×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Ι'. Η μάχη

Ι'. Η μάχη

Ξαπλωμένος χάμω, πίσω από το μολυβένιο στρατό του, το ένα μάτι κλειστό, σημαδεύοντας με το άλλο πού να ρίξει το βόλο του, είπε ο Αντώνης:

— Λοιπόν! Αποφάσισε! Είσαι ή δεν είσαι Τούρκος;

— Δεν είμαι! αναφώνησε αγανακτισμένος ο Αλέξανδρος, γονατισμένος και αυτός πίσω από το δικό του στρατό, τα χέρια του απλωμένα προστατευτικά πάνω από τα παρατεταγμένα μολυβένια στρατιωτάκια.

Ο Αντώνης άνοιξε το δεύτερο μάτι του για να αγριοκοιτάξει τον αδελφό του.

— Λοιπόν τι είσαι;

— Έλληνας! φώναξε ο Αλέξανδρος.

— Μα πώς μπορούν Έλληνες να πολεμούν και να σκοτώνουν Έλληνες; ρώτησε ο Αντώνης.

Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε.

— Δε θέλω όμως να είναι Τούρκοι οι στρατιώτες μου! διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος.

— Και ποιος θα είναι τότε Τούρκος; Πώς θα πολεμήσομε; Ή Έλληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι!

— Δε θέλω! επανέλαβε ο Αλέξανδρος.

Από το τραπέζι, όπου με μπλου και κόκκινα μολύβια χρωμάτιζαν οι δυο αδελφές ντεκολτέ κυρίες με τριαντάφυλλα στο κεφάλι, παλιά φιγουρίνια της θείας Μαριέτας, σηκώθηκε η Πουλουδιά και σίμωσε τ' αγόρια.

Ήταν πάλι Κυριακή. Μια βδομάδα είχε περάσει από το δάγκαμα του Ντον, τα χείλα του Αντώνη είχαν γιατρευτεί, οι αταξίες πολλαπλασιάστηκαν και οι τιμωρίες της θείας έπεφταν βροχή. Μα σήμερα δεν είχε πάγει η θεία στην εκκλησία, και τ' αγόρια, ελεύθερα, είχαν αποφασίσει να κάνουν πόλεμο κι έστησαν τον έναν αντίκρυ στον άλλο τους δυο τους εχθρικούς στρατούς. Στάθηκε η Πουλουδιά, με τα χέρια στην πλάτη, όρθια, κι επιθεώρησε με μια ματιά τα τακτικά, κατά τετράδες βαλμένα στρατιωτάκια του Αντώνη, τα τουφέκια και τις ξιφολόγχες τους ολόισια, γραμμή στον ώμο, με την ελληνική σημαία στη μέση και το στρατηγό καβάλα εμπρός. Και ύστερα κοίταξε τα στρατιωτάκια του Αλέξανδρου, μια μάζα γύρω στην τρίχρωμη μολυβένια σημαία τους, με τις ξιφολόγχες άλλες στραβωμένες και άλλες σπασμένες, με βάσεις ασταθείς, αλλού τσακισμένες και αλλού κυρτές. Μα δε μίλησε. Και είπε ο Αντώνης, σταυρώνοντας τα χέρια του:

— Τότε καλύτερα να μην παίξομε! Παραπονιάρικα είπε ο Αλέξανδρος:

— Δε θέλω ο στρατός μου να είναι τούρκικος!

Και νιώθοντας πως ο ερχομός της Πουλουδιάς σήμαινε επικουρία, σήκωσε το κεφάλι και παρακάλεσε:

— Πες του!

— Τότε μάζεψε το στρατό σου, είπε ο Αντώνης.

— Γιατί δε γίνεσαι εσύ Τούρκος; ρώτησε η Πουλουδιά.

— Εγώ;

Υπερήφανα έδειξε ο Αντώνης το στρατό του, ολοκαίνουριο, περιποιημένο, βερνικωμένο, σα να 'βγαινε από το μαγαζί, και χάιδεψε τη χάρτινη ελληνική σημαία, όχι πολύ τακτικά χρωματισμένη, αλλά παστρικά κολλημένη απάνω στη μολυβένια σημαία, για να σκεπάσει τα τρία της χρώματα.

— Αυτοί Τούρκοι; έκανε. Πώς μπορούν να είναι οι Τούρκοι πιο ωραίοι από τους Έλληνες; Και πώς μπορούν οι Έλληνες να έχουν αυτό το χάλι; πρόσθεσε με μια περιφρονητική κίνηση κατά τη μολυβένια μάζα του Αλέξανδρου.

Το επιχείρημα συγκίνησε την Πουλουδιά. Ειρηνευτικά είπε του Αλέξανδρου:

— Ας είναι Άγγλοι οι δικοί σου!

— Λαμπρά! Σαν τη μις Ράις! επιδοκίμασε ο Αντώνης που ήξερε τη νίκη του σίγουρη και ήταν ενθουσιασμένος να τραβήξει έναν τράκο στους συμπατριώτες της μις Ράις, ας ήταν και μολυβένιοι.

Ο Αλέξανδρος στάθηκε να συλλογιστεί.

— Καλά, είπε αργοκουνώντας πλαγίως το κεφάλι του, όχι για τη μις Ράις, μα γιατί ο θείος λέγει πως οι Άγγλοι μας έδωσαν την Κρήτη...

— Την Κέρκυρα! διόρθωσε ο Αντώνης. Πού η Κρήτη! Η Κρήτη θα ελευθερωθεί μόνη της! Αυτή δεν έχει ανάγκη από τους Άγγλους!

— Ναιαιαι; έκανε ο Αλέξανδρος. Πώς θα ελευθερωθεί;

— Θα κάνει επανάσταση, όπως ο Καραϊσκάκης... που μας έδειξε ό θείος τον τάφο του, και θα ελευθερωθεί όπως ελευθερώθηκε η Ελλάδα. Να! Αυτοί οι Κρητικοί είναι παλικάρια! Οι δικοί μου στρατιώτες λοιπόν είναι Κρητικοί!

— Ωραία! φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Αλέξανδρος. Και οι δικοί μου Έλληνες...

Μα τον διέκοψε ο Αντώνης:

— Μπούφο! Και τι είναι οι Κρητικοί; Δεν είναι και αυτοί Έλληνες; Και οι Κερκυραίοι; Και οι Ροδίτες και οι Κυπριώτες; Πώς μπορούν Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες; Ο ενθουσιασμός του Αλέξανδρου έπεσε και κοντοστάθηκε, ζαλισμένος λίγο από τόσα ονόματα.

— Μα τότε; Τι θα είναι οι δικοί μου; ρώτησε κατσουφιασμένος.

— Μα δεν είπαμε πως θα είναι Άγγλοι; Και η σημαία σου το λέγει. Είναι ξένη.

— Η μις Ράις είπε πως δεν είναι αγγλική αυτή η σημαία, μουρμούρισε διστακτικός ο Αλέξανδρος.

— Το ξέρω, είναι γαλλική, αδιάφορο. Έλα! Ετοιμάσου!

— Μα είναι παλικάρια οι Άγγλοι; ρώτησε επιφυλακτικά ο Αλέξανδρος.

— Βέβαια είναι! Αφού μας έδωσαν την Κέρκυρα; Έλα τώρα! Πού είναι ο βόλος σου;

Μα ο Αλέξανδρος είχε χάσει το βόλο του. Τον γύρεψε μες στις φούστες του, ανάμεσα στους στρατιώτες του, μες στο κουτί τους, και πάλι στη μάζα των στρατιωτών. Ο βόλος δε βρέθηκε. Μόνο που έπεσαν οι στρατιώτες του, που ήταν, ποιος πολύ ποιος λίγο, όλοι κάπως κουτσοί και ανάπηροι, και χρειάστηκε να τους ξαναστήσει. Έχασε την υπομονή του ο Αντώνης.

— Έλα, τελείωνε! φώναξε του Αλέξανδρου. Σου δίνω εγώ άλλο βόλο! Μόνο στήσε γρήγορα το στρατό σου!

Βιάζουνταν ο Αλέξανδρος όσο μπορούσε και βοηθούσε και η Πουλουδιά. Μα δεν ήταν εύκολο να στηθούν γερά στρατιώτες που όλοι σχεδόν είχαν στραβωμένες τις βάσεις. Το είδε η Πουλουδιά και άρχισε να θυμώνει. Με τα δόντια της, νευρικά, θυμωσιάρικα, έσιαζε μια δυο λυγισμένες βάσεις.

— Τι χάλια που είναι οι στρατιώτες σου! είπε χαμηλόφωνα του Αλέξανδρου, ενώ παρακάτω ο Αντώνης γύρευε ανάμεσα στους βόλους του έναν όμοιο σαν το δικό του, για να τον δώσει του αδελφού του. Τι χάλια! Ένας δεν έχει στέρεη βάση! Και θες να είναι κι Έλληνες!

Με την πρώτη θα πέσουν!

