×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΙΕ'. Πουλουδίας θράσος

ΙΕ'. Πουλουδίας θράσος

Τη νύχτα κακοκοιμήθηκε ο Αντώνης. Είδε όνειρα με καράβια, φουρτούνες, κανάτια τρυπημένα απ' όπου έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν νερά αστέρευτα, που πλημμύριζαν την τραπεζαρία και καταπόντιζαν τη σκάλα και γέμιζαν την κάμαρα της θείας κι έπαιρναν τη ραφτομηχανή της, και μες στο μεγάλο κακό βρίσκουνταν μπροστά του η θεία με τα θυμωμένα μάτια του πατέρα και τα σουρωμένα του φρύδια κι έλεγε αγριεμένη: «Έσπασες τη βελόνα της μηχανής!»

Και φώναξε ο Αντώνης: «Όχι!» Και τον ξύπνησε η φωνή του. Και σαν είδε τον ήλιο που χύνουνταν από την μπαλκονόπορτα και είδε πως ήταν στεγνή η κάμαρα και ήσυχη και πως κοιμούνταν τ' αδέλφια του, ήλθε πάλι η καρδιά του στη θέση της και πήδηξε κάτω από το κρεβάτι του, χαρούμενος κι έτοιμος για μεγάλα καταπιάσματα.

— Κακό όνειρο! είπε δυνατά.

— Τι; ρώτησε η Αλεξάνδρα από μέσα από την κουνουπιέρα της, τεντώνοντας χέρια και ράχη.

— Τίποτα, αποκρίθηκε ο Αντώνης, είδα ένα άσχημο όνειρο! Η Πουλουδιά είχε σηκώσει την κουνουπιέρα της και κατέβαινε κατσουφιασμένη από το κρεβάτι της.

— Κι εγώ είδα άσχημο όνειρο, είπε.

— Για πες το! έκανε πάλι η Αλεξάνδρα.

Τίποτα δεν την ενδιέφερε τόσο, όσο τα όνειρα των αδελφών της, που τα εξηγούσε ύστερα η κερα-Ρήνη. Γιατί αυτή δεν έβλεπε ποτέ κανένα κι έτσι δεν πρόλεγε τίποτα για κείνην ο Ονειροκρίτης.

Και κάθισε στο κρεβάτι και αγκάλιασε τα γόνατα της, όλη προσοχή.

— Για πες το! επανέλαβε.

Μα η Πουλουδιά δε θέλησε τίποτα να πει, ούτε στην κρεβατοκάμαρα ούτε στη θάλασσα ούτε στο δρόμο.

Μόνο σα μαζεύθηκαν τ' αδέλφια στην ταπεζαρία για τον πρωινό καφέ και κατάφερε να ξεμοναχιάσει τον Αντώνη, του ξεμολογήθηκε:

— Είδα στ' όνειρο μου πως πέθανε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς. Και πέθανε, λέει, από πείνα, γιατί δεν είχε πια δραχμές, αφού σπάσαμε όλα του τα κανάτια!

Και χάλασαν πάλι τα κέφια του Αντώνη τόσο, που στο τραπέζι ξέχασε να ζητήσει δεύτερη φορά σύκα.

Κακόκεφα, γρινιάρικα άφησε την Αφροδίτη να του βάλει φρέσκο επίδεσμο στο κεφάλι και κατέβηκε στην αυλή με το θείο, που έκανε κάθε πρωί το γύρο του, πότιζε τους βασιλικούς κι έχυνε το κατακάθι του πρωινού καφέ, ως δυναμωτικό, στη ρίζα της αγαπημένης εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς του.

Μα ο Αντώνης δεν τον παρακολούθησε, όπως το συνήθιζε, στη δουλειά του, ούτε κοίταξε την τριανταφυλλιά ούτε ζήτησε να γεμίσει το ποτιστήρι ούτε πρόσεξε τις παρατηρήσεις του θείου, ούτε άκουσε τ' αγανακτισμένα επιφωνήματα του. Σκυμμένος έξω από τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, ακροάζουνταν με όλη του τη δύναμη, μήπως και κατά τύχη ακούσει το τσικ τσικ των κανατιών του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που δεν περνούσε ποτέ το πρωί, μα που τον ήθελε ο Αντώνης να έλθει σήμερα, για να βεβαιωθεί πως ήταν ζωντανός και πως βγήκε ψεύτικο τ' όνειρο της Πουλουδιάς.

Μα σαν ένιωσε πως του τραβούν το αυτί και ξιπασμένος ανατινάχθηκε και γύρισε, είδε μπροστά του το θείο, κόκκινο και θυμωμένο όπως δεν τον είχε δει ποτέ!

— Γιατί το έκανες αυτό; ρώτησε ο θείος.

— Τι έκανα, θείε;

— Σκότωσες την τριανταφυλλιά μου!

— Εγώ;

— Ναι, εσύ! Έλα να τη δεις!

Και πήγε ο Αντώνης και την είδε. Η καημένη η τριανταφυλλιά, με τρία τέσσερα μαραμένα φυλλαράκια, που κρέμουνταν θλιβερά στα κλωνάρια της, στέκουνταν μισογερμένη μες στο βαρέλι της, σαν έτοιμη να λιγοθυμήσει.

— Ποιος την έσπασε; ρώτησε ο Αντώνης σαστισμένος. Όχι εγώ, θείε, αλήθεια σας λέγω!

— Εσύ δεν την έσκαψες χθες;

— Ναι, εγώ και η Πουλουδιά.

— Με τι τη σκάψατε;

— Εγώ είχα ένα καρφί και η Πουλουδιά ένα κεραμίδι.

— Ωραία! Και της κόψατε τις ρίζες της κι έγειρε και τσάκισε. Και τα φύλλα της, γιατί της τα κόψατε;

— Γιατί ήταν μαύρα στις άκρες, σα μαραμένα, και μερικά είχαν τρύπες από τους σαλιάγκους.

— Και δεν ξέρεις πως το φυτό αναπνέει από τα φύλλα; Και πως σαν τους τα κόψεις όλα, πεθαίνει; Και πως, έστω και αν είναι λίγο μαύρα στις άκρες, τα φύλλα τού είναι απαραίτητα;

Ο Αντώνης δεν το ήξερε. Και στέκουνταν τώρα σα φονιάς εμπρός στο θύμα του, ζεματισμένος, ανίκανος να διορθώσει το κακό.

Μα ο θυμός του θείου δε βαστούσε ποτέ πολλή ώρα.

— Έλα, δεν το ήθελες, το ξέρω, του είπε. Μα φαντάζομαι πως και τ' άλλα φυτά δε θα καλοπέρασαν με το καρφί και την κεραμίδα. Πάμε να δούμε.

Και τα είδαν. Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους.

— Βλέπεις, Αντώνη, και η κηπουρική έχει την τέχνη της, είπε ο θείος, και καλό είναι να μην καταπιανόμαστε τέχνες που δεν τις ξέρομε. Φώναξε και την Πουλουδιά να της τα πω κι εκείνης.

Ο Αντώνης κοκκίνισε.

— Δε φταίγει εκείνη, είπε, γιατί δεν ήξερε, κι εγώ της είπα να σκάψει το χώμα πολύ βαθιά και πολύ κοντά στα λουλούδια.

Με τα χέρια κάτω από το βεστόνι του και τα κοντά παχιά του πόδια ανοιχτά, τον κοίταζε ο θείος, τα μάτια του στενεμένα στο αγαθό του χαμόγελο.

— Ώστε ο μαστροχαλαστής είσαι συ! Και τη μαστοριά σου φρόντισες να τη μάθεις και σ' άλλους! έκανε.

Η καλόκαρδη ειρωνεία του θείου γκρέμισε μεμιάς τη συνηθισμένη αυτοπεποίθηση του Αντώνη. Στρίβοντας τα χέρια του το ένα μες στο άλλο ομολόγησε:

— Έκανα και άλλη ζημιά χθες, μεγαλύτερη!

— Σε καλό σου! Τι έκανες;

— Έσπασα όλες τις στάμνες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά!

— Μπρε ζημιάρη! Πώς το 'κανες;

Με δυο λόγια, του διηγήθηκε ο Αντώνης πως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς με πολλές στάμνες, που τις πήγαινε στο καφενείο, πάνω στο λόφο. Και σαν τον άφησε μόνο να φυλάγει το γαϊδούρι του, θέλησε κείνος να μάθει της Πουλουδιάς να δένει κόμπο το σκοινί.

— Μα τι μανία σ' έπιασε να δασκαλεύεις; αναφώνησε ο θείος. Και τι είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Του πλήρωσες τουλάχιστον τις στάμνες του;

Ο Αντώνης κρέμασε το κεφάλι.

— Όχι, είπε. Και πρόσθεσε:

— Δεν έχομε κουμπαρά και λεφτά!

— Λοιπόν θα ζημιώσει ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Και πώς θα πάρει ψωμί, που του κατέστρεψες το κεφάλαιο του;

— Ήθελε η Πουλουδιά να πουλήσει τα σκουλαρίκια της κούκλας της, για να τον πληρώσει, μα δεν τ' αγόρασε η κερα-Ρήνη, είπε ο Αντώνης. Ύστερα ήθελε να χαρίσει τ' ωρολόγι της του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, μα ούτε κείνος δεν το πήρε. Ήταν, λέει, πολύτιμο. Και σπάσανε, λέει, μόνο τρεις στάμνες και μας τις χάριζε.

— Και ήταν αλήθεια;

— Όχι. Είχαν σπάσει όλες. Το είπε έτσι.

