμερ —ο κ. Έϊντζελ— ήταν ταμίας σε ένα γραφείο στην οδό Λήντενχολ —και—»
«Σε ποιο γραφείο;»
«Αυτό είναι το χειρότερο, κ. Χολμς, δε γνωρίζω.»
«Που ζούσε, τότε;»
«Κοιμόταν στο κτίριο της επιχείρησης.»
«Και δε γνωρίζετε την διεύθυνση του;»
«Όχι-εκτός από ότι βρισκόταν στην οδό Λήντενχολ.»
«Που ταχυδρομούσατε τα γράμματα σας, τότε;»
«Στο ταχυδρομείο της οδού Λήντενχολ, να παραμείνουν έως ότου ζητηθούν. Είπε πως αν αποστέλλονταν στο γραφείο θα δεχόταν τα πειράγματα των άλλων υπαλλήλων επειδή θα λάμβανε γράμματα από κάποια κυρία, έτσι προσφέρθηκα να τα δακτυλογραφώ, όπως κι εκείνος τα δικά του, όμως δε το ήθελε, γιατί είπε πως όταν τα έγραφα φαίνονταν πως έρχονταν από εμένα, αλλά όταν δακτυλογραφούνταν πως η γραφομηχανή έμπαινε ανάμεσα μας. Αυτό θα σας δείχνει πόσο με αγαπούσε, κ. Χολμς, και όλα τα μικρά πράγματα που σκεφτόταν.»
«Είναι απολύτως υποδηλωτικό,» είπε ο Χολμς. «Αποτελεί από παλιά αξίωμα μου πως τα μικρά πράγματα είναι απείρως σημαντικότερα. Μπορείτε να θυμηθείτε κάποια άλλα μικροπράγματα σχετικά με τον κ. Όσμερ Έϊντζελ;»
«Επρόκειτο περί πολύ ντροπαλού άνθρωπου, κ. Χολμς. Προτιμούσε να περπατά μαζί μου τα απογεύματα παρά τη μέρα, γιατί έλεγε πως σιχαινόταν να ξεχωρίζει. Πολύ μοναχικός και ιπποτικός ήταν. Ακόμη κι η φωνή του ήταν ευγενική. Είχε τις αμυγδαλές του όταν ήταν μικρός, μου είπε, και τον είχε αφήσει με ένα πολύ αδύναμο λαιμό, και με μια διστακτική, ψιθυριστή ομιλία. Ήταν πάντοτε καλοντυμένος, πολύ τακτικός και απλός, αλλά τα μάτια του ήταν αδύναμα, όπως και τα δικά μου, και φορούσε χρωματιστούς φακούς ενάντια στο φως.»
«Μάλιστα, και τι συνέβη όταν ο κ. Γουίντιμπανκ, ο πατριός σας, επέστρεψε στη Γαλλία;»
«Ο κ. Όσμερ Έϊντζελ ήρθε και πάλι στο σπίτι και πρότεινε να παντρευτούμε πριν ο πατέρας γυρίσει πίσω. Ανυπομονούσε τρομερά και με έβαλε να ορκιστώ στη Διαθήκη, πως οτιδήποτε συνέβαινε να ήμουνα πιστή σε εκείνον. Η μητέρα είπε πως είχε απόλυτο δίκιο που με έβαλε να ορκιστώ, και αυτό αποτελούσε δείγμα του πάθους του. Η μητέρα τον συμπαθούσε από την αρχή και μάλιστα περισσότερο από εμένα. Τότε όταν μίλησαν για γάμο εντός της εβδομάδας, έκανα να ρωτήσω για τον πατέρα, αλλά και οι δυο μου είπαν να μη με νοιάζει ο πατέρας, αλλά απλά θα του το λέγαμε μετέπειτα, και η μητέρα είπε πως θα τα έβγαζε πέρα εκείνη μαζί του. Δε μου άρεσε και πολύ αυτό, κ. Χολμς. Φαινόταν περίεργο να ζητήσω την άδεια του, καθώς ήταν μόλις μερικά χρόνια μεγαλύτερος μου· αλλά δεν ήθελα να κάνω κάτι στα κρυφά, έτσι έγραψα στον πατέρα στο Μπορντό, όπου η εταιρεία έχει τα Γαλλικά γραφεία της, όμως το γράμμα μου επέστρεψε πίσω το ίδιο το πρωί του γάμου.»
