×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Β'. Οι κατσίκες

Β'. Οι κατσίκες

Είχαν επιστρέψει τ' αδέλφια στο σπίτι με την Εγγλέζα δασκάλα που αισθάνθηκε, λέει, κακοδιάθετη και ανέβηκε στην κάμαρα της. Τ' αδέλφια μείναν στην αυλή για να παίξουν, που ήταν ακόμα μέρα, μα κανένας δεν είχε κέφι για παιχνίδια, γιατί ο Αλέξανδρος, στην επιστροφή εκείνο το απόγεμα, είχε ντροπιάσει την οικογένεια.

— Πώς του ήλθε να το κάνει! είπε η Αλεξάνδρα σμίγοντας τα δυο της χέρια κάτω από το πιγούνι της.

Ο ένοχος κάθουνταν στο πεζούλι τής πίσω πόρτας του σπιτιού, τα χέρια ακουμπισμένα στην πέτρα όπου απλώνουνταν φουντωτή η άσπρη του κεντημένη φουστίτσα, τα μάτια πρησμένα από τα κλάματα, το μυτάκι κατακόκκινο, τα χείλια σφιγμένα για να συγκρατήσει τ' αναφιλητά που όλο ξανανέβαιναν. Κοίταζε πότε τη μεγάλη του αδελφή, που φαίνουνταν ζαλισμένη από το κακό που της ήλθε στο κεφάλι, πότε τον Αντώνη, που, μισοκρεμασμένος από το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας, ξεχνούσε από την αγανάκτηση του να κάνει τη σβούρα στριφογυρίζοντας στο τακούνι του, και πότε την Πουλουδιά, που συνήθως ήταν κόμμα του, μα που κι εκείνη τώρα έσκυβε το μέτωπο κάτω από την οικογενειακή συμφορά.

— Φαντάσου να το ήξερε η μαμά πως είπε «Βρε συ!» σ' έναν αξιωματικό! είπε αργοπροφέροντας μια-μια τις λέξεις του ο Αντώνης.

— Και να σηκώσει και τη γροθιά του! είπε η Αλεξάνδρα.

— Και να χτυπήσει το πόδι του εμπρός, σα να τραβούσε σπαθί! πρόσθεσε ο Αντώνης.

— Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό! είπε η Αλεξάνδρα.

Ο Αλέξανδρος, στη φοβερή αυτή ενθύμηση, έλιωσε πάλι στα κλάματα.

— Μα δεν το ήξερα πως ήταν αξιωματικός! είπε ανάμεσα στα δάκρυα του.

— Πώς δεν το ήξερες; Δεν τον είδες, με την άσπρη του στολή και τα χρυσά γαλόνια στο πηλήκιο του; ρώτησε αυστηρά ο Αντώνης.

— Τον είδα... μα τον είδα αφού το είπα!

— Καλά, δεν άκουσες τ' άλογο του που ήρχουνταν πίσω μας;

— Το άκουσα. Μα νόμιζα πως ήταν ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Στάθηκε μια στιγμή ο Αντώνης να σκεφθεί και να ζυγίσει αυτή την πιθανότητα. Μα τη βρήκε αστήριχτη.

— Αυτά που λες μόνο ένα μωρό σαν και σένα μπορεί να τα πει! του αποκρίθηκε με το πιο αυστηρό του ύφος. Άκουσες μήπως το τσίκι τσάκα που κάνουν οι κανάτες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, σαν τρέχει το γαϊδουράκι του;

— Όοοχι... ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

— Και δεν άκουσες το κλοπακλόπ, κλοπακλόπ, κλοπακλόπ που κάνει το άλογο σαν τρέχει και που δε μοιάζει καθόλου με το τακ, τακ, τακ του γαϊδουριού;

— Ναι... τ' άκουσα... αποκρίθηκε ακόμα πιο σιγά ο Αλέξανδρος.

— Και αμέ το κλικικλίκ του σπαθιού στη σέλα; έκαμε η Αλεξάνδρα, για να μη μείνει πίσω στην παρατηρητικότητα και την περιγραφή. Με αυτή την ενθύμηση του σπαθιού του αξιωματικού, καινούρια δάκρυα του Αλέξανδρου. Κι είπε η Αλεξάνδρα, αναπολώντας πάλι το δράμα:

— Ήρχουνταν ο αξιωματικός από την Καστέλα... Κι έτρεχε για να πάγει σπίτι του... Και βλέπει μπροστά του τέσσερα παιδιά που θα νόμιζε, βέβαια, πως είναι καλοαναθρεμμένα παιδιά. Κι άξαφνα, το πιο μικρό, γυρνάει πίσω, κάνει απότομα ένα βήμα μπροστά...

— Σα να έκανε έφοδο! διέκοψε με αγανάκτηση ο Αντώνης.

— Ναι, σα να έκανε έφοδο! επανέλαβε η Αλεξάνδρα. Και σηκώνοντας τη γροθιά του, φωνάζει: «Βρε συ!» Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό!

Ο Αλέξανδρος ήταν αναλυμένος πια όλος στα δάκρυα.

— Και δε θύμωσε ο αξιωματικός, είπε συντριμμένη η Πουλουδιά, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της, όπου βάραινε όλη η ντροπή του αδελφού της, και δε μάλωσε... μόνο γέλασε!

— Ναι, φαντάσου! Γέλασε! επανέλαβε καταστενοχωρεμένη η μεγάλη αδελφή.