Το χαμόγελο του θείου είχε φαρδύνει από τη μια φαβορίτα στην άλλη. Πήρε από την τσέπη το πορτοφόλι του κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτονόμισμα, το δίπλωσε και το έδωσε του Αντώνη.

— Να το βάλεις σ' ένα φάκελο, είπε, και να γράψεις παστρικά σ' ένα χαρτί: «Ο ζημιάρης Τρελαντώνης ευχαριστεί τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά για τη μεγάλη του ευγένεια, και θα προσπαθήσει άλλη φορά να μη γυρεύει να ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν!»

Ο Αντώνης δίπλωνε και ξεδίπλωνε το χαρτονόμισμα.

— Θείε... είναι ανάγκη να βάλω ζημιάρης και Τρελαντώνης και ξεφυτρώνει; ρώτησε διστακτικά.

— Μήπως προτιμάς να του το πεις προφορικά;

Σήκωσε ο Αντώνης το κεφάλι και αντάμωσε τα γελαστά μάτια του θείου.

— Διάλεξε ένα από τα δυο, όποιο θέλεις, είπε ο θείος.

Ο Αντώνης θα διάλεγε το ξύλο της θείας. Μα ντράπηκε να το πει. Τ' ακόλουθα όμως λόγια του θείου μαλάκωσαν λίγο το πληγωμένο του φιλότιμο.

— Μπορούσα να σε δείρω, του είπε -ο θείος δεν έδερνε ποτέ- μ' αυτό δε θα διόρθωνε τη ζημιά σου, και δεν είναι δίκαιο ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς να ζημιωθεί για τις αταξίες σου. Άιντε, πήγαινε τώρα και κάνε με κουράγιο την τιμωρία σου. Να έχεις έννοια, σαν περάσει τ' απόγεμα ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς, να του δώσεις εσύ ο ίδιος το φάκελο σου.

— Και αν δεν περάσει;

— Θα περάσει, αφού έχει να πάγει στάμνες στο καφενείο. Εκείνη η μέρα έσυρε μακριά σα δέκα μέρες.

Τα τέσσερα αδέλφια, με την αράδα, είχαν κρεμαστεί στο παράθυρο ή έβγαιναν κάθε λίγο στη βεράντα, μήπως και δουν από μακριά τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά ή μήπως ακούσουν τα κανάτια του να κάνουν το συνηθισμένο τους τσικ τσικ, πριν ακόμα φανεί εκείνος και το γαϊδούρι του. Μα, προς το βράδυ πια, η αγωνία τους είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και βγήκαν όλα στο δρόμο, η Αλεξάνδρα, με τον Αλέξανδρο από το μέρος της βεράντας και της θάλασσας, ο Αντώνης με την Πουλουδιά από το μέρος της αυλής, πίσω από το σπίτι.

Μα μόλις έκαναν λίγα βήματα, στάθηκαν μουδιασμένα τα δυο αδέλφια.

Παρακάτω, στη σκιά του τοίχου, κάθουνταν η βασιλική παρέα γύρω σ' ένα τραπέζι.

— Και τώρα τι θα κάνομε; ψιθύρισε η Πουλουδιά.

Μια στιγμή δίστασε ο Αντώνης. Αλλά ευθύς πάλι αποφάσισε και μοίρασε τις στρατηγικές θέσεις.

— Εσύ θα σταθείς εκεί, σ' αυτή την πέτρα! πρόσταξε. Και, αν δεις τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά να έρχεται από την Καστέλα...

— Μα θα με δει ο βασιλέας και η βασίλισσα... Και είναι εκεί και τ' αγόρια, και η βασιλοπούλα Αλεξάνδρα, και...

— Δεν πειράζει, αποφάσισε ο Αντώνης, πρέπει να σταθείς εκεί να παραφυλάγεις, κι εγώ φυλάγω από δω...

Τρεχάτος, με πλατείς πήδους, κατάφθασε ένας μεγάλος σκύλος, πήδηξε πάνω στον Αντώνη και του έβαλε τα πόδια στους ώμους κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.

— Ο Ντον! αναφώνησε η Πουλουδιά.

Την ίδια ώρα, από το παρακάτω τραπέζι, ακούστηκε μια σφυριγματιά και συνάμα η ξενική φωνή του βασιλέα:

— Ντον! Έλα δω! Και πρόσθεσε:

— Μη φοβάσαι, παιδί μου, αυτά είναι χάδια που σου κάνει! Μα ο Ντον δεν εννοούσε ν' αφήσει τον παλιό του φίλο, μιας και τον ξαναβρήκε. Σηκώθηκε ο βασιλέας, ξανασφύριξε του Ντον και φώναξε:

— Ελάτε δω, παιδιά, και θα 'ρθει κι εκείνος!

Ο Αντώνης έσπρωξε την Πουλουδιά με τον άγκωνά του.

— Πήγαινε! ψιθύρισε. Το είπε ο βασιλέας!

— Όχι χωρίς εσένα! Μας φώναξε και τους δυο! αποκρίθηκε φοβισμένη η Πουλουδιά.

Νευρικά έσιαξε ο Αντώνης το ναυτικό κολάρο του, τράβηξε στα ίσια της την πάντα στραβή γραβάτα του και, θέλοντας και μη, με την Πουλουδιά και τον Ντον, που εξακολουθούσε να πηδά γύρω τους, σίμωσε το βασιλικό τραπέζι. Μαγεμένη κοίταζε η Πουλουδιά τη βασίλισσα, ολόασπρη στο μουσελινένιο, όλο κανονέδες φόρεμα της, με φρίλια στον ανοιχτό της λαιμό και στα κοντά μανίκια, χωρίς καπέλο, με μόνο μια βελουδένια μαύρη κορδέλα γύρω στα ξανθά της μαλλιά. Κοντά της κάθουνταν η μεγάλη βασιλοπούλα, σοβαρή, λίγο απόμακρη, και πλάγι της η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, και παρακάτω ένα δυο αξιωματικοί. Μα ο Αντώνης είχε κολλήσει τα μάτια του στα τρία βασιλόπουλα, όρθια στην αράδα, με τη ράχη στον τοίχο, σα σκάλα, ο διάδοχος πρώτος, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος, και οι τρεις στα άσπρα, με σκούρα μπλου ναυτικά κολάρα και πλατιά ναυτικά ψάθινα καπέλα. Και τόσο ήταν απορροφημένος με τη θέα αυτή, που ξιπάστηκε σαν τον ρώτησε ο βασιλέας:

— Τι έπαθες κι έχεις δεμένο το κεφάλι;

Το είχε ξεχάσει ο Αντώνης το κεφάλι του. Αυθόρμητα σήκωσε το χέρι να βγάλει το μαντίλι. Μα του το έπιασε η βασίλισσα.

— Δεν πρέπει! του είπε γλυκά. Μην το αγγίζεις!

— Μα γιατί είναι δεμένο το κεφάλι σου; επανέλαβε ο βασιλέας.

Αποκρίθηκε ο Αντώνης κοκκινίζοντας:

— Έπεσα χθες.

Η μικρή βασιλοπούλα, που κυνηγούσε το τόπι της, πλησίασε ν' ακούσει.

— Χτύπησες; ρώτησε περίεργη.

Γύρισε ο Αντώνης και την είδε, μα δεν αποκρίθηκε. Όλη αυτή η συντροφιά τον στενοχωρούσε, τον έκανε δειλό, ντροπαλό, προπάντων τα τρία μεγάλα αγόρια αραδιασμένα στον τοίχο, που κοίταζαν και άκουαν ακατάδεχτα. Και του μιλούσε ο βασιλέας κι έπρεπε ν' απαντήσει, και τ' αγόρια όλο τον κοίταζαν και όλο άκουαν.

— Χτύπησε; ρώτησε η μικρή βασιλοπούλα γυρνώντας στην Πουλουδιά.

Αυτή ήταν μικρή, καθόλου σπουδαία σαν την όμορφη αδελφή της, και μπορούσε κανείς να της μιλήσει.

— Ναι, είπε η Πουλουδιά, ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της πολυλογία, πήγε στη θάλασσα και κατέβηκε στους βράχους να μου πιάσει έναν κάβουρα, και...

— Και τον έπιασε; ρώτησε με λαχτάρα η μικρή βασιλοπούλα.

Μα την τράβηξε η βασίλισσα πλάγι της και μαζεύθηκε ντροπαλή πάλι η Πουλουδιά. Κι έλεγε του Αντώνη ο βασιλέας:

— Τι θέλεις να του πεις του Μπαρμπαγιάννη Κανατά;

— Θέλω... ο θείος μου μου έδωσε... έχω κάτι να του δώσω... έκανε ο Αντώνης και σώπασε.

— Να του δώσεις; Τι, χρήματα; Μα δεν είναι φτωχός ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς.

Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι ξαφνισμένος.

— Είναι πολύ φτωχός, είπε, δεν έχει ούτε παπούτσια. Ο βασιλέας γέλασε.

— Όταν πουλά στάμνες, δε φορεί παπούτσια, είπε, και φορεί ρούχα παλιά και μπαλωμένα. Μα σαν πάγει στο Ζάππειο... Ξέρεις το τραγούδι του; ρώτησε.

— Μάλιστα, είπε ο Αντώνης δειλά.

— Πες το λοιπόν!

Ο Αντώνης γύρισε στην Πουλουδιά.

— Και συ το ξέρεις. Πες το συ, έκανε όλο και πιο στενοχωρεμένος.

— Όχι, εσύ, είπε τρομαγμένη η Πουλουδιά.

— Πείτε το μαζί, είπε η βασίλισσα.

