×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Α'. Οι βόλοι

Α'. Οι βόλοι

O Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο τρεις κατσάδες, πότε από τη θεία του, πότε από τη μαγείρισσα, πότε από την Αγγλίδα δασκάλα και πότε από την τραπεζιέρα, και κάθε λίγο αναγκάζουνταν ν' ανακατώνεται ο θείος. Σαν έφθανε απέξω ο θείος και άκουε την καινούρια αταξία του Αντώνη, το αγαθό του πρόσωπο αγρίευε όσο μπορούσε, σούρωνε τ' άσπρα του φρύδια και, κουνώντας το σταχτί του κεφάλι, έλεγε αυστηρά:

— Αντώνη, ακούω πάλι πως έκανες αταξίες! Φοβούμαι πως δε θα τα πάμε καλά!

Αυτές ήταν οι σοβαρές περιστάσεις. Άκουε η Αλεξάνδρα, η μεγάλη αδελφή, και ντρέπουνταν για τον αδελφό της. Άκουε η Πουλουδιά, η μικρότερη αδελφή, κι ένιωθε την καρδιά της να παίζει τούμπανο. Άκουε και ο μικρός ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο πάτωμα, με το δάχτυλο στο στόμα, και αποφάσιζε μέσα του πως εκείνος δεν ήθελε να γίνει έτσι κακό παιδί σαν τον Αντώνη.

Και όμως πώς ήθελε να μπορεί να κάνει όσα έκανε ο Αντώνης! Γιατί ο Αντώνης έκανε πολλά δύσκολα πράματα. Έκανε τούμπες τρεις στη σειρά και θα έκανε, λέει, και τέσσερις, αν ήταν πιο μεγάλη η κάμαρα και αν δε χτυπούσε ο τοίχος στα ποδάρια του· σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής· καβαλίκευε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβαινε γλιστρώντας ως κάτω - έκανε, πηδώντας με το ένα πόδι, τρεις φορές το γύρο της αυλής του σπιτιού, χωρίς ν' αγγίξει τον τοίχο - κάθε πρωί, στη θάλασσα, βουτούσε το κεφάλι του στο νερό κι έμενε τόση ώρα με κλειστό στόμα και ανοιχτά μάτια, και δεν πνίγουνταν ποτέ. Και' άλλα πολλά έκανε ο Αντώνης. Έπειτα είχε πάντα γεμάτες τις τσέπες του από τόσους θησαυρούς. Τι δεν έβρισκες μέσα! Καρφιά, βόλους, βότσαλα, σπάγκους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα μασημένη, και, πάνω απ' όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει από τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσα ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη.

Οι γονείς του Αντώνη, που ζούσαν στην Αίγυπτο, δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν εκείνο το καλοκαίρι, κι εκείνος και τ' αδέλφια του είχαν έλθει στον Πειραιά με το θείο Ζωρζή και τη θεία Μαριέτα, που δεν είχαν παιδιά, και κάθουνταν σ' ένα από τα σπίτια του Τσίλερ. Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλερ, όλα στην αράδα κι ενωμένα· το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο, με τρία πρόσωπα, τ' άλλα όλα όμοια, με μια βεραντούλα προς τη θάλασσα και μιαν αυλή στο πίσω μέρος, προς το λόφο.

Στο πρώτο, το μεγάλο σπίτι, κάθουνταν ο βασιλέας· στο δεύτερο μια Ρωσίδα, κυρία της Τιμής της βασίλισσας· στο τρίτο ο Αντώνης με τ' αδέλφια του και το θείο του και τη θεία, και στ' άλλα παρακάτω διάφοροι άλλοι που, σαν το βασιλέα, είχαν κατέβει από τας Αθήνας να περάσουν τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού κοντά στην πειραιώτικη θάλασσα.

Κάθε μέρα ο Αντώνης και τ' αδέλφια του πήγαιναν περίπατο με την Εγγλέζα τους δασκάλα και περνούσαν εμπρός στο μεγάλο σπίτι όπου κάθουνταν ο βασιλέας, που είχε μεγάλα σκυλιά του κυνηγιού. Τ' άκουε ο Αντώνης που γάβγιζαν και τραβούσαν τις αλυσίδες τους, κλεισμένα στην αυλή τους την περιτοιχισμένη, και κάθε φορά ο κρότος αυτός και τα γαβγίσματα ήταν μεγάλος πειρασμός. Και τα τέσσερα αδέλφια γνώριζαν καλά τα σκυλιά αυτά και ιδιαίτερα ένα, τον Ντον. Τα έβλεπαν συχνά με το βασιλέα, που τα έπαιρνε μαζί του, λυτά, ελεύθερα, κάθε φορά που έβγαινε περίπατο μονάχος.

Ήταν μεγάλος πειρασμός για τον Αντώνη τα σκυλιά αυτά και κάθε φορά που περνούσε μπρος στο σπίτι του βασιλέα με την Εγγλέζα δασκάλα του, έμενε πίσω, έκανε ελιγμούς, έβρισκε διάφορες προφάσεις για να πλησιάσει την πόρτα της αυλής, μήπως και τύχει να είναι μισάνοιχτη ή μήπως και βρει καμιά χαραματιά που να τον αφήσει να δει τον Ντον, το μεγάλο κανελί σκυλί με τα παράταιρα μάτια, το ένα γαλάζιο και το άλλο πράσινο. Μα πού να ξεφύγει από το βλέμμα της Εγγλέζας! Ξερή και μονοκόμματη γύριζε αυτή, τη στιγμή που νόμιζε κείνος πως είχε γλιτώσει, τον κεραυνοβολούσε με μια ματιά και τον συμμάζευε, κατσουφιασμένο μα δαμασμένο, στο μπουλούκι των τριών πιο φρόνιμων.

— Είναι κακιά και γρουσούζα... μουρμούριζε ο Αντώνης στις αδελφές του, καμτσικώνοντας τις πέτρες του δρόμου με κανένα μαδημένο από τα φύλλα του χλωρό κλαδί, που πάντα βρίσκουνταν ανάμεσα στους θησαυρούς του Αντώνη, προς μεγάλο θαυμασμό του Αλέξανδρου. Είναι τσίφνα και γρινιάρα...