Ντροπιασμένος κοίταζε ο Αλέξανδρος τα θυμωμένα χέρια της Πουλουδιάς που γύρευε να στερεώσει τους στρατιώτες του, πατώντας τη μια βάση πάνω στην άλλη, μήπως τις αλληλοσυγκρατήσει. Μα επέστρεφε ο Αντώνης. Τους έσφιξε η Πουλουδιά όσο μπορούσε σε μια μάζα και σηκώθηκε.

— Να, είπε ο Αντώνης του αδελφού του. Δε βρήκα τον απαράλλαχτο σαν το δικό μου βόλο, μα δεν πειράζει. Ο δικός σου είναι λίγο πιο μεγάλος, θα σκοτώσεις περισσότερους από τους δικούς μου στρατιώτες. Έλα! Τράβα εσύ πρώτος!

— Και σημάδεψε καλά! πρόσταξε η Πουλουδιά.

Δίπλωσε ο Αλέξανδρος τον αντίχειρα του μέσα στο στρογγυλεμένο του δείχτη, τοποθέτησε το βόλο πάνω στο νύχι του και σημάδεψε. Μα ήταν μικρός ο αντίχειρας και βαρύς ο βόλος. Τον τίναξε, έφυγε αυτός στραβά και πέρασε πλάγι στους στρατιώτες του Αντώνη, χωρίς ν' αγγίξει κανένα.

— Μπούφο! μουρμούρισε η Πουλουδιά.

— Δική μου σειρά! είπε ο Αντώνης.

Ξαπλώθηκε χάμω, τοποθέτησε το βόλο του στο νύχι του, έκλεισε το ένα μάτι, σημάδεψε κι έριξε. Ο βόλος χτύπησε τη μάζα του Αλέξανδρου στη μια γωνιά και πήρε τους μισούς.

— Ω! ω! ω! έκανε ο Αλέξανδρος, έτοιμος να κλάψει.

— Στάσου! φώναξε η Πουλουδιά απλώνοντας τα χέρια της. Είπαμε πως όποιος στρατιώτης έπεσε πάνω σ' άλλο στρατιώτη είναι πληγωμένος και ξανασηκώνεται. Σκοτωμένοι είναι μόνο όσοι ακουμπούν ολόκληροι στο πάτωμα.

— Σωστά, αποκρίθηκε ο Αντώνης που είχε κάνει το νόμο στα γενέθλια του Αλέξανδρου, όταν είχε λάβει ο αδελφός του καινούριους στρατιώτες, ενώ οι δικοί του είχαν αρχίσει να χάνουν λίγο την ισορροπία τους. Σωστά, επανέλαβε πλησιάζοντας να επιτηρήσει την επιλογή. Μα τούτοι είναι σχεδόν όλοι σκοτωμένοι.

— Καθόλου! είπε η Πουλουδιά σηκώνοντας έναν πεσμένο που έσπρωξε έναν άλλο πλάγι του. Να, κούνησε αυτός· άρα ακουμπούσε στον άλλο.

— Στην άκρη μόνο της ξιφολόγχης! παρατήρησε ο Αντώνης.

— Αδιάφορο! Ακουμπούσε! επέμεινε η Πουλουδιά.

Και σήκωσε τον πληγωμένο, και άλλον έναν, και πάλι άλλον, ώσπου δεν έμειναν παρά τρεις τέσσερις σκοτωμένοι.

— Σα να μου φαίνεται πως τους σήκωσες όλους! ξαναδιαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.

— Καθόλου! Σήκωσα μόνο τους πληγωμένους! Έλα, Αλέξανδρε, τράβα πάλι!

Αναστέναξε ο Αλέξανδρος με ανακούφιση, σαν είδε πάλι όρθιους τους στρατιώτες του, και πάλι σημάδεψε και πάλι έριξε. Μα πάλι στράβωσε ο βόλος του και αστόχησε και κατρακύλησε πέρα από το στρατό του Αντώνη.

— Μα δεν προσέχεις! του φώναξε η Πουλουδιά.

— Δική μου σειρά! είπε θριαμβευτικά ο Αντώνης.

Και σημάδεψε και τράβηξε, και πάλι ο μισός στρατός του Αλέξανδρου στρώθηκε χάμω. Η Πουλουδιά ρίχθηκε στα γόνατα και άρχισε πάλι το ξεδιάλεγμα των πληγωμένων. Μ' αυτή τη φορά είχε ρίξει πιο δυνατά ο Αντώνης και είχαν σκορπίσει μακριά οι στρατιώτες, αφήνοντας λιγότερους πληγωμένους παρά σκοτωμένους.

— Έλα, είπε σφίγγοντας τα δόντια της η Πουλουδιά, σημάδεψε! Πρόσεξε!

Πρόσεξε ο καημένος ο Αλέξανδρος, μα του έπεφτε βαρύς ο βόλος και μικρό το χέρι και ήταν στερεές οι βάσεις του Αντώνη. Αυτή τη φορά χτύπησε την πλευρά μιας τετράδας, αλλά, αν και κλονίστηκε ολόκληρη η σειρά, μόνο ένας στρατιώτης έπεσε.

Και πάλι τράβηξε ο Αντώνης, και πάλι σκόρπισαν, πεθαμένοι και πληγωμένοι, όλοι σχεδόν οι στρατιώτες του Αλέξανδρου.

Τα δάκρυα έτρεχαν τώρα σιωπηλά στα μάγουλα του, ενώ σήκωνε τους πληγωμένους του, και πλάγι του, σιωπηλή και αυτή, έτριζε η Πουλουδιά τα δόντια της κι έσφιγγε κοντά-κοντά, για να υποστηρίξει ο ένας τον άλλο, τους λίγους πια ήρωες του Αλέξανδρου.

Ο αγώνας δε βάσταξε πολύ. Στην κατοπινή ριξιά έπεσε όλος ο στρατός του Αλέξανδρου.

— Ζήτω! φώναξε ο Αντώνης. Ζήτω! Σας έφαγα πάλι!

— Καθόλου! αποκρίθηκε η Πουλουδιά, γοργά σηκώνοντας τρεις τέσσερις στρατιώτες. Αυτοί είναι πληγωμένοι, πληγωμένος και ο στρατηγός! Έλα, Αλέξανδρε!

— Ζαβολιάρα! της φώναξε ο Αντώνης. Ήταν όλοι σκοτωμένοι!

— Δεν ήταν! διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά. Και δε θέλω να με λες ζαβολιάρα! Αυτοί ήταν πληγωμένοι, να, ήταν πεσμένοι έτσι...

— Εγώ τους είδα, και ήταν όλοι σκοτωμένοι! επέμεινε ο Αντώνης.

— Δεν ήταν! επέμεινε και η Πουλουδιά.

— Ήταν!

— Δεν ήταν!

Τα πράγματα αγρίευαν.

— Μη μαλώνετε! φώναξε η Αλεξάνδρα από το τραπέζι της. Ο Αντώνης ρίχθηκε κι εκείνος στα γόνατα.

— Έλα, καλά, ξεμπέρδευε, Αλέξανδρε, ρίξε άλλη μια, είπε πεισμωμένος, και με την πρώτη θα σου τους σαρώσω όλους κάτω!

Ο Αλέξανδρος, γονατιστός, δάγκανε τα χείλια του, για να σταματήσει τα δάκρυα που ολοένα ανάβρυζαν. Πήρε το βόλο του, σημάδεψε κι έριξε. Μα έτρεμαν τα χέρια του και ο βόλος πήδηξε από πάνω από το στρατό του Αντώνη και κύλησε με κρότο στα σανίδια, μακριά, πίσω του.

— Δική μου σειρά και τελείωσε! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης.

— Δεν πάει αυτή! αντιφώναξε η Πουλουδιά.

— Πάει και παραπάει!

— Όχι, δεν πάει! Έδωσες του Αλέξανδρου ένα μεγάλο βόλο που δε χωρεί στο δάχτυλο του! Δώσ' του το δικό σου βόλο!

— Ανοησίες λες! Φύγε από κει!

— Δεν πάει σου λέγω! Στάσου!

Με μια σπρωξιά την παραμέρισε ο Αντώνης, έριξε το βόλο του και σκόρπισε στα πέρατα τους τελευταίους ανδρείους του Αλέξανδρου, μαζί και το στρατηγό, που αυτή τη φορά έπεσε από το άλογο. Ο Αλέξανδρος δε γύρευε πια να συγκρατήσει τ' αναφιλητά του. Η Πουλουδιά άφριζε.

— Δεν πάει! έλεγε και ξανάλεγε. Δεν πάει, είναι αδικία! Και με φούρκα μάζεψε το στρατηγό, τον κάθισε στο άλογο και άρχισε να στήνει πάλι όρθιους τους στρατιώτες.

Με μια ξανάστροφη τους έριξε κάτω ο Αντώνης. Έξω φρενών κλότσησε η Πουλουδιά και αναποδογύρισε και σκόρπισε όλο το στρατό του Αντώνη. Άλλη μάχη ξέσπασε τότε. Την έπιασε ο Αντώνης από τα δυο χέρια γυρεύοντας να τη γονατίσει.

— Τι έκανες; της είπε μέσα από τα δόντια του. Είδες τι έκανες; Έριξες κάτω την ελληνική σημαία και την ξεκόλλησες! Μάζεψε την ευθύς και φίλησε την!