Και, χαδιάρικα, βόλεψε τα πάντα ξεβολεμένα μαλλιά της Πουλουδιάς. Δεν ήταν τρόπος να το ξεφύγουν. Και με φωνές που έτρεμαν, σαν κατσικάκια, άρχισαν τα δυο αδέλφια μαζί:

«Μπάρμπαγιάννη με τις στά-α-μνες και με τα κανάτια σου, και με τα κανάτια σου, να χαρώ τα μάτια σου.

Πρό-σεξε μη σε γελά-α-σει κα-μιά όμορφη κυρά και σου φάει το γαϊδούρι και σ' αφήσει την ουρά.

Μπάρ-μπαγιάννη σε λατρέ-ε-βω και θα σ' αγαπώ πιστά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που φορείς ψηλό καπέ- ε-λο και παπούτσια γυαλιστά...»

— Βλέπεις λοιπόν που δεν είναι φτωχός, αφού φορεί παπούτσια γυαλιστά και ψηλό καπέλο; διέκοψε ο βασιλέας.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Μπερδεμένος είπε:

— Μα δεν είναι αλήθεια, είναι μόνο τραγούδι. Κοροϊδευτικά τον ρώτησε ο βασιλέας:

— Εσύ δεν πας ποτέ στο Ζάππειο, στας Αθήνας;

— Όχι, ποτέ.

— Ναι, πάμε στας Αθήνας, αντίκοψε η Πουλουδιά, πήγαμε μια φορά σ' ένα μαγαζί για να δοκιμάσομε όλοι παπούτσια, δε θυμάσαι;...

— Λες ανοησίες, της είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης.

— Και ξέρεις και άλλα τραγούδια; ρώτησε η βασίλισσα. Μα ο Αντώνης ήταν αποφασισμένος να μην πει άλλο.

— Δεν ξέρω κανένα καλά, αποκρίθηκε.

Η Πουλουδιά όμως, που είχε πάρει θάρρος στο μεταξύ, σαν είδε πως γελούσαν οι αξιωματικοί, είπε:

— Εγώ ξέρω πολλά. Ξέρω κι ελληνικά, ξέρω και αγγλικά.

— Κες κ' ελ ντι; ρώτησε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής.

Κάτι αποκρίθηκε η βασίλισσα σε ξένη γλώσσα και, μαζεμένη πάλι, κοίταζε η Πουλουδιά μια τη μια και μια την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Και της είπε η βασίλισσα:

— Ρωτά η κυρία αν ξέρεις κανένα γαλλικό τραγούδι.

— Όχι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μα ξέρω ένα φράγκικο.

— Τι φράγκικο;

— Έτσι, φράγκικο. Δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε αγγλικό.

— Για πες το! έκανε ο βασιλέας. Και το είπε η Πουλουδιά:

«Πι-πον-ντο, αλαρέ-βε-ράνσε

Λια-κεν-ντιε κιγκουβέρν λα Φράνσε.

Αλό μεζαμί,

Λα γκερ ντελαφινί,

Πι-πον-ντο, αλαρί-βε-ζό».

Όλοι γύρω στο τραπέζι, αξιωματικοί και κυρίες, γελούσαν τώρα ξεκαρδισμένοι, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Αντώνη που υποψιάζουνταν ότι περιγελούσαν την Πουλουδιά, ενώ εκείνη τίποτα δε σκάμπαζε.

— Και τι θα πει αυτό; ρώτησε ο βασιλέας που φαινόταν να διασκεδάζει πολύ.

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, το λέμε για να δούμε ποιος θα βγει έξω στο κυνηγητό. Και είναι φράγκικο. Έτσι λέγει η Αλίς.

— Και ποια είναι η Αλίς;

Με το κεφάλι έδειξε η Πουλουδιά κατά τα παρακάτω σπίτια.

— Είναι ένα κορίτσι που κάθεται πλάγι μας, αποκρίθηκε. Ένας αξιωματικός, άσπρα ντυμένος και με μακριές καστανές μουστάκες, ρώτησε:

— Ξέρεις και κανένα άλλο ξενικό να μας πεις;

Ο Αντώνης της έγνεψε: «Όχι!» Μα η Πουλουδιά είχε πάρει φόρα.

— Ξέρω, αποκρίθηκε.

— Για πες το, είπε ο βασιλέας. Είναι φράγκικο σαν το άλλο που είπες;

— Όχι, είναι γοριτσιάνικο.

Τρομάρα τον έπιασε τον Αντώνη. Και αυτό θα το πει;

— Και πού τα ξέρεις εσύ τα γοριτσιάνικα; ρώτησε πάλι ο βασιλέας.

— Μου τα έμαθε η Φραντσέσκα, η παραμάνα του Αλέξανδρου.

— Και ο Αλέξανδρος ποιος είναι;

— Ο αδελφός μου.

— Αγόρι είναι το πιο μικρό σου αδελφάκι; Που φορεί ένα τόσο όμορφα κεντημένο φουστανάκι; ρώτησε η βασίλισσα.

— Μάλιστα. Του το κέντησε η μαμά μας, προθυμοποιήθηκε να την πληροφορήσει η Πουλουδιά.

Ο Αντώνης έφριξε. Όλα τώρα τα οικογενειακά τους θα τα πει η Πουλουδιά; Έριξε μια ματιά στα τρία αγόρια, ακουμπισμένα στον τοίχο, και πάλι τα είδε ακίνητα και ακατάδεχτα, που μισοχαμογελούσαν με οίκτο. Άθελα έκανε ένα βήμα πίσω, να βγει, αυτός τουλάχιστον, από τη βολή των ματιών τους. Θέλησε να παρασύρει και την Πουλουδιά. Μ' αυτή ούτε τον κοίταζε. Κι έλεγε ο βασιλέας:

— Μπράβο! Μπράβο της μαμάς σου! Και πες μας λοιπόν το γοριτσιάνικο.

Και άρχισε η Πουλουδιά μ' όλη της τη φωνή:

«Τις Μαρίτσκα μόγια, γιες τερέτιτς μαμ...»

Πωπώ, ντροπή! Δεν ήξερε ο Αντώνης πού να κρυφθεί. Να ξεφωνίζει έτσι η αδελφή του, μπρος στο βασιλέα και τη βασίλισσα, αυτό το τραγούδι που κανένα αδέλφι δεν ήθελε πια να το πει, αφότου η παραμάνα κάποιου άλλου μωρού, Γοριτσιάνα και αυτή, τους είχε περιγελάσει πως τα 'λεγαν όλα στραβά και δε θα πει τίποτα το τραγούδι τους! Και τώρα γελούσε ο βασιλέας, και γελούσε η βασίλισσα, και γελούσαν οι αξιωματικοί, που ο ένας μάλιστα ακούμπησε στο σπαθί του με τα δυο του χέρια για να γελάσει πιο βολικά, και γελούσε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, όλοι γελούσαν και την περιγελούσαν, ακόμα και η μεγάλη βασιλοπούλα, που είχε σηκώσει ακατάδεχτα το πιγούνι της, και μόνη η Πουλουδιά δεν το έβλεπε, παρά εξακολουθούσε να ξεφωνίζει:

«...Γιες τερέτιτς κούπενζέ, κούπενζέ, κούπενζέ, γιες τερέτιτς γκρίλενζέ...»

Τόσο ντράπηκε ο Αντώνης, που έκανε δυο βήματα προς το σπίτι του και άλλα δυο. Έριξε πίσω του μια ματιά και είδε πως τον κοίταζε ο διάδοχος, ακατάδεχτα και αυτός σαν την αδελφή του. Και το 'βαλε ο Αντώνης στα πόδια και δε στάθηκε παρά στην αυλή του, κι εκεί πια ανέπνευσε ελεύθερα. Ουφ! Τουλάχιστον εκεί δεν έβλεπε την ανόητη την Πουλουδιά...

Πίσω του ξανάνοιξε η πόρτα της αυλής. Γύρισε φουρκισμένος να τα ψάλει της Πουλουδιάς. Μα δεν ήταν η Πουλουδιά, παρά μόνο ο ταχυδρόμος, που του έτεινε ένα διπλωμένο και κολλημένο χαρτί.

— Τηλεγράφημα, δώσ' το μέσα, είπε του Αντώνη.

Και ξαναβγήκε βιαστικός.

Την ίδια ώρα, τρεχάτος κατάφθανε ο Αλέξανδρος από μέσα από το σπίτι, κατακόκκινος από τη βία και τη λαχτάρα.

— Έλα, Αντώνη, γρήγορα! Η θεία έφυγε κι έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Στο διάδρομο τους σκουντούφλησε η Αλεξάνδρα, άλλο τόσο αναμμένη, που κατάφθανε να τους βιάσει να προφθάσουν.

— Γρήγορα! Γρήγορα! Έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Κι έτρεξαν στη βεράντα.

Μακριά, στον κατήφορο, φαίνουνταν τωόντι η πλατύγυρη σχισμένη ψάθα του Μπαρμπαγιάννη, πλάγι στο γαϊδούρι του, που, φορτωμένο όσο και χθες, ανέβαινε με τον αφέντη του, χωρίς βία, κατά τα σπίτια του Τσίλερ. Νευρικός τον κοίταζε ο Αντώνης, μισοχαρούμενος, μισοντροπιασμένος για το χαρτί που ήταν μέσα στο φάκελο. Και άλλο τόσο νευρική κοίταζε η Αλεξάνδρα, που ήξερε τι ήταν το χαρτί του Αντώνη, και μάλιστα του το είχε ριγώσει, για να το γράψει εκείνος ίσια. Και πλάγι τους ο Αλέξανδρος, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα και σκύβοντας πάνω από την κουπαστή, για να βλέπει πιο καλά, τους έλεγε κάθε κίνηση του Μπαρμπαγιάννη, μήπως και δεν τον προφθάσει ο Αντώνης.