Αυτή τη φορά απέκανε ο Αλέξανδρος. Έσκυψε το κεφάλι του στα γόνατα του κι έπνιξε δάκρυα και αναφιλητά στ' άσπρα κεντήματα της φούστας του. Η Αλεξάνδρα και ο Αντώνης, ακίνητοι, τον κοίταζαν με όλη την αυστηρότητα που άξιζε το έγκλημα του. Η Πουλουδιά όμως, ίσως γιατί ήταν πιο μικρή και είχε τα κλάματα πιο εύκολα, ίσως γιατί ο Αλέξανδρος, στους καβγάδες, ήταν πάντα κόμμα της, η Πουλουδιά ένιωσε να γεμίζουν και τα δικά της μάτια δάκρυα και ν' ανεβαίνει κάτι πνιγερό στο λαιμό της, και, σκύβοντας στις πέτρες της αυλής, έβγαλε τους βόλους της από την τσέπη της και άρχισε να παίζει μόνη της, ανοίγοντας όσο μπορούσε πλατύτερα τα μάτια της, για να στεγνώσουν πριν στάξουν τα δάκρυα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας:

— Αλεξάνδρα! Αντώνη!... Πού είναι τα παιδιά; Και πού είναι η μις Ράις;

Τα τέσσερα αδέλφια ανορθώθηκαν. Η Πουλουδιά πέταξε χάμω όλους της τους βόλους και τίναξε τα σκονισμένα χέρια της, η Αλεξάνδρα έτρεξε στον Αλέξανδρο, του κατέβασε και του έσιαξε την τσαλακωμένη του φούστα και με το χέρι βιαστικά βρούτσισε στην κανονική τους θέση τα κάπως ανακατωμένα ξανθά του κατσαρά, ο Αντώνης, παρατώντας το σκοινί όπου κουνιούνταν κρεμαστός, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε, σα να τον ανακάλυψε πρώτη φορά, ένα βασιλικό φουντωμένο στη γλάστρα του. Και η θεία, κοντή, στρογγυλή, παχιά, ευκίνητη όμως κι ελαφριά σαν μπάλα λαστιχένια, βγήκε στην αυλή. Μόλις είχε φθάσει απέξω. Φορούσε ακόμα το καπέλο και τα γάντια της.

Έριξε γύρω της μια γοργή ματιά, που περιτύλιξε και τα τέσσερα αδέλφια μεμιάς, και είπε:

— Μόνοι σας; Πού είναι η μις Ράις;

— Πήγε στην κάμαρα της... άρχισε η Αλεξάνδρα. Μα τη διέκοψε η θεία:

— Γιατί;

— Ήταν άρρωστη και...

— Δε βγήκε μαζί σας; διέκοψε πάλι η θεία.

— Ναι, βγήκαμε. Μα, σα γυρίσαμε, είπε πως ήταν άρρωστη... Βήματα ακούστηκαν από μέσα και ο θείος Ζωρζής βγήκε στην πόρτα, κοντός, στρογγυλός, παχύς, με το αγαθό του χαμόγελο που ξανάνιωνε το σταχτί του κεφάλι και τ' άσπρα του φρύδια.

— Η μις Ράις είναι πάλι άρρωστη, είπε η θεία γυρνώντας σ' εκείνον.

— Άρρωστη; Τι έπαθε! Καλώς τα παιδιά! Ελάτε στη βεράντα, που ήλθε η θεία Αργίνη με τον Γιάννη...

Μια φωνή της θείας τον διέκοψε:

— Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας;

Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ;

Όλοι γύρισαν σαστισμένοι.

Σκυμμένη εμπρός, σηκώνοντας με τα δυο της χέρια τις φούστες της, στις μύτες των ποδαριών της, σα να φοβούνταν μη λερωθεί πατώντας ολόκληρα τα παχιά της ποδαράκια, κοίταζε η θεία με φρίκη και αηδία το θησαυρό της Πουλουδιάς σκορπισμένο στις πλάκες.

— Ποιος έβαλε μέσα κατσίκες; επανέλαβε. Και φώναξε:

— Ειρήνη!

Στο παράθυρο της κουζίνας παρουσιάστηκε το συγυρισμένο κεφάλι της μαγείρισσας.

— Ορίστε, κυρία!

— Ποιος έμπασε κατσίκες στην αυλή μας;

— Κατσίκες;

Έσκυψε να δει εκεί που έδειχνε το αμείλικτο δάχτυλο της θείας.

— Πωπώ! έκανε.

Και υποψιάρικα πρόσθεσε:

— Μην τις έβαλε μέσα ο Αντώνης;

— Εγώ; Όχι! έκανε ξαφνισμένος ο Αντώνης. Μα πού είναι οι κατσίκες;

— Έ, ανόητε! είπε γελώντας ο θείος. Οι κατσίκες ξανάφυγαν, μ' άφησαν πίσω τους τα... τα σημάδια τους! πρόσθεσε με καινούριο ξεκάρδισμα.

Την ίδια ώρα εμφανίζουνταν η Ειρήνη με σκουπάκι και φαράσι. Και μουρμουρίζοντας και γρινιάζοντας «Τι βρώμες... πωπώ... τι αηδίες, στις παστρικές μας πλάκες κιόλα...», μάζεψε όλους τους βόλους της Πουλουδιάς, γοργά, στο φαράσι της. Μα η Πουλουδιά δε στάθηκε να δει και ν' ακούσει το τέλος της ιστορίας. Από τα πρώτα λόγια του θείου, σαν κατάλαβε τι ήταν ο θησαυρός της, τρομαγμένη κοίταξε τ' αδέλφια της. Αντάμωσε την περιφρονητική ματιά της Αλεξάνδρας, το κοροϊδευτικό σήκωμα των φρυδιών του Αντώνη, το ξαφνισμένο, όλο ρωτήματα μουτράκι του Αλέξανδρου και, βουλιάζοντας κάτω από το βάρος της ντροπής, παρακαλώντας μέσα της να την καταπιεί η γη, δίπλωσε τους ώμους της, χώθηκε σιγά στο κούφωμα της πόρτας και, ξεγλιστρώντας πίσω από το θείο, έτρεξε στη σκάλα, ανέβηκε δυο δυο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της, που ήταν όλων των αδελφών κάμαρα, και κρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της.

Η καρδιά της βροντούσε, όχι πια ταμπούρλο αλλά γκρανκάσα. Τώρα θα ρωτήσει η θεία. Και τώρα θ' απαντήσει ο Αντώνης που δεν έλεγε ποτέ ψέματα: «Ναι, τις βρώμες αυτές τις έφερε η Πουλουδιά!» Και δεν ήταν μόνο αυτό, μα που θα πει: «Γιατί τις πήρε για βόλους!» Και θα την περιγελάσουν όλοι. Αχ, τι φοβερό να την περιγελάσουν όλοι!