«Δεν τον πρόλαβε, τότε;»
«Μάλιστα, κύριε· είχε ξεκινήσει για την Αγγλία πριν φτάσει.»
«Αχά! Αυτό ήταν ατυχές. Ο γάμος σας είχε κανονισθεί, λοιπόν, για την Παρασκευή. Θα γινόταν σε εκκλησία;»
«Μάλιστα, κύριε, αλλά πολύ διακριτικά. Θα πραγματοποιούταν στον Άγιο Σωτήρα, κοντά στο Κίνγκς Κρος, και θα παίρναμε πρωινό κατόπιν στο Ξενοδοχείο Σαίντ Πάνκρας. Ο Όσμερ ήρθε να μας πάρει με μια άμαξα, αλλά καθώς ήμασταν δυο μας έβαλε και τις δυο μέσα και ανέβηκε ο ίδιος σε μια τετράτροχη, η οποία έτυχε να είναι η μόνη άμαξα στο δρόμο. Φτάσαμε στην εκκλησία πρώτες, και όταν η τετράτροχη έφτασε τον περιμέναμε να βγει, αλλά δε φάνηκε, και όταν ο αμαξάς κατέβηκε από τη θέση του και κοίταξε μέσα δεν υπήρχε κανείς! Ο αμαξάς είπε πως δε μπορούσε να διανοηθεί τι είχε απογίνει, γιατί τον είχε δει να μπαίνει με τα ίδια του τα μάτια. Αυτό έγινε την προηγούμενη Παρασκευή, κ. Χολμς, και ούτε τον ξαναείδα ή έμαθα κάτι έκτοτε το οποίο να ρίξει κάποιο φως στο τι απέγινε.»
«Έχω την εντύπωση πως σας συμπεριφέρθηκαν αισχρά,» είπε ο Χολμς.
«Ω, όχι, κύριε! Ήταν υπερβολικά καλός και ευγενικός για να με αφήσει έτσι. Μα, όλο το πρωινό μου έλεγε πως, οτιδήποτε συνέβαινε, έπρεπε να τον εμπιστευτώ· και πως ακόμη κι αν κάτι εξαιρετικά απρόβλεπτο συνέβαινε που να μας χώριζε, να θυμόμουν πάντοτε πως ήμουν δεσμευμένη μαζί του, και πως θα διεκδικούσε τη δέσμευση του αργά ή γρήγορα. Μου φάνηκε παράξενη κουβέντα για μέρα γάμου, όμως ότι συνέβη της προσδίδει μια ιδιαίτερη σημασία.»
«Απολύτως. Η άποψη σας είναι, λοιπόν, πως κάποια απρόβλεπτη συμφορά του συνέβη;»
«Μάλιστα, κύριε. Πιστεύω πως προείδε κάποιο κίνδυνο, ειδάλλως δε θα είχε μιλήσει έτσι. Και κατόπιν σκέφτηκα πως αυτό που πρόβλεψε συνέβη.»
«Όμως δεν έχετε ιδέα περί τίνος θα επρόκειτο;»
«Καμία.»
«Μια ακόμη ερώτηση. Πως πήρε το θέμα η μητέρα σας;»
«Ήταν θυμωμένη, και είπε πως δεν έπρεπε ποτέ να μιλήσω ξανά για αυτό το ζήτημα.»