— Τώρα στρίβει ένα τσιγάρο... τώρα το κολλά... πρόσεχε, Αντώνη, μη μας περάσει...

Και σαν έφθασε ο Μπαρμπαγιάννης στη γωνιά των σπιτιών του Τσίλερ, κατέβηκε ο Αντώνης στο δρόμο, έτρεξε στον Μπαρμπαγιάννη, του έδωσε το φάκελο και ξανάφυγε σα σαΐτα. Ίσια μες στην τραπεζαρία μπήκε ο Αντώνης γυρεύοντας να κρύψει τη συγκίνηση που τον έκανε να λαχανιάζει. Τρεχάτη και λαχανιασμένη ανέβηκε και η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο από το δρόμο και τρύπωσε κι εκείνη στην τραπεζαρία.

— Τι σου είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; ρώτησε.

Μα ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Κρυφά, από το ανοιχτό παράθυρο, παραμόνευε να δει τον Μπαρμπαγιάννη που, ήσυχος, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ανέβαινε τον ανήφορο. Σαν έφθασε μπρος στη βεράντα, σήκωσε ο Μπαρμπαγιάννης τα μάτια του στα παράθυρα και, με την άκρη των δαχτύλων του, άγγιξε το γύρο της ψάθας του.

— Γεια σου, Αντώνη, Τρελαντώνη, κι ευχαριστώ! φώναξε.

Ο Αντώνης τέντωνε το λαιμό του να δει χωρίς να φαίνεται. Και τον είδε που ανέβαινε ως το παλάτι, τραβούσε ήσυχα το δρόμο του και χάνουνταν στο γύρισμα του δρόμου. Τότε και μόνο τόλμησε να ξαναβγεί στη βεράντα και ν' αναπνεύσει ελεύθερα.


ΙΕ'. Πουλουδίας θράσος IE'. What an audacity

Τη νύχτα κακοκοιμήθηκε ο Αντώνης. Antonis had a bad night's sleep. Είδε όνειρα με καράβια, φουρτούνες, κανάτια τρυπημένα απ' όπου έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν νερά αστέρευτα, που πλημμύριζαν την τραπεζαρία και καταπόντιζαν τη σκάλα και γέμιζαν την κάμαρα της θείας κι έπαιρναν τη ραφτομηχανή της, και μες στο μεγάλο κακό βρίσκουνταν μπροστά του η θεία με τα θυμωμένα μάτια του πατέρα και τα σουρωμένα του φρύδια κι έλεγε αγριεμένη: «Έσπασες τη βελόνα της μηχανής!» He saw dreams of ships, storms, jugs pierced from which they ran, ran, ran starsless waters, flooding the dining room and flooding the staircase and filling the aunt's chamber and taking her sewing machine, and in the great evil before him was the aunt with his father's angry eyes and furrowed brows and said fiercely: "You broke the needle of the machine!"

Και φώναξε ο Αντώνης: «Όχι!» Και τον ξύπνησε η φωνή του. And Antonis shouted: "No!" And his voice woke him up. Και σαν είδε τον ήλιο που χύνουνταν από την μπαλκονόπορτα και είδε πως ήταν στεγνή η κάμαρα και ήσυχη και πως κοιμούνταν τ' αδέλφια του, ήλθε πάλι η καρδιά του στη θέση της και πήδηξε κάτω από το κρεβάτι του, χαρούμενος κι έτοιμος για μεγάλα καταπιάσματα. And when he saw the sun pouring in from the balcony door and saw that the chamber was dry and quiet and that his brothers were sleeping, his heart came back to its place and he jumped under his bed, happy and ready for great struggles.

— Κακό όνειρο! - Bad dream! είπε δυνατά.

— Τι; ρώτησε η Αλεξάνδρα από μέσα από την κουνουπιέρα της, τεντώνοντας χέρια και ράχη. - What; Alexandra asked from inside her mosquito net, stretching her arms and back.

— Τίποτα, αποκρίθηκε ο Αντώνης, είδα ένα άσχημο όνειρο! — Nothing, answered Antonis, I had a bad dream! Η Πουλουδιά είχε σηκώσει την κουνουπιέρα της και κατέβαινε κατσουφιασμένη από το κρεβάτι της. Pouloudia had lifted her mosquito net and was getting down from her bed, frowning.

— Κι εγώ είδα άσχημο όνειρο, είπε. — I also had a bad dream, he said.

— Για πες το! έκανε πάλι η Αλεξάνδρα.

Τίποτα δεν την ενδιέφερε τόσο, όσο τα όνειρα των αδελφών της, που τα εξηγούσε ύστερα η κερα-Ρήνη. Nothing interested her so much as the dreams of her brothers, which were then explained by the candle-Rini. Γιατί αυτή δεν έβλεπε ποτέ κανένα κι έτσι δεν πρόλεγε τίποτα για κείνην ο Ονειροκρίτης. Because she never saw anyone, so the Dreamer did not predict anything about her.

Και κάθισε στο κρεβάτι και αγκάλιασε τα γόνατα της, όλη προσοχή. And sat on the bed and hugged her knees, all attention.

— Για πες το! επανέλαβε.

Μα η Πουλουδιά δε θέλησε τίποτα να πει, ούτε στην κρεβατοκάμαρα ούτε στη θάλασσα ούτε στο δρόμο. But Pouloudia didn't want to say anything, neither in the bedroom nor at the sea nor on the street.

Μόνο σα μαζεύθηκαν τ' αδέλφια στην ταπεζαρία για τον πρωινό καφέ και κατάφερε να ξεμοναχιάσει τον Αντώνη, του ξεμολογήθηκε: It wasn't until the brothers gathered at the tapestry for morning coffee and managed to get Antonis to feel lonely that he confided in him:

— Είδα στ' όνειρο μου πως πέθανε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς. — I saw in my dream that Barbayannis Kanatas died. Και πέθανε, λέει, από πείνα, γιατί δεν είχε πια δραχμές, αφού σπάσαμε όλα του τα κανάτια! And he died, he says, of hunger, because he had no more drachmas, since we broke all his jugs!

Και χάλασαν πάλι τα κέφια του Αντώνη τόσο, που στο τραπέζι ξέχασε να ζητήσει δεύτερη φορά σύκα. And Antonis' spirits were again spoiled so much that at the table he forgot to ask for figs a second time.

Κακόκεφα, γρινιάρικα άφησε την Αφροδίτη να του βάλει φρέσκο επίδεσμο στο κεφάλι και κατέβηκε στην αυλή με το θείο, που έκανε κάθε πρωί το γύρο του, πότιζε τους βασιλικούς κι έχυνε το κατακάθι του πρωινού καφέ, ως δυναμωτικό, στη ρίζα της αγαπημένης εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς του. Headless, he sullenly let Aphrodite put a fresh bandage on his head and went down to the yard with the uncle, who made his rounds every morning, watering the basil and pouring the grounds of the morning coffee, as a tonic, at the root of his beloved hundred-leaf rose .

Μα ο Αντώνης δεν τον παρακολούθησε, όπως το συνήθιζε, στη δουλειά του, ούτε κοίταξε την τριανταφυλλιά ούτε ζήτησε να γεμίσει το ποτιστήρι ούτε πρόσεξε τις παρατηρήσεις του θείου, ούτε άκουσε τ' αγανακτισμένα επιφωνήματα του. But Antonis did not follow him, as he was wont to do, at his work, nor did he look at the rose bush, nor did he ask for the watering can to be filled, nor did he pay attention to the uncle's remarks, nor did he listen to his indignant exclamations. Σκυμμένος έξω από τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, ακροάζουνταν με όλη του τη δύναμη, μήπως και κατά τύχη ακούσει το τσικ τσικ των κανατιών του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που δεν περνούσε ποτέ το πρωί, μα που τον ήθελε ο Αντώνης να έλθει σήμερα, για να βεβαιωθεί πως ήταν ζωντανός και πως βγήκε ψεύτικο τ' όνειρο της Πουλουδιάς. Crouching outside the half-open front door, he was listening with all his might, lest by chance he should hear the clinking of the jugs of Barbagiannis Kanatas, who never came by in the morning, but whom Antonis wanted him to come today, to make sure that he was alive and how Pouloudia's dream turned out to be false.

Μα σαν ένιωσε πως του τραβούν το αυτί και ξιπασμένος ανατινάχθηκε και γύρισε, είδε μπροστά του το θείο, κόκκινο και θυμωμένο όπως δεν τον είχε δει ποτέ! But when he felt that his ear was being pulled and he exploded and turned around, he saw the uncle in front of him, red and angry as he had never seen him before!

— Γιατί το έκανες αυτό; ρώτησε ο θείος. - Why did you do that; asked the uncle.

— Τι έκανα, θείε; — What did I do, uncle?

— Σκότωσες την τριανταφυλλιά μου! — You killed my rose!

— Εγώ; — Me?

— Ναι, εσύ! - Yes you! Έλα να τη δεις! Come see her!

Και πήγε ο Αντώνης και την είδε. And Antonis went and saw her. Η καημένη η τριανταφυλλιά, με τρία τέσσερα μαραμένα φυλλαράκια, που κρέμουνταν θλιβερά στα κλωνάρια της, στέκουνταν μισογερμένη μες στο βαρέλι της, σαν έτοιμη να λιγοθυμήσει. The poor rose, with three or four withered little leaves, hanging sadly from its branches, stood half-leaning in its barrel, as if ready to faint.