Και τα 'πιασε με τα χέρια της, αυτά... Πουφού! τι αηδία! Και θα τη μαλώσει η θεία... και θα της δώσει κανένα μπάτσο... Δεν την έμελε ο μπάτσος, το παχύ χεράκι της θείας δεν πονούσε πολύ, μα η ντροπή, η ντροπή! Και αυτή την ώρα θα τα λέγανε κάτω. Και ήταν κάτω η θεία Αργίνη και ο εξάδελφος ο Γιάννης! Και θα κορόιδευε ο Γιάννης...

Αυτό ήταν περισσότερο απ' ό,τι μπορούσε να υποφέρει. Σαν τον Αλέξανδρο πρωτύτερα, ξέσπασε κι εκείνη στα κλάματα. Και τόσο δυνατά έκλαιγε, ώστε δεν άκουσε τον Αντώνη που ανέβηκε και μπήκε στην κάμαρα. Μα την άκουσε κείνος και παραμερίζοντας την κουνουπιέρα, τη βρήκε ζαρωμένη στη γωνία της.

— Γιατί κλαις; τη ρώτησε περιφρονητικά.

Ο Αντώνης είχε βαθιά περιφρόνηση για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα. Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν, δεν έκλαιγε ποτέ, όσο και να χτυπούσε, όσο και να πονούσε. Και ούτε σαν έπεσε από τη σκάλα της βεράντας κι έσπασε το κεφάλι του κι έτρεχαν αίματα και του το κόλλησε ο θείος με τσιρότο, πάλι δεν έκλαψε. Οι αδελφές του του είχαν μεγάλο θαυμασμό γι' αυτό. Και του είχαν και κάποιο σεβασμό, σα να πούμε, ντρέπονταν να κλαιν μπροστά του. Και τώρα που την τσάκωσε την Πουλουδιά αναλυμένη στα κλάματα, ντράπηκε κείνη πιο πολύ. Μα πάλι δεν έκανε να το δείξει και σηκώθηκε χωρίς ν' αποκριθεί. Και της είπε ο Αντώνης:

— Είσαι μια κουτή! Λερώνεις την αυλή μας και ύστερα κλαις κιόλα!

— Δεν κλαίγω γι' αυτό, είπε πειραγμένη η Πουλουδιά.

— Αμέ γιατί κλαις;

— Γιατί... Στάθηκε να σκεφθεί ποιαν αιτία να προτιμήσει. Και αποφάσισε: Γιατί θα με μαλώσει η θεία και θα μου δώσει κι έναν μπάτσο!

— Φοβητσιάρα! έκανε ο αδελφός της. Η Πουλουδιά επαναστάτησε.

— Δε φοβούμαι! διαμαρτυρήθηκε. Και πρώτον το ξέρεις πως δεν πονεί το χέρι της θείας!

— Αμέ τότε;

— Έτσι! Δε μ' αρέσει να με δέρνουν!

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του και πήγε στην μπαλκονόπορτα και πιάνοντας την κουπαστή του μπαλκονιού, άρχισε να κλοτσιά το ξύλινο περίφραγμα.

— Εσείς τα κορίτσια όλο αφορμές γυρεύετε για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά. Και τώρα βρίσκεις αφορμή πως θα σε δείρει η θεία, χωρίς να ξέρεις τίποτα.

— Αφού το ξέρω πως θα με δείρει! είπε η Πουλουδιά που είχε βγει και αυτή στο μπαλκόνι και είχε πιάσει και αυτή την κουπαστή και κλοτσούσε το ξύλινο περίφραγμα.

— Τίποτα δεν ξέρεις! Γιατί θα σε δείρει;

— Μα δεν της είπες πως εγώ έφερα τους βόλ... δηλαδή... αυτά, έκανε με αηδία.

— Βέβαια όχι... αφού δε με ρώτησε.

Από τη σαστισμάδα της σταμάτησε η Πουλουδιά το κλοτσοκόπημα. Η χαρά και η ανακούφιση την πλημμύρισαν. Της ήλθε να φιλήσει τον Αντώνη. Μα πάλι δεν το καταδέχθηκε. Ούτε του είπε ευχαριστώ. Έκανε την αδιάφορη και είπε:

— Α, καλά, αν είναι έτσι...

Μα θα το κατάλαβε ο Αντώνης, γιατί η φωνή της δεν ήταν πια κλαψιάρικη. Την κοίταξε από πάνω από τον ώμο του και της είπε:

— Μ' έστειλε η θεία Αργίνη να σε φωνάξω. Μα είναι το πρόσωπο σου σιχαμένο... σκούπισες τα μάτια σου με βρώμικα χέρια... που πιάσανε τους βόλους σου... πουφού! τι βρώμες!

— Καθόλου! φώναξε αγανακτισμένη η Πουλουδιά.

— Πώς καθόλου; Κοίταξε το πρόσωπο σου στον καθρέφτη!

Φουρκισμένη πήγε κείνη στο νιφτήρα, έχυσε νερό στη λεκάνη και, αποφεύγοντας τον καθρέφτη μπροστά της, βιαστικά σαπούνισε χέρια και πρόσωπο. Ο Αντώνης την είχε ακολουθήσει. Με το δάχτυλο, κοροϊδευτικά, της έδειξε τις μαυριδερές σαπουνάδες της λεκάνης.

— Όλα αυτά είναι πάστρες, είπε, είναι οι πάστρες που βγαίνουν από τους βόλους της δεσποινίδας...

Ένας μπάτσος του βρεγμένου χεριού της «δεσποινίδας» του έκοψε τη φόρα. Γύρισε ο Αντώνης και την άρπαξε από τα κατσαρωμένα της φουντωτά μαλλιά. Και ακολούθησε μάχη άγρια, αλλά σιωπηλή, χωρίς φωνές, με σφιγμένα δόντια, μην ακούσει η δασκάλα στην πλαγινή κάμαρα κι έλθει και ανακατωθεί. Τους καβγάδες τους τ' αδέλφια τούς έβγαζαν πέρα μονάχα, χωρίς ανάμειξη των μεγάλων. Κάθε φορά που ανακατώνουνταν οι μεγάλοι, τα πράματα χειροτέρευαν και, μετά τον καβγά, έμεναν τ' αδέλφια μαλωμένα. Ενώ, όταν τα 'βγαζαν πέρα μονάχα, μια φορά που τελείωνε η μάχη, γαλήνευε πάλι ο ουρανός.