— Τι είναι; ρωτούσε ο Αλέξανδρος γέρνοντας ολόκληρος εμπρός από τη δασκάλα, που τον βαστούσε σφιχτά από το χέρι, για ν' ακούσει τη λέξη που του ξέφυγε. Μ' αμέσως τον τίναζε πίσω η Εγγλέζα, που δεν καταλάβαινε τα ελληνικά, και τον ξανάφερνε στη θέση του πλάγι της.

— Σπίκ Ίνγκλις! πρόσταζε με το πιο αυστηρό της ύφος!

Και μαζεμένα πάλι, την ακολουθούσαν τα τέσσερα αδέλφια, με ίσιες τις ράχες και σφιγμένα τα χείλια, παρατώντας κάθε αρχισμένη κουβέντα, για να της δείξουν την αποδοκιμασία τους. Κι έτσι, σιωπηλά, έκαναν το γύρο του βράχου, ανέβαιναν στο λόφο, απομακρύνουνταν από τον περαστικό δρόμο. Κι εκεί στη μοναξιά, στις πέτρες και στα ξερά χαμόκλαρα, κάθουνταν όλα τ' αδέλφια στην αράδα, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια σταυρωμένα φρόνιμα μπροστά τους, και κοίταζαν από πάνω, ψηλά, τις βαρκούλες που αρμένιζαν μακριά στο πέλαγος και πιο κοντά, βαθιά, κάτω, στους βράχους, τις πέτρες που ξεχώριζαν μια-μια στα διάφανα βαθυγάλαζα νερά της Καστέλας.

Σε λίγο σηκώνουνταν η δασκάλα, έκανε πως συγυρίζει τα φορέματα της κι έβγαζε κρυφά κάτι από την τσέπη της. Ύστερα άνοιγε το βιβλίο της και κάθουνταν, γυρίζοντας τη ράχη της στα τέσσερα αδέλφια.

Έκανε πως διάβαζε. Μα τ' αδέλφια ήξεραν πως δε διάβαζε καθόλου. Γιατί ο Αντώνης την είχε δει δυο φορές που κρυφά έβαζε στα χείλια της μια μποτίλια με κάτι κανελί μέσα και το έπινε και πάλι βιαστικά το έκρυβε κάτω από τους φραμπαλάδες της φούστας της.

Τότε άρχιζε η καλή ώρα του Αντώνη και των αδελφών του. Ό,τι ήθελαν έκαναν. Η δασκάλα δεν τους κοίταζε πια. Ο Αντώνης έδινε το σύνθημα κι ένας-ένας σηκώνουνταν σιωπηλά και απομακρύνουνταν.

Και τότε γίνουνταν το ανάστα ο Θεός. Έτρεχαν, πηδούσαν, κατέβαιναν στο δρόμο, σκαρφάλωναν στους βράχους, έπεφταν, σηκώνουνταν, φώναζαν, δέρνουνταν, καβγάδιζαν ή γελούσαν, βουτούσαν στις σκόνες, έπιαναν ακρίδες, μάζευαν βότσαλα, πετούσαν πέτρες, τίποτε πια δεν έβλεπε ούτε άκουε η δασκάλα. Χωμένη στο βιβλίο της, ρουφώντας κρυφά την μποτίλια της, άφηνε τ' αδέλφια ελεύθερα.

Και τι ωραία που ήταν η ελευθερία στο βράχο της Καστέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς.

Τι δεν έβρισκες εκεί μέσα! Πράσινα και γαλάζια κομμάτια γυαλί, κάποτε και άσπρα, χαλκάδες τενεκεδένιους σκουριασμένους ή καπάκια κουτιών στρογγυλά, σα ρόδες χωρίς αξόνι - μα ο Αντώνης έλεγε πως ήταν εύκολο να τους κάνεις αξόνι μ' ένα καρφί που θα τα τρυπούσε στη μέση - κάποτε κανένα κουδουνάκι σιδερένιο χωρίς γλωσσίδι - που και αυτό διορθώνουνταν, βεβαίωνε ο Αντώνης, με μια μεγάλη χάντρα της Αλεξάνδρας, κρεμασμένη σε μια κλωστή, μόνο που η Αλεξάνδρα, που είχε πέντε τέτοιες χάντρες, δεν ήθελε να δώσει καμιά, - κάποτε κανένα κομμάτι σκοινί ή σπάγκο ή τέλι, μα προπάντων πέτρες, πέτρες όλων των σχημάτων, με φλέβες σταχτιές, μενεξελιές, τριανταφυλλιές ή μαύρες.

Μια μέρα, η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό· βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς, σκόρπιους, μικρούς, ολοστρόγγυλους. Ζαλισμένη τους κοίταζε, άφωνη από τη χαρά της. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μη φωνάξει τ' αδέλφια της, μην της τους πάρει ο Αντώνης, που πρέσβευε πως τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βόλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν. Μα ήταν τόσο πολλοί οι σκόρπιοι βόλοι, αρκούσαν για όλους, ακόμα και για τον Αλέξανδρο, που τόσο τους λαχταρούσε και που ποτέ δεν του δάνειζε τους δικούς του ο Αντώνης.

Φώναξε λοιπόν τ' αδέλφια της.

— Βόλους! Βόλους! Ελάτε να δείτε πόσοι! τους είπε μαζεύοντας τους στη γεμάτη φούχτα της.

Ανακούρκουδα πλάγι της, καταχαρούμενος, τους μάζευε ο Αλέξανδρος έναν-έναν και τους φύλαγε στην άλλη παλάμη του. Ο Αντώνης όμως, με τα δυο του χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του, δεν το θεώρησε αξιόπρεπο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το εύρημα ενός κοριτσιού. Και είπε ακατάδεχτα:

— Οι δικοί μου είναι πιο μεγάλοι!

Και η Αλεξάνδρα, που ακολουθούσε πάντα τον Αντώνη, είπε:

— Και για να τους πετάξουν εδώ, θα πει πως είναι χαλασμένοι!