— Ποιος την έσπασε; ρώτησε ο Αντώνης σαστισμένος. — Who broke it? Antonis asked, bewildered. Όχι εγώ, θείε, αλήθεια σας λέγω! Not I, uncle, I tell you the truth!

— Εσύ δεν την έσκαψες χθες; — Didn't you dig it up yesterday?

— Ναι, εγώ και η Πουλουδιά. — Yes, me and Pouloudia.

— Με τι τη σκάψατε; — What did you dig it with?

— Εγώ είχα ένα καρφί και η Πουλουδιά ένα κεραμίδι. — I had a nail and Pouloudia a tile.

— Ωραία! Και της κόψατε τις ρίζες της κι έγειρε και τσάκισε. And you cut off its roots and it bent and crumpled. Και τα φύλλα της, γιατί της τα κόψατε; And her leaves, why did you cut them?

— Γιατί ήταν μαύρα στις άκρες, σα μαραμένα, και μερικά είχαν τρύπες από τους σαλιάγκους. — Because they were black at the edges, as if withered, and some had holes from the snails.

— Και δεν ξέρεις πως το φυτό αναπνέει από τα φύλλα; Και πως σαν τους τα κόψεις όλα, πεθαίνει; Και πως, έστω και αν είναι λίγο μαύρα στις άκρες, τα φύλλα τού είναι απαραίτητα; — And don't you know how the plant breathes through the leaves? And if you cut them all off, does it die? And how, even if they are a little black at the edges, are its leaves necessary?

Ο Αντώνης δεν το ήξερε. Antonis did not know. Και στέκουνταν τώρα σα φονιάς εμπρός στο θύμα του, ζεματισμένος, ανίκανος να διορθώσει το κακό. And he now stood like a murderer before his victim, scalded, unable to undo the damage.

Μα ο θυμός του θείου δε βαστούσε ποτέ πολλή ώρα. But the uncle's anger never lasted long.

— Έλα, δεν το ήθελες, το ξέρω, του είπε. — Come on, you didn't want to, I know, she told him. Μα φαντάζομαι πως και τ' άλλα φυτά δε θα καλοπέρασαν με το καρφί και την κεραμίδα. But I imagine that the other plants would not have a good time with the nail and the tile. Πάμε να δούμε.

Και τα είδαν. Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους. The field of battle after the carnage was the curled and flower-strewn greens on the courtyard's rice walls until yesterday; disabled were all the aunt's basilisks, which were still limping, emaciated, as if wind-blown, hanging their withered leaves outside their pots.

— Βλέπεις, Αντώνη, και η κηπουρική έχει την τέχνη της, είπε ο θείος, και καλό είναι να μην καταπιανόμαστε τέχνες που δεν τις ξέρομε. — You see, Antonis, gardening also has its art, said the uncle, and it is good not to take up arts that we do not know. Φώναξε και την Πουλουδιά να της τα πω κι εκείνης. Call Pouloudia to tell her too.

Ο Αντώνης κοκκίνισε.

— Δε φταίγει εκείνη, είπε, γιατί δεν ήξερε, κι εγώ της είπα να σκάψει το χώμα πολύ βαθιά και πολύ κοντά στα λουλούδια. — It's not her fault, she said, because she didn't know, and I told her to dig the soil very deep and very close to the flowers.

Με τα χέρια κάτω από το βεστόνι του και τα κοντά παχιά του πόδια ανοιχτά, τον κοίταζε ο θείος, τα μάτια του στενεμένα στο αγαθό του χαμόγελο. With his hands under his waistcoat and his short fat legs spread, his uncle looked at him, his eyes narrowed into his kind smile.

— Ώστε ο μαστροχαλαστής είσαι συ! — So the pimp is you! Και τη μαστοριά σου φρόντισες να τη μάθεις και σ' άλλους! And you made sure to teach your skills to others too! έκανε.

Η καλόκαρδη ειρωνεία του θείου γκρέμισε μεμιάς τη συνηθισμένη αυτοπεποίθηση του Αντώνη. The good-hearted irony of the uncle suddenly shattered Antonis' usual self-confidence. Στρίβοντας τα χέρια του το ένα μες στο άλλο ομολόγησε: Wringing his hands together, he confessed:

— Έκανα και άλλη ζημιά χθες, μεγαλύτερη! — I did another damage yesterday, bigger!

— Σε καλό σου! Τι έκανες;

— Έσπασα όλες τις στάμνες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά! — I broke all the pitchers of Barbagiannis Kanatas!

— Μπρε ζημιάρη! — Damn you! Πώς το 'κανες; How did you do it?

Με δυο λόγια, του διηγήθηκε ο Αντώνης πως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς με πολλές στάμνες, που τις πήγαινε στο καφενείο, πάνω στο λόφο. In a few words, Antonis told him how Barbagiannis Kanatas passed by with many pitchers, which he was taking to the cafe on the hill. Και σαν τον άφησε μόνο να φυλάγει το γαϊδούρι του, θέλησε κείνος να μάθει της Πουλουδιάς να δένει κόμπο το σκοινί. And as he left him alone to watch over his donkey, he wanted to teach Pouloudias how to tie a rope.

— Μα τι μανία σ' έπιασε να δασκαλεύεις; αναφώνησε ο θείος. — But what anger got you into teaching? exclaimed the uncle. Και τι είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Του πλήρωσες τουλάχιστον τις στάμνες του; And what did Barbayannis Kanatas say? Did you at least pay him his pitchers?

Ο Αντώνης κρέμασε το κεφάλι. Antonis hung his head.

— Όχι, είπε. Και πρόσθεσε: And he added:

— Δεν έχομε κουμπαρά και λεφτά! — We have no piggy bank and no money!

— Λοιπόν θα ζημιώσει ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Και πώς θα πάρει ψωμί, που του κατέστρεψες το κεφάλαιο του; — So will Barbagiannis Kanatas suffer? And how will he get bread, since you destroyed his capital?

— Ήθελε η Πουλουδιά να πουλήσει τα σκουλαρίκια της κούκλας της, για να τον πληρώσει, μα δεν τ' αγόρασε η κερα-Ρήνη, είπε ο Αντώνης. "Pouloudia wanted to sell her doll's earrings to pay him, but the candle-Rini didn't buy it," said Antonis. Ύστερα ήθελε να χαρίσει τ' ωρολόγι της του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, μα ούτε κείνος δεν το πήρε. Then she wanted to give away her Barbagiannis Kanatas watch, but no one took it either. Ήταν, λέει, πολύτιμο. It was, he says, precious. Και σπάσανε, λέει, μόνο τρεις στάμνες και μας τις χάριζε. And they broke, he says, only three pitchers and he gave them to us.

— Και ήταν αλήθεια;

— Όχι. Είχαν σπάσει όλες. They were all broken. Το είπε έτσι. He said it like that.

Το χαμόγελο του θείου είχε φαρδύνει από τη μια φαβορίτα στην άλλη. Uncle's smile had widened from one sideburn to the other. Πήρε από την τσέπη το πορτοφόλι του κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτονόμισμα, το δίπλωσε και το έδωσε του Αντώνη. He took his wallet from his pocket and took out a bill, folded it and gave it to Antonis.

— Να το βάλεις σ' ένα φάκελο, είπε, και να γράψεις παστρικά σ' ένα χαρτί: «Ο ζημιάρης Τρελαντώνης ευχαριστεί τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά για τη μεγάλη του ευγένεια, και θα προσπαθήσει άλλη φορά να μη γυρεύει να ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν!» — Put it in an envelope, he said, and write on a piece of paper: "The wretched Trelantonis thanks Barbayannis Kanatas for his great kindness, and he will try another time not to turn and grow where he is not sown!" »

Ο Αντώνης δίπλωνε και ξεδίπλωνε το χαρτονόμισμα. Antonis was folding and unfolding the banknote.

— Θείε... είναι ανάγκη να βάλω ζημιάρης και Τρελαντώνης και ξεφυτρώνει; ρώτησε διστακτικά. — Uncle... do I need to put in damage and Trelantonis and it sprouts? he asked hesitantly.

— Μήπως προτιμάς να του το πεις προφορικά; — Do you prefer to tell him orally?

Σήκωσε ο Αντώνης το κεφάλι και αντάμωσε τα γελαστά μάτια του θείου. Antonis raised his head and met his uncle's smiling eyes.

— Διάλεξε ένα από τα δυο, όποιο θέλεις, είπε ο θείος. — Choose one of the two, whichever you want, said the uncle.

Ο Αντώνης θα διάλεγε το ξύλο της θείας. Antonis would choose his aunt's wood. Μα ντράπηκε να το πει. But he was ashamed to say it. Τ' ακόλουθα όμως λόγια του θείου μαλάκωσαν λίγο το πληγωμένο του φιλότιμο. But the following words of the uncle softened a little his wounded philotimos.

— Μπορούσα να σε δείρω, του είπε -ο θείος δεν έδερνε ποτέ- μ' αυτό δε θα διόρθωνε τη ζημιά σου, και δεν είναι δίκαιο ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς να ζημιωθεί για τις αταξίες σου. — I could spank you, he told him - the uncle never spanked - that would not repair your damage, and it is not fair that Barbayannis Kanatas should be damaged for your misdeeds. Άιντε, πήγαινε τώρα και κάνε με κουράγιο την τιμωρία σου. Come, go now and do your punishment with courage. Να έχεις έννοια, σαν περάσει τ' απόγεμα ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς, να του δώσεις εσύ ο ίδιος το φάκελο σου. Have the sense, if Barbagiannis Kanatas passes by in the afternoon, to give him your envelope yourself.

