×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Γ'. Στο λόφο της Καστέλας

Γ'. Στο λόφο της Καστέλας

Κάτω, στη βεράντα, γύρω σ' ένα σιδερένιο τρίποδο τραπεζάκι, όλοι ήταν συναγμένοι, η θεία Μαριέτα, σαν πάντα, στην κουνιστή μαύρη της πολυθρόνα, ο θείος Ζωρζής κάπνιζε ειρηνικά το ναργιλέ του, κρατώντας μες στο δικό του το χέρι του Αλέξανδρου, που κάθουνταν φρόνιμα σ' ένα ψάθινο σκαμνί. Η Αλεξάνδρα, όρθια, με την πλάτη στην κουπαστή της βεράντας, κοίταζε σιωπηλά τη θεία Αργίνη μισοξαπλωμένη σε μια ψάθινη βαθιά πολυθρόνα, και τον Γιάννη, ένα αγόρι δώδεκα χρονών, που όρθιος και αυτός και ακατάδεχτος, ακουμπισμένος στον τοίχο με τα χέρια πίσω, κοίταζε πάνω από το κεφάλι της τη θάλασσα και δε μιλούσε σε κανένα.

Η θεία Αργίνη, αν και αδελφή της θείας Μαριέτας, δεν της έμοιαζε καθόλου. Ψηλή, λεπτή, με μάτια μαύρα που σε χάιδευαν και χέρια μαλακά σα μετάξι, με στόμα που χαμογελούσε πάντα και φρύδια που δε σουφρώνουνταν ποτέ, ήταν για τα τέσσερα αδέλφια το άκρον άωτον της ομορφιάς. Φορούσε ένα καφετί φουστάνι με κίτρινο πλαστρόνι, ανοιχτό στο λαιμό, και ψάθινο καπέλο τουρλωτό, όπου σκαρφάλωναν πλαγίως λουλούδια του αγρού, και χαμογελούσε πότε της Αλεξάνδρας και πότε του Αλέξανδρου, χαδιάρικα, σα μαμά, μ' ένα χαμόγελο που έστριφτε γλυκά λίγο πλάγια στο στόμα της. Η θεία Μαριέτα, που είχε βγάλει πια γάντια και καπέλο, κουνιούνταν στην πολυθρόνα της και αναπολούσε την ακρίβεια των μαγαζιών, όπου πάλι είχε ψουνίσει παπούτσια για το κατελυτήρι αυτό, τον Αντώνη, που τρύπησε πάλι τα δικά του, πριν κλείσει ο μήνας.

Το κατελυτήρι εκείνη την ώρα έβγαινε στη βεράντα, με τα μαντατούρικα τριμμένα μπροστά παπούτσια του και πριν προφθάσει να βγει από τη μέση και να ξεσκεπάσει την Πουλουδιά, που κατάφθανε πίσω του, τον έπιασε η θεία Μαριέτα και, σηκώνοντας το πόδι του, έδειξε της θείας Αργίνης τη μύτη του παπουτσιού.

— Βλέπεις; Σε τέτοια θηρία χρειάζονται σιδερένια ποδήματα! είπε.

Η θεία Αργίνη, που με το λίγο στραβό χαμόγελο της έγνεφε της Πουλουδιάς, για να την εγκαρδιώσει να ξεκολλήσει από τη γυάλινη πόρτα και το πόμολο της, και συνάμα άπλωνε το χέρι της ν' αγκαλιάσει τον Αντώνη, είπε γλυκά:

— Όχι δα, καημένη! Αρκεί να πεις του τσαγκάρη να προσθέσει ένα σιδεράκι στις μύτες, όπως κάνω εγώ για τα δικά μου αγόρια, και ιδίως για τον Γιάννη που είναι και αυτός κατελυτήρι.

Και χαμογέλασε του Γιάννη κοντά της, έτσι που της φάνηκε της Πουλουδιάς πως άλλαξε έννοια η λέξη κατελυτήρι κι έγινε έξαφνα χάδι.

— Εγώ, είπε αργότερα η Αλεξάνδρα στ' αδέλφια της, αν είχα τη θεία Αργίνη μαμά, δε θα έκανα ποτέ αταξίες, για να μη λυπάται. Ενώ ο Γιάννης, που είναι κι έτσι μεγάλος, κάνει όλη την ώρα αταξίες.

— Πού το ξέρεις; ρώτησε ο Αντώνης, που ένιωσε το αγορίστικο γόητρο να κινδυνεύει.

— Το είδα! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Και πρώτον είχε σχίσει το παντελόνι του και στέκουνταν όλη την ώρα ακουμπισμένος στον τοίχο, για να μην τον δει κανείς και τον μαλώσει η μαμά του. Μα εγώ το κατάλαβα. Και όταν έφευγε, εγώ το είδα!

— Ο Γιάννης δε θα φοβάται τη μαμά του, γιατί ποτέ δεν τον μαλώνει, είπε μελαγχολικά η Πουλουδιά.

— Πού το ξέρεις; ρώτησε πάλι ο Αντώνης, χολιασμένος που τόσα παρατήρησαν τα κορίτσια, εκεί που αυτός δεν είχε δει τίποτα.

— Εγώ το ξέρω! είπε η Πουλουδιά σείοντας το φουντωτό της κεφάλι.

— Τίποτα δεν ξέρεις! Ούτε μίλησες του Γιάννη!

— Όχι, μα το είδα όταν τον κοίταξε η θεία Αργίνη.

— Δεν είδες τίποτα! Κοροφέξαλα!

— Εγώ όμως είδα, είπε η Αλεξάνδρα, και ξέρω πως είναι πολύ κακό παιδί ο Γιάννης! Ήταν και τα δυο του χέρια τόσο βρώμικα, που τα έκρυβε πίσω στην πλάτη του και όλο κουνούσε τα δάχτυλα του, και όλο μαδούσε τον τοίχο της βεράντας κι έτριβε ύστερα το σοβά στα χέρια του, για να βγάλει τις μουντζούρες και τα μελάνια.

— Πώς το ξέρεις; ρώτησε όλο και πιο ερεθισμένος ο Αντώνης. Αφού ήταν τα χέρια του πίσω του!

— Έβλεπα κάθε λίγο σκόνες και πετραδάκια που έπεφταν από τη ράχη του. Και, σαν έφυγαν, πήγα και κοίταξα τον τοίχο και είδα πως τον είχε μαδήσει. Και είχε και δαχτυλιές μαύρες.

Το πράμα άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον. Ο Αντώνης παράτησε τα κακιώματα.

— Και τι είπε η θεία Μαριέτα; ρώτησε.

— Δεν το είδε. Δεν κοίταξε από κει. Και ήταν πια σούρουπο σαν έφυγαν. Μα θα το δει αύριο και θα πει πως το 'κανες εσύ!

Ο Αντώνης δε μίλησε. Ανήσυχη τον κοίταξε η Πουλουδιά.

— Τι θα κάνεις, Αντώνη;

— Θα της πω πως δεν το έκανα.

— Δε θα το πιστέψει! Να της πεις την αλήθεια, πως το 'κανε ο Γιάννης.

Μια στιγμή δεν αποκρίθηκε ο Αντώνης. Συλλογίζουνταν. Ύστερα είπε:

— Δε θα το πω!

— Μα θα σε δείρει!

Με αδιαφορία σήκωσε ο Αντώνης το δεξί του ώμο.

— Ας με δείρει! έκανε.

Τα κορίτσια τώρα τον κοίταζαν με θαυμασμό. Να, κάτι τέτοια είχε ο Αντώνης που τις έκανε να αισθάνονται κουτές, φοβητσιάρες και ανάξιες και να δέχονται την επιβολή του σα δίκαια. Ως την ώρα που γίνουνταν τυραννικός, και τότε αυτές επαναστατούσαν. Ο Αλέξανδρος όμως, που καθισμένος στο πάτωμα παρακολουθούσε όλη αυτή τη συζήτηση, κοιτάζοντας πότε τον έναν, πότε την άλλη, καταπώς έπαιρναν το λόγο τ' αδέλφια του, συγκινήθηκε.

— Όχι, Αντώνη, παρακάλεσε και το στόμα του έτρεμε, έτοιμο να ξεσπάσει στα κλάματα, πες πως το έκανε ο Γιάννης, μη σε δείρει η θεία, όπως τη μέρα που έριξε ο αέρας κάτω τη στάμνα κι εκείνη νόμιζε πως την έσπασες εσύ!

Ο Αντώνης τώρα είχε φθάσει στην ακμή του ηρωισμού και της αυτοθυσίας. Θυμήθηκε κείνο το ξύλο, θυμήθηκε το παχουλό χέρι της θείας, που δεν πονούσε και πολύ, και είπε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του:

— Εγώ μαντατούρης δε γίνομαι!

Όλοι σώπασαν υποταγμένοι. Αυτός ο Αντώνης άξιζε να είναι αρχηγός τους και ας ήταν η Αλεξάνδρα μεγαλύτερη του. Και όλο κείνο το βράδυ τα όρισε και τα κυβέρνησε τ' αδέλφια του σαν απόλυτος άρχοντας, ως την ώρα του κρεβατιού και του ύπνου. Και το άλλο πρωί, εκτός από τις ώρες που γίνουνταν τα μαθήματα, πάλι όρισε και διεύθυνε τα παιχνίδια, σα δικτάτορας που δε δέχεται ούτε ν' ακούσει άλλου γνώμη. Τα κορίτσια άρχισαν να δυσανασχετούν. Παραμάκραινε η μοναρχία του Αντώνη, προπάντων που η θεία δεν είχε δει το μουντζουρωμένο και μαδημένο τοίχο, κι έτσι δεν του έδωσε αφορμή να δείξει, με τον ηρωισμό του, πως ήταν άξιος άλλη μια μέρα να επιβληθεί στ' αδέλφια του. Τα πράματα άρχισαν να θολώνουν και θα ξεσπούσε βέβαια επανάσταση, αλλά ήλθε μήνυμα από τη θεία Αργίνη να παν τ' απόγεμα και τα τέσσερα αδέλφια με τη δασκάλα, να παίξουν με τα δικά της τα επτά παιδιά, πως θα έβγαινε κείνη έξω, πως θα έλειπε και ο θείος ο γιατρός και πως τα παιδιά θα έχουν σπίτι και αυλή δικά τους, να τρέξουν, αν θέλουν, και να φωνάξουν και να τραγουδήσουν όσο το τραβούσε η καρδιά τους. Το μήνυμα αυτό σκόρπισε τα σύννεφα, γαλήνεψε τα πρόσωπα, η επανάσταση έγινε καπνός και η ομόνοια βασίλεψε ανάμεσα στα τέσσερα αδέλφια, χωρίς μονάρχες και υποτακτικούς.