«Και ο πατέρας σας; Του το είπατε;»
«Μάλιστα· και φάνηκε να σκέφτεται, μαζί μου, πως κάτι είχε συμβεί, και πως θα μάθαινα για τον Όσμερ ξανά. Όπως είπε, τι όφελος θα είχε κάποιος να με φτάσει στην πόρτα της εκκλησίας και έπειτα να με αφήσει; Τώρα, αν είχε δανειστεί τα λεφτά μου, ή αν με είχε παντρευτεί και είχε τα λεφτά μου, τότε ίσως να υπήρχε λόγος, όμως ο Όσμερ ήταν πολύ ανεξάρτητος σχετικά με τα χρήματα και ποτέ δε θα κοίταζε ούτε ένα δικό μου σελίνι. Και όμως, τι να συνέβη; Και γιατί δε γράφει; Ω, με φτάνει στην τρέλα να το σκέφτομαι, και δε μπορώ να κλείσω μάτι τη νύχτα.» Τράβηξε ένα μικρό μαντήλι από το μανσόν της και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
«Θα ρίξω μια ματιά στο ζήτημα εκ μέρους σας,» είπε ο Χολμς, καθώς σηκώθηκε, «και δεν αμφιβάλω πως θα καταλήξουμε σε κάποιο καθοριστικό συμπέρασμα. Αφήστε το βάρος του ζητήματος πάνω μου, και μην αφήσετε το μυαλό να επιμείνει περισσότερο έπ' αυτού. Υπεράνω όλων, προσπαθήστε να αφήσετε τον κ. Όσμερ Έϊντζελ να χαθεί από τη μνήμη σας, όπως χάθηκε από τη ζωή σας.»
«Τότε δε θεωρείτε πως θα τον δω ξανά;»
«Φοβάμαι πως όχι.»
«Τότε τι του συνέβη;»
«Θα αφήσετε το θέμα αυτό στα χέρια μου. Θα ήθελα μια ακριβής περιγραφή του και κάποια γράμματα τα οποία μπορείτε να διαθέσετε.»
«Έβαλα αγγελία για εκείνον στην Chronicle του περασμένου Σάββατου,» είπε εκείνη. «Ορίστε το απόκομμα και τέσσερα από τα γράμματα του.»
«Σας ευχαριστώ. Και η διεύθυνση σας;»
«Νο. 31 Τοποθεσία Λιόν, Κάμπεργουέλ.»
«Την διεύθυνση του κ. Έϊντζελ δεν την είχατε πότε, όπως καταλαβαίνω. Που βρίσκεται η έδρα της εργασίας του πατέρα σας;»
«Ταξιδεύει για τους Γουεστχάουζ & Μάρμπανκ, τους μεγάλους εισαγωγείς claret στην οδό Φεντσέρτς.»
«Σας ευχαριστώ. Καταθέσατε την υπόθεση σαφέστατα. Αφήστε τα χαρτιά εδώ, και θυμηθείτε τη συμβουλή την οποία σας έδωσα. Θεωρείστε το όλο περιστατικό ως σφραγισμένο βιβλίο, και μη του επιτρέπετε να επηρεάσει τη ζωή σας.»
«Είσαστε πολύ ευγενικός, κ. Χολμς, όμως δε μπορώ να το κάνω. Θα δείξω πιστή στον Όσμερ. Θα με βρει έτοιμη όταν θα επιστρέψει.»
Παρά το εξωφρενικό καπέλο και το ανέκφραστο πρόσωπο, υπήρχε κάτι το ευγενές στην απλοϊκή πίστη της επισκέπτριας μας η οποία επέβαλε το σεβασμό μας. Απόθεσε το μικρό σωρό των χαρτιών επί του γραφείου και αποχώρησε, με την υπόσχεση να επιστρέφει και πάλι όποτε ενδεχομένως την καλούσαμε.