— Και αν δεν περάσει; — And if it doesn't pass?

— Θα περάσει, αφού έχει να πάγει στάμνες στο καφενείο. — He will pass, since he has pitchers to freeze in the coffee-house. Εκείνη η μέρα έσυρε μακριά σα δέκα μέρες. That day dragged on for ten days.

Τα τέσσερα αδέλφια, με την αράδα, είχαν κρεμαστεί στο παράθυρο ή έβγαιναν κάθε λίγο στη βεράντα, μήπως και δουν από μακριά τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά ή μήπως ακούσουν τα κανάτια του να κάνουν το συνηθισμένο τους τσικ τσικ, πριν ακόμα φανεί εκείνος και το γαϊδούρι του. The four brothers, with the arada, had hung on the window or went out to the veranda every now and then, in case they might see Barbayannis Kanatas in the distance or hear his jugs doing their usual clucking, before he and his donkey even appeared. Μα, προς το βράδυ πια, η αγωνία τους είχε φθάσει στο κατακόρυφο. But, towards evening, their anxiety had reached its peak. Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και βγήκαν όλα στο δρόμο, η Αλεξάνδρα, με τον Αλέξανδρο από το μέρος της βεράντας και της θάλασσας, ο Αντώνης με την Πουλουδιά από το μέρος της αυλής, πίσω από το σπίτι. They split into two camps and all went out into the street, Alexandra with Alexander from the side of the veranda and the sea, Antonis with Pouloudia from the side of the yard, behind the house.

Μα μόλις έκαναν λίγα βήματα, στάθηκαν μουδιασμένα τα δυο αδέλφια. But as soon as they took a few steps, the two brothers stood numb.

Παρακάτω, στη σκιά του τοίχου, κάθουνταν η βασιλική παρέα γύρω σ' ένα τραπέζι. Below, in the shadow of the wall, sat the royal company around a table.

— Και τώρα τι θα κάνομε; ψιθύρισε η Πουλουδιά. — And now what shall we do? Pouloudia whispered.

Μια στιγμή δίστασε ο Αντώνης. Antonis hesitated for a moment. Αλλά ευθύς πάλι αποφάσισε και μοίρασε τις στρατηγικές θέσεις. But he immediately decided again and divided the strategic positions.

— Εσύ θα σταθείς εκεί, σ' αυτή την πέτρα! — You will stand there, on this stone! πρόσταξε. he commanded. Και, αν δεις τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά να έρχεται από την Καστέλα... And, if you see Barbagiannis Kanatas coming from Kastela...

— Μα θα με δει ο βασιλέας και η βασίλισσα... Και είναι εκεί και τ' αγόρια, και η βασιλοπούλα Αλεξάνδρα, και... — But the king and the queen will see me... And the boys are there, and Princess Alexandra, and...

— Δεν πειράζει, αποφάσισε ο Αντώνης, πρέπει να σταθείς εκεί να παραφυλάγεις, κι εγώ φυλάγω από δω... — It doesn't matter, Antonis decided, you have to stand there and keep watch, and I'll keep watch from here...

Τρεχάτος, με πλατείς πήδους, κατάφθασε ένας μεγάλος σκύλος, πήδηξε πάνω στον Αντώνη και του έβαλε τα πόδια στους ώμους κουνώντας χαρούμενα την ουρά του. A large dog came running, with wide leaps, jumped on Antonis and put his paws on his shoulders, happily wagging his tail.

— Ο Ντον! αναφώνησε η Πουλουδιά.

Την ίδια ώρα, από το παρακάτω τραπέζι, ακούστηκε μια σφυριγματιά και συνάμα η ξενική φωνή του βασιλέα: At the same time, from the table below, a whistle was heard and at the same time the foreign voice of the king:

— Ντον! Έλα δω! Και πρόσθεσε: And he added:

— Μη φοβάσαι, παιδί μου, αυτά είναι χάδια που σου κάνει! — Don't be afraid, my child, these are caresses he gives you! Μα ο Ντον δεν εννοούσε ν' αφήσει τον παλιό του φίλο, μιας και τον ξαναβρήκε. But Don was not about to leave his old friend, since he found him again. Σηκώθηκε ο βασιλέας, ξανασφύριξε του Ντον και φώναξε: The king arose, blew the Don's whistle again, and cried:

— Ελάτε δω, παιδιά, και θα 'ρθει κι εκείνος! — Come here, children, and he will come too!

Ο Αντώνης έσπρωξε την Πουλουδιά με τον άγκωνά του. Antonis pushed Pouloudia with his elbow.

— Πήγαινε! ψιθύρισε. Το είπε ο βασιλέας!

— Όχι χωρίς εσένα! Μας φώναξε και τους δυο! αποκρίθηκε φοβισμένη η Πουλουδιά.

Νευρικά έσιαξε ο Αντώνης το ναυτικό κολάρο του, τράβηξε στα ίσια της την πάντα στραβή γραβάτα του και, θέλοντας και μη, με την Πουλουδιά και τον Ντον, που εξακολουθούσε να πηδά γύρω τους, σίμωσε το βασιλικό τραπέζι. Antonis nervously straightened his sailor's collar, straightened his always crooked tie and, willingly or not, with Pouloudia and Don, who was still jumping around them, set foot on the royal table. Μαγεμένη κοίταζε η Πουλουδιά τη βασίλισσα, ολόασπρη στο μουσελινένιο, όλο κανονέδες φόρεμα της, με φρίλια στον ανοιχτό της λαιμό και στα κοντά μανίκια, χωρίς καπέλο, με μόνο μια βελουδένια μαύρη κορδέλα γύρω στα ξανθά της μαλλιά. Poulodia gazed mesmerized at the queen, all white in her muslin, full cannon dress, with frills at her open neck and short sleeves, without a hat, with only a black velvet ribbon around her blond hair. Κοντά της κάθουνταν η μεγάλη βασιλοπούλα, σοβαρή, λίγο απόμακρη, και πλάγι της η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, και παρακάτω ένα δυο αξιωματικοί. Near her sat the great princess, serious, a little distant, and by her side the Russian lady of honor, and below a couple of officers. Μα ο Αντώνης είχε κολλήσει τα μάτια του στα τρία βασιλόπουλα, όρθια στην αράδα, με τη ράχη στον τοίχο, σα σκάλα, ο διάδοχος πρώτος, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος, και οι τρεις στα άσπρα, με σκούρα μπλου ναυτικά κολάρα και πλατιά ναυτικά ψάθινα καπέλα. But Antonis had fixed his eyes on the three royal children, standing in the arada, with their backs against the wall, like a ladder, the crown prince first, then the second, then the third, all three in white, with dark blue navy collars and wide nautical straw hats. Και τόσο ήταν απορροφημένος με τη θέα αυτή, που ξιπάστηκε σαν τον ρώτησε ο βασιλέας: And he was so engrossed with this sight, that he was undressed when the king asked him:

— Τι έπαθες κι έχεις δεμένο το κεφάλι;

Το είχε ξεχάσει ο Αντώνης το κεφάλι του. Antonis had forgotten his head. Αυθόρμητα σήκωσε το χέρι να βγάλει το μαντίλι. He spontaneously raised his hand to remove the scarf. Μα του το έπιασε η βασίλισσα. But the queen caught him.

— Δεν πρέπει! του είπε γλυκά. she told him sweetly. Μην το αγγίζεις!

— Μα γιατί είναι δεμένο το κεφάλι σου; επανέλαβε ο βασιλέας. — But why is your head tied? repeated the king.

Αποκρίθηκε ο Αντώνης κοκκινίζοντας:

— Έπεσα χθες.

Η μικρή βασιλοπούλα, που κυνηγούσε το τόπι της, πλησίασε ν' ακούσει. The little princess, who was chasing her topi, came closer to listen.

— Χτύπησες; ρώτησε περίεργη. — Did you hit? she asked curiously.

Γύρισε ο Αντώνης και την είδε, μα δεν αποκρίθηκε. Antonis turned and saw her, but did not respond. Όλη αυτή η συντροφιά τον στενοχωρούσε, τον έκανε δειλό, ντροπαλό, προπάντων τα τρία μεγάλα αγόρια αραδιασμένα στον τοίχο, που κοίταζαν και άκουαν ακατάδεχτα. All this company distressed him, made him timid, shy, above all the three big boys lined up against the wall, who looked and listened unacceptingly. Και του μιλούσε ο βασιλέας κι έπρεπε ν' απαντήσει, και τ' αγόρια όλο τον κοίταζαν και όλο άκουαν. And the king was talking to him and he had to answer, and the boys kept looking at him and kept listening.

— Χτύπησε; ρώτησε η μικρή βασιλοπούλα γυρνώντας στην Πουλουδιά. - Knocked; asked the little princess, returning to Pouloudia.

Αυτή ήταν μικρή, καθόλου σπουδαία σαν την όμορφη αδελφή της, και μπορούσε κανείς να της μιλήσει. She was small, not big like her beautiful sister, and one could talk to her.

— Ναι, είπε η Πουλουδιά, ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της πολυλογία, πήγε στη θάλασσα και κατέβηκε στους βράχους να μου πιάσει έναν κάβουρα, και... — Yes, said Pouloudia, regaining her usual verbosity, she went to the sea and went down to the rocks to catch me a crab, and...

— Και τον έπιασε; ρώτησε με λαχτάρα η μικρή βασιλοπούλα. — And did he catch him? asked the little princess longingly.