Μα λίγην ώρα βάσταξε η μπουνάτσα. Όταν έμαθε η μις Ράις πως τα επτά παιδιά της θείας Αργίνης δεν είχαν ούτε δασκάλισσα Εγγλέζα ούτε νταντά, αρνήθηκε να πάγει και πρόσταξε τα τέσσερα αδέλφια να ζητήσουν να παν περίπατο, να πουν πως το προτιμούν παρά να παν στη θεία. Και η επανάσταση που είχε γίνει καπνός, ξανάγινε μπαρούτι. Άρχισε με διαμαρτυρίες, εξελίχθηκε σε ξύλο και το χέρι της Εγγλέζας ήταν πιο βαρύ και πιο σκληρό από το χεράκι της θείας Μαριέτας, και πνίγηκε σε ποτάμια από δάκρυα, που ολοένα ανάβρυζαν αστέρευτα από τρία ζευγάρια μάτια συνάμα. Μόνος ο Αντώνης δεν έκλαψε, γιατί ο Αντώνης δεν έκλαιγε ποτέ. Αλλά έσφιξε τα δόντια του με λύσσα και είπε της δασκάλας:

— Είσαι κακιά γυναίκα!

Και αυτό τα κατέστρεψε όλα. Καλύτερα να είχε κλάψει σαν τα κορίτσια ή σαν τον Αλέξανδρο.

— Θα είχες βρει το δίκιο σου! τον βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. Μα δε βρήκε το δίκιο του ούτε κείνος ούτε οι αδελφές του ούτε και ο μικρός Αλέξανδρος που, βαλμένος στη γωνιά με πρόσωπο κατά τον τοίχο, κλαίγοντας και αναστενάζοντας μουρμούριζε σιγά σιγά, για να τ' ακούσει μόνος ο τοίχος:

— Και όμως, η μις Ράις είπε ψέματα!

Όσο για τ' άλλα τρία αδέλφια, ούτε πρόφθασαν να δικαιολογηθούν. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν χωρίς απολογία. Γιατί είχε ακούσει το θόρυβο η θεία και είχε μπει στο σπουδαστήριο των αδελφών όπου, με άτακτα μαλλιά και το πρόσωπο αναμμένο, ο Αντώνης βαστούσε... -τι φρίκη!- ναι, ο Αντώνης βαστούσε, ψηλά πάνω από το κεφάλι του, τα δυο χέρια της μις Ράις. Άκουσε την πόρτα η μις Ράις και, με τα χέρια ακόμα αιχμαλωτισμένα στα χέρια του Αντώνη, γύρισε, είδε τη θεία και φώναξε:

— Καμαρώστε τ' ανίψια σας! Ιδού με τι τρόπο γίνεται το μάθημα κάθε μέρα!

Η παρουσία της θείας σταμάτησε κάθε κίνηση των αδελφών, επιθετική όσο και αμυντική. Μόνο τα δάκρυα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν απότομα, και τα πνιγμένα αναφιλητά του Αλέξανδρου έκοβαν κάπου κάπου την τέλεια σιωπή που ξαφνικά είχε χυθεί στην κάμαρα. Και πήρε αργά η θεία μια καρέγλα και κάθισε. Και ύστερα, με σουφρωμένα φρύδια, ρώτησε:

— Τι τρέχει, μις Ράις;

Τα σουφρωμένα φρύδια της θείας Μαριέτας, που έμοιαζαν τόσο με τα σουφρωμένα φρύδια του πατέρα, όταν ήταν θυμωμένος, είχαν την ιδιότητα να σκορπούν βούβα και υποταγή γύρω της, όχι μόνο με τα τέσσερα αδέλφια, αλλά και με την Αφροδίτη και με την κερα-Ρήνη, ακόμα και με το θείο Ζωρζή, που σε τέτοιες ώρες, χωρίς ν' απαντήσει, δίπλωνε τους ώμους του κι έπαιρνε το καπέλο του κι έβγαινε έξω. Και μες στη σιωπή που είχε ακολουθήσει την ανεμοζάλη, ακούστηκε η φωνή της Εγγλέζας που έλεγε:

— Δεν μπορώ να εξακολουθήσω να διδάσκω παιδιά που μου είπαν: «Είσαι κακιά γυναίκα»!

Τα καστανά μάτια της θείας Μαριέτας, που γίνουνταν μαύρα κάτω από τα σουφρωμένα της φρύδια, περιπλανήθηκαν στα τέσσερα σκυφτά κεφάλια των ανιψιών της και στάθηκαν στον Αντώνη. Και ρώτησε:

— Ποιος είπε αυτή τη λέξη;

— Ποιος άλλος; Ο Αντώνης φυσικά! Και το κακό είναι που παρασύρει και τις αδελφές του και ακόμα και τον Αλέξανδρο που τόλμησε να μου πει: «Μη φωνάζεις»! Εγώ δεν τ' ανέχομαι αυτά!

Η θεία δε μίλησε αμέσως. Κοίταζε τ' ανίψια της που άφωνα περίμεναν την καταδίκη τους.

— Πρέπει να πέρασαν πολλές ώρες! είπε αργότερα η Αλεξάνδρα στ' αδέλφια της. Τα γόνατα μου κουράστηκαν τόσο, που κόντευα να πέσω!

Δεν έπεσε κείνη. Μα έπεσε ο κεραυνός στο κεφάλι τους. Και είπε η θεία:

— Δεν έχει να πάτε στη θεία Αργίνη τ' απόγεμα! Θα βγείτε περίπατο με τη μις Ράις! Και ούτε το μεσημέρι ούτε το βράδυ δε θα φάγει κανένας σας φρούτο! Και τώρα, ο κύριος Αλέξανδρος να πάγει στη γωνιά με το πρόσωπο στον τοίχο, ο δε κύριος Αντώνης να έλθει μαζί μου, ν' ανέβει στη σοφίτα και να μείνει μονάχος, κλεισμένος ως την ώρα του τραπεζιού.

— Μάλιστα! Τέτοια κάνουν αυτές οι ξένες, τέτοιες ψευτιές λεν κι έτσι τυραννούν τα παιδιά! Και το κάνουν πάντα! δήλωσε ο Αντώνης το απόγεμα, όταν με τ' αδέλφια του και τη δασκάλα βγήκε από την αυλή τους.

Γύρισε η Εγγλέζα και τον αγριοκοίταξε.

— Σπίκ Ίγκλις! πρόσταξε με θυμό.

Παρακάτω, εμπρός στην αυλή του μεγάλου σπιτιού, είδαν τ' αδέλφια τέσσερις πέντε αξιωματικούς και κυρίες που κάθουνταν γύρω σ' ένα τραπέζι στρωμένο φλιτζάνια και μπισκότα. Ο Αντώνης συμμαζεύθηκε αμέσως. Είχε αναγνωρίσει το βασιλέα, με τον Ντον ξαπλωμένο στα πόδια του, και τη βασίλισσα, που φορούσε ένα άσπρο φόρεμα μ' ένα μαύρο βελούδο στα μαλλιά. Φρόνιμα, σα στρατιώτες πέρασαν τα τέσσερα αδέλφια, με τεντωμένες τις ράχες τους, εμπρός στο βασιλικό τραπέζι. Πετάχθηκε πάνω ο Ντον και άρχισε να πηδά γύρω τους και τρόμαξε τον Αλέξανδρο. Τον φώναξε όμως πίσω ο βασιλέας και γέλασε και είπε του Αλέξανδρου:

— Μη φοβάσαι, μικρέ! Είναι καλός και δε δαγκώνει!

Και ντροπιασμένος χώθηκε ο Αλέξανδρος πίσω από τη δασκάλα, και οι τρεις μεγάλοι, ταπεινωμένοι από τη δειλία του αδελφού τους, πέρασαν κάνοντας τους αδιάφορους.

— Αυτός ο Αλέξανδρος πάντα θα μας ντροπιάζει! είπε ελληνικά ο Αντώνης, σα γύρισαν στο δρόμο. Δε φθάνει που είπε χθες «Βρε συ» στον αξιωματικό...

— Σπίκ Ίνγκλις! φώναξε άγρια η δασκάλα.

Μα τ' αδέλφια είχαν αποφασίσει, πριν βγουν από την αυλή τους, να μην της πουν ούτε λέξη όλο τ' απόγεμα και να μη μιλήσουν καθόλου αγγλικά μεταξύ τους, ώσπου να πλαγιάσουν το βράδυ. Κι έτσι σιωπηλά ανέβηκαν στο λόφο, κάθισαν στις πέτρες, σταύρωσαν χέρια και πόδια και, με σφιγμένα χείλια και πεισμωμένα πρόσωπα, κοίταζαν τη θάλασσα με τα καραβάκια της. Ώσπου τους γύρισε τη ράχη η δασκάλα κι έβγαλε κρυφά την μποτίλια της και άνοιξε το βιβλίο της. Ένα-ένα σηκώθηκαν τότε τ' αδέλφια, κατέβηκαν στο δρόμο και κάθισαν στη σκόνη, κάνοντας κύκλο, να συζητήσουν την κατάσταση και να οργανώσουν την αντίσταση που στο μέλλον έπρεπε να είναι γενική, αδιάκοπη και αμείλικτη, χωρίς όμως και να μπορεί η δασκάλα να βρει πάτημα για μαντατέματα.