Αυτό δεν εμπόδιζε τις φοβέρες την ώρα της μάχης. Και τώρα, παλεύοντας με τον αδελφό της, νιώθοντας πως τις τρώγει από το μεγαλύτερο της, σφίγγοντας με λύσσα τα δόντια της, είπε η Πουλουδιά:

— Θα πω του θείου πως μου τράβηξες τα μαλλιά! Επίσης χαμηλόφωνα, πνιγμένα, της αποκρίθηκε ο Αντώνης:

— Κι εγώ θα πω της θείας πως εσύ έφερες τις κατσικίσιες... ξέρεις τι, στην αυλή μας!

Αμέσως παράτησε η Πουλουδιά τη μάχη.

— Αν το πεις, θα είσαι μαντατούρης! του είπε.

— Εσύ είσαι η μαντατούρα!

— Καθόλου! Εγώ δε μαντατεύω!

— Ουτ' εγώ δε μαντατεύω, αν δε μαντατέψεις εσύ!

Αυτό ήταν το τέλος του καβγά. Χωρίς άλλες εξηγήσεις χωρίστηκαν τ' αδέλφια, βρουτσίστηκαν, συγυρίστηκαν και ειρηνεμένα, κατέβηκαν στη βεράντα.


Β'. Οι κατσίκες B'. The goats B'。山羊们

Είχαν επιστρέψει τ' αδέλφια στο σπίτι με την Εγγλέζα δασκάλα που αισθάνθηκε, λέει, κακοδιάθετη και ανέβηκε στην κάμαρα της. The siblings had returned home with the English teacher who, she says, felt ill and went up to her room. Τ' αδέλφια μείναν στην αυλή για να παίξουν, που ήταν ακόμα μέρα, μα κανένας δεν είχε κέφι για παιχνίδια, γιατί ο Αλέξανδρος, στην επιστροφή εκείνο το απόγεμα, είχε ντροπιάσει την οικογένεια.

— Πώς του ήλθε να το κάνει! — How could he do that! είπε η Αλεξάνδρα σμίγοντας τα δυο της χέρια κάτω από το πιγούνι της. Alexandra said, clasping both hands under her chin.

Ο ένοχος κάθουνταν στο πεζούλι τής πίσω πόρτας του σπιτιού, τα χέρια ακουμπισμένα στην πέτρα όπου απλώνουνταν φουντωτή η άσπρη του κεντημένη φουστίτσα, τα μάτια πρησμένα από τα κλάματα, το μυτάκι κατακόκκινο, τα χείλια σφιγμένα για να συγκρατήσει τ' αναφιλητά που όλο ξανανέβαιναν. The culprit was sitting on the porch of the back door of the house, his hands resting on the stone where his white embroidered waistcoat spread out in tufts, his eyes swollen from crying, his nose red, his lips tight to contain the insults that kept coming up again. Κοίταζε πότε τη μεγάλη του αδελφή, που φαίνουνταν ζαλισμένη από το κακό που της ήλθε στο κεφάλι, πότε τον Αντώνη, που, μισοκρεμασμένος από το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας, ξεχνούσε από την αγανάκτηση του να κάνει τη σβούρα στριφογυρίζοντας στο τακούνι του, και πότε την Πουλουδιά, που συνήθως ήταν κόμμα του, μα που κι εκείνη τώρα έσκυβε το μέτωπο κάτω από την οικογενειακή συμφορά. He looked sometimes at his older sister, who seemed dazed by the evil that had come to her head, sometimes at Antonis, who, half-hanging from the taut rope of the clothesline, was forgetting in his indignation to make the spin by spinning on his heel, and sometimes at Pouloudia, who was usually his party, but where she too was now bowing her head under the family calamity.

— Φαντάσου να το ήξερε η μαμά πως είπε «Βρε συ!» σ' έναν αξιωματικό! — Imagine if mom knew that she said "Look!" to an officer! είπε αργοπροφέροντας μια-μια τις λέξεις του ο Αντώνης. Antonis said slowly pronouncing his words one by one.

— Και να σηκώσει και τη γροθιά του! — And to raise his fist too! είπε η Αλεξάνδρα. Alexandra said.

— Και να χτυπήσει το πόδι του εμπρός, σα να τραβούσε σπαθί! — And strike his foot forward, as if he were drawing a sword! πρόσθεσε ο Αντώνης. Antonis added.

— Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό! — And to whom? To an officer! είπε η Αλεξάνδρα. Alexandra said.

Ο Αλέξανδρος, στη φοβερή αυτή ενθύμηση, έλιωσε πάλι στα κλάματα. Alexander, at this terrible recollection, again burst into tears.

— Μα δεν το ήξερα πως ήταν αξιωματικός! — But I didn't know he was an officer! είπε ανάμεσα στα δάκρυα του. he said through his tears.

— Πώς δεν το ήξερες; Δεν τον είδες, με την άσπρη του στολή και τα χρυσά γαλόνια στο πηλήκιο του; ρώτησε αυστηρά ο Αντώνης. — How did you not know? Did you not see him, in his white uniform and the golden galleons on his quotient? Antonis asked sternly.

— Τον είδα... μα τον είδα αφού το είπα! — I saw him... but I saw him after I said so!

— Καλά, δεν άκουσες τ' άλογο του που ήρχουνταν πίσω μας; — Well, didn't you hear his horse coming up behind us?

— Το άκουσα. - I heard that. Μα νόμιζα πως ήταν ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς! But I thought it was Barbagiannis Kanatas!

Στάθηκε μια στιγμή ο Αντώνης να σκεφθεί και να ζυγίσει αυτή την πιθανότητα. Antonis stood for a moment to think and weigh this possibility. Μα τη βρήκε αστήριχτη. But he found her unsupported.

— Αυτά που λες μόνο ένα μωρό σαν και σένα μπορεί να τα πει! — What you say only a baby like you can say! του αποκρίθηκε με το πιο αυστηρό του ύφος. he answered him in his sternest style. Άκουσες μήπως το τσίκι τσάκα που κάνουν οι κανάτες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, σαν τρέχει το γαϊδουράκι του; Did you hear the clucking that the jugs of Barbagiannis Kanatas make, as if his donkey is running?