Μα την τράβηξε η βασίλισσα πλάγι της και μαζεύθηκε ντροπαλή πάλι η Πουλουδιά. But the queen pulled her to her side and Pouloudia gathered shyly again. Κι έλεγε του Αντώνη ο βασιλέας: And the king said to Antonis:

— Τι θέλεις να του πεις του Μπαρμπαγιάννη Κανατά; — What do you want to say to Barbagiannis Kanatas?

— Θέλω... ο θείος μου μου έδωσε... έχω κάτι να του δώσω... έκανε ο Αντώνης και σώπασε. — I want... my uncle gave me... I have something to give him... Antonis said and fell silent.

— Να του δώσεις; Τι, χρήματα; Μα δεν είναι φτωχός ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς. — Give it to him? What, money? But Barbagiannis Kanatas is not poor.

Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι ξαφνισμένος. Antonis raised his head in surprise.

— Είναι πολύ φτωχός, είπε, δεν έχει ούτε παπούτσια. — He is very poor, he said, he has not even shoes. Ο βασιλέας γέλασε. The king laughed.

— Όταν πουλά στάμνες, δε φορεί παπούτσια, είπε, και φορεί ρούχα παλιά και μπαλωμένα. — When he sells pitchers, he doesn't wear shoes, he said, and wears old and patched clothes. Μα σαν πάγει στο Ζάππειο... Ξέρεις το τραγούδι του; ρώτησε. But if he freezes in Zappeion... Do you know his song? asked.

— Μάλιστα, είπε ο Αντώνης δειλά. — Yes, said Antonis timidly.

— Πες το λοιπόν! — So say it!

Ο Αντώνης γύρισε στην Πουλουδιά. Antonis returned to Pouloudia.

— Και συ το ξέρεις. — And you know it. Πες το συ, έκανε όλο και πιο στενοχωρεμένος. Say it, he was getting more and more upset.

— Όχι, εσύ, είπε τρομαγμένη η Πουλουδιά. — No, you, said Poloudia, frightened.

— Πείτε το μαζί, είπε η βασίλισσα. — Say it together, said the queen.

Και, χαδιάρικα, βόλεψε τα πάντα ξεβολεμένα μαλλιά της Πουλουδιάς. And, caressingly, he stroked Pouloudia's always disheveled hair. Δεν ήταν τρόπος να το ξεφύγουν. There was no way to escape it. Και με φωνές που έτρεμαν, σαν κατσικάκια, άρχισαν τα δυο αδέλφια μαζί: And with trembling voices, like little goats, the two brothers began together:

«Μπάρμπαγιάννη με τις στά-α-μνες και με τα κανάτια σου, και με τα κανάτια σου, να χαρώ τα μάτια σου. "Barbagianni with your sta-a-mnes and with your jugs, and with your jugs, let me delight your eyes.

Πρό-σεξε μη σε γελά-α-σει κα-μιά όμορφη κυρά και σου φάει το γαϊδούρι και σ' αφήσει την ουρά. Be careful not to be laughed at by some pretty lady and eat your ass and leave your tail.

Μπάρ-μπαγιάννη σε λατρέ-ε-βω και θα σ' αγαπώ πιστά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που φορείς ψηλό καπέ- ε-λο και παπούτσια γυαλιστά...» Bar-bayiannis I adore you and I will love you faithfully, Barbayannis Kanata, Barbayannis Kanata, who wears a tall hat and shiny shoes..."

— Βλέπεις λοιπόν που δεν είναι φτωχός, αφού φορεί παπούτσια γυαλιστά και ψηλό καπέλο; διέκοψε ο βασιλέας. — So you see that he is not poor, since he wears polished shoes and a tall hat? interrupted the king.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Antonis stopped short. Μπερδεμένος είπε: Confused he said:

— Μα δεν είναι αλήθεια, είναι μόνο τραγούδι. — But it's not true, it's just a song. Κοροϊδευτικά τον ρώτησε ο βασιλέας: The king mockingly asked him:

— Εσύ δεν πας ποτέ στο Ζάππειο, στας Αθήνας; — You never go to Zappeion, in Athens?

— Όχι, ποτέ.

— Ναι, πάμε στας Αθήνας, αντίκοψε η Πουλουδιά, πήγαμε μια φορά σ' ένα μαγαζί για να δοκιμάσομε όλοι παπούτσια, δε θυμάσαι;... — Yes, we're going to Athens, Pouloudia interrupted, we once went to a shop to try on shoes, don't you remember?

— Λες ανοησίες, της είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης. — You are talking nonsense, Antonis told her in a low voice.

— Και ξέρεις και άλλα τραγούδια; ρώτησε η βασίλισσα. — And do you know other songs? asked the queen. Μα ο Αντώνης ήταν αποφασισμένος να μην πει άλλο. But Antonis was determined not to say any more.

— Δεν ξέρω κανένα καλά, αποκρίθηκε. — I don't know anyone well, he answered.

Η Πουλουδιά όμως, που είχε πάρει θάρρος στο μεταξύ, σαν είδε πως γελούσαν οι αξιωματικοί, είπε: However, Pouloudia, who had gathered courage in the meantime, as if she saw how the officers were laughing, said:

— Εγώ ξέρω πολλά. Ξέρω κι ελληνικά, ξέρω και αγγλικά. I also know Greek, I also know English.

— Κες κ' ελ ντι; ρώτησε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής. — Kes k'el di? asked the Russian lady of honor.

Κάτι αποκρίθηκε η βασίλισσα σε ξένη γλώσσα και, μαζεμένη πάλι, κοίταζε η Πουλουδιά μια τη μια και μια την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν. The queen answered something in a foreign language and, gathered together again, Pouloudia looked at one and the other, not understanding what they were saying. Και της είπε η βασίλισσα: And the queen said to her:

— Ρωτά η κυρία αν ξέρεις κανένα γαλλικό τραγούδι. — The lady asks if you know any French songs.

— Όχι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μα ξέρω ένα φράγκικο. — No, answered Pouloudia, but I know a Frankish one.

— Τι φράγκικο;

— Έτσι, φράγκικο. Δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε αγγλικό. It is neither Greek nor English.

— Για πες το! έκανε ο βασιλέας. Και το είπε η Πουλουδιά:

«Πι-πον-ντο, αλαρέ-βε-ράνσε “Pi-pon-do, alare-ve-ranche

Λια-κεν-ντιε κιγκουβέρν λα Φράνσε.

Αλό μεζαμί,

Λα γκερ ντελαφινί,

Πι-πον-ντο, αλαρί-βε-ζό».

Όλοι γύρω στο τραπέζι, αξιωματικοί και κυρίες, γελούσαν τώρα ξεκαρδισμένοι, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Αντώνη που υποψιάζουνταν ότι περιγελούσαν την Πουλουδιά, ενώ εκείνη τίποτα δε σκάμπαζε. Everyone around the table, officers and ladies, were now laughing hysterically, to the great displeasure of Antonis who suspected that they were making fun of Pouloudia, while she did nothing.

— Και τι θα πει αυτό; ρώτησε ο βασιλέας που φαινόταν να διασκεδάζει πολύ. — And what will that mean? asked the king who seemed to be very amused.

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, το λέμε για να δούμε ποιος θα βγει έξω στο κυνηγητό. — I don't know, answered Pouloudia, we say it to see who will go out on the chase. Και είναι φράγκικο. Έτσι λέγει η Αλίς.

— Και ποια είναι η Αλίς;

Με το κεφάλι έδειξε η Πουλουδιά κατά τα παρακάτω σπίτια. Pouloudia nodded towards the houses below.

— Είναι ένα κορίτσι που κάθεται πλάγι μας, αποκρίθηκε. — It's a girl sitting next to us, he answered. Ένας αξιωματικός, άσπρα ντυμένος και με μακριές καστανές μουστάκες, ρώτησε: An officer, dressed in white and with a long brown moustache, asked:

— Ξέρεις και κανένα άλλο ξενικό να μας πεις; — Do you know any other guesthouses to tell us about?

Ο Αντώνης της έγνεψε: «Όχι!» Μα η Πουλουδιά είχε πάρει φόρα. Antonis nodded to her: "No!" But Pouloudia had taken a chance.

— Ξέρω, αποκρίθηκε.

— Για πες το, είπε ο βασιλέας. Είναι φράγκικο σαν το άλλο που είπες; Is it French like the other one you said?

— Όχι, είναι γοριτσιάνικο. — No, it's girlish.

Τρομάρα τον έπιασε τον Αντώνη. Antonis was terribly taken by him. Και αυτό θα το πει;

— Και πού τα ξέρεις εσύ τα γοριτσιάνικα; ρώτησε πάλι ο βασιλέας. — And where do you know the goritsianika? asked the king again.

— Μου τα έμαθε η Φραντσέσκα, η παραμάνα του Αλέξανδρου. — Francesca, Alexander's nanny, taught me about it.

— Και ο Αλέξανδρος ποιος είναι; — And who is Alexander?

— Ο αδελφός μου.

— Αγόρι είναι το πιο μικρό σου αδελφάκι; Που φορεί ένα τόσο όμορφα κεντημένο φουστανάκι; ρώτησε η βασίλισσα. — Is a boy your youngest brother? Where is she wearing such a beautifully embroidered petticoat? asked the queen.

— Μάλιστα. Του το κέντησε η μαμά μας, προθυμοποιήθηκε να την πληροφορήσει η Πουλουδιά. Our mother embroidered it for him, Pouloudia was willing to inform her.