Απογοητευμένος άνοιξε ο Αλέξανδρος τα χέρια του και οι βόλοι του σκορπίστηκαν στο χώμα. Η Πουλουδιά όμως επέμεινε.

— Πού το ξέρεις πως τους πέταξαν; ρώτησε. Μπορεί ένα αγόρι να τους είχε στην τσέπη του και να τρύπησε η τσέπη του και να του έπεσαν όσο περπατούσε. Για δες, έχει παντού, εδώ, κι εκεί, και παρακάτω! Θα έτρεχε το αγόρι και θα έπεφταν οι βόλοι...

— Πφφφ... διέκοψε ο Αντώνης που είχε πολλή όρεξη να πάρει από το θησαυρό της αδελφής του, μα που δεν το καταδέχουνταν πια, μιας και τον είχε περιγελάσει. Ξέρεις και συ τώρα από αγόρια!

Πειραγμένη στο φιλότιμο της για την περιφρονητική αδιαφορία των αδελφών της, η Πουλουδιά γέμισε την τσέπη της και είπε:

— Καλά. Όταν αύριο μου ζητήσετε τους βόλους μου, εγώ δε θα σας τους δώσω!

Και κάκιωσε και δεν ήθελε να ρίξει με τους άλλους πέτρες στο γιαλό.

Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους παιχνίδι. Και παράμερα, λυπημένη, κοίταζε η Πουλουδιά τις πέτρες που τις πετούσαν τ' αδέλφια της και που πηδούσαν στους βράχους και ξαναπηδούσαν ως κάτω κι έπεφταν πλουφ στο νερό.

Το πλουφ δεν το άκουαν, γιατί ήταν πολύ ψηλά και το νερό πολύ χαμηλά. Μα τους είχε πει ο Αντώνης πως κάνει πάντα πλουφ η πέτρα στο νερό, και αν το 'λεγε ο Αντώνης, πρέπει να ήταν αλήθεια.

Γιατί ποτέ δεν είπε ψέμα ο Αντώνης.

Και το 'λεγε πάντα ο θείος: «Ο Αντώνης είναι σκάνταλος, μα ψέματα δε λέγει!» Και το 'λεγε και η θεία, που του τις έβρεχε συχνά. Και το 'λεγε η κερα-Ρήνη η μαγείρισσα, που, σαν είχε πονοκέφαλο, έδενε ένα μαντίλι γύρω στο μέτωπο της με φέτες πατάτες ή λεμόνια στα μηνίγγια της κι έβριζε μες στα δόντια της κι έλεγε: «Ντελή- Αντώνης, Τρελαντώνης, που κακό να μην τον πιάσει... γιατί ψέματα δεν ξέρει!»

Το 'λεγε και η Αφροδίτη η τραπεζιέρα, που ήταν καλή, όσο ήταν άσχημη, που γύρευε να κρύψει από τη θεία τις ζημιές του, μα που τις ομολογούσε ύστερα εκείνος. Όλα τα ομολογούσε, σαν τον ρωτούσαν. Και τον έτρεμαν τα κορίτσια, μην ομολογήσει και τις δικές τους αταξίες και τα δικά τους μυστικά.

Έτσι, εκείνη την ημέρα που βρήκε το θησαυρό της, πέρασε η Πουλουδιά μεγάλη στενοχώρια.


Α'. Οι βόλοι EIN'. Die Kugeln A'. The bullets Α'. Los mármoles آ'. گلوله ها Α'. De knikkers Α'. Mermerler A'。子弹

O Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Antonis war sehr skandalös und sehr unartig und hin und wieder fand er seine Probleme. Antonis was very scandalous and very naughty and every now and then he found his trouble. آنتونیس بسیار مفتضح و بسیار شیطون بود و هر از چند گاهی مشکل خود را پیدا می کرد. Antonis çok yaramazdı ve ara sıra başını derde sokardı. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο τρεις κατσάδες, πότε από τη θεία του, πότε από τη μαγείρισσα, πότε από την Αγγλίδα δασκάλα και πότε από την τραπεζιέρα, και κάθε λίγο αναγκάζουνταν ν' ανακατώνεται ο θείος. Es verging kein Tag, an dem er nicht zwei oder drei Katsades aß, mal von seiner Tante, mal von der Köchin, mal von der Englischlehrerin und mal vom Tisch, und hin und wieder musste sich der Onkel rühren. Not a day passed that he did not eat two or three katsades, sometimes from his aunt, sometimes from the cook, sometimes from the English teacher and sometimes from the table, and every now and then the uncle was forced to stir. Σαν έφθανε απέξω ο θείος και άκουε την καινούρια αταξία του Αντώνη, το αγαθό του πρόσωπο αγρίευε όσο μπορούσε, σούρωνε τ' άσπρα του φρύδια και, κουνώντας το σταχτί του κεφάλι, έλεγε αυστηρά: Als der Onkel nach draußen kam und Antonis neuen Unfug hörte, wurde sein gutes Gesicht so wild, wie es nur konnte, er zog seine weißen Augenbrauen zusammen und sagte, seinen aschfahlen Kopf schüttelnd, streng: When the uncle came outside and heard Antonis' new mischief, his good face grew as fierce as it could, he furrowed his white eyebrows and, shaking his ashen head, said sternly:

— Αντώνη, ακούω πάλι πως έκανες αταξίες! — Antonis, ich höre wieder, wie du Unheil angestellt hast! — Antonis, I hear again how you have been doing mischief! Φοβούμαι πως δε θα τα πάμε καλά! Ich fürchte, wir werden nicht miteinander auskommen! I'm afraid we won't get along!