— Εγώ, είπε ο Αντώνης, αν ξαναδοκιμάσει ποτέ να με δείρει, δε θα της πω πια «Κακιά γυναίκα», μα θα σηκωθώ και θα βγω από την κάμαρα χωρίς να της μιλήσω.

— Κι εγώ! είπε ο Αλέξανδρος που ήθελε να εξιλεωθεί από την πρωτυτερινή του τρομάρα και το χθεσινό του αμάρτημα απέναντι του αξιωματικού. Η Αλεξάνδρα τον μέτρησε με μια ματιά, τόσο μικρούτσικος που ήταν, και είπε:

— Ναι! Εσύ! Εσένα θα σε στρώσει μπρούμυτα στα γόνατα της, όπως πάντα, και θα σου τις βρέξει, χωρίς να μπορείς εσύ να κάνεις τίποτα!

Τα μάτια του Αλέξανδρου βούρκωσαν με την ενθύμηση του «πάντα» και του «βρεξίματος» και τα χείλια του άρχισαν να τρέμουν. Προστατευτικά έριξε ο Αντώνης το χέρι του πάνω στους ώμους του μικρού του αδελφού.

— Έννοια σου, του είπε μεγαλόψυχα, εγώ θα σε πάρω από το χέρι και θα σε πάγω έξω μαζί μου!

— Κι εγώ θα πάγω ίσια στη θεία και θα της πω: «Θεία, η μις Ράις θέλει να μας δείρει»... είπε η Αλεξάνδρα που αισθάνουνταν το θάρρος της να μεγαλώνει με κάθε λέξη που ανταλλάζουνταν. Και να δούμε τότε τι θα πει αυτή, σαν τη μαλώσει η θεία.

Μελαγχολικά είπε η Πουλουδιά:

— Η θεία δε θα τη μαλώσει! Θα σε δείρει εσένα!

Όλοι σώπασαν συλλογισμένοι. Μπορεί να ήταν σωστό αυτό που έλεγε η Πουλουδιά. Και βλέποντας την εντύπωση που έκαναν τα λόγια της στ' αδέλφια της, πήρε φόρα η Πουλουδιά και πρόσθεσε:

— Καλύτερα να το πούμε στο θείο. Αυτός δε μας δέρνει ποτέ. Κι εκείνος θα την κάνει... θα την κάνει...

Δεν ήξερε τι θα την κάνει ο θείος, ώστε το άφησε ανείπωτο και ο καθένας μπορούσε να φανταστεί το χειρότερο για τη μις Ράις.

Μα είχε πάρει αέρα η Πουλουδιά, κουνούσε το κεφάλι της, μιλούσε σα μεγάλη κι έπρεπε να ξαναμπεί στη σειρά της.

— Ναι! Στο θείο! έκανε ο Αντώνης. Τι ανοησίες που λες! Θα του πει η θεία «Εσύ, Ζωρζή, μην ανακατώνεσαι» και θα πάρει ο θείος το καπέλο του και θα βγει έξω. Και αυτό μπορούσε να γίνει. Είχε ξαναγίνει και άλλοτε.

— Και τότε... πωπώ, τι έχομε να πάθομε από τη μις Ράις! είπε η Αλεξάνδρα.

Και όλο το ωραίο πρωτυτερινό της θάρρος καταγκρεμίστηκε και την έπιασε τρόμος, σα να ήλθε κιόλα η ώρα να τις φάγει.

— Πωπώ! έκανε επίσης τρομαγμένος ο Αλέξανδρος, κουνώντας απάνω κάτω το κεφάλι του.

Ο Αντώνης άπλωσε τα πόδια του και σήκωσε ένα σύννεφο σκόνη από την τροχιά του δρόμου.

— Τι θα μας κάνει; είπε ακατάδεχτα. Θα της πιάσω τα χέρια, όπως το πρωί, και θα την ντροπιάσω!

Η Πουλουδιά είχε ξαναπέσει στην απαισιοδοξία της.

— Και θα φωνάξει αυτή, και πάλι θα έλθει η θεία, και πάλι θα σε κλείσει στη σοφίτα! είπε με αθυμία.

Ως απάντηση, ο Αντώνης ξανακλότσησε τη σκόνη, σήκωσε δεύτερο σύννεφο και σηκώθηκε και αυτός.

— Σεις τα κορίτσια είστε φοβητσιάρες! είπε περιφρονητικά. Δε θα κάνετε ποτέ σας τίποτα!

Και χώνοντας τα χέρια στις τσέπες, άρχισε πάλι να σκαρφαλώνει στο λόφο.

— Τι φεύγεις; του φώναξε η Αλεξάνδρα. Δεν αποφασίσαμε τίποτα!

Μα ο Αντώνης είχε σκύψει και, ανακούρκουδα, γοργά, χώριζε τα ξερά κλαριά ενός θάμνου και πάλι πηδούσε παρακάτω, έπεφτε ανακούρκουδα και πάλι χώριζε άλλα κλαριά. Είχε βγάλει το καπέλο του και κάθε λίγο το κατέβαζε στα κλαριά, σα να ήθελε να τα καπακώσει. Η περιέργεια της Αλεξάνδρας την έκανε να ξεχάσει τα προσβλητικά λόγια του Αντώνη. Πετάχθηκε πάνω και με τ' αδέλφια της πήρε κι εκείνη τον ανήφορο. Μα ο Αντώνης όλο ξανασηκώνουνταν, όλο πηδούσε παραπέρα και όλο γύρευε μες στ' αγκάθια.

— Τι ψάχνεις; του φώναξε η Αλεξάνδρα.

Με τα δυο χέρια τής έγνεψε ο Αντώνης να μην πλησιάσει.

— Σσσστ! έκανε. Μια σαυρίτσα!

Και κατεβάζοντας τελευταία φορά το καπέλο του, φώναξε θριαμβευτικά:

— Την τσάκωσα! Γρήγορα! Γρήγορα! Ελάτε να με βοηθήσετε να την πιάσω! Ελάτε όλοι!

Ούτε η Αλεξάνδρα ούτε η Πουλουδιά δεν αγαπούσαν τις σαύρες. Μα ύστερα από τα προσβλητικά λόγια του Αντώνη πώς να το δείξουν; Κοίταξε η Αλεξάνδρα την Πουλουδιά και κοίταξε η Πουλουδιά την Αλεξάνδρα, και σιωπηλά, αλλά χωρίς βία, σίμωσαν τον Αντώνη. Ο Αλέξανδρος, διστακτικός, θεώρησε φρονιμότερο να μην πλησιάσει πολύ.

— Πιάστε το καπέλο μου... γρήγορα, και οι δυο σας! Πατήστε το με τα χέρια, τις άκρες, η μια από δω, η άλλη από κει! πρόσταξε αναμμένος ο Αντώνης. Προσέξτε μη σας φύγει!

Πάτησαν τα κορίτσια και, γονατιστός, ανάμεσα τους, ο Αντώνης έχωσε το χέρι κάτω από το καπέλο, πασπατεύοντας να πιάσει τη σαύρα. Φοβισμένη αυτή πετάγουνταν εδώ κι εκεί, γυρεύοντας να φύγει, και χτυπιούνταν στις πλευρές του καπέλου. Χτύπησε και την πλευρά που πατούσε η Πουλουδιά, τρόμαξε αυτή, έβγαλε μια φωνή και σήκωσε τα χέρια της. Και άνοιξε μια πόρτα κι έφυγε η σαύρα.

— Τι έκανες! φώναξε ο Αντώνης.

Και τέτοιες φωτιές έβγαζαν τα μάτια του, που θυμήθηκε η Πουλουδιά τα φρύδια της θείας Μαριέτας.

— Με... με χτύπησε η σαύρα... είπε μισοζαλισμένη και από το φόβο της σαύρας και από το θυμό του Αντώνη.

Έξω φρενών εκείνος της έδωσε μια σπρωξιά και ξανασήκωσε το χέρι. Μα δεν πρόφθασε να τη χτυπήσει και βροχή έπεσαν ξυλιές στους δικούς του ώμους, στο κεφάλι, στη ράχη, κόβοντας του φωνή και αναπνοή.

— Μις Ράις! ξεφώνισαν τα δυο κορίτσια τρομαγμένα.

Μα τι μις Ράις ήταν αυτή! Το καπέλο της ήταν στραβό στο κεφάλι της, τα μαλλιά της σκουλιά ξεχτένιστα, η φούστα της είχε στρίψει στο ένα πλάγι και τα μάτια της... πωπώ, τα μάτια της, θολά και κατακόκκινα, παράβγαιναν, θα 'λεγες, με τη μύτη της, ποιο να μοιάσει περισσότερο με παντζάρι. Και ανεβοκατέβαιναν τα χέρια της στο κεφάλι του Αντώνη, σαν της πλύστρας τον κόπανο στα ρούχα της μπουγάδας, και γύρευε κείνος να της ξεφύγει, μα πού! Τον είδε έξαφνα η Αλεξάνδρα αιματωμένο και φώναξε:

— Πουλουδιά! Να τον βοηθήσομε!

Τρομαγμένη έτρεξε και η Πουλουδιά να πιάσει με την αδελφή της τα χέρια της Εγγλέζας, όταν μια νυχιά τής γδέρνει το μάγουλο και τη γεμίζει και αυτήν αίματα. Βγάζει τις φωνές η Αλεξάνδρα, μπήγει τα κλάματα ο Αλέξανδρος, γυρίζει η δασκάλα να δει τι τρέχει και της ξεφεύγει ο Αντώνης, σέρνοντας μαζί του και την Πουλουδιά. Κάνει να τους κυνηγήσει η Εγγλέζα, σκοντάφτει και πέφτει χάμω και μένει σα ζαλισμένη. Παρακάτω μαζεύτηκαν όλα μαζί τ' αδέλφια και, σαν πιο μεγάλη, η Αλεξάνδρα τα κοίταξε στο πρόσωπο να δει από πού μάτωναν. Είχε ανοίξει η μύτη του Αντώνη κι έτρεχε άφθονο αίμα, και από το γδάρσιμο στο μάγουλο της Πουλουδιάς είχε πασαλειφθεί αίματα όλο της το πρόσωπο.