— Όοοχι... ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος. — Oh no... Alexander confessed in a low voice.

— Και δεν άκουσες το κλοπακλόπ, κλοπακλόπ, κλοπακλόπ που κάνει το άλογο σαν τρέχει και που δε μοιάζει καθόλου με το τακ, τακ, τακ του γαϊδουριού; — And did you not hear the clop-clop, clop-clop, clop-clop which the horse makes as if running, and which is not at all like the tack, tack, tack of the donkey?

— Ναι... τ' άκουσα... αποκρίθηκε ακόμα πιο σιγά ο Αλέξανδρος. — Yes... I heard it... answered Alexander even more quietly.

— Και αμέ το κλικικλίκ του σπαθιού στη σέλα; έκαμε η Αλεξάνδρα, για να μη μείνει πίσω στην παρατηρητικότητα και την περιγραφή. — And what about the click-click of the sword in the saddle? Alexandra did, so as not to fall behind in observation and description. Με αυτή την ενθύμηση του σπαθιού του αξιωματικού, καινούρια δάκρυα του Αλέξανδρου. With this remembrance of the officer's sword, new tears of Alexander. Κι είπε η Αλεξάνδρα, αναπολώντας πάλι το δράμα: And Alexandra said, recalling the drama again:

— Ήρχουνταν ο αξιωματικός από την Καστέλα... Κι έτρεχε για να πάγει σπίτι του... Και βλέπει μπροστά του τέσσερα παιδιά που θα νόμιζε, βέβαια, πως είναι καλοαναθρεμμένα παιδιά. — The officer was coming from Kastela... And he was running to go home... And he sees in front of him four children who he would think, of course, are well-behaved children. Κι άξαφνα, το πιο μικρό, γυρνάει πίσω, κάνει απότομα ένα βήμα μπροστά... And suddenly, the smallest, turns back, abruptly takes a step forward...

— Σα να έκανε έφοδο! — As if he was raiding! διέκοψε με αγανάκτηση ο Αντώνης. interrupted Antonis indignantly.

— Ναι, σα να έκανε έφοδο! — Yes, as if he was raiding! επανέλαβε η Αλεξάνδρα. repeated Alexandra. Και σηκώνοντας τη γροθιά του, φωνάζει: «Βρε συ!» Και σε ποιον; Σ' έναν αξιωματικό! And raising his fist, he shouts: "Look!" And to whom? To an officer!

Ο Αλέξανδρος ήταν αναλυμένος πια όλος στα δάκρυα. Alexander was broken down in tears.

— Και δε θύμωσε ο αξιωματικός, είπε συντριμμένη η Πουλουδιά, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της, όπου βάραινε όλη η ντροπή του αδελφού της, και δε μάλωσε... μόνο γέλασε! — And the officer didn't get angry, said Pouloudia devastated, shaking her head up and down, where all the shame of her brother was weighing down, and she didn't argue... she just laughed!

— Ναι, φαντάσου! — Yes, imagine! Γέλασε! Laugh! επανέλαβε καταστενοχωρεμένη η μεγάλη αδελφή. repeated the older sister in distress.

Αυτή τη φορά απέκανε ο Αλέξανδρος. This time it was Alexander. Έσκυψε το κεφάλι του στα γόνατα του κι έπνιξε δάκρυα και αναφιλητά στ' άσπρα κεντήματα της φούστας του. Η Αλεξάνδρα και ο Αντώνης, ακίνητοι, τον κοίταζαν με όλη την αυστηρότητα που άξιζε το έγκλημα του. Alexandra and Antonis, motionless, looked at him with all the severity his crime deserved. Η Πουλουδιά όμως, ίσως γιατί ήταν πιο μικρή και είχε τα κλάματα πιο εύκολα, ίσως γιατί ο Αλέξανδρος, στους καβγάδες, ήταν πάντα κόμμα της, η Πουλουδιά ένιωσε να γεμίζουν και τα δικά της μάτια δάκρυα και ν' ανεβαίνει κάτι πνιγερό στο λαιμό της, και, σκύβοντας στις πέτρες της αυλής, έβγαλε τους βόλους της από την τσέπη της και άρχισε να παίζει μόνη της, ανοίγοντας όσο μπορούσε πλατύτερα τα μάτια της, για να στεγνώσουν πριν στάξουν τα δάκρυα. But Pouloudia, maybe because she was younger and cried more easily, maybe because Alexander, in the fights, was always her side, Pouloudia felt her own eyes fill with tears and something suffocating rose in her throat, and, stooping on the stones of the court, drew her balls from her pocket, and began to play alone, opening her eyes as wide as she could, that they might dry before the tears fell. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας: At that moment the voice of the aunt was heard:

— Αλεξάνδρα! Αντώνη!... Anthony!... Πού είναι τα παιδιά; Και πού είναι η μις Ράις; Where are the children; And where is Miss Rice?

Τα τέσσερα αδέλφια ανορθώθηκαν. The four brothers recovered. Η Πουλουδιά πέταξε χάμω όλους της τους βόλους και τίναξε τα σκονισμένα χέρια της, η Αλεξάνδρα έτρεξε στον Αλέξανδρο, του κατέβασε και του έσιαξε την τσαλακωμένη του φούστα και με το χέρι βιαστικά βρούτσισε στην κανονική τους θέση τα κάπως ανακατωμένα ξανθά του κατσαρά, ο Αντώνης, παρατώντας το σκοινί όπου κουνιούνταν κρεμαστός, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε, σα να τον ανακάλυψε πρώτη φορά, ένα βασιλικό φουντωμένο στη γλάστρα του. Pouloudia threw away all her balls and shook her dusty hands, Alexandra ran to Alexander, took down and dried his crumpled skirt and with her hand hastily brushed his somewhat disheveled blond curls back to their normal position, Antonis, giving up the rope by which he was dangling, he put his hands in his pockets and looked, as if discovering him for the first time, at a basil flower in its pot. Και η θεία, κοντή, στρογγυλή, παχιά, ευκίνητη όμως κι ελαφριά σαν μπάλα λαστιχένια, βγήκε στην αυλή. And the aunt, short, round, fat, but agile and light as a rubber ball, went out into the yard. Μόλις είχε φθάσει απέξω. He had just arrived outside. Φορούσε ακόμα το καπέλο και τα γάντια της. She was still wearing her hat and gloves.