Αυτές ήταν οι σοβαρές περιστάσεις. Das waren die ernsten Umstände. These were the serious circumstances. Άκουε η Αλεξάνδρα, η μεγάλη αδελφή, και ντρέπουνταν για τον αδελφό της. Alexandra, die ältere Schwester, hörte und schämte sich für ihren Bruder. Alexandra, the older sister, heard and was ashamed of her brother. Άκουε η Πουλουδιά, η μικρότερη αδελφή, κι ένιωθε την καρδιά της να παίζει τούμπανο. Pouloudia, die jüngste Schwester, hörte zu und spürte ihr Herz schlagen. Pouloudia, the youngest sister, was listening, and she could feel her heart beating. Άκουε και ο μικρός ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο πάτωμα, με το δάχτυλο στο στόμα, και αποφάσιζε μέσα του πως εκείνος δεν ήθελε να γίνει έτσι κακό παιδί σαν τον Αντώνη. Little Alexander was also listening, sitting on the floor, with his finger in his mouth, and deciding within himself that he did not want to become such a bad boy like Antonis.

Και όμως πώς ήθελε να μπορεί να κάνει όσα έκανε ο Αντώνης! And yet how he wanted to be able to do what Antonis did! Γιατί ο Αντώνης έκανε πολλά δύσκολα πράματα. Because Antonis did many difficult things. Έκανε τούμπες τρεις στη σειρά και θα έκανε, λέει, και τέσσερις, αν ήταν πιο μεγάλη η κάμαρα και αν δε χτυπούσε ο τοίχος στα ποδάρια του· σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής· καβαλίκευε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβαινε γλιστρώντας ως κάτω - έκανε, πηδώντας με το ένα πόδι, τρεις φορές το γύρο της αυλής του σπιτιού, χωρίς ν' αγγίξει τον τοίχο - κάθε πρωί, στη θάλασσα, βουτούσε το κεφάλι του στο νερό κι έμενε τόση ώρα με κλειστό στόμα και ανοιχτά μάτια, και δεν πνίγουνταν ποτέ. Er machte drei Purzelbäume hintereinander und hätte, wie er sagte, vier gemacht, wenn die Kammer größer gewesen wäre und die Wand nicht an seine Füße gestoßen wäre; er kletterte auf den Hofpavillon; er kletterte auf das Treppengeländer und rutschte nach unten - er tat es, Er sprang mit einem Fuß dreimal um den Hof des Hauses, ohne die Wand zu berühren; jeden Morgen, wenn er im Meer war, tauchte er den Kopf ins Wasser und blieb so lange mit geschlossenem Mund und offenen Augen, ohne zu ertrinken. He did somersaults three in a row, and would, he says, have done four, if the chamber had been larger, and if the wall had not struck at his feet; he would climb the porch of the yard; he would mount the banister of the stairs, and slide down to the bottom—he did, leaping with one foot, three times around the yard of the house, without touching the wall - every morning, in the sea, he dipped his head in the water and stayed that long with his mouth closed and his eyes open, and he never drowned. Και' άλλα πολλά έκανε ο Αντώνης. And Antonis did a lot more. Έπειτα είχε πάντα γεμάτες τις τσέπες του από τόσους θησαυρούς. Dann hatte er immer seine Taschen voll mit so vielen Schätzen. Then he always had his pockets full of so many treasures. Τι δεν έβρισκες μέσα! Was Sie darin nicht gefunden haben! What didn't you find inside! Καρφιά, βόλους, βότσαλα, σπάγκους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα μασημένη, και, πάνω απ' όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει από τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσα ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Nägel, Murmeln, Kieselsteine, Schnüre, einmal ein Stück zerkauter Kitt und vor allem das dreieckige Glas, das vom Kronleuchter der Kirche gefallen war und das so schöne Farben ergab, wenn man es in die Sonne legte. Καρφιά, βόλους, βότσαλα, σπάγκους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα μασημένη, και, πάνω απ' όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει από τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσα ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Nails, balls, pebbles, string, sometimes even a piece of chewed mastic, and, above all, the triangular glass that had fallen from the church chandelier and that turned such beautiful colors as if you put it in the sun. Çiviler, mermerler, çakıl taşları, ipler, bir zamanlar çiğnenmiş bir sakız parçası ve hepsinden önemlisi, kilise avizesinden düşen ve güneşe tuttuğunuzda çok güzel renkler oluşturan üçgen cam. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη. In diesen Taschen von Antonis steckte ein ganzer Reichtum. These pockets of Antonis had a whole wealth.

Οι γονείς του Αντώνη, που ζούσαν στην Αίγυπτο, δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν εκείνο το καλοκαίρι, κι εκείνος και τ' αδέλφια του είχαν έλθει στον Πειραιά με το θείο Ζωρζή και τη θεία Μαριέτα, που δεν είχαν παιδιά, και κάθουνταν σ' ένα από τα σπίτια του Τσίλερ. Antonis' Eltern, die in Ägypten lebten, konnten in diesem Sommer nicht reisen, und er und seine Brüder waren mit Onkel Zorzis und Tante Marietta, die keine Kinder hatten, nach Piräus gekommen und wohnten in einem der Häuser von Chiller. Antonis' parents, who lived in Egypt, were unable to travel that summer, and he and his siblings had come to Piraeus with uncle Georges and aunt Marietta, who had no children, and were sitting in one of the chiller houses. Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλερ, όλα στην αράδα κι ενωμένα· το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο, με τρία πρόσωπα, τ' άλλα όλα όμοια, με μια βεραντούλα προς τη θάλασσα και μιαν αυλή στο πίσω μέρος, προς το λόφο. There were seven houses of Chiller, all in the arada and united; the first, the extreme one, large, with three faces, the others all alike, with a veranda towards the sea and a courtyard at the back, towards the hill.

Στο πρώτο, το μεγάλο σπίτι, κάθουνταν ο βασιλέας· στο δεύτερο μια Ρωσίδα, κυρία της Τιμής της βασίλισσας· στο τρίτο ο Αντώνης με τ' αδέλφια του και το θείο του και τη θεία, και στ' άλλα παρακάτω διάφοροι άλλοι που, σαν το βασιλέα, είχαν κατέβει από τας Αθήνας να περάσουν τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού κοντά στην πειραιώτικη θάλασσα. Im ersten, dem großen Haus, saß der König; im zweiten eine russische Dame, die Ehrendame der Königin; im dritten Antonius mit seinen Brüdern und seinem Onkel und seiner Tante, und in den anderen unten verschiedene andere, die wie der König aus Athen gekommen waren, um die heißen Sommermonate am Meer von Piräus zu verbringen. In the first, the large house, sat the king; in the second a Russian woman, the queen's lady of honor; in the third Antonis with his brothers and his uncle and aunt, and in the others below various others who, like the king, they had come down from Athens to spend the hot summer months near the Piraeus sea. İlkinde, büyük evde kral oturuyordu; ikincisinde Kraliçe'nin onur konuğu olan bir Rus hanımefendi; üçüncüsünde Antonius ile kardeşleri, amcası ve yengesi; alttaki diğerlerinde ise kral gibi sıcak yaz aylarını geçirmek üzere Atina'dan Pire denizi yakınlarına gelmiş olan çeşitli kişiler.