Τότε έβγαλε η Αλεξάνδρα το καθαρό μαντίλι της και σκούπισε το πρόσωπο της Πουλουδιάς, ύστερα και του Αντώνη, στέγνωσε το κλαμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου και, λίγο σαστισμένη ακόμα από την αντάρα που είχε πέσει απάνω τους, πήρε τ' αδέλφια της και κάθισαν στο χώμα να συνέλθουν. Ωστόσο είχε συνέλθει και η δασκάλα από το πέσιμο της. Σηκώθηκε με δυσκολία και, με το καπέλο της ακόμα πιο στραβό και μισοξεκούμπωτη τη φούστα της, κατασκονισμένη και σκοντάφτοντας, πλησίασε τ' αδέλφια και τους είπε, μιλώντας αργά και δύσκολα:

— Πάμε στο σπίτι... Κάνατε πο... πολύ δρόμο, παι... παιδιά μου... και κουραστήκατε... όχι;

Κοιτάχθηκαν τ' αδέλφια. Τι άλλαξε και τους μιλούσε γλυκά; Και πώς δεν ξανάρχισε το ξύλο; Σηκώθηκαν ευθύς και ακολούθησαν τη δασκάλα, που, βαστώντας το χέρι του Αλέξανδρου, κατέβαινε προς το δρόμο.

Μα ήταν ξεκούμπωτη η φούστα της και σκάλωνε στα πόδια της και κάθε λίγο σκόνταφτε και της ξέφευγε το χέρι του Αλέξανδρου, κι εκείνη ύστερα ξεχνούσε να το ξαναπιάσει κι έμενε ο Αλέξανδρος πίσω. Τον άκουσε η Αλεξάνδρα που έκλαιγε, γιατί ήταν, λέει, κουρασμένος, και γύρισε πίσω και πήρε το χέρι του, και στην αράδα πήγαιναν σιωπηλά τα τέσσερα αδέλφια πίσω από τη δασκάλα, που σήκωνε με τη φούστα της σύννεφο τη σκόνη.


Γ'. Στο λόφο της Καστέλας C. On the hill of Kastela C。在卡斯特拉山上

Κάτω, στη βεράντα, γύρω σ' ένα σιδερένιο τρίποδο τραπεζάκι, όλοι ήταν συναγμένοι, η θεία Μαριέτα, σαν πάντα, στην κουνιστή μαύρη της πολυθρόνα, ο θείος Ζωρζής κάπνιζε ειρηνικά το ναργιλέ του, κρατώντας μες στο δικό του το χέρι του Αλέξανδρου, που κάθουνταν φρόνιμα σ' ένα ψάθινο σκαμνί. Downstairs, on the veranda, around an iron three-legged table, everyone was gathered, Aunt Marietta, as usual, in her rocking black armchair, Uncle Georges was peacefully smoking his hookah, holding Alexander's hand in his own, which they sat thoughtfully on a straw stool. Η Αλεξάνδρα, όρθια, με την πλάτη στην κουπαστή της βεράντας, κοίταζε σιωπηλά τη θεία Αργίνη μισοξαπλωμένη σε μια ψάθινη βαθιά πολυθρόνα, και τον Γιάννη, ένα αγόρι δώδεκα χρονών, που όρθιος και αυτός και ακατάδεχτος, ακουμπισμένος στον τοίχο με τα χέρια πίσω, κοίταζε πάνω από το κεφάλι της τη θάλασσα και δε μιλούσε σε κανένα. Alexandra, standing with her back to the railing of the veranda, was silently looking at Aunt Argini half-reclining in a deep straw armchair, and at Yannis, a boy of twelve years old, who was also standing and unacknowledged, leaning against the wall with his hands behind his back, looking above her head the sea and she was not talking to anyone.

Η θεία Αργίνη, αν και αδελφή της θείας Μαριέτας, δεν της έμοιαζε καθόλου. Aunt Argini, although Aunt Marietta's sister, did not look like her at all. Ψηλή, λεπτή, με μάτια μαύρα που σε χάιδευαν και χέρια μαλακά σα μετάξι, με στόμα που χαμογελούσε πάντα και φρύδια που δε σουφρώνουνταν ποτέ, ήταν για τα τέσσερα αδέλφια το άκρον άωτον της ομορφιάς. Tall, thin, with black eyes that caressed you and hands as soft as silk, with a mouth that always smiled and eyebrows that never frowned, she was for the four siblings the ultimate beauty. Φορούσε ένα καφετί φουστάνι με κίτρινο πλαστρόνι, ανοιχτό στο λαιμό, και ψάθινο καπέλο τουρλωτό, όπου σκαρφάλωναν πλαγίως λουλούδια του αγρού, και χαμογελούσε πότε της Αλεξάνδρας και πότε του Αλέξανδρου, χαδιάρικα, σα μαμά, μ' ένα χαμόγελο που έστριφτε γλυκά λίγο πλάγια στο στόμα της. She was wearing a brown frock with a yellow placket, open at the neck, and a straw hat with a brim, in which field flowers climbed sideways, and she was smiling sometimes at Alexandra and sometimes at Alexander, caressingly, like a mother, with a smile that turned sweetly a little to the side of her mouth her. Η θεία Μαριέτα, που είχε βγάλει πια γάντια και καπέλο, κουνιούνταν στην πολυθρόνα της και αναπολούσε την ακρίβεια των μαγαζιών, όπου πάλι είχε ψουνίσει παπούτσια για το κατελυτήρι αυτό, τον Αντώνη, που τρύπησε πάλι τα δικά του, πριν κλείσει ο μήνας. Aunt Marietta, who had already taken off her gloves and hat, was rocking in her armchair and reminiscing about the accuracy of the shops, where she had once again bought shoes for this shoemaker, Antonis, who punctured his shoes again before the month was out.

Το κατελυτήρι εκείνη την ώρα έβγαινε στη βεράντα, με τα μαντατούρικα τριμμένα μπροστά παπούτσια του και πριν προφθάσει να βγει από τη μέση και να ξεσκεπάσει την Πουλουδιά, που κατάφθανε πίσω του, τον έπιασε η θεία Μαριέτα και, σηκώνοντας το πόδι του, έδειξε της θείας Αργίνης τη μύτη του παπουτσιού. At that time, the waiter was going out on the veranda, with the mantaurika shoes rubbed in front of his shoes, and before he could get out of the way and uncover Poulodia, who arrived behind him, Aunt Marietta caught him and, lifting his leg, showed his aunt Arginine the toe of the shoe.

— Βλέπεις; Σε τέτοια θηρία χρειάζονται σιδερένια ποδήματα! - You see; Such beasts need iron feet! είπε. he said.

Η θεία Αργίνη, που με το λίγο στραβό χαμόγελο της έγνεφε της Πουλουδιάς, για να την εγκαρδιώσει να ξεκολλήσει από τη γυάλινη πόρτα και το πόμολο της, και συνάμα άπλωνε το χέρι της ν' αγκαλιάσει τον Αντώνη, είπε γλυκά: Aunt Argini, who with her slightly crooked smile beckoned to Pouloudias, to encourage her to detach herself from the glass door and its knob, and at the same time stretched out her hand to embrace Antonis, said sweetly:

— Όχι δα, καημένη! — No, poor thing! Αρκεί να πεις του τσαγκάρη να προσθέσει ένα σιδεράκι στις μύτες, όπως κάνω εγώ για τα δικά μου αγόρια, και ιδίως για τον Γιάννη που είναι και αυτός κατελυτήρι. It is enough to tell the cobbler to add a brace to the toes, as I do for my own boys, and especially for Giannis who is also a shoemaker.

Και χαμογέλασε του Γιάννη κοντά της, έτσι που της φάνηκε της Πουλουδιάς πως άλλαξε έννοια η λέξη κατελυτήρι κι έγινε έξαφνα χάδι. And he smiled at Giannis near her, so that it seemed to Pouloudia that the word katelitiri changed its meaning and suddenly became a caress.

— Εγώ, είπε αργότερα η Αλεξάνδρα στ' αδέλφια της, αν είχα τη θεία Αργίνη μαμά, δε θα έκανα ποτέ αταξίες, για να μη λυπάται. — I, Alexandra later said to her siblings, if I had Aunt Argini as a mother, I would never do mischief, so that she would not be sorry. Ενώ ο Γιάννης, που είναι κι έτσι μεγάλος, κάνει όλη την ώρα αταξίες. While Giannis, who is so big, does mischief all the time.

— Πού το ξέρεις; ρώτησε ο Αντώνης, που ένιωσε το αγορίστικο γόητρο να κινδυνεύει. - How do you know; asked Antonis, who felt the boyish prestige in danger.

— Το είδα! - I saw it! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Alexandra replied. Και πρώτον είχε σχίσει το παντελόνι του και στέκουνταν όλη την ώρα ακουμπισμένος στον τοίχο, για να μην τον δει κανείς και τον μαλώσει η μαμά του. And first, he had torn his pants and was standing the whole time leaning against the wall, so that no one would see him and his mom would scold him. Μα εγώ το κατάλαβα. But I understood. Και όταν έφευγε, εγώ το είδα! And when he left, I saw it!

— Ο Γιάννης δε θα φοβάται τη μαμά του, γιατί ποτέ δεν τον μαλώνει, είπε μελαγχολικά η Πουλουδιά. — Giannis will not be afraid of his mother, because she never argues with him, Poulodia said melancholy.

— Πού το ξέρεις; ρώτησε πάλι ο Αντώνης, χολιασμένος που τόσα παρατήρησαν τα κορίτσια, εκεί που αυτός δεν είχε δει τίποτα. - How do you know; Antonis asked again, angry that the girls noticed so much, where he had seen nothing.