Ο Σέρλοκ Χολμς παρέμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές με τα ακροδάχτυλα του ενωμένα ακόμη, τα πόδια του απλωμένα εμπρός του, και το βλέμμα στραμμένο προς την οροφή. Κατόπιν κατέβασε από το ράφι την παλιά και γυαλιστερή πήλινη πίπα του, η οποία ήταν για εκείνον ένας σύμβουλος, και, έχοντας την ανάψει, έγειρε πίσω στην καρέκλα του, με τα παχιά γαλαζωπά σπειρώματα να στροβιλίζονται μακριά του, με ένα βλέμμα άπειρης χαύνωσης στο πρόσωπο του.
«Μια αρκετά ενδιαφέρουσα μελέτη, εκείνη η κυρία,» παρατήρησε. «Τη βρήκα περισσότερο ενδιαφέρουσα από το μικρό της πρόβλημα, το οποίο, επί τη ευκαιρία, είναι μάλλον τετριμμένο. Θα εντοπίσεις παράλληλες υποθέσεις, αν συμβουλευθείς το ευρετήριο μου, στο Άντοβερ το '77, και υπήρξε κάτι το συναφές στη Χάγη τον προηγούμενο χρόνο. Όσο παλιά κι αν είναι η ιδέα, ωστόσο, υπήρξαν μια δυο λεπτομέρειες οι οποίες μου ήταν καινούργιες. Ωστόσο η ίδια η κυρία υπήρξε απολύτως κατατοπιστική.»
«Φάνηκες να εντοπίζεις περισσότερα πάνω της τα οποία μου ήταν εντελώς αθέατα,» σχολίασα.
«Όχι αθέατα μα απαρατήρητα, Γουώτσον. Δεν ήξερες που να κοιτάξεις, και έτσι έχασες όλα όσα ήταν σημαντικά. Δε θα μπορούσα ποτέ να σε κάνω να συνειδητοποιήσεις τη σημασία των μανικιών, την υποδήλωση στοιχείων από τα νύχια του δείκτη, ή τα μεγάλα ζητήματα τα οποία ενδεχομένως να επικρέμονται από τα κορδόνια των υποδημάτων. Λοιπόν, τι συμπέρανες από την εμφάνιση της γυναίκας; Περιέγραψε το.»
«Λοιπόν, φορούσε κεραμιδί απόχρωσης, πλατύ γείσου ψάθινο καπέλο, με φτερό στο κόκκινο του πλίνθου. Το ταγιέρ της ήταν μαύρο, με μαύρες χάντρες ραμμένες πάνω του, και ένα στρίφωμα από μικρά διακοσμητικά από μαύρο γαγάτη. Το φόρεμα της ήταν καφέ, μάλλον πιο σκούρο του χρώματος του καφέ, με μικρή φέλπα στο λαιμό και τα μανίκια. Τα γάντια της έφερναν στο γκρίζο και ήταν φθαρμένα εντελώς στο δεξί δείκτη. Τα υποδήματα της δε τα παρατήρησα. Είχε μικρά στρογγυλά κρεμαστά σκουλαρίκια, και ένα γενικό παρουσιαστικό πως ήταν σχετικά ευκατάστατη κατά έναν κοινό, άνετο, καλόβολο τρόπο.»
Ο Σέρλοκ Χολμς χειροκρότησε απαλά και άφησε ένα μικρό γέλιο.