Κάθε μέρα ο Αντώνης και τ' αδέλφια του πήγαιναν περίπατο με την Εγγλέζα τους δασκάλα και περνούσαν εμπρός στο μεγάλο σπίτι όπου κάθουνταν ο βασιλέας, που είχε μεγάλα σκυλιά του κυνηγιού. Every day Antonis and his brothers went for a walk with their English teacher and passed in front of the big house where the king sat, who had big hunting dogs. Τ' άκουε ο Αντώνης που γάβγιζαν και τραβούσαν τις αλυσίδες τους, κλεισμένα στην αυλή τους την περιτοιχισμένη, και κάθε φορά ο κρότος αυτός και τα γαβγίσματα ήταν μεγάλος πειρασμός. Antonis hörte sie bellen und an ihren Ketten zerren, eingesperrt in ihrem ummauerten Hof, und jedes Mal war dieses Bellen und Kläffen eine große Versuchung. Antonis heard them barking and pulling their chains, locked up in their walled courtyard, and every time the barking and the barking was a great temptation. Και τα τέσσερα αδέλφια γνώριζαν καλά τα σκυλιά αυτά και ιδιαίτερα ένα, τον Ντον. All four brothers knew these dogs well and especially one, Don. Τα έβλεπαν συχνά με το βασιλέα, που τα έπαιρνε μαζί του, λυτά, ελεύθερα, κάθε φορά που έβγαινε περίπατο μονάχος. They were often seen with the king, who took them with him, loosely, freely, every time he went for a walk as a monk.

Ήταν μεγάλος πειρασμός για τον Αντώνη τα σκυλιά αυτά και κάθε φορά που περνούσε μπρος στο σπίτι του βασιλέα με την Εγγλέζα δασκάλα του, έμενε πίσω, έκανε ελιγμούς, έβρισκε διάφορες προφάσεις για να πλησιάσει την πόρτα της αυλής, μήπως και τύχει να είναι μισάνοιχτη ή μήπως και βρει καμιά χαραματιά που να τον αφήσει να δει τον Ντον, το μεγάλο κανελί σκυλί με τα παράταιρα μάτια, το ένα γαλάζιο και το άλλο πράσινο. Diese Hunde waren eine große Versuchung für Antonius, und jedes Mal, wenn er mit seinem Englischlehrer vor dem Haus des Königs vorbeikam, blieb er zurück, machte Manöver, fand verschiedene Vorwände, um sich der Tür des Hofes zu nähern, falls sie zufällig halb geöffnet war, oder falls er einen Spalt fand, durch den er Don sehen konnte, den großen zimtfarbenen Hund mit den seltsamen Augen, eines blau, das andere grün. These dogs were a great temptation for Antony, and every time he passed by the king's house with his English teacher, he stayed behind, maneuvered, found various pretexts to approach the courtyard door, lest it happen to be half open or perhaps and find some crack that would let him see Don, the big cinnamon dog with the odd eyes, one blue and the other green. Μα πού να ξεφύγει από το βλέμμα της Εγγλέζας! Aber wie könnte er dem Blick der Engländerin entgehen! But where can he escape from the gaze of the English woman! Ξερή και μονοκόμματη γύριζε αυτή, τη στιγμή που νόμιζε κείνος πως είχε γλιτώσει, τον κεραυνοβολούσε με μια ματιά και τον συμμάζευε, κατσουφιασμένο μα δαμασμένο, στο μπουλούκι των τριών πιο φρόνιμων. Trocken und zahnlos drehte sie sich um, und in dem Moment, als er glaubte, er sei entkommen, donnerte sie ihn mit einem Blick an und sammelte ihn, stirnrunzelnd, aber gezähmt, in das Bündel der drei Klügeren. Dry and in one piece, she would turn around, the moment he thought he had escaped, she would flash him a glance and join him, frowning but tamed, in the pack of the three wisest ones. Kuru ve tek dişli kadın döndü, adam kaçtığını düşündüğü anda kadın ona bir bakış fırlattı ve onu kaşları çatık ama evcilleşmiş bir halde üç bilgenin arasına topladı.

— Είναι κακιά και γρουσούζα... μουρμούριζε ο Αντώνης στις αδελφές του, καμτσικώνοντας τις πέτρες του δρόμου με κανένα μαδημένο από τα φύλλα του χλωρό κλαδί, που πάντα βρίσκουνταν ανάμεσα στους θησαυρούς του Αντώνη, προς μεγάλο θαυμασμό του Αλέξανδρου. - Sie ist böse und bringt Unglück... murmelte Antonis zu seinen Schwestern und bog die Steine des Weges mit einem blassen Zweig, den er von seinen Blättern abzupfte und der immer unter den Schätzen von Antonis zu finden war, zur großen Bewunderung von Alexander. — She is wicked and snarky... Antonis muttered to his sisters, beating the stones of the road with some green branch plucked from its leaves, which were always found among Antonis' treasures, to Alexander's great admiration. - O kötü ve uğursuz biri... Antonis, İskender'in büyük hayranlığı içinde, Antonis'in hazineleri arasında her zaman bulunan, yapraklarından koparılmış solgun bir dalla yolun taşlarını eğerek kız kardeşlerine mırıldandı. Είναι τσίφνα και γρινιάρα... Sie ist verbittert und mürrisch... She is bitter and grumpy... Bir koklama ve bir sırıtma.