Έριξε γύρω της μια γοργή ματιά, που περιτύλιξε και τα τέσσερα αδέλφια μεμιάς, και είπε: She cast a quick glance around her, which enveloped all four siblings at once, and said:

— Μόνοι σας; Πού είναι η μις Ράις; - On your own; Where is Miss Rice?

— Πήγε στην κάμαρα της... άρχισε η Αλεξάνδρα. — She went to her chamber... Alexandra began. Μα τη διέκοψε η θεία: But the aunt interrupted her:

— Γιατί; - Why;

— Ήταν άρρωστη και... — She was sick and...

— Δε βγήκε μαζί σας; διέκοψε πάλι η θεία. — He didn't go out with you? interrupted the aunt again.

— Ναι, βγήκαμε. — Yes, we went out. Μα, σα γυρίσαμε, είπε πως ήταν άρρωστη... Βήματα ακούστηκαν από μέσα και ο θείος Ζωρζής βγήκε στην πόρτα, κοντός, στρογγυλός, παχύς, με το αγαθό του χαμόγελο που ξανάνιωνε το σταχτί του κεφάλι και τ' άσπρα του φρύδια. But, when we came back, she said she was sick... Footsteps were heard from inside and uncle Georges came out the door, short, round, fat, with his kind smile that once again graced his ashen head and white eyebrows.

— Η μις Ράις είναι πάλι άρρωστη, είπε η θεία γυρνώντας σ' εκείνον. — Miss Rice is ill again, said the aunt, turning to him.

— Άρρωστη; Τι έπαθε! - Sick; What happened to him! Καλώς τα παιδιά! Welcome guys! Ελάτε στη βεράντα, που ήλθε η θεία Αργίνη με τον Γιάννη...

Μια φωνή της θείας τον διέκοψε: An aunt's voice interrupted him:

— Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας; — Well, what are these? What are these oats in our yard?

Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ; Who put goats in here?

Όλοι γύρισαν σαστισμένοι. Everyone turned around in bewilderment.

Σκυμμένη εμπρός, σηκώνοντας με τα δυο της χέρια τις φούστες της, στις μύτες των ποδαριών της, σα να φοβούνταν μη λερωθεί πατώντας ολόκληρα τα παχιά της ποδαράκια, κοίταζε η θεία με φρίκη και αηδία το θησαυρό της Πουλουδιάς σκορπισμένο στις πλάκες. Bending forward, lifting her skirts with both hands, on the tips of her feet, as if she was afraid of getting dirty by stepping on the whole of her fat little feet, the aunt looked with horror and disgust at Poulodia's treasure scattered on the tiles.

— Ποιος έβαλε μέσα κατσίκες; επανέλαβε. — Who put goats in? he repeated. Και φώναξε: And he shouted:

— Ειρήνη!

Στο παράθυρο της κουζίνας παρουσιάστηκε το συγυρισμένο κεφάλι της μαγείρισσας. The cook's head was displayed in the kitchen window.

— Ορίστε, κυρία! — Here, madam!

— Ποιος έμπασε κατσίκες στην αυλή μας; — Who brought goats into our yard?

— Κατσίκες;

Έσκυψε να δει εκεί που έδειχνε το αμείλικτο δάχτυλο της θείας. She bent down to see where her aunt's merciless finger was pointing.

— Πωπώ! έκανε. He made.

Και υποψιάρικα πρόσθεσε: And suspiciously he added:

— Μην τις έβαλε μέσα ο Αντώνης; — Didn't Antonis put them in?

— Εγώ; Όχι! — Me? No! έκανε ξαφνισμένος ο Αντώνης. Antonis asked in surprise. Μα πού είναι οι κατσίκες;

— Έ, ανόητε! — Oh, you fool! είπε γελώντας ο θείος. said the uncle laughing. Οι κατσίκες ξανάφυγαν, μ' άφησαν πίσω τους τα... τα σημάδια τους! The goats left again, leaving me their... marks! πρόσθεσε με καινούριο ξεκάρδισμα. he added with renewed exasperation.

Την ίδια ώρα εμφανίζουνταν η Ειρήνη με σκουπάκι και φαράσι. At the same time, Irini appeared with a broom and a broom. Και μουρμουρίζοντας και γρινιάζοντας «Τι βρώμες... πωπώ... τι αηδίες, στις παστρικές μας πλάκες κιόλα...», μάζεψε όλους τους βόλους της Πουλουδιάς, γοργά, στο φαράσι της. Μα η Πουλουδιά δε στάθηκε να δει και ν' ακούσει το τέλος της ιστορίας. But Pouloudia did not stop to see and hear the end of the story. Από τα πρώτα λόγια του θείου, σαν κατάλαβε τι ήταν ο θησαυρός της, τρομαγμένη κοίταξε τ' αδέλφια της. From the first words of the uncle, as if she understood what her treasure was, she looked at her brothers in fear. Αντάμωσε την περιφρονητική ματιά της Αλεξάνδρας, το κοροϊδευτικό σήκωμα των φρυδιών του Αντώνη, το ξαφνισμένο, όλο ρωτήματα μουτράκι του Αλέξανδρου και, βουλιάζοντας κάτω από το βάρος της ντροπής, παρακαλώντας μέσα της να την καταπιεί η γη, δίπλωσε τους ώμους της, χώθηκε σιγά στο κούφωμα της πόρτας και, ξεγλιστρώντας πίσω από το θείο, έτρεξε στη σκάλα, ανέβηκε δυο δυο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της, που ήταν όλων των αδελφών κάμαρα, και κρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της. She took in Alexandra's scornful look, Antony's mocking eyebrow raise, Alexander's startled, questioning pout, and, sinking under the weight of shame, begging inwardly to be swallowed up by the earth, folded her shoulders, slipped slowly into the doorframe and, slipping behind the uncle, ran up the stairs, climbed two by two, entered her bedroom, which was the bedroom of all the sisters, and hid behind her mosquito net.