«Δέξου το λόγο μου, Γουώτσον, τα πας περίφημα. Τα πήγες πολύ καλά όντως. Πράγματι παρέλειψες καθετί σημασίας, αλλά έπιασες τη μέθοδο, και έχεις καλό μάτι όσον αφορά το χρώμα. Μην εμπιστεύεσαι ποτέ τις γενικές εντυπώσεις, αγόρι μου, αλλά να συγκεντρώνεσαι στις λεπτομέρειες. Η πρώτη ματιά μου πέφτει πάντοτε στο μανίκι μιας γυναίκας. Σε έναν άντρα είναι καλύτερα να κοιτάξεις πρώτα το γόνατο του παντελονιού. Καθώς παρατηρείς, η γυναίκα είχε φέλπα στα μανίκια της, το οποίο και είναι το πλέον χρήσιμο υλικό στη διατήρηση ιχνών. Η διπλή γραμμή λίγο ψηλότερα του καρπού της, εκεί που η δακτυλογράφος ακουμπά πάνω στο τραπέζι, ήταν περίφημα προσδιορισμένη. Η ραπτομηχανή, χειρός, αφήνει ένα παρόμοιο σημάδι, αλλά μόνο στο αριστερό χέρι, και στην πλευρά μακρύτερα από τον αντίχειρα, αντί να βρίσκεται ακριβώς στο πλατύτερο σημείο, όπως στην προκειμένη. Κατόπιν κοίταξα το πρόσωπο της, και, παρατηρώντας το ζούληγμα γυαλιών μύτης σε κάθε πλευρά του προσώπου της, επιχείρησα ένα σχόλιο επί της μυωπίας και της γραφομηχανής, το οποίο έδειξε να την εκπλήσσει.»
«Με εξέπληξε κι εμένα.»
«Όμως, βεβαίως, ήταν πρόδηλο. Κατόπιν ξαφνιάστηκα εξαιρετικά και κοιτώντας με ενδιαφέρον κάτω παρατήρησα πως, μολονότι οι μπότες τις οποίες φορούσε δε διέφεραν μεταξύ τους, ειλικρινά ήταν ιδιαιτέρως περίεργες· η μια έχοντας ένα ελαφρός διακοσμημένο ψίδι, ενώ η άλλη ένα απλό. Η μια ήταν δεμένη μόνο στα δυο χαμηλότερα κουμπιά από τα πέντε, και η άλλη στο πρώτο, τρίτο, και πέμπτο. Λοιπόν, όταν βλέπεις πως μια νεαρή δεσποινίδα, που κατά τα άλλα είναι τακτικά ντυμένη, έχει έρθει τόσο μακριά από το σπίτι με παράταιρες μπότες, μισοδεμένες, δεν είναι και δύσκολο να επαγάγεις πως έφυγε βιαστικά.»
«Και τι άλλο;» ρώτησα, με εξημμένο ενδιαφέρον, όπως πάντοτε, από τον διεισδυτικό συλλογισμό του φίλου μου.
«Πρόσεξα, παρεμπιπτόντως, πως είχε γράψει ένα σημείωμα πριν αφήσει το σπίτι αλλά έχοντας ντυθεί πλήρως. Παρατήρησες πως το δεξί γάντι της ήταν σχισμένο στον δείκτη, αλλά προφανώς δεν είδες πως τόσο το γάντι όσο και το δάκτυλο ήταν λεκιασμένα από βιολετί μελάνι. Είχε γράψει βιαστικά και βούτηξε την πένα πολύ βαθιά. Πρέπει να έγινε σήμερα το πρωί, διότι το σημάδι δε θα παρέμενε ευδιάκριτο επί του δακτύλου. Όλα αυτά είναι διασκεδαστικά, μολονότι κάπως στοιχειώδη, ωστόσο οφείλω να γυρίσω στη δουλειά, Γουώτσον. Θα σε πείραζε να μου διαβάσεις την ανακοινωθείσα περιγραφή του κ. Όσμερ Έϊντζελ;»
Ανασήκωσα το μικρό τυπωμένο απόκομμα στο φως.