Ο Αντώνης έφριξε. Όλα τώρα τα οικογενειακά τους θα τα πει η Πουλουδιά; Έριξε μια ματιά στα τρία αγόρια, ακουμπισμένα στον τοίχο, και πάλι τα είδε ακίνητα και ακατάδεχτα, που μισοχαμογελούσαν με οίκτο. Will Pouloudia tell all their family matters now? He glanced at the three boys, leaning against the wall, and again saw them motionless and impassive, half-smiling in pity. Άθελα έκανε ένα βήμα πίσω, να βγει, αυτός τουλάχιστον, από τη βολή των ματιών τους. Involuntarily he took a step back, to get, at least he, out of their line of sight. Θέλησε να παρασύρει και την Πουλουδιά. He wanted to seduce Pouloudia as well. Μ' αυτή ούτε τον κοίταζε. She didn't even look at him. Κι έλεγε ο βασιλέας: And the king said:

— Μπράβο! Μπράβο της μαμάς σου! Και πες μας λοιπόν το γοριτσιάνικο.

Και άρχισε η Πουλουδιά μ' όλη της τη φωνή: And Pouloudia began with all her voice:

«Τις Μαρίτσκα μόγια, γιες τερέτιτς μαμ...» "Tis Maritska moya, sons Teretic mam..."

Πωπώ, ντροπή! Δεν ήξερε ο Αντώνης πού να κρυφθεί. Antonis did not know where to hide. Να ξεφωνίζει έτσι η αδελφή του, μπρος στο βασιλέα και τη βασίλισσα, αυτό το τραγούδι που κανένα αδέλφι δεν ήθελε πια να το πει, αφότου η παραμάνα κάποιου άλλου μωρού, Γοριτσιάνα και αυτή, τους είχε περιγελάσει πως τα 'λεγαν όλα στραβά και δε θα πει τίποτα το τραγούδι τους! For his sister to shout out in this way, in front of the king and queen, this song that no brother wanted to sing anymore, after the nanny of another baby, Goritsiana herself, had laughed at them that they were saying everything wrong and would not say nothing their song! Και τώρα γελούσε ο βασιλέας, και γελούσε η βασίλισσα, και γελούσαν οι αξιωματικοί, που ο ένας μάλιστα ακούμπησε στο σπαθί του με τα δυο του χέρια για να γελάσει πιο βολικά, και γελούσε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, όλοι γελούσαν και την περιγελούσαν, ακόμα και η μεγάλη βασιλοπούλα, που είχε σηκώσει ακατάδεχτα το πιγούνι της, και μόνη η Πουλουδιά δεν το έβλεπε, παρά εξακολουθούσε να ξεφωνίζει: And now the king was laughing, and the queen was laughing, and the officers were laughing, one of whom even leaned on his sword with both hands to laugh more conveniently, and the Russian lady of honor was laughing, everyone was laughing and laughing at her, still and the great princess, who had raised her chin disapprovingly, and only Pouloudia did not see it, but continued exclaiming:

«...Γιες τερέτιτς κούπενζέ, κούπενζέ, κούπενζέ, γιες τερέτιτς γκρίλενζέ...» "...Sons of teretics kupengze, kupengze, kupengze, sons of teretics grillenze..."

Τόσο ντράπηκε ο Αντώνης, που έκανε δυο βήματα προς το σπίτι του και άλλα δυο. Antonis was so ashamed that he took two steps towards his house and two more. Έριξε πίσω του μια ματιά και είδε πως τον κοίταζε ο διάδοχος, ακατάδεχτα και αυτός σαν την αδελφή του. He glanced behind him and saw that the crown prince was looking at him, disapprovingly like his sister. Και το 'βαλε ο Αντώνης στα πόδια και δε στάθηκε παρά στην αυλή του, κι εκεί πια ανέπνευσε ελεύθερα. And Antonis put it on his feet and stood only in his yard, and there he breathed freely. Ουφ! Τουλάχιστον εκεί δεν έβλεπε την ανόητη την Πουλουδιά... At least there he didn't see the stupid Pouloudia...

Πίσω του ξανάνοιξε η πόρτα της αυλής. Behind him the courtyard door opened again. Γύρισε φουρκισμένος να τα ψάλει της Πουλουδιάς. He went back to singing Pouloudia's songs. Μα δεν ήταν η Πουλουδιά, παρά μόνο ο ταχυδρόμος, που του έτεινε ένα διπλωμένο και κολλημένο χαρτί. But it was not Pouloudia, but only the postman, who handed him a folded and glued paper.

— Τηλεγράφημα, δώσ' το μέσα, είπε του Αντώνη. "Telegram, put it in," he said to Antonis.

Και ξαναβγήκε βιαστικός. And he hurried out again.

Την ίδια ώρα, τρεχάτος κατάφθανε ο Αλέξανδρος από μέσα από το σπίτι, κατακόκκινος από τη βία και τη λαχτάρα. At the same time, Alexander arrived running from inside the house, crimson from violence and longing.

— Έλα, Αντώνη, γρήγορα! — Come, Antonis, quickly! Η θεία έφυγε κι έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς! The aunt is gone and Barbayannis Kanatas is coming!

Στο διάδρομο τους σκουντούφλησε η Αλεξάνδρα, άλλο τόσο αναμμένη, που κατάφθανε να τους βιάσει να προφθάσουν. Alexandra stumbled into their hallway, still so fired up, that she managed to rush them to catch up.

— Γρήγορα! Γρήγορα! Έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Κι έτρεξαν στη βεράντα. And they ran to the veranda.

Μακριά, στον κατήφορο, φαίνουνταν τωόντι η πλατύγυρη σχισμένη ψάθα του Μπαρμπαγιάννη, πλάγι στο γαϊδούρι του, που, φορτωμένο όσο και χθες, ανέβαινε με τον αφέντη του, χωρίς βία, κατά τα σπίτια του Τσίλερ. Far away, on the descent, the broad torn mat of Barbaiannis could be seen, on the side of his donkey, which, loaded as yesterday, was going up with his master, without violence, towards the houses of Chiller. Νευρικός τον κοίταζε ο Αντώνης, μισοχαρούμενος, μισοντροπιασμένος για το χαρτί που ήταν μέσα στο φάκελο. Antonis looked at him nervously, half happy, half ashamed of the paper inside the envelope. Και άλλο τόσο νευρική κοίταζε η Αλεξάνδρα, που ήξερε τι ήταν το χαρτί του Αντώνη, και μάλιστα του το είχε ριγώσει, για να το γράψει εκείνος ίσια. And Alexandra was looking so nervous, because she knew what Antonis's paper was, and had even scratched it for him, so that he could write it straight. Και πλάγι τους ο Αλέξανδρος, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα και σκύβοντας πάνω από την κουπαστή, για να βλέπει πιο καλά, τους έλεγε κάθε κίνηση του Μπαρμπαγιάννη, μήπως και δεν τον προφθάσει ο Αντώνης. And by their side, Alexander, perched on the railings and leaning over the handrail, so that he could see better, was telling them every movement of Barbagiannis, lest Antonis should catch up with him.

— Τώρα στρίβει ένα τσιγάρο... τώρα το κολλά... πρόσεχε, Αντώνη, μη μας περάσει... — Now he twists a cigarette... now he sticks it... be careful, Antonis, don't pass us...

Και σαν έφθασε ο Μπαρμπαγιάννης στη γωνιά των σπιτιών του Τσίλερ, κατέβηκε ο Αντώνης στο δρόμο, έτρεξε στον Μπαρμπαγιάννη, του έδωσε το φάκελο και ξανάφυγε σα σαΐτα. And when Barbagiannis arrived at the corner of Tsiler's houses, Antonis went down the street, ran to Barbagiannis, gave him the envelope and ran away again. Ίσια μες στην τραπεζαρία μπήκε ο Αντώνης γυρεύοντας να κρύψει τη συγκίνηση που τον έκανε να λαχανιάζει. Antonis walked straight into the dining room, trying to hide the emotion that made him pant. Τρεχάτη και λαχανιασμένη ανέβηκε και η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο από το δρόμο και τρύπωσε κι εκείνη στην τραπεζαρία. Running and panting, Alexandra came up with Alexandros from the street and she too went into the dining room.

— Τι σου είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; ρώτησε. — What did Barbagiannis Kanatas tell you? asked.

Μα ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. But Antonis did not answer. Κρυφά, από το ανοιχτό παράθυρο, παραμόνευε να δει τον Μπαρμπαγιάννη που, ήσυχος, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ανέβαινε τον ανήφορο. Secretly, through the open window, he waited to see Barbaiannis who, quietly, as if nothing had happened, was climbing the hill. Σαν έφθασε μπρος στη βεράντα, σήκωσε ο Μπαρμπαγιάννης τα μάτια του στα παράθυρα και, με την άκρη των δαχτύλων του, άγγιξε το γύρο της ψάθας του. When he reached the front porch, Barbagiannis raised his eyes to the windows and, with the tip of his fingers, touched the round of his mat.

— Γεια σου, Αντώνη, Τρελαντώνη, κι ευχαριστώ! — Hello, Antonis, Trelandonis, and thank you! φώναξε.

Ο Αντώνης τέντωνε το λαιμό του να δει χωρίς να φαίνεται. Antonis craned his neck to see without being seen. Και τον είδε που ανέβαινε ως το παλάτι, τραβούσε ήσυχα το δρόμο του και χάνουνταν στο γύρισμα του δρόμου. And she saw him going up to the palace, quietly making his way, and disappearing at the turn of the road. Τότε και μόνο τόλμησε να ξαναβγεί στη βεράντα και ν' αναπνεύσει ελεύθερα. Only then did he dare to go out on the porch again and breathe freely.