— Δεν τη μαζεύω και δεν τη φιλώ!

— Θα τη μαζέψεις!

— Δεν τη μαζεύω!

Με τη βία τη γονάτισε.

— Μάζεψε την! Είναι η ελληνική σημαία!

— Δεν είναι! Είναι ένα παλιόχαρτο...

— Πουλουδιά!...

Διακόπηκε κείνη, τρομαγμένη με τα ίδια της τα λόγια. Σα να πάγωσε ξαφνικά η κάμαρα όλη. Η Αλεξάνδρα είχε σηκωθεί από τη ζωγραφική της, ο Αντώνης τράβηξε τα χέρια του, ο Αλέξανδρος σταμάτησε τα κλάματα του. Και οι τρεις την κοίταζαν. Μα η Πουλουδιά δεν τα 'βαζε κάτω.

— Δεν είναι αυτό σημαία! επέμεινε. Αυτό το ζωγράφισε ο Αντώνης, και το κόλλησε ο Αντώνης, και δεν είναι τίποτα, και είναι πασαλειμμένο γκόμες και μουντζούρες! Είναι... είναι...

Δεν τόλμησε να επαναλάβει τη λέξη, μα τα χείλια της έτρεμαν και δάκρυα μαζεύουνταν στα μάτια της.

— Είναι μια μουντζούρα! μουρμούρισε.

— Καλά! είπε ο Αντώνης. Το απόγεμα θα έλθει ο Γιάννης και θα τον ρωτήσω αν επιτρέπονται αυτά! Θα του πω πως είπες τη σημαία μας παλιόχαρτο και μουντζούρα!

— Δεν την είπα!

— Δεν την είπες; Τ' άκουσε και η Αλεξάνδρα και ο Αλέξανδρος!

— Όχι! Δεν το είπα για τη σημαία μας! Το είπα γι' αυτό το χαρτί...

— Να, πάλι το λες! Λοιπόν για τιμωρία σου θα του πω και το άλλο. Πως είπες που, όταν μεγαλώσεις, θα τον πάρεις...

Αυτού πια ξεχείλισε το ποτήρι. Η Πουλουδιά έμπηξε τα κλάματα, πετάχθηκε έξω από την κάμαρα κι έτρεξε ολόισια στην αυλή. Εκεί ήταν μοναξιά και ηλιοπύρι. Κάθισε στο πεζούλι της πόρτας, έσκυψε το κεφάλι της στα γόνατα κι έκλαψε, έκλαψε όσο το τραβούσε η καρδιά της. Η πόρτα της αυλής άνοιξε σιγά και η Αλίς μπήκε μέσα. Μα τόσο έκλαιγε η Πουλουδιά, που δεν την άκουσε. Πλησίασε η Αλίς λίγο διστακτικά και ακούμπησε το χέρι στο σκυμμένο κεφάλι της Πουλουδιάς.

— Γιατί κλαις; ρώτησε γλυκά.

Ξαφνίστηκε η Πουλουδιά και ανορθώθηκε. Το πρόσωπο της ήταν μουσκεμένο και μουντζουρωμένο από τ' ασκούπιστα δάκρυα. Αντίκρισε το συμπονετικό βλέμμα της Αλίς και συγκινήθηκε και ξανάρχισε τα κλάματα.

— Γιατί κλαις; Τι έχεις;

Μα δεν ήθελε να πει η Πουλουδιά ούτε για τη σημαία ούτε για τον καβγά της με τον Αντώνη ούτε για τις φοβέρες του πως θα τα πει του Γιάννη. Συνάμα θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε έλθει η Αλίς και, βλέποντας την τόσο συμπονετική και γλυκιά, ντράπηκε για τα τραχιά λόγια που της είχε πει ο Αντώνης, πως εκείνη σταύρωσε το Χριστό. Και, με ξαφνική τρυφερότητα, αγκάλιασε την Αλίς και τη φίλησε.

Κοκκίνισε κείνη από ευχαρίστηση και της ανταπέδωσε το φίλημα της.

— Μα γιατί κάθεσαι στον ήλιο; Πύρωσε το κεφάλι σου, είπε. Έλα στη σκιά.

Μαζί πήγαν τα δυο κορίτσια και κάθισαν κάτω από τη γαζία. Και για να κάνει την Πουλουδιά να ξεχάσει τη λύπη της, είπε η Αλίς.

— Ξέρεις γιατί δεν ήρθα τόσες μέρες; Ήμουν στης θείας μου, στην εξοχή, στο βουνό, στην πρασινάδα και στα πεύκα! Αχ, έλα και συ!...

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ι'. Η μάχη I|the|battle 我'。战争 I. The battle

Ξαπλωμένος χάμω, πίσω από το μολυβένιο στρατό του, το ένα μάτι κλειστό, σημαδεύοντας με το άλλο πού να ρίξει το βόλο του, είπε ο Αντώνης: lying|down|behind|from|the|lead|army|his|the|one|eye|closed|aiming|with|the|other|where|to|throw|the|stone|his|he said|the|Antonis Lying down on the ground, behind his lead army, one eye closed, aiming with the other where to throw his marble, Antonis said:

— Λοιπόν! well — Well! Αποφάσισε! Decide! Είσαι ή δεν είσαι Τούρκος; you are|or|not|you are|Turk Are you or are you not Turkish?

— Δεν είμαι! not|I am — I am not! αναφώνησε αγανακτισμένος ο Αλέξανδρος, γονατισμένος και αυτός πίσω από το δικό του στρατό, τα χέρια του απλωμένα προστατευτικά πάνω από τα παρατεταγμένα μολυβένια στρατιωτάκια. he exclaimed|frustrated|the|Alexander|kneeling|and|he|behind|from|the|own|his|army|the|hands|his|stretched|protectively|over|from|the|lined up|lead|soldiers exclaimed Alexander, outraged, kneeling behind his own army, his hands stretched protectively over the lined-up lead soldiers.

Ο Αντώνης άνοιξε το δεύτερο μάτι του για να αγριοκοιτάξει τον αδελφό του. the|Antonis|he opened|the|second|eye|his|to|to|he glared|the|brother|his Antonis opened his second eye to glare at his brother.

— Λοιπόν τι είσαι; well|what|you are — So what are you?

— Έλληνας! Greek — Greek! φώναξε ο Αλέξανδρος. he shouted|the|Alexander Alexander shouted.

— Μα πώς μπορούν Έλληνες να πολεμούν και να σκοτώνουν Έλληνες; ρώτησε ο Αντώνης. but|how|they can|Greeks|to|they fight|and|to|they kill|Greeks|he asked|the|Antonis — But how can Greeks fight and kill Greeks? asked Antonis.

Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε. the|Alexander|not|he knew Alexander did not know.

— Δε θέλω όμως να είναι Τούρκοι οι στρατιώτες μου! not|I want|however|to|to be|Turks|the|soldiers|my — But I don't want my soldiers to be Turks! διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος. he protested|angry he protested angrily.

— Και ποιος θα είναι τότε Τούρκος; Πώς θα πολεμήσομε; Ή Έλληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι! and|who|will|will be|then|Turk|how|will|we will fight|either|Greeks|will|will be|the|soldiers|your|or|Turks — And who will then be Turkish? How will we fight? Your soldiers will either be Greeks or Turks! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι! since|the|own|my|are|Greeks|the|own|your|must|to|are|Turks Since my people are Greeks, yours must be Turks!

— Δε θέλω! not|I want — I don't want to! επανέλαβε ο Αλέξανδρος. he repeated|the|Alexander Alexander repeated.

Από το τραπέζι, όπου με μπλου και κόκκινα μολύβια χρωμάτιζαν οι δυο αδελφές ντεκολτέ κυρίες με τριαντάφυλλα στο κεφάλι, παλιά φιγουρίνια της θείας Μαριέτας, σηκώθηκε η Πουλουδιά και σίμωσε τ' αγόρια. from|the|table|where|with|blue|and|red|pencils|they were coloring|the|two|sisters|décolletés|ladies|with|roses|on|head|old|figurines|of the|aunt|Marietta|she got up|the|Pouloudia|and|she approached|the|boys From the table, where the two sisters were coloring the décolletés of ladies with blue and red pencils, old figurines of Aunt Marietta, Pouloudia got up and approached the boys.