— Εγώ το ξέρω! - I know it! είπε η Πουλουδιά σείοντας το φουντωτό της κεφάλι. said Pouloudia, shaking her tufted head.

— Τίποτα δεν ξέρεις! — You know nothing! Ούτε μίλησες του Γιάννη! You didn't even talk about John!

— Όχι, μα το είδα όταν τον κοίταξε η θεία Αργίνη. — No, but I saw it when Aunt Argini looked at him.

— Δεν είδες τίποτα! — You saw nothing! Κοροφέξαλα! Crazy!

— Εγώ όμως είδα, είπε η Αλεξάνδρα, και ξέρω πως είναι πολύ κακό παιδί ο Γιάννης! — But I saw, said Alexandra, and I know that Giannis is a very bad boy! Ήταν και τα δυο του χέρια τόσο βρώμικα, που τα έκρυβε πίσω στην πλάτη του και όλο κουνούσε τα δάχτυλα του, και όλο μαδούσε τον τοίχο της βεράντας κι έτριβε ύστερα το σοβά στα χέρια του, για να βγάλει τις μουντζούρες και τα μελάνια. Both his hands were so dirty, that he hid them behind his back and kept moving his fingers, and kept picking at the wall of the verandah, and then rubbing the plaster on his hands, to remove the smudges and inks.

— Πώς το ξέρεις; ρώτησε όλο και πιο ερεθισμένος ο Αντώνης. - How do you know; Antonis asked more and more irritated. Αφού ήταν τα χέρια του πίσω του! Since his hands were behind him!

— Έβλεπα κάθε λίγο σκόνες και πετραδάκια που έπεφταν από τη ράχη του. — I saw every little bit of dust and pebbles falling from his spine. Και, σαν έφυγαν, πήγα και κοίταξα τον τοίχο και είδα πως τον είχε μαδήσει. And when they were gone, I went and looked at the wall, and saw that he had plucked it. Και είχε και δαχτυλιές μαύρες. And he also had black fingers.

Το πράμα άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον. Things started to get interesting. Ο Αντώνης παράτησε τα κακιώματα. Antonis gave up his bad habits.

— Και τι είπε η θεία Μαριέτα; ρώτησε. — And what did Aunt Marietta say? asked.

— Δεν το είδε. — He did not see it. Δεν κοίταξε από κει. He didn't look away. Και ήταν πια σούρουπο σαν έφυγαν. And it was already dusk when they left. Μα θα το δει αύριο και θα πει πως το 'κανες εσύ! But he'll see it tomorrow and say you did it!

Ο Αντώνης δε μίλησε. Antonis did not speak. Ανήσυχη τον κοίταξε η Πουλουδιά. Pouloudia looked at him worriedly.

— Τι θα κάνεις, Αντώνη; — What will you do, Antonis?

— Θα της πω πως δεν το έκανα. — I'll tell her I didn't.

— Δε θα το πιστέψει! — He won't believe it! Να της πεις την αλήθεια, πως το 'κανε ο Γιάννης. Tell her the truth, how Giannis did it.

Μια στιγμή δεν αποκρίθηκε ο Αντώνης. Antonis did not answer for a moment. Συλλογίζουνταν. They were thinking. Ύστερα είπε: Then he said:

— Δε θα το πω! — I won't tell!

— Μα θα σε δείρει! — But he will beat you!

Με αδιαφορία σήκωσε ο Αντώνης το δεξί του ώμο. Antonis raised his right shoulder with indifference.

— Ας με δείρει! — Let him beat me! έκανε. made.

Τα κορίτσια τώρα τον κοίταζαν με θαυμασμό. The girls were now looking at him with admiration. Να, κάτι τέτοια είχε ο Αντώνης που τις έκανε να αισθάνονται κουτές, φοβητσιάρες και ανάξιες και να δέχονται την επιβολή του σα δίκαια. Yes, Antonis had something like that that made them feel dumb, fearful and unworthy and accept his imposition as justice. Ως την ώρα που γίνουνταν τυραννικός, και τότε αυτές επαναστατούσαν. Until he became tyrannical, and then they rebelled. Ο Αλέξανδρος όμως, που καθισμένος στο πάτωμα παρακολουθούσε όλη αυτή τη συζήτηση, κοιτάζοντας πότε τον έναν, πότε την άλλη, καταπώς έπαιρναν το λόγο τ' αδέλφια του, συγκινήθηκε. But Alexander, sitting on the floor watching all this conversation, looking now and then at one, now and then at the other, as his brothers and sisters spoke, was moved.

— Όχι, Αντώνη, παρακάλεσε και το στόμα του έτρεμε, έτοιμο να ξεσπάσει στα κλάματα, πες πως το έκανε ο Γιάννης, μη σε δείρει η θεία, όπως τη μέρα που έριξε ο αέρας κάτω τη στάμνα κι εκείνη νόμιζε πως την έσπασες εσύ! — No, Antonis, he begged and his mouth trembled, ready to burst into tears, say that Giannis did it, don't let your aunt beat you, like the day the wind knocked down the pitcher and she thought you broke it!

Ο Αντώνης τώρα είχε φθάσει στην ακμή του ηρωισμού και της αυτοθυσίας. Antonis had now reached the height of heroism and self-sacrifice. Θυμήθηκε κείνο το ξύλο, θυμήθηκε το παχουλό χέρι της θείας, που δεν πονούσε και πολύ, και είπε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του: He remembered that wood, he remembered his aunt's chubby hand, which didn't hurt too much, and he said, throwing back his head:

— Εγώ μαντατούρης δε γίνομαι! — I'm not becoming a mantatourist!

Όλοι σώπασαν υποταγμένοι. Everyone fell silent in submission. Αυτός ο Αντώνης άξιζε να είναι αρχηγός τους και ας ήταν η Αλεξάνδρα μεγαλύτερη του. This Antonis deserved to be their leader and let Alexandra be his elder. Και όλο κείνο το βράδυ τα όρισε και τα κυβέρνησε τ' αδέλφια του σαν απόλυτος άρχοντας, ως την ώρα του κρεβατιού και του ύπνου. And all that night he appointed and ruled over his brothers like an absolute lord, until the time of bed and sleep. Και το άλλο πρωί, εκτός από τις ώρες που γίνουνταν τα μαθήματα, πάλι όρισε και διεύθυνε τα παιχνίδια, σα δικτάτορας που δε δέχεται ούτε ν' ακούσει άλλου γνώμη. And the next morning, apart from the times when the lessons were held, he again defined and directed the games, like a dictator who does not even accept to listen to another's opinion. Τα κορίτσια άρχισαν να δυσανασχετούν. The girls began to resent it. Παραμάκραινε η μοναρχία του Αντώνη, προπάντων που η θεία δεν είχε δει το μουντζουρωμένο και μαδημένο τοίχο, κι έτσι δεν του έδωσε αφορμή να δείξει, με τον ηρωισμό του, πως ήταν άξιος άλλη μια μέρα να επιβληθεί στ' αδέλφια του. Antony's monarchy was fading away, above all because the aunt had not seen the smudged and plucked wall, and so she did not give him an occasion to show, with his heroism, that he was worthy another day to impose himself on his brothers. Τα πράματα άρχισαν να θολώνουν και θα ξεσπούσε βέβαια επανάσταση, αλλά ήλθε μήνυμα από τη θεία Αργίνη να παν τ' απόγεμα και τα τέσσερα αδέλφια με τη δασκάλα, να παίξουν με τα δικά της τα επτά παιδιά, πως θα έβγαινε κείνη έξω, πως θα έλειπε και ο θείος ο γιατρός και πως τα παιδιά θα έχουν σπίτι και αυλή δικά τους, να τρέξουν, αν θέλουν, και να φωνάξουν και να τραγουδήσουν όσο το τραβούσε η καρδιά τους. Things started to get blurry and a revolution would certainly break out, but a message came from aunt Argini that the four siblings and the teacher should spend the afternoon playing with her seven children, that she would go out, that she would be absent and uncle the doctor and how the children will have a house and a yard of their own, to run around, if they want, and shout and sing as much as their heart desires. Το μήνυμα αυτό σκόρπισε τα σύννεφα, γαλήνεψε τα πρόσωπα, η επανάσταση έγινε καπνός και η ομόνοια βασίλεψε ανάμεσα στα τέσσερα αδέλφια, χωρίς μονάρχες και υποτακτικούς. This message dispersed the clouds, calmed the faces, the revolution became smoke and harmony reigned among the four brothers, without monarchs and subordinates.

Μα λίγην ώρα βάσταξε η μπουνάτσα. But it took a while for the bunatsa to endure. Όταν έμαθε η μις Ράις πως τα επτά παιδιά της θείας Αργίνης δεν είχαν ούτε δασκάλισσα Εγγλέζα ούτε νταντά, αρνήθηκε να πάγει και πρόσταξε τα τέσσερα αδέλφια να ζητήσουν να παν περίπατο, να πουν πως το προτιμούν παρά να παν στη θεία. When Miss Rice learned that Aunt Argini's seven children had neither an English teacher nor a nanny, she refused to go and ordered the four siblings to ask for a walk, to say that they preferred it to going to their aunt's. Και η επανάσταση που είχε γίνει καπνός, ξανάγινε μπαρούτι. And the revolution that had become smoke, became gunpowder again. Άρχισε με διαμαρτυρίες, εξελίχθηκε σε ξύλο και το χέρι της Εγγλέζας ήταν πιο βαρύ και πιο σκληρό από το χεράκι της θείας Μαριέτας, και πνίγηκε σε ποτάμια από δάκρυα, που ολοένα ανάβρυζαν αστέρευτα από τρία ζευγάρια μάτια συνάμα. It began with protestations, grew into wood, and the hand of the Englishwoman was heavier and harder than Aunt Marietta's little hand, and she was drowned in rivers of tears, which kept gushing forth stars from three pairs of eyes at once. Μόνος ο Αντώνης δεν έκλαψε, γιατί ο Αντώνης δεν έκλαιγε ποτέ. Only Antonis did not cry, because Antonis never cried. Αλλά έσφιξε τα δόντια του με λύσσα και είπε της δασκάλας: But he gritted his teeth in rage and said to the teacher:

— Είσαι κακιά γυναίκα! — You are a wicked woman!