Η καρδιά της βροντούσε, όχι πια ταμπούρλο αλλά γκρανκάσα. Her heart was thundering, no longer a drum but a gurgling. Τώρα θα ρωτήσει η θεία. Now the aunt will ask. Και τώρα θ' απαντήσει ο Αντώνης που δεν έλεγε ποτέ ψέματα: «Ναι, τις βρώμες αυτές τις έφερε η Πουλουδιά!» Και δεν ήταν μόνο αυτό, μα που θα πει: «Γιατί τις πήρε για βόλους!» Και θα την περιγελάσουν όλοι. And now Antonis, who never lied, will answer: "Yes, these oats were brought by Pouloudia!" And that was not all, but who will say: "Why did he take them for balls!" And everyone will laugh at her. Αχ, τι φοβερό να την περιγελάσουν όλοι! Ah, how wonderful to be laughed at by all!

Και τα 'πιασε με τα χέρια της, αυτά... Πουφού! And she caught them with her hands, these... Poof! τι αηδία! what a disgrace! Και θα τη μαλώσει η θεία... και θα της δώσει κανένα μπάτσο... Δεν την έμελε ο μπάτσος, το παχύ χεράκι της θείας δεν πονούσε πολύ, μα η ντροπή, η ντροπή! And the aunt will scold her... and give her some police... The police didn't care, the aunt's fat little hand didn't hurt much, but the shame, the shame! Και αυτή την ώρα θα τα λέγανε κάτω. And at this time they would call it quits. Και ήταν κάτω η θεία Αργίνη και ο εξάδελφος ο Γιάννης! And aunt Argini and cousin Giannis were downstairs! Και θα κορόιδευε ο Γιάννης... And Giannis would scoff...

Αυτό ήταν περισσότερο απ' ό,τι μπορούσε να υποφέρει. This was more than he could bear. Σαν τον Αλέξανδρο πρωτύτερα, ξέσπασε κι εκείνη στα κλάματα. Like Alexander before, she too burst into tears. Και τόσο δυνατά έκλαιγε, ώστε δεν άκουσε τον Αντώνη που ανέβηκε και μπήκε στην κάμαρα. And she was crying so loudly that she did not hear Antonis who went up and entered the chamber. Μα την άκουσε κείνος και παραμερίζοντας την κουνουπιέρα, τη βρήκε ζαρωμένη στη γωνία της. But he heard her and pushing aside the mosquito net, he found it crumpled in its corner.

— Γιατί κλαις; τη ρώτησε περιφρονητικά. - Why are you crying; he asked her scornfully.

Ο Αντώνης είχε βαθιά περιφρόνηση για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα. Antonis had a deep contempt for girls, because, he says, they cry for nothing. Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν, δεν έκλαιγε ποτέ, όσο και να χτυπούσε, όσο και να πονούσε. He, like a boy that he was, never cried, no matter how much he was beaten, no matter how much he was in pain. Και ούτε σαν έπεσε από τη σκάλα της βεράντας κι έσπασε το κεφάλι του κι έτρεχαν αίματα και του το κόλλησε ο θείος με τσιρότο, πάλι δεν έκλαψε. And not even when he fell from the verandah stairs and broke his head and blood flowed and his uncle patched it up with a Band-Aid, he still didn't cry. Οι αδελφές του του είχαν μεγάλο θαυμασμό γι' αυτό. His sisters admired him greatly for this. Και του είχαν και κάποιο σεβασμό, σα να πούμε, ντρέπονταν να κλαιν μπροστά του. And they had some respect for him, so to speak, they were ashamed to bow in front of him. Και τώρα που την τσάκωσε την Πουλουδιά αναλυμένη στα κλάματα, ντράπηκε κείνη πιο πολύ. And now that he had beaten Pouloudia in tears, she was even more ashamed. Μα πάλι δεν έκανε να το δείξει και σηκώθηκε χωρίς ν' αποκριθεί. But again he didn't show it and got up without answering. Και της είπε ο Αντώνης: And Antonis said to her:

— Είσαι μια κουτή! — You are lame! Λερώνεις την αυλή μας και ύστερα κλαις κιόλα! You dirty our yard and then you cry!

— Δεν κλαίγω γι' αυτό, είπε πειραγμένη η Πουλουδιά. — I'm not crying for that, Poulodia said teasingly.

— Αμέ γιατί κλαις; — Um, why are you crying?

— Γιατί... Στάθηκε να σκεφθεί ποιαν αιτία να προτιμήσει. — Why... He stopped to think which cause to prefer. Και αποφάσισε: Γιατί θα με μαλώσει η θεία και θα μου δώσει κι έναν μπάτσο! And he decided: Why will my aunt argue with me and give me a policeman too!

— Φοβητσιάρα! — Scary! έκανε ο αδελφός της. her brother did. Η Πουλουδιά επαναστάτησε. Pouloudia rebelled.

— Δε φοβούμαι! — I'm not afraid! διαμαρτυρήθηκε. he protested. Και πρώτον το ξέρεις πως δεν πονεί το χέρι της θείας! And first of all, you know that the aunt's hand does not hurt!

— Αμέ τότε; — Well then?

— Έτσι! - So! Δε μ' αρέσει να με δέρνουν! I don't like being spanked!

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του και πήγε στην μπαλκονόπορτα και πιάνοντας την κουπαστή του μπαλκονιού, άρχισε να κλοτσιά το ξύλινο περίφραγμα. Antonis shrugged his shoulders and went to the balcony door and, grabbing the balcony railing, began to kick the wooden railing.

— Εσείς τα κορίτσια όλο αφορμές γυρεύετε για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά. — You girls always turn around to cry, he said contemptuously. Και τώρα βρίσκεις αφορμή πως θα σε δείρει η θεία, χωρίς να ξέρεις τίποτα. And now you find an excuse for your aunt to beat you, without knowing anything.

— Αφού το ξέρω πως θα με δείρει! — Since I know how he will beat me! είπε η Πουλουδιά που είχε βγει και αυτή στο μπαλκόνι και είχε πιάσει και αυτή την κουπαστή και κλοτσούσε το ξύλινο περίφραγμα. said Pouloudia who had also gone out on the balcony and had also grabbed the handrail and was kicking the wooden fence.