Ήταν πάλι Κυριακή. it was|again|Sunday It was Sunday again. Μια βδομάδα είχε περάσει από το δάγκαμα του Ντον, τα χείλα του Αντώνη είχαν γιατρευτεί, οι αταξίες πολλαπλασιάστηκαν και οι τιμωρίες της θείας έπεφταν βροχή. a|week|it had|passed|since|the|bite|of|Don|the|lips|of|Antonis|they had|healed|the|mischiefs|multiplied|and|the|punishments|of the|aunt|they were falling|rain A week had passed since Don's bite, Antonis' lips had healed, the mischief multiplied, and the aunt's punishments were falling like rain. Μα σήμερα δεν είχε πάγει η θεία στην εκκλησία, και τ' αγόρια, ελεύθερα, είχαν αποφασίσει να κάνουν πόλεμο κι έστησαν τον έναν αντίκρυ στον άλλο τους δυο τους εχθρικούς στρατούς. but|today|not|she had|gone|the|aunt|to the|church|and|the|boys|free|they had|decided|to|they make|war|and|they set up|the|one|facing|to the|other|their|two|their|hostile|armies But today the aunt had not gone to church, and the boys, free, had decided to wage war and set up their two opposing armies facing each other. Στάθηκε η Πουλουδιά, με τα χέρια στην πλάτη, όρθια, κι επιθεώρησε με μια ματιά τα τακτικά, κατά τετράδες βαλμένα στρατιωτάκια του Αντώνη, τα τουφέκια και τις ξιφολόγχες τους ολόισια, γραμμή στον ώμο, με την ελληνική σημαία στη μέση και το στρατηγό καβάλα εμπρός. she stood|the|Pouloudia|with|the|hands|on the|back|upright|and|she inspected|with|a|glance|the|orderly|in|fours|placed|little soldiers|of|Antonis|the|rifles|and|the|bayonets|their|straight|line|on the|shoulder|with|the|Greek|flag|in the|middle|and|the|general|mounted|in front Pouloudia stood with her hands on her back, upright, and inspected with a glance the neatly arranged toy soldiers of Antonis, their rifles and bayonets straight, lined up on the shoulder, with the Greek flag in the middle and the general mounted in front. Και ύστερα κοίταξε τα στρατιωτάκια του Αλέξανδρου, μια μάζα γύρω στην τρίχρωμη μολυβένια σημαία τους, με τις ξιφολόγχες άλλες στραβωμένες και άλλες σπασμένες, με βάσεις ασταθείς, αλλού τσακισμένες και αλλού κυρτές. and|then|he looked at|the|little soldiers|of|Alexander|a|mass|around|at the|tricolor|lead|flag|their|with|the|bayonets|some|bent|and|others|broken|with|bases|unstable|elsewhere|crushed|and|elsewhere|curved And then he looked at Alexander's toy soldiers, a mass around their tricolor lead flag, with some bayonets bent and others broken, with unstable bases, some crushed and others curved. Μα δε μίλησε. but|not|he spoke But he did not speak. Και είπε ο Αντώνης, σταυρώνοντας τα χέρια του: and|he said|the|Antonis|crossing|the|arms|his And Antonis said, crossing his arms:

— Τότε καλύτερα να μην παίξομε! then|better|to|not|we play — Then it's better not to play! Παραπονιάρικα είπε ο Αλέξανδρος: complaining|he said|the|Alexander Alexandros said plaintively:

— Δε θέλω ο στρατός μου να είναι τούρκικος! not|I want|the|army|my|to|to be|Turkish — I don't want my army to be Turkish!

Και νιώθοντας πως ο ερχομός της Πουλουδιάς σήμαινε επικουρία, σήκωσε το κεφάλι και παρακάλεσε: and|feeling|that|the|arrival|of the|Pouloudia|it meant|reinforcement|he raised|the|head|and|he begged And feeling that the arrival of Pouloudia meant support, he lifted his head and pleaded:

— Πες του! say|to him — Tell him!

— Τότε μάζεψε το στρατό σου, είπε ο Αντώνης. then|gather|the|army|your|said|the|Antonis — Then gather your army, said Antonis.

— Γιατί δε γίνεσαι εσύ Τούρκος; ρώτησε η Πουλουδιά. why|not|you become|you|Turk|asked|the|Pouloudia — Why don't you become a Turk? asked Pouloudia.

— Εγώ; I — Me?

Υπερήφανα έδειξε ο Αντώνης το στρατό του, ολοκαίνουριο, περιποιημένο, βερνικωμένο, σα να 'βγαινε από το μαγαζί, και χάιδεψε τη χάρτινη ελληνική σημαία, όχι πολύ τακτικά χρωματισμένη, αλλά παστρικά κολλημένη απάνω στη μολυβένια σημαία, για να σκεπάσει τα τρία της χρώματα. proudly|he showed|the|Antonis|the|army|his|brand new|well-groomed|varnished|as|that|it was coming out|from|the|shop|and|he caressed|the|paper|Greek|flag|not|very|neatly|colored|but|cleanly|glued|on|the|metal|flag|to|that|cover|the|three|its|colors Proudly, Antonis showed his army, brand new, well-kept, varnished, as if it had just come out of the shop, and he caressed the paper Greek flag, not very neatly colored, but neatly glued on top of the lead flag, to cover its three colors.

— Αυτοί Τούρκοι; έκανε. they|Turks|he said — Are they Turks? he said. Πώς μπορούν να είναι οι Τούρκοι πιο ωραίοι από τους Έλληνες; Και πώς μπορούν οι Έλληνες να έχουν αυτό το χάλι; πρόσθεσε με μια περιφρονητική κίνηση κατά τη μολυβένια μάζα του Αλέξανδρου. how|they can|to|be|the|Turks|more|beautiful|than|the|Greeks|and|how|they can|the|Greeks|to|have|this|the|mess|he added|with|a|contemptuous|gesture|towards|the|leaden|mass|of|Alexander How can the Turks be more handsome than the Greeks? And how can the Greeks be in such a state? he added with a contemptuous gesture towards the leaden mass of Alexander.

Το επιχείρημα συγκίνησε την Πουλουδιά. the|argument|it moved|the|Pouloudia The argument moved Pouloudia. Ειρηνευτικά είπε του Αλέξανδρου: peaceably|he said|to|Alexander Peacefully, she said to Alexander:

— Ας είναι Άγγλοι οι δικοί σου! let|they are|English|the|own|your — Let your people be English!

— Λαμπρά! splendid — Brilliant! Σαν τη μις Ράις! like|the|miss|Rice Like Miss Rice! επιδοκίμασε ο Αντώνης που ήξερε τη νίκη του σίγουρη και ήταν ενθουσιασμένος να τραβήξει έναν τράκο στους συμπατριώτες της μις Ράις, ας ήταν και μολυβένιοι. he applauded|the|Antonis|who|he knew|the|victory|his|certain|and|he was|excited|to|to pull|a|drag|to the|compatriots|of the|miss|Rice|even if|they were|and|lead Antonius cheered, knowing his victory was certain and was excited to pull a trick on the compatriots of Miss Rice, even if they were made of lead.

Ο Αλέξανδρος στάθηκε να συλλογιστεί. the|Alexander|he stood|to|think Alexander stood to ponder.

— Καλά, είπε αργοκουνώντας πλαγίως το κεφάλι του, όχι για τη μις Ράις, μα γιατί ο θείος λέγει πως οι Άγγλοι μας έδωσαν την Κρήτη... well|he said|slowly shaking|sideways|his|head|his|not|for|the|miss|Rice|but|because|the|uncle|he says|that|the|English|to us|they gave|the|Crete — Well, he said, slowly shaking his head sideways, not for Miss Rice, but because uncle says the English gave us Crete...

— Την Κέρκυρα! the|Corfu — Corfu! διόρθωσε ο Αντώνης. he corrected|the|Antonis corrected Antonis. Πού η Κρήτη! where|the|Crete Where is Crete! Η Κρήτη θα ελευθερωθεί μόνη της! the|Crete|will|be freed|alone|its Crete will free itself! Αυτή δεν έχει ανάγκη από τους Άγγλους! she|not|has|need|from|the|English It does not need the English!

— Ναιαιαι; έκανε ο Αλέξανδρος. yes|said|the|Alexandros — Yes, yes, yes? said Alexander. Πώς θα ελευθερωθεί; how|will|be freed How will he be freed?

— Θα κάνει επανάσταση, όπως ο Καραϊσκάκης... που μας έδειξε ό θείος τον τάφο του, και θα ελευθερωθεί όπως ελευθερώθηκε η Ελλάδα. will|make|revolution|like|the|Karaiskakis|who|to us|showed|the|uncle|his|grave|his|and|will|be freed|like|was freed|the|Greece — He will make a revolution, like Karaiskakis... who showed us his uncle's grave, and he will be freed just like Greece was freed. Να! here See! Αυτοί οι Κρητικοί είναι παλικάρια! these|the|Cretans|are|brave men These Cretans are brave men! Οι δικοί μου στρατιώτες λοιπόν είναι Κρητικοί! the|own|my|soldiers|therefore|are|Cretans So my soldiers are Cretans!

— Ωραία! great — Great! φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Αλέξανδρος. he shouted|with|enthusiasm|the|Alexander Alexander exclaimed with enthusiasm. Και οι δικοί μου Έλληνες... and|the|own|my|Greeks And my Greeks...