— Τι είναι; ρωτούσε ο Αλέξανδρος γέρνοντας ολόκληρος εμπρός από τη δασκάλα, που τον βαστούσε σφιχτά από το χέρι, για ν' ακούσει τη λέξη που του ξέφυγε. - Was ist das? fragte Alexander und beugte sich ganz nach vorne zu dem Lehrer, der ihn fest an der Hand hielt, um das Wort zu hören, das ihm entwich. - What is; asked Alexander, leaning completely in front of the teacher, who was holding him tightly by the hand, to hear the word that escaped him. Μ' αμέσως τον τίναζε πίσω η Εγγλέζα, που δεν καταλάβαινε τα ελληνικά, και τον ξανάφερνε στη θέση του πλάγι της. Die Engländerin, die kein Griechisch verstand, schüttelte ihn sofort zurück und setzte ihn wieder an seinen Platz neben sich. Immediately the Englishwoman, who did not understand Greek, shook him back and brought him back to his place by her side.

— Σπίκ Ίνγκλις! — Spike English! πρόσταζε με το πιο αυστηρό της ύφος! commanded in her strictest style!

Και μαζεμένα πάλι, την ακολουθούσαν τα τέσσερα αδέλφια, με ίσιες τις ράχες και σφιγμένα τα χείλια, παρατώντας κάθε αρχισμένη κουβέντα, για να της δείξουν την αποδοκιμασία τους. Und wieder folgten ihr die vier Brüder, mit geradem Rücken und zusammengepressten Lippen, um ihre Missbilligung zu zeigen, ohne sich zu unterhalten. And gathered together again, the four brothers followed her, with straight backs and tight lips, abandoning every conversation that had begun, to show her their disapproval. Κι έτσι, σιωπηλά, έκαναν το γύρο του βράχου, ανέβαιναν στο λόφο, απομακρύνουνταν από τον περαστικό δρόμο. So machten sie sich schweigend auf den Weg um den Felsen herum, den Hügel hinauf, weg von der vorbeiführenden Straße. And so, in silence, they circled the rock, climbed the hill, moved away from the passing road. Κι εκεί στη μοναξιά, στις πέτρες και στα ξερά χαμόκλαρα, κάθουνταν όλα τ' αδέλφια στην αράδα, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια σταυρωμένα φρόνιμα μπροστά τους, και κοίταζαν από πάνω, ψηλά, τις βαρκούλες που αρμένιζαν μακριά στο πέλαγος και πιο κοντά, βαθιά, κάτω, στους βράχους, τις πέτρες που ξεχώριζαν μια-μια στα διάφανα βαθυγάλαζα νερά της Καστέλας. Und dort, in der Einsamkeit, auf den Steinen und den trockenen Ästen, saßen alle Brüder in der Arad, die Füße zusammengelegt und die Arme vor sich verschränkt, und schauten von oben herab, hoch oben, auf die Boote, die ins Meer hinausfuhren, und näher, tiefer unten, auf die Felsen, auf die Steine, die einer nach dem anderen im klaren, tiefblauen Wasser von Castela aufragten. And there, in the solitude, on the stones and in the dry shallows, all the brothers sat in the arada, with their legs together and their arms crossed wisely in front of them, and they looked from above, high, at the boats that floated far in the sea and closer, deep, down, on the rocks, the stones that stood out one by one in the transparent deep blue waters of Kastela.

Σε λίγο σηκώνουνταν η δασκάλα, έκανε πως συγυρίζει τα φορέματα της κι έβγαζε κρυφά κάτι από την τσέπη της. Bald würde die Lehrerin aufstehen, so tun, als würde sie ihre Kleider aufräumen, und etwas aus ihrer Tasche stehlen. Soon the teacher got up, pretended to fold her dresses and secretly took something out of her pocket. Ύστερα άνοιγε το βιβλίο της και κάθουνταν, γυρίζοντας τη ράχη της στα τέσσερα αδέλφια. Then she would open her book and sit down, turning her back to the four siblings.

Έκανε πως διάβαζε. He pretended to read. Μα τ' αδέλφια ήξεραν πως δε διάβαζε καθόλου. But the brothers knew that he did not read at all. Γιατί ο Αντώνης την είχε δει δυο φορές που κρυφά έβαζε στα χείλια της μια μποτίλια με κάτι κανελί μέσα και το έπινε και πάλι βιαστικά το έκρυβε κάτω από τους φραμπαλάδες της φούστας της. Antonis hatte nämlich gesehen, wie sie zweimal heimlich ein Schälchen mit Zimt an die Lippen führte und trank, und ein zweites Mal, wie sie es eilig unter den Rüschen ihres Rocks versteckte. Because Antonis had seen her twice secretly putting a bottle with some cinnamon in it to her lips and drinking it and again hastily hiding it under the flaps of her skirt. Çünkü Antonis onu iki kez gizlice içinde biraz tarçın olan bir şişeyi dudaklarına götürüp içerken ve yine alelacele eteğinin kanatlarının altına saklarken görmüştü.

Τότε άρχιζε η καλή ώρα του Αντώνη και των αδελφών του. Then the good time of Antonis and his brothers began. Ό,τι ήθελαν έκαναν. They did whatever they wanted. Η δασκάλα δεν τους κοίταζε πια. The teacher was no longer looking at them. Ο Αντώνης έδινε το σύνθημα κι ένας-ένας σηκώνουνταν σιωπηλά και απομακρύνουνταν. Antonis gave the signal and one by one they got up silently and moved away.