— Τίποτα δεν ξέρεις! — You know nothing! Γιατί θα σε δείρει; Why will he beat you?

— Μα δεν της είπες πως εγώ έφερα τους βόλ... δηλαδή... αυτά, έκανε με αηδία. — But you didn't tell her that I brought the balls... that is... these, she said with disgust.

— Βέβαια όχι... αφού δε με ρώτησε. — Of course not... since he didn't ask me.

Από τη σαστισμάδα της σταμάτησε η Πουλουδιά το κλοτσοκόπημα. Due to her bewilderment, Pouloudia stopped the kicking. Η χαρά και η ανακούφιση την πλημμύρισαν. Joy and relief flooded her. Της ήλθε να φιλήσει τον Αντώνη. She wanted to kiss Antonis. Μα πάλι δεν το καταδέχθηκε. But he still didn't accept it. Ούτε του είπε ευχαριστώ. He didn't even say thank you. Έκανε την αδιάφορη και είπε: He ignored her and said:

— Α, καλά, αν είναι έτσι... "Oh, well, if that's the case..."

Μα θα το κατάλαβε ο Αντώνης, γιατί η φωνή της δεν ήταν πια κλαψιάρικη. But Antonis would understand, because her voice was no longer whiny. Την κοίταξε από πάνω από τον ώμο του και της είπε: He looked over his shoulder at her and said:

— Μ' έστειλε η θεία Αργίνη να σε φωνάξω. — Aunt Argini sent me to call you. Μα είναι το πρόσωπο σου σιχαμένο... σκούπισες τα μάτια σου με βρώμικα χέρια... που πιάσανε τους βόλους σου... πουφού! But your face is disgusting... you wiped your eyes with dirty hands... which grabbed your balls... poof! τι βρώμες! what stinks!

— Καθόλου! - Not at all! φώναξε αγανακτισμένη η Πουλουδιά. cried Pouloudia indignantly.

— Πώς καθόλου; Κοίταξε το πρόσωπο σου στον καθρέφτη! — How at all? Look at your face in the mirror!

Φουρκισμένη πήγε κείνη στο νιφτήρα, έχυσε νερό στη λεκάνη και, αποφεύγοντας τον καθρέφτη μπροστά της, βιαστικά σαπούνισε χέρια και πρόσωπο. Furious, she went to the sink, poured water into the basin and, avoiding the mirror in front of her, hurriedly soaped her hands and face. Ο Αντώνης την είχε ακολουθήσει. Antonis had followed her. Με το δάχτυλο, κοροϊδευτικά, της έδειξε τις μαυριδερές σαπουνάδες της λεκάνης. With a finger, he mockingly pointed at the black soaps in the basin.

— Όλα αυτά είναι πάστρες, είπε, είναι οι πάστρες που βγαίνουν από τους βόλους της δεσποινίδας...

Ένας μπάτσος του βρεγμένου χεριού της «δεσποινίδας» του έκοψε τη φόρα. A cop of the wet hand of the "miss" cut him off. Γύρισε ο Αντώνης και την άρπαξε από τα κατσαρωμένα της φουντωτά μαλλιά. Antonis turned and grabbed her by her curled tufted hair. Και ακολούθησε μάχη άγρια, αλλά σιωπηλή, χωρίς φωνές, με σφιγμένα δόντια, μην ακούσει η δασκάλα στην πλαγινή κάμαρα κι έλθει και ανακατωθεί. And there followed a battle fierce, but silent, without voices, with clenched teeth, lest the teacher in the side chamber should hear and come and stir. Τους καβγάδες τους τ' αδέλφια τούς έβγαζαν πέρα μονάχα, χωρίς ανάμειξη των μεγάλων. Their quarrels were solved by the brothers alone, without the involvement of the elders. Κάθε φορά που ανακατώνουνταν οι μεγάλοι, τα πράματα χειροτέρευαν και, μετά τον καβγά, έμεναν τ' αδέλφια μαλωμένα. Every time the adults got involved, things got worse and, after the fight, the siblings were left fighting. Ενώ, όταν τα 'βγαζαν πέρα μονάχα, μια φορά που τελείωνε η μάχη, γαλήνευε πάλι ο ουρανός. Whereas, when they only made it through, once the battle was over, the sky was peaceful again.

Αυτό δεν εμπόδιζε τις φοβέρες την ώρα της μάχης. This did not hinder the horrors during the battle. Και τώρα, παλεύοντας με τον αδελφό της, νιώθοντας πως τις τρώγει από το μεγαλύτερο της, σφίγγοντας με λύσσα τα δόντια της, είπε η Πουλουδιά: And now, fighting with her brother, feeling that she was being eaten by her elder, clenching her teeth with rage, Pouloudia said:

— Θα πω του θείου πως μου τράβηξες τα μαλλιά! — I'll tell uncle how you pulled my hair! Επίσης χαμηλόφωνα, πνιγμένα, της αποκρίθηκε ο Αντώνης: Also in a low, choked voice, Antonis answered her:

— Κι εγώ θα πω της θείας πως εσύ έφερες τις κατσικίσιες... ξέρεις τι, στην αυλή μας! — And I'll tell the aunt that you brought the goats... you know what, to our yard!

Αμέσως παράτησε η Πουλουδιά τη μάχη. Pouloudia immediately gave up the battle.

— Αν το πεις, θα είσαι μαντατούρης! — If you say so, you'll be a madatour! του είπε. told him.

— Εσύ είσαι η μαντατούρα! — You are the madatura!

— Καθόλου! - Not at all! Εγώ δε μαντατεύω! I'm not guessing!

— Ουτ' εγώ δε μαντατεύω, αν δε μαντατέψεις εσύ! — I'm not guessing, if you don't guess!

Αυτό ήταν το τέλος του καβγά. That was the end of the fight. Χωρίς άλλες εξηγήσεις χωρίστηκαν τ' αδέλφια, βρουτσίστηκαν, συγυρίστηκαν και ειρηνεμένα, κατέβηκαν στη βεράντα. Without further explanations, the brothers separated, brushed each other, got together and peacefully, went down to the veranda.