Και αυτό τα κατέστρεψε όλα. And that ruined everything. Καλύτερα να είχε κλάψει σαν τα κορίτσια ή σαν τον Αλέξανδρο. It would have been better if she had cried like the girls or like Alexander.

— Θα είχες βρει το δίκιο σου! — You would have found your right! τον βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. Alexandra assured him. Μα δε βρήκε το δίκιο του ούτε κείνος ούτε οι αδελφές του ούτε και ο μικρός Αλέξανδρος που, βαλμένος στη γωνιά με πρόσωπο κατά τον τοίχο, κλαίγοντας και αναστενάζοντας μουρμούριζε σιγά σιγά, για να τ' ακούσει μόνος ο τοίχος: But neither he nor his sisters found his right, nor did little Alexander who, sitting in the corner with his face against the wall, crying and sighing, murmured slowly, so that only the wall could hear him:

— Και όμως, η μις Ράις είπε ψέματα! — And yet Miss Rice lied!

Όσο για τ' άλλα τρία αδέλφια, ούτε πρόφθασαν να δικαιολογηθούν. As for the other three brothers, they didn't even manage to justify themselves. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν χωρίς απολογία. They were tried and sentenced without apology. Γιατί είχε ακούσει το θόρυβο η θεία και είχε μπει στο σπουδαστήριο των αδελφών όπου, με άτακτα μαλλιά και το πρόσωπο αναμμένο, ο Αντώνης βαστούσε... -τι φρίκη!- ναι, ο Αντώνης βαστούσε, ψηλά πάνω από το κεφάλι του, τα δυο χέρια της μις Ράις. For the aunt had heard the noise and had entered the brothers' study where, with unruly hair and a burning face, Antonis was weighing... - what a horror! - yes, Antonis was weighing, high above his head, the two Miss Rice's hands. Άκουσε την πόρτα η μις Ράις και, με τα χέρια ακόμα αιχμαλωτισμένα στα χέρια του Αντώνη, γύρισε, είδε τη θεία και φώναξε: Miss Rice heard the door, and, with her hands still captured in Anthony's, she turned, saw her aunt, and called out:

— Καμαρώστε τ' ανίψια σας! — Make your niece proud! Ιδού με τι τρόπο γίνεται το μάθημα κάθε μέρα! Here's how the lesson is done every day!

Η παρουσία της θείας σταμάτησε κάθε κίνηση των αδελφών, επιθετική όσο και αμυντική. The presence of the aunt halted every movement of the brothers, offensive as well as defensive. Μόνο τα δάκρυα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν απότομα, και τα πνιγμένα αναφιλητά του Αλέξανδρου έκοβαν κάπου κάπου την τέλεια σιωπή που ξαφνικά είχε χυθεί στην κάμαρα. Only the tears could not stop abruptly, and Alexander's stifled sobs interrupted the perfect silence that had suddenly filled the chamber. Και πήρε αργά η θεία μια καρέγλα και κάθισε. And the aunt slowly took a chair and sat down. Και ύστερα, με σουφρωμένα φρύδια, ρώτησε: And then, with furrowed brows, he asked:

— Τι τρέχει, μις Ράις;

Τα σουφρωμένα φρύδια της θείας Μαριέτας, που έμοιαζαν τόσο με τα σουφρωμένα φρύδια του πατέρα, όταν ήταν θυμωμένος, είχαν την ιδιότητα να σκορπούν βούβα και υποταγή γύρω της, όχι μόνο με τα τέσσερα αδέλφια, αλλά και με την Αφροδίτη και με την κερα-Ρήνη, ακόμα και με το θείο Ζωρζή, που σε τέτοιες ώρες, χωρίς ν' απαντήσει, δίπλωνε τους ώμους του κι έπαιρνε το καπέλο του κι έβγαινε έξω. Aunt Marietta's furrowed brows, so much like father's furrowed brows when he was angry, had the quality of spreading silence and submission around her, not only with the four siblings, but also with Aphrodite and the candle-Rhine , even with Uncle George, who at such times, without answering, would fold his shoulders and take his hat and go out. Και μες στη σιωπή που είχε ακολουθήσει την ανεμοζάλη, ακούστηκε η φωνή της Εγγλέζας που έλεγε: And in the silence that had followed the whirlwind, the English woman's voice was heard saying:

— Δεν μπορώ να εξακολουθήσω να διδάσκω παιδιά που μου είπαν: «Είσαι κακιά γυναίκα»! — I cannot continue to teach children who have told me: "You are a bad woman"!

Τα καστανά μάτια της θείας Μαριέτας, που γίνουνταν μαύρα κάτω από τα σουφρωμένα της φρύδια, περιπλανήθηκαν στα τέσσερα σκυφτά κεφάλια των ανιψιών της και στάθηκαν στον Αντώνη. Aunt Marietta's brown eyes, turning black under her furrowed brows, wandered over the four bowed heads of her nieces and rested on Antony. Και ρώτησε: And he asked:

— Ποιος είπε αυτή τη λέξη; — Who said that word?

— Ποιος άλλος; Ο Αντώνης φυσικά! - Who else; Antonis of course! Και το κακό είναι που παρασύρει και τις αδελφές του και ακόμα και τον Αλέξανδρο που τόλμησε να μου πει: «Μη φωνάζεις»! And the bad thing is that he drags away his sisters and even Alexander who dared to tell me: "Don't shout"! Εγώ δεν τ' ανέχομαι αυτά! I can't stand this!

Η θεία δε μίλησε αμέσως. The aunt did not speak immediately. Κοίταζε τ' ανίψια της που άφωνα περίμεναν την καταδίκη τους. She looked at her nieces who silently awaited their sentence.

— Πρέπει να πέρασαν πολλές ώρες! — It must have been many hours! είπε αργότερα η Αλεξάνδρα στ' αδέλφια της. Alexandra later told her siblings. Τα γόνατα μου κουράστηκαν τόσο, που κόντευα να πέσω! My knees got so tired, I almost fell!

Δεν έπεσε κείνη. Μα έπεσε ο κεραυνός στο κεφάλι τους. But lightning struck their heads. Και είπε η θεία: And the aunt said:

— Δεν έχει να πάτε στη θεία Αργίνη τ' απόγεμα! — You don't have to go to Aunt Argini's in the afternoon! Θα βγείτε περίπατο με τη μις Ράις! You will go for a walk with Miss Rice! Και ούτε το μεσημέρι ούτε το βράδυ δε θα φάγει κανένας σας φρούτο! And neither at noon nor at night will any of you eat fruit! Και τώρα, ο κύριος Αλέξανδρος να πάγει στη γωνιά με το πρόσωπο στον τοίχο, ο δε κύριος Αντώνης να έλθει μαζί μου, ν' ανέβει στη σοφίτα και να μείνει μονάχος, κλεισμένος ως την ώρα του τραπεζιού. And now, let Mr. Alexandros freeze in the corner with his face against the wall, and let Mr. Antonis come with me, go up to the attic and stay alone, locked up until dinner time.

— Μάλιστα! — Yes! Τέτοια κάνουν αυτές οι ξένες, τέτοιες ψευτιές λεν κι έτσι τυραννούν τα παιδιά! This is what these foreigners do, they tell such lies and this is how they tyrannize the children! Και το κάνουν πάντα! And they always do! δήλωσε ο Αντώνης το απόγεμα, όταν με τ' αδέλφια του και τη δασκάλα βγήκε από την αυλή τους. declared Antonis in the afternoon, when he left their yard with his siblings and the teacher.

Γύρισε η Εγγλέζα και τον αγριοκοίταξε. The Englishwoman turned and glared at him.

— Σπίκ Ίγκλις! — Spike Eaglis! πρόσταξε με θυμό. he ordered angrily.

Παρακάτω, εμπρός στην αυλή του μεγάλου σπιτιού, είδαν τ' αδέλφια τέσσερις πέντε αξιωματικούς και κυρίες που κάθουνταν γύρω σ' ένα τραπέζι στρωμένο φλιτζάνια και μπισκότα. Below, in front of the courtyard of the big house, they saw the brothers four or five officers and ladies sitting around a table spread with cups and biscuits. Ο Αντώνης συμμαζεύθηκε αμέσως. Antonis pulled himself together immediately. Είχε αναγνωρίσει το βασιλέα, με τον Ντον ξαπλωμένο στα πόδια του, και τη βασίλισσα, που φορούσε ένα άσπρο φόρεμα μ' ένα μαύρο βελούδο στα μαλλιά. He had recognized the king, with Don lying at his feet, and the queen, wearing a white dress with a black velvet in her hair. Φρόνιμα, σα στρατιώτες πέρασαν τα τέσσερα αδέλφια, με τεντωμένες τις ράχες τους, εμπρός στο βασιλικό τραπέζι. Cautiously, like soldiers, the four brothers, with their backs stretched, passed in front of the royal table. Πετάχθηκε πάνω ο Ντον και άρχισε να πηδά γύρω τους και τρόμαξε τον Αλέξανδρο. Don jumped up and started jumping around them and startled Alexander. Τον φώναξε όμως πίσω ο βασιλέας και γέλασε και είπε του Αλέξανδρου: But the king called him back and laughed and said to Alexander:

— Μη φοβάσαι, μικρέ! — Don't be afraid, little one! Είναι καλός και δε δαγκώνει! He is good and doesn't bite!

Και ντροπιασμένος χώθηκε ο Αλέξανδρος πίσω από τη δασκάλα, και οι τρεις μεγάλοι, ταπεινωμένοι από τη δειλία του αδελφού τους, πέρασαν κάνοντας τους αδιάφορους. And in shame Alexander hid himself behind the teacher, and the three elders, humiliated by their brother's cowardice, passed by, making them indifferent.