Και τότε γίνουνταν το ανάστα ο Θεός. Und dann wurde Gott die Anastase. And then God was resurrected. Έτρεχαν, πηδούσαν, κατέβαιναν στο δρόμο, σκαρφάλωναν στους βράχους, έπεφταν, σηκώνουνταν, φώναζαν, δέρνουνταν, καβγάδιζαν ή γελούσαν, βουτούσαν στις σκόνες, έπιαναν ακρίδες, μάζευαν βότσαλα, πετούσαν πέτρες, τίποτε πια δεν έβλεπε ούτε άκουε η δασκάλα. Sie rannten, sprangen, liefen die Straße hinunter, kletterten auf die Felsen, fielen hin, standen auf, schrien, prügelten sich, kämpften oder lachten, tauchten in den Staub, fingen Heuschrecken, hoben Kieselsteine auf, warfen Steine, nichts mehr, was der Lehrer sehen oder hören konnte. They were running, jumping, going down the road, climbing the rocks, falling, standing up, shouting, hitting, fighting or laughing, diving in the dust, catching grasshoppers, picking pebbles, throwing stones, nothing the teacher could see or hear anymore. Χωμένη στο βιβλίο της, ρουφώντας κρυφά την μποτίλια της, άφηνε τ' αδέλφια ελεύθερα. Buried in her book, secretly sipping her bottle, she set the brothers free.

Και τι ωραία που ήταν η ελευθερία στο βράχο της Καστέλας! And how wonderful freedom was on the rock of Kastela! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς. Nowhere was the dust so fine, the undergrowth drier, the branches easier to break, the stones more numerous, the soil richer in treasures.

Τι δεν έβρισκες εκεί μέσα! What didn't you find in there! Πράσινα και γαλάζια κομμάτια γυαλί, κάποτε και άσπρα, χαλκάδες τενεκεδένιους σκουριασμένους ή καπάκια κουτιών στρογγυλά, σα ρόδες χωρίς αξόνι - μα ο Αντώνης έλεγε πως ήταν εύκολο να τους κάνεις αξόνι μ' ένα καρφί που θα τα τρυπούσε στη μέση - κάποτε κανένα κουδουνάκι σιδερένιο χωρίς γλωσσίδι - που και αυτό διορθώνουνταν, βεβαίωνε ο Αντώνης, με μια μεγάλη χάντρα της Αλεξάνδρας, κρεμασμένη σε μια κλωστή, μόνο που η Αλεξάνδρα, που είχε πέντε τέτοιες χάντρες, δεν ήθελε να δώσει καμιά, - κάποτε κανένα κομμάτι σκοινί ή σπάγκο ή τέλι, μα προπάντων πέτρες, πέτρες όλων των σχημάτων, με φλέβες σταχτιές, μενεξελιές, τριανταφυλλιές ή μαύρες. Grüne und blaue Glasstücke, manchmal auch weiße, rostige Blechkupfer oder runde Dosendeckel, wie Räder ohne Äxte - aber Antonis sagte, es sei leicht, sie mit einem Nagel, der sie in der Mitte durchbohrt, zu Äxten zu machen -, einmal eine kleine Eisenglocke ohne Zunge - die auch befestigt werden konnte, Antonis versicherte, mit einer großen Perle von Alexandra, die an einem Faden hing, nur Alexandra, die fünf solcher Perlen hatte, würde keine geben, - manchmal ein Stück Seil oder Schnur oder Tüll, aber vor allem Steine, Steine in allen Formen, mit Adern von Asche, Baiser, rosa oder schwarz. Green and blue pieces of glass, sometimes white, tin rusted copper or round box lids, like wheels without an axle - but Antonis said it was easy to make them an axle with a nail that would pierce them in the middle - once no iron bell without tongue - which was also corrected, Antonis assured, with a large bead of Alexandra's, hanging on a thread, only Alexandra, who had five such beads, would not give any, - sometimes no piece of rope or twine or string, but above all stones, stones of all shapes, with gray, lavender, rose or black veins.

Μια μέρα, η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό· βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς, σκόρπιους, μικρούς, ολοστρόγγυλους. One day, Pouloudia found a real treasure: balls, black balls, many, scattered, small, round. Ζαλισμένη τους κοίταζε, άφωνη από τη χαρά της. She stared at them in a daze, speechless with joy. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μη φωνάξει τ' αδέλφια της, μην της τους πάρει ο Αντώνης, που πρέσβευε πως τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βόλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν. Her first thought was not to call her siblings, not to be taken away by Antonis, who was saying that girls shouldn't play volleyball, that they have dolls and that these are enough for them. Μα ήταν τόσο πολλοί οι σκόρπιοι βόλοι, αρκούσαν για όλους, ακόμα και για τον Αλέξανδρο, που τόσο τους λαχταρούσε και που ποτέ δεν του δάνειζε τους δικούς του ο Αντώνης. But there were so many scattered bullets, they were enough for everyone, even for Alexander, who longed for them so much and who Antonis never lent him his own.

Φώναξε λοιπόν τ' αδέλφια της. So she called her brothers.

— Βόλους! — Volos! Βόλους! Volos! Ελάτε να δείτε πόσοι! Come see how many! τους είπε μαζεύοντας τους στη γεμάτη φούχτα της. she told them, gathering them in her full fist.

Ανακούρκουδα πλάγι της, καταχαρούμενος, τους μάζευε ο Αλέξανδρος έναν-έναν και τους φύλαγε στην άλλη παλάμη του. Entspannt nebeneinander, geblendet, sammelte Alexander sie einen nach dem anderen ein und hielt sie in seiner anderen Handfläche. Crouching next to her, happy, Alexander collected them one by one and kept them in his other palm. Ο Αντώνης όμως, με τα δυο του χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του, δεν το θεώρησε αξιόπρεπο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το εύρημα ενός κοριτσιού. Aber Antonis, der beide Hände in den Hosentaschen hatte, fand es nicht anständig, dass sich ein Junge über den Fund eines Mädchens aufregte. But Antonis, with both his hands in his trouser pockets, did not consider it dignified for a boy to be excited by finding a girl. Και είπε ακατάδεχτα: Und er sagte unzulässigerweise: And he said disapprovingly:

— Οι δικοί μου είναι πιο μεγάλοι! — Mine are bigger!

Και η Αλεξάνδρα, που ακολουθούσε πάντα τον Αντώνη, είπε: And Alexandra, who always followed Antonis, said:

— Και για να τους πετάξουν εδώ, θα πει πως είναι χαλασμένοι! - Und um sie hier rauszuwerfen, wird er sagen, dass sie kaputt sind! — And to throw them here, he will say that they are spoiled!

