×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 14. Ένα βλαχόπουλο που δε λέει πολλά λόγια

14. Ένα βλαχόπουλο που δε λέει πολλά λόγια

Ένα βλαχόπουλο έτρεχε προς τα κει, φωνάζοντας τον σκύλο. Έφτασε, άρπαξε τον σκύλο από το μαλλιαρό του λαιμό και, σηκώνοντας την αγκλίτσα του, έκανε πως θα τον τσακίσει στο ξύλο.

O σκύλος κάθισε κάτω και μαζεύτηκε. Το βλαχόπουλο ήταν ένα παιδάκι. O σκύλος δυο φορές σαν αυτό.

—Πού είναι η καλύβα του Γεροθανάση; ρώτησαν τα παιδιά.

Tο βλαχόπουλο έδειξε με το χέρι τις καλύβες. Τους ακολούθησε, κρατώντας τον σκύλο και κατέβηκαν μαζί.

—Τι τον έχεις εσύ τον Γεροθανάση;

—Παππούλη.

—Εσύ σε ποια απ' όλες τις καλύβες κάθεσαι;

Το βλαχόπουλο απάντησε και πάλι με το χέρι. Το σήκωσε κι έδειξε μια καλύβα.

Στην πόρτα στεκόταν μια κοπέλα. Φορούσε τα τσαρούχια της, τη ζώνη της, την κεντημένη της ποδιά. Είχε μαύρα μάτια, τα ίδια σαν του μικρού τσοπάνη.

—Αυτή ποια είναι; ρώτησαν τα παιδιά το βλαχόπουλο.

—Η Αφρόδω.

—Αδερφή σου είναι;

—Χα!

—Έχεις κι άλλες αδερφές;

—Αχά!

—O πατέρας σου είναι δω;

Το βλαχόπουλο πάτησε τη γλώσσα του μέσα από τα δόντια κι έκανε: «Τσ!»

Δεν ήταν για πολλά λόγια. Πρώτα έλεγε καμιά λέξη, τώρα έφτασε στο «χα» στο «τσ». Θα πει πως η κουβέντα έπρεπε να σταματήσει εδώ. Γιατί παραπέρα δεν είναι πια παρά τα νοήματα.

---

Ωστόσο η καλή Αφρόδω καλωσόρισε τα παιδιά και τους είπε να περάσουν μέσα στην καλύβα.

Όταν την είδαν, ξαφνιάστηκαν. Ήταν τόσο νοικοκυρεμένη! Σπίτι αληθινό.

—Να καλύβα, Φάνη, είπε ο Δήμος, όχι σαν τις δικές μας!

Η Αφρόδω χαμογέλασε.

—Να είχαμε κι εμείς πρόβατα και γίδια, είπε ο Φάνης, θα ήταν κι η δική μας καλή.

—Εσείς έχετε κάτω σπίτια, είπε η βλαχοπούλα, που είναι θεμελιωμένα. Κι έπειτα ξέρετε και τα γράμματα, που δεν τα ξέρουμε εμείς. Λάμπρο, γιατί κάθεσαι στην πόρτα; Έλα μέσα να δεις τα καλά παιδιά.

—Τς! έκανε πάλι ο Λάμπρος κι έσκυψε το κεφάλι, σκάβοντας τη γη με το τσαρούχι του. Ύστερα πήρε την αγκλίτσα του κι έφυγε.


14. Ένα βλαχόπουλο που δε λέει πολλά λόγια 14. Ein dummer Junge, der nicht viel sagt 14. A dumb kid who doesn't say much 14. Un niño tonto que no dice mucho 14. پسر بچه ای که زیاد حرف نمی زند 14. Głupi dzieciak, który niewiele mówi

Ένα βλαχόπουλο έτρεχε προς τα κει, φωνάζοντας τον σκύλο. A dumb kid was running over, calling for the dog. Έφτασε, άρπαξε τον σκύλο από το μαλλιαρό του λαιμό και, σηκώνοντας την αγκλίτσα του, έκανε πως θα τον τσακίσει στο ξύλο. Er griff hinüber, packte den Hund an seinem haarigen Hals und tat so, als würde er ihn verprügeln, indem er seine Schnalle anhob. He reached over, grabbed the dog by his hairy neck and, lifting his buckle, pretended to beat the shit out of him.