Μα τον διέκοψε ο Αντώνης: but|him|he interrupted|the|Antonis But he was interrupted by Antonis:

— Μπούφο! buffoon — Buffoon! Και τι είναι οι Κρητικοί; Δεν είναι και αυτοί Έλληνες; Και οι Κερκυραίοι; Και οι Ροδίτες και οι Κυπριώτες; Πώς μπορούν Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες; Ο ενθουσιασμός του Αλέξανδρου έπεσε και κοντοστάθηκε, ζαλισμένος λίγο από τόσα ονόματα. and|what|they are|the|Cretans|not|they are|also|they|Greeks|and|the|Corfiots|and|the|Rhodians|and|the|Cypriots|how|they can|Greeks|to|they kill|Greeks|the|enthusiasm|of the|Alexandros|it fell|and|he paused|dizzy|a little|from|so many|names And what are the Cretans? Aren't they Greeks too? And the Corfiots? And the Rhodians and the Cypriots? How can Greeks kill Greeks? Alexander's enthusiasm waned and he paused, a bit dizzy from so many names.

— Μα τότε; Τι θα είναι οι δικοί μου; ρώτησε κατσουφιασμένος. but|then|what|will|they will be|the|own|my|he asked|sulky — But then? What will my people be? he asked sulkily.

— Μα δεν είπαμε πως θα είναι Άγγλοι; Και η σημαία σου το λέγει. but|not|we said|that|will|they are|English|and|the|flag|your|it|says — But didn't we say they would be English? And your flag says so. Είναι ξένη. it is|foreign It is foreign.

— Η μις Ράις είπε πως δεν είναι αγγλική αυτή η σημαία, μουρμούρισε διστακτικός ο Αλέξανδρος. the|miss|Rice|she said|that|not|it is|English|this|the|flag|he murmured|hesitant|the|Alexandros — Miss Rice said that this flag is not English, Alexander murmured hesitantly.

— Το ξέρω, είναι γαλλική, αδιάφορο. it|I know|it is|French|indifferent — I know, it's French, it doesn't matter. Έλα! come Come! Ετοιμάσου! get ready Get ready!

— Μα είναι παλικάρια οι Άγγλοι; ρώτησε επιφυλακτικά ο Αλέξανδρος. but|they are|brave men|the|English|he asked|cautiously|the|Alexander — But are the English brave? Alexander asked cautiously.

— Βέβαια είναι! of course|they are — Of course they are! Αφού μας έδωσαν την Κέρκυρα; Έλα τώρα! after|to us|they gave|the|Corfu|come on|now After they gave us Corfu? Come on! Πού είναι ο βόλος σου; where|is|the|ball|your Where is your ball?

Μα ο Αλέξανδρος είχε χάσει το βόλο του. but|the|Alexander|he had|lost|the|ball|his But Alexander had lost his ball. Τον γύρεψε μες στις φούστες του, ανάμεσα στους στρατιώτες του, μες στο κουτί τους, και πάλι στη μάζα των στρατιωτών. him|he searched|inside|in the|skirts|his|among|the|soldiers|his|inside|in the|box|their|and|again|in the|mass|of the|soldiers He searched for it among the skirts, among his soldiers, in their box, and again in the mass of soldiers. Ο βόλος δε βρέθηκε. the|ball|not|was found The ball was not found. Μόνο που έπεσαν οι στρατιώτες του, που ήταν, ποιος πολύ ποιος λίγο, όλοι κάπως κουτσοί και ανάπηροι, και χρειάστηκε να τους ξαναστήσει. only|that|they fell|the|soldiers|his|that|they were|who|many|who|few|all|somewhat|lame|and|disabled|and|it was necessary|to|them|set up again Only that his soldiers fell, who were, some more, some less, all somewhat lame and disabled, and he needed to set them up again. Έχασε την υπομονή του ο Αντώνης. he lost|the|patience|his|the|Antonis Antonis lost his patience.

— Έλα, τελείωνε! come on|finish up — Come on, finish up! φώναξε του Αλέξανδρου. he called|to the|Alexandros He called out to Alexander. Σου δίνω εγώ άλλο βόλο! to you|I give|I|another|ball I'll give you another ball! Μόνο στήσε γρήγορα το στρατό σου! only|set up|quickly|your|army|your Just quickly set up your army!

Βιάζουνταν ο Αλέξανδρος όσο μπορούσε και βοηθούσε και η Πουλουδιά. he was hurrying|the|Alexandros|as|he could|and|he was helping|and|the|Pouloudia Alexander was hurrying as much as he could and Pouloudia was helping too. Μα δεν ήταν εύκολο να στηθούν γερά στρατιώτες που όλοι σχεδόν είχαν στραβωμένες τις βάσεις. but|not|they were|easy|to|be set up|strong|soldiers|who|all|almost|they had|crooked|the|bases But it wasn't easy to set up sturdy soldiers when almost all of them had crooked bases. Το είδε η Πουλουδιά και άρχισε να θυμώνει. it|she saw|the|Pouloudia|and|she started|to|get angry Pouloudia saw it and began to get angry. Με τα δόντια της, νευρικά, θυμωσιάρικα, έσιαζε μια δυο λυγισμένες βάσεις. with|the|teeth|her|nervously|angrily|she was fixing|a|two|bent|bases With her teeth, nervously and angrily, she adjusted a couple of bent bases.

— Τι χάλια που είναι οι στρατιώτες σου! what|mess|that|they are|your|soldiers| — How terrible your soldiers are! είπε χαμηλόφωνα του Αλέξανδρου, ενώ παρακάτω ο Αντώνης γύρευε ανάμεσα στους βόλους του έναν όμοιο σαν το δικό του, για να τον δώσει του αδελφού του. he said|quietly|to|Alexandros|while|below|the|Antonis|he was looking for|among|the|marbles|his|a|similar|like|the|own|his|in order|to|it|he gives|to|brother|his he said quietly to Alexandros, while below Antonis was searching among the marbles for one similar to his own, to give to his brother. Τι χάλια! what|mess What a mess! Ένας δεν έχει στέρεη βάση! one|not|has|solid|base None of them has a solid base! Και θες να είναι κι Έλληνες! and|you want|to|they are|also|Greeks And you want them to be Greeks!

Με την πρώτη θα πέσουν! with|the|first|will|fall They will fall with the first!

Ντροπιασμένος κοίταζε ο Αλέξανδρος τα θυμωμένα χέρια της Πουλουδιάς που γύρευε να στερεώσει τους στρατιώτες του, πατώντας τη μια βάση πάνω στην άλλη, μήπως τις αλληλοσυγκρατήσει. ashamed|he was looking|the|Alexander|the|angry|hands|of the|Pouloudia|that|she was trying|to|stabilize|the|soldiers|of his|stepping|the|one|base|on|the|other|in case|them|it holds together Ashamed, Alexandros looked at the angry hands of Pouloudia, who was trying to stabilize his soldiers by stacking one base on top of another, hoping to hold them together. Μα επέστρεφε ο Αντώνης. but|he was returning|the|Antonis But Antonis was returning. Τους έσφιξε η Πουλουδιά όσο μπορούσε σε μια μάζα και σηκώθηκε. them|she squeezed|the|Pouloudia|as|she could|into|a|mass|and|she got up Pouloudia squeezed them as tightly as she could into a mass and stood up.

— Να, είπε ο Αντώνης του αδελφού του. here|he said|the|Antonis|of|brother|his — Here, said Antonis to his brother. Δε βρήκα τον απαράλλαχτο σαν το δικό μου βόλο, μα δεν πειράζει. not|I found|the|identical|like|the|own|my|ball|but|not|it doesn't matter I didn't find one exactly like my own ball, but it doesn't matter. Ο δικός σου είναι λίγο πιο μεγάλος, θα σκοτώσεις περισσότερους από τους δικούς μου στρατιώτες. the|own|your|is|a little|more|bigger|will|you will kill|more|than|the|own|my|soldiers Yours is a bit bigger, you'll kill more of my soldiers. Έλα! come Come on! Τράβα εσύ πρώτος! pull|you|first You go first!

— Και σημάδεψε καλά! and|aim|well — And aim well! πρόσταξε η Πουλουδιά. commanded|the|Pouloudia ordered Pouloudia.

Δίπλωσε ο Αλέξανδρος τον αντίχειρα του μέσα στο στρογγυλεμένο του δείχτη, τοποθέτησε το βόλο πάνω στο νύχι του και σημάδεψε. he folded|the|Alexandros|the|thumb|his|inside|into|rounded|his|index finger|he placed|the|marble|on|to|nail|his|and|he aimed Alexandros folded his thumb inside his rounded index finger, placed the marble on his nail, and aimed. Μα ήταν μικρός ο αντίχειρας και βαρύς ο βόλος. but|he was|small|the|thumb|and|heavy|the|ball But the thumb was small and the bullet was heavy. Τον τίναξε, έφυγε αυτός στραβά και πέρασε πλάγι στους στρατιώτες του Αντώνη, χωρίς ν' αγγίξει κανένα. him|he shook off|he left|he|crooked|and|he passed|sideways|to the|soldiers|of|Antonis|without|to|he touched|anyone He shook it off, it went off crooked and passed by the soldiers of Antonis, without touching anyone.

— Μπούφο! Buffoon — Buffoon! μουρμούρισε η Πουλουδιά. she murmured|the|Pouloudia murmured Pouloudia.

— Δική μου σειρά! my|my|turn — My turn! είπε ο Αντώνης. he said|the|Antonis said Antonis.

Ξαπλώθηκε χάμω, τοποθέτησε το βόλο του στο νύχι του, έκλεισε το ένα μάτι, σημάδεψε κι έριξε. he lay down|down|he placed|the|ball|his|on the|nail|his|he closed|the|one|eye|he aimed|and|he threw He lay down, placed his marble on his finger, closed one eye, aimed, and threw. Ο βόλος χτύπησε τη μάζα του Αλέξανδρου στη μια γωνιά και πήρε τους μισούς. the|ball|hit|the|mass|of the|Alexandros|in the|one|corner|and|he took|the|half The marble hit Alexander's pile in one corner and took half of them.

— Ω! — Oh! ω! oh! ω! oh! έκανε ο Αλέξανδρος, έτοιμος να κλάψει. he made|the|Alexander|ready|to|cry Alexander said, ready to cry.

— Στάσου! stop — Stop! φώναξε η Πουλουδιά απλώνοντας τα χέρια της. she shouted|the|Pouloudia|stretching|the|arms|her shouted Pouloudia, spreading her arms. Είπαμε πως όποιος στρατιώτης έπεσε πάνω σ' άλλο στρατιώτη είναι πληγωμένος και ξανασηκώνεται. we said|that|whoever|soldier|he fell|on|to|another|soldier|he is|wounded|and|he gets back up We said that any soldier who falls on another soldier is wounded and gets back up. Σκοτωμένοι είναι μόνο όσοι ακουμπούν ολόκληροι στο πάτωμα. the dead|they are|only|those who|they lie|whole|on the|floor Only those who lie completely on the floor are dead.

— Σωστά, αποκρίθηκε ο Αντώνης που είχε κάνει το νόμο στα γενέθλια του Αλέξανδρου, όταν είχε λάβει ο αδελφός του καινούριους στρατιώτες, ενώ οι δικοί του είχαν αρχίσει να χάνουν λίγο την ισορροπία τους. right|he replied|the|Antonis|who|he had|made|the|law|on the|birthday|of the|Alexandros|when|he had|received|the|brother|of his|new|soldiers|while|the|own|of his|they had|started|to|lose|a little|the|balance|their — That's right, replied Antonis who had made the law on Alexander's birthday, when his brother had received new soldiers, while his own had started to lose their balance a bit. Σωστά, επανέλαβε πλησιάζοντας να επιτηρήσει την επιλογή. right|he repeated|approaching|to|supervise|the|selection That's right, he repeated, moving closer to oversee the selection. Μα τούτοι είναι σχεδόν όλοι σκοτωμένοι. but|these|they are|almost|all|dead But these are almost all dead.

— Καθόλου! not at all — Not at all! είπε η Πουλουδιά σηκώνοντας έναν πεσμένο που έσπρωξε έναν άλλο πλάγι του. she said|the|Poulioudia|lifting|a|fallen|that|he pushed|another|other|side|his said Pouloudia, lifting a fallen one who had pushed another beside him. Να, κούνησε αυτός· άρα ακουμπούσε στον άλλο. here|he moved|this one|so|he was leaning|on the|other Look, he moved; so he was leaning on the other.

— Στην άκρη μόνο της ξιφολόγχης! on the|edge|only|of the|bayonet — Only at the tip of the bayonet! παρατήρησε ο Αντώνης. he noticed|the|Antonis observed Antonis.

— Αδιάφορο! indifferent — Indifferent! Ακουμπούσε! he/she was leaning It was leaning! επέμεινε η Πουλουδιά. she insisted|the|Pouloudia Pouloudia insisted.

Και σήκωσε τον πληγωμένο, και άλλον έναν, και πάλι άλλον, ώσπου δεν έμειναν παρά τρεις τέσσερις σκοτωμένοι. and|he/she lifted|the|wounded|and|another|one|and|again|another|until|not|they remained|except|three|four|dead And she lifted the wounded, and another one, and again another, until only three or four dead remained.

— Σα να μου φαίνεται πως τους σήκωσες όλους! as|to|to me|seems|that|them|you lifted|all — It seems to me that you lifted them all! ξαναδιαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης. he protested again|the|Antonis Antonius protested again.

— Καθόλου! not at all — Not at all! Σήκωσα μόνο τους πληγωμένους! I lifted|only|the|wounded I only lifted the wounded! Έλα, Αλέξανδρε, τράβα πάλι! come|Alexander|pull|again Come on, Alexander, shoot again!

Αναστέναξε ο Αλέξανδρος με ανακούφιση, σαν είδε πάλι όρθιους τους στρατιώτες του, και πάλι σημάδεψε και πάλι έριξε. he sighed|the|Alexander|with|relief|as|he saw|again|standing|the|soldiers|his|and|again|he aimed|and|again|he threw Alexander sighed with relief when he saw his soldiers standing again, and he aimed again and shot again. Μα πάλι στράβωσε ο βόλος του και αστόχησε και κατρακύλησε πέρα από το στρατό του Αντώνη. but|again|it went off course|the|shot|his|and|it missed|and|it rolled|beyond|from|the|army|of|Antony But again his shot went off target and rolled past Antony's army.

— Μα δεν προσέχεις! but|not|you pay attention — But aren't you paying attention! του φώναξε η Πουλουδιά. to him|he shouted|the|Pouloudia Pouloudia called out to him.

— Δική μου σειρά! my|my|turn — It's my turn! είπε θριαμβευτικά ο Αντώνης. he said|triumphantly|the|Antonis Antonius said triumphantly.

Και σημάδεψε και τράβηξε, και πάλι ο μισός στρατός του Αλέξανδρου στρώθηκε χάμω. and|he aimed|and|he pulled|and|again|the|half|army|of|Alexandros|he laid down|down And he aimed and shot, and once again half of Alexander's army fell down. Η Πουλουδιά ρίχθηκε στα γόνατα και άρχισε πάλι το ξεδιάλεγμα των πληγωμένων. the|Poulioudia|she threw herself|to the|knees|and|she started|again|the|sorting out|of the|wounded Pouloudia fell to her knees and began again the sorting of the wounded. Μ' αυτή τη φορά είχε ρίξει πιο δυνατά ο Αντώνης και είχαν σκορπίσει μακριά οι στρατιώτες, αφήνοντας λιγότερους πληγωμένους παρά σκοτωμένους. with|this|the|time|he had|he thrown|more|strongly|the|Antonis|and|they had|they scattered|far away|the|soldiers|leaving|fewer|wounded|than|killed This time Antonis had thrown harder and the soldiers had scattered far away, leaving fewer wounded than dead.

— Έλα, είπε σφίγγοντας τα δόντια της η Πουλουδιά, σημάδεψε! come on|she said|tightening|the|teeth|her|the|Poulioudia|aim — Come on, said Pouloudia, gritting her teeth, aim! Πρόσεξε! be careful Be careful!

Πρόσεξε ο καημένος ο Αλέξανδρος, μα του έπεφτε βαρύς ο βόλος και μικρό το χέρι και ήταν στερεές οι βάσεις του Αντώνη. pay attention|the|poor|the|Alexander|but|to him|it was falling|heavy|the|ball|and|small|the|hand|and|it was|solid|the|bases|of|Antonis Poor Alexander, but the ball was heavy for him and his hand was small, and the bases of Antonis were solid. Αυτή τη φορά χτύπησε την πλευρά μιας τετράδας, αλλά, αν και κλονίστηκε ολόκληρη η σειρά, μόνο ένας στρατιώτης έπεσε. this|the|time|he hit|the|side|of a|quartet|but|if|and|it shook|entire|the|line|only|one|soldier|he fell This time he hit the side of a quartet, but although the entire line was shaken, only one soldier fell.

Και πάλι τράβηξε ο Αντώνης, και πάλι σκόρπισαν, πεθαμένοι και πληγωμένοι, όλοι σχεδόν οι στρατιώτες του Αλέξανδρου. and|again|he pulled|the|Antonis|and|again|they scattered|dead|and|wounded|all|almost|the|soldiers|of|Alexander Again Antonis pulled, and again they scattered, dead and wounded, almost all of Alexander's soldiers.

Τα δάκρυα έτρεχαν τώρα σιωπηλά στα μάγουλα του, ενώ σήκωνε τους πληγωμένους του, και πλάγι του, σιωπηλή και αυτή, έτριζε η Πουλουδιά τα δόντια της κι έσφιγγε κοντά-κοντά, για να υποστηρίξει ο ένας τον άλλο, τους λίγους πια ήρωες του Αλέξανδρου. the|tears|they were running|now|silently|on the|cheeks|of him|while|he was lifting|the|wounded|of him|and|beside|of him|silent|and|she|she was grinding|the|Pouloudia|the|teeth|of her|and|she was squeezing|||in order|to|she was supporting|the|one|the|other|the|few|now|heroes|of|Alexander Tears were now silently running down his cheeks as he lifted his wounded, and beside him, silent as well, Pouloudia was grinding her teeth and holding close together, to support one another, the few remaining heroes of Alexander.

Ο αγώνας δε βάσταξε πολύ. the|struggle|not|lasted|long The battle did not last long. Στην κατοπινή ριξιά έπεσε όλος ο στρατός του Αλέξανδρου. in the|subsequent|attack|fell|all|the|army|of|Alexander In the subsequent throw, the entire army of Alexander fell.

— Ζήτω! hurrah — Hooray! φώναξε ο Αντώνης. shouted|the|Antonis shouted Antonis. Ζήτω! hurrah Hooray! Σας έφαγα πάλι! you|I ate|again I got you again!

— Καθόλου! not at all — Not at all! αποκρίθηκε η Πουλουδιά, γοργά σηκώνοντας τρεις τέσσερις στρατιώτες. she replied|the|Pouloudia|quickly|lifting|three|four|soldiers replied Pouloudia, quickly lifting three or four soldiers. Αυτοί είναι πληγωμένοι, πληγωμένος και ο στρατηγός! they|are|wounded|wounded|and|the|general They are wounded, the general is wounded too! Έλα, Αλέξανδρε! come|Alexander Come on, Alexander!

— Ζαβολιάρα! rascal — Trickster! της φώναξε ο Αντώνης. to her|he shouted|the|Antonis Antonis shouted to her. Ήταν όλοι σκοτωμένοι! they were|all|dead They were all dead!

— Δεν ήταν! not|they were — They weren't! διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά. she protested|the|Pouloudia protested Pouloudia. Και δε θέλω να με λες ζαβολιάρα! and|not|I want|to|me|you call|cheater And I don't want you to call me a trickster! Αυτοί ήταν πληγωμένοι, να, ήταν πεσμένοι έτσι... they|were|wounded|look|were|fallen|like this They were wounded, see, they were fallen like this...

— Εγώ τους είδα, και ήταν όλοι σκοτωμένοι! I|them|saw|and|were|all|dead — I saw them, and they were all dead! επέμεινε ο Αντώνης. he insisted|the|Antonis Antonis insisted.

— Δεν ήταν! not|were — They weren't! επέμεινε και η Πουλουδιά. she insisted|and|the|Pouloudia Pouloudia insisted.

— Ήταν! it was — It was!

— Δεν ήταν! not|it was — It wasn't!

Τα πράγματα αγρίευαν. the|things|were getting wild Things were getting wild.

— Μη μαλώνετε! not|you all fight — Don't fight! φώναξε η Αλεξάνδρα από το τραπέζι της. she shouted|the|Alexandra|from|the|table|her Alexandra shouted from her table. Ο Αντώνης ρίχθηκε κι εκείνος στα γόνατα. the|Antonis|he threw himself|and|he|on the|knees Antonis also threw himself to his knees.

— Έλα, καλά, ξεμπέρδευε, Αλέξανδρε, ρίξε άλλη μια, είπε πεισμωμένος, και με την πρώτη θα σου τους σαρώσω όλους κάτω! come on|okay|you clear up|Alexandros|throw|another|one|he said|stubbornly|and|with|the|first|I will|to you|them|I will sweep|all|down — Come on, fine, get it over with, Alexander, throw another one, he said stubbornly, and with the first one I'll sweep them all down!

Ο Αλέξανδρος, γονατιστός, δάγκανε τα χείλια του, για να σταματήσει τα δάκρυα που ολοένα ανάβρυζαν. the|Alexander|kneeling|he bit|the|lips|his|in order|to|he stops|the|tears|that|ever|they kept flowing Alexander, kneeling, bit his lips to stop the tears that kept welling up. Πήρε το βόλο του, σημάδεψε κι έριξε. he took|the|ball|his|he aimed|and|he threw He took his marble, aimed, and threw. Μα έτρεμαν τα χέρια του και ο βόλος πήδηξε από πάνω από το στρατό του Αντώνη και κύλησε με κρότο στα σανίδια, μακριά, πίσω του. but|they trembled|the|hands|his|and|the|ball|it jumped|off|over|from|the|army|his|Antonis|and|it rolled|with|noise|on|boards|far|behind|him But his hands were trembling and the marble jumped over Antony's army and rolled with a thud on the boards, far behind him.

— Δική μου σειρά και τελείωσε! my|my|turn|and|it finished — It's my turn and it's over! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης. he shouted|triumphantly|the|Antonis Antonis shouted triumphantly.

— Δεν πάει αυτή! not|it goes|this — This one won't do! αντιφώναξε η Πουλουδιά. she shouted back|the|Pouloudia Pouloudia retorted.

— Πάει και παραπάει! it goes|and|it goes even further — It will do and more!

— Όχι, δεν πάει! no|not|it fits — No, it doesn't fit! Έδωσες του Αλέξανδρου ένα μεγάλο βόλο που δε χωρεί στο δάχτυλο του! you gave|to the|Alexander|a|big|marble|that|not|fits|in the|finger|his You gave Alexander a big marble that doesn't fit on his finger! Δώσ' του το δικό σου βόλο! give|to him|the|own|your|marble Give him your marble!

— Ανοησίες λες! nonsense|you say — You're talking nonsense! Φύγε από κει! go away|from|there Get away from there!

— Δεν πάει σου λέγω! not|it goes|to you|I say — I'm telling you, it won't go! Στάσου! stop Stop!

Με μια σπρωξιά την παραμέρισε ο Αντώνης, έριξε το βόλο του και σκόρπισε στα πέρατα τους τελευταίους ανδρείους του Αλέξανδρου, μαζί και το στρατηγό, που αυτή τη φορά έπεσε από το άλογο. with|a|push|her|he pushed aside|the|Antonis|he threw|the|ball|his|and|he scattered|to the|far|the|last|warriors|of|Alexander|together|and|the|general|who|this|the|time|he fell|from|the|horse With a shove, Antonis pushed her aside, threw his marble, and scattered the last brave men of Alexander, including the general, who this time fell off his horse. Ο Αλέξανδρος δε γύρευε πια να συγκρατήσει τ' αναφιλητά του. the|Alexander|not|he sought|anymore|to|hold back|the|sobs|his Alexander no longer sought to hold back his sobs. Η Πουλουδιά άφριζε. the|Poulioudia|she was frothing The Pouloudia was frothing.

— Δεν πάει! not|it goes — It won't do! έλεγε και ξανάλεγε. he said|and|he kept saying she said and kept saying. Δεν πάει, είναι αδικία! not|it goes|it is|injustice It doesn't go, it's unfair! Και με φούρκα μάζεψε το στρατηγό, τον κάθισε στο άλογο και άρχισε να στήνει πάλι όρθιους τους στρατιώτες. and|with|force|he gathered|the|general|him|he sat|on the|horse|and|he started|to|he sets|again|standing|the|soldiers And with a twist, he gathered the general, sat him on the horse, and began to set the soldiers upright again.

Με μια ξανάστροφη τους έριξε κάτω ο Αντώνης. with|a|backflip|them|he threw|down|the|Antonis With a backflip, Antonis knocked them down. Έξω φρενών κλότσησε η Πουλουδιά και αναποδογύρισε και σκόρπισε όλο το στρατό του Αντώνη. out|of control|she kicked|the|Pouloudia|and|she flipped over|and|she scattered|all|the|army|of|Antonis Out of her mind, Pouloudia kicked and overturned, scattering all of Antonis's army. Άλλη μάχη ξέσπασε τότε. another|battle|broke out|then Another fight broke out then. Την έπιασε ο Αντώνης από τα δυο χέρια γυρεύοντας να τη γονατίσει. her|he caught|the|Antonis|from|the|two|hands|trying|to|her|to make her kneel Antonis grabbed her by both arms trying to make her kneel.

— Τι έκανες; της είπε μέσα από τα δόντια του. what|you did|to her|he said|inside|from|the|teeth|his — What have you done? he said through his teeth. Είδες τι έκανες; Έριξες κάτω την ελληνική σημαία και την ξεκόλλησες! you saw|what|you did|you dropped|down|the|Greek|flag|and|it|you unstuck Did you see what you did? You knocked down the Greek flag and tore it off! Μάζεψε την ευθύς και φίλησε την! gather|her|immediately|and|kiss|her Pick it up right away and kiss it!

— Δεν τη μαζεύω και δεν τη φιλώ! not|her|I gather|and|not|her|I kiss — I'm not picking it up and I'm not kissing it!

— Θα τη μαζέψεις! will|her|you gather — You will pick it up!

— Δεν τη μαζεύω! not|her|I gather — I'm not picking it up!

Με τη βία τη γονάτισε. with|the|violence|the|she made kneel She forced her to kneel.

— Μάζεψε την! gather|her — Gather her! Είναι η ελληνική σημαία! it is|the|Greek|flag It's the Greek flag!

— Δεν είναι! not|it is — It isn't! Είναι ένα παλιόχαρτο... it is|a|old paper It's an old paper...

— Πουλουδιά!... little bird — Little bird!...

Διακόπηκε κείνη, τρομαγμένη με τα ίδια της τα λόγια. she interrupted|she|scared|with|the|same|her|the|words She was interrupted, frightened by her own words. Σα να πάγωσε ξαφνικά η κάμαρα όλη. as if|to|it froze|suddenly|the|room|whole As if the whole room suddenly froze. Η Αλεξάνδρα είχε σηκωθεί από τη ζωγραφική της, ο Αντώνης τράβηξε τα χέρια του, ο Αλέξανδρος σταμάτησε τα κλάματα του. the|Alexandra|she had|gotten up|from|the|painting|her|the|Antonis|he pulled|the|hands|his|the|Alexandros|he stopped|the|crying|his Alexandra had gotten up from her painting, Antonis pulled his hands away, Alexandros stopped his crying. Και οι τρεις την κοίταζαν. and|the|three|her|they were looking at All three were looking at her. Μα η Πουλουδιά δεν τα 'βαζε κάτω. but|the|Pouloudia|not|them|she was putting|down But Pouloudia was not backing down.

— Δεν είναι αυτό σημαία! not|it is|this|flag — This is not a flag! επέμεινε. he insisted she insisted. Αυτό το ζωγράφισε ο Αντώνης, και το κόλλησε ο Αντώνης, και δεν είναι τίποτα, και είναι πασαλειμμένο γκόμες και μουντζούρες! this|the|he painted|the|Antonis|and|the|he stuck|||and|not|it is|nothing|and|it is|smeared|chicks|and|smudges Antonis painted this, and Antonis stuck it, and it's nothing, and it's smeared girls and smudges! Είναι... είναι... it is|it is It is... it is...

Δεν τόλμησε να επαναλάβει τη λέξη, μα τα χείλια της έτρεμαν και δάκρυα μαζεύουνταν στα μάτια της. not|she dared|to|repeat|the|word|but|the|lips|her|they trembled|and|tears||in the|eyes|her She didn't dare to repeat the word, but her lips trembled and tears were gathering in her eyes.

— Είναι μια μουντζούρα! it is|a|mess — It's a smudge! μουρμούρισε. he muttered he murmured.

— Καλά! okay — Alright! είπε ο Αντώνης. he said|the|Antonis said Antonis. Το απόγεμα θα έλθει ο Γιάννης και θα τον ρωτήσω αν επιτρέπονται αυτά! the|afternoon|will|he will come|the|Giannis|and|will|him|I will ask|if|are allowed|these In the afternoon, Giannis will come and I will ask him if these are allowed! Θα του πω πως είπες τη σημαία μας παλιόχαρτο και μουντζούρα! will|to him|I will say|that|you said|the|flag|our|old paper|and|smudge I will tell him that you called our flag a piece of old paper and a smudge!

— Δεν την είπα! not|it|I said — I didn't say that!

— Δεν την είπες; Τ' άκουσε και η Αλεξάνδρα και ο Αλέξανδρος! not|it|you said|it|she heard|and|the|Alexandra|and|the|Alexandros — You didn't say that? Alexandra and Alexandros heard it too!

— Όχι! No — No! Δεν το είπα για τη σημαία μας! not|it|I said|about|the|flag|our I didn't say it about our flag! Το είπα γι' αυτό το χαρτί... it|I said|about|this|the|paper I said it about this paper...

— Να, πάλι το λες! here|again|it|you say — There, you say it again! Λοιπόν για τιμωρία σου θα του πω και το άλλο. well|for|punishment|your|will|to him|I will say|and|the|other Well, as a punishment, I will tell him the other thing. Πως είπες που, όταν μεγαλώσεις, θα τον πάρεις... that|you said|that|when|you grow up|will|him|you will take How you said that when you grow up, you will take him...

Αυτού πια ξεχείλισε το ποτήρι. of this one|now|it overflowed|the|glass This one has really overflowed the cup. Η Πουλουδιά έμπηξε τα κλάματα, πετάχθηκε έξω από την κάμαρα κι έτρεξε ολόισια στην αυλή. the|Pouloudia|she burst|the|tears|she jumped|outside|from|the|room|and|she ran|straight|to the|yard Pouloudia burst into tears, jumped out of the room, and ran straight to the yard. Εκεί ήταν μοναξιά και ηλιοπύρι. there|was|loneliness|and|sunburn There was loneliness and sunburn. Κάθισε στο πεζούλι της πόρτας, έσκυψε το κεφάλι της στα γόνατα κι έκλαψε, έκλαψε όσο το τραβούσε η καρδιά της. she sat|on the|ledge|of the|door|she bent|her|head|of her|on the|knees|and|she cried|she cried|as long as|it|it pulled|the|heart|of her She sat on the doorstep, bent her head onto her knees and cried, cried as much as her heart could bear. Η πόρτα της αυλής άνοιξε σιγά και η Αλίς μπήκε μέσα. the|door|of the|yard|it opened|slowly|and|the|Alice|she entered|inside The yard door opened slowly and Alice came in. Μα τόσο έκλαιγε η Πουλουδιά, που δεν την άκουσε. but|so|she cried|the|Pouloudia|that|not|her|she heard But Pouldoudia cried so much that she didn't hear her. Πλησίασε η Αλίς λίγο διστακτικά και ακούμπησε το χέρι στο σκυμμένο κεφάλι της Πουλουδιάς. she approached|the|Alice|a little|hesitantly|and|she touched|the|hand|on the|bent|head|her|Pouloudia's Alice approached a little hesitantly and placed her hand on the bowed head of Pouloudia.

— Γιατί κλαις; ρώτησε γλυκά. why|you cry|she asked|sweetly "Why are you crying?" she asked sweetly.

Ξαφνίστηκε η Πουλουδιά και ανορθώθηκε. she was startled|the|Pouloudia|and|she straightened up Pouloudia was startled and straightened up. Το πρόσωπο της ήταν μουσκεμένο και μουντζουρωμένο από τ' ασκούπιστα δάκρυα. the|face|her|it was|soaked|and|smudged|from|the|uncleaned|tears Her face was wet and smudged from the unclean tears. Αντίκρισε το συμπονετικό βλέμμα της Αλίς και συγκινήθηκε και ξανάρχισε τα κλάματα. she faced|the|compassionate|look|of|Alice|and|she was moved|and|she started again|the|tears She met Alice's compassionate gaze and was moved, and started crying again.

— Γιατί κλαις; Τι έχεις; why|you cry|what|you have — Why are you crying? What’s wrong?

Μα δεν ήθελε να πει η Πουλουδιά ούτε για τη σημαία ούτε για τον καβγά της με τον Αντώνη ούτε για τις φοβέρες του πως θα τα πει του Γιάννη. but|not|she wanted|to|she said|the|Pouloudia|neither|for|the|flag|nor|for|the|fight|of|with|the|Antonis|nor|for|the|threats|of|that|will|them|he will say|to|Giannis But Pouloudia didn't want to talk about the flag, or her fight with Antonis, or his threats about telling Giannis. Συνάμα θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε έλθει η Αλίς και, βλέποντας την τόσο συμπονετική και γλυκιά, ντράπηκε για τα τραχιά λόγια που της είχε πει ο Αντώνης, πως εκείνη σταύρωσε το Χριστό. at the same time|she remembered|the|last|time|that|she had|come|the|Alice|and|seeing|her|so|compassionate|and|sweet|she felt ashamed|for|the|harsh|words|that|to her|he had|he said|the|Antonis|that|she|she crucified|the|Christ At the same time, she remembered the last time Alice had come, and seeing her so compassionate and sweet, she felt ashamed of the harsh words Antonis had said to her, that she had crucified Christ. Και, με ξαφνική τρυφερότητα, αγκάλιασε την Αλίς και τη φίλησε. and|with|sudden|tenderness|he hugged|the|Alice|and|her|he kissed And, with sudden tenderness, she embraced Alice and kissed her.

Κοκκίνισε κείνη από ευχαρίστηση και της ανταπέδωσε το φίλημα της. she blushed|that one|from|pleasure|and|to her|she returned|the|kiss|her She blushed with pleasure and returned the kiss.

— Μα γιατί κάθεσαι στον ήλιο; Πύρωσε το κεφάλι σου, είπε. but|why|you sit|in the|sun|it burned|the|head|your|he said — But why are you sitting in the sun? You'll burn your head, she said. Έλα στη σκιά. come|in the|shade Come into the shade.

Μαζί πήγαν τα δυο κορίτσια και κάθισαν κάτω από τη γαζία. together|they went|the|two|girls|and|they sat|down|under|the|acacia The two girls went together and sat under the acacia. Και για να κάνει την Πουλουδιά να ξεχάσει τη λύπη της, είπε η Αλίς. and|to|to|she makes|the|Pouloudia|to|she forgets|the|sorrow|her|she said|the|Alice And to make Pouloudia forget her sadness, Alice said.

— Ξέρεις γιατί δεν ήρθα τόσες μέρες; Ήμουν στης θείας μου, στην εξοχή, στο βουνό, στην πρασινάδα και στα πεύκα! you know|why|not|I came|so many|days|I was|at my|aunt's|my|in the|countryside|on the|mountain|in the|greenery|and|in the|pines — Do you know why I haven't come for so many days? I was at my aunt's, in the countryside, in the mountains, in the greenery and among the pines! Αχ, έλα και συ!... oh|come|and|you Oh, come too!...

ai_request(all=132 err=0.00%) translation(all=264 err=0.00%) cwt(all=2222 err=0.45%) en:B7ebVoGS openai.2025-02-07 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=4.23 PAR_CWT:B7ebVoGS=7.04