— Αυτός ο Αλέξανδρος πάντα θα μας ντροπιάζει! — This Alexander will always embarrass us! είπε ελληνικά ο Αντώνης, σα γύρισαν στο δρόμο. said Antonis in Greek, as they returned to the road. Δε φθάνει που είπε χθες «Βρε συ» στον αξιωματικό... It's not enough that he said "Here you go" to the officer yesterday...

— Σπίκ Ίνγκλις! φώναξε άγρια η δασκάλα.

Μα τ' αδέλφια είχαν αποφασίσει, πριν βγουν από την αυλή τους, να μην της πουν ούτε λέξη όλο τ' απόγεμα και να μη μιλήσουν καθόλου αγγλικά μεταξύ τους, ώσπου να πλαγιάσουν το βράδυ. But the brothers had decided, before they left their yard, not to say a word to her all afternoon, and not to speak any English to each other, until evening fell. Κι έτσι σιωπηλά ανέβηκαν στο λόφο, κάθισαν στις πέτρες, σταύρωσαν χέρια και πόδια και, με σφιγμένα χείλια και πεισμωμένα πρόσωπα, κοίταζαν τη θάλασσα με τα καραβάκια της. Ώσπου τους γύρισε τη ράχη η δασκάλα κι έβγαλε κρυφά την μποτίλια της και άνοιξε το βιβλίο της. Until the teacher turned her back on them and secretly took out her bottle and opened her book. Ένα-ένα σηκώθηκαν τότε τ' αδέλφια, κατέβηκαν στο δρόμο και κάθισαν στη σκόνη, κάνοντας κύκλο, να συζητήσουν την κατάσταση και να οργανώσουν την αντίσταση που στο μέλλον έπρεπε να είναι γενική, αδιάκοπη και αμείλικτη, χωρίς όμως και να μπορεί η δασκάλα να βρει πάτημα για μαντατέματα. One by one the brothers then got up, went down to the street and sat in the dust, forming a circle, to discuss the situation and organize the resistance which in the future was to be general, unceasing and relentless, but without the teacher being able to find tap for guesses.

— Εγώ, είπε ο Αντώνης, αν ξαναδοκιμάσει ποτέ να με δείρει, δε θα της πω πια «Κακιά γυναίκα», μα θα σηκωθώ και θα βγω από την κάμαρα χωρίς να της μιλήσω. — I, said Antonis, if she ever tries to beat me again, I will no longer call her "Bad woman", but I will get up and leave the chamber without speaking to her.

— Κι εγώ! - And I! είπε ο Αλέξανδρος που ήθελε να εξιλεωθεί από την πρωτυτερινή του τρομάρα και το χθεσινό του αμάρτημα απέναντι του αξιωματικού. said Alexander who wanted to atone for his earlier terror and yesterday's sin against the officer. Η Αλεξάνδρα τον μέτρησε με μια ματιά, τόσο μικρούτσικος που ήταν, και είπε: Alexandra measured him with a glance, so small as he was, and said:

— Ναι! Εσύ! Εσένα θα σε στρώσει μπρούμυτα στα γόνατα της, όπως πάντα, και θα σου τις βρέξει, χωρίς να μπορείς εσύ να κάνεις τίποτα! She will lay you face down on her knees, as always, and she will wet them, without you being able to do anything!

Τα μάτια του Αλέξανδρου βούρκωσαν με την ενθύμηση του «πάντα» και του «βρεξίματος» και τα χείλια του άρχισαν να τρέμουν. Alexander's eyes watered at the memory of "always" and "wetting" and his lips began to tremble. Προστατευτικά έριξε ο Αντώνης το χέρι του πάνω στους ώμους του μικρού του αδελφού. Antonis protectively put his hand on his little brother's shoulders.

— Έννοια σου, του είπε μεγαλόψυχα, εγώ θα σε πάρω από το χέρι και θα σε πάγω έξω μαζί μου! — You mean, he said magnanimously, I'll take you by the hand and take you out with me!

— Κι εγώ θα πάγω ίσια στη θεία και θα της πω: «Θεία, η μις Ράις θέλει να μας δείρει»... είπε η Αλεξάνδρα που αισθάνουνταν το θάρρος της να μεγαλώνει με κάθε λέξη που ανταλλάζουνταν. — And I will go straight to the aunt and tell her: "Aunt, Miss Rice wants to beat us"... said Alexandra who felt her courage growing with every word that was exchanged. Και να δούμε τότε τι θα πει αυτή, σαν τη μαλώσει η θεία. And then let's see what she will say, as if the aunt scolded her.

Μελαγχολικά είπε η Πουλουδιά: Pouloudia said melancholy:

— Η θεία δε θα τη μαλώσει! — The aunt will not argue with her! Θα σε δείρει εσένα! He will beat you!

Όλοι σώπασαν συλλογισμένοι. Everyone fell silent in thought. Μπορεί να ήταν σωστό αυτό που έλεγε η Πουλουδιά. It might be true what Pouloudia said. Και βλέποντας την εντύπωση που έκαναν τα λόγια της στ' αδέλφια της, πήρε φόρα η Πουλουδιά και πρόσθεσε: And seeing the impression her words made on her brothers, Pouloudia spoke up and added:

— Καλύτερα να το πούμε στο θείο. — We'd better tell uncle. Αυτός δε μας δέρνει ποτέ. He never beats us. Κι εκείνος θα την κάνει... θα την κάνει... And he will make her... he will make her...

Δεν ήξερε τι θα την κάνει ο θείος, ώστε το άφησε ανείπωτο και ο καθένας μπορούσε να φανταστεί το χειρότερο για τη μις Ράις. She didn't know what her uncle would do to her, so she left it unsaid and everyone could imagine the worst for Miss Rice.

Μα είχε πάρει αέρα η Πουλουδιά, κουνούσε το κεφάλι της, μιλούσε σα μεγάλη κι έπρεπε να ξαναμπεί στη σειρά της. But Pouloudia had caught wind, she was shaking her head, talking like an old woman and she had to go back to her turn.

— Ναι! Στο θείο! έκανε ο Αντώνης. Τι ανοησίες που λες! What nonsense you speak! Θα του πει η θεία «Εσύ, Ζωρζή, μην ανακατώνεσαι» και θα πάρει ο θείος το καπέλο του και θα βγει έξω. The aunt will tell him "You, George, don't get involved" and the uncle will take his hat and go out. Και αυτό μπορούσε να γίνει. And that could be done. Είχε ξαναγίνει και άλλοτε. It had happened before.

— Και τότε... πωπώ, τι έχομε να πάθομε από τη μις Ράις! — And then... I say, what are we to suffer from Miss Rice! είπε η Αλεξάνδρα. Alexandra said.

Και όλο το ωραίο πρωτυτερινό της θάρρος καταγκρεμίστηκε και την έπιασε τρόμος, σα να ήλθε κιόλα η ώρα να τις φάγει. And all her beautiful former courage was shattered and she was seized with terror, as if the time had already come for her to eat them.

— Πωπώ! έκανε επίσης τρομαγμένος ο Αλέξανδρος, κουνώντας απάνω κάτω το κεφάλι του. Alexander also did in fright, shaking his head up and down.

Ο Αντώνης άπλωσε τα πόδια του και σήκωσε ένα σύννεφο σκόνη από την τροχιά του δρόμου. Antonis stretched out his legs and kicked up a cloud of dust from the path of the road.

— Τι θα μας κάνει; είπε ακατάδεχτα. — What will he do to us? he said disapprovingly. Θα της πιάσω τα χέρια, όπως το πρωί, και θα την ντροπιάσω! I'll take her hands, like in the morning, and shame her!

Η Πουλουδιά είχε ξαναπέσει στην απαισιοδοξία της. Pouloudia had fallen back into her pessimism.

— Και θα φωνάξει αυτή, και πάλι θα έλθει η θεία, και πάλι θα σε κλείσει στη σοφίτα! — And she will shout, and the aunt will come again, and she will lock you in the attic again! είπε με αθυμία. he said sheepishly.

Ως απάντηση, ο Αντώνης ξανακλότσησε τη σκόνη, σήκωσε δεύτερο σύννεφο και σηκώθηκε και αυτός. In response, Antony kicked up the dust again, raised a second cloud, and rose up as well.

— Σεις τα κορίτσια είστε φοβητσιάρες! — You girls are scary! είπε περιφρονητικά. he said contemptuously. Δε θα κάνετε ποτέ σας τίποτα! You will never do anything!

Και χώνοντας τα χέρια στις τσέπες, άρχισε πάλι να σκαρφαλώνει στο λόφο. And thrusting his hands into his pockets, he began to climb the hill again.

— Τι φεύγεις; του φώναξε η Αλεξάνδρα. — What are you leaving? Alexandra shouted at him. Δεν αποφασίσαμε τίποτα! We haven't decided anything!

Μα ο Αντώνης είχε σκύψει και, ανακούρκουδα, γοργά, χώριζε τα ξερά κλαριά ενός θάμνου και πάλι πηδούσε παρακάτω, έπεφτε ανακούρκουδα και πάλι χώριζε άλλα κλαριά. But Antonis had bent down and, crouching, quickly, was splitting the dry branches of a bush and again jumping further, falling crouching and again splitting other branches. Είχε βγάλει το καπέλο του και κάθε λίγο το κατέβαζε στα κλαριά, σα να ήθελε να τα καπακώσει. Η περιέργεια της Αλεξάνδρας την έκανε να ξεχάσει τα προσβλητικά λόγια του Αντώνη. Alexandra's curiosity made her forget Antonis' insulting words. Πετάχθηκε πάνω και με τ' αδέλφια της πήρε κι εκείνη τον ανήφορο. She jumped up and with her brothers she also took the hill. Μα ο Αντώνης όλο ξανασηκώνουνταν, όλο πηδούσε παραπέρα και όλο γύρευε μες στ' αγκάθια. But Antonis kept getting up again, kept jumping further and kept turning into the thorns.