Απογοητευμένος άνοιξε ο Αλέξανδρος τα χέρια του και οι βόλοι του σκορπίστηκαν στο χώμα. Frustrated, Alexander opened his arms and his bullets scattered to the ground. Η Πουλουδιά όμως επέμεινε. Aber Bird bestand darauf. But Pouloudia insisted.

— Πού το ξέρεις πως τους πέταξαν; ρώτησε. - Woher wissen Sie, dass sie weggeworfen wurden? fragte er. — How do you know how they were thrown? asked. Μπορεί ένα αγόρι να τους είχε στην τσέπη του και να τρύπησε η τσέπη του και να του έπεσαν όσο περπατούσε. Vielleicht hatte ein Junge sie in seiner Tasche, und seine Tasche wurde durchlöchert und sie fielen heraus, während er lief. Maybe a boy had them in his pocket and his pocket got a hole and they fell out while he was walking. Για δες, έχει παντού, εδώ, κι εκεί, και παρακάτω! Sehen Sie, es ist überall, hier, dort und unten! Look, it's everywhere, here, there, and below! Θα έτρεχε το αγόρι και θα έπεφταν οι βόλοι... Der Junge rannte und die Murmeln fielen... The boy would run and the bullets would fall...

— Πφφφ... διέκοψε ο Αντώνης που είχε πολλή όρεξη να πάρει από το θησαυρό της αδελφής του, μα που δεν το καταδέχουνταν πια, μιας και τον είχε περιγελάσει. - Pffff... unterbricht Antonis, der sich sehr gerne am Schatz seiner Schwester bedienen wollte, es aber nicht mehr aushielt, da sie sich über ihn lustig gemacht hatte. — Pffff... interrupted Antonis, who had a great desire to take from his sister's treasure, but who was no longer allowed, since she had laughed at him. Ξέρεις και συ τώρα από αγόρια! Du kennst dich jetzt mit Jungs aus! You know now from boys!

Πειραγμένη στο φιλότιμο της για την περιφρονητική αδιαφορία των αδελφών της, η Πουλουδιά γέμισε την τσέπη της και είπε: Teased in her admiration for the scornful indifference of her brothers, Pouloudia filled her pocket and said:

— Καλά. - Okay. Όταν αύριο μου ζητήσετε τους βόλους μου, εγώ δε θα σας τους δώσω! When you ask me for my balls tomorrow, I won't give them to you!

Και κάκιωσε και δεν ήθελε να ρίξει με τους άλλους πέτρες στο γιαλό. Und er brannte und wollte nicht mit den anderen Steine in den Brunnen werfen. And he got angry and didn't want to throw stones on the beach with the others.

Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους παιχνίδι. This was their best game. Και παράμερα, λυπημένη, κοίταζε η Πουλουδιά τις πέτρες που τις πετούσαν τ' αδέλφια της και που πηδούσαν στους βράχους και ξαναπηδούσαν ως κάτω κι έπεφταν πλουφ στο νερό. Und an der Seite betrachtete Bird traurig die Steine, die ihre Brüder geworfen hatten, sprang auf die Felsen, prallte zurück und fiel ins Wasser. And on the other side, sad, Pouloudia was looking at the stones that her brothers were throwing and that were jumping on the rocks and jumping down again and falling flat in the water.

Το πλουφ δεν το άκουαν, γιατί ήταν πολύ ψηλά και το νερό πολύ χαμηλά. They couldn't hear the plough, because it was too high and the water too low. Μα τους είχε πει ο Αντώνης πως κάνει πάντα πλουφ η πέτρα στο νερό, και αν το 'λεγε ο Αντώνης, πρέπει να ήταν αλήθεια. But Antonis had told them that the stone always floats in the water, and if Antonis said so, it must have been true.

Γιατί ποτέ δεν είπε ψέμα ο Αντώνης. Because Antonis never lied.

Και το 'λεγε πάντα ο θείος: «Ο Αντώνης είναι σκάνταλος, μα ψέματα δε λέγει!» Και το 'λεγε και η θεία, που του τις έβρεχε συχνά. And that's what my uncle always said: "Antonis is a scandal, but he doesn't lie!" And so did the aunt, who often showered them on him. Και το 'λεγε η κερα-Ρήνη η μαγείρισσα, που, σαν είχε πονοκέφαλο, έδενε ένα μαντίλι γύρω στο μέτωπο της με φέτες πατάτες ή λεμόνια στα μηνίγγια της κι έβριζε μες στα δόντια της κι έλεγε: «Ντελή- Αντώνης, Τρελαντώνης, που κακό να μην τον πιάσει... γιατί ψέματα δεν ξέρει!» Und es wurde von der Köchin Ker-Rini erzählt, die, wenn sie Kopfschmerzen hatte, sich ein Taschentuch um die Stirn band und Kartoffel- oder Zitronenscheiben in die Hirnhaut steckte und mit den Zähnen fluchte und sagte: "Deli- Anthony, Trelanton, den man nicht erwischen sollte. Denn er weiß nicht, wie man lügt!" And so said Kera-Rini the cook, who, as if she had a headache, tied a scarf around her forehead with slices of potatoes or lemons in her meninges and cursed under her breath and said: "Deli-Antonis, Trelantonis, what a bad don't catch him... because he doesn't know lies!"

Το 'λεγε και η Αφροδίτη η τραπεζιέρα, που ήταν καλή, όσο ήταν άσχημη, που γύρευε να κρύψει από τη θεία τις ζημιές του, μα που τις ομολογούσε ύστερα εκείνος. It was also said by Aphrodite the table, who was good, as bad as she was, who went around hiding his damages from his aunt, but who he later confessed to. Όλα τα ομολογούσε, σαν τον ρωτούσαν. He confessed everything, as if he was being asked. Και τον έτρεμαν τα κορίτσια, μην ομολογήσει και τις δικές τους αταξίες και τα δικά τους μυστικά. And the girls scared him, not to confess their own misdeeds and their own secrets.

Έτσι, εκείνη την ημέρα που βρήκε το θησαυρό της, πέρασε η Πουλουδιά μεγάλη στενοχώρια. Thus, on that day when she found her treasure, Pouloudia went through great distress.