«Αγνοείται [έγραφε] εκ της πρωίας της δεκάτης τέταρτης, κύριος ονόματι Όσμερ Έϊντζελ. Ύψος περί το ένα και ογδόντα εκατοστά· γεροδεμένος, ωχρή επιδερμίδα, μαύρα μαλλιά, μικρή φαλάκρα στο μέσο, πλούσια, μαύρη γενειάδα· χρωματιστά γυαλιά, ελαφρά αδυναμία στη φωνή. Ήταν ντυμένος, όταν εθεάθη για τελευταία φορά, με μαύρη ρεντιγκότα που συμπληρωνόταν από μεταξωτό μαύρο γιλέκο, χρυσή αλυσίδα τύπου Αλβέρτου, και γκρίζο παντελόνι τουίντ, με καφέ γκέτες πάνω από μπότες με ελαστικές πλευρές. Ως είναι γνωστό εργαζόταν σε γραφείο επί της οδού Λήντενχολ. Καθένας που θα φέρνει—»
«Μας αρκεί,» είπε ο Χολμς. «Όσο για τα γράμματα,» συνέχισε, ρίχνοντας τους μια ματιά, «είναι εξαιρετικά κοινότυπα. Δεν υπάρχει απολύτως κάποιο στοιχείο εντός τους προς τον κ. Έϊντζελ, παρεκτός του ότι παραθέτει Μπαλζάκ σε ένα σημείο. Υπάρχει μόνον ένα αξιοπρόσεκτο σημείο, ωστόσο, το οποίο δίχως αμφιβολία θα σου κάνει εντύπωση.»
«Είναι δακτυλογραφημένα,» σχολίασα.
«Όχι μόνο αυτό, αλλά και η υπογραφή είναι δακτυλογραφημένη. Κοίτα το μικρό τακτικό ‘Όσμερ Έϊντζελ' στο κάτω μέρος. Υπάρχει μια ημερομηνία, καθώς βλέπεις, αλλά καμία επιγραφή εκτός της οδού Λήντεχολ, το οποίο είναι κάπως αόριστο. Το ζήτημα σχετικά με την υπογραφή είναι ιδιαίτερα υποδηλωτικό —πρακτικά, μπορούμε να το αποκαλέσουμε καθοριστικό.»
«Του τι;»
«Αγαπητέ μου φίλε, είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεσαι πόσο ισχυρά σχετίζεται με την υπόθεση;»
«Δε μπορώ να πως ότι καταλαβαίνω εκτός κι αν έχει να κάνει με το ότι επιθυμούσε να είναι σε θέση να αρνηθεί την υπογραφή του αν κάποια ενέργεια για αθέτηση υπόσχεσης εγειρόταν.»
«Όχι, δεν είναι αυτό το θέμα. Ωστόσο, θα γράψω δυο γράμματα, τα οποία θα πρέπει να διευθετήσουν το ζήτημα. Το ένα εξ αυτών είναι προς μια φίρμα στην Πόλη, το άλλο απευθύνεται στον πατριό της κυρίας, τον κ. Γουίντιμπανκ, ζητώντας του αν θα μπορούσε να μας συναντήσει εδώ στις έξι η ώρα αύριο το απόγευμα. Είναι εξίσου καλό να εργαζόμαστε με τους άρρενες συγγενείς. Και τώρα, Γιατρέ, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα έως ότου οι απαντήσεις από τα γράμματα φτάσουν, έτσι θα αφήσουμε το μικρό μας πρόβλημα στο ράφι για την ώρα.»
Είχα τόσο πολλούς λόγους να πιστεύω στις αδιόρατες δυνάμεις συλλογισμού και την εξαιρετική ενέργεια εν δράση ώστε ένοιωθα πως έπρεπε να έχει ορισμένους βάσιμους λόγους για τη σίγουρη και άνετη συμπεριφορά κατά την οποία αντιμετώπισε το ιδιάζον μυστήριο το οποίο είχε αναλάβει να βυθοσκοπήσει. Μόνο μια φορά τον είχα δει να αποτυγχάνει, στην περίπτωση του Βασιλιά της Βοημίας και της φωτογραφίας της Αϊρίν Άντλερ· ωστόσο ανατρέχοντας στο παρελθόν στην παράξενη ιστορία του ‘Σημαδιού των Τεσσάρων', και τις εξαιρετικές συνθήκες που συνδέονταν με την «Σπουδή στο Άλικο', είχα την αίσθηση πως θα έπρεπε να πρόκειται για κάποιο περίεργο κουβάρι εκείνο το οποίο δε θα μπορούσε να ξετυλίξει.