O σκύλος κάθισε κάτω και μαζεύτηκε. The dog sat down and collected himself. Το βλαχόπουλο ήταν ένα παιδάκι. The brat was a little boy. O σκύλος δυο φορές σαν αυτό. The dog twice like this.

—Πού είναι η καλύβα του Γεροθανάση; ρώτησαν τα παιδιά. -Where is Gerothanasi's hut? asked the children.

Tο βλαχόπουλο έδειξε με το χέρι τις καλύβες. The boy pointed to the huts with his hand. Τους ακολούθησε, κρατώντας τον σκύλο και κατέβηκαν μαζί. He followed them, holding the dog, and they went down together.

—Τι τον έχεις εσύ τον Γεροθανάση; -What's with you and old man?

—Παππούλη. -Pappouli.

—Εσύ σε ποια απ' όλες τις καλύβες κάθεσαι; -Which of all the huts are you sitting in?

Το βλαχόπουλο απάντησε και πάλι με το χέρι. The dumbass replied again with his hand. Το σήκωσε κι έδειξε μια καλύβα. He picked it up and pointed to a hut.

Στην πόρτα στεκόταν μια κοπέλα. There was a girl standing at the door. Φορούσε τα τσαρούχια της, τη ζώνη της, την κεντημένη της ποδιά. She wore her breeches, her belt, her embroidered apron. Είχε μαύρα μάτια, τα ίδια σαν του μικρού τσοπάνη. He had black eyes, the same as the little shepherd's.

—Αυτή ποια είναι; ρώτησαν τα παιδιά το βλαχόπουλο. -Which one is she?The children asked the dumbass.

—Η Αφρόδω. -The Aphrodite.

—Αδερφή σου είναι; -Is she your sister?

—Χα! -Ha!

—Έχεις κι άλλες αδερφές; -Do you have any other sisters?

—Αχά! -Aha!

—O πατέρας σου είναι δω; -Is your father here?

Το βλαχόπουλο πάτησε τη γλώσσα του μέσα από τα δόντια κι έκανε: «Τσ!» The dumb kid stuck his tongue through his teeth and did: "Ch!"

Δεν ήταν για πολλά λόγια. It wasn't much to talk about. Πρώτα έλεγε καμιά λέξη, τώρα έφτασε στο «χα» στο «τσ». First he was saying no words, now he's got to "ha" to "ch". Θα πει πως η κουβέντα έπρεπε να σταματήσει εδώ. Er wird sagen, dass das Gespräch an dieser Stelle hätte enden müssen. He will say that the conversation should have stopped here. Γιατί παραπέρα δεν είναι πια παρά τα νοήματα. For beyond is no more than signs.

--- ---

Ωστόσο η καλή Αφρόδω καλωσόρισε τα παιδιά και τους είπε να περάσουν μέσα στην καλύβα. However, the good Aphrodite welcomed the children and told them to go inside the hut.

Όταν την είδαν, ξαφνιάστηκαν. When they saw her, they were surprised. Ήταν τόσο νοικοκυρεμένη! She was so neat! Σπίτι αληθινό. Real house.

—Να καλύβα, Φάνη, είπε ο Δήμος, όχι σαν τις δικές μας! -A hut, Fanny, said the Municipality, not like ours!

Η Αφρόδω χαμογέλασε. Aphrodite smiled.

—Να είχαμε κι εμείς πρόβατα και γίδια, είπε ο Φάνης, θα ήταν κι η δική μας καλή. -If we had sheep and goats, said Fanis, ours would be good too.

—Εσείς έχετε κάτω σπίτια, είπε η βλαχοπούλα, που είναι θεμελιωμένα. - "Ihr habt unten Häuser", sagte die kleine Bäuerin, "die gegründet sind. -"You have houses downstairs," said the little countrywoman, "that are founded. Κι έπειτα ξέρετε και τα γράμματα, που δεν τα ξέρουμε εμείς. And then you know the letters, which we don't know. Λάμπρο, γιατί κάθεσαι στην πόρτα; Έλα μέσα να δεις τα καλά παιδιά. Lambreaux, why are you standing at the door? Come in and see the good guys.

—Τς! -Tsh! έκανε πάλι ο Λάμπρος κι έσκυψε το κεφάλι, σκάβοντας τη γη με το τσαρούχι του. Lambros did again and bowed his head, digging the earth with his hoe. Ύστερα πήρε την αγκλίτσα του κι έφυγε. Then he took his buckle and left.