— Τι ψάχνεις; του φώναξε η Αλεξάνδρα. - What are you looking for; Alexandra shouted at him.

Με τα δυο χέρια τής έγνεψε ο Αντώνης να μην πλησιάσει. With both hands, Antonis beckoned her not to approach.

— Σσσστ! — Shhh! έκανε. He made. Μια σαυρίτσα! A mosquito!

Και κατεβάζοντας τελευταία φορά το καπέλο του, φώναξε θριαμβευτικά:

— Την τσάκωσα! — I fought her! Γρήγορα! Quickly! Γρήγορα! Quickly! Ελάτε να με βοηθήσετε να την πιάσω! Come help me catch her! Ελάτε όλοι! Come!

Ούτε η Αλεξάνδρα ούτε η Πουλουδιά δεν αγαπούσαν τις σαύρες. Neither Alexandra nor Pouloudia liked lizards. Μα ύστερα από τα προσβλητικά λόγια του Αντώνη πώς να το δείξουν; Κοίταξε η Αλεξάνδρα την Πουλουδιά και κοίταξε η Πουλουδιά την Αλεξάνδρα, και σιωπηλά, αλλά χωρίς βία, σίμωσαν τον Αντώνη. But after the insulting words of Antonis, how can they show it? Alexandra looked at Pouloudia and Pouloudia looked at Alexandra, and silently, but without violence, they silenced Antonis. Ο Αλέξανδρος, διστακτικός, θεώρησε φρονιμότερο να μην πλησιάσει πολύ. Alexander, hesitant, thought it wiser not to get too close.

— Πιάστε το καπέλο μου... γρήγορα, και οι δυο σας! — Grab my hat... quickly, both of you! Πατήστε το με τα χέρια, τις άκρες, η μια από δω, η άλλη από κει! Press it with your hands, the ends, one here, the other there! πρόσταξε αναμμένος ο Αντώνης. Antonis ordered brightly. Προσέξτε μη σας φύγει! Be careful not to get carried away!

Πάτησαν τα κορίτσια και, γονατιστός, ανάμεσα τους, ο Αντώνης έχωσε το χέρι κάτω από το καπέλο, πασπατεύοντας να πιάσει τη σαύρα. They stepped on the girls and, kneeling between them, Antonis put his hand under the hat, fumbling to catch the lizard. Φοβισμένη αυτή πετάγουνταν εδώ κι εκεί, γυρεύοντας να φύγει, και χτυπιούνταν στις πλευρές του καπέλου. Frightened, she tossed hither and thither, trying to get away, and struck the sides of the hat. Χτύπησε και την πλευρά που πατούσε η Πουλουδιά, τρόμαξε αυτή, έβγαλε μια φωνή και σήκωσε τα χέρια της. He also hit the side that Pouloudia was stepping on, she got scared, let out a voice and raised her hands. Και άνοιξε μια πόρτα κι έφυγε η σαύρα. And he opened a door and the lizard left.

— Τι έκανες! - What did you do! φώναξε ο Αντώνης. cried Antonis.

Και τέτοιες φωτιές έβγαζαν τα μάτια του, που θυμήθηκε η Πουλουδιά τα φρύδια της θείας Μαριέτας. And such fires came out of his eyes, that Pouloudia remembered aunt Marietta's eyebrows.

— Με... με χτύπησε η σαύρα... είπε μισοζαλισμένη και από το φόβο της σαύρας και από το θυμό του Αντώνη. — I... the lizard hit me... she said, half-stunned by both the fear of the lizard and Antonis' anger.

Έξω φρενών εκείνος της έδωσε μια σπρωξιά και ξανασήκωσε το χέρι. Frantically, he gave her a push and raised his hand again. Μα δεν πρόφθασε να τη χτυπήσει και βροχή έπεσαν ξυλιές στους δικούς του ώμους, στο κεφάλι, στη ράχη, κόβοντας του φωνή και αναπνοή. But he didn't manage to hit her and a rain of sticks fell on his own shoulders, on his head, on his back, cutting off his voice and breathing.

— Μις Ράις! ξεφώνισαν τα δυο κορίτσια τρομαγμένα. the two girls exclaimed in fright.

Μα τι μις Ράις ήταν αυτή! But what a Miss Rice she was! Το καπέλο της ήταν στραβό στο κεφάλι της, τα μαλλιά της σκουλιά ξεχτένιστα, η φούστα της είχε στρίψει στο ένα πλάγι και τα μάτια της... πωπώ, τα μάτια της, θολά και κατακόκκινα, παράβγαιναν, θα 'λεγες, με τη μύτη της, ποιο να μοιάσει περισσότερο με παντζάρι. Her hat was crooked on her head, her hair was disheveled, her skirt was turned to one side, and her eyes... well, her eyes, dim and red, were, as it were, at odds with her nose. , which looks more like a beetroot. Και ανεβοκατέβαιναν τα χέρια της στο κεφάλι του Αντώνη, σαν της πλύστρας τον κόπανο στα ρούχα της μπουγάδας, και γύρευε κείνος να της ξεφύγει, μα πού! And her hands were going up and down on Antonis' head, like a washerwoman washing clothes in the laundry, and he was turning to escape her, but where! Τον είδε έξαφνα η Αλεξάνδρα αιματωμένο και φώναξε: Alexandra suddenly saw him covered in blood and shouted:

— Πουλουδιά! — Birds! Να τον βοηθήσομε! Let's help him!

Τρομαγμένη έτρεξε και η Πουλουδιά να πιάσει με την αδελφή της τα χέρια της Εγγλέζας, όταν μια νυχιά τής γδέρνει το μάγουλο και τη γεμίζει και αυτήν αίματα. Terrified, Pouloudia also ran to grab the Englishwoman's hands with her sister, when a claw scratched her cheek and filled her with blood. Βγάζει τις φωνές η Αλεξάνδρα, μπήγει τα κλάματα ο Αλέξανδρος, γυρίζει η δασκάλα να δει τι τρέχει και της ξεφεύγει ο Αντώνης, σέρνοντας μαζί του και την Πουλουδιά. Alexandra screams, Alexandros comes in crying, the teacher turns to see what's going on and Antonis escapes her, dragging Pouloudia with him. Κάνει να τους κυνηγήσει η Εγγλέζα, σκοντάφτει και πέφτει χάμω και μένει σα ζαλισμένη. He makes the Englishwoman chase after them, she stumbles and falls to the ground and remains as if in a daze. Παρακάτω μαζεύτηκαν όλα μαζί τ' αδέλφια και, σαν πιο μεγάλη, η Αλεξάνδρα τα κοίταξε στο πρόσωπο να δει από πού μάτωναν. Below, all the siblings gathered together and, as older, Alexandra looked them in the face to see where they were coming from. Είχε ανοίξει η μύτη του Αντώνη κι έτρεχε άφθονο αίμα, και από το γδάρσιμο στο μάγουλο της Πουλουδιάς είχε πασαλειφθεί αίματα όλο της το πρόσωπο. Antonis's nose had been opened and blood was running profusely, and from the scratch on Poulodia's cheek, her whole face had been smeared with blood.

Τότε έβγαλε η Αλεξάνδρα το καθαρό μαντίλι της και σκούπισε το πρόσωπο της Πουλουδιάς, ύστερα και του Αντώνη, στέγνωσε το κλαμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου και, λίγο σαστισμένη ακόμα από την αντάρα που είχε πέσει απάνω τους, πήρε τ' αδέλφια της και κάθισαν στο χώμα να συνέλθουν. Then Alexandra took off her clean scarf and wiped the face of Pouloudia, then of Antonis, she dried the crying face of Alexander and, still a little bewildered by the antara that had fallen on them, she took her brothers and they sat on the ground to recover. Ωστόσο είχε συνέλθει και η δασκάλα από το πέσιμο της. However, the teacher had also recovered from her fall. Σηκώθηκε με δυσκολία και, με το καπέλο της ακόμα πιο στραβό και μισοξεκούμπωτη τη φούστα της, κατασκονισμένη και σκοντάφτοντας, πλησίασε τ' αδέλφια και τους είπε, μιλώντας αργά και δύσκολα: She rose with difficulty, and, with her hat even more crooked and her skirt half unbuttoned, dusty and stumbling, approached the brothers and said to them, speaking slowly and with difficulty:

— Πάμε στο σπίτι... Κάνατε πο... πολύ δρόμο, παι... παιδιά μου... και κουραστήκατε... όχι; — Let's go home... You've come a... long way, my... children... and you're tired... aren't you?

Κοιτάχθηκαν τ' αδέλφια. The brothers looked at each other. Τι άλλαξε και τους μιλούσε γλυκά; Και πώς δεν ξανάρχισε το ξύλο; Σηκώθηκαν ευθύς και ακολούθησαν τη δασκάλα, που, βαστώντας το χέρι του Αλέξανδρου, κατέβαινε προς το δρόμο. What changed and was he talking sweetly to them? And how did the wood not start again? They got up straight away and followed the teacher, who, holding Alexander's hand, was going down the street.

Μα ήταν ξεκούμπωτη η φούστα της και σκάλωνε στα πόδια της και κάθε λίγο σκόνταφτε και της ξέφευγε το χέρι του Αλέξανδρου, κι εκείνη ύστερα ξεχνούσε να το ξαναπιάσει κι έμενε ο Αλέξανδρος πίσω. But her skirt was unbuttoned and she staggered to her feet and every now and then she stumbled and lost Alexander's hand, and then she forgot to catch it again and Alexander was left behind. Τον άκουσε η Αλεξάνδρα που έκλαιγε, γιατί ήταν, λέει, κουρασμένος, και γύρισε πίσω και πήρε το χέρι του, και στην αράδα πήγαιναν σιωπηλά τα τέσσερα αδέλφια πίσω από τη δασκάλα, που σήκωνε με τη φούστα της σύννεφο τη σκόνη. Alexandra heard him crying, because he was, she says, tired, and she turned back and took his hand, and in the arada the four brothers went silently behind the teacher, who was raising a cloud of dust